Μια διάλεξη που δόθηκε στην Αθήνα το 1972
Το δεύτερο σημείο αφορά την επικαιρότητα τής Ελληνικής σκέψης. Το προνόμιο της res cogitans
του Καρτεσίου, η αυτοσυνειδησία σαν αναμφίβολο θεμέλιο κάθε βεβαιότητος
της γνώσεως, είναι μια κοινή προϋπόθεση της μοντέρνας φιλοσοφίας, η
οποία αξίζει σαν τέτοια για κάθε σχολή της μοντέρνας εποχής, είτε
πρόκειται για τον εμπειρισμό, ή τον ιδεαλισμό, τον ρεαλισμό ή τον υλισμό
ή τον θετικισμό. Γινόμαστε όλο και πιο συνειδητοί αυτής της προβληματικής του μοντέρνου υποκειμενισμού.
Για παράδειγμα υπάρχει το γεγονός πως δεν διαθέτουμε πλέον μια αληθινή
έννοια του σώματος, διότι όλα όσα γίνονται προσβάσιμα μέσω της
επιστήμης, η οποία βασίζεται στον Καρτεσιανισμό, είναι corpus,
δηλαδή ένα δεδομένο αντικείμενο το οποίο μπορούμε να κυριαρχήσουμε με
τα μέσα της επιστήμης τής φύσεως. Αλλά η σωματικότης δεν είναι το ίδιο
πράγμα με το corpus
(ένα σύνολο δεδομένων). Και δεν είναι ούτε ο ιδιαίτερος χαρακτήρας τού
σωματικού δεδομένου να είναι μ’ αυτόν τον τρόπο αντικείμενο των μεθόδων
της ποσοτικής μετρήσεως, που μας λέει κάτι για το σώμα και για τον τρόπο
που αισθάνεται. Η διαδρομή που πάει από τις σταθερές αξίες της Ιατρικής
και από τις ανωμαλίες τους, στην υγεία και την ασθένεια, είναι πολύ
μεγάλη. Και υπάρχει και άλλο ένα κεντρικό πρόβλημα του μοντέρνου διαφωτισμού: κοινωνία και κράτος. Πώς κατορθώνουμε να τα θεμελιώσουμε πάνω στην βάση τής προϋποθέσεως του μοναδικού αναμφίβολου (fundamentum inconcussum);
Σαν έναν μεγάλο μηχανισμό ίσως ξεχωριστών αυτοσυνειδήσεων, ένα σύνθετο
γεγονότων για το οποίο ο ξεχωριστός, ο μόνος, δεν έχει πια την
συνείδηση; Να σκεφτόμαστε λοιπόν πως αυτά συμβαίνουν χωρίς να αποτελούμε μέρος τους και όμως συμμετέχουμε, δεν είναι μια κατάλληλη κατάσταση της ουσίας της κοινωνίας και του κράτους. Αυτή όμως είναι, τουλάχιστον στην κλασσική μορφή του XVII αιώνος, η ουσία του μηχανισμού, ότι δηλαδή ο μόνος, το μοναχικό δεδομένο, διαλύεται στο όλον το οποίο είναι το αποτέλεσμά του.[ ΕΔΩ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ-ΜΕ ΦΑΝΕΡΕΣ ΙΝΔΟΥΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ.]
Στο
πεδίο της σκέψεως για την κοινωνία και την κοινότητα αυτή η δυσκολία
αντιμετωπίστηκε από δύο μεγάλους στοχαστές της μοντέρνας εποχής, οι
οποίοι όμως άφησαν το θέμα στην κατάσταση του προβλήματος, αντί να
δώσουν κάποια λύση. Ο πρώτος είναι ο Ρουσσώ και ο άλλος είναι ο Χέγκελ,
έχοντας και οι δύο κάποια σχέση μεταξύ τους και με την Ελληνική
κληρονομιά. Ο Ρουσσώ ήταν με το ένα μάτι στραμμένο στην αρχαία πόλη, και
με το άλλο στην μοντέρνα πόλη, η οποία ονομαζόταν Γενεύη. Κήρυξε την Volonté Générale,
μια έννοια δηλαδή κοινής θελήσεως η οποία δεν είναι το αποτέλεσμα των
αυτοσυνείδητων θελήσεων των ατόμων, και παρ’ όλα αυτά έχει τον χαρακτήρα
της θελήσεως. Κατά βάθος εδώ στηρίζεται η έννοια της μοντέρνας δημοκρατίας. Η ολόκληρη θέληση, η volonté générale ισχύει και γι’ αυτόν ο οποίος δεν είχε συμφωνήσει με την θέλησή του στην απόφαση που πάρθηκε.
Αυτή είναι η σημασία της αποδοχής μιας εκλογικής ήττας και όχι
σφίγγοντας τα δόντια να σκεφτώ πώς θα μπορέσω να νικήσω, περιμένοντας
στην αντιπολίτευση, όσο να σκεφτώ, ότι επειδή η πλειοψηφία αποφάσισε
ενάντια στην δική μας θέληση, πρέπει να δεχθούμε αυτή την απόφαση τής
θέλησεώς της, μέχρις ότου δεν κατορθώσουμε να πείσουμε την πλειοψηφία
για το δίκαιο τής δικής μας γνώμης.
Ο δεύτερος που διατύπωσε αυτό το θέμα χρησιμοποιώντας νέα μέσα είναι ο Χέγκελ: με την θεωρία του τού αντικειμενικού πνεύματος. Ήδη η έκφραση αυτής της έννοιας είναι μια επιστροφή στους Έλληνες. Εάν
υπάρχει κάτι χαρακτηριστικό για την μοντέρνα σκέψη, είναι ακριβώς αυτό,
ότι δηλαδή η μοντέρνα σκέψη κατορθώνει να σκεφτεί το «πνεύμα» στην βάση
της υποκειμενικότητος , σαν η πολλαπλή συμφωνία ξεχωριστών υποκειμένων
(ατόμων). [Εδώ στηρίζεται και ο Οικουμενισμός]. Και
τώρα ο Χέγκελ με το δόγμα τού αντικειμενικού πνεύματος μας διδάσκει πως
υπάρχουν μορφές τού πνεύματος που αποδεχόμαστε «σαν» πνεύμα, χωρίς να
τις έχουμε σκεφτεί επαρκώς στην υποκειμενική συνείδηση και οι οποίες
είναι ενσυνείδητες. [όπως τα αρχέτυπα του Αυγουστίνου και της ψυχολογίας
του βάθους του Γιούνγκ].
Αυτοί
είναι οι μεγάλοι θεσμοί, της Εκκλησίας, της Οικογένειας και της
κοινωνίας, του κράτους, της γλώσσας κ.τ.λ. Η Εγελιανή έκφραση του
«αντικειμενικού πνεύματος» η οποία βρίσκεται de facto στην βάση όλη της σκέψης του όψιμου XVIII αιώνος,
είναι μια μετάφραση από τα Ελληνικά. Δεν υπάρχει καμμία ελληνική λέξη
σ’ αυτή, αλλά η έκφραση περιέχει, εκτός από την λατινική έννοια της
αντικειμενικότητος, την γερμανική του πνεύματος, που κατάγεται από τους
Στωικούς, και στην συνέχεια εμφανίζεται στην Κ. Δ. γεμάτο με ένα
περιεχόμενο που προέρχεται από τον μυστικισμό! [Αυτός ο μυστικισμός
προσέλαβε και διέλυσε την χριστιανική διδασκαλία]. Αλλά το πράγμα
είναι εντελώς ελληνικό, τόσο που δεν μπορούμε να βρούμε εδώ, όπου
πρόκειται για την πεμπτουσία όλου αυτού που είναι αληθινό και το οποίο
μας ενώνει όλους, κανένα πρωτείο της αυτοσυνειδήσεως.
Αυτό μας φανερώνει πως η εμπειρία που είχαν για τον κόσμο οι Έλληνες προερχόταν από κάτι διαφορετικό από την αυτοσυνειδησία,
όταν αυτοί σκέφτονταν σ’ αυτό που είχε επανενωθεί στην ενότητα, δηλαδή
στο πνεύμα, στόν λόγο, στόν νου. Και βλέπουμε πως στο τέλος όλες αυτές
οι εκφράσεις παραπέμπουν στην ψυχή, σαν έννοια εξ'ολοκλήρου ζωντανή.
Στην πραγματικότητα η έννοια της ψυχής (anima), περιέχει την έννοια του Είναι σε σχέση με τον εαυτό του, έτσι ώστε η ψυχή έχει το νόημά της στην σχέση της με την ίδια.
Η
πλήρης ανάπτυξη του στοχασμού που αντιστοιχεί στην αυτοσυνειδησία,
προετοιμάστηκε στους Έλληνες, αλλά έγινε καθοριστική στην τελευταία
αρχαιότητα (Πορφύριος), όπως για παράδειγμα στον Αυγουστίνο.
Όσον αφορά δε την καταγωγή της, δεν περιέχεται στην λέξη ψυχή καθαυτή,
αλλά ούτε στην ελληνική εμπειρία της ζωής και του ανθρώπου. Ψυχή είναι
αυτό που ξεχωρίζει όλο το ζωντανό όν, και όχι μόνον τον στοχαστή που
σκέφτεται τον εαυτό του. Ο Καρτεσιανός διαχωρισμός τής res cogitans και της res extensa,
αυτή η ρίζα τής μοντέρνας φιλοσοφίας και της μοντέρνας κατευθύνσεως
στον κόσμο, έχει υπολογισθεί εδώ με φανερό τρόπο, ξεκινώντας από τον
αντίθετο όρο! Ψυχή σημαίνει την αρχή της ζωής. Ψυχή είναι επομένως και το «πνεύμα της αναπτύξεως», η λατινική φυτική ζωή (vita vegetativa),
διότι προφανώς ο ζωντανός οργανισμός, όταν αυξάνει, δεν τοποθετεί ένα
πράγμα πάνω στο άλλο, ή όπως οι νιφάδες του χιονιού οι οποίες μαζεύονται
σε μια μάζα χιονιού. Αύξηση σημαίνει πως το όλον συνεχίζει να οικοδομείται από μόνο του σαν όλον. Υπάρχει μια σχέση με τον εαυτό του σε οτιδήποτε αυξάνει. Αυτό σημαίνει ο λόγος περί της ψυχής. Υπάρχει
στοχασμός, είναι σε σχέση με τον εαυτό της, μέσα της. Αλλά ο στοχασμός
δεν περιορίζεται στην αυτοσυνειδησία, μάλιστα δε, δεν δίνεται μ’ έναν
πρωτογενή τρόπο σ’ αυτήν. Δεν είναι η αυτοσυνειδησία το σημείον αναφοράς
ξεκινώντας από το οποίο η οργανική ζωή θα χαρακτηριζόταν σαν μια
περιορισμένη αυτοσυνειδησία. Αντιθέτως ο στοχασμός καθαυτός
χαρακτηρίζεται σαν το πιο υψηλό φαινόμενο της αυτοαναφοράς του ζώντος,
ξεκινώντας ακριβώς από την «ενότητα» του ζώντος. Γι’ αυτό και ο Θεός
τού Αριστοτέλη είναι Ζωή και Νους μαζί. Να έχουμε αυτοσυνειδησία είναι ο
πιο υψηλός τρόπος για να είμαστε Ένα ,και γι’ αυτό δεν υπάρχει εδώ
καμμία δύναμις: αποκλείεται σ’ αυτόν οτιδήποτε θα μπορούσε να υποστεί!
Ο Νους είναι η μέγιστη ενδυνάμωση του Είναι σαν ενότητα με τον εαυτό
του, περισσότερο από το φυτό, από το ζώο και από τον άνθρωπο.
Σ’
αυτό βασίζεται η επικαιρότης αυτής της Ιδέας, η οποία είναι και μια
ιδέα οδηγός για την κριτική της έννοιας της ψυχής στην μοντέρνα
ψυχολογία. Η αγγλική λέξη behavior (συμπεριφορά) μας δίνει να καταλάβουμε πως ήταν μια ψευδής δογματική θεωρία, η
οποία μετεφέρθη στην σπουδή του ανθρώπου από την κυριαρχία της
αυτοσυνειδήσεως, έτσι ώστε να πετύχει να κάνει ψυχολογία μόνον από την
οπτική γωνία της συνειδήσεως. Είναι φανερό πως υπήρχε μια πολύ πιο
ανοικτή και περιεκτική εννοιολογική δυνατότητα για να σκεφθούμε την
ενότητα, το ενωμένο Είναι σώματος και ψυχής, από ότι μπορούσε να μας
προσφέρει η αυτοσυνειδησία.
Αυτό
που ο Χέγκελ με κουραστική παραδοξολογία ονόμαζε το «αντικειμενικό
πνεύμα» και είχε διδαχθεί από την διαλεκτική της ζωής και της
αυτοσυνειδησίας, ανήκει χωρίς δυσκολία στην ενότητα του ζώντος που
αναφέρεται στον εαυτό του. Αλλά και ο Αριστοτέλης, παρότι ανήκε στην
σχολή του Πλάτωνος, που κρατούσε σταθερά την διάκριση του νοείν και του
αισθάνεσθαι, δεν είχε καμμία προκατάληψη στην παρατήρηση των δεδομένων,
και ακολούθησε και σ’ αυτό τις διαισθήσεις του Πλάτωνος. Μπορούσε να πει
πως όταν εμείς βλέπουμε, γνωρίζουμε επίσης ότι βλέπουμε, και αυτό όχι
με την σημασία ότι :εγώ, ενώ βλέπω, σκέφτομαι με έναν εικονικό,
αντανακλαστικό, στο γεγονός ότι βλέπω. Σίγουρα εδώ η ελληνική γλώσσα δεν
υπήρξε μόνον πιο ελεύθερη αλλά ακόμη και η σκέψη τους ήταν πιο σωστή: στο ίδιο το βλέπειν, εγώ βλέπω πως βλέπω. Αίσθησις αισθήσεως ήταν η έκφραση που χρησιμοποιούσαν. Ο στοχασμός λοιπόν συντροφεύει την κίνηση της ζωής και αυτό αναγνωρίστηκε από την ελληνική σκέψη χωρίς προκατάληψη.
Αυτό άραγε δεν είναι επίκαιρο και για τον δικό μας στοχασμό; Μόνον πάνω
σ’ αυτή την βάση φαίνεται πώς το πρόβλημα της γλώσσας, που είναι σήμερα
τόσο κεντρικό για την φιλοσοφία, μπορεί να βρει μια κατάλληλη
κατανόηση. Όποιος ομιλεί «γνωρίζει» ότι
ομιλεί. Αλλά δεν εφαρμόζει με θεματική συνειδητότητα τους κανόνες της
γραμματικής και της σύνταξης, για να δημιουργήσει μια ομιλία, αλλά «ξέρει» τί πράγμα είναι σωστό και δεν κάνει την δουλειά του πάνω σ’ εκείνο το know how με το οποίο ο ειδικευμένος τεχνικός εργάζεται, αλλά στην βάση τής συνεχούς επικοινωνίας των εμπειριών τής ζωής του, που δεν είναι ένα «κάνω», μια δράση, αλλά μια πράξη.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου