Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Θεός απρόσιτος Ομ. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Αθηνών Γεώργιος Γαλίτης

Ομ. Καθηγητής
Θεολογικής Σχολής Αθηνών
Γεώργιος Γαλίτης

Όποια θεωρία και αν δεχτούμε της γνωσιολογίας, δηλαδή του κλάδου της φιλοσοφίας που ασχολείται με το πρόβλημα της γνώσεως, όποια απάντηση και αν δώσουμε στο ερώτημα περί της ουσίας, της πηγής ή του αντικειμένου της γνώσεως, ένα είναι γεγονός: η ουσία των όντων, το Ding an sich που έλεγε ο Καντ, παραμένει απρόσιτο και ασύλληπτο στον άνθρωπο. 

Τα αισθητήρια όργανα που μας φέρνουν την κατ’ αίσθησιν εμπειρία, η διάνοια που επεξεργάζεται τα γνωστικά δεδομένα, η συνείδηση που τα δέχεται ως γνώση, δεν μπορούν να ξεπεράσουν ορισμένα όρια. Η γνώση συνεπώς του ανθρώπου είναι πεπερασμένη. Και όπως αναφέρει ο ιδρυτής της πειραματικής φυσιολογίας, ο Du Bois-Reymond, στην πολύκροτη διάλεξή του «Περί των ορίων της γνώσεώς μας περί της φύσεως», έστω και αν ήταν δυνατόν να αποκτήσουμε όλη τη γνώση περί του σύμπαντος, να γνωρίσουμε τη θέση και τις κινήσεις κάθε ατόμου στο σύμπαν, όλο το παρελθόν και το μέλλον του σύμπαντος, και πάλι θα σταματούσαμε μπροστά σε δύο αινίγματα· δεν θα μπορούσαμε να εννοήσουμε την ουσία της ύλης και της δυνάμεως, και δεν θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε ούτε τα πιο απλά φαινόμενα της συνειδήσεως. Και στην δεύτερη, εξίσου πολύκροτη διάλεξή του «Περί των επτά αινιγμάτων του κόσμου», επισημαίνει ο Du Bois-Reymond τα επτά μεγαλύτερα αινίγματα για τη γνώση του ανθρώπου: στα τρία από αυτά δίνει τον χαρακτηρισμό ignoramus, αγνοούμε· στα τέσσερα, ignoramus et ignorabimus, αγνοούμε και θα αγνοούμε, για πάντα. Και θα αγνοούμε πάντοτε, ακριβώς γιατί ανάγονται, όπως αναπτύσσει και εξηγεί ο Du Bois-Reymond, στην ουσία του όντος, στο Ding an sich.

Αφού των όντων η ουσία παραμένει άγνωστη και απρόσιτη στον άνθρωπο, μπορεί να μιλήσει κανείς για γνώση του υπερουσίου όντος, του Θεού;

Η ορθόδοξη θεολογία απαντά, ότι τον απρόσιτο Θεό τον προσεγγίζει κανείς διά της αγνωσίας. Η εν αγνωσία γνώσις όμως, που αποτελεί τον πυρήνα της περί Θεού διδασκαλίας των Πατέρων της Εκκλησίας, πάλι δεν αποτελεί άλλη μιαν αντίφαση, όπως η του ζεύγους «απρόσιτος-αποκαλυπτόμενος»;

Για να απαντήσουμε στην ερώτηση, ας κάνουμε μίαν αναδρομή στην πατερική θεολογία.

Ο πρώτος εκκλησιαστικός συγγραφέας που ασχολήθηκε συστηματικά με το απρόσιτο της ουσίας του Θεού, ήταν ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς. Πριν από αυτόν όμως ήδη ο Αθηναγόρας είχε χαρακτηρίσει τον Θεό ως «ακατάληπτο» και «αχώρητο», και ο Θεόφιλος Αντιοχείας ως «άρρητο» και «ανέκφραστο» και «αόρατο». Παραπλήσια ορολογία χρησιμοποιούσε παλαιότερα και ο Κλήμης Ρώμης, και ακόμη παλαιότερα ο Αλεξανδρεύς Ιουδαίος Φίλων. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς γράφει, ότι μπορούμε να εννοήσουμε «όχι τί είναι ο Θεός, αλλά τί δεν είναι ο Θεός. Ο Θεός είναι άρρητος. Όλα όσα λέμε περί του Θεού είναι συμβατικά. Και αν κάποτε τον ονομάζουμε το ον ή το αγαθόν ή ο νους, ή πατέρα ή Θεό ή δημιουργό ή κύριο, αυτά δεν τα λέμε ως όνομά του, αλλά χρησιμοποιούμε ωραία ονόματα από αμηχανία, επειδή δεν έχουμε τίποτε άλλο να πούμε, για να τα έχει η διάνοια και να στηρίζεται επάνω σε αυτά. Διότι κανένα από αυτά δεν δηλώνει την ουσία του Θεού». Πιο επιγραμματικά λέει τα ίδια ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης: οι λογισμοί των ανθρώπων δεν μπορούν να φτάσουν τον Θεό. Και συμπληρώνει ο Δίδυμος ο Τυφλός: όχι μόνο των ανθρώπων, αλλά ούτε και των αγγέλων! Η Αγία Τριάς, λέει ο Δίδυμος ο Τυφλός, είναι αόρατος, και στα μάτια των σεραφείμ απερίληπτος· δεν χωράει στο νου, ούτε σε έναν τόπο· να την αγγίξει κανείς είναι αδύνατον· είναι χωρίς μέγεθος, χωρίς βάθος, χωρίς πλάτος, χωρίς μορφή. Και κατά τον συγγραφέα των έργων που αποδίδονται στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, η ουσία του Θεού δεν είναι ψυχή, δεν είναι νους…, δεν εκφράζεται, δεν νοείται…, δεν είναι ούτε ίση με κάτι άλλο ούτε άνιση· ούτε όμοια ούτε ανόμοια· ούτε στέκεται ούτε κινείται…, δεν είναι ουσία γι’ αυτό λέμε υπερούσιος- ούτε αιωνιότης, ούτε χρόνος· ούτε είναι νοητή κάποια επαφή μαζί της…, ούτε είναι κάτι από τα μη όντα, ούτε κάτι από τα όντα…, δεν έχει αιτία, δεν έχει όνομα. Τί είναι λοιπόν; Και απαντά ο ίδιος Διονύσιος: είναι η πλήρης και ενιαία αιτία των πάντων, είναι η υπεροχή εκείνου που είναι ελεύθερο από όλα και «επέκεινα των όλων», πέρα από το κάθε τι. Τέτοιες εκφράσεις, όπως το «επέκεινα των όλων» ή «υπερέκεινα πάσης ουσίας» και πάσης «ανθρωπίνης επινοίας», είναι ιδιαιτέρως προσφιλείς στους Πατέρες.

Παρόμοια και ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει: «Ο Θεός, και ον λέγεται και μη ον· διότι δεν είναι κανένα από τα όντα, αλλά είναι πιο ψηλά από τα πάντα, κατά τρόπο που δεν υπόκειται στη γνώση». Βεβαίως αυτό που λέει ο χαρακτηρισμός, ότι ο Θεός είναι και ον και μη ον, δεν πρέπει να το εκλάβουμε με τη συνήθη και κοινή έννοια, ότι, αφού είναι μη ον, άρα δεν υπάρχει. Σχετικά παραπέμπω στον Αριστοτέλη, που λέει: «Και το μη ον, είναι μη ον φαμέν», δηλαδή και για το μη ον λέμε ότι είναι μη ον για ένα πράγμα όμως που λέμε ότι είναι, δεν μπορούμε να πούμε πως δεν υπάρχει. Λέγοντας είναι, αναγνωρίζουμε την ύπαρξή του.

Προχωρώντας περισσότερο ο ίδιος Μάξιμος, γράφει ότι ούτε και αυτό το ρήμα «εστί» δεν κυριολεκτεί, όταν χρησιμοποιείται για τον Θεό. Ακόμη και όταν λέμε ότι ο Θεός είναι, και αυτό ακόμη δεν κυριολεκτεί, γιατί ο Θεός είναι πέρα και από αυτήν την ύπαρξη, και από αυτό το είναι. Και προσθέτει: «Τούτο γαρ έστι η εν αγνωσία γνώσις» αυτό που είπα στην αρχή αυτός είναι ο τρόπος προσεγγίσεως του Θεού. Όταν από την έννοια του Θεού αφαιρέσουμε κάθε ανθρώπινη έκφραση, έννοια, αντίληψη, γνώση και μπούμε έτσι μέσα στην απόλυτη αγνωσία, τότε στην αγνωσία αύτη θα γνωρίσουμε τον Θεό.

Στην ίδια γραμμή κινείται και ο Μ. Βασίλειος. Ο μέγας Καππαδόκης, πολεμώντας τον Ευνόμιο, αρχηγό των Ανομοίων, οι οποίοι εσκέπτοντο αριστοτελικά και υπεστήριζαν τη δυνατότητα εκφράσεως της ουσίας του Θεού, τονίζει το απρόσιτο της ουσίας του, που δεν υπόκειται στον ανθρώπινο νου. Και προσθέτει ο μεγάλος Ιεράρχης: όχι μόνο τον Θεό, αλλά ούτε και τα δημιουργήματά του δεν μπορεί να εκφράσει κανείς με ιδέες. Εκφράζουμε μόνον τις ιδιότητές τους· πάντοτε όμως μένει κάτι, που δεν μπορεί να εκφρασθεί. Αυτή είναι η άγνωστη και απροσδιόριστη ουσία των πραγμάτων. Η μοναδική γνώση της θείας ουσίας είναι, κατά τον Μ. Βασίλειο, η αίσθηση της ακαταληψίας του. Παρόμοια θα γράψει αργότερα και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Άπειρον το θείον και ακατάληπτων· και τούτο μόνον αυτού καταληπτόν, η απειρία και η ακαταληψία. Όσα δε λέγομεν επί Θεού καταφατικώς, ου την φύσιν, αλλά τα περί την φύσιν δηλοί· ουδέν γαρ των όντων έστιν». Όχι βεβαίως διότι «ουδέν έστιν», αλλά διότι «εστίν υπέρ πάντα τα όντα», λέει ο Δαμασκηνός, και υπέρ αυτό ακόμη το είναι. Είναι σαφές, ότι η φράση «τα περί την φύσιν» σημαίνει τις ενέργειες του Θεού, για τις οποίες θα μιλήσουμε στη συνέχεια.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος παραφράζει το πλατωνικό χωρίο «Θεόν νοήσαι μεν χαλεπόν, φράσαι δε αδύνατον»: το να συλλάβουμε τον Θεό είναι δύσκολο, αδύνατον δε να τον εκφράσουμε. Ο Γρηγόριος το λέει: «Θεόν φράσαι μεν αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον». Την ίδια σκέψη εκφράζει ο Γρηγόριος στον περίφημο ύμνο του: «Ω, πάντων επέκεινα, τί γαρ θέμις σε μέλπειν…»; «Ω, συ που βρίσκεσαι πέρα από το κάθε τι, σε ονομάζω έτσι, αφού, πώς αλλιώς θα μπορούσε κανείς να σε τραγουδήσει; Πώς ένας λόγος να σε υμνήσει; αφού εσύ με κανένα λόγο δεν μπορείς να ειπωθείς! Πώς μια λογική να σε πιάσει; αφού εσύ δεν κλείνεσαι σε κανέναν νου!»

Και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο τρίτος από τους Τρεις Ιεράρχες, δεν υστερούσε από τους άλλους Πατέρες στον τονισμό του απροσίτου της ουσίας του Θεού. Εναντίον του Ευνομίου, έγραψε και αυτός. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι οι πέντε πρώτοι λόγοι του κατά των Ανομοίων έχουν την επιγραφή: «Λόγοι περί ακαταλήπτου του Θεού». Από τον τρίτο λόγο του παραθέτω ένα παράδειγμα. Ερμηνεύει το χωρίο της Α’ Επιστολής προς Τιμόθεον 6, 16: «Φως οικών απρόσιτον». Και λέει: «Ουκ είπε, φως ων απρόσιτον, αλλά φως οικών απρόσιτον, ίνα μάθης ότι, ει ο οίκος απρόσιτος, πόσο μάλλον ο ενοικών αυτόν Θεός». Απρόσιτος είναι ο οίκος του Θεού, πόσο μάλλον ο ίδιος ο Θεός. «Ταύτα δε έλεγεν, ούχ ίνα οίκον και τόπον περί Θεόν υποπτεύσης, αλλ’ ίνα εκ πολλής της περιουσίας το ακατάληπτον μάθης· αλλ’ ουδέ φως οικών ακατάληπτον είπεν, αλλά απρόσιτον, ό του ακαταλήπτου πολλώ μείζον έστι». Το ακατάληπτο δεν μπορείς να το συλλάβεις. Το απρόσιτο δεν μπορείς καν να το πλησιάσεις, για να μπορέσεις κατόπιν να το συλλάβεις.

Στη συνέχεια ερμηνεύει ο ιερός Χρυσόστομος το απρόσιτο του Θεού επί τη βάσει του οράματος του Ησαΐου, ο οποίος γράφει: «Είδον τον Κύριον καθήμενον επί θρόνου δόξης υψηλού και επηρμένου, και τα σεραφείμ ειστήκεισαν κύκλω του θρόνου αυτού… και… κατεκάλυπτον τα πρόσωπα αυτών» κ.λπ. Και λέει ο Χρυσόστομος: ο Ησαΐας και οι άγγελοι που έβλεπαν τον Θεό, πώς τον έβλεπαν, αφού ο Ιωάννης λέει «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε»; Και ερμηνεύει: έβλεπαν τον Θεό κατά συγκατάβασιν του Θεού. Μη φαντασθείς, λέει, ότι είδαν τον ίδιο τον Θεό, την ουσία του, αλλά είδαν την συγκατάβαση. «Και τί εστί συγκατάβασις»; ερωτά ο Χρυσόστομος. Και απαντά ο ίδιος: συγκατάβασις είναι όταν ο Θεός φαίνεται όχι όπως είναι, αλλά, όπως είναι και με όποιον τρόπο είναι πλασμένος αυτός που μπορεί να δει τον Θεό. Έτσι δείχνει ο Θεός τον εαυτό του, αποκαλύπτοντας το πρόσωπο ακριβώς ανάλογα με το μέτρο της αδυναμίας του ορώντος. Όχι όπως είναι λοιπόν, αλλά όπως μπορεί ο άνθρωπος να τον δει. Έτσι ο άνθρωπος δεν βλέπει πραγματικά τον Θεό κατά την ουσία, αλλά ένα απεικόνισμά του, που ανταποκρίνεται στις αντιληπτικές ικανότητες του ανθρώπου. Ότι αυτό είναι συγκατάβασις αποδεικνύει ο Χρυσόστομος από τη φρασεολογία του παραπάνω κειμένου και λέει: είδα, λέει ο Ησαΐας, τον Κύριο, να κάθεται σε θρόνο υψηλό και υπερυψωμένο. Μα ο Θεός δεν κάθεται. Γιατί αυτή η στάση είναι ιδιότητα των σωμάτων. Και να κάθεται σε θρόνο· αλλά ο Θεός δεν περικλείεται μέσα σε ένα θρόνο· γιατί η θεότης δεν έχει όρια. Αλλά και για το «είδον τον Κύριον», είπαμε παραπάνω, πώς το εξήγησε. Πώς είναι δυνατόν να δει τον Κύριο; Είδε τη συγκατάβαση!

Το ίδιο θέμα πραγματεύεται ο Χρυσόστομος στην 15η ομιλία του στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου. Ως βασική αρχή της ερμηνείας του έχει το ότι, τις εκφράσεις της Γραφής δεν πρέπει να τις ερμηνεύει κανείς κατά γράμμα. Το κείμενο της Γραφής πρέπει κατά την προτροπή του Χριστού να «ερευνάται» («Ερευνάτε τας Γραφάς», Ιω. 5, 39), διότι είναι «συνεσκιασμένο». Με την κατά γράμμα ερμηνεία θα έπρεπε να θεωρήσει κανείς τον Θεό όμοιο με έναν άνθρωπο, πρέπει να φαντασθεί κανείς ότι ο Θεός έχει ανθρώπινες ιδιότητες. Αν όμως κανείς συλλάβει το βαθύτερο νόημα, αποφεύγει τέτοια λάθη. «Κανείς δεν είναι τόσο τρελός», λέει, «ώστε να θεωρήσει τον ασώματο ότι έχει σώμα». Και επειδή είναι ασώματος, λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε».

Με τον ίδιο τρόπο ερμηνεύουν οι Πατέρες γενικώς τις ανθρωπομορφικές και ανθρωποπαθείς εκφράσεις της Γραφής για τη δημιουργία του ανθρώπου, κατά τις οποίες ο Θεός πήρε χώμα και έπλασε τον άνθρωπο (έπλασε φυσικά με τα χέρια!), και «εφύσησεν εις αυτόν πνοήν ζωής», ή «εφύτευσεν ο Θεός παράδεισον», ωραίο κήπο, «ανατολικά της Εδέμ» κ.λπ. Τέτοιες εκφράσεις χρησιμοποιεί η Γραφή μεταφορικώς, “διά την ασθένειαν ημών», λένε οι Πατέρες. Πολλοί λένε: πώς είναι δυνατόν να πιστεύεις στη Γραφή, στην Παλαιά Διαθήκη, που έχει τέτοια παραμύθια; Μα δεν είναι παραμύθια έτσι όπως τα εξηγούμε, δεν μπορεί να είναι παραμύθια! Αντίθετα, εσύ που νομίζεις ότι αυτά είναι παραμύθια, εσύ ακριβώς δεν έχεις τη σωστή αντίληψη και δεν ξέρεις ότι αυτά είναι ανθρωπομορφικές εκφράσεις.

Παρόμοια αντιμετωπίζουν οι Πατέρες τις εκφράσεις της Γραφής, κατά τις οποίες ο Θεός είδε, οργίσθη, άλλαξε την απόφασή του, όπως στη Νινευή για παράδειγμα, απειλεί τους αμαρτάνοντας, «οικεί εν ημίν», ή λέγει φράσεις, όπως: «Λάλησον τοις υιοίς Ισραήλ, ίσως ακούσονται και μετανοήσουσι». Αυτές όλες είναι ανθρωποπαθείς εκφράσεις.

Πολύ ωραία λέγει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. «Υπνοί τη Γραφή ο Θεός, και γρηγορεί, και οργίζεται, και βαδίζει, και θρόνον έχει τα χερουβείμ, καίτοι πότε γέγονεν εμπαθής; πότε δε σώμα Θεόν ακήκοας; τούτο ουκ ον ανεπλάσθη· ωνομάσαμεν γαρ ως ημίν εφικτόν εκ των ημετέρων τα του Θεού».

Παρόμοια επίσης ερμηνεύουν οι Πατέρες και εικόνες της Γραφής, όπως π.χ. το όραμα του Δανιήλ, κατά το οποίο «θρόνοι ετέθησαν και ο παλαιός των ημερών εκάθητο και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών και η θριξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν». Παρομοίως και την έλευση του Υιού του ανθρώπου κατά τη Δευτέρα Παρουσία επί των νεφελών του ουρανού, ή ακόμη τη δημιουργία του κόσμου διά του λόγου του Θεού -που δεν πρέπει κατά τους Πατέρες να εκλαμβάνεται ως ο ανθρώπινος λόγος· ο λόγος του Θεού είναι «ο μονογενής Υιός» του Θεού: «Ο Πατήρ δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύματι ποιεί τα πάντα». Ακόμη, λένε οι Πατέρες, και αυτές οι έννοιες Υιός του Θεού και Λόγος του Θεού δεν πρέπει να εννοηθούν ανθρωπομορφικώς, σωματικώς. Ακόμη και το ομοούσιον, λένε, πρέπει να νοηθεί πνευματικώς, όπως και αυτή ακόμη η έννοια ουσία, γιατί ό Θεός είναι υπέρ την ουσίαν, είναι υπερούσιος. Επίσης και την έννοια των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος δεν πρέπει να εννοήσουμε ανθρωπομορφικώς, ως πρόσωπα ανθρώπων, λέει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος.

Παρόμοιες αντιλήψεις απαντώνται συχνά στους Πατέρες, συνοψίζονται δε επιγραμματικά από τον συγγραφέα του διαλόγου περί Αγίας Τριάδος, που αποδίδεται στον Μ. Αθανάσιο. Ερμηνεύοντας ο συγγραφέας χωρία όπως «εκ γαστρός προ εωσφόρου εγέννησά σε» και «τω πνεύματι του στόματος αυτού», λέει: «Επί Θεού, όταν λέγονται μέλη ή μέρη, ανθρωποπαθώς μεν λέγονται, θεοπρεπώς δε νοούνται». Ευρύτερα ομιλεί ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Μη θέλοντας ο Θεός να αγνοούμε τελείως τα ασώματα, τα περιέβαλε με τύπους και σχήματα και εικόνες κατά την αναλογίαν της φύσεώς μας, με σωματικά σχήματα που βλέπονται με την άϋλη όραση του νου». Τέτοιες εικόνες, τέτοια σχήματα και σύμβολα που νοούνται έτσι από τους Πατέρες, είναι φράσεις όπως, ράβδος δυνάμεως, με την οποία νοείται κατά τον Χρυσόστομο η δύναμη του Θεού, ή δάκτυλος Θεού, η οποία σημαίνει κατά τον Μ. Βασίλειο «μίαν των του Πνεύματος ενεργειών», μία ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.


Με το θέμα μας συμπλέκεται το ερώτημα, γιατί η Γραφή ομιλεί έτσι, γιατί η αποκάλυψη του Θεού πρέπει να δίδεται έτσι. Η απάντηση των Πατέρων, που πολλές φορές τη συναντήσαμε και στα όσα είπαμε να υποκρύπτεται, είναι, διότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να σκεφθεί αλλιώς. Όπως ομιλούμε στα νήπια, έτσι ο Θεός μάς ομιλεί στη Γραφή για τον εαυτό του, λέει ο Ωριγένης. Και κατά τον Ευσέβιο Καισαρείας οι Γραφές, που ομιλούν περί του Θεού, «ώσπερ τινας νηπίους παιδαγωγούσαι τους εντυγχάνοντας, ανθρωπινότερον περί αυτού διαλέγονται, χείρας αυτώ και πόδας και οφθαλμούς και φωνάς και λόγους και στόματα και πρόσωπον και μυρία άλλα τοιαύτα περιάπτουσαι». Και πράγματι ο άνθρωπος απέναντι στον Θεό είναι κατά κυριολεξίαν νήπιος (από το νη και έπος), δεν έχει έπος, λόγο, δεν μπορεί να μιλήσει. Γι’ αυτό και χρειάζεται για να εκφράσει το θείο εικόνες και σύμβολα. Γι’ αυτό, λέει ο συγγραφέας των Αρεοπαγιτικών συγγραφών, απιστούμε οι πολλοί στα λόγια των θείων μυστηρίων, διότι τα βλέπουμε μόνον διά μέσου των προσκολλημένων σ’ αυτά αισθητών συμβόλων. Πώς είναι δυνατόν ο Θεός να είναι αυτά όλα που βλέπουμε στην Παλαιά Διαθήκη; Πώς είναι δυνατόν να έχει ο Θεός χέρια και πόδια; Πρέπει να τα ξεντύσει κανείς τα σύμβολα και να τα δει όπως έχουν, γυμνά και καθαρά. Και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός φρονεί ότι όλα όσα λέγονται περί Θεού σαν να είχε σώμα, λέγονται συμβολικώς και έχουν ένα υψηλότερο νόημα.

Αυτά δεν ισχύουν μόνον για τις παραστάσεις περί Θεού. Επεκτείνονται και σε ένα μεγάλο αριθμό βιβλικών διηγήσεων. Ανέφερα μερικές προηγουμένως. Για πολλές όμως από τις διηγήσεις πιστεύουν οι Πατέρες ότι η Γραφή χρησιμοποιεί ομοίως συμβολική γλώσσα. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, για τον αστέρα που φάνηκε την ημέρα της γεννήσεως και οδήγησε τους Μάγους, λέει: αυτό το αστέρι δεν ήταν ένα από τα πολλά αστέρια· μάλλον δε ούτε καν αστέρι, όπως μου φαίνεται, αλλά κάποια δύναμη αόρατη που μετασχηματίσθηκε σ’ αυτήν την όψη. Τα αστέρια πώς μπορεί να προχωρούν; Όταν κοιμόντουσαν οι Μάγοι, κοιμόταν το αστέρι; Όταν προχωρούσαν, προχωρούσε το αστέρι; Όταν είχε συννεφιά, δεν έβλεπαν το αστέρι; Όταν στάθηκε πάνω από το μέρος που ήταν το παιδίον, πώς το είδαν και το κατάλαβαν; Συνεπώς πρέπει να είναι κάποια άλλη αόρατη δύναμη, ένας άγγελος, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, που τους οδήγησε και τους φώτισε να πάνε εκεί. Με αυτά βέβαια ο ιερός πατήρ απογοητεύει μερικούς ευσεβείς διαπρεπείς επιστήμονες, που προσπαθούν να μας ορίσουν τι ήταν αυτό το αστέρι, και λένε ότι υπήρχε σύνοδος τριών αστέρων κ.λπ. Με αυτά όλα, όσο και να είναι φιλότιμες οι προσπάθειες, άθελά τους, με τον ζήλο τους, μετατρέπουν αυτό το περιστατικό σε ένα απλό φυσικό φαινόμενο· ακόμη και αν αυτό το εξηγήσουμε φυσικώς, ένας άπιστος δεν πρόκειται να πιστέψει, παρ’ όλη την προσπάθειά τους, τη στιγμή που μένει ένα πλήθος άλλων που δεν μπορούν να εξηγηθούν με τη φυσική.

Τη συμβολική γλώσσα βλέπουν οι Πατέρες και στις τελετές της Εκκλησίας. Με την κάθαρση π.χ. στο ύδωρ του βαπτίσματος εξεικονίζεται «εν συμβόλοις» η πνευματική αποκάθαρση, κατά τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Γι’ αυτό βαπτίζουμε το παιδί στο νερό, γι’ αυτό βαπτιζόμαστε στο νερό, επειδή αυτό είναι σύμβολο της πνευματικής καθάρσεως. Και ο Απόστολος Παύλος το ονομάζει «λουτρόν παλιγγενεσίας»: βυθιζόμενοι στο ύδωρ συμμετέχουμε στον θάνατο του Χριστού, εξερχόμενοι συμμετέχουμε στην ανάστασή του, ξαναγεννημένοι σε μια καινούργια ζωή.

Εδώ επιτρέψτε μου να ρωτήσω: δεν είναι όσα ελέχθησαν μια απάντηση σε όλους εκείνους που βλέπουν μύθους στη Γραφή; Αυτοί βλέπουν μύθους, και τους απορρίπτουν. Οι Πατέρες βλέπουν σύμβολα, εικόνες, ανθρωποπαθείς, ανθρωποκεντρικές και ανθρωπομορφικές εκφράσεις και τις ερμηνεύουν.

Βεβαίως δεν ερμηνεύονται όλες οι διηγήσεις της Γραφής με αυτόν τον τρόπο. Για τους Πατέρες η βάση κάθε ερμηνείας είναι η πίστη. Πολλές φορές η ερμηνεία ευρίσκεται έξω από τις δυνατότητές μας. Οι Πατέρες εγνώριζαν τα όρια των ανθρωπίνων δυνατοτήτων. Έτσι γράφει ο Χρυσόστομος: «Το πώς ορώσιν οι Προφήται ταύτα, άπερ ορώσιν, ουχ ημέτερον ειπείν, ου γαρ δυνατόν ερμηνευθήναι λόγω τον τρόπον της όψεως». Λογικά δεν μπορούμε να το συλλάβουμε, ξέρουμε όμως ότι έβλεπαν αυτό που έβλεπαν, με τον τρόπο που το έβλεπαν (την συγκατάβαση που είπαμε κ.λπ.), αλλά το πώς, δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Αυτή είναι η ερμηνεία των Πατέρων, εκείνων που γνώριζαν να σταματούν τη σκέψη τους μπροστά στην πύλη του μυστηρίου και να μην υποκαθιστούν τον Θεό με υποκατάστατα, με είδωλα του Θεού. Όπου η χριστιανική παράδοση απομακρύνθηκε από τον τρόπο σκέψεως των Πατέρων, μεταβλήθηκε σε ένα είδος θρησκευτικής φιλοσοφίας (και εννοώ συγκεκριμένα τη Δύση), ή μιας ευσεβούς φιλολογίας, ενώ με αυτόν τον τρόπο της πατερικής σκέψεως θα μπορούσε η ανθρώπινη σκέψη, η θεολογία η χριστιανική, να φυλαχθεί από πολλά ατοπήματα. Η σκέψη των Πατέρων εισήγαγε μια νέα διάσταση στην ανθρώπινη σκέψη, μια διάσταση που προσδιορίζεται από τα όσα είπαμε για το πώς βλέπουν οι Πατέρες την γνώση του Θεού. Αυτό είναι το μήνυμα των Πατέρων ανά τους αιώνες, ένα μήνυμα που δεν είναι αυτόνομο, αλλά είναι το μήνυμα της Γραφής ερμηνευμένο και υπομνηματισμένο. Γιατί και τη Γραφή πρέπει να ξέρουμε να τη διαβάζουμε, αν θέλουμε να βρούμε απάντηση στα προβλήματά μας. Δίνει απάντηση στα προβλήματά μας, αλλά πρέπει να ξέρουμε να τη διαβάζουμε. Στη Γραφή βρίσκεται ο Λόγος του Θεού, που απεκαλύφθη στον άνθρωπο, με τρόπο που να είναι προσιτός στο λόγο του ανθρώπου.

Για να γίνει προσιτός στο ανθρώπινο λογικό ο Θεός μέσω της Γραφής, χρησιμοποιεί τον ανθρώπινο λόγο, τις ανθρώπινες εκφράσεις. Αν θέλουμε να μιλήσουμε σε κάποιον, θα πρέπει να γνωρίζουμε τη γλώσσα του. Η απόσταση μεταξύ ημών και του Θεού είναι άπειρη. Ο Θεός είναι άκτιστος, τελείως απρόσιτος, δεν υπάρχει ουδεμία δυνατότητα επαφής με τις δικές μας δυνάμεις. Έτσι ο Θεός μάς μιλάει με τη γλώσσα μας, μιλάει με τις ανθρώπινες εκφράσεις. Αυτό πρέπει να γνωρίζουμε, όταν διαβάζουμε την Γραφή. Έτσι μόνον μπορούμε να γνωρίσουμε τον Θεό και αυτό πρέπει να μάθουν και όλοι όσοι φεύγουν από τη Γραφή, επειδή τη θεωρούν κατώτερη του λόγου των, της λογικής των, σκανδαλιζόμενοι από τον τρόπο που ομιλεί. Ο σκανδαλισμός αυτός των «σοφών» και των «συνετών» δείχνει το επίπεδο της θρησκευτικής τους μορφώσεως και της πνευματικής τους καλλιέργειας.

Πρέπει να το παραδεχθούμε: το επίπεδο αυτό, παγκοσμίως, αλλά ας μείνουμε στη χώρα μας, είναι πολύ χαμηλό, είναι σε απελπιστική στάθμη. Δεν ξέρω αν όσο περνάνε τα χρόνια γίνεται χειρότερη η κατάσταση. Για πολλούς ναι. Δεν θέλω να γενικεύσω. Υπάρχουν και οι εκλεκτοί που ξεχωρίζουν και ίσως αυτοί οι εκλεκτοί έχουν βαθύτερη γνώση από τις προηγούμενες γενιές. Αλλά η πλειονότης όσο πηγαίνει και υποβαθμίζεται. Ενώ μιλάμε για ανάπτυξη, είμαστε σ’ αυτό το θέμα υπανάπτυκτοι. Ενώ καταβάλλουμε τόσες προσπάθειες για την ανάπτυξη, το φράγμα της θρησκευτικής υπανάπτυξης δεν επιχειρούμε να το σπάσουμε. Η οικονομική ανάπτυξη είναι η θεότητά μας, η υπαρξιακή αγωνία όμως δεν ικανοποιείται με τα ξυλοκέρατα του ασώτου υιού του Ευαγγελίου. Το πως θα καταξιώνουμε την ύπαρξή μας στον 21ο αιώνα, θα το μάθουμε μόνο στη Γραφή. Μόνο αν μάθουμε να μελετάμε τη Γραφή και αν μάθουμε να εμβαθύνουμε στη Γραφή και να την καταλαβαίνουμε, τότε μόνον θα μπορέσουμε να αναπτυχθούμε πνευματικά, θρησκευτικά, εκκλησιαστικά και χριστιανικά. Και δάσκαλοί μας σ’ αυτό είναι οι Πατέρες, μερικά δείγματα από τα οποία πήρα και σας μετέδωσα.

Ως τώρα προσπαθήσαμε να καταδείξουμε ότι ο Θεός είναι το αντικείμενο της απόλυτης αγνωσίας του ανθρώπου. Η γνώση όμως από τον άνθρωπο αυτής της απόλυτης αγνωσίας, το να αισθάνεται δηλαδή κανείς το αχώρητο, το απρόσιτο, το άρρητο του Θεού και το να ομιλεί περί του αρρήτου του Θεού και του απροσίτου και του αχωρήτου, αυτή είναι η μόνη δυνατή γνώση σχετικά με την ουσία του Θεού και ο μόνος δυνατός τρόπος αισθήσεως του Θεού και ομιλίας περί αυτού. Ακόμη περισσότερο, αυτό είναι μία πείρα, μία εμπειρία, στην οποία καταλήγει κανείς, όταν όλοι οι άλλοι δρόμοι που με την νόησή του άνοιξε για να φθάσει στον Θεό, έχουν αποδειχθεί αδιέξοδοι. Έτσι ο Θεός παύει πλέον να είναι νοητικό ή συναισθηματικό ή οτιδήποτε άλλο αντικείμενο, και γίνεται βίωμα: όπως έλεγαν οι Πατέρες, «πάσχειν τα θεία». Ο δρόμος της γνώσεως δεν είναι ο νοητικός, αλλά ο βιωματικός. Ο Θεός δεν είναι το αντικείμενο της γνώσεως, αλλά το υποκείμενό της. Και η σχέση του ανθρώπου με Αυτόν, δεν είναι σχέση γνώσεως, αλλά ενώσεως, δηλαδή, όπως λένε οι Πατέρες και η Εκκλησία μας, «θεώσεως». Έτσι φθάνουμε στην καρδιά της ορθόδοξης θεολογίας, κατά την οποία ο άνθρωπος πλάσθηκε από το Δημιουργό του για να μετάσχει στη θεία φύση και να γίνει θεός, θεός όχι κατά φύσιν και κατ’ ουσίαν, εφόσον η ουσία του Θεού είναι απρόσιτη και άγνωστη, αλλά θεός κατά χάριν, ενούμενος μαζί του, δηλαδή θεούμενος.

Εδώ ανακύπτει ένα πιθανό ερώτημα: αφού η ουσία και η φύση του Θεού είναι απρόσιτη στον άνθρωπο, με τί ενώνεται ο θεούμενος άνθρωπος; Θέωση σημαίνει ένωση με το Θεό. Αφού η ουσία είναι απρόσιτη, πώς ενώνεται ο άνθρωπος με τον Θεό;

Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να κάνουμε μία διάκριση. Αν και η ουσία του Θεού μένει άγνωστη και απρόσιτη στον άνθρωπο, όμως ο Θεός αποκαλύπτεται και γνωρίζεται και γίνεται προσιτός μέσω των ενεργειών του. Επειδή αφ’ ενός ο Θεός είναι για τον άνθρωπο απρόσιτος κατά την ουσία· και επειδή αφ’ ετέρου η θέωση του ανθρώπου πρέπει να νοηθεί ως μετοχή στη θεία φύση, γι’ αυτό πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στην ασύλληπτη, απρόσιτη, άκτιστη θεία ουσία, και στις προσιτές, αλλά επίσης άκτιστες, αλλά και αχώριστες από τη θεία ουσία, ενέργειες, με τις οποίες αποκαλύπτεται και γνωρίζεται ο Θεός. Τέτοια ενέργεια είναι π.χ. η θεία χάρις. Λέγεται θεία χάρις, γιατί χαρίζεται στους ανθρώπους και τους οδηγεί στη σωτηρία, ανάλογα με τη δεκτικότητά τους. Χαρίζει ο Θεός, αλλά πρέπει και εμείς να δεχθούμε τη δωρεά. Ο Θεός δεν μεροληπτεί, δίνει τη χάρη του σε όλους. Λέγει η Γραφή: «Τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. 5, 45). Η χάρη είναι άκτιστη δωρεά του Θεού. Δεχόμενος κανείς τη χάρη του Θεού, διαποτίζεται από αυτήν. Δεχόμενος ο άνθρωπος τη θεία χάρη, ενώνεται με τον Θεό, θεούται. Αυτή είναι η θέωση. Το ίδιο είναι η δόξα του Θεού, μια άλλη άκτιστη ενέργεια του Θεού. Θέωση θα πει να βλέπεις τη δόξα του Θεού. Αυτό είναι ο παράδεισος. Και η κόλαση είναι αντίστοιχα να μην μπορείς να δεις τη δόξα του Θεού. Η κόλαση και ο παράδεισος είναι η θέα ή η μη θέα της δόξης του Θεού. Η θέα της δόξας του Θεού είναι η άπειρη μακαριότητα του ανθρώπου. Γιατί ο Θεός είναι μεν το τελείως απρόσιτο ον, αλλά η άκτιστη ενέργεια του Θεού καθιστά προσιτή τη δόξα του. Βλέποντας τη δόξα του Θεού, ενούται ο άνθρωπος με την άκτιστη αυτή ενέργεια του Θεού, που είναι για μάς το ανώτερο που μπορούμε να συλλάβουμε για τον Θεό, είναι ο ίδιος ο Θεός· το να δούμε τη δόξα του Θεού, αυτή είναι η μακαριότης μας, αυτός είναι ο παράδεισος, αυτή είναι η θέωση. Το να μη μπορεί να δει κανείς τη δόξα του Θεού, αυτό είναι το μεγαλύτερο βάσανο, αυτό είναι η κόλαση.

Κριτήριο για τη θέα της δόξας του Θεού είναι η αγάπη. Θυμηθείτε την παραβολή της μελλούσης κρίσεως. Ο Κριτής θα κρίνει με το κριτήριο της αγάπης. «Ο Θεός αγάπη εστίν», όπως γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (Α’ Ιω. 4, 8.10). Ο Θεός είναι αγάπη· δε λέμε έχει αγάπη, αλλά είναι αγάπη. Αφού είναι αγάπη, θα κρίνει με το μέτρο αυτό τους ανθρώπους. Εσείς οι εκ δεξιών μου, δείξατε αγάπη, μπορείτε να με δείτε: «Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου» (Ματθ. 25, 34). Οι άλλοι πάλι θα δουν το Θεό, αλλά αν δεν έχουν αγάπη, η αγάπη του Θεού θα τους καίει. Και για τους μεν θα είναι φως που θα φωτίζει, για τους δε «πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. 12, 29). Ο Θεός, λένε οι Πατέρες, τιμωρεί τους αμαρτωλούς, χρησιμοποιώντας ως μαστίγιο την αγάπη του. Εμείς ανάλογα με τη στάση μας απέναντι στο Θεό θα απολαύσουμε τον παράδεισο, ή θα υποστούμε την κόλαση. Η ανταπόκριση ή μη στην αγάπη του Θεού είναι αυτή που κολάζει ή σώζει τον άνθρωπο.

Η προσέγγιση αυτή, για την οποία μίλησα, στις άκτιστες ενέργειες του Θεού, είναι η μόνη δυνατή προσέγγιση του Θεού που μπορεί να πραγματοποιήσει ο άνθρωπος.

Με όσα είπαμε, έγινε κατανοητό, ότι λέγοντας αγνωσία οι Πατέρες δεν εννοούν τον αγνωστικισμό. Ο αγνωστικιστής αναφέρεται σ’ αυτή την ύπαρξη του Θεού. Φρονεί ότι, το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός, είναι αδύνατον να το γνωρίζουμε. Για την Ορθοδοξία όμως η αγνωσία είναι η υψίστη μορφή της γνώσεως του Θεού, μιας γνώσεως που οδηγεί από την αλογία στην δοξολογία. Πολύ ωραία ψάλλει ένας ύμνος: «Αφού δεν μπορούμε να βρούμε λόγια να σημάνουμε την ασύλληπτο στο νου τριφεγγή σου θεότητα, φιλάνθρωπε Δέσποτα, σε υμνούμε και τη δύναμή σου δοξάζουμε». Και ένας ύμνος των Χριστουγέννων: «Μυστήριον ξένον, ορώ, και παράδοξον! Ουρανόν, το σπήλαιον· θρόνον χερουβικόν, την Παρθένον· την φάτνην, χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος, Χριστός ο Θεός· ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν».

Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι το δοξολογικό τέλος και η δοξολογική αρχή στους ύμνους είναι κύριο χαρακτηριστικό της ορθοδόξου θεολογίας που εκφράζεται στην ορθόδοξη υμνολογία, γιατί η υμνολογία είναι η πεμπτουσία της θεολογίας. Η Οκτώηχος του Ιωάννου του Δαμασκηνού περιέχει όλη τη σύνοψη της θεολογίας. Όχι μόνον σύνοψη αλλά και ανάπτυξη, έκθεση της θεολογίας.

Ορθοδοξία δεν είναι μόνον η ορθή δόξα περί του Θεού, η ορθή πίστη, αλλά είναι και η ορθή δόξα προς τον Θεό, η ορθή δοξολογία. Η ορθή δόξα του Θεού, η δοξολογία δηλαδή του Θεού, γίνεται στο πλαίσιο της ορθής δόξας περί του Θεού, είναι αχώριστη από την ορθή πίστη, το ορθό δόγμα. Και η δόξα ως πίστη και διδασκαλία είναι αχώριστη από τη δόξα ως αίνον και δοξολογία.

Όλη η ορθόδοξη θεολογία ως λόγος περί του Θεού και ειδικότερα η θεολογία των Πάτερων της Εκκλησίας καταλήγει διά μέσου του αποφατισμού ακριβώς στην δοξολογία του Θεού.

Η περιήγηση στο περιβόλι της ορθοδόξου θεολογίας με ξεναγούς τους θεοφόρους Πατέρες μάς έδειξε το απρόσιτο του Θεού. Όμως αυτός ο απρόσιτος Θεός είναι ο πατέρας μας, ο πλάστης και δημιουργός μας, είναι αγάπη, είναι η αγάπη· και η αγάπη του δεν θέλησε να αφήσει εαυτόν «αμάρτυρον» κατά την Γραφή (Πράξ. 14,17). «Ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ. 4,4) έγινε προσιτός και απεκάλυψε τον εαυτό του στο πρόσωπο του Υιού και Λόγου του· «και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού» (Ιω. 1, 14). «Σώσαι θέλων τον κόσμον, ο των όλων κοσμήτωρ, προς τούτον αυτεπάγγελτος ήλθε· και ποιμήν υπάρχων ως Θεός, δι’ ημάς έφάνη καθ’ ημάς άνθρωπος· ομοίω γαρ το όμοιον καλέσας, ακούει παρά πάντων ούτως: Αλληλούια» (Ακάθιστος Ύμνος, Σ), «αινείτε τον Θεόν!»



(Γεωργίου Αντ. Γαλίτη, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Αποκάλυψη και Εκκλησία», εκδ. Ι. Μητροπόλεως Ηλείας, Πύργος 2006, σ.7-23)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου