Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΟΝ (4) Hans – Georg Gadamer

Μια διάλεξη που δόθηκε στην Αθήνα το 1972
 Το τρίτο σημείο που θα ήθελα να συζητήσω αφορά «το θέμα του Είναι», το θέμα της Οντολογίας. Ή θάπρεπε να πούμε αντιθέτως με τον Χάιντεγκερ: το ξεχασμένο θέμα της οντολογίας ή το θέμα που λησμόνησε η οντολογία. Όπως και να έχουν τα πράγματα, το γεγονός πως σε κάθε σχέση με τον κόσμο βρίσκεται στο θεμέλιό της μια κατανόηση του Είναι, πρέπει να είναι πέραν κάθε συζητήσεως – και ότι αυτή η κατανόηση του Είναι υψώθηκε μέσω της φιλοσοφίας σε μια σαφέστατη συνειδητοποίηση, πρέπει και αυτό να είναι πλέον ένας εναρμονισμένος τρόπος για να βλέπουμε τα πράγματα. Έτσι στην επιστήμη της μοντέρνας εποχής μας, η οποία χαρακτηρίζει σχεδόν ολοκληρωτικώς την σχέση μας με τον κόσμο, αντιστοιχεί μια έννοια του «Είναι» δια της οποίας όλο το υπαρκτό, αυτό που είναι, υπόκειται σ’ ένα πρόγραμμα υπολογισμού – με την σημασία της μοντέρνας επιστήμης της φύσεως – υπολογισμό, μέσω της απομονώσεως και της μετρήσεως των καθοριστικών παραγόντων των φυσικών φαινομένων, ο οποίος υπολογισμός υπήρξε η οδός διά της οποίας ο Γαλιλαίος είχε αναπτύξει την κλασσική μηχανική. Και η παραίτηση από κάθε γνώση «ουσιών» απεδείχθη μια νέα οδός γνώσεως του κόσμου ο οποίος υποσχόταν καινούργια και ακριβέστατα αποτελέσματα!
Τα φαινόμενα είχαν σωθεί από έναν δρόμο εντελώς διαφορετικό, σε σύγκριση με τον τρόπο με τον οποίο απαιτούσε ο Πλάτων, όταν ακολουθώντας την επιστήμη του καιρού του, προϋπέθετε με αξιωματικό τρόπο πως η κυκλική κίνηση ήταν η κίνηση των ουρανίων σωμάτων. Τα φαινόμενα αποδείχθηκαν ελέγξιμα μέσω της «κατασκευής» τους, βάσει νέων συνθηκών που ετίθεντο πλέον μόνον στην βάση της δικής μας θελήσεως. Μ’ αυτό διαπλατυνόταν όλο και περισσότερο η σφαίρα του «τεχνητού» στον χώρο αυτού που δίδεται από την φύση, με μια πρόοδο η οποία φθάνει πλέον στην παγκοσμιοποίηση του πολιτισμού και της συγχρόνου τεχνολογίας, που καταπίνει οτιδήποτε είναι φυσικό, ουδέτερο ως προς την πρόοδο αυτή. Η τιμή και η δόξα αυτής της επιστημονικής προσβάσεως στον κόσμο βασίζεται στην αντικειμενικότητά της. Αυτό δηλαδή που διεξάγει ο υπολογισμός, πρέπει να είναι «σίγουρο», δηλαδή πρέπει να επικυρώνεται από κάθε εμπειρία. Έτσι η αντικειμενικότητα της επιστήμης, το αναγνωρίσιμο, γίνεται η πεμπτουσία της κατανοήσεως του Είναι – και μ’ αυτή το υπολογίσιμο, που απορρέει από συνθήκες αναγνωρίσιμες. Αυτό που είναι αληθοφανές είναι το υπολογισμένο αντικείμενο, δηλαδή το ξεπερασμένο εμπόδιο.
Δεν θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτό το έχουμε σκεφτεί με έναν ελληνικό τρόπο, παρότι δεν θα μπορούσαμε να το σκεφθούμε χωρίς την αριστοτελική κριτική στην πλατωνική θεωρία των Ιδεών, στην επιμονή του ότι δεν είναι το καθόλου, αλλά το τόδε τί, το μοναδικό όν – και χωρίς την γνώση της ελληνικής επιστήμης, που αναδυόταν στο ελληνικό πνεύμα της τέχνης, του ωραίου. Φυσικά δεν είναι ελληνική η αρχή πως μπορούμε να γνωρίσουμε μόνον αυτό που μπορούμε να κάνουμε, να κατασκευάσουμε. Αντιθέτως ελληνική αρχή είναι η «Φύση», η τάξη των πραγμάτων. Κάτι που μας βοηθά επίσης να κατανοήσουμε τί πράγμα είναι η τέχνη, ο λόγος του είδους, σαν το γέμισμα χώρων που έμειναν χωρίς μορφή, σαν γνώση ενός είδους εν τῇ ψυχεί, που πρέπει να παραχθεί, έξω από, και από μέσα από την τάξη του κόσμου. Ότι τώρα σε όλο αυτό πρέπει να ξεπεραστεί ένα εμπόδιο, πως το «είδος» μπορεί να μην εμφανισθεί «καθαρά», αποτελεί μέρος της ίδιας της φανερώσεως, τόσο της φύσεως, όσο και της τέχνης!
Έτσι το υπολογιζόμενο σχέδιο δεν συναντά το όν σαν ένα αντι-σχέδιο, αλλά υπεισέρχεται δίπλα σ’ αυτό: και τα δύο είναι λόγος, και η παραγωγή και το προϊόν, το τοποθετούμενο στο «εδώ». Ακόμη και αν με τον Αριστοτέλη δηλώνεται πως αυτό που είναι πραγματικό δεν είναι καθολικό, αλλά είναι μια συγκεκριμένη ιδιαιτερότης, αυτό θεωρείται πάντοτε κάτω από το φως της καθολικής του κατανοήσεως. Ο Πλάτων ανέπτυξε στην πραγματικότητα με την καινούργια οδό προς την φιλοσοφία, την διάσημη φυγή προς τους λόγους, την πορεία κάθε φιλοσοφίας. Άφησε δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο οι πρώτοι στοχαστές και οι έλληνες ερευνητές προσπαθούσαν να διατυπώσουν τα αποφθέγματά τους γύρω από το ΟΛΟΝ του κόσμου, ακολουθώντας και παρατηρώντας αμέσως αυτό το όλον, στο Όλον της ομιλίας μας γύρω από τον κόσμο. Αυτή είναι η μεγάλη στροφή την οποία ανέλαβε ο Πλάτων. Εμείς ωριμάζουμε στο εσωτερικό ενός κόσμου ερμηνευμένου από την γλώσσα μας. Ο Φιλόσοφος πρέπει να στοχαστεί αυτή την ερμηνεία του κόσμου, ώστε να συνεχίσουμε να σκεπτόμαστε εμείς την σχέση μας με τον κόσμο, στην κατεύθυνση που μας δόθηκε μ’ αυτή την ερμηνεία. Ο Πλάτων δεν ξεκινά με ένα Πρώτο, με μια καταγωγική, πρωτογενή συνθήκη του κόσμου, για την οποία δεν γνωρίζουμε τίποτε, αλλά με ένα Τελευταίο, με το Όλον του Είναι που έχει μεταμορφωθεί σε έναν κόσμο τον οποίο γνωρίζουμε και του οποίου γνωρίζουμε άλλο τόσο καλά εκείνο που θεωρούμε καλό, και γι’ αυτό τό επιλέγουμε καθότι καλό, και για το οποίο δηλώνουμε πως είναι άξιο να επιλεγεί στην κοινή μας ομιλία, σε μια ομιλία στην οποία προσπαθούμε να δικαιώσουμε αυτό που δηλώνουμε.
Μπορούμε να τα κατορθώσουμε όλα αυτά, δηλαδή να κατορθώσουμε να ανοίξουμε την γνώμη μας  ξεκινώντας από την περιορισμένη και πεπερασμένη ομιλία μας; Αρθρωμένη όπως είναι στις συμπτώσεις της μητρικής μας γλώσσας, να την κατευθύνουμε σε σκοπούς και υπολογισμούς ανθρώπινους, βασισμένους σε μια προ-ηγούμενη (προνοημένη) κατανόηση του Είναι του Αγαθού; Μπορεί να επιτύχει; Μπορεί να αποτύχει; Το παρόν, αυτό το φευγαλέο «νυν», ανάμεσα στο «έχει περάσει» και στο «γρήγορα θάχει περάσει», έχει ένα γιγαντιαίο δικαίωμα (Χέγκελ), το οποίο περιορίζει όλα μας τα σχέδια.
Σ’ αυτό ακριβώς οι Έλληνες, στην γνώση τους του κόσμου, δεν εγκατέλειψαν ποτέ την πατρίδα της γλώσσας τους, διότι διέθεταν πάντοτε την εμπειρία του κόσμου σαν ενός οικείου, οικογενειακού κόσμου. Και γι’ αυτό πλήρωσαν το αντίτιμό τους, διότι δεν έφτασαν στην μοντέρνα επιστήμη την οποία παρ’ όλα αυτά είχαν προετοιμάσει. Καθότι, σ’ όλη τους την θέληση για γνώση, σκέφτηκαν τον κόσμο σαν κόσμο οικείο σ’ αυτούς, και έτσι τον σκέφτηκαν μέχρι τέλους. Ο κόσμος του Αριστοτέλη παρουσιαζόταν στο όλον του με τον ίδιο τρόπο που παρουσιάζεται ο κόσμος της πράξης μας, που είναι μια πράξη ενόψει σκοπών, με ένα βλέμμα και την προσοχή στραμμένη σ’ αυτό που πρέπει να γίνει. Η πέτρα φτάνει στο τέρμα, πέφτει στην επιφάνεια, στο βάθος, επειδή εκεί θέλει να μείνει, δηλαδή επειδή εκεί είναι το σπίτι της. Εάν στέκεται ψηλά τότε σημαίνει ότι εμποδίζεται από μια βίαιη δύναμη να βρεθεί στο σπίτι της. Όσο παράξενο και αν ακούγεται στα αυτιά μας – αυτή η γνώση της Φύσεως υπεισέρχεται πολύ καλά στο όλον της πρακτικής μας διευθύνσεως στον κόσμο, ή καλύτερα: εκείνο που μπορούμε να κάνουμε, ολόκληρη η κυριαρχία της τεχνουργίας και της τέχνης δένει, είναι μια ενότης με το Όλον ενός κόσμου οργανωμένου από την Φύση. «Μίμησης» της Φύσεως υπάρχει ακόμη και στις πιο αυθεντικές δημιουργίες του ανθρώπου, όπως ακριβώς στον τρόπο με τον οποίο συστήνουν την οργάνωση της πόλεως. Όσο ανεπανάληπτη και αδύνατη μπορεί να είναι σήμερα η τελεολογική γνώση της Φύσεως ή η τελεολογική μελέτη της Φύσεως, δεν παύει να μας θέτει ένα χρέος έναντι των οφθαλμών μας. Καθότι λοιπόν η ελληνική οντολογία δεν σκέπτεται το Είναι σαν κάτι ξένο, το αντικειμενικό και ανθιστάμενο αυτό–εδώ, αλλά βλέπει όλο το όν στο φως της ουσιαστικής του, οικείας καθολικότητος, θέτει την ανθρωπότητα, η οποία βαδίζει προς την θεμελιωμένη στην επιστήμη πρόοδο κατευθυνόμενη προς μια άπειρη πρόοδο της δυνάμεως και της πράξεως, απέναντι στα μέτρα που επιβάλει η ήδη υπάρχουσα τάξις της φύσεως, για το Είναι και την ύπαρξη του παντός. Στην εποχή τής ήδη πραγματοποιούμενης κυριαρχίας τής γης μια τέτοια συνείδηση των ορίων, τοποθετημένων στον άνθρωπο σαν άνθρωπο, που μας δίδαξαν οι Έλληνες, μπορεί να μην φανεί καθόλου μια ρομαντική αντίδραση, αλλά αντιθέτως ένας νέος διαφωτισμός.
Συνεχίζεται  
Αμέθυστος 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου