Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ DE TRINITATE ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ (4) του Werner Beierwaltes

Η θεωρία του Αυγουστίνου περί του Είναι στην ερμηνεία του «ego Sum qui sum» (Έξοδος 3, 14). «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ»
6. Ο Πλωτίνος, το πρόβλημα του αυτό-καθορισμού της Αρχής και η αποφατική διαλεκτική. 
Δικαίως, το πνεύμα θα μπορούσε να πεί για το ίδιο: «Εγώ είμαι όν,» όν ειμί. Διότι όν (είναι) υπονοεί πολλαπλότητα, παρότι ενωμένη εις εαυτόν, και επομένως μία έκφραση σαν «Εγώ είμαι όν» είναι κατάλληλη: στην μορφή, στο είδος τής διαφοράς του υποκειμένου και κατηγορουμένου εκφράζει κάτι το οποίο είναι οικείως διαφοροποιημένο. Και με ανάλογο τρόπο το πνεύμα θα μπορούσε να πεί για τον εαυτό του: Εγώ είμαι σκέψη, καθότι η σκέψη «πρέπει να είναι πάντοτε στην διαφορά και στην ταυτότητα». (Εν V3,10,24) «αεί εν ετερότητι την νόησιν είναι εν ταυτότητι δε εξ’ανάγκης. 
Η πολικότης ετερότητος και ταυτότητος στο Είναι, που είναι το πνεύμα χάριν της σκέψης, είναι η προϋπόθεση τού είναι του και της πραγματοποιήσεως της σκέψης του. Αντιθέτως το Ένα είναι το καθαυτό αδιαφοροποίητο, καθαρή ενότης χωρίς διαφορά, παντελώς στερούμενο μερών, «αμερές πάντη». Εάν αυτό το Ένα χωρίς μέρη έπρεπε να εκφράσει τον εαυτό του, θα ήταν στην πραγματικότητα πολλαπλό. Επι πλέον εάν έλεγε «εγώ είμαι αυτό», εκφράζοντας το κατηγορούμενο «αυτό», σαν μία πραγματικότητα διαφορετική από αυτό, θα μιλούσε λανθασμένα. Εάν όμως εξέφραζε σχετικά με τον εαυτό του ένα κατηγόρημα που θα του ανήκε μ’έναν συμπτωματικό τρόπο, θα έλεγε για τον εαυτό του πάλι κάτι πολλαπλό, ή θα έλεγε, «είμαι είμαι» ή «Εγώ εγώ». (Ev v3, 10,24…) «και γάρ ει το αμερές πάντη ειπείν αυτόν δέοι, δεί πρότερον λέγειν ά μη εστιν, ώστε και ούτως πολλά αν είναι, ίνα εν είη. Ειθ’όταν λέγη «ειμί τοδε» το «τόδε» ει μέν έτερον τι αυτού ερεί, ψεύσεται ει δε συμβεβηκός αυτώ, πολλά ερεί ή τούτο ερεί «ειμί ειμί» και «εγώ εγώ». 
Μία ενδεχόμενη αυτό-έκφραση του Ενός δεν θα μπορούσε  να πραγματοποιηθεί στην μορφή της προτάσεως υποκειμένου και κατηγορήματος, η οποία ανήκει σε πραγματικότητες που είναι ουσιωδώς διαφορετικές, παρά μόνον σαν επανάληψη αυτού που «είναι» το Ένα. Το υποκείμενο θα επαναλαμβανόταν στο κατηγορούμενο ή θα εκφραζόταν τελείως στο κατηγορούμενο ξεπερνώντας την διαφορά. «Είμαι είμαι» και «Εγώ εγώ», συνιστούν την προσπάθεια να γίνει φανερό στην γλωσσική μορφή, την λογική και γραμματική, αυτό που δεν διαθέτει διαφορά. (Ev VI 7,38,8). Αυτή είναι μία θεωρητική προϋπόθεση του πλωτίνου για κάθε θεωρητική υπόθεση (Ev VI 7,38,11…). 
Εάν η γλώσσα αντιπροσωπεύει την πραματικότητα στην οποία αναφέρεται όπως είναι καθαυτή, τότε το κατηγορούμενο έστιν (είναι) αποκαλύπτεται ψευδές ακόμη και σε σχέση με το Ένα καθότι αγαθόν: το Ένα δεν μπορεί να πεί «Εγώ είμαι» και ούτε να πεί «εγώ είμι το αγαθόν», διότι το κατηγορούμενο θα εξέφραζε μία διαφορά στο εσωτερικό του. Η πρόταση «Εγώ ειμί το αγαθόν» θα ήταν το αποτέλεσμα μίας σκέψης για τον εαυτό του, την οποία σκέπτεται το αγαθό, δηλαδή μίας σκέψης η οποία σε μία πρώτη στιγμή αντιπαρατίθεται θεωρητικά στο αγαθό καθαυτό και η οποία στην συνέχεια το ταυτίζει μ’αυτή την ίδια. Επομένως , εάν το Ένα πρέπει να παραμείνει Ένα, το καθαυτό αγαθό, το οποίο έχει την ίδια οντολογική αξιοπρέπεια του Ενός κατανοείται σαν χωρισμένο από την σκέψη του Αγαθού. 
Επειδή λοιπόν το Ένα είναι ο εαυτός του με αδιάφοροποίητο τρόπο και επομένως ούτε σκέπτεται ούτε είναι, (έστι δε ουδέ το εστίν Ev VI 7,38,1), η μοναδική κατάλληλη μέθοδος για να περιγραφεί το Ένα είναι η αποφατική (αρνητική) διαλεκτική. Αυτή η διαλεκτική δεν αναφέρει στο Ένα, ούτε το πλέον καθολικό κατηγόρημα; Ότι το Ένα «είναι», παρότι αυτό, καθότι αληθινή πραγματικότης, προϋποτίθεται στην σκέψη και στην γλώσσα στην ολότητα τους. Ήδη ο όρος «είναι» θα ήταν μία προσθήκη και θα κατέστρεφε το όν Ένα ή το όν –αγαθό ή την απολυτότητα τους. (Ev v5,13,9). 
Από το άλλο μέρος είναι αλήθεια επίσης πώς μπορούμε να πούμε «είναι» για το μη-Ένα, δηλαδή για το πνεύμα (τον νού), μόνον επειδή το μη Ένα διατηρείται από το Ένα, και χάρη στο Ένα οικοδομεί την ενότητα του μέσω της ενέργειας της σκέψης (της νοήσεως) (Εν V3,15,11): λόγω της νοήσεως, η πολλαπλότης του πνεύματος (του νοός) είναι «εν πανταχού (Ev v3,15,19…) 
Αυτό που διακρίνει την απόλυτη ενότητα του Ενός και την ενότητα τού Είναι που σκέπτεται, νοεί τον εαυτό του, είναι μόνον η διαφορά (η ετερότης) σαν μιά νέα οντολογική ποιότης; Η πρωτογενής, καταγωγική ενότης έχει σχισθεί, γίνεται αντικείμενο τού εαυτού της σαν όν και συγκεντρώνεται μαζί, μέσω της νοήσεως, σε μία ενότητα η οποία διατηρεί στον εαυτό της την διαφορά και ταυτοχρόνως την υπερβαίνει. 
7. Ο Πλωτίνος και η αιωνιότης του Είναι. 
Το είναι της ετερότητος και η λογική του λειτουργία δεν συνεπιφέρουν σύμφωνα με τον Πλωτίνο την ύπαρξη ενός χρονικού χωρισμού, διαχωρισμού. Το Είναι που σκέπτεται τον εαυτό του είναι αμετάβλητο, καθαρή ενέργεια, το οποίο υπάρχει πάντοτε, ταυτόχρονη και ακριβής, όλου αυτού που υπάρχει σ’αυτό και το οποίο νοείται σ’αυτό, ενώ το τώρα του χρόνου, συνεχώς άλλο, διότι πραγματοποιείται διαφορετικώς, επιτρέπει ώστε η διαφορά να γίνει αρχή της επεκτάσεως και της διαδοχής. 
Το πνεύμα, το όν το οποίο αναφέρεται σ’αυτό το ίδιο είναι αιώνιο: δηλαδή η αιωνιότης (αιών) είναι η ζωή του πνεύματος, μία ουσιώδης στιγμή του πνεύματος. Η σκέψη του πνεύματος δεν εμπλέκει επομένως μία κίνηση από το «πρίν» στο «μετά», στην οποία ξεδιπλώνει και απλώνεται η σκέψη, η νόηση [σαν σπείρα]. Αυτός ο τρόπος χαρακτηρίζει την διανοητική σκέψη, την ομιλία, η οποία παγιδεύεται στα δίχτυα τού χρόνου. Η νόηση του πνεύματος αντιθέτως είναι άχρονη συνείδηση «όλου εκείνου που είναι νοητό σαν προ-νοημένο» (άχρονος νόησις), άχρονη διαφοροποίηση όλων των νοητών και η ταυτοποίησή τους, ( σε σχέση με την ενότητα). Eν. IV 4,1,1.
Ο Πλωτίνος θεωρεί ήδη. μερικά εννοιολογικά στοιχεία τα οποία έγιναν καθοριστικά για την φιλοσοφική έννοια του Θεού της Χριστιανικής Θεολογίας. Οπως δηλαδή την ταυτότητα Θεού-είναι-νοήσεως και την αιωνιότητα, παρότι αυτές οι έννοιες δεν αφορούν ακριβώς την πρώτη και αυθεντική αρχή, το Ένα. 
Ο Πορφύριος υπήρξε ο πρώτος που ταύτισε τον Θεό με το Είναι (τον νού και την νόηση, το κατ’εικόνα και καθ’ομοίωσιν δηλαδή ),νόηση και Ένα, σε αντιπαράθεση με τον Πλωτίνο και με τον ύστερο νεοπλατωνισμό. 
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου