Μια διάλεξη που δόθηκε στην Αθήνα το 1972
Ξεκινώ με ένα σημείο το οποίο για πολλούς θα είναι το πιο δύσκολο, αλλά το οποίο, για κάποιον που διαθέτει μια γνώση των πρωτοτύπων κειμένων θα είναι πρόδηλο και απολύτως πειστικό. Προτίθεμαι να μιλήσω για την σχέση της λέξης και της έννοιας στους Έλληνες. Αυτή δίνει στα κείμενα των Ελλήνων εκείνη την απαράμιλλη προφορά που τα κάνει να ακούγονται τόσο επίκαιρα στ’ αυτιά όλων αυτών που τα διαβάζουν. Εδώ δεν υπάρχει ακόμη η μεσολαβημένη και δομημένη γλώσσα, μέσα στους στέρεους κρυστάλλους της πολλαπλής διατάξεως σε στρώματα της ιστορικής παραδόσεως, εκείνη η γλώσσα στην οποία εμείς οι φιλόσοφοι εκφράζουμε τις φιλοσοφικές έννοιες. Εδώ κυρίως, δεν έλαβε την σωστή θέση η λατινική μετάφραση, που για τις ελληνικές έννοιες σήμανε μια ολοκληρωτική μετάλλαξη της λαμπρότητός τους. Πόσο διαφορετικό είναι να λέμε essentia, από το να λέμε ουσία. Το ίδιο ισχύει και για τις μεταφράσεις στις μοντέρνες γλώσσες, των οποίων οι φιλοσοφικές έννοιες είναι διαμεσολαβημένες μέσω της λατινικής.
Έτσι
λοιπόν στα ελληνικά δεν υπάρχει το πρόβλημα της σχέσεως με την έννοια,
που στην διάσημη διαμάχη του Μεσαίωνος γύρω από τα καθόλου ανεπτύχθη
στην νικητήρια θέση πως οι έννοιες είναι δημιουργίες του πνεύματός μας,
με τις οποίες εμείς κατανοούμε τον κόσμο που συναντούμε στην εμπειρία.
Έτσι η εννοιολογία διδάσκει ήδη πως η γλώσσα της φιλοσοφίας (όπως και η
γλώσσα καθαυτή), είναι ένα σύστημα σημείων και πως στην χρήση των
σημείων, συνίσταται ακριβώς η κατανόηση. Είναι άραγε η έννοια μια κατανόηση; Μπορεί να υπάρχει κατανόηση χωρίς την πηγή, την καταγωγή του υπαρκτού;
Σ’ αυτήν την πεποίθηση κρύβεται
η προκατάληψη πως εκείνο που πρέπει να εκφρασθεί και να επικοινωνήσει
με αυτόν τον τρόπο είναι ήδη γνωστό σαν τέτοιο, και καθαυτό
προσδιορισμένο, ανεξαρτήτως του τρόπου της σημασιολογήσεώς του,
επειδή αυτή είναι η ουσία κάθε αυθεντικής σημειολογικής γλώσσας
(συμβολικής), ότι δηλαδή κάθε πράγμα που γνωρίζεται και επιθυμούμε να
επικοινωνήσουμε σε άλλους, προσδιορίζεται και καθίσταται προσιτό στην
επικοινωνία μέσω της χρήσεως σημείων. Αλλά υπάρχει ένα τέτοιο είδος στην φιλοσοφία; Τί
πράγμα είναι τόσο γνωστό στην φιλοσοφία που θα μπορούσε να προσφερθεί
στην επικοινωνία μέσω μιας αυθαίρετης χρήσεως των σημείων; Τί πράγμα, από όλο εκείνο που μπορεί να επικοινωνήσει μ’ αυτόν τον τρόπο, είναι φιλοσοφία;
Κατά βάθος πρόκειται για μια ασυνεννοησία, ίσως αγαθή, η οποία έχει
φυσικά το θεμέλιό της στην δική μας γλωσσική χρήση, όταν λέμε: Εγώ επιλέγω αυτήν την έννοια: Εμείς δεν διαλέγουμε ποτέ τις έννοιες που χρησιμοποιούμε: Είναι οι έννοιες που μας έχουν επιλέξει από καιρό. Και εδώ ακριβώς φανερώνεται η αυθεντική ουσία της γλώσσας.
Εμείς λέμε
ναι: εγώ διαλέγω την λέξη, αλλά καθένας μας γνωρίζει αυτό που στην
πραγματικότητα σημαίνει. Όταν εγώ χρησιμοποιώ την έκφραση: «Εγώ θα
διάλεγα γι’ αυτό αυτή την λέξη», τότε ίσως να έχω μπροστά μου το πράγμα
σε όλη του την πυκνότητα: εγώ συνειδητοποιώ πως μια λέξη την οποία
επιλέγω είναι μόνον μια ανακριβής προσπάθεια και όταν και εάν θέλω να
γίνω αληθινά κατανοητός – και αφού έχω κατανοήσει τον εαυτό μου – τότε
πρέπει να κάνω να μιλήσει το πράγμα, για το οποία επέλεξα την λέξη, με
προσπάθειες εξηγήσεως που δεν διαλέγω, αλλά που επιβάλλονται από μόνες
τους! Όσο πιστεύουμε ότι διαλέγουμε τις λέξεις, δεν έχουμε βρει ακόμη την σωστή λέξη, η ακριβής λέξη δεν μας έχει έρθει ακόμη!
Εκείνο που
διακρίνει αντιθέτως λοιπόν, την ελληνική φιλοσοφία είναι πως εδώ οι
λέξεις διαγράφουν δρόμους που είναι ακόμη ανοιχτοί ανάμεσα στην ζωντανή
γλώσσα που ομιλείται και την φιλοσοφική τους χρήση. Είναι ακόμη εξ ολοκλήρου γλώσσα εκείνο που μέσα στην ασυνείδητη δύναμη της λέξης ανοίγει διάφορες κατευθύνσεις στην σκέψη.
Το καλύτερο κείμενο γι’ αυτό που είναι κοινό σ’ αυτά τα κείμενα των
Ελλήνων φιλοσόφων βρίσκεται χωρίς άλλο στον Αριστοτέλη, ο οποίος
αφιερώνει ένα ολόκληρο βιβλίο της Μεταφυσικής, τον διάσημο κατάλογο των
εννοιών της Μεταφυσικής, τό Δέλτα, στο θέμα ποσαχώς λέγεται; –
και διακρίνει πώς λέγομεν; – πώς λέγεται; Ο Αριστοτέλης δεν περιορίζεται
απλώς να ανακαλύψει αντιφάσεις, αλλά ξέρει να μετρά, μέσω καθαρών
διακρίσεων, ολόκληρο το πεδίο των σημασιών μιας έννοιας. Σε πόσους πολλαπλούς τρόπους μιλούμε για, ή χρησιμοποιείται η λέξη ουσία; Συνιστά στ’ αλήθεια μια τεράστια διαφορά σε σχέση με την σχολαστική έννοια essentia,
το γεγονός ότι ουσία είναι μια λέξη της ζωντανής γλώσσας, και εδώ
σημαίνει κάτι σαν περιουσία και όλο αυτό που ανήκει σε ένα αγρόκτημα, το
σπίτι και η αποθήκη, οι αγελάδες, τα εργαλεία και οι άνθρωποι που
εργάζονται και ανήκουν στην οικογένεια. Όλο αυτό είναι η ουσία, και
μόνον όταν αυτό βιώνεται – και για τους Έλληνες αυτό ήταν αυτονόητο –
τότες μπορούμε να κατανοήσουμε τι πράγμα σημαίνει ουσία σαν φιλοσοφική
έκφραση για το θέμα του Είναι: κάτι που είναι τόσο αυτονόητο και
σίγουρο, όπως είναι η δική μας πατρική κατάσταση. Η περιουσία μας. Αυτό μάθαμε να το βλέπουμε μέσω του Χάιντεγκερ.
Έτσι είναι
πάντοτε τα πράγματα στην Ελληνική φιλοσοφία, και κάθε φράση των
ελληνικών φιλοσοφικών κειμένων έχει γι’ αυτόν τον λόγο τον δικό της
ασύγκριτο χαρακτήρα. Μπορούμε να εξηγήσουμε κάθε φράση και να την κατανοήσουμε ξεκινώντας απλώς από τις λέξεις.
Ο ορίζοντας που δίνεται σε κάθε λέξη πρέπει να είναι μόνον σαφής, για
να συλληφθεί ο τρόπος, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας για τον οποίο πρόκειται,
για τον συγγραφέα της φράσεως, μέσα στον ορίζοντας της σημασίας του. Η
έννοια επομένως παραμένει σε έναν συνεχή αναδρομικό δεσμό με την λέξη
της γλώσσας, που φωτίζει έναν αόριστο, έναν χώρο ανοικτό σημασιολογικών
δυνατοτήτων και δεν είναι ποτέ το απομονωμένο σημείο που αναπαύεται σε
κοινοτοπίες. Είναι σαν η συνέχεια της σκέψης μιας εμπνεύσεως, μιας
προοπτικής της γλώσσας, η πιο σοφή, την οποία εμείς, δηλαδή οι γενηές
που κατά βάθος μορφοποίησαν τις ανθρώπινες γλώσσες, έχουμε ήδη βρει. Όλο
αυτό είναι πάρα πολύ επίκαιρο για την σκέψη μας.
Κάνει μια μεγάλη διαφορά αν πρέπει να ερμηνεύσω μια φράση του Πλάτωνος ή του Αριστοτέλη, ή μια φράση του Καντ ή του Λάιμπνιτς. Σ’
αυτήν την τελευταία περίπτωση είμαι αναγκασμένος πάντοτε να σκεφθώ το
όλον σε μια καθορισμένη εννοιολόγηση και να εργασθώ μ’ αυτή. Καθότι η
ξεχωριστή φράση με τις έννοιές της είναι σαν πλεγμένη σε ένα όλον το
οποίο δεν μας είναι παρόν. Στα Ελληνικά αντιθέτως αυτό το όλον διατηρείται σταθερά από την γλώσσα.
Η σημασία μιας λέξης λοιπόν καθορίζεται από το όλον της γλώσσας η οποία
μιλιέται φυσικώς, και η οποία σαν κάθε γλώσσα φέρει ένα όλον στην
έμπνευση. Έτσι τα λατινικά ενός Κικέρωνος, ή ενός Σενέκα, ή ακόμη
περισσότερο ενός Ακινάτη ή ενός Λάϊμπνιτς, όπως και η ξένη λέξη που
χρησιμοποιήθηκε από τον Καντ, δεν είναι πλέον μια γλώσσα μ’ αυτή την
σημασία. Αυτοί εισάγουν κάποιες έννοιες μέσα στο πλαίσιο μιας γλώσσας. Αλλά
η επαναφορά των λέξεων–εννοιών στην επικλητική δύναμη που ενεργεί στην
καθαυτή γλώσσα, είναι ένα διαφορετικό καθήκον και πολύ πιο δύσκολο, που
τίθεται στην μοντέρνα σκέψη.
Δεν είναι μόνον ένα παιδαγωγικό πλεονέκτημα αυτό που διαθέτει η Ελληνική φιλοσοφία λόγω της γειτνίασής της με την γλώσσα της, αλλά
ένα φιλοσοφικό πλεονέκτημα, καθόσον η Ελληνική φιλοσοφία πραγματοποιεί,
είναι φανερό, πάντοτε εκείνο που στον πολιτισμό μας τίθεται σαν ένα
χρέος, το οποίο γίνεται με τον καιρό όλο και πιο δύσκολο: να
επανακτήσουμε για την ζωντανή μας κατανόηση τα συμβολικά συστήματα που
κατασκευάστηκαν από τις μοντέρνες επιστήμες, μέσω των οποίων φθάσαμε να
κυριεύσουμε τον κόσμο και την Φύση.
Η επιστήμη κατόρθωσε να υποτάξει τον κόσμο στους δικούς της υπολογισμούς, να τον καταστήσει ποσοτικά διαθέσιμο μέσω της μεθόδου μιας αλάνθαστης εννοιολογήσεως, και να τον καταστήσει τοιουτοτρόπως υποχείριο σε άλλους σκοπούς.
Συνέπεια
αυτής της ιδιαιτερότητος της μοντέρνας επιστήμης, το γεγονός δηλαδή ότι
μπορεί να κατασκευάσει φυσικά αντικείμενα – όπως στα μαθηματικά – είναι
πως αυτό που είναι μ’ αυτόν τον τρόπο υπολογισμένο τίθεται με την σειρά
του στην διάθεση της ανθρώπινης παρέμβασης, και επιτρέπει την μετάλλαξη
του κόσμου σύμφωνα με τους ανθρωπίνους σκοπούς. Επειδή δε αυτό που είναι
αληθινά ανθρώπινο συνίσταται σε γεγονότα και εμπειρίες της ζωής μας τα
οποία δεν μπορούν να υπολογισθούν επιστημονικά και δεν μπορούν να
κυριευθούν εντελώς, αλλά που εμείς παρ’ όλα αυτά, στην κοινή μας ζωή
στην κοινωνία, στην οικογένεια, στην αστική τάξη, στον κόσμο της
θρησκευτικής εμπειρίας και τα παρόμοια, τα κάνουμε πάντοτε δικά μας γι’
αυτό και η ένταση ανάμεσα σ’ έναν κόσμο που γίνεται πάντοτε πιο ξένος,
στο μέτρο που κατορθώνουμε να τον κυριαρχήσουμε, και σ’ εκείνον τον
κόσμο της συνηθισμένης οικειότητος που μας περικλείει, στην γλώσσα στην
οποία εκφράζουμε την εμπειρία μας, μια ένταση η οποία μας διαρρηγνύει
σχεδόν, Αυτή η ένταση λοιπόν μεσολαβείται συνεχώς στην Ελληνική γλώσσα,
από την γειτνίαση της έννοιας και της λέξεως καί δέν υπάρχει.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου