Δευτέρα 31 Ιουλίου 2017

Η μελέτη του θανάτου είναι μελέτη ζωής


Και περνά ο χρόνος, για να έλθει η ώρα. Και η τελική ώρα είναι τόσο φρικτή, που θα θέλαμε πάση θυσία να την παρακάμψωμε, να την αποφύγομε. Όμως δεν γίνεται διαφορετικά, εάν δεν πιούμε το πικρό ποτήριο του θανάτου.
Η μελέτη του θανάτου είναι μελέτη ζωής. Αυτό που αναπόφευκτα βλέπουμε μπροστά μας να πλησιάζει είναι ο θάνατος. Αυτό που υπάρχει μέσα μας είναι η δίψα της αιώνιας ζωής.
Και επειδή αγάπησες το δρόμο αυτής της ζωής και ασκήσεως, προχωρείς. Αρχίζεις να θάπτεσαι, να ζεις τη νέκρωση και να τρέφεσαι από ζωή ανώλεθρο, από χαρά που δεν παρέρχεται…
Αξιολογείς τα πάντα διαφορετικά. Βρίσκεις τον πλούτο, τη δόξα και τον παράδεισο εκεί όπου άλλοι βλέπουν τη συμφορά που πρέπει να αποφύγουν.
«Βασιλεύς της Δόξης» γνωρίζεται ο Χριστός πάνω στο Σταυρό και απλωμένος ύπτιος νεκρός στον Επιτάφιο Θρήνο. Από τότε ευφραίνεσαι περιφρονούμενος. Χαίρεσαι υποτιμούμενος. Και βοηθείσαι διαγραφόμενος.
Γράφεται στις πλάκες τις καρδιάς σου ένας νόμος, όπως γράφτηκε στις πέτρινες πλάκες στο όρος Σινά. Η νέα νομοθεσία, της αγάπης, που τη δέχτηκες προσωπικά, σε σφράγισε, ως «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου». Φέρεις επάνω σου το μοναχικό σχήμα, που είναι σταυρός, με την ομολογία της νίκης: Ι(ησού)Σ Χ(ριστό) Σ ΝΙΚΑ. Φ (ως) Χ(ριστού) Φ(αίνει) Π(άσι). Τ (όπος) Κ(ρανίου) Π(αράδεισος) Γ(έγονε).
Έκτοτε κυκλοφορείς διαφορετικά. Κουβαλάς την εμπειρία αυτή ως αιμορραγία. Κουβαλάς τη θανή, που σε έφερε στη ζωή. Δεν βγαίνεις έξω από τον τάφο. Τρέφεσαι απ’ αυτόν, όπως το φυτό από τις ρίζες του μέσα στη γη. Από αυτή την εμπειρία αρθρώνεται ο λόγος σου, διαμορφώνεται ο χώρος σου. Είναι όλα φανέρωση αυτής της νεκραναστάσεως. Είναι όλα ντυμένα με σεμνότητα κατανύξεως και πηγαίο δυναμισμό αιωνίου ζωής.
Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, γνήσιος αγιορείτης, το λέει ξεκάθαρα, ότι το βάθρο όπου πατά δεν είναι, όπως πολλοί νομίζουν, σκαμνί ή θρόνος, αλλά είναι ο τάφος του, απ’ όπου μιλά ο νεκρός εαυτός του.
π. Βασίλειος Γοντικάκης
Πηγή: http://imverias.blogspot.gr/

Είναι αιώνια η Ψυχή;


Η ψυχή είναι πνοή ζωής. Αυτό δηλώνει και η γνωστή ρήση της Παναγίας μας: «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον».
Ο αείμνηστος καθηγητής Δογματικής Π. Τρεμπέλας στο υπόμνημά του στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο σημειώνει σχετικά: «Η ψυχή είναι η αρχή της ατομικότητος, η έδρα των ψυχικών ιδιοτήτων, όλων των εντυπώσεων, αίτινες έχουν προσωπικό χαρακτήρα. Η λέξις ψυχή μου περιλαμβάνει πάσας τας συγκηνίσεις της γυναικός και της μητρός, αίτινες κατακυριεύουν ήδη της καρδίας της Μαρίας, και καταλήγουν πάσαι ομού εις λατρείαν και δοξολογίαν του Θεού». Λίγο πιο κάτω σχολιάζοντας τον στίχο Λουκά α’ 47 «…και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω σωτήρι μου», επαναλαμβάνει με άλλα λόγια πως «κατά την Γραφήν η ψυχή, η έδρα της ατομικότητος, διά μεν του σώματος επικοινωνεί προς τον γήινον κόσμονν, διά δε των ανωτέρων της δυνάμεων, των κυρίως πνευματικών, προς τον θείον κόσμον».
Η ψυχή είναι και το μέσον διά του οποίου ο λόγος του Θεού εισχωρεί στον άνθρωπο. Αυτό επισημαίνει ο Απ.Παύλος απευθυνόμενος στους εβραίους (Εβρ. 4, 12): «…ο λόγος του Θεού… διικνούμενος άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος». Δηλ., εξηγεί ο Π. Τρεμπέλας, ο λόγος του Θεού εισχωρεί στην ψυχή και εις τα βαθύτατα αυτής ήτοι εις το πνεύμα, εισχωρεί εις τους αρμούς και μυελούς… άτινα σημαίνουν τα βάθη του σώματος209. Είναι άλλωστε γνωστό ότι «…η ψυχή ήτις ούτως η άλλως ζωοποιεί και κινεί πάσας τας ψυχοπνευματικάς λειτουργίας του όλου ανθρώπου…»210.
Η ψυχή του ανθρώπου δεν είναι απλή βιολογική ενέργεια, αλλά ουσία αθάνατη, δεν φθείρεται, δεν διαλύεται μετά τον χωρισμό της από το σώμα, αλλά με τις δικές της ενέργειες εξακολουθεί να υπάρχει και να ενεργεί. «Ουχ η ψυχή εστίν η αποθνίσκουσα, αλλά διά την ταύτης αναχώρησιν αποθνήσκει το σώμα»( Μ. Αθανάσιος).

Κυριακή 30 Ιουλίου 2017

Anthony Bloom: Ο θάνατος είναι μια γέννηση στην αιωνιότητα!


thanatos-genisi-aioniotita
Η αγάπη θα επιβιώσει απ' όλα τα άλλα πράγματα.
Η πίστη θα παρέλθει και η ελπίδα θα παρέλθει όταν η πίστη αντικατασταθεί από το όραμα και η ελπίδα από τη βεβαιότητα, αλλά η αγάπη ποτέ δεν θα παρέλθει.
Όπως στεκόμαστε και προσευχόμαστε για τον κεκοιμημένο, όλα όσα λέμε είναι: «Κύριε, αυτό το πρόσωπο δεν έζησε επί ματαίω. Αυτό που άφησε στη γη είναι ένα παράδειγμα και μια αγάπη. Το παράδειγμα θα το ακολουθήσουμε. Η αγάπη ποτέ δεν θα πεθάνει».

Παραθέτω τα λόγια του Λέων Μπλόυ:
«Το να πούμε σε ένα πρόσωπο "σε αγαπώ" ισοδυναμεί με το να του λέμε "ποτέ δεν θα πεθάνεις"».
Διακηρύσσοντας μπροστά στον Θεό την αθάνατη αγάπη μας για τον πεθαμένο είναι σαν να επιβεβαιώνουμε αυτό το πρόσωπο, όχι μόνο στο χρόνο αλλά και στην αιωνιότητα Όταν μάλιστα στεκόμαστε με αναμμένα κεριά στην Ακολουθία, διακηρύσσουμε πραγματικά την πίστη μας στην ανάσταση, αλλά και δηλώνουμε μπροστά στο πρόσωπο του Θεού ότι αυτό το πρόσωπο έφερε ένα φως στον κόσμο.

Κυριακή 16 Ιουλίου 2017

Περὶ ἐξόδου ψυχῆς, καὶ περὶ τῆς δευτέρας παρουσίας - Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας




Φοβοῦμαι τὸν θάνατον, ὅτι πικρός μοί ἐστι.
Φοβοῦμαι τὴν γέενναν, ὅτι ἀτελεύτητός ἐστι.
Φοβοῦμαι τὸν τάρταρον, ὅτι οὐ μετέχει θέρμης.
Φοβοῦμαι τὸ σκότος, ὅτι οὐ μετέχει φωτός.
Φοβοῦμαι τὸν σκώληκα τὸν ἰοβόλον, ὅτι ἀτελεύτητός ἐστι.
Φοβοῦμαι τοὺς ἀγγέλους τοὺς ἐπὶ τῆς κρίσεως, ὅτι ἀνελεήμονές εἰσι.
Φοβοῦμαι ἐννοῶν τῆς ἡμέρας ἐκείνης τὸ φοβερὸν καὶ ἀδέκαστον δικαστήριον, τὸ βῆμα τὸ φρικῶδες, τὸν δικαστὴν τὸν ἀδέκαστον.
Φοβοῦμαι τὸν ποταμὸν τοῦ πυρὸς, τὸν πρὸ τοῦ βήματος ἐκείνου συρόμενον, καὶ σφοδροτάτῃ κατακλάζοντα τῇ φλογὶ, τὰς ἠκονημένας ῥομφαίας.
Φοβοῦμαι τὰς ἀποτόμους τιμωρίας.
Φοβοῦμαι τὴν κόλασιν τὴν οὐκ ἔχουσαν τέλος.
Φοβοῦμαι τὸν ζόφον τὸν ἀφεγγῆ.
Φοβοῦμαι τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον.
Φοβοῦμαι τὰ δεσμὰ τὰ ἄλυτα, τὸν βρυγμὸν τῶν ὀδόντων, τὸν κλαυθμὸν τὸν ἀπαραμύθητον.
Φοβοῦμαι τοὺς ἀφύκτους ἐλέγχους·
οὐδὲν γὰρ κατηγόρων δεῖται ὁ δικαστὴς ἐκεῖνος, οὔτε μαρτύρων, οὔτε ἀποδείξεων, οὔτε ἐλέγχων·
ἀλλ' ὅσα ἐπράξαμεν, καὶ ἐλαλήσαμεν, καὶ ἐβουλευσάμεθα, φέρει εἰς μέσον πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τῶν πεπλημμεληκότων.
Τότε οὐδεὶς ὁ παριστάμενος, καὶ ἐξαρπάζων τῆς τιμωρίας, οὐ πατὴρ, οὐ μήτηρ, οὐχ υἱὸς, οὐχὶ θυγάτηρ, οὐκ ἄλλος τις τῶν συγγενῶν, οὐ γείτων, οὐ φίλος, οὐ συνήγορος, οὐ χρημάτων δόσις, οὐ πλούτου περιουσία, οὐ δυναστείας ὄγκος·
ἀλλὰ ταῦτα πάντα ὥσπερ κόνις εἰς σποδὸν ἐλήλαται, καὶ μόνος κρινόμενος ἀπὸ τῶν αὐτῷ πεπραγμένων, τὴν ἐλευθεροῦσαν, ἢ τὴν καταδικάζουσαν ὑπομένει ψῆφον.
Οἴμοι! οἴμοι! τῆς συνειδήσεως ἐλεγχούσης με, καὶ τῆς γραφῆς βοώσης, καὶ διδασκούσης με·
ὦ ψυχὴ, τῶν μιασμάτων, καὶ παρὰ σοὶ ἐβδελυγμένων ἔργων!
Οἴμοι, ὅτι τὸν ναὸν τοῦ σώματος ἔφθειρα, καὶ τὸ ἅγιόν σου Πνεῦμα ἐλύπησα! ὦ Θεὲ, ἀληθινά σου τὰ ἔργα, καὶ δικαία ἡ κρίσις σου, καὶ εὐθεῖαι αἱ ὁδοί σου, καὶ ἀνεξιχνίαστα τὰ κρίματά σου.

Παρασκευή 14 Ιουλίου 2017

«Καὶ ἐσταύρωσαν Αὐτὸν» (Μάρκ. ιε' 1 - 41)



Ἀρνίον ἑστηκὸς ὡς ἐσφαγμένον...
«Καὶ εἶδον ἐν μέσῳ τοῦ θρόνου καὶ τῶν τεσσάρων ζώων καὶ ἐν μέσῳ τῶν πρεσβυτέρων ἀρνίον ἑστηκὸς ὡς ἐσφαγμένον, ἔχον κέρατα ἑπτὰ καὶ ὀφθαλμοὺς ἑπτά, ἅ εἰσι τὰ ἑπτὰ πνεύματα τοῦ Θεοῦ ἀποστελλόμενα εἰς πᾶσαν τὴν γῆν.»

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Περὶ τῆς προσγινομέvης ὠφελείας ταῖς ψυχαῖς ἐκ τῶν ἱερῶν μνημοσύνων / ῾Αγίου Νεκταρίου


Τὰ ἱερὰ μνημόσυνα καὶ ὑπὸ ἠθικὴν ἔποψιν ἐξεταζόμενά εἰσι λίαν ἀναγκαία, καθόσον παρέχουσι καὶ τοῖς ἐπιζῶσι μεγάλην ὠφέλειαν, δι᾿ αὐτῶν ἡ Ἐκκλησία διδάσκει τὰ ἑαυτῆς τέκνα τὴν ἀληθῆ χριστιανικὴν φιλοσοφίαν καὶ ὑπομιμνῄσκει εἰς αὐτὰ τὰς θεμελιώδεις ἀρχὰς τοῦ Χριστιανισμοῦ, κηρύττει ὡς δι᾿ ὑψηλοῦ κηρύγματος τὴν ἀθανασίαν τῆς ψυχῆς, καὶ τὴν ἔναρξιν μετὰ θάνατον νέου σταδίου ζωῆς ἀλήκτου καὶ ἀτέρμονος.
Ἐπίσης κηρύττει τὴν διηνεκῆ ἐν τῷ κόσμῳ του Σωτῆρος Χριστοῦ παρουσίαν, τὴν μεθ᾿ ἡμῶν ἐπικοινωνίαν καὶ σχέσιν, τῶν τεθνεώτων καί, ἵνα συλλήβην περιλάβω ἅπαν τὸ πνεῦμα τῶν τελουμένων μνημοσύνων, δι᾿ αὐτῶν διδάσκει ἡ Ἐκκλησία τὰ τέκνα της, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι οὐρανοπολίτης, ὅτι ἀπὸ τῆς ἐν γῇ στρατευομένης Ἐκκλησίας μεταβαίνει εἰς τὴν ἐν Οὐρανῷ θριαμβεύουσαν, ὅτι ἀμφοτέρων κεφαλὴ εἶναι ὁ Χριστός, ὅστις εἰσακούει πάντων τὰς δεήσεις καὶ ἱκεσίας καὶ ἐπικάμπτεται ταῖς πρεσβείαις τῶν ἁγίων καὶ τῆς Θεοτόκου, ὅτι ἡ ἐλπὶς τῆς σωτηρίας τοῦ Χριστιανοῦ δὲν ἀπόλλυται καὶ μετὰ θάνατον, ὅτι ἡ Ἐκκλησία πιστεύει, ὅτι αἱ δεήσεις αὐτῆς καὶ ἱκεσίαι αἱ ὑπὲρ τῶν τέκνων αὐτῆς γινόμεναι εἰσακούονται παρὰ τοῦ φιλανθρώπου Σωτῆρος ἡμῶν καὶ παρέχεται τοῖς ὑπὲρ ὧν γίνονται τὰ μνημόσυνα ἄφεσις παραπτωμάτων, ὅτι ἡ ὁριστικὴ ἀπόφασις περὶ τῆς ἀμοιβῆς καὶ τιμωρίας εἰσέτι δὲν ἐξεδόθη, ὅτι αὕτη ἐπιφυλάσσεται ἐν τῇ δευτέρᾳ καὶ φρικτῇ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ παρουσία, ὅτε ἕκαστος θὰ λάβῃ τὸ γέρας καὶ τοὺς στεφάνους, οὗ ἐπολιτεύθη βίου, ὅτι μέχρι τῆς δευτέρας τοῦ Χριστοῦ παρουσίας δύναται ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀναπέμπει εὐχὰς καὶ δεήσεις πρὸς τὸν Κύριον ὑπὲρ τῶν τέκνων αὐτῆς, ὅτι ὡς ἐν τῇ στρατευομένῃ Ἐκκλησίᾳ οἱ ὑπὸ Ἐκκλησιαστικὴν ποινὴν εὑρισκόμενοι διὰ τὰς πεπραγμένας αὐτῶν ἁμαρτίας στεροῦνται τῶν θείων μυστηρίων, οὕτω καὶ ἐν τῇ θριαμβευούσῃ Ἐκκλησίᾳ οἱ ἐν ἁμαρτίαις θανόντες μακρὰν τῶν ἁγίων καὶ δικαίων εἰσὶν ἐστερημένοι τῆς δόξης καὶ χάριτος τῆς ἀπορρεούσης ἐκ τοῦ ἀῤῥήτου κάλλους τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπερ ἐπιποθεῖ καὶ ζητεῖ πᾶσα ψυχή, ὅπως χορτασθῇ, κατὰ τὸ ῥητόν, «Χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναί μοι τὴν δόξαν Σου», πλὴν οὐχὶ ἐκτὸς τοῦ ᾅδου, ἐν ᾧ ἕκαστος ἀποτίνει τὴν ποινὴν κατὰ τὸ βάρος τῆς ἑαυτοῦ συνειδήσεως, ὅπως δὲ ὑπὲρ τῶν κατηχουμένων τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας εὔχεται ἡ Ἐκκλησία ἀδιαλείπτως πρὸς τὸν Κύριον, ἵνα ἑνώσῃ αὐτοὺς τῇ ἁγίᾳ καθολικῇ καὶ Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ, οὕτω καὶ ὑπὲρ τῶν ἐν ἁμαρτίαις κοιμηθέντων πιστῶν δύναται νὰ εὔχηται καὶ νὰ αἰτῆται συναντιλήπτορας καὶ τοὺς ἁγίους τῆς θριαμβευούσης Ἐκκλησίας, ὅπως ἐξιλεώσει τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτῶν καὶ τάξῃ αὐτοὺς ἐν σκηναῖς δικαίων, ἐν κόλποις Ἀβραάμ, καὶ συναριθμήσῃ αὐτοὺς μετὰ τῶν σεσωσμένων.

Κυριακή 9 Ιουλίου 2017

Αρχιμ. Αρσένιος Κατερέλος, Η ευχή του Ιησού για τους κεκοιμημένους


Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΥΣ
Παράλληλα μέ τά τρισάγια, τά μνημόσυνα, τά ὀνόματα πού δίνομε στήν Προσκομιδή γιά μνημόνευσι, μαζί μέ τά Σαρανταλείτουργα καί τίς ἐλεημοσύνες ὑπέρ τῶν ψυχῶν τῶν κεκοιμημένων, παράλληλα μέ ὅλα αὐτά πού ἔχει θεσπίσει ἡ ἁγία μαςἘκκλησία, ἐπιβάλλεται νά λέμε, τό ''Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἀνάπαυσον τούς δούλους σου''.
Αὐτή ἡ προσευχή ἐνδείκνυται περισσότερο γιά τούς κεκοιμημένους σέ σχέσι μέ τούς ζῶντας ἀδελφούς μας, ἐφ᾽ ὅσον οἱ κεκοιμημένοι δέν μποροῦν πλέον νά βοηθήσουν τόν ἑαυτό τους. Διότι ἔχει πλέον λήξει ἡ προθεσμία μετανοίας τους.
Ὁ πανάγαθος ὅμως Θεός, ἔστω καί τήν τελευταία στιγμή, θέλει ὅλους νά τούς σώση.
Ἐδῶ εἶναι ἕνα λεπτό σημεῖο, πού φαίνεται ἡ ἀρχοντιά τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία ἀντί νά μᾶς συγκινῆ, πολλές φορές μᾶς σκανδαλίζει. Ἐάν ἐπενέβαινε ἀπό μόνος του ὁ Θεός γιά νά σώση τίς ψυχές τῶν κεκοιμημένων θά παραβίαζε τήν ἐλευθερία τους, τό αὐτεξούσιο.

πότε περιμένει πό μς καλός Θεός νά προσφέρωμε λεύθερα τό δικό μας ατεξούσιο πέρ τν ψυχν τν κεκοιμημένων γιά νά βρ "φορμή" νά βοηθήση λες ατές τίς ψυχές. Καί ἔτσι οἱ πάντες ὠφελοῦνται. Καί οἱ σεσωσμένοι, καί οἱ κολασμένοι, ἐφ᾽ ὅσον καί στίς δύο καταστάσεις ὑπάρχουν ἄπειρες διαβαθμίσεις.
Ὅταν ξεκινᾶμε τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, μέ ἤ χωρίς κομβοσχοίνι, τήν πρώτη μόνο φορά ἐνδείκνυται νά ἀναφέρωμε κάποια ὀνόματα κεκοιμημένων, ὅπως ὀνόματα συγγενῶν γνωστῶν κλπ. Νά ἀναφέρωμε δηλαδή τήν πρώτη μόνο φορά τά ὀνόματα αὐτά καί μετά ἐν συνεχείᾳ χωρίς νά  ζαλιζώμεθα καί ἔτσι νά συγχέεται ὁ νοῦς μας, ἐπαναλαμβάνοντας συνεχῶς τά ἴδια ὀνόματα, νά λέμε ἁπλᾶ μόνο τό ''Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἀνάπαυσον τούς δούλους Σου''. Ἐκεῖ μέσα, στό ''ἀνάπαυσον τούς δούλους Σου'', εὑρίσκονται ὅλοι οἱ ἀπ᾽ αἰῶνος κεκοιμημένοι ἀδελφοί μας, ἀλλά ἐπί πλέον κατά ἕναν ἐντελῶς ξεχωριστό, μοναδικό καί ἰδιαίτερο τρόπο, εὑρίσκονται καί τά ὀνόματα πού ἀναφέραμε τήν πρώτη μόνο φορά, στήν ἀρχή.

ΑΡΧΙΜ. ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΚΑΤΕΡΕΛΟΣ

Προσευχή για τους νεκρούς του Γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη



Ένα κομποσχοίνι που κάνεις για τον αδελφό σου, για τον συγγενή σου, δεν πάει χαμένο. Ο Θεός θα τον βοηθήσει, όταν βρεθεί σε δύσκολη θέση. Το κομποσχοίνι, όχι βοηθάει, αλλά και ψυχή από την κόλαση μπορεί να βγάλει! Τόση δύναμη έχει η προσευχή.

Εγώ μνημόνευα τον παππού μου, ο οποίος ήτο ιερεύς. Τότε ήμασταν ζηλωταί· πριν λάβουμε τις πληροφορίες. Δεν τον μνημονεύαμε εις την λειτουργία, διότι ήτο νεοη……μερολογίτης. Του έκανα πολλά κομποσχοίνια, και παρακαλούσα το Θεό λέγοντας: «Κύριε, τόσες λειτουργίες σου έκανε, τόσες εξομολογήσεις κλπ., ελέησον αυτόν». Τούτο έπραττα επί καιρόν.

Ένα βράδυ τον είδα εις τον ύπνο μου (όραμα· ήτο αποκάλυψις Θεού), να με φιλεί και να μου λέει: «Ευχαριστώ, παιδί μου, τώρα βρίσκομαι σε καλύτερη θέση!» Τότε βλέπω και τη γιαγιά μου, να με πιάνει από το χέρι και να μου λέει: «Παιδί μου, προσευχήσου και για μένα, ίνα πάω εκεί που είναι και ο παππούς σου τώρα». Ήταν ολοζώντανο αυτό που έβλεπα. Αισθανόμουνα ότι ήσαν νεκροί.

Χαιρετισμοί εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν Ποίημα του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου



Τους παρακάτω Χαιρετισμούς, τους παρουσιάζουμε κυρίως για μελέτη και όχι για λειτουργική χρήση αφού δεν γνωρίζουμε αν είναι εγκεκριμένοι ή όχι. Όποιος αναγνώστης μπορεί να βοηθήσει σε αυτό, μην διστάσει να επικοινωνήσει μαζί μας....


Τῷ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῶ τοῦ Ἅδου Νικητῆ,
Ὡς λυτρωθεῖς ἐξ αἰωνίου θανάτου,
Ἀναγράφω Σοὶ ὁ δοῦλος σου τὰ νικητήρια.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων εὐσπλαχνίαν ἀνερμήνευτον,
Ἐκ παντοίων μὲ κινδύνων ἐλευθέρωσον,
Ἵνα κράζω Σοί,
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.


γγέλων ποιητὰ καὶ Κύριε τῶν Δυνάμεων, ἄνοιξον τὸν ἄπορόν μου νοῦν καὶ τὴν γλώτταν πρὸς ὕμνον τοῦ Παναχράντου Σου ὀνόματος, καθάπερ ἤνοιξας πάλαι τὴν ἀκοὴν καὶ γλώτταν τοῦ κωφοῦ καὶ μογιλάλου, τοῦ κραυγάζειν πρὸς Σὲ τοιαυτα.

Ἰησοῦ πανθαύμαστε, τῶν Ἀγγέλων ἡ Ἔκπληξις.
Ἰησοῦ παντοδύναμε, Προπατόρων ἡ Λύτρωσις.
Ἰησοῦ γλυκύτατε, Πατριαρχῶν τὸ Καύχημα.
Ἰησοῦ ὑπερένδοξε, Βασιλέων Κραταίωμα.
Ἰησοῦ παμπόθητε, Προφητῶν ἡ Ἐκπλήρωσις.
Ἰησοῦ ὑπερύμνητε, Στερέωμα τῶν Μαρτύρων.
Ἰησοῦ ἰλαρώτατε, μοναζόντων Τερπνότης.
Ἰησοῦ παντελεῆμον, Πρεσβυτέρων Γλυκύτης.
Ἰησοῦ ὑπερεύσπλαχνε, νηστευόντων Ἐγκράτεια.
Ἰησοῦ πανοικτίρμον, Χαρὰ τῶν δικαίων.
Ἰησοῦ ὑπέραγνε, Σωφροσύνη τῶν Παρθένων.
Ἰησοῦ προαιώνιε, Σωτηρία πταιόντων.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Βλέπων Κύριε τὴν χήραν θρηνούσαν σφόδρα, εὐσπλαχνίσθης, καὶ ἀνέστησας τὸν υἱὸν αὐτῆς ἐπὶ τὸν τάφον φερόμενον. Σπλαχνίσθητι καμοὺ Φιλάνθρωπε, καὶ τὴν ἀμαρτίαις θανοῦσαν ψυχή μου ἀνάστησον, τοῦ βοῶντος σοὶ .
Ἀλληλούϊα.

Γνώσιν ἄγνωστον γνῶναι ζητῶν ὁ Φίλιππος ἔλεγε . δεῖξον ἠμὶν Κύριε τὸν Πατέρα. Σῦ δὲ εἶπας πρὸς αὐτόν. Τοσούτον χρόνον μετ ἐμοῦ ὧν, οὐκ ἔγνωκας, ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοὶ ἔστι; Διὸ ἀνεξιχνίαστε, φόβω κραυγάζω Σοὶ.

Ἰησοῦ Θεὲ προαιώνιε.
Ἰησοῦ Βασιλεῦ παντοδύναμε.
Ἰησοῦ Δέσποτα μακρόθυμε.
Ἰησοῦ Σωτὴρ πολυέλεε.
Ἰησοῦ Φύλαξ μου ὑπεράγαθε.
Ἰησοῦ τὰς ἁμαρτίας μου πάριδε.
Ἰησοῦ τὰς ἀνομίας μου ἄνελε.
Ἰησοῦ τὴν ἐμην φαυλότητα ἐξάλειψον.
Ἰησοῦ ἡ ἐμὴ Ἐλπὶς μὴ ἐάσης μέ.
Ἰησοῦ ἡ ἐμὴ Βοήθεια, μὴ ἀπορρίψης μέ.
Ἰησοῦ Ποιητά μου, μὴ ἀπώση μέ.
Ἰησοῦ ὁ Ποιμὴν ὁ Καλός, μὴ ἀπολέσεις μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Δύναμιν ἐξ ὕψους τοὶς Ἀποστόλοις Σου ἐν Ἱερουσαλὴμ καθημένοις περιβαλλόμενος. Ἰησοῦ, καμὲ τὸν πάσης ἀγαθοποιϊας γεγυμνωμένον περιβαλοῦ τὴ ζέσει τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος, καὶ δὸς μοὶ μετὰ πόθου ψάλλειν Σοὶ .
Ἀλληλούϊα.

ν τῷ πλήθει τοῦ ἐλέους Σου, τελώνας καὶ ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀπίστους ἐκάλεσας, εὔσπλαχνε Ἰησοῦ. Μὴ παρίδης καμὲ νῦν τὸν ὁμοιωθέντα αὐτοίς, ἀλλ ὡς πολύτιμον μύρον πρόσδεξαι τὸν ὕμνον τοῦτον.

Ἰησοῦ Κράτος ἀνίκητον.
Ἰησοῦ Ἔλεος ἀτελεύτητον.
Ἰησοῦ Ὡραιότης ὑπέρλαμπρος.
Ἰησοῦ Ἔρως ἄφραστος.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ ζῶντος.
Ἰησοῦ ἐλέησον μὲ τὸν ἁμαρτωλόν.
Ἰησοῦ ἐπάκουσόν μου τοῦ συλληφθέντος ἐν ἀνομίαις.
Ἰησοῦ καθάρισον μὲ τὸν τεχθέντα ἐν ἀμαρτίαις.
Ἰησοῦ δίδαξον μὲ τὸν μωρανθέντα.
Ἰησοῦ φώτισον μὲ τὸν σκοτισθέντα.
Ἰησοῦ καθάρισον μὲ τὸν ρυπωθέντα.
Ἰησοῦ ἐπανάγαγε μὲ τὸν ἄσωτον.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν ἀμφιβόλων ὁ Πέτρος ἐβυθίζετο. Ἱδὼν δὲ Σὲ Ἰησοῦ ἐν σαρκὶ πεφυκότα, ἐπὶ τοὶς ὕδασι βαδίζοντα, ἐπέγνω Σὲ Θεὸν ἀληθῆ, καὶ χείρα βοηθείας δεξάμενος ἔφη.
Ἀλληλούϊα.

κουσεν ὁ τυφλὸς ἐπὶ ὁδοῦ Σὲ πορευόμενον Κύριε, καὶ ἐβόησεν, Ἰησοῦ Υἱὲ Δαβὶδ ἐλέησον μέ. Καὶ προσκαλεσάμενος αὐτὸν ἠνέωξας αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. Διὸ φώτισον καμοὺ τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς τῷ ἐλέει Σου, ὅπως Σοὶ κελαηδῶ τοιαυτα.

Ἰησοῦ ὁ Ποιητής των ἄνω.
Ἰησοῦ ὁ Ἐξαγοραστής των κάτω.
Ἰησοῦ Καθαιρέτα τῶν ὑποχθονίων.
Ἰησοῦ Καλλωπιστὰ πάντων τῶν κτισμάτων.
Ἰησοῦ τῆς ἐμῆς ψυχῆς παραμυθία.
Ἰησοῦ φωτισμὸς τοῦ νοός μου.
Ἰησοῦ τὸ ἀγαλλίαμα τῆς καρδιάς μου.
Ἰησοῦ ἡ ρώσις τοῦ σώματός μου.
Ἰησοῦ Σωτήρ μου, σῶσον μέ.
Ἰησοῦ τὸ Φῶς μου, φώτισον μέ.
Ἰησοῦ τυραννίδος παντοίας ἀπάλλαξον μέ.
Ἰησοῦ ρύσαι μὲ τὸν ἀνάξιον.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Θεορρήτω αἴματί Σου, καθάπερ πάλαι Ἰησοῦ, ἠξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας Τοῦ νόμου, οὕτως ἐξελοῦ ἐκ τῆς παγίδος τοῦ ὄφεως, Δὶ’ ἧς πάθει σαρκός, καὶ κέντρω ἀσωτίας, Ἐκτέρνισεν ἡμᾶς, πεδήσας τὴ φαύλη ραθυμία, Ἵνα κράζωμεν Σοί.
Ἀλληλούια.

δον παῖδες Ἑβραίων ἐν μορφῇ ἀνθρωπίνη, τὸν πλάσαντα χειρὶ τὸν ἄνθρωπον, καὶ Δεσπότην νοοῦντες Σέ, ἔσπευσαν τοὶς κλάδοις θεραπεῦσαι, τὸ Ὡσαννὰ βοῶντες. Ἡμεῖς δὲ τὸν ὕμνον προσφέρομεν Σοὶ λέγοντες.

Ἰησοῦ Θεὲ ἀληθινέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Δαβίδ.
Ἰησοῦ Βασιλεῦ ὑπερένδοξε.
Ἰησοῦ Ἀμνὲ πανακήρατε.
Ἰησοῦ Φύλαξ τῆς νηπιότητός μου.
Ἰησοῦ Ὁδηγὲ τῆς νεότητός μου.
Ἰησοῦ ἡ βακτηρία τοῦ γήρατός μου.
Ἰησοῦ ἡ ἐλπίς μου ἐν ὥρᾳ τοῦ θανάτου.
Ἰησοῦ ἡ μετὰ θάνατον ζωή μου.
Ἰησοῦ ἡ ἐν τῇ Κρίσει σου παραμυθία μου.
Ἰησοῦ τὴ ὥρα ἐκείνη μὴ καταισχύνης μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Κηρύκων θεοφθόγγων τὰς ρήσεις ἐκπληρῶν Ἰησοῦ, ἐπὶ γῆς ὤφθης καὶ τοὶς ἀνθρῶποις συνασεστράφης, ἀπρόσιτος ὧν, καὶ τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἐβάστασας. Ὅθεν, τῷ μώλωπί Σου πάντες ἰαθέντες, ἔγνωμεν ψάλλειν .
Ἀλληλούια.

Λάμψας τὴ οἰκουμένη φωτισμὸν ἀληθείας τὴν πλάνην ἀπήλασας τῶν δαιμόνων τα γὰρ εἴδωλα Σωτὴρ μὴ ἐνέγκατά Σου τὴν ἰσχὺν πέπτωκε, ἡμεῖς δὲ σωτηρίας τυχόντες βοῶμεν Σοί.

Ἰησοῦ Αὐτοαλήθεια, τὴν ἀπάτην καθελὼν
Ἰησοῦ Φῶς ὑπερέχον πᾶν φῶς.
Ἰησοῦ Βασιλεῦ ὑπερβαίνων πάντας ἐν ἰσχύει
Ἰησοῦ ὁ Θεός, ὁ πιστὸς ἐν ἐλέει.
Ἰησοῦ ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς, ἔμπλησον μὲ τὸν πεινῶντα.
Ἰησοῦ ἡ Πηγὴ τῆς γνώσεως, πότισον μὲ τὸν διψῶντα.
Ἰησοῦ ὁ Χιτὼν εὐφροσύνης, ἔνδυσον μὲ τὸν γυμνωθέντα.
Ἰησοῦ τῆς χαρᾶς ὁ Λιμήν, καθόρμισον μὲ τὸν πλανηθέντα.
Ἰησοῦ ὁ Δοτὴρ τῶν αἰτούντων, παράσχου μοὶ συντριβὴν ἁμαρτιῶν.
Ἰησοῦ ὁ Εὐρετὴς τῶν ζητούντων, εὐρέκαμοι τὴν ψυχήν.
Ἰησοῦ ὁ τοὶς κρούουσι ἀνοίγων, ἄνοιξον τὴν πεπωρωμένην καρδίαν μου.
Ἰησοῦ Ἰατὴρ ἁμαρτωλῶν, ἀπόπλυνον τὰς ἁμαρτίας μου.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Μέλλων ἀποκαλύψαι τὸ ἀπ αἰῶνος κεκρυμμένον μυστήριον, ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγῆς ἤχθης, Ἰησοῦ, καὶ ὡς ἀμνὸς ἄφωνος ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτόν. Ἠγέρθης δὲ Θεὸς ὧν ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ μετὰ δόξης ἀνελθῶν εἰς οὐρανούς, συνανύψωσας ἡμᾶς βοώντας Σοί.
Ἀλληλούια.

Νέαν ἔδειξεν Κτίσιν, ἐμφανίσας ἠμὶν ὁ Κτίστης. Ἀσπόρως δ’ ἐκ Παρθένου σαρκωθεῖς καὶ ἐκ τάφου ἀναστάς, σώα τὲ φυλλάξας ἀμφοτέρων τὰ σήμαντρα, πρὸς τοὺς Ἀποστόλους τῶν θυρῶν κεκλεισμένων μετὰ σαρκὸς εἰσῆλθεν. Ὅθεν θαυμάζοντες πίστει βοῶμεν.

Ἰησοῦ Λόγε ἀχώρητε.
Ἰησοῦ Νοῦς ἀνεξιχνίαστος.
Ἰησοῦ Δύναμις ἀκατάληπτος.
Ἰησοῦ Σοφία ἀμέτρητος.
Ἰησοῦ Θεότης ἀπερίγραπτος.
Ἰησοῦ Κυριότης ἀπεριόριστος.
Ἰησοῦ Βασιλεία ἀκαταμάχητος.
Ἰησοῦ Δεσποτεία ἀτελεύτητος.
Ἰησοῦ Ἰσχὺς ὑπερκόσμιος.
Ἰησοῦ Ἐξουσία αἰώνιος.
Ἰησοῦ Ποιητά μου, ἀνακαίνισον μέ.
Ἰησοῦ Σωτήρ μου, σῶσον μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ξένην ἐνανθρώπησιν Θεοῦ ὁρῶντες, ξενωθῶμεν τοῦ ματαίου κόσμου τούτου, τὸ νοῦν εἰς τὰ θεῖα μεταθέντες. Διᾶ τοῦτο γὰρ Θεὸς ἐπὶ γῆς κατῆλθεν, ἵνα ἡμᾶς εἰς οὐρανοὺς ὑψώση τοὺς αὐτῶ κραυγάζοντας.
Ἀλληλούια.

λος ἢν ἐν τοὶς κάτω, καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν ὁ ἀκατάληπτος Λόγος. Ἔπαθεν ἐπὶ γῆς ἐκούσια βουλὴ θανάτω τὸν θάνατον ἡμῶν ἐνέκρωσε, καὶ τὴ Ἀναστάσει Αὐτοῦ ζωὴν ἐδωρήσατο ἠμὶν τοὶς ἄδουσιν Αὐτῶ τοιαυτα.

Ἰησοῦ Γλυκύτης τῆς καρδίας μου.
Ἰησοῦ Δύναμις τοῦ σώματός μου.
Ἰησοῦ Φῶς τῆς ψυχῆς μου.
Ἰησοῦ ἡ ὀξύτης τοῦ νοός μου.
Ἰησοῦ Χαρμονὴ τῆς συνειδήσεώς μου.
Ἰησοῦ Ἐλπὶς ἀνυπέρβλητος.
Ἰησοῦ Μνήμη αἰώνιος.
Ἰησοῦ Αἴνεσις ὑπερουράνιος.
Ἰησοῦ δόξα ὑπερκόσμιος.
Ἰησοῦ ἡ ἐμὴ ἐπιθυμία, μὴ ἀπορρίψης μέ.
Ἰησοῦ Ποιμήν μου, ἀναζήτησον μέ.
Ἰησοῦ Σωτήρ μου, διάσωσον μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Πάσα φύσις Ἀγγέλων ἀκαταπαύστως ἐν οὐρανοὶς δοξάζει τὸ πανάγιον Ὄνομά Σου, Ἰησοῦ, τὸν τρισάγιον ὕμνον ἀναβοώσα. Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος. Ἡμεῖς δὲ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐπὶ γῆς, χοϊκοὶς χείλεσι ψάλλομεν.
Ἀλληλούια.

Ρήτορας πολυφθόγγους ὡς ἰχθύας ἀφώνους ὁρῶμεν ἐπὶ Σοί, Ἰησοῦ Σωτὴρ ἡμῶν. Ἀπορούσι γὰρ λέγειν το πὼς εἰ ἀναλλοίωτος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ἡμεῖς δὲ τὸ φρικτὸν μυστήριον θαυμάζοντες, πιστῶς βοῶμεν.

Ἰησοῦ Θεὸς θεῶν.
Ἰησοῦ Βασιλεὺς βασιλευόντων.
Ἰησοῦ Κύριος κυριευόντων.
Ἰησοῦ Κριτὰ νεκρῶν καὶ ζώντων.
Ἰησοῦ Ἐλπὶς ἀπηλπισμένων.
Ἰησοῦ Παράκλησις πενθούντων.
Ἰησοῦ πεντήντων Προμήθεια.
Ἰησοῦ μὴ καταδικάσης μὲ κατὰ τὰ ἔργα μου.
Ἰησοῦ κάθαρον μὲ κατὰ τὸ ἔλεός Σου.
Ἰησοῦ διασκέδασον τὴν ἀκηδίαν μου.
Ἰησοῦ φώτισον τοὺς διαλογισμοὺς τῆς καρδίας μου.
Ἰησοῦ μνήμην θανάτου μοὶ δώρησαι.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον, Ἀνατολὴ ἀνατολῶν, εἰς δύσιν ζοφώδη τῆς ἐσκοτισμένης ἡμῶν φύσεως ἐλθών, μέχρι θανάτου ἐταπείνωσας σαυτόν. Διὸ τὸ ὄνομά Σου, ὑπὲρ πᾶν ὄνομα ὑπερυψοῦται καὶ παρὰ πάσης φύσεως οὐρανίου καὶ ἐπιγείου ἀκούεις.
Ἀλληλούια.

Τείχισον ἡμᾶς ἀγίοις Σου ἀγγέλοις Χριστὲ Σωτὴρ ἡμῶν, ὁ πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλίδος, ὥσπερ πάλαι ἐκαθάρισας τοὺς δέκα λεπρούς, καὶ ἴασαι ἡμᾶς καθάπερ ἰάσω τὴν τοῦ τελώνου Ζακχαίου φιλάργυρον ψυχήν, ὅπως κατανύξει βοῶμεν Σοί.

Ἰησοῦ Θησαυρὲ ἀσφαλέστατε.
Ἰησοῦ Πλοῦτε ἀδαπάνητε.
Ἰησοῦ Πόσις ἀνεξάντλητος.
Ἰησοῦ τῶν γυμνῶν Περιβολή.
Ἰησοῦ τῶν χηρῶν ἡ Ἀντίληψις.
Ἰησοῦ ὀρφανῶν ὁ Προστάτης.
Ἰησοῦ καταπονουμένων Ὑπέρμαχος.
Ἰησοῦ ὁδοιπόρων Συνοδίτης.
Ἰησοῦ τῶν πλεόντων Κυβερνήτης.
Ἰησοῦ Λιμὴν χειμαζομένων εὔδιος.
Ἰησοῦ ἀνάστησον μὲ παραπεσόντα.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

μνον ἐν κατανύξει προσφέρω Σοὶ ὁ ἀνάξιος ἐγώ, καὶ βοῶ Σοὶ ὥσπερ ἡ Χαναναία. Ἰησοῦ ἐλέησον μέ. Οὐ θυγάτριον, ἀλλὰ σάρκα κέκτημα δαιμονώσαν δεινῶς καὶ τῷ θυμῷ φλεγομένην. Διὸ παράσχου μοὶ τὴν ἴαση βοώντι Σοί.
Ἀλληλούια.

Φωτοπάροχον φῶς, τὸ λάμψας τοὶς ἐν σκότει τῆς ἀγνωσίας, ὁ πρὶν διώκων Σὲ Παῦλος ἐλλαμφθεῖς τῷ φωτί Σου καὶ κατανοῶν τὴν δύναμιν τῆς θεοσόφου Σου φωνῆς, καταπράϋνε τὴν ὁρμὴν τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς. Οὕτω καμοὺ φώτισον τὰ ὄμματα τῆς ἐσκοτισμένης μου ψυχῆς, τοῦ βοῶντος τοιαύτα.

Ἰησοῦ Βασιλεῦ πανσθενέστατε.
Ἰησοῦ Θεὲ παντοδύναμε.
Ἰησοῦ Παντοκράτορ ἀθάνατε.
Ἰησοῦ Δημιουργέ μου ὑπερδόξαστε,
Ἰησοῦ Ὁδηγέ μου ἀγαθώτατε.
Ἰησοῦ Ποιμὴν εὐσπλαγχνικώτατε.
Ἰησοῦ Δέσποτα πολυέλεε.
Ἰησοῦ Σωτήρ μου φιλανθρωπότατε.
Ἰησοῦ φώτισόν μου τὰς αἰσθήσεις σκοτισθείσας τοὶς πάθεσιν.
Ἰησοῦ ἴασαι τὸ σῶμα μου λελωβημένον ταὶς ἀμαρτίαις.
Ἰησοῦ καθάρισόν μου τὸν νοῦν ἀπὸ ματαίων λογισμῶν.
Ἰησοῦ φύλαξον τὴν καρδίαν μου ἀπὸ ὀρέξεων πονηρῶν.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Χάριν χάρισαι μοὶ πάντων ὀφλημάτων χρεωλύτα Ἰησοῦ μου, καὶ δέξαι μὲ μετανοούντα ὡς ἐδέξω Πέτρον ἀρνησαμένον Σὲ ὡς ποτὲ Παῦλον προσεκαλέσω διώκοντα Σὲ καὶ ἐπάκουσόν μου ἀναβοῶντος Σοί.
Ἀλληλούια.

Ψάλλοντές Σου τὴν ἐνανθρώπησιν, ἀνυμνοῦμεν Σὲ πάντες, καὶ πιστεύομεν σῦ τῷ Θωμᾷ ὅτι Σῦ εἰ ὁ Κύριος καὶ Θεὸς ἡμῶν ὁ ἐν δεξιᾷ καθήμενος τοῦ Πατρός, καὶ μέλλων κρίναι ζῶντας καὶ νεκρούς. Ἀξίωσον οὖν τότε μὲ στῆναι ἐκ δεξιῶν Σου, τὸν νῦν ἀναβοώντα Σοί.

Ἰησοῦ ὁ τῆς εἰρήνης Βασιλεύς, εἰρήνευσον μέ.
Ἰησοῦ τὸ εὔοσμον Ἄνθος, εὐωδίασον μέ.
Ἰησοῦ ἡ ποθητὴ Θέρμη, θέρμανον μέ.
Ἰησοῦ Ναὲ προαιώνιε περίθαλψον μέ.
Ἰησοῦ ἠλιοστάλακτε Χιτών, κόσμησον μέ.
Ἰησοῦ ὁ πολύτιμος Μαργαρίτης, πλούτισον μέ.
Ἰησοῦ Λίθε τίμιε, λάμπρυνον μέ.
Ἰησοῦ Ἥλιε τῆς Δικαιοσύνης, ἔλλαμψον μέ.
Ἰησοῦ Ἅγιον φῶς, φώτισον μέ.
Ἰησοῦ νόσου ψυχῆς καὶ σώματος ἀπάλλαξον μέ.
Ἰησοῦ ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ ἀλάστορος ἐξάρπασον μέ.
Ἰησοῦ ἐκ τῶν αἰωνίων βασάνων λύτρωσαι μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Γλυκύτατε καὶ Πανοικτίρμον Ἰησοῦ πρόσδεξαι ταύτην τὴν μικρὰν ἡμῶν δέησιν, ὡς ἐδέξω τα τῆς χήρας δυὸ λεπτά, καὶ τήρησον τὴν κληρονομίαν σου ἀπὸ ἐχθρῶν ὁρατῶν τὲ καὶ ἀοράτων, ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων, νόσου, λιμοῦ, πάσης θλίψεως, καὶ θανατηφόρου πληγῆς. Καὶ λύτρωσαι μελλούσης κολάσεως, τοὺς βοώντας Σοὶ
Ἀλληλούια.

γγέλων ποιητὰ καὶ Κύριε τῶν Δυνάμεων, ἄνοιξον τὸν ἄπορόν μου νοῦν καὶ τὴν γλώτταν πρὸς ὕμνον τοῦ Παναχράντου Σου ὀνόματος, καθάπερ ἤνοιξας πάλαι τὴν ἀκοὴν καὶ γλώτταν τοῦ κωφοῦ καὶ μογιλάλου, τοῦ κραυγάζειν πρὸς Σὲ τοιαυτα.

Ἰησοῦ πανθαύμαστε, τῶν Ἀγγέλων ἡ Ἔκπληξις.
Ἰησοῦ γλυκύτατε, Πατριαρχῶν τὸ Καύχημα.
Ἰησοῦ ὑπερένδοξε, Βασιλέων Κραταίωμα.
Ἰησοῦ παμπόθητε, προφητῶν ἡ Ἐκπλήρωσις.
Ἰησοῦ ὑπερύμνητε, Στερέωμα τῶν Μαρτύρων.
Ἰησοῦ ἰλαρώτατε, μοναζόντων Τερπνότης.
Ἰησοῦ ὑπερεύσπλαχνε, νηστευόντων Ἐγκράτεια.
Ἰησοῦ πανοικτίρμον, Χαρὰ τῶν δικαίων.
Ἰησοῦ ὑπέραγνε, Σωφροσύνη τῶν Παρθένων.
Ἰησοῦ προαιώνιε, Σωτηρία πταιόντων.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.


Τῷ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῶ τοῦ Ἅδου Νικητῆ,
Ὡς λυτρωθεῖς ἐξ αἰωνίου θανάτου,
Ἀναγράφω Σοὶ ὁ δοῦλος σου τὰ νικητήρια.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων εὐσπλαχνίαν ἀνερμήνευτον,
Ἐκ παντοίων μὲ κινδύνων ἐλευθέρωσον,
Ἵνα κράζω Σοί,
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Γέροντα, όταν πεθάνη ο άνθρωπος,συναισθάνεται αμέσως σε τι κατάσταση βρίσκεται;


Γέροντα, όταν πεθάνη ο άνθρωπος, συναισθάνεται αμέσως σε τι κατάσταση βρίσκεται;
Ναι, συνέρχεται και λέει «τι έκανα;», αλλα «φαϊντά γιόκ»,δηλαδή δεν οφελεί αυτό.Όπως ένας μεθυσμένος, αν σκοτώση λ.χ. την μάνα του, γελάει, τραγουδάει,
επειδή δεν καταλαβαίνει τι έκανε, και, όταν ξεμεθύση, κλαίει και οδύρεται και λέει «τι έκανα;», έτσι και όσοι σ' αυτήν την ζωή κάνουν αταξίες είναι σαν μεθυσμένοι.
Δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν,δεν αισθάνονται την ενοχή τους.Όταν όμως πεθάνουν, τότε φεύγει αυτή η μέθη και συνέρχονται.
Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής τους και συναισθάνονται την ενοχή τους,γιατί η ψυχή, όταν βγη από το σώμα,κινείται, βλέπει, αντιλαμβάνεται με μια ασύλληπτη ταχύτητα.

ΑΓΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ

Παρασκευή 7 Ιουλίου 2017

«Ανάσταση του Χριστού με ένα αληθινό «Αληθώς Ανέστη» στην ζωή μας»Αρχιμ. Χρυσόστομος, Γέροντας του Ιερού Κοινοβίου Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Πεντάλοφος Παιονίας Κιλκίς



Η ζωή μέσα στην Εκκλησία μας είναι κατά βάση ασκητική: νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές. Και όταν δεν τα κάνουμε αυτά, η φιλανθρωπία του Θεού μας αναγκάζει με διάφορους τρόπους να αναπληρώσουμε τα ελλείποντα (ασθένειες, πόνο, θλίψεις, προβλήματα, αγωνίες κλπ.).
Όλοι λοιπόν είμαστε Μοναχοί!
Έτσι λοιπόν στον πρώτο λόγο του «περί αποταγής» ο άγιος Ιωάννης, μεταξύ άλλων λέγει:
«Αυτού λοιπόν του αγαθού και υπεραγάθου και παναγάθου Θεού, άλλοι είναι φίλοι Του και άλλοι γνήσιοι δούλοι Του. Άλλοι είναι αχρείοι δούλοι Του και άλλοι τελείως αποξενωμένοι από Αυτόν. Υπάρχουν τέλος και αυτοί που είναι εχθροί Του, καίτοι είναι αδύνατοι και ανίσχυροι.
Φίλους κατ  ἐξοχήν του Θεού θεωρούμε τις νοερές και ασώματες δυνάμεις των αγγέλων.
Γνησίους δούλους του Θεού εκείνους που εξετέλεσαν και εκτελούν το πανάγιο θέλημά Του ακούραστα και χωρίς καμμιά παράλειψη.
Αχρείους δούλους ονομάζουμε αυτούς που αξιώθηκαν να λάβουν το άγιο Βάπτισμα, δεν εφύλαξαν όμως γνήσια τις προς τον Θεόν υποσχέσεις τους.
Ως ξένους και εχθρούς του Θεού θα εννοήσουμε αυτούς που είναι αβάπτιστοι η δεν έχουν ορθή πίστη», όπως είναι οι αιρετικοί.
«Αντίπαλοι τέλος του Θεού είναι εκείνοι οι οποίοι, όχι μόνο απέκρουσαν και απέρριψαν από την ζωή τους το θέλημα του Κυρίου, αλλά και πολεμούν με πάθος αυτούς που το τηρούν».
ger.xris;ostomos1
Και συνεχίζει ο Άγιος: «ο Θεός είναι, για όσους θέλουν, η ζωή και η σωτηρία τους· όλων, και των πιστών και των απίστων, και των δικαίων και των αδίκων, και των ευσεβών και των ασεβών, και των απαθών και των εμπαθών, και των μοναχών και των κοσμικών, και των σοφών και των αγραμμάτων, και των υγιών και των ασθενών, και των νέων και των ηλικιωμένων.
Άνθρωπος ασεβής είναι μια ύπαρξις λογική και θνητή, η οποία θεληματικά αποφεύγει τη ζωή· και τον Δημιουργό της, που υπάρχει αιώνια, Τον θεωρεί ως ανύπαρκτο.
Παράνομος είναι αυτός που με την κακή του σκέψη διαστρέφει τον νόμο του Θεού και που νομίζει ότι πιστεύει, ενώ έχει επιθυμίες και αντιλήψεις αντίθετες προς τον Θεόν.
Χριστιανός είναι η απομίμησις του Χριστού, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο, και στα λόγια, και στα έργα, και στην σκέψη. Πιστεύει δε ορθά και αλάνθαστα στην Αγία Τριάδα.
Θεοφιλής είναι εκείνος που απολαμβάνει όλα τα φυσικά και αναμάρτητα δώρα του Θεού, συγχρόνως όμως δεν αμελεί, όσο μπορεί, να επιτελεί το αγαθό.
Εγκρατής είναι αυτός που ζει μέσα στους πειρασμούς και τις παγίδες και τους θορύβους του κόσμου, και αγωνίζεται με όλη του την δύναμη να μιμηθεί τη ζωή εκείνων που είναι απηλλαγμένοι από τους θορύβους του κόσμου.
Εκείνοι που εξήλθαν από την Αίγυπτο είχαν ως οδηγό τον Μωϋσή· και αυτοί που έφυγαν από τα Σόδομα άγγελο. Και οι μεν πρώτοι ομοιάζουν προς εκείνους που θεραπεύουν τα πάθη της ψυχής με την φροντίδα και τις οδηγίες ανθρώπου-ιατρού (πνευματικού). Αυτοί είναι όσοι εξέρχονται από την Αίγυπτο.
Οι δεύτεροι ομοιάζουν προς εκείνους που επιθυμούν να καθαρισθούν από τα ακάθαρτα και άθλια πάθη της σαρκός. Γι  αὐτό και χρειάζονται άγγελο-ιατρό, δηλαδή ισάγγελο άνθρωπο θα έλεγα, για να τους βοηθήσει. Διότι στην προχωρημένη σήψη των τραυμάτων χρειαζόμεθα πολύ έμπειρο ιατρό.
Βία πράγματι και συνεχείς οδύνες πρέπει να έχουν όσοι επιχειρούν να ανεβούν στον ουρανό με το σώμα τους, μέχρις ότου οι φιλήδονες τάσεις και η σκληρότης της καρδίας μεταστραφούν με την βαθειά λύπη και το πένθος σε αγάπη προς τον Θεόν και σε αγνότητα».
Η περίοδος αυτή ιδιαιτέρως είναι περίοδος μετανοίας.
Η αληθινή προσευχή γεννά την μετάνοια.
Η αληθινή μετάνοια γεννά την εξομολόγηση.
Η αληθινή εξομολόγηση εισάγει εις την ελευθερία, εκεί όπου υπάρχει η παρουσία του Θεού.
Αν μαζέψουμε όλες τις αμαρτίες όλου του κόσμου και τις βάλουμε στη μια μεριά μιας ζυγαριάς, κι από την άλλη μεριά βάλουμε την αγάπη του Θεού, η ζυγαριά θα γείρει προς τη μεριά του Θεού, διότι η αγάπη του Θεού είναι πιο βαρειά και από όλες μαζί τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων.
Δεν υπάρχει καμμία αμαρτία που να μην την συγχωρεί ο Θεός, εκτός από μία: να μη θέλει ο άνθρωπος να μετανοεί. Και πάλι, όσο ο άνθρωπος δεν μετανοεί, παραμένει ασυγχώρητος.
Και συνεχίζει παρακάτω ο Άγιος:
«Μετάνοια σημαίνει ανανέωσις του Βαπτίσματος.
Μετάνοια σημαίνει συμφωνία με τον Θεόν για νέα ζωή. Μετανοών σημαίνει αγοραστής της ταπεινώσεως.
Μετάνοια σημαίνει μόνιμος αποκλεισμός κάθε σωματικής παρηγοριάς.
Μετάνοια σημαίνει σκέψις αυτοκατακρίσεως· αμεριμνησία για όλα τα άλλα και μέριμνα για την σωτηρία του εαυτού μας.
Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα της ελπίδος και αποκήρυξις της απελπισίας.
Μετανοών σημαίνει κατάδικος απηλλαγμένος από αισχύνη.
Μετάνοια σημαίνει συμφιλίωσις με τον Κύριον, με έργα αρετής αντίθετα προς τα παραπτώματά μας.
Μετάνοια σημαίνει καθαρισμός της συνειδήσεως.
Μετάνοια σημαίνει θεληματική υπομονή όλων των θλιβερών πραγμάτων.
Μετανοών σημαίνει επινοητής τιμωριών του εαυτού του.
Μετάνοια σημαίνει υπερβολική ταλαιπωρία της κοιλίας με τη νηστεία.
Όπου εμφανισθεί το Πνεύμα του Κυρίου, ο δεσμός για τις αμαρτίες ελύθηκε.
Όπου εμφανισθεί απέραντη ταπείνωση, ο δεσμός για τις αμαρτίες ελύθηκε.
Όποιος θρηνεί τον εαυτό του, δεν βλέπει τον θρήνο η την πτώση η την επίπληξη του άλλου.
Απόδειξις ότι έσβησε ο Θεός το χρέος των αμαρτιών μας, είναι το να θεωρούμε πάντοτε χρεώστη τον εαυτό μας.
Σημείο της πραγματικής και επιμελούς μετανοίας είναι το να θεωρούμε τον εαυτό μας άξιο για όλες τις θλίψεις που μας συμβαίνουν _τις ορατές (που προέρχονται από τα πράγματα και από τους ανθρώπους) και τις αόρατες (που προέρχονται από τους δαίμονες)».
Και συνεχίζει ο Άγιος:
«Φως μεν μοναχοίς, άγγελοι· φως δε πάντων ανθρώπων, μοναδική πολιτεία». Φως για τους μοναχούς είναι οι άγγελοι και φως όλων των ανθρώπων η ζωή των μοναχών.
«Μερικοί κοσμικοί που ζούσαν αμελώς με ερώτησαν: “Πως μπορούμε εμείς που ζούμε με συζύγους και είμαστε περικυκλωμένοι με τόσες κοινωνικές υποχρεώσεις ν  ἀκολουθήσουμε την μοναχική ζωή;”.
Και τους απήντησα: “ Όσα καλά μπορείτε, να τα κάνετε· κανένα να μην περιγελάσετε, κανένα να μην κλέψετε, σε κανένα να μην ειπήτε ψέματα, κανένα να μην περιφρονήσετε, κανένα να μη μισήσετε. Να μην παραλείπετε τον εκκλησιασμό, να δείχνετε συμπόνια στους πτωχούς, κανένα να μην σκανδαλίσετε. Σε ξένο πράγμα και σε ξένη γυναίκα να μην πλησιάσετε. Αρκεσθείτε στην ιδική σας γυναίκα. Εάν έτσι ζείτε ου μακράν εστέ της βασιλείας των ουρανών, την οποία εύχομαι σε όλους μας. Αμήν.
Καλή Ανάσταση!
Ανάσταση του Χριστού με ένα αληθινό «Αληθώς Ανέστη» στην ζωή μας, μέσα στην καρδιά μας. Αμήν.

Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

Ερμηνεία του Αποστολικού Αναγνώσματος του Ψυχοσαββάτου κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη



ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ  ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΥ (Α΄ ΘΕΣ. 4, 13-18) ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ

Ἐν Πειραιεῖ 21-2-2014
πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Ν. Καλλιπόλεως Πειραιῶς

Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, ποῦ ἐμμελῶς ἐπαγγέλλεται στή Θεία Λειτουργία τοῦ Ψυχοσαββάτου, προέρχεται ἀπό τήν A΄ Θεσ. ἐπιστολή τοῦ Ἄπ. Παύλου καί συγκεκριμένα ἀπό τό Δ΄ κεφ. καί περιλαμβάνει τούς στίχους 13 ἕως 17. Ἡ περικοπή αὐτή κάνει λόγο περί τῶν κεκοιμημένων καί περί ἀναστάσεως. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας καθόρισε νά ἀναγινώσκεται σέ κάθε ἐξόδιο ἀκολουθία, ὅπως ἐπίσης καί στά δύο ψυχοσάββατα, τό Σάββατο πρό τῶν Ἀπόκρεω καί τό Σάββατο πρό τῆς Πεντηκοστῆς.
Θά προσπαθήσουμε, λοιπόν, νά ἀναλύσουμε αὐτούς τούς πέντε στίχους μέ τήν βοήθεια ἑνός ἀπό τούς ἀρίστους ἑρμηνευτές τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἄπ. Παύλου, τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
Ὁ πρῶτος στίχος λέει : «οὐ θέλομεν δέ ὑμᾶς ἁγνοεῖν, ἀδελφοί, περί τῶν κεκοιμημένων».
Ἐδῶ ὁ θεῖος Ἀπόστολος ξεκινᾶ τόν περί ἀναστάσεως λόγο, διότι, ἄν καί πρότερον εἶχε μιλήσει στούς Θεσσαλονικεῖς γι’ αὐτόν, τώρα, ὅμως, φανερώνει καί ξεσκεπάζει σ’ αὐτούς ἕνα μυστηριῶδες νόημα περί τῆς ἀναστάσεως. Διότι, οἱ Θεσσαλονικεῖς, ἄν καί εἶχαν ὅλη τήν γνώση περί ἀναστάσεως, ἐντούτοις θρηνοῦσαν ὑπέρ τό πρέπον τούς κεκοιμημένους καί ἀποθανόντας ἀδελφούς. Γι’ αὐτό τώρα ὁ Ἄπ. Παῦλος διορθώνει αὐτό τό σφάλμα. Ἐπειδή πολλά πράγματα, ὅταν δέν τά ξέρουμε, μᾶς λυποῦν, ἀφοῦ, ὅμως, τά μάθουμε, ἐλευθερωνόμαστε ἀπό τήν λύπη τους, γι’ αὐτό ὁ Ἄπ. Παῦλος λέει ὅτι «δέν θέλω νά μήν ξέρετε, ἀδελφοί». Δέν εἶπε «περί τῶν ἀποθανόντων», ἀλλά «περί τῶν κεκοιμημένων», γιά νά δείξει ὅτι καί ἀπό αὐτό τό ὄνομα, πού λαμβάνουν οἱ ἐν Χριστῷ κοιμηθέντες, φανερώνουν ὅτι πρόκειται νά ἀναστηθοῦν˙ διότι, φυσικά, ὅποιος κοιμᾶται, αὐτός πρόκειται νά σηκωθεῖ.
Ἐν συνεχεία, ὁ δεύτερος στίχος λέει: «ἵνα μή λυπῆσθε, καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα».
Ἐκεῖνοι, λέει ὁ Ἄπ. Παῦλος, πρέπει νά λυποῦνται καί νά θρηνοῦν μέ ὑπερβολή τούς ἀποθανόντας, ὅσοι δέν ἔχουν ἐλπίδα. Τίνος πράγματος δέν ἔχουν ἐλπίδα; Τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Ποιοί δηλ. εἶναι αὐτοί; Οἱ ἄπιστοι καί οἱ ἀσεβεῖς. Καί ὄχι ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί, πού ἔχετε ἐλπίδα ὅτι πρόκειται νά ἀναστηθεῖτε μέ ἀφθαρσία καί δόξα.
Ἄς ἀκούσουμε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, μᾶς παροτρύνει ὁ ἅγιος Νικόδημος, αὐτά τά λόγια του Ἄπ. Παύλου καί ἄς τρομάξουμε, διότι κλαίοντας τούς ἐν Χριστῷ κοιμηθέντας ἀδελφούς μας, κατά μέν τόν ἱερό Χρυσόστομο, πικρῶς, κατά δέ τόν Θεοδώρητο, ἀμέτρως, γινόμαστε ὅμοιοι μέ τούς ἀσεβεῖς καί ἀπίστους, πού δέν ἔχουν ἐλπίδα ἀναστάσεως. Ρωτάει, λοιπόν, ὁ ἅγιος Νικόδημος τόν Ἄπ. Παῦλο : «Τί, λοιπόν, ὦ μακάριε Παῦλε; Γι’ αὐτό δέν θέλεις νά ἀγνοοῦν περί τῶν κεκοιμημένων οἱ Θεσσαλονικεῖς, μόνο γιά νά μή λυποῦνται; Καί πῶς δέν λές καλύτερα, ὅτι δέν θέλεις νά ἀγνοοῦν, γιά νά μήν κολαστοῦν, ἀλλά γιά νά μήν λυποῦνται»; Καί ἀποκρίνεται ὁ Ἄπ. Παῦλος : «Ναί, ἐγώ τούς λέω νά μήν λυποῦνται γιά τούς κεκοιμημένους, γιατί αὐτή ἡ λύπη ἡ ὑπερβάλλουσα προξενεῖ σ’ αὐτούς τήν κόλαση».