Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΩΣ ΧΑΡΙΣΜΑ Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΩΣ ΧΑΡΙΣΜΑ


Ομιλία του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, που πραγματοποιήθηκε κατά την επίσκεψή του στη Θεολογική Ακαδημία της Μόσχας στις 20 Σεπτεμβρίου του 2009.



Όταν το έτος 1966 για πρώτη φορά επισκέφθηκα το Άγιον Όρος ως δευτεροετής φοιτητής της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, μαζί με άλλους συμφοιτητές μου, συναντήσαμε τον μοναχό π. Θεόκλητο Διονυσιάτη, ο οποίος μας ρώτησε τι είμαστε. Του απαντήσαμε ότι είμαστε θεολόγοι. Εκείνος αμέσως μας είπε: «Η Εκκλησία γνωρίζει μόνον τρεις Θεολόγους, τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο. Εσείς είσθε φοιτητές της Θεολογικής Σχολής».

Η άποψη αυτή του π. Θεοκλήτου μου έκανε εντύπωση και με έμαθε να ακριβολογώ και ως προς το θέμα αυτό, γιατί κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας η θεολογία είναι η εμπειρική γνώση του Θεού, είναι χάρισμα. Από τότε ασχολήθηκα επανειλημμένως με το θέμα και κατάλαβα ότι πράγματι κατά την εκκλησιαστική ορολογία θεολόγος είναι εκείνος που ομιλεί για τον Θεό. Αλλά, για να ομιλή κανείς αυθεντικώς για τον Θεό και να έχη απλανή γνώση γι' Αυτόν, θα πρέπει προηγουμένως να έχη προσωπικές εμπειρίες για τον Θεό.

Έτσι, με την απόλυτη έννοια θεολόγος είναι εκείνος που έφθασε στην θέα του Θεού, την θέα του ακτίστου Φωτός και με την σχετική έννοια θεολόγος είναι και εκείνος που ομιλεί για την γνώση που έχουν οι θεούμενοι. Αυτό γίνεται και με την επιστήμη. Κατ' εξοχήν επιστήμονες είναι εκείνοι που ερευνούν τα διάφορα φυσικά γεγονότα και προσφέρουν καινούρια γνώση, αλλά και εκείνοι που μεταφέρουν την γνώση των ερευνητών.

Στον Αγιορειτικό Τόμο, που γράφηκε από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, γίνεται λόγος για την ομολογία της πίστεως που κηρύσσεται από τους αξίους εν Πνεύματι και αυτοί είναι αφ' ενός μεν «οι αυτή τη πείρα μεμυημένοι», που ακολούθησαν την νόμιμη οδό αθλήσεως, ήτοι την αποταγή της κτήσεως των χρημάτων, της δόξης των ανθρώπων και των μη καλών ηδονών των σωμάτων, και βεβαίωσαν αυτήν την αποταγή με την υποταγή στους προηγουμένους στην κατά Χριστόν πολιτεία, οι οποίοι ασχολήθηκαν με την ιερά ησυχία, την ειλικρινή προσευχή και μυήθηκαν στα υπέρ νουν, αφού έφθασαν στην μυστική υπέρ νουν ένωση με τον Θεό, αφ' ετέρου δε είναι «οι τη προς τους τοιούτους αιδοί, και πίστει και στοργή»[1]. Έτσι, αν δεν έχουμε προσωπική γνώση του Θεού, δεχόμαστε την μαρτυρία των Πατέρων της Εκκλησίας, που είχαν αποκτήσει μια τέτοια προσωπική γνώση δια της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος.

Με τις μετέπειτα σπουδές και μελέτες μου αντιλήφθηκα ότι μπορεί κανείς να αναφερθή σε δύο μορφές θεολογίας, την επιστημονική θεολογία και την χαρισματική ή εμπειρική θεολογία.


1. Η Θεολογία ως επιστήμη

Ο Χριστός ενηνθρώπησε σε μια δεδομένη ιστορική εποχή, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση άκρως καθαρά, αλλά θνητή και παθητή, έζησε σε συγκεκριμένο περιβάλλον και γνώρισε προσωπικά όλη την τραγωδία των ανθρώπων μετά την πτώση.

Το ίδιο και η Εκκλησία, που είναι το αναστημένο Σώμα του Χριστού, ζη και εργάζεται μέσα στην ιστορία, έρχεται σε σχέση με τους ανθρώπους που ζουν σε ορισμένο τόπο και χρόνο, σε ιδιαίτερες εθνότητες και με διάφορες θρησκευτικές αντιλήψεις και ποικιλόμορφες πολιτισμικές εκφράσεις. Επίσης, για την ενότητα της Εκκλησίας και την κανονική της συγκρότηση χρησιμοποιήθηκαν διάφορα συστήματα διοικήσεως και οργανωτικής δομής.

Είναι σημαντικό να γνωρίζη κανείς τα ιστορικά και πολιτισμικά στοιχεία των χρόνων του Χριστού, των Αποστόλων και των Πατέρων. Με τα θέματα αυτά ενδιαφέρεται η θεολογία ως επιστήμη και ασχολούνται οι Καθηγητές των Θεολογικών Σχολών που ερευνούν όλα τα ιστορικά φαινόμενα και εντοπίζουν σημαντικά σημεία που μπορούν να βοηθήσουν τους φοιτητές, που θα γίνουν οι μελλοντικοί Κληρικοί και οι καθηγητές θεολόγοι.

Στην συνέχεια θα εντοπισθούν μερικές περιοχές με τις οποίες ασχολείται η επιστημονική ή ακαδημαϊκή θεολογία.


α) Μελέτη των κειμένων

Οι θεόπτες Άγιοι, Προφήτες, Απόστολοι και Πατέρες για ποιμαντικούς λόγους κατέγραψαν σε διάφορα κείμενά τους την εμπειρία που είχαν αποκτήσει. Τα κείμενα αυτά είναι τα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, καθώς επίσης και οι ομιλίες των Πατέρων της Εκκλησίας. Πρόκειται για κείμενα που διασώζουν γραπτώς την θεολογία της Εκκλησίας, αφού η Εκκλησία, δια του Αγίου Πνεύματος, γράφει την Αποκάλυψη, και η Εκκλησία, δια του Αγίου Πνεύματος, ερμηνεύει την Αποκάλυψη. Τα κείμενα αυτά διασώζουν και τα ιστορικά γεγονότα κάθε εποχής, καθώς επίσης και την προσωπική εμπειρία που είχε ο καθένας από αυτούς, αλλά και το ιδιαίτερο χάρισμα που τους δόθηκε από τον Θεό.

Είναι επόμενο ότι οι επιστήμονες θεολόγοι μελετούν τα κείμενα αυτά και βλέπουν τα κοινά σημεία, εντοπίζουν δε και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που τα χαρακτηρίζουν. Για παράδειγμα η λέξη «θέωση» δεν αναφέρεται στην Αγία Γραφή, αλλά στους Πατέρες της Εκκλησίας. Εν τούτοις, όμως, το πνευματικό νόημα της λέξεως αυτής αποδίδεται στην Αγία Γραφή με άλλες λέξεις, όπως τελείωση, δοξασμός, αγιασμός κλπ. Ακόμη ερευνούν το γλωσσικό ιδίωμα κάθε θεόπτου, δια του οποίου εκφράζεται ο αποκαλυπτικός λόγος, όπως επίσης και τα αίτια που προκάλεσαν την συγγραφή ενός προφητικού, αποστολικού ή πατερικού κειμένου. Αυτά εντοπίζονται από προσεκτικούς ερευνητές, που έχουν όμως μια εκκλησιαστική πείρα, γιατί διαφορετικά μπορεί να καταλήξουν σε απίθανα συμπεράσματα, όπως το παρατηρούμε στην δυτική χριστιανική σκέψη.

Επίσης, τα χειρόγραφα των προφητικών, ευαγγελικών, αποστολικών και πατερικών κειμένων παραδίδονται με διάφορες μορφές, με μεγαλογράμματη και μικρογράμματη γραφή, διαφορετικών αιώνων και με διαφοροποιημένες φράσεις τις οποίες εντοπίζουν εκείνοι που διαθέτουν και τις απαραίτητες φιλολογικές γνώσεις, αλλά και σημαντικές γνώσεις της επιστήμης της παλαιογραφίας. Οπότε, επιδιώκεται να χρονολογηθή το κείμενο, να αποκατασταθή, με την κριτική έκδοση, στην αρχική του κατά το δυνατόν μορφή, καθώς επίσης να ανιχνευθούν και τα πατερικά χωρία στα οποία αναφέρεται ο συγγραφεύς για να γίνη η σχετική παραπομπή. Πρόκειται για μια επιστημονική εργασία που έχει πολλά αξιόλογα αποτελέσματα.


β) Εκκλησιαστική ιστορία

Η Εκκλησία έζησε σε διάφορες χρονικές περιόδους και ήλθε αντιμέτωπη με ποικίλα προβλήματα, θρησκευτικά, κοινωνικά, πολιτικά. Ο ίδιος ο Χριστός είπε στους Μαθητές Του ότι τους αποστέλλει ως πρόβατα «εν μέσω λύκων» (Ματθ. ι΄, 16). Είναι επόμενο ότι το νέο μήνυμα του Χριστού που μεταφέρθηκε από τους Αποστόλους, τους Αποστολικούς Πατέρες και τους μετέπειτα Πατέρες προκάλεσε το κατεστημένο της εποχής τους και δημιούργησε πολλά προβλήματα. Οι διωγμοί εναντίον της Εκκλησίας είναι μια ένδοξη περίοδος γι' αυτήν και η εκκλησιαστική ιστορία και ως προς το θέμα αυτό πρέπει να μελετηθή επισταμένως, να καταγραφή και να αξιολογηθή κατάλληλα.

Ακόμη, όπως είναι γνωστόν, οι Χριστιανοί παρουσιάσθηκαν στην ιστορία ως το τρίτο γένος, δηλαδή δεν ήταν ούτε Ιουδαίοι ούτε ειδωλολάτρες, είχαν συνείδηση ότι αποτελούσαν μια νέα πραγματικότητα, που διακρίνονταν από τις δύο αυτές κατηγορίες. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία στους πρώτους αιώνες έζησε μέσα σε δύο μεγάλα θρησκευτικά, πολιτισμικά και πολιτικά περιβάλλοντα, ήτοι το ιουδαϊκό και το ελληνικό. Ιδιαιτέρως όταν η Εκκλησία εξήλθε από τον χώρο της Παλαιστίνης στον ευρύτερο χώρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπου κυριαρχούσε η ελληνική και ελληνιστική παράδοση, με τα διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα, έπρεπε να απαντήση σε όλα αυτά. Έτσι, η αρχαία Εκκλησία προσέλαβε μερικά στοιχεία από την ιουδαϊκή παράδοση και μερικά άλλα από την ελληνική παράδοση για να εκφράση την αποκαλυπτική της αλήθεια. Ακόμη ήλθε αντιμέτωπη με τους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς και τους εξ Εθνών Χριστιανούς, όπως το συναντούμε στα κείμενα της Καινής Διαθήκης και των Αποστολικών Πατέρων.

Το μεγάλο πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι Πατέρες του 4ου αιώνος ήταν η σχέση μεταξύ της αποκαλυπτικής αλήθειας της Εκκλησίας και της ελληνικής φιλοσοφίας. Υπήρχαν μερικοί Χριστιανοί, κυρίως οι αιρετικοί, που προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν την Αποκάλυψη μέσα από τις αρχές της ελληνικής φιλοσοφίας, με αποτέλεσμα να εκκοσμικεύεται η πίστη, αφού εξελλήνισαν τον Χριστιανισμό. Αντίθετα, οι Πατέρες της Εκκλησίας, αντιμετωπίζοντας τους φιλοσοφούντες αυτούς Χριστιανούς, εκχριστιάνισαν τον ελληνισμό, λαμβάνοντας μερικούς όρους από την ελληνική φιλοσοφία και δίδοντας σε αυτούς άλλο νόημα για να εκφράσουν την αποκαλυπτική αλήθεια και να μην αλλοιωθή στα νέα πολιτισμικά περιβάλλοντα. Οι Πατέρες είδαν τα οντολογικά και κοσμολογικά ερωτήματα που απασχολούσαν τους ανθρώπους της εποχής τους και έδωσαν σε αυτά απαντήσεις μέσα από την αποκαλυπτική αλήθεια.

Έτσι, η Εκκλησία έπρεπε να αντιμετωπίση τις αιρέσεις και τα σχίσματα, για να διασφαλίση την ορθόδοξη πίστη, και αυτό το έκανε με τις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους, οι οποίες θέσπισαν όρους και κανόνες για την ενότητα της πίστεως και την κανονική συγκρότηση και την ενότητα της Εκκλησίας.

Όλα αυτά τα μελετούν διάφοροι επιστήμονες θεολόγοι, οπότε αναπτύσσεται η εκκλησιαστική ιστορία, η ιστορία των δογμάτων και η δογματική της Εκκλησίας, ώστε οι Χριστιανοί να πληροφορηθούν κατά το δυνατόν ακριβώς την ιστορία της Εκκλησίας, και πως η Εκκλησία, δια των Αγίων της, που είχαν φωτισθή από το Άγιο Πνεύμα, κατόρθωσε να διαφυλάξη την αποκαλυπτική αλήθεια, την οποία φανέρωσε ο Χριστός στους Αποστόλους.


γ) Εκκλησιαστικές τέχνες

Οι Χριστιανοί αγαπούν τον Θεό και το εκφράζουν αυτό ποικιλοτρόπως, συγκεντρώνονται σε ωρισμένους τόπους για να λατρεύσουν τον Θεό και να εκφράσουν την πίστη τους. Επίσης, πρέπει να τελέσουν την θεία Ευχαριστία που είναι το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής για να κοινωνήσουν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.

Είναι επόμενο ότι η ανέγερση των ευκτηρίων οίκων και των ναών έγινε με διάφορες μορφές και ρυθμούς, που παρέλαβε η Εκκλησία από τον χώρο στον οποίο έζησε, αλλά τα διαμόρφωσε τελικά σύμφωνα με την δική της παράδοση. Συγχρόνως, παρέλαβε και διάφορα πολιτισμικά σχήματα της εποχής, όπως την μουσική, την ζωγραφική, την ποίηση κλπ., τα αξιολόγησε και τα μεταμόρφωσε ακόμη περισσότερο για να εκφράση την αλήθειά της.

Βαθύτερος σκοπός της ήταν να εκφράση την άκτιστη αλήθεια που είχε με κτιστά σχήματα του παρόντος, τα οποία έπρεπε να βελτιωθούν ακόμη περισσότερο, με τρόπο όμως που να μην περικλείη τον άνθρωπο στα κτιστά σχήματα του παρόντος, αλλά να τον παραπέμπη στον άκτιστο ναό, στην άκτιστη λατρεία, στον άκτιστο νόμο του Θεού. Με μια τέτοια προοπτική έκτισε Ναούς, τους διακόσμησε, καθόρισε τον τρόπο της λατρείας.

Όλα αυτά πρέπει να μελετηθούν από επιστήμονες ερευνητές για να εντοπισθή ο τρόπος με τον οποίο εργάζεται ιστορικά η Εκκλησία, αλλά και το πως προσλαμβάνει διάφορα πολιτισμικά σχήματα του παρόντος και τα μεταμορφώνει, πως αναπτύσσει και πολιτισμό, χωρίς όμως να ταυτίζεται απόλυτα με αυτόν.


δ) Θρησκείες και χριστιανικές Ομολογίες

Ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος από τον Θεό κατ' εικόνα και καθ΄ ομοίωσή Του και τοποθετήθηκε στον Παράδεισο για να έχη διαρκή κοινωνία μαζί Του. Όμως, ο Αδάμ και η Εύα με την πτώση τους, έχασαν αυτήν την κοινωνία με τον Θεό και στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν και να εκφράσουν ίχνη αυτής της κοινωνίας λάτρευσαν τα κτίσματα. Έτσι, από την αληθινή σχέση τους με τον Θεό περιέπεσαν σε μια θρησκευτική ζωή, λατρεύοντας είδωλα για θεούς, αναπτύσσοντας διάφορες θρησκευτικές ιδεολογίες. Οι θρησκείες είναι έκφραση της ασθένειας του ανθρώπου, που προήλθε από την απομάκρυνσή του από τον Θεό, και δημιουργούν φανατισμούς, θρησκευτικούς πολέμους κλπ.

Συγχρόνως μερικοί Χριστιανοί, έχοντας διαφορετικές απόψεις, αλλοιώνουν την χριστιανική πίστη, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται διάφορες χριστιανικές Ομολογίες, που στηρίζονται στην λογικοκρατία, όπως το κάνει η σχολαστική θεολογία η στηρίζονται σε μια εξωτερική ηθικολογία, όπως το κάνει ο πουριτανισμός. Το καθένα από αυτά τα θρησκευτικά συστήματα ανέπτυξε ιδιαίτερες δογματικές διδασκαλίες, λειτουργικούς τύπους που πρέπει να μελετηθούν και να διερευνηθούν.

Επί πλέον σε όλες αυτές τις χριστιανικές ομάδες αναπτύσσονται κατά καιρούς διάφορα ρεύματα, όπως η λεγόμενη διαλεκτική θεολογία, η πολιτική θεολογία κλπ. Και τα ρεύματα αυτά πρέπει να μελετηθούν για να μπορούμε όλα αυτά να τα γνωρίσουμε και να τα αξιολογήσουμε σε σχέση με την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Ακόμη, μερικές Χριστιανικές Ομολογίες συνδέονται στενότατα με διάφορες πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες, για να επιβληθούν στον κοινωνικό χώρο. Δεν μπορούμε ως θεολόγοι να αγνοούμε την εμφάνιση στην Δύση διαφόρων φύλων και των Φράγκων που κυρίευσαν την Ευρώπη και μετέδωσαν μια άλλη αντίληψη που διαφοροποιείται από τον Χριστιανισμό, όπως τον έζησαν οι Απόστολοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτό το βλέπουμε στο έργο του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου, Πάπα Ρώμης Διάλογοι.

Τα φιλοσοφικά ρεύματα που έχουν κατά καιρούς αναπτυχθή στην Ευρώπη, όπως ο διαφωτισμός, ο ρομαντισμός, ο νεωτερισμός, ο μετανεωτερισμός, μαζί με διάφορες επαναστατικές κινήσεις, επηρέασαν τα πράγματα στην Δύση και σε άλλες χώρες της Ανατολής, ακόμη και στις Χριστιανικές Ομολογίες.

Είναι φυσικό αυτή η φιλοσοφική, κοινωνική, πολιτική και χριστιανική πλευρά να μελετηθή επισταμένως, ώστε να γνωρίζουμε το τι αναταράξεις προξένησαν και τι συνέπειες είχαν για μερικά τμήματα του Χριστιανισμού, αλλά και πως επηρέασαν σε έναν βαθμό και την ορθόδοξη εκκλησιαστική ζωή.


ε) Μελέτη του συγχρόνου βίου

Η Εκκλησία ασχολείται με τον άνθρωπο και επιδιώκει να του μεταφέρη το μήνυμα της Βασιλείας του Θεού, αλλά και να τον οδηγήση στην σωτηρία. Πάντοτε, όμως, οι Πατέρες προσπαθούσαν να γνωρίσουν τον άνθρωπο της εποχής τους, τον τρόπο σκέψεώς του και να του μιλήσουν με τρόπο κατάλληλο, προκειμένου να τον βοηθήσουν να ενταχθή ουσιαστικά στην εκκλησιαστική ζωή. Αυτό δεν είναι εύκολο έργο, αφού πρέπει να ομιλήση κανείς στην γλώσσα του κάθε ανθρώπου και να τον θεραπεύση. Τα προβλήματα που απασχολούν τους ανθρώπους της εποχής μας είναι κοινωνικά, ψυχολογικά, υπαρξιακά και πνευματικά.

Τα κοινωνικά προβλήματα έχουν σχέση με τον τρόπο που ζουν οι άνθρωποι στην κοινωνία, τα διάφορα ρεύματα που επικρατούν στην κοινωνία και τις διάφορες κυριαρχούσες κοινωνικές τάσεις. Τα ψυχολογικά προβλήματα σχετίζονται με τις ανασφάλειες που προέρχονται από διάφορα αίτια, ήτοι ασθένειες, πάθη, οικογενειακά προβλήματα, έλλειψη νοηματοδότησης της ζωής. Τα υπαρξιακά θέματα σχετίζονται με την απάντηση στα υπαρξιακά προβλήματα για την ζωή, τον θάνατο και το νόημα της ύπαρξης. Τα πνευματικά προβλήματα έχουν σχέση με την αναζήτηση και κοινωνία με τον αληθινό Θεό.

Πρέπει να μελετηθή το σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον που θα εργασθή ο Κληρικός, να εντοπισθούν τα προβλήματα που κυριαρχούν, τα κοινωνικά ρεύματα που επικρατούν και τα οποία έχουν επηρεάσει σε διαφόρους βαθμούς και τους Χριστιανούς. Όταν κανείς θα γνωρίση αυτό το περιβάλλον και την όλη νοοτροπία του Χριστιανού που ποιμαίνει, τότε μπορεί να τον βοηθήση αποτελεσματικά. Όπως ο Χριστός ενσαρκώθηκε και με τον τρόπο αυτό νίκησε την αμαρτία, τον διάβολο και τον θάνατο, έτσι και κάθε Κληρικός, όταν κατά κάποιον τρόπο, τηρουμένων των αναλογιών, εισέλθη στα προβλήματα του ανθρώπου και κενωθή, τότε γνωρίζει τις συνθήκες στις οποίες ζη και μπορεί να βοηθήση αποτελεσματικά.

Η ποιμαντική της Εκκλησίας αποβλέπει στην σωτηρία κάθε ανθρώπου, του αθέου, του αιρετικού, του αγνωστικιστού, του εμπαθούς, του φίλαυτου, του αιρετικού κλπ. Η ποιμαντική αυτή γίνεται με τον φωτισμό του Θεού, αλλά δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίση και την γνώση των θρησκευτικών, πολιτισμικών και κοινωνικών παραμέτρων, γιατί η Εκκλησία ποτέ δεν εργάζεται μονοφυσιτικά, αποβλέποντας μόνον στον πνευματικό τομέα, παραβλέποντας όμως το ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι.

Για όλα τα παραπάνω είναι απαραίτητη η θεολογική επιστήμη, είναι καλό ο Κληρικός να έχη τις διάφορες επιστημονικές γνώσεις και να γνωρίζη τις κυριαρχούσες αντιλήψεις. Για παράδειγμα, όταν γνωρίζη τα σύγχρονα επιτεύγματα της γενετικής μηχανικής, της μοριακής βιολογίας, μπορεί στην συνέχεια να προσφέρη και τον αυθεντικό θεολογικό λόγο, για να καθοδηγήση τον σύγχρονο άνθρωπο σε διάφορα διλήμματα που αναφύονται.

Οι Θεολογικές Σχολές έχουν να προσφέρουν πολλά στον σύγχρονο φοιτητή της θεολογίας στα πιο πάνω ζητήματα και μπορούν να του δώσουν τα απαραίτητα επιστημονικά εφόδια για το έργο της ποιμαντικής του διακονίας και της προσφοράς του στον σύγχρονο άνθρωπο.

Δεν πρέπει, όμως, να αγνοούμε και την άλλη μορφή θεολογίας.


2. Η θεολογία ως χάρισμα - εμπειρία

Η κατ' εξοχήν εκκλησιαστική ερμηνεία για την θεολογία είναι ότι πρόκειται για χάρισμα και εμπειρία που δίδεται από τον Θεό σε αυτόν που έχει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να φθάση στην αποκάλυψη, κατά την οποία μετέχει του ακτίστου Φωτός, της δόξης της ακτίστου ενεργείας του Θεού, αλλά και έχει χωρητικότητα νού για να εκφράση και να διατυπώση αυτές τις πνευματικές εμπειρίες.

Ο καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης έχει διδάξει ότι, όταν φθάνη κανείς στην θεωρία του Θεού, γνωρίζει εξ εμπειρίας ότι δεν υπάρχει καμμία ομοιότητα μεταξύ ακτίστου και κτιστού, οπότε διακρίνει τις ενέργειες του Θεού από τις ενέργειες των δαιμόνων και από τις ενέργειες της ανθρώπινης λογικής, δηλαδή των λογισμών. Αυτός δε που κάνει αυτήν την διάκριση των ενεργειών αν προέρχωνται από τον Θεό, τον διάβολο, τις αισθήσεις και την φαντασία, είναι πραγματικός θεολόγος και μπορεί να καθοδηγήση ακριβώς τα πνευματικά του παιδιά.

Έτσι, το έργο του θεολόγου ταυτίζεται με το έργο του Πνευματικού Πατρός και το έργο του Πνευματικού Πατρός ταυτίζεται με το έργο του θεολόγου. Γιατί, το βασικό πρόβλημα του ανθρώπου για την σωτηρία του είναι να μάθη να διακρίνη τις κτιστές ενέργειες από τις άκτιστες ενέργειες, πως ξεχωρίζεται το θέλημα του Θεού, από τις ενέργειες των παθών και τον πειρασμό του διαβόλου.

Επίσης, ο ίδιος δίδασκε ότι υπάρχουν δύο τύποι θεολόγων στην Εκκλησία, από πλευράς εμπειρίας. Οι πρώτοι είναι οι θεολογούντες που έχουν φθάσει στον φωτισμό του νού και έχουν νοερά αδιάλειπτη προσευχή και οι δεύτεροι είναι οι πραγματικοί θεολόγοι που έχουν φθάσει στην θέα της δόξης του Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου και μπορούν να ομιλήσουν απλανώς για τον Θεό και να καθοδηγήσουν απλανώς τους ανθρώπους προς την θέωση.

Η Εκκλησία, που είναι το αναστημένο Σώμα του Χριστού, ζη μέσα στην ιστορία, παραλαμβάνει τον άνθρωπο στην κατάσταση της πτώσεως και τον οδηγεί στην σωτηρία, την θέωση. Η μεταποίηση αυτή του ανθρώπου από πεπτωκότα σε θεούμενο είναι ο βαθύτερος σκοπός της Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία, σύμφωνα με πολλά αγιογραφικά και πατερικά κείμενα, είναι πνευματικό θεραπευτήριο, πνευματικό Νοσοκομείο που θεραπεύει τον άνθρωπο και μεταβάλλει την φιλαυτία σε φιλοθεΐα και φιλανθρωπία.

Όπως σε κάθε νοσοκομείο υπάρχουν ιατροί που γνωρίζουν την μέθοδο και τον τρόπο της θεραπείας, αλλά υπάρχουν και άρρωστοι που πάσχουν και υποφέρουν και θέλουν να θεραπευθούν, το ίδιο συμβαίνει και στην Εκκλησία. Ο κατ΄ εξοχήν θεραπευτής είναι ο Χριστός και τα πρόσωπα με τα οποία ο Χριστός θεραπεύει είναι οι Κληρικοί, ιδιαιτέρως δε είναι οι άγιοι, οι οποίοι γνωρίζουν τι είναι η υγεία, τι είναι η ασθένεια και ποιος είναι ο τρόπος με τον οποίο θεραπεύεται κάθε πνευματική ασθένεια. Υπάρχουν και μέλη μέσα στην Εκκλησία που δεν γνωρίζουν ότι είναι ασθενείς ή δεν θέλουν να θεραπευθούν και δημιουργούν διάφορα προβλήματα μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο.

Μέσα από αυτήν την προοπτική η Εκκλησία έδωσε τον τίτλο του Θεολόγου σε τρεις μεγάλους αγίους, όπως αναφέρθηκε στην αρχή, ήτοι τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο. Μεταγενέστερα προσετέθη και τέταρτος μεγάλος Θεολόγος, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης τον 14ο αιώνα, τον οποίο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Φιλόθεος ο Κόκκινος, που συνέγραψε την ασματική ακολουθία του, χαρακτηρίζει τέταρτο Θεολόγο.

Στην συνέχεια θα αναλυθή γιατί οι τέσσερεις αυτές μεγάλες προσωπικότητες έχουν χαρακτηρισθή ως Θεολόγοι. Ένα κοινό γνώρισμα και των τεσσάρων αυτών προσώπων είναι ότι ζούσαν μέσα στο Φως του Θεού και ομιλούσαν γι' αυτό. Δεν ήταν, δηλαδή, μερικοί άνθρωποι που είχαν ισχυρή λογική και μπορούσαν να ομιλούν με φιλοσοφικό τρόπο για τον Θεό, αλλά είχαν δη τον Θεό ως Φως και εν τω Φωτί, και έδωσαν την μαρτυρία του θείου αυτού Φωτός. Δηλαδή ήταν θεόπτες Άγιοι εν τω Φωτί.


α) Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ο Ευαγγελιστής

Η Μεταμόρφωση του Χριστού επάνω στο όρος Θαβώρ ήταν ένα σημαντικό γεγονός στην ζωή των Μαθητών του Χριστού, αλλά και στην ζωή της Εκκλησίας, γιατί εκεί φανερώθηκε η δόξα της θεότητος του Χριστού, δια της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού, η οποία, δυνάμει της υποστατικής ενώσεως και ανθρωπίνης φύσεως στο πρόσωπο του Λόγου, κατέστη πηγή των ακτίστων ενεργειών του Θεού.

Στο όρος της Μεταμορφώσεως μεταξύ των Τριών Μαθητών παρευρέθηκε και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Είδε και αυτός την δόξα της θεότητος του Χριστού, τον επισκίασε η νεφέλη η φωτεινή, που είναι η άκτιστη σκηνή του Θεού, η παρουσία του Αγίου Πνεύματος και άκουσε μέσα από την νεφέλη την φωνή του Πατρός.

Στην συνέχεια παρευρέθηκε στον Γολγοθά κατά την ώρα της σταυρώσεως, αξιώθηκε να παραλάβη την Μητέρα του Χριστού, την Παναγία, ήταν ο Μαθητής της αγάπης και με τον θεολογικό λόγο και τρόπο που είχε κατέγραψε αυτές τις θεοπτικές του εμπειρίες τόσο στο Ευαγγέλιο, που είναι το τέταρτο κατά σειρά, όσο και στις Καθολικές επιστολές του.

Το Ευαγγέλιο που συνέγραψε είναι το πιο θεολογικό, γι' αυτό και χαρακτηρίσθηκε από τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα ως «πνευματικό» Ευαγγέλιο και καθορίσθηκε να διαβάζεται στην Εκκλησία από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι την Πεντηκοστή. Καθ' όλο το εκκλησιαστικό έτος τα αναγνώσματα της θείας Λειτουργίας επιλέγονται από τα λεγόμενα συνοπτικά Ευαγγέλια, (Ματθαίου, Μάρκου, Λουκά). Κατά την διάρκεια της Σαρακοστής, που είναι μια προβαπτισματική περίοδος και προετοιμάζονται οι Κατηχούμενοι να βαπτισθούν, ακούμε τον Χριστό από το κατά Μάρκο Ευαγγέλιο να διδάσκη, να θαυματουργή, να εκδιώκη τα δαιμόνια. Από την ημέρα, όμως, της Αναστάσεως, που βαπτίσθηκαν τα νέα μέλη της Εκκλησίας, διαβάζεται το θεολογικό Ευαγγέλιο του Ευαγγελιστού Ιωάννου, γιατί μετά το Βάπτισμα και μέσα στην περίοδο της Αναστάσεως του Χριστού μπορούν να κατανοηθούν καλύτερα τα θεολογικά νοήματα που περιέχει.

Το Ευαγγέλιο αρχίζει με την ομολογία ότι ο Χριστός είναι ο Λόγος του Θεού. «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος. Ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν. πάντα δι αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ό γέγονεν. εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων. και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν» (Ιω. α΄, 1-5). Εδώ σαφέστατα συνδέεται η θεότητα του Χριστού με την ζωή και το Φως.

Σε όλο το τέταρτο Ευαγγέλιο διαβάζουμε για την αναγέννηση του ανθρώπου· την αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού στην Σαμαρείτιδα· την θεολογία ότι ο Χριστός είναι ο άρτος της ζωής, το ύδωρ το ζων, το φως του κόσμου, η θύρα δια της οποίας εισέρχεται κανείς στην οικία του Πατρός του, η αιώνιος ζωή, ο καλός ποιμήν· ότι αυτός που πιστεύει στον Χριστό αισθάνεται εν Αγίω Πνεύματι ότι εξέρχονται από την κοιλία-καρδία του ποταμοί ύδατος ζώντος κλπ. Εκπληκτική είναι η τελευταία διδαχή του Χριστού στους Μαθητές Του προ του πάθους Του, αλλά και η αρχιερατική προσευχή Του προς τον Πατέρα στην οποία κάνει λόγο για την ενότητα των Αποστόλων μέσα στην θεωρία-όραση της δόξης του Θεού, πράγμα που πραγματοποιήθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής κλπ.

Θεολογικότατες είναι και οι Καθολικές επιστολές του Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου, κυρίως η πρώτη, που είναι καρπός της θείας εμπειρίας που είχε ο ίδιος αποκτήσει. Χαρακτηριστικός είναι ο πρόλογος της Α' Καθολικής του επιστολής:

«Ό ην απ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής· - και η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον, ήτις ην προς τον πατέρα και εφανερώθη ημίν· - ό εωράκαμεν και ακηκόαμεν, απαγγέλλομεν υμίν, ίνα και υμείς κοινωνίαν έχητε μεθ ημών και η κοινωνία δε η ημετέρα μετά του πατρός και μετά του υιού αυτού Ιησού Χριστού. και ταύτα γράφομεν υμίν, ίνα η χαρά ημών η πεπληρωμένη» (Α΄ Ιω. α΄, 1-4).

Εδώ φαίνεται σαφέστατα ότι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης απέκτησε την εμπειρία του Θεού με την ακοή, την όραση και την αφή. Άλλωστε, από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων γνωρίζουμε ότι όλες οι σωματικές αισθήσεις του ανθρώπου, κατά την εμπειρία, μεταμορφώνονται και αξιώνονται να βιώσουν τον Θεό και ότι κατά την εμπειρία όλες οι αισθήσεις γίνονται μία αίσθηση.

Έπειτα, φαίνεται καθαρά ότι το κήρυγμα, η αγγελία του Ευαγγελιστού Ιωάννου προς τους Χριστιανούς δεν είναι ιδεολογική, αλλά κατ' εξοχήν καρπός εμπειρίας. Είδε τον Χριστό εν τη δόξη Αυτού, φανερώθηκε σε αυτόν η αληθινή ζωή, που ήταν από την αρχή του κόσμου. Έτσι, δεν πρόκειται για κηρύγματα ιδεολογικά, στοχαστικά, κοινωνικά, αλλά για κηρύγματα κατ΄ εξοχήν θεολογικά, εμπειρικά, είναι αγγελία της αιωνίου ζωής. Κηρύττει κανείς αυτό το οποίο γνώρισε εμπειρικά με την Χάρη του Θεού.

Ακόμη, βλέπουμε ότι ο σκοπός του κηρύγματος και της ποιμαντικής γενικότερα αποβλέπει στο να αποκτήσουν οι άνθρωποι κοινωνία με τους θεόπτες αγίους και δι' αυτών με τον Τριαδικό Θεό. Αυτό δείχνει τι είναι η Εκκλησία, ότι η Εκκλησία δεν είναι απλώς ένα κοινωνικό, φιλανθρωπικό και θρησκευτικό σωματείο, αλλά ο χώρος στον οποίον αποκτά κανείς κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό και τους αγίους και αυτός είναι ο σκοπός της εκκλησιαστικής ζωής.

Μελετώντας κανείς το Ευαγγέλιο του Ιωάννου και τις επιστολές του, διακρίνει όλη την ατμόσφαιρα της θεολογίας, που είναι η σχέση και κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, που είναι το άκτιστο Φως, και αυτή η σχέση έχει αποτελέσματα, όπως ότι ο άνθρωπος αποκτά την θεολογική αρετή της αγάπης. Γι' αυτό και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης χαρακτηρίσθηκε από την Εκκλησία Θεολόγος.


β) Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

Ο άγιος Γρηγόριος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, έζησε τον 4ο αιώνα και οφείλει την προσηγορία του Θεολόγου στους περίφημους θεολογικούς λόγους, τους οποίους εξεφώνησε στην Κωνσταντινούπολη, όταν τον κάλεσαν οι εναπομείναντες ελάχιστοι Ορθόδοξοι για να αντιμετωπίση την αρειανική αίρεση που είχε την εποχή εκείνη κυριαρχήσει στην Εκκλησία.

Στους λόγους αυτούς όχι μόνον αναπτύσσει το δόγμα περί της Αγίας Τριάδος και αποδεικνύει θεολογικά ότι ο Λόγος, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος είναι άκτιστος και το Άγιον Πνεύμα είναι Θεός και άκτιστο, αλλά χρησιμοποιεί επιχειρήματα του προέρχονται από την πνευματική προσωπική πείρα που ο ίδιος είχε αποκτήσει. Έτσι δείχνει την σχέση μεταξύ του δόγματος και της βιώσεως της Χάριτος της Αγίας Τριάδος.

Στον πρώτο θεολογικό λόγο του προσδιορίζει ποιος είναι θεολόγος στην Εκκλησία. Γράφει ότι δεν πρέπει όλοι να θεολογούν «ουδέ πάντοτε, ουδέ πάσιν, ουδέ πάντα, αλλ' εστιν ότε και οίς και εφ΄ όσον». Η θεολογία δεν είναι υπόθεση όλων, αλλά «των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων η καθαιρομένων, το μετριώτατον»[2].

Έτσι, κατά τον άγιο Γρηγόριο, θεολόγοι είναι εκείνοι που πέρασαν τις εξετάσεις, δηλαδή την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, και έφθασαν στην θεωρία του Θεού ή τουλάχιστον εκείνοι που αγωνίζονται να καθαρθούν. Υπάρχουν δε σοβαρές προϋποθέσεις για να θεολογή κανείς, όπως ο κατάλληλος τρόπος, που είναι η ησυχία, ο κατάλληλος καιρός, για όσα είναι εφικτά και για όσα έχει την δύναμη ο ακροατής[3].

Μιλώντας για την σχέση μεταξύ προσευχής και θεολογίας γράφει ότι μπορεί κανείς πάντοτε να έχη μνήμη του Θεού «μνημονευτέον γαρ Θεού μάλλον ή αναπνευστέον», αλλά δεν μπορεί να θεολογή. Με αυτό που λέγει δεν εμποδίζει τον άνθρωπο να έχη μνήμη του Θεού, αλλά να θεολογή, ούτε εμποδίζει την θεολογία, αλλά την ακαιρία, ούτε εμποδίζει την διδασκαλία, αλλά την αμετρία[4].

Σε άλλη ομιλία του, αναφερόμενος στο ποιος πρέπει να θεολογή, γράφει ότι συνέχει τάξη όλα τα πράγματα, τα επουράνια και τα επίγεια, τα νοητά και τα αισθητά. Όλοι είμαστε μέλη της Εκκλησίας, αλλά ο καθένας έχει το δικό του χάρισμα. Ένα είναι το Άγιον Πνεύμα, αλλά τα χαρίσματα δεν είναι ίσα, αφού ούτε και τα δοχεία του Πνεύματος είναι ίσα. Στην συνέχεια αναφέρεται στην διαφορά των πνευματικών καταστάσεων μεταξύ Μωϋσέως, Ααρών, Αρχιερέων, Λευϊτών. Πάντως, μόνον ο Μωϋσής ανέβηκε στο όρος Σινά, αυτός εισήλθε μέσα στον γνόφο και ήλθε σε κοινωνία με τον Θεό[5].

Μιλώντας για την εμπειρία του Θεού λέγει ότι ο Θεός είναι Φως και μάλιστα Φως «το ακρότατον», «φως άπαν, καν υπέρλαμπρον φαίνηται». Μπορεί κανείς να δη το Φως μόνον με την λάμψη του. Το Φως αυτό ελκύει τον νού του ανθρώπου προς το ύψος δια της εφέσεως και ο κεκαθαρμένος νους πλησιάζει τον καθαρώτατο Θεό[6]. Αυτό σημαίνει ότι ο νους του ανθρώπου καθαρίζεται από το Φως του Θεού, ελκύεται προς το ύψος, δια της αγάπης προς το Φως και τελικά βλέπει τον Θεό ως Φως.

Έχοντας υπ' όψη του ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος τον Μωϋσή που ανέβηκε στο όρος Σινά, σαφέστατα περιγράφει και την δική του πνευματική εμπειρία του Θεού που είχε και μιλώντας για τον Θεό παρουσιάζει και δική του πνευματική θεωρία του Θεού, κατά την οποία είδε τα οπίσθια του Θεού, δηλαδή είδε την άκτιστη ενέργεια και δόξα Του, η οποία καλείται «μεγαλοπρέπεια» και όχι την «ακήρατον φύσιν» της Αγίας Τριάδος[7].

Η ενασχόληση των αιρετικών με τον Θεό, χωρίς τις πιο πάνω προϋποθέσεις, είναι «η περί τον λόγον φιλοτιμία και γλωσσαλγία». Αναφερόμενος στον αρχηγό των Ευνομιανών τον κατηγορεί που πλάθει αυθημερόν αγίους και χειροτονεί θεολόγους, τους εμφυσά την παίδευση και κάνει πολλά συνέδρια με αμαθείς λογίους[8].

Έτσι, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο η εμπειρική θεολογία δεν είναι υπόθεση Συνεδρίων και κατά κόσμο σοφίας, αλλά καθαρότητας της καρδίας και ελλάμψεως του Ιδίου του Θεού στους ανθρώπους εκείνους που έχουν τα απαραίτητα προσόντα για να θεολογήσουν. Η θεολογία είναι μια χαρισματική κατάσταση, πνευματική εμπειρία και όχι μια γυμναστική της διανοίας και οι θεολόγοι αναδεικνύονται από τον Θεό και δεν είναι αυτοχειροτόνητοι.


γ) Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος

Τον 11ο αιώνα μ.Χ., μια εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι, ακόμη και οι μοναχοί, μιλούσαν για τον Θεό, αλλά με τρόπο στοχαστικό και όχι εμπειρικό, η διδασκαλία του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου αποτέλεσε σταθμό στην εκκλησιαστική ζωή, και προξένησε μια αληθινή επανάσταση στην Εκκλησία, γιατί έθεσε τον ησυχασμό ως την βάση της θεολογίας και της εκκλησιαστικής ζωής.

Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος ζούσε μέσα στο άκτιστο Φως, έβλεπε την άκτιστη ενέργεια του Θεού ως Φως, και όταν χρειάσθηκε να ομιλήση ή να γράψη για τον Θεό αναφερόταν και στο Φως του Θεού και στην μέθεξη αυτού του Φωτός από τον άνθρωπο. Υπάρχουν πολλά χωρία στα έργα του που κάνουν λόγο για το τι είναι θεολογία και ποιοί είναι οι θεολόγοι μέσα στην Εκκλησία. Θα μνημονευθούν μερικά από αυτά.

Κατ' αρχάς διακρίνει την μετάνοια από την θεολογία. «Ούτε τω θεολογούντι αρμόζει μετάνοια ούτε τω μετανοούντι θεολογία». Μεταξύ μετανοίας και θεολογίας η διαφορά είναι μεγάλη, όπως απέχει η ανατολή από την δύση. Εκείνος που ζη εν μετανοία ομοιάζει με τον ασθενή και τον ρακένδυτο πτωχό που ζητά ελεημοσύνη, ενώ εκείνος που θεολογεί ομοιάζει με αυτόν που αναστρέφεται μέσα στα βασίλεια, φορά λαμπρή βασιλική στολή, είναι οικείος στον βασιλέα, ομιλεί μαζί του και ακούει από αυτόν τα προστάγματα και τα θελήματά του[9].

Η θεολογία είναι η βίωση της Πεντηκοστής. Όταν οι Απόστολοι έλαβαν το Άγιον Πνεύμα φωτίσθηκαν τελειότερα και διδάχθηκαν δια του Φωτός ότι ο Θεός «άρρητος και ανέκφραστος, άκτιστος και αιώνιος και αΐδιος και ακατάληπτος». Με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος έλαβαν λόγο σοφίας και γνώσεως, ενέργεια θαυμάτων και προφητείας, γένη γλωσσών και ερμηνεία γλωσσών, αντιλήψεις, κυβερνήσεις των πόλεων και του λαού. Οι άγιοι απέκτησαν την υιοθεσία, ενδύθηκαν τον Χριστό και γνώρισαν όλα τα μυστήρια και της θείας οικονομίας και των μελλόντων αγαθών[10].

Η εμπειρία των Αποστόλων συνεχίζεται δια μέσου των αιώνων. Και αυτός ο ίδιος ο άγιος Συμεών, όπως φαίνεται στα κείμενά του, έφθασε στην εμπειρία της Πεντηκοστής και είδε δόξα Θεού. Σε ένα από τα ποιήματά του γράφει με καταπληκτική ακρίβεια πως δια του Χριστού είδε το Τρισάγιον, πως είδε τρία Φώτα, τα οποία είχαν μια ενέργεια και έλαμπαν υπεράνω του φωτός του ηλίου. Γράφει :

«Και γαρ και εν αυτή νυκτί και εν αυτώ τω σκότει

βλέπω Χριστόν τους ουρανούς φρικτώς ανοίγοντά μοι,

αυτόν τε παρακύπτοντα και καθορώμενόν μοι

άμα Πατρί και Πνεύματι, φωτί τω τρισαγίω,

εν ον εν τοις τρισί και εν ενί τα τρία.

Αυτά το φως πάντως εισί, και το φως εν τα τρία,

ό και υπέρ τον ήλιον φωτίζει την ψυχήν μου

και καταλάμπει μου τον νουν όντα εσκοτισμένον»[11].

Κατά την αποκάλυψη του Θεού ο θεόπτης βλέπει την μεγαλωσύνη του Θεού, την απλότητα και το ασύνθετό Του, αλλά και το ανείδεο, γνωρίζει ότι ο ίδιος έχει μετουσία του Θεού, χωρίς όμως να βλέπη την ουσία Του. Γράφει:

«Βλέπει και βούλεται ειπείν και λόγον ουχ ευρίσκει·

αόρατα γαρ καθορά, ανείδεα εις άπαν,

απλά, πάντη ασύνθετα, άπειρα τω μεγέθει.

Ούτε αρχήν γαρ καθορά, ου τέλος όλως βλέπει,

μέσην δε πάντη αγνοεί· και πως είπη, τι βλέπει;

Ανακεφαλαιούμενον όλον, δοκώ, οράται·

ου τη ουσία πάντως δε, αλλά τη μετουσία»[12].

Μάλιστα φθάνει στο σημείο ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος να πη ότι κατηχούμενος δεν λέγεται μόνον ο άπιστος, ο μη βαπτισμένος, «αλλά και ο μη ανακεκαλυμμένω προσώπω νοός την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενος»[13]. Όταν ο άνθρωπος φθάση στην όραση της δόξης του Θεού, γίνεται πιστός, διαφορετικά είναι κατηχούμενος στα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού.

Επομένως, η πραγματική θεολογία είναι εμπειρική, χαρισματική, και θεολόγος είναι εκείνος που έφθασε στο ύψος της Πεντηκοστής και είδε την δόξα του Θεού.


δ) Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

Τον 14ο αιώνα δημιουργήθηκε μεγάλο πρόβλημα στην Εκκλησία, γιατί για πρώτη φορά εμφανίζεται στην ορθόδοξη Ανατολή η σχολαστική θεολογία της Δύσεως. Όταν κανείς δεν θεολογή από την εμπειρία του, στοχάζεται πάνω στην αλήθεια περί του Θεού, αναμειγνύει την φιλοσοφία με την φαντασία και στην συνέχεια καταλήγει στον αγνωστικισμό και την αθεΐα. Αυτός ο κίνδυνος παρατηρήθηκε την περίοδο εκείνη στην Κωνσταντινούπολη και την Θεσσαλονίκη.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς υπήρξε ένας μεγάλος θεολόγος, γιατί είδε τον Θεό και γνώρισε την δόξα Του και με αυτές τις πνευματικές προϋποθέσεις αντιμετώπισε την αίρεση του Βαρλαάμ.

Ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος στην βιογραφία που συνέταξε για τον άγιο Γρηγόριο μας πληροφορεί για όλη την ησυχαστική του ζωή από την μικρή του ηλικία, μέσα στα ανάκτορα που ζούσε, αλλά και κατά την άσκησή του στο Άγιον Όρος. Ιδίως στο Άγιον Όρος στην αρχή της μοναχικής του ζωής προσευχόταν συνεχώς με την προσευχή «φώτισόν μου το σκότος»[14]. Ζούσε την άσκηση και την νοερά ησυχία «μεθ' υπερβολής»[15]. Προσέφερε στα κρυφά την αδιάλειπτη προσευχή του νού εν πνεύματι και την λατρεία σε Αυτόν που βλέπει στα κρυπτά και αξιώθηκε πολλών δωρεών[16]. Δέχθηκε πολλές αποκαλύψεις, όπως τις εμφανίσεις του Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου, της Θεομήτορος, ιδιαιτέρως όμως είδε πολλές φορές το άκτιστο Φως, την Βασιλεία των Ουρανών, αφού αυτή η εποψία είναι άμεση ένωση, έλλαμψη και θέωση, και όσοι φθάνουν εκεί αποκτούν την ακροτάτη αγάπη και την θεία καθ' ομοίωση και μάλιστα «και την υψηλήν τε και άπταιστον θεολογίαν, δι' ευχής αδιαλείπτου και νοεράς ησυχίας και ταπεινώσεως και πένθους»[17]. Εδώ η εποψία συνδέεται με την θέωση και την «υψηλήν και άπταιστον θεολογίαν». Ο άγιος Γρηγόριος έβλεπε συχνά το θείο Φως[18]. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συνεχώς στα κείμενά του κάνει λόγο για το άκτιστο Φως της θεότητος.

Είναι χαρακτηριστικό ένα όραμα που είδε και διηγήθηκε ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος στον φίλο και μαθητή του Δωρόθεο και το καταγράφει ο άγιος Φιλόθεος.

Ευρισκόμενος σε ιερά ησυχία και προσευχή μέσα σε μια σκιά ύπνου, είδε ότι κρατούσε ένα σκεύος στα χέρια του γεμάτο γάλα που άρχιζε να χύνεται έξω από το σκεύος, να μεταβάλλεται σε κάλλιστο και ευωδιαστό οίνο που κατέβρεχε τα ενδύματα και τα χέρια του, με αποτέλεσμα να τα γεμίζη όλα με ευωδία. Τότε εμφανίσθηκε ένας επιφανής άνδρας, πλήρης φωτός, και του υπέδειξε να μεταδίδη και στους άλλους αυτό το ποτό και να μη το αφήση να χύνεται μάταια. Ασφαλώς πρόκειται για την μετατροπή του ηθικού λόγου σε θεολογικό και δείχνει ότι ο άγιος Γρηγόριος έλαβε το χάρισμα της θεολογίας. Όταν ο Άγιος προέβαλε την αδυναμία του να κάνη αυτό το έργο, γιατί δεν υπήρχαν άνθρωποι που αγαπούν τέτοιους θεολογικούς λόγους, ο θείος εκείνος άνδρας τον προέτρεψε να το κάνη και να αφήση τον Θεό να ενεργή κατάλληλα. Μετά που έφυγε ο λαμπρός εκείνος άνδρας, διηγείται ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «εγώ δε και την σκιάν εκτιναξάμενος εκείνην του ύπνου, την τε νύκτα πάσαν ομού και της ημέρας το πλείστον εκαθήμην εκεί, τω θείω φωτί πλουσίως όλος περιλαμπόμενος»[19].

Αυτή η πληροφορία είναι σημαντική, γιατί δείχνει ότι ο θεόπτης μπορεί να βρίσκεται για πολλή ώρα μέσα στο Φως και να περιλάμπεται από αυτό. Τέτοια πνευματική εμπειρία μετατρέπει τον ηθικό λόγο σε θεολογικό. Πράγματι, μετά από αυτήν την αποκαλυπτική εμπειρία ο άγιος Γρηγόριος έγραψε τον πρώτο λόγο του που αναφερόταν στον όσιο Πέτρο τον Αθωνίτη, στον οποίο παρουσιάζει την αξία του αγιορείτου μοναχού, και έπειτα έγραψε την ομιλία του στα Εισόδια της Θεοτόκου, που παρουσιάζει την Θεοτόκο ως υπόδειγμα ησυχαστού και κατ΄ εξοχήν θεολόγου.

Σε ένα κείμενό του ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ομιλώντας για την θεολογία, την ταυτίζει με την θεωρία του Θεού. Γράφει: «Έστι γαρ και η περί Θεού και των κατ' αυτόν δογμάτων γνώσις, θεωρία, ό θεολογίαν ονομάζομεν»[20]. Ταυτίζεται η γνώση των δογμάτων με την θεωρία του Θεού και την θεολογία. Θεόσοφοι θεολόγοι είναι οι «υπέρ νουν τοις υπέρ νουν ωμιληκότες» με τον Θεό, και εκείνοι οι οποίοι «θεοχαρίστως τε εδιδάχθησαν και θεομιμήτως ημάς εδίδαξαν»[21].

Αλλού καταγράφει την διαφορά μεταξύ θεολόγων που είναι θεόπτες και θεολόγων που θεολογούν εξ αφαιρέσεως. «Οι εξ αφαιρέσεως θεολογούντες» θεολογούν «από του μη οράν», αλλά οι Άγιοι θεολογούν από το ότι γνωρίζουν «αυτή τη οράσει το υπέρ όρασιν», «πάσχοντες οίον την αφαίρεσιν, αλλά ου διανοούμενοι»[22]. Κάνοντας λόγο για τον Γρηγορά, φίλο και οπαδό του Βαρλαάμ, που παρουσιαζόταν ως θεολόγος, χωρίς όμως να έχη προσωπική εμπειρία του Θεού, γράφει ότι έχει χειροτονηθή από την δική του γραφίδα «και αυτόπλαστός εστι διδάσκαλος, διο και ψευδοδιδάσκαλος μάλλον η διδάσκαλος»[23]. Θεολόγοι είναι όσοι βλέπουν τον Θεό εν τω Φωτί και αυτόπλαστοι διδάσκαλοι όσοι ομιλούν από το μυαλό τους και την φαντασία τους.

Είναι σημαντικό ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει ότι όσοι δεν έχουν την πραγματική γνώση του Θεού εξ εμπειρίας, στην πραγματικότητα είναι άθεοι. Αυτό λέγεται με την έννοια ότι οι άνθρωποι αυτοί στοχάζονται και ομιλούν για έναν Θεό που δεν υπάρχει. Έτσι, δεν έχουν γνώση του αληθινού Θεού, αλλά του θεού του στοχασμού και της φαντασίας, που είναι ανύπαρκτος.

Σε επιστολή του προς τον Μοναχό Διονύσιο καταγράφει τα τρία γένη της αθεΐας. Το πρώτο γένος αθεΐας είναι «η πολυειδής πλάνη των ελληνιζόντων» από τους οποίους έλαβε ο Βαρλαάμ τις ιδέες και τις μετέδωσε στον Ακίνδυνο, ισχυριζόμενος ότι δεν διαφέρει η ενέργεια του Θεού από την ουσία Του. Το δεύτερο είδος αθεΐας είναι «η πολυσχεδής και πολύμορφος απάτη των αιρετικών» που δεν διαφέρουν από τους αθέους, αφού έχουν πεπλανημένη ιδέα για τον Θεό, στους οποίους ανήκουν και ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος, αφού τον ένα Θεό κατατέμνουν σε κτιστά και άκτιστα. Το τρίτο γένος αθεΐας είναι το να μην αναφέρη κανείς τα δόγματα περί του Θεού, λόγω ανευλαβούς ευλαβείας, να μη θέλη να υμνή τον Θεό με αυτόν τον τρόπο, διότι υπερβαίνουν την διάνοια των πολλών και να μην εξηγή στους μη γνωρίζοντες τις θεολογίες των ιερών Πατέρων, αλλά να τις απορρίπτη και να τις αθετή, προφασιζόμενος το μεγαλόνουν και το υψηγόρον που δε είναι εύληπτο στους πολλούς ούτε είναι εφικτό σε όλους ακόπως και ευκόλως[24]).

Και οι τέσσερεις αυτοί Άγιοι, άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής και Θεολόγος, άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος και άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και τέταρτος Θεολόγος, είναι θεόπτες και γι' αυτό χαρακτηρίζονται από την Εκκλησία ως Θεολόγοι.

Το συμπέρασμα όλων των ανωτέρω είναι ότι η θεολογία λειτουργεί και ως επιστήμη και ως χάρισμα-εμπειρία.

Η εικόνα του νοσοκομείου δείχνει αυτόν τον διττό τρόπο της θεολογίας. Σε κάθε νοσοκομείο υπάρχουν ιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό που ενδιαφέρονται για την υγεία των αρρώστων, αλλά υπάρχουν και τα διοικητικά όργανα, ήτοι διευθυντές, συμβούλια, λογιστές, γραμματείς και άλλοι που εργάζονται επιστημονικά για την καλή διοικητική οργάνωση του νοσοκομείου. Η διοικητική διάρθρωση του νοσοκομείου δεν μπορεί να υποκαταστήση το θεραπευτικό του έργο, αλλά και η ιατρική-θεραπευτική του προσφορά δεν μπορεί να λειτουργήση αποδοτικά χωρίς την υλική, οικονομική και διοργανωτική υποδομή.

Η εικόνα αυτή δείχνει και την σχέση μεταξύ της θεολογίας ως χάρισμα που θεραπεύει τον άρρωστο πνευματικά άνθρωπο στο πνευματικό νοσοκομείο που είναι η Εκκλησία, και της θεολογίας ως επιστήμη που διερευνά τα εξωτερικά στοιχεία της εκκλησιαστικής ζωής.

Η κατ' εξοχήν θεολογία είναι η πνευματική γνώση του Θεού μέσα στο Φως, είναι η συμμετοχή «εις την μερίδα του κλήρου των αγίων εν τω φωτί» (Κολ. β΄ 12). Μια τέτοια θεολογία προσφέρει την απλανή γνώση του Θεού και βοηθά τους ανθρώπους, που διψούν και πεινούν για Θεό, να ικανοποιήσουν αυτόν τον πόθο τους. Έτσι, η χαρισματική θεολογία λειτουργεί περισσότερο ως ποιμαντική και, φυσικά, η ποιμαντική αποβλέπει στην πορεία του ανθρώπου από το κατ' εικόνα στο καθ΄ ομοίωση, από το είναι στο ευ είναι, από την ανθρωποκεντρική θεώρηση της ζωής, στην θεοκεντρική θεώρησή της, από την κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση. Μια τέτοια θεολογία αναπτυσσόταν στα Μοναστήρια και οι πραγματικοί καθηγητές είναι οι καθηγητές της ερήμου, οι μοναχοί εκείνοι, Κληρικοί και Επίσκοποι, που γνώρισαν προσωπικά και εμπειρικά τον Θεό.

Επίσης, η θεολογία λειτουργεί και ως επιστήμη που ασχολείται με την πορεία της Εκκλησίας στην ιστορία και τον χρόνο, με τον πολιτισμό που καλλιεργείται από τα μέλη της Εκκλησίας, με τις εξουσιαστικές και εθνοφυλετικές τάσεις τους με την διοργάνωση της Εκκλησίας. Η ανάλυση και ερμηνεία των καταστάσεων αυτών καλλιεργείται και διδάσκεται στις Εκκλησιαστικές και Θεολογικές Σχολές, και Καθηγητές είναι εκείνοι που σπουδάζουν και γνωρίζουν όλα αυτά τα προβλήματα που αναφύονται στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας. Αυτή η θεολογία πρέπει να βοηθά την Εκκλησία στον σκοπό της που είναι η καθοδήγηση των Χριστιανών προς την θέωση. Αν, όμως, μια τέτοια επιστημονική, ακαδημαϊκή θεολογία δεν εμπνέεται από την χαρισματική θεολογία, δεν έχει ιδιαίτερη διαχρονική και σωτηριολογική αξία, γιατί κάποτε, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, τα πάντα θα καταργηθούν και αυτή η γνώση και εκείνο που θα παραμείνη είναι η αγάπη, ως κοινωνία με τον Θεό (Α' Κορ. ιγ΄, 8-12).

Εγώ τουλάχιστον βοηθήθηκα από τους Πνευματικούς μου Πατέρες και από τους Καθηγητές της Θεολογικής Σχολής που με οδήγησαν στην μελέτη των αγιογραφικών και πατερικών κειμένων της Εκκλησίας και μου άνοιξαν τον δρόμο για το Άγιον Όρος όπου συνάντησα πεπειραμένους ασκητές, οι οποίοι έβλεπαν τον Θεό ως Φως και οι οποίοι μου υπέδειξαν αυτόν τον δρόμο της εμπειρικής θεολογίας. Έτσι, στην ζωή μου είδα πως μπορεί να συνεργασθούν αρμονικά η θεολογία ως επιστήμη και η θεολογία ως χάρισμα-εμπειρία, πως μπορούν να συνδεθούν οι Θεολογικές Σχολές με την ησυχαστική και θεοπτική παράδοση της Εκκλησίας.

Είμαι ευγνώμων στον Θεό που μου έδειξε αυτήν την οδό και ευχαριστώ και εσάς που είχατε την υπομονή να με ακούσετε.



-----------------------------------------------
[1] Γρηγορίου Παλαμά, έργα 3, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1983 σελ. 498
[2] Γρηγορίου Θεολόγου, έργα 4, ΕΠΕ, σελ. 14
[3] Ένθ. ανωτ. σελ. 14-16
[4] Ένθ. ανωτ. σελ. 16
[5] Ένθ. ανωτ. τόμ. 2, ΕΠΕ. σελ. 38 κ.εξ.
[6] Ένθ. ανωτ. σελ. 52-54
[7] Ένθ. ανωτ. τόμος 4, σελ. 38
[8] Ένθ. ανωτ. σελ. 26
[9] SC, 51, σελ. 71, α
[10] SC 122, σελ. 110-112
[11] SC 156 σελ. 234
[12] SC 156, σελ. 158
[13] SC 129, σελ. 234
[14] Φιλοθέου Κοκκίνου, Βίος Γρηγορίου Παλαμά, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 80-82
[15] Ένθ. ανωτ. σελ. 86
[16] Ένθ. ανωτ. σελ. 90
[17] Ένθ. ανωτ. σελ. 122
[18] Ένθ. ανωτ. σελ. 138
[19] Ένθ. ανωτ. σελ.142-144
[20] Γρηγορίου του Παλαμά, ΕΠΕ τόμ. 2ος, σελ. 182
[21] Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα, Χρήστου Α΄, 258
[22] Γρηγορίου Παλαμά, ΕΠΕ έργα 2, σελ. 458-460
[23] Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. Δ΄, Χρήστου, σελ. 275
[24] Γρηγορίου του Παλαμά, έργα 4 ΕΠΕ, σελ. 404 κ.εξ.






Πηγή: egolpion.com
 
 
    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου