Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Κοινωνική διδασκαλία Μεγάλου Βασιλείου





Μεγάλου Βασιλείου
Κοινωνική διδασκαλία Ελλήνων Πατέρων , εκδ . Αποστολικής Διακονίας,
Αθήνα 1998, σελ. 425-431 Μτφρ . Χρ. Σ. Γαρνάβου
και Δημ . Στ. Αθανασόπουλου, επιμέλεια Ν. Θ. Μπουγάτσου


425. Η καλοφαγία είναι το πάθος του άφρονος πλουσίου

Και μου φαίνεται ότι το πάθος μοιάζει με το πάθος της ψυχής των καλοφαγάδων· αυτοί προτιμούν να πεθάνουν από τη λαιμαργία τους, παρά να δώσουν στους φτωχούς τα υπολείμματα των φαγητών τους. ’νθρωπε, άκου αυτόν που έδωσε. Σκέψου τον εαυτό σου, ποιός είσαι, τι οικονομείς , από ποιόν πήρες, γιατί έχεις τα πολλά. Έχεις γίνει υπηρέτης του καλού Θεού, οικονόμος των ομοδούλων · μη νομίζεις ότι όλα έχουν δημιουργηθεί για την κοιλιά σου. Να σκέπτεσαι ότι αυτά, που έχεις στα χέρια σου είναι ξένα· σε ευχαριστούν για μικρό χρόνο, έπειτα διαρρέουν σε άλλα χέρια, όπως το απαιτεί με ακρίβεια ο λόγος. Εσύ όμως όλα τα έχεις κλειδαμπαρωμένα· και τα έχεις σφραγίσει, κι επαγρυπνείς και έχεις τον εαυτό σου ως άφρονα σύμβουλο. Τι να κάνω; Εύκολη ήταν η απάντηση, δηλαδή να γεμίσω τις ψυχές αυτών που πεινούν, να ανοίξω τις αποθήκες, και να καλέσω όλους τους φτωχούς. Να μιμηθώ τον Ιωσήφ στο κήρυγμα της φιλανθρωπίας· να φωνάξω μεγαλόψυχα· όσοι στερείσθε το ψωμί ελάτε προς εμένα (Γεν. μζ΄ 11 εξ.), καθώς όλοι μπορούν να γίνουν συμμέτοχοι της θείας Χάριτος, καθώς όλα προέρχονται από κοινές πηγές. Αλλά δεν είσαι τέτοιος εσύ· από πού ήλθες; Εσύ που ευχαριστείσαι με τις διάφορες απολαύσεις, εις βάρος των ανθρώπων, έχεις πονηρές σκέψεις στην ψυχή σου, φροντίζεις να μην μεταδώσεις στον καθένα που έχει ανάγκη, και να κρατήσεις τα πάντα, στερώντας κάθε ωφέλεια στους συνανθρώπους σου ( Λουκ . ιβ΄ 20).

Εγώ ειμί ο Ών

Το Τετραγράμματο στα Φοινικικά, Αραμαϊκά και Εβραϊκά

Με τη λέξη Γιαχβέ (ή και Ιεχωβά σε κάποιες περιπτώσεις), αναφερόμαστε στο Θείο Όνομα το λεγόμενο και Τετραγράμματο, που χρησιμοποιείται στην εβραϊκή Βίβλο περίπου 6.823 φορές, και αποκαλύφθηκε από τον Θεό στο Μωϋσή, κατά την ίδρυση των νέων σχέσεων του με τον λαό Ισραήλ, στη διαθήκη του Σινά[1].

Σύμφωνα με τους Πατέρες, στο συμβάν της βιβλικής διήγησης όπου το όνομα αυτό απεκάλυψε ο ίδιος ο Θεός, ο Τριαδικός Θεός[2] στον Μωϋσή κατά τη θεοφάνεια της φλεγόμενης βάτου[3], μιλά η μία εκ των τριών υποστάσεων[4], ο Υιός[5], ο άσαρκος Χριστός ή αλλιώς ο Γιαχβέ-Λόγος[6] και συντελείται μία εκ "των αποκαλύψεων του Θεού, διά του Λόγου εν Αγίω Πνεύματι"[7] καθώς, για την Ορθόδοξη Εκκλησία, "όταν ο Λόγος αποκαλύπτει τον Πατέρα, αποκαλύπτει κατ' ανάγκην την Τριάδα· και όταν αποκαλύπτει την Τριάδα, αποκαλύπτει τον Πατέρα"[8]. Κατά συνέπεια, "το όνομα Γιαχβέ οιονεί αναλύεται εις το "Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα". Ούτω Γιαχβέ ο Πατήρ, Γιαχβέ ο Υιός, Γιαχβέ το Άγιον Πνεύμα. Πλην δεν υπάρχουν τρεις Γιαχβέ, αλλ' εις Γιαχβέ (Δευτ. 6: 4), διότι υπάρχει μία θεία ουσία. Επειδή δε έκαστον των τριών προσώπων έχει όλόκληρον την θείαν ουσίαν...δυνάμεθα να λέγωμεν, ου μόνον ότι ο Υιός είνε Γιαχβέ, αλλά και ότι είνε ο Γιαχβέ (ενάρθρως), ο όλος δηλαδή θεός"[9].

Επιστολή Βαρνάβα



(Αρ­χαί­ο Κεί­με­νο)



    Χαί­ρε­τε, μέ­σα σε ει­ρή­νη, υι­οί και θυ­γα­τέ­ρες, εν ο­νο­μα­τι του Κυ­ρί­ου που μας  α­γά­πη­σε. Με­γά­λες και  πλού­σι­ες εί­ναι οι δω­ρε­ές του Θε­ού σε σας και ξε­χει­λί­ζω α­πό ευ­φρο­σύ­νη α­πε­ρί­γρα­πτη για  τη μα­κα­ρί­α και έν­δο­ξη σας κα­τά­στα­σι. Δι­ό­τι εί­σθε δο­χεί­α της πνευ­μα­τι­κής χά­ρι­τος. Και νοι­ώ­θω με­γά­λη χα­ρά για τον ε­αυ­τό μου ελ­πί­ζον­τας να σω­θώ, δι­ό­τι βλέ­πω α­λη­θι­νά α­πό την α­στεί­ρευ­τη πη­γή, τον Κύ­ριο, να εί­στε πο­τι­σμέ­νοι με   το Πνεύ­μα. Το να σας σκέ­πτο­μαι και να σας πο­θώ εί­ναι η με­γά­λη μου συγ­κί­νη­σις. Θέ­λω, λοι­πόν, να σας  μι­λή­σω α­πό τα πολ­λά που γνω­ρί­ζω, έ­χον­τας συ­νο­δευ­θή στο δρό­μο της δι­και­ο­σύ­νης α­πό τον Κύ­ριο, σπρωγ­μέ­νος α­πό την α­κα­τα­νί­κη­τη α­γά­πη μου σε σας, που σας έ­χω πά­νω α­πό τη ζω­ή μου, δι­ό­τι με­γά­λη πί­στις και α­γά­πη κα­τοι­κούν α­νά­με­σα σας  ε­π’ ελ­πί­δι ζω­ής του Θε­ού. Σκέ­φθη­κα, λοι­πόν, ό­τι αν γνοια­στώ να σας
με­τα­δώ­σω έ­να μέ­ρος ά­π' ό­σα έ­λα­βα,  θα εί­ναι αυ­τό αι­τί­α να πά­ρω μι­σθο, δι­ό­τι θα έ­χω υ­πη­ρε­τή­σει τέ­τοι­ες ψυ­χές, Κι  έ­τσι βι­ά­σθη­κα να σας  γρά­ψω αυ­τή τη  σύν­το­μη ε­πι­στο­λή, για να  έ­χε­τε μα­ζί με την πί­στι και τη  γνώ­σι τε­λεί­α. Τρί­α, λοι­πόν, εί­ναι τα  δόγ­μα­τα του Κυ­ρί­ου.  Ζω­ής ελ­πίς αρ­χή και τέ­λος της πί­στε­ως μας και η δι­και­ο­σύ­νη της κρί­σε­ως αρ­χή και τέ­λoς και η α­γά­πη α­πό­δει­ξις των  έρ­γων της  δι­και­ο­σύ­νης μέ­σα σε ευ­φρο­σύ­νη και α­γαλ­λί­α­σι.   '­Ο Δε­σπό­της μας γνώ­ρι­σε διά των προ­φη­τών τα πε­ρα­σμέ­να και τα τω­ρι­νά και των  μελ­λόν­των μας έ­δω­σε την πρό­γευ­σι.  Και βλέ­πον­τας κα­θέ­να ά­π’ αυ­τά να πραγ­μα­το­ποι­ή­ται, σύμ­φω­να με τον λό­γο του, πρέ­πει πλου­σι­ώ­τε­ρα και με­γα­λο­πρε­πέ­στε­ρα να τον υ­πη­ρε­τού­με με φό­βο. "Ο­σο για μέ­να ό­χι ως δι­δά­σκα­λος, αλ­λά σαν έ­νας α­πό σας θα σας  δεί­ξω το νό­η­μα με­ρι­κών α­πό αυ­τά, για να ευ­φραν­θή­τε σή­με­ρα. Οι μέ­ρες εί­ναι πο­νη­ρές και ο σα­τα­νάς έ­χει ε­ξου­σί­α α­κό­μη. Πρέ­πει, λοι­πόν με  προ­σο­χή να α­νι­χνεύ­ου­με τα  θε­λή­μα­τα του Κυ­ρί­ου. Της πί­στε­ως μας  βο­η­θοί εί­ναι ο φό­βος και  η υ­πο­μο­νή και σύμ­μα­χοί μας η μα­κρο­θυ­μί­α και η εγ­κρά­τεια.   "Ο­ταν αυ­τά υ­πάρ­χουν στην θε­ο­χά­ρα­κτη ζω­ή μας  με κά­θε. α­γνό­τη­τα, ευ­φρό­συ­να συμ­πλη­ρώ­μα­τα τους έ­χουν τη σο­φί­α, τη σύ­νε­σι, την ε­πι­στή­μη, τη γνώ­σι. Δι­ό­τι μας  έ­χει φα­νε­ρω­θή ά­π' ό­λους τους προ­φή­τες ούτε θυ­σί­ες ού­τε ο­λο­καυ­τώ­μα­τα ού­τε προ­σφο­ρές έ­χει α­νάγ­κη ο Κύ­ριος. «Τι μοι πλή­θος των  θυ­σι­ών υ­μών;  λέ­γει Κύ­ριος. Πλή­ρης ει­μί ο­λο­καυ­τω­μά­των,  και   στέ­αρ αρ­νών και  αί­μα ταύ­ρων και  τρά­γων ου   βού­λο­μαι, ου­δ' αν έρ­χη­σθε ο­φθή­ναί μοι. Τις γαρ ε­ξε­ζή­τη­σε ταύ­τα εκ των  χει­ρών υ­μών;  πα­τείν μου την  αυ­λή ου προ­σθή­σε­σθε.  Ε­άν φέ­ρη­τε σε­μί­δα­λιν,  μά­ται­ον· θυ­μί­α­μα βδέ­λυγ­μά μοι  ε­στίν·  Τας  νε­ο­μη­νί­ας υ­μών και   τα σάβ­βα­τα ουκ α­νέ­χο­μαι.« Αυ­τά, λοι­πόν, τα κα­τήρ­γη­σε, για να μην έ­χη ιην προ­σφο­ρά αν­θρω­πο­κά­μω­τη ο  και­νούρ­γιος νό­μος του Κυ­ρί­ου η­μών Ι­η­σού Χρι­στού, που εί­ναι χω­ρίς ζυ­γό α­νάγ­κης.  Και λέ­γει πά­λι στους Ι­ου­δαί­ους. «Μη ε­γώ έ­νε­τει­λά­μην τοις  πα­τρά­σιν υ­μών εκπκο­ρευ­ο­μέ­νοις εκ  γης   Αι­γύ­πτου,  προ­σε­νέγ­και μοι   ο­λο­καυ­τώ­μα­τα και  θυ­σί­ας; Αλ­λ' η τού­το ε­νε­τει­λά­μην αυ­το­ίς·   έ­κα­στος υ­μών κα­τά του πλη­σί­ον εν τη  καρ­δί­α ε­αυ­το­ύ κα­κί­αν μη μνη­σι­κα­κεί­τω,  και όρ­κο ψευ­δή μη  α­γα­πά­τε.»  Ι­Ι­ρέ­πει,  λοι­πόν, να αι­σθα­νό­μα­στε, χω­ρίς να  εί­μα­στε α­σύ­νε­τοι, την α­γα­θή δι­ά­θε­σι του πα­τέ­ρα μας, που θέ­λει να  μη  του συμ­πε­ρι­φε­ρό­μα­στε πλα­νε­μέ­να ό­πως ε­κεί­νοι. Μας λέ­γει, λοι­πόν, τα ε­ξής: «  Θυ­σί­α τω  Κυ­ρί­ω καρ­δί­α συν­τε­τριμ­μέ­νη,   ο­σμή ευ­ω­δί­ας τω Κυ­ρί­ω καρ­δί­α δο­ξά­ζου­σα τον   πε­πλα­κό­τα αυ­τήν.»  Έ­τσι ας μα­θαί­νου­με με α­κρί­βεια, α­δελ­φοί, τα κα­θέ­κα­στα της  σω­τη­ρί­ας μας, για να  μη  μας πιά­ση με το  κρυ­φό σχοι­νί της  πλά­νης ο πο­νη­ρός και  μας  εκ­σφεν­δο­νί­ση μα­κριά α­πό τη ζω­ή του Θε­ού.  Ό­θεν πρέ­πει να ε­ρευ­νού­με τη θρη­σκεί­α μας με  με­γά­λη δί­ψα για να βρί­σκου­με ό­λα ε­κεί­να που  θ’  α­παρ­τί­σουν τη σω­τη­ρί­α μας. Ας ξε­κό­ψου­με,  λοι­πόν, τε­λεί­ως α­πό ό­λα τα έρ­γα της α­νο­μί­ας για να μη  μας  κα­τα­πλα­κώ­σουν αυ­τά τα έρ­γα. Κι  ας  μι­σή­σου­με την πλά­νη του πα­ρόν­τος αι­ώ­νος, για να γί­νου­με οι α­γα­πη­τοί του  μέλ­λον­τος. Ας μη δί­νου­με στην ψυ­χή μας  χα­λα­ρό­τη­τα κι  έ­τσι να τρα­βι­έ­ται στους δρό­μους των α­μαρ­τω­λών και  των πο­νη­ρών, για να μη γί­νου­με ό­μοι­οί τους. Το τέ­λει­ο σκάν­δα­λο έ­φθα­σε, για το  ο­ποί­ο εί­ναι γραμ­μέ­νο, ό­πως λέ­γει ο  Ε­νώχ.  Γι' αυ­τό κι  ο  Δε­σπό­της πε­ρί­κο­ψε τους και­ρο­ύς και τις μέ­ρες,  για  να φθά­ση γρή­γο­ρα ο α­γα­πη­μέ­νος του και να λά­βη την  κλη­ρο­νο­μιά του.  '­Έ­τσι το λέ­γει ο προ­φή­της· « Βα­σι­λεί­αι δέ­κα ε­πί της γης βα­σι­λεύ­σου­σιν,  και  ε­ξα­να­στή­σε­ται ό­πι­σθεν μι­κρός βα­σι­λεύς ος τα­πει­νώσει τρεις  υ­φ' εν των βα­σι­λέ­ων.» Για  το ί­διο ζή­τη­μα λέ­γει και ο  Δα­νι­ήλ·  «Και εί­δον το  τέ­ταρ­τον θη­ρί­ον το  πο­νη­ρόν και  ι­σχυ­ρόν και  χα­λε­πώ­τε­ρον πα­ρά πάν­τα τα θη­ρί­α της  θα­λάσ­σης,  και ως  εξ  αυ­τού α­νέ­τει­λεν δέ­κα κέ­ρα­τα,  και  εξ  αυ­τών μι­κρόν κέ­ρας πα­ρα­φυά­διον, και ως ε­τα­πεί­νω­σεν ύ­φ' εν  τρί­α των  με­γά­λων κε­ρά­των.» Πρέ­πει αυ­τά να  τα νοι­ώ­θε­τε.  Α­κό­μα και για το ε­ξής σας πα­ρα­κα­λώ, σαν α­δελ­φός σας, α­γα­πών­τας σας τον κα­θέ­να και ό­λους πά­νω α­πό τη ζω­ή μου, να προ­σέ­χε­τε τώ­ρα και να μη γί­νε­στε ό­μοι­οι με κά­ποι­ους που θέ­λουν να σας  ε­πι­σω­ρεύ­σουν α­μαρ­τί­ες, δι­δά­σκον­τας ό­τι η δι­α­θή­κη εί­ναι των I­ου­δαί­ων και ό­χι δι­κή μας. Εί­ναι μό­νο δι­κή μας. Δι­ό­τι ε­κεί­νοι την έ­χα­σαν μό­λις την  εί­χε πά­ρει ο Μω­ϋ­σης. Λέ­γει η Γρα­φή. «Και  ην  Μω­ϋ­σης εν   τω ό­ρει νη­στεύ­ων η­μέ­ρας τεσ­σα­ρά­κον­τα και  νύ­κτας τεσ­σα­ρά­κον­τα και   έ­λα­βε την  δι­α­θή­κην α­πό του Κυ­ρί­ου,  πλά­κας λι­θί­νας γε­γραμ­μέ­νας τω δα­κτύ­λω της χει­ρος του  Κυ­ρί­ου.» Αλ­λά σαν γύ­ρι­σαν στη λα­τρεί­α των  ει­δώ­λων, την έ­χα­σαν.  Δι­ό­τι μί­λη­σε ο  Κύ­ριος έ­τσι «Μω­ϋ­σή,  Μω­ϋ­σή,  κα­τά­βη­θι το  τά­χος,  ό­τι η­νο­μη­σεν ο λα­ός σου, ους ε­ξή­γα­γες εκ  γης Αι­γύ­πτου.»  Και κα­τά­λα­βε ο Μω­ϋ­σης κι έρ­ρι­ξε κα­τά γης τις δύ­ο πλά­κες· κι έ­γι­νε συν­τρίμ­μια η δι­α­θή­κη τους, για να  σφρα­γι­σθή ά­σβυ­στη στον αι­ώ­να η δι­ά­θή­κη του α­γα­πη­μέ­νου Ί­η­σού στην καρ­διά μας μέ­σα στην ελ­πί­δα της πί­στε­ως του. Θέ­λω πολ­λά να  σας γρά­ψω,  ό­χι ως δι­δά­σκα­λος, αλ­λά α­πό χρέ­ος α­γά­πης, για  να  μην εί­σθε ελ­λι­πείς ως προς το πε­ρι­ε­χο­με­νο της  πί­στε­ως μας.  Γι' αυ­τό σας έ­στει­λα το πα­ρον γράμ­μα, ε­γώ το κα­τά­κά­θι σας.  '­Ας α­γρυ­πνού­με στις έ­σχα­τες μέ­ρες. Δι­ό­τι σε τί­πο­τε δεν θα μας ω­φε­λή­ση ο­λό­κλη­ρος ο χρό­νος της  ζω­ής και της πί­στε­ως μας, αν  δεν αν­τι­στα­θού­με κα­θώς ται­ριά­ζει σε υι­ούς του Θε­ού στον  τω­ρι­νό και­ρό της α­νο­μί­ας και τα μέλ­λον­τα σκάν­δα­λα.  Για να μη πε­τύ­χη, Λοι­πόν,  καμ­μιά κρυ­φή εισ­δύ­σι ο  σκο­τει­νος,  ας ξε­φύ­γου­με α­πό κά­θε μα­ται­ό­τη­τα, ας  μι­σή­σου­με τε­λεί­ως τα  έρ­γα της  πο­νη­ράς ο­δού.

6. «Και ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθεζόμενον εκ δεξιών τού Πατρός».



ΑΡΘΡΟΝ ΕΚΤΟΝ

«Και ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθεζόμενον εκ δεξιών τού Πατρός».


Μετά την Ανάστασή του ο Σωτήρ δεν εγκατέλειψε τους μαθητές. Επί σαράντα μέρες εμφανιζόταν σ’ αυτούς, συζητώντας μαζί τους περί της βασιλείας τού Θεού και συνιστώντας να μην απομακρύνονται από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένουν την κάθοδον τού αγίου Πνεύματος, στο οποίο θα παρέδιδε τη σκυτάλη τού λυτρωτικού έργου του, για να το καταξιώσει και να το κάνει προσωπικά οικείο στο λυτρωμένο σώμα της Εκκλησίας του. Περί τού περιεχομένου όμως των συζητήσεων αυτών δεν μας ομιλεί η Γραφή. Είναι φυσικό να υποθέσουμε, ότι σε μία τόσο καινούργια σχέση ο αναστάς Κύριος θα προετοίμαζε τους μαθητές για το δύσκολο αποστολικό έργο, στο οποίο σε λίγο θα ανοίγονταν με τη χάρη τού αγίου Πνεύματος, ως θεμέλιοι λίθοι της Εκκλησίας και στυλοβάτες της βασιλείας τού Θεού επί της γης. Ίσως τους δίδαξε και ορισμένες άλλες αλήθειες που δεν καταγράφτηκαν στη Γραφή, αλλά πέρασαν στη ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας.

Ο Χριστός όμως δεν έμελλε να παραμείνει παντοτινά στη γη. Η ιστορική ζωή έχει καθορισμένα τα όριά της. Το πεπερασμένο και έγχρονο είναι προσωρινό, δεν μπορεί να διαιωνίζεται. Το ίδιο συνέβη και με τον Ιησού, ο οποίος έζησε, όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι, την ιστορική του στιγμή. Η ζωή του στη γη είχε και αρχή και τέλος χρονικό. Όταν τελείωσε την αποστολή του, δεν υπήρχε πιά λόγος να παρατείνει την παρουσία του στον κόσμο. Έπρεπε να φύγει, να γυρίσει πίσω. Να επιστρέψει εκεί όπου από την αρχή ήταν ως Λόγος τού Θεού, στους άφθιτους κόλπους τού Πατρός.
Αυτό έγινε την τεσσαρακοστή ημέρα από την Ανάστασή του. Το ιερό βιβλίο των Πράξεων μας διέσωσε το τρυφερό γεγονός τού αποχωρισμού. Οι μαθητές ήσαν μαζεμένοι στο όρος των Ελαιών. Μαζί τους ήταν και ο Διδάσκαλος. Σε ιδιάζουσα δε κατάσταση διατελούντες, τον ρωτούσαν· «Κύριε, ει εν τώ χρόνω τούτω αποκαθιστανεις την βασιλείαν τώ Ισραήλ;». Εκείνος αντί άλλης απαντήσεως τους είπε, ότι δεν είναι δουλειά τους να γνωρίζουν τους χρόνους και τους καιρούς, τους οποίους έχει ορίσει ο Πατήρ για την εκπλήρωση τόσο σημαντικών γεγονότων· αλλά πρέπει να έχουν στραμμένο το βλέμμα τους στη δύναμη που επρόκειτο σύντομα να λάβουν από την κάθοδο σ αυτούς τού παναγίου Πνεύματος, ο φωτισμός τού οποίου θα τους ανεδείκνυε μάρτυρες τού λυτρωτικού έργου του, τόσο στην Ιερουσαλήμ
όσο και στην Ιουδαία και τη Σαμάρεια και ως το τελευταίο σημείο της γης. Και όταν είπε τα λόγια αυτά, οι μαθητές τον είδαν ν’ ανυψώνεται, ενώ νεφέλη τον εσκέπασε από τα μάτια τους. Και ενώ τον κοίταζαν να πορεύεται στον ουρανό, δύο άνδρες (άγγελοι) λευκοντυμένοι, τους είπαν· «άνδρες Γαλιλαίοι, γιατί στέκεστε κοιτάζοντας τον ουρανόν; Ο Ιησούς, τον οποίον βλέπετε ν αναλαμβάνεται από κοντά σας στον ουρανόν, ο ίδιος θα επιστρέψει και πάλι στη γη κατά τον ίδιο τρόπο που τον βλέπετε τώρα να πορεύεται προς τον ουράνιο Πατέρα του».

Ο Ορθόδοξος Δρόμος Κάλλιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας



Κάλλιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας

Ο Ορθόδοξος Δρόμος

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΔΕΙΚΤΕΣ ΣΤΗΝ ΟΔΟ



"Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή".
(Ιωαν. 14,6)

"Η Εκκλησία δεν μας δίνει ένα σύστημα, αλλά ένα κλειδί· δεν μας δίνει ένα σχέδιο της Πολιτείας του Θεού, αλλά το μέσο για να μπούμε σ' αυτήν. Ίσως κάποιος χάσει το δρόμο μου γιατί δεν έχει σχέδιο. Αλλά ό,τι δει, θα το δει δίχως μεσολαβητή, θα το δει άμεσα, θα είναι πραγματικό γι' αυτόν· ενώ αυτός που έχει μελετήσει μόνο το σχέδιο κινδυνεύει να μείνει απ' έξω και να μη βρει πράγματι τίποτα".
(π. Γεώργιος Florovsky)

Ένας από τους φημισμένους Πατέρες της Ερήμου στην Αίγυπτο του 4ου αι., ο αγ. Σεραπίων ο Σινδωνίτης, ταξίδευε μια φορά για προσκύνημα στη Ρώμη. Εκεί του είπαν για μια περίφημη έγκλειστη, μια γυναίκα που ζούσε πάντα σ' ένα μικρό δωμάτιο, χωρίς ποτέ να βγαίνει έξω. Δυσπιστώντας για τον τρόπο της ζωής της -γιατί ο ίδιος ήταν ένας μεγάλος περιπλανώμενος- ο Σεραπίων την επισκέφθηκε και τη ρώτησε: «Γιατί κάθεσαι εδώ;» κι εκείνη του απάντησε: «Δεν κάθομαι. Ταξιδεύω».

Δεν κάθομαι. Ταξιδεύω. Ο κάθε Χριστιανός θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτά τα λόγια για τον εαυτό του. Το να είσαι Χριστιανός σημαίνει να είσαι ταξιδιώτης. Η κατάστασή μας, λένε οι Έλληνες Πατέρες, είναι σαν κι' αυτή του Ισραηλιτικού λαού μέσα στην έρημο του Σινά. Ζούμε σε σκηνές, όχι σε σπίτια γιατί πνευματικά είμαστε πάντα σε κίνηση. Ταξιδεύουμε μέσω του εσωτερικού χώρου της καρδιάς, σ' ένα ταξίδι που δεν μετριέται με τις ώρες του ρολογιού μας ή με τις μέρες του ημερολογίου γιατί είναι ένα ταξίδι έξω απ' το χρόνο και μέσα στην αιωνιότητα.

Έν' από τ' αρχαιότερα ονόματα για τον Χριστιανισμό ήταν απλώς «η οδός». «Εγένετο δε κατά τον καιρόν εκείνον», λέγεται στις Πράξεις των Αποστόλων, «τάραχος ουκ ολίγος περί της οδού» (19,23)· ο Φήλιξ, ο Ρωμαίος κυβερνήτης της Καισάρειας, αναφέρεται «ακριβέστερον ειδώς τα περί της οδού» 24,22). Είναι μια ονομασία που δίνει έμφαση στον πρακτικό χαρακτήρα της Χριστιανικής πίστης. Ο Χριστιανισμός είναι κάτι περισσότερο από μια θεωρία για το σύμπαν, κάτι περισσότερο από διδασκαλίες γραμμένες στα χαρτιά· είναι ένα μονοπάτι που παίρνουμε ταξιδεύοντας -με τη βαθύτερη και ουσιαστικώτερη έννοια, η οδός της ζωής.

Ωριγένης ο πατέρας της Θεολογίας


Ο Ωριγένης υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Εκκλησιαστικούς Πατέρες και είναι γνωστός όχι τόσο για το κολοσσιαίο του έργο, όσο για τη διδασκαλία του για τη Μετενσάρκωση ή προΰπαρξη των ψυχών.

Πληροφορίες για τον Ωριγένη αντλούμε από τον Ευσέβιο Καισαρείας (265-340 μ.Χ), τον Γρηγόριο τον θαυματουργό (213-270 μ.Χ.) που ήταν και μαθητής του για πέντε χρόνια (233-238 μ.Χ), καθώς και από τα συγγράμματα του ιδίου.

Βιογραφικά στοιχεία

Ο Ωριγένης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια γύρω στο 185 μ.Χ, πρώτο από επτά παιδιά Ελλήνων Χριστιανών γονέων, και πέθανε στην Τύρο περίπου το 254 μ.Χ. Τα πρώτα εγκύκλια μαθήματα και την Αγία Γραφή, διδάχθηκε από τον πατέρα του Λεωνίδη και στη συνέχεια μαθήτευσε στην Κατηχητική Σχολή κοντά στον Πάνταινο ( -200) και τον Κλήμη (150-215). Κατά τον διωγμό του Σεπτίμιου Σεβήρου το 202, συνελήφθη ο πατέρας του, φυλακίστηκε, μαρτύρησε και δημεύτηκε η περιουσία του. Ενώ ο πατέρας του εκρατείτο στη φυλακή, ήθελε να συμμεριστεί την τύχη του και γι αυτό η μητέρα του έκρυψε το μοναδικό του ρούχο. Τότε του έστειλε ενθαρρυντική επιστολή εξορκίζοντάς τον να προτιμήσει τον μαρτυρικό θάνατο παρά να αρνηθεί τον Χριστό, επισημαίνοντάς του "πρόσεξε μην αλλάξεις γνώμη για χάρη μας".

Τη δεινή οικονομική κατάσταση της οικογένειας μετά τον θάνατο του πατέρα του, αντιμετώπισε ο Ωριγένης σαν οικογενειάρχης πλέον, με τη βοήθεια πλούσιας και ευγενικής κυρίας που τον θαύμαζε για τα χαρίσματά του και επίσης διδάσκοντας Αγία Γραφή, γραμματική και ρητορική, διότι είχε κλείσει εν τω μεταξύ η Σχολή λόγω των διωγμών. Όσοι από τους μαθητές του συνελήφθηκαν και μαρτύρησαν, τους συνόδευε και τους στήριζε ψυχικά στο μαρτύριό τους.

Λόγω των διωγμών ο διδάσκαλος και διευθυντής της Κατηχητικής Σχολής Κλήμης, αναγκάστηκε να φύγει από την Αλεξάνδρεια στην Καισάρεια Παλαιστίνης και με τη λήξη των διωγμών τη θέση του κλήθηκε, από τον επίσκοπο Δημήτριο (189-232), να αναλάβει ο δεκαοκταετής τότε αλλά αριστούχος μαθητής Ωριγένης. Στη θέση αυτή παρέμεινε για περίπου τριάντα χρόνια (203-232). Υπήρξε ο εξοχώτερος από κάθε άποψη των προκατόχων του Πάνταινου και Κλήμη, ο μέγιστος των χριστιανών θεολόγων, ιδρυτής και πατέρας της θεολογικής επιστήμης και προπάντων της δογματικής και παραμένει ο θρύλος και το φως του χριστιανισμού μετά τον Παύλο (10-67). Εικοσιπέντε χρονών μαθήτευσε κοντά στον Αμμώνιο Σακκά (175-242) που ήταν ο ιδρυτής της Νέας Πλατωνιάδος, της εκλεκτικής φιλοσοφικής σχολής, προκειμένου να σπουδάσει κλασσική φιλοσοφία. Συμμαθητές του είχε τον Πλωτίνο (203-269), τον Λογγίνο (213-273) και τον Ηρακλά ( -248), ενώ παράλληλα σπούδαζε την Εβραϊκή γλώσσα.

Απέκτησε μέγιστη φήμη και προσέλκυε κοντά του πλήθος μαθητών, όχι μόνο Χριστιανούς αλλά και Εθνικούς και Ιουδαίους, πολλοί από τους οποίους ελκυόμενοι από τη σοφία και την αρετή του γίνονταν χριστιανοί. Όπως αναφέρει ο Ευσέβιος, "οίον τε τον λόγον τοιόνδε τον τρόπον και οίον τον τρόπον τοιόνδε και τον λόγον επεδείκνυτο". Δεν ήθελε αμοιβή από τους μαθητές του και για να καλύψει τις βιοτικές του ανάγκες αντέγραφε αρχαίους συγγραφείς αμειβόμενος με τέσσερεις οβολούς ημερησίως, εσιτίζετο μόνο για επιβίωση, κοιμόταν στο έδαφος και κυκλοφορούσε ξυπόλυτος και πολύ απλά ντυμένος. Παρόλο που έβλεπε κάποιο αλληγορικό νόημα πίσω από κάθε εδάφιο των Γραφών, εν τούτοις αφενός παίρνοντας κατά λέξη τα λόγια του Ιησού (Ματθ. 19,12) ότι, "υπάρχουν ευνούχοι που ευνουχίστηκαν προκειμένου να μπουν στη βασιλεία των ουρανών" και αφετέρου θέλοντας να είναι ηθικά άμεμπτος στους μαθητές του που ήταν και των δύο φύλων, προχώρησε στον αυτοευνουχισμό, πράξη για την οποία εκδήλωσε αργότερα τη λύπη του.

Ένεκα του πλήθους των μαθητών, αναγκάστηκε να χωρίσει τη σχολή σε δύο τάξεις, των αρχαρίων τη διδασκαλία των οποίων ανάθεσε στον Ηρακλά και των προχωρημένων που κράτησε ο ίδιος.

Επικοινωνία ζωντανών και νεκρών. Επαφές με την άλλη ζωή! (μέρος Β)

Τα Μνημόσυνα και η Θ. Λειτουργία ωφελούν τους νεκρούς

«Περιοριζόμαστε σ’ ένα τέτοιο γεγονός, που αναφέρει ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος:Σ’ ένα μοναστήρι ήταν ένας μοναχός, ονόματι Ιούστος, που έπασχε από τη νόσο της φιλαργυρίας. Αρρώστησε και απέθανε αμετανόητος. Ο ηγούμενος έδωσε εντολή να κάνουν για την ψυχή του, τριάντα συνεχείς Θ. Λειτουργίες. Όταν τελείωσαν οι Θ. Λειτουργίες, ο νεκρός φανερώθηκε μια νύχτα στον κατά σάρκα αδερφό του, ονόματι Καπιόσο.

- Πως είσαι εκεί που βρίσκεσαι; (τον ρώτησε ο Καπιόσος)
- Μέχρι τώρα ήμουν πολύ άσχημα. Τώρα όμως είμαι καλά.
Ο Καπιόσος πήγε στο μοναστήρι. Ανήγγειλε στους μοναχούς το όραμα που είδε. Μέτρησαν μια μια τις ημέρες και βρήκαν, πως την ημέρα που εμφανίσθηκε ο νεκρός, συμπληρώθηκαν οι τριάντα Θ. Λειτουργίες». (Ευεργετινός. Τομ. Β’, σελ. 109).


Οι ψυχές & η συγχώρεση μεταξύ μας

«Ένας μοναχός έφτιαξε αντικλείδι και με αυτό άνοιγε το κελί ενός Γέροντα και του έπαιρνε τα λίγα χρήματα που είχε. Το είδε ο γέροντας και έγραψε ένα σημείωμα, που έλεγε: «κύριε, αδελφέ μου, όποιος και αν είσαι, σε παρακαλώ, δείξε αγάπη και άφησε τα μισά χρήματα για τις ανάγκες μου». Χώρισε λοιπόν τα χρήματα σε δύο ίσα μέρη, κι έβαλε και το σημείωμα. Όμως, και πάλι ο κλέφτης πήρε όλα τα χρήματα, σκίζοντας το σημείωμα.

Μετά δύο χρόνια έρχεται στα πρόθυρα του θανάτου ο κλέφτης μοναχός, μα παιδευότανε και η ψυχή του δεν έβγαινε. Τότε κάλεσε τον Γέροντα και τού λέει:

- Συγχώρεσέ με και προσευχήσου για μένα, Γέροντα. Εγώ ήμουν που σου έκλεβα τα χρήματα. Και του λέει ο Γέροντας.

- Μα, γιατί ευλογημένε δεν το ‘λεγες νωρίτερα; Ωστόσο, προσευχήθηκε ο Γέροντας, κι έτσι ο μοναχός παρέδωσε το πνεύμα του» (Έρως Ερήμου, Μικρό Γεροντικό Δ Π.Β. Πάσχου, εκδ. Ακρίτας σελ. 64)

«Σε περιοχή της Ναυπακτίας Αιτωλ/νίας, ένα ανδρόγυνο, ο Κωνσταντίνος και η Παρασκευή, δεν ζούσε ειρηνικά. Η σύζυγος Παρασκευή απέθανε, χωρίς να συγχωρηθεί με το σύζυγο της. Οπότε φανερώνεται στο σύζυγο της και του λέει: « Δεν συγχωρηθήκαμε. Πήγαινε στον τάφο μου, και πες τρεις φορές: «Παρασκευή, σε συγχωρώ!» (αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, ο.π. σελ 136)

«Η κ. Χ. διηγήθηκε κάτι που συνέβη σε συγγενικό της περιβάλλον. Μια γυναίκα-θεία κατηγορούσε συνεχώς και με πάθος τις ανιψιές τις. Έτσι, μια απ’ αυτές, πάνω στην αγανάχτηση της, ξεστόμισε εις βάρος της θείας της κατάρα. «Να μην ξεψυχήσει (είπε), αν δεν την ποτίσω η ίδια νερό με τη χούφτα μου». Η θεία της έφτασε στη δύση του επίγειου βίου τη. Επί δεκαπέντε (!) ημέρες «χαροπάλευε», αλλά δεν ξεψυχούσε. Η ανιψιά (που είπε την κατάρα) κατάλαβε τι έφταιγε. Συγχώρεσε εκ βάθους την ετοιμοθάνατη, της έδωσε νερό με τη χούφτα της, και ευθύς ξεψύχησε εν ειρήνη!» (αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, Μετά θάνατον σελ. 51)

Πρόγνωση θανάτου προειδοποιήσεις & σημάδια

«Στην Καλαμάτα ένα ανδρόγυνο είχε ένα μικρό παιδί. Μαζί τους ζούσε και ο πατέρας τους. Πέθανε ο πατέρας τους. Οι γονείς έκρυψαν το παιδί τους, για να μην δει τον παππού νεκρό. Εγινε η κηδεία. Και ετάφη ο νεκρός. Το παιδί όμως αναζήτησε τον παππού. Και οι γονείς του για να το καθησυχάσουν, τού είπαν: «Πάει ταξίδι μακριά στην Αθήνα. Θα γυρίσει μετά από ένα εξάμηνο». Ο μικρός ησύχασε προς το παρόν. Αλλά ξαναρωτά: «Πού είναι ο παππούς;» Και έλαβε πάλι την ίδια απάντηση.

Το παιδί αρρώστησε. Και μάλιστα σοβαρά. Μεταφέρθηκε επειγόντως στο νοσοκομείο. Η κατάστασή του κρίσιμη. Και θυμάται τον… παππού! Ξαναρωτά για αυτόν. Και οι γονείς του απαντάνε: «Θα του γράψουμε να έρθει επειγόντως!» Αλλά έλαβαν την απάντηση έκπληξη: «Μην του γράφετε! Θα πάω εγώ να τον βρω!» Τάχασαν οι γονείς! Σαστισμένοι, τον ρωτάνε: «Πότε θα πας;». Και απάντησε ο μικρός: «Σήμερα έχουμε Δευτέρα. Και συνεχίζει: Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σαββάτο, Κυριακή ώρα 1.10 μ.μ. θα πάω να βρω τον παππού!» Πράγματι. Κυριακή ώρα 1.10 μ.μ. ξεψύχησε!... (αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, Το μεγάλο Σόκ! Σελ. 36-37))

«Στην κυρία Ο. από του Γκούτσε.

Προειδοποιήσεις για τον θάνατο κάποιου προσώπου αναμφισβήτητα υπάρχουν. Και μάλιστα είναι τόσο συχνές και πολυάριθμες που θα μπορούσαμε να τις εκλάβουμε ως κανόνα. Οπωσδήποτε θα έχετε ακούσει για το ότι ραγίζουν τα ποτήρια ή τα τζάμια του παράθυρου ή ότι η φωτογραφία κάποιου νεκρού συγγενή πέφτει σε άλλο σημείο. Και το δικό σας όνειρο για το θάνατο κάποιου πολύ σημαντικού προσώπου είναι ξεκάθαρη προειδοποίηση. Ανάψτε κερί και μοιράστε ελεημοσύνη για την ψυχή του». (αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,Δεν φτάνει μόνο η πίστη, σελ. 304)

Οι νεκροί νοιάζονται για τις ανάγκες μας…

«Έλεγε ο αββάς Σισώης: «όταν ήμουν σε σκήτη με το Μακάριο, ανεβήκαμε να θερίσουμε μαζί εφτά ονόματα, και να μια χήρα σταχομαζώχτρα πίσω μας έκλαιε ασταμάτητα. Φώναξε , ο γέρων τον κάτοχο του χωραφιού και του είπε: Τι έχει αυτή η ηλικιωμένη γυναίκα και όλο κλαίει; Του απαντά: Στον άνδρα της είχε εμπιστευτεί κάποιος ένα ποσό, αλλά πέθανε ξαφνικά και δεν είπε πού το είχε κρύψει. Θέλει, λοιπόν, τώρα ο κύριος του ποσού να πάρει αυτήν και τα παιδιά της και να τους κάμη δούλους του».

Του λέγει ο Γέρων: «Πες της να έλθει σε εμάς, εκεί όπου αναπαυόμαστε από το λιοπύρι. Και σαν ήλθε η γυναίκα, τής είπε ο γέρων: Γιατί κλαίς έτσι ασταμάτητα! Και απαντά: Στον άνδρα μου εμπιστεύτηκε κάποιος ένα ποσό. Αλλά πέθανε και δεν πρόλαβε να μου πει πού το είχε βάλει. Και τής λέγει ο γέρων: Πάμε να μου δείξεις πού τον έθαψες. Και παίρνοντας τους αδελφούς κοντά του, βγήκε μαζί με εκείνην. Σαν ήλθαν δε στον τάφο, τής είπε ο γέρων: Πήγαινε στο σπίτι σου.
Και αφού προσευχήθηκαν φώναξε ο γέρων το νεκρό και τού λέει: Πού έβαλες το ποσό που σού εμπιστεύθηκαν; «Και εκείνος αποκρίνεται και του λέει: Στο σπίτι μου είναι κρυμμένο, κάτω από το πόδι του κρεββατιού. Και του λέει ο γέρων: Κοιμήσου πάλι έως την ημέρα της αναστάσεως» (Είπε Γέρων, Το Γεροντικόν, σελ. 150-151)

«Έλεγαν πάλι ότι μια ανύπανδρη κόρη, ευλαβική και αυτή όπως ο πατέρας της, ονόματι Ειρήνη. Σ’ αυτήν, κάποιος γνωστός εμπιστεύτηκε ένα πολύτιμο κόσμημα. Και εκείνη, για να το ασφαλίσει καλύτερα, το έκρυψε στη γη. Ύστερα δε από λίγο, έφυγε από αυτήν εδώ τη ζωή. Ήλθε δε μετά από καιρό εκείνος που της είχε εμπιστευθεί το κόσμημα. Και μη βρίσκοντας τη κόρη, απευθύνθηκε στον πατέρα της, τον Αββά Σπυρίδωνα. Του μιλούσε δε πότε με το κακό και πότε με το καλό.
Λυπημένος λοιπόν ο γέρων για τη ζημία του ανθρώπου εκείνου, πήγε στο μνήμα της θυγατέρας του και παρακαλούσε το Θεό να του δείξει πριν της ώρας της την υποσχεμένη ανάσταση. Και πραγματικά, η ελπίδα του δε διαψεύσθηκε. Γιατί, πάλι ζωντανή η κόρη παρουσιάζεται στον πατέρα της. Και αφού φανέρωσε τον τόπο, όπου ήταν κρυμμένο το κόσμημα, πάλι χάθηκε. Και παίρνοντας ο γέρων το κόσμημα, το έδωσε στον κάτοχο του». (Είπε Γέρων, Γεροντικό, σελ. 262)

«Η κ. Κων. Κ., κάτοικος Πατρών, τον Ιούνιο του 1997 μού διηγήθηκε: Όταν ήταν μικρή, έμεινε ορφανή από πατέρα. Μεγάλωσε, παντρεύτηκε. Δημιούργησε μια φτωχή οικογένεια. Μια Παρασκευή ημέρα τής εμφανίζεται ο νεκρός πατέρας της και τής λέει: «Την Δευτέρα γίνεται κλήρωση του λαχείου. Πάρε ένα λαχείο με τον αριθμό αυτό:…».

Ξύπνησε. Δεν έδωσε σημασία. Όνειρο ήταν, είπε. Την Δευτέρα διαπίστωσε μετ’ εκπλήξεως πως ο τυχερός αριθμός (που κέρδισε τα εκατομμύρια…) ήταν ο αριθμός που υπέδειξε ο νεκρός πατέρας της» (αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, Μετά θάνατον σελ. 108-109)

«Ο Αλέξιος Χομιάκοβ, ξαφνικά έχασε τη σύζυγο του, με την οποία ζούσε σε ευτυχέστατο γάμο. Παρόλο που ήταν δυνατός στην πίστη ο Χομιάκοβ έπεσε σε απελπισία εξαιτίας τούτου του χωρισμού. Όμως κάποια νύχτα εμφανίστηκε στον ύπνο του η συγχωρεμένη και του είπε : «Μην απελπίζεσαι!».
Αυτό ενθάρρυνε πλήρως τον Χομιάκοβ, ώστε συνέχισε και άλλο να μάχεται για την πίστη του Χριστού με την ίδια σφοδρότητα όπως και πριν. Άραγε, δεν είναι κι αυτή επιρροή εκείνου του κόσμου σ’ αυτόν εδώ, από τον Χριστό και μέσω του Χριστού; Και που βρίσκεται το τέλος στον ανεξάντλητο πλούτο τέτοιων παραδειγμάτων, από τα οποία δεν γίνεται να μην βρείτε κι εσείς τουλάχιστον ένα στην δική σας ζωή;» (αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,Δεν φτάνει μόνο η πίστη σελ. 53)

Γράφει ο Γρηγόριος για τον φίλο του Βασίλειο…

«…Και τώρα εκείνος (ο Μέγας Βασίλειος) είναι εις τον ουρανόν και εκεί προσφέρει τας θυσίας του δι ημάς, καθώς νομίζω, και προσεύχεται δια τον λαόν· εγκαταλείποντας μας δεν μας έχει εγκαταλείψει ολότελα. Και ο Γρηγόριος μισοπεθαμένος και εις τα μισά κομμένος, απεσπασμένος από την μεγάλη συζυγία και σέρνων βίον πονεμένον και όχι καλοτάξιδον, αυτός είναι ο φυσικός δρόμος μακράν από εκείνον, δεν γνωρίζω που θα καταλήξω, έπειτα από την παιδαγωγία εκείνου.
Και τώρα ακόμα με νουθετεί και με σωφρονίζει με εμφανίσεις του κατά την νύκτα, εάν κάποτε πέσω έξω από το πρέπον». (Γρηγορίου Θεολόγου,Εις Μέγαν Βασίλειον, εκδ. ΕΠΕ τομ. 6 σελ. 267)

«Η Παναγία θαυματουργεί σε προσκυνητές…

Τον φετινό Δεκαπενταύγουστο επισκέφθηκα για προσκύνημα την ιερά Μονή των Ιβήρων. Εκεί ο ευλαβής προσκυνητής κ. Στέργιος Κισκίνης, κάτοικος Σταγείρων Χαλκιδικής, μας διηγήθηκε το ακόλουθο περιστατικό:

   «Πριν από εφτά ολόκληρα χρόνια βρισκόμουνα σε ολονύκτια αγρυπνία της μονής και προσευχόμενος μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, που λένε «Πορταΐτισσα» , κάθισα για λίγο στο στασίδι απέναντι από την εικόνα. Εκεί από την κούραση μου ήρθε ένας πολύ ελαφρός ύπνος, τόσο που δεν καταλάβαινα αν κοιμόμουν ή αν ήμουν ξύπνιος. Στην κατάσταση αυτή βρισκόμενος, βλέπω μπροστά μου τη γυναίκα μου Χρυσάνθη, η οποία είχε    πεθάνει πριν από 15 και πλέον χρόνια, και μου λέει: « Στέργιο, σήκω και φύγε αμέσως, γιατί το παιδί μας ο Άγγελος χτύπησε σε δυστύχημα».

    Εγώ τότε είπα στη γυναίκα μου: «Πώς να φύγω Χρυσάνθη από δω»; Εκείνη μου είπε: «Έλα να πάμε. Έχω το άλογο μπροστά στην εκκλησία της Παναγίας». Την ακολούθησα και καβαλήσαμε στο άλογο. Κάθισε εκείνη στη σέλα, πήρε τα γκέμια και οδηγούσε, και εγώ κάθισα στα καπούλια του αλόγου. Έτσι φτάσαμε στο σπίτι της πεθεράς μου, στη Θεσσαλονίκη.

    Μέσα στη κουζίνα βρήκαμε τη μάνα της και η γυναίκα μου τη ρώτησε που έχουν τον Άγγελο. Εκείνη απάντησε πως δεν γνώριζε. Φύγαμε από εκεί και πήγαμε στο σπίτι του πατέρα μου Δημήτριου Κισκίνη. Η γυναίκα μου ρώτησε την πεθερά της: «Μητέρα ο Άγγελος είναι στο σπίτι;» Εκείνη απάντησε αρνητικά. Τότε γυρίσαμε πάλι στο μοναστήρι, όπου ξύπνησα πολύ ταραγμένος από την ολοζώντανη οπτασία αυτή.

    Αμέσως έτρεξα στον Πνευματικό παπά-Μάξιμο και, αφού του είπα όσα είδα στο όραμα μου, τον ρώτησα τι να κάνω στην προκειμένη περίπτωση. Εκείνος μου είπε να κάνω όπως με φωτίσει ο Θεός.

    Η μέρα είχε φέξει, η Θεία Λειτουργία, μόλις άρχιζε. Βγήκα αναστατωμένος έξω από το μοναστήρι, δεν με χωρούσε ο τόπος. Βλέπω κάτω στην παραλία ένα καΐκι, τρέχω στη θάλασσα. Ήταν ναυλωμένο για την Ιερισσό· εκεί βρήκα ταξί και το μεσημέρι σχεδόν είχα φτάσει στην Θεσσαλονίκη. Πήγα στο σπίτι της πεθεράς μου (Πλάτωνος 27) και τη ρώτησα που βρίσκεται ο Άγγελος και πως χτύπησε.

    Η πεθερά μου ξαφνιάστηκε, επειδή ήξερε πως ήμουν στο Άγιο Όρος και με ρώτησε: «Πως το ξέρεις εσύ; Πότε ήρθες; Ποιος σε ειδοποίησε; Ο Άγγελος τώρα το πρωί χτύπησε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα». Της απάντησα ότι ήρθε η κόρη της η Χρυσάνθη και μου το είπε και τη ρώτησα που ήταν το παιδί. Εκείνη δεν ήξερε λεπτομέρειες. Μόνο μου είπε πως είναι στο Δημοτικό Νοσοκομείο βαριά τραυματισμένος.

    Φεύγω αμέσως, πηγαίνω στο Νοσοκομείο και βρίσκω εκεί το παιδί μου να το έχουνε βάλει στο γύψο, όπου έμεινε έξι μήνες και στη συνέχεια για ένα χρόνο φορούσε σιδερένιο νάρθηκα, γιατί είχε θλάση του σπονδυλικού αυχένος.

    Ότι γλύτωσε το τρίτο αυτό παιδί μου από βέβαιο θάνατο, το θεώρησα θαύμα της Παναγίας της «Πορταΐτισσας» στην οποία προσευχόμουν κείνη την ολονυκτία. Γι’ αυτό γύρισα αμέσως στο Μοναστήρι των Ιβήρων, παρακάλεσα τους πατέρες και κάναμε σαρανταλείτουργο και ευχαρίστησα έτσι την κυρία Θεοτόκο, με την πρεσβεία και την επέμβαση της οποίας σώθηκε το παιδί μου. (το Γεροντικό από το περιβόλι της Παναγιάς, π. Ανδρέου Θεοφιλόπουλου σελ. 347-350)

Η μοναστική εμπειρία του Πνεύματος


Η μοναστική εμπειρία του Πνεύματος

Καθηγ. Ινστιτούτου Ορθ. Θεολογίας “Άγιος Σέργιος”, Παρισίων Ολιβιέ Κλεμάν

Η μοναστική εμπειρία του Πνεύματος μοιάζει με προσωπική συγκέντρωση της εμπειρίας της Εκκλησίας. Ο πνευματικός άνθρωπος γίνεται ευχαριστιακός άνθρωπος. Μπορεί να αναπτυχθεί πλήρως μόνο εκεί που υπάρχει η πνευματική πληρότητα της Εκκλησίας, το Σώμα του Χριστού, ως μία υπεραφθονία χαρισμάτων. «Ο Κύριος των Δυνάμεων», αναφέρει ο Αρχιμ. Ιουστίνος Πόποβιτς. «είναι πλήρως παρών σε κάθε κύτταρο του θεανθρώπινού του Σώματος, όπου είναι αποταμιευμένη η χάρη του Θεού, η οποία αενάως διενεργεί θαύματα, εξαγιάζει και θεώνει όλους όσοι ποθούν τον Χριστό και τον αναζητούν».


Το Άγιο Πνεύμα και η χάρη του δεν δίδεται σε μεμονωμένα άτομα, δίδεται στην Εκκλησία ως μία κοινωνία «ομοούσιων» προσώπων. Ως μία κοινωνία «Πεντηκοστής», μέσα στην ενότητα του Σώματος του Χριστού, η Εκκλησία βρίσκεται στα εσώτερα βάθη της γνώσης και της αγάπης και ολόκληρη η ύπαρξη των προσώπων -τόσο ενσωματωμένα όσο και στην απαραίτητη μοναχικότητα, όπου ο καθένας βρίσκεται στα βάθη του Θεού μόνος προς Μόνο- δεν διαλύονται αλλά βρίσκουν την πηγή της αγάπης, ώστε το άλλο πρόσωπο γίνεται για μας απείρως πλησίον και απείρως άγνωστο που κανείς δεν μπορεί να κρίνει, σύμφωνα με τον ευαγγελικό κανόνα.

Τότε η απόκτηση των χαρισμάτων δεν είναι κατόρθωμα ενός μεμονωμένου ατόμου που υποστηρίζει ότι είχε έμπνευση αλλά μία «καθολική» πραγματικότητα με την πλήρη έννοια του όρου. Στην πλατειά διαλεκτική της ενότητας και της αντίθεσης που διακρίνει την Εκκλησία, «έκαστος ίδιον χάρισμα έχει εκ Θεού» (Α’ Κορ. 7:7), «διαιρέσεις δε χαρισμάτων εισί, το δε αυτό Πνεύμα· και διαιρέσεις διακονιών εισί, και ο αυτός Κύριος· και διαιρέσεις ενεργημάτων εισίν, ο δε αυτός έστι Θεός, ο ενεργών τα πάντα εν πάσιν» (Α’ Κορ. 12:4-6).

ο Χριστός Μ. Αρχιερεύς, πόλος από ωμοφόριο 18ος αι. Ι.Μ.Β..

Μοναχός είναι αυτός που εγκαταλείπει τον εαυτό του ως δώρο σε αυτό το βάθος της Εκκλησίας, αυτός που εισέρχεται στην καρδιά της Εκκλησίας, στην Εκκλησία «της καρδιάς», αυτή την πέτρα που «περικυκλώνεται από τα νερά στα βάθη της θάλασσας», όπως αναφέρει σε μια ομιλία του ο Άγιος Μακάριος. Η παράδοση τον αποκαλεί «ισάγγελο», όχι με την έννοια ενός «αγγελισμού», αλλά διότι βρίσκει την αλήθειά του ως μια λειτουργική ύπαρξη, ως «άνθρωπος του ιερού», όπως γράφει ο Παύλος Ευδοκίμωφ. Είναι αυτός που προσπαθεί να διακηρύξει με όλη του την ύπαρξη «άσω τω Κυρίω εν τη ζωή μου». Ανταποκρινόμενος σε αυτή την κλήση, γίνεται, χωρίς να το γνωρίζει, χαρισματικός, «εν ω και πιστεύσας εσφραγίσθη τω Πνεύματι της επαγγελίας τω Αγίω, ος έστιν αρραβών της κληρονομίας ημών, εις απολύτρωσιν της περιποιήσεως, εις έπαινον της δόξης αυτού» (Εφ. 1:13-14). «Σον βροτός αυ κλέος εστίν, ον άγγελον ενθάδ’ έθηκας υμνοπόλον της σης, ω φάος, αγλαΐης», γράφει ένας Καππαδόκης Πατέρας.

Καλούμενος να γίνει συνειδητά «πνευματοφόρος» ο μοναχός είναι πάνω απ’ όλα και θα παραμείνει για πάντα ένας «σταυροφόρος». Η ασκητική, σύμφωνα με τον τύπο του Μάξιμου του Ομολογητή, είναι «η συνειδητή ένωση της αδυναμίας του ανθρώπου με τη δύναμη του Θεού». Μόνο «η μνήμη του θανάτου», με την πνευματική έννοια της τελευταίας λέξης, μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στη «μνήμη του Θεού», στην έκχυση του Πνεύματος εν ονόματι Κυρίου. Κάθε αρετή που δεν οδηγεί σε αυτή τη διπλή μνήμη —του θανάτου και του Θεού— είναι στερημένη από χάρη και δύναμη. «Μόνο εκείνος που πεισματικά διαφυλάττει την αυτογνωσία του σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του δεν θα χάσει τη γνώση του Θεού», γράφει, ακολουθώντας ολόκληρη την παράδοση, ένας σχεδόν σύγχρονός μας Αθωνίτης μοναχός, ο Ιωσήφ Σπηλαιώτης. Σε αυτό τον αόρατο πόλεμο, όπου η προσοχή διακρίνει την πνευματική πηγή του κακού, ο ασκητής εξερευνά τα βάθη του, που είναι τα ίδια με ολόκληρης της ανθρωπότητας. 

Όπως είπε και ο Χριστός στον Γέροντα Σιλουανό: «Κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι». Στα βάθη του Άδη η ψυχή επιζητεί το έλεος και είναι εκεί που ανακαλύπτει η ίδια ότι αγαπάται. Αυτή είναι μια συνεχής μετάνοια: Ο κόσμος παύει να είναι αυτός του «εγώ», που ειδωλοποιεί τον εαυτό του (και την ίδια ώρα τον μισεί) και γίνεται ο κόσμος του Θεού, ο ολοφάνερα αντιστραμμένος κόσμος των Μακαρισμών και της Κοινωνίας. Τότε κατανοούμε ότι ο πόνος, η κόλαση, ο θάνατος έχουν σκορπιστεί, μέσω «των δυνάμεων του σκότους», στις καρδιές μας. Ο Χριστός όμως είναι ο νικητής του Άδη και του θανάτου και αυτή η αναστημένη ζωή, το φως και η δροσιά του Πνεύματος, μπορούν να αναπτυχθούν μέσα μας, σε ακόμη μεγαλύτερο βάθος, ανάλογα με το μέτρο της πίστης και της ταπείνωσής μας, και να δημιουργήσουν ανθρώπους θαυμάτων και κάποτε ευλογίας.

Υπάρχει ακόμη η εγρήγορση, η αγρυπνία, η νήψις (ένα άλλο επίθετο του μοναχού είναι νηπτικός). Ο άνθρωπος ξεσκεπάζει, κάτω από τις κοινωνικές και ηθικές εκφράσεις του κακού, τις σατανικές ρίζες αυτού του κακού και τη δική του θεμελιώδη συνενοχή. Ανακαλύπτει, ακόμη πιο βαθειά, τον ενσαρκωμένο και σταυρωμένο Λόγο, ο οποίος από παράφορη αγάπη κατέρχεται σε αυτή την απουσία του Θεού, την οποία απουσία εγώ αποτελώ. Από αυτή τη συνάντηση της Αγάπης με την μη-Αγάπη, η πέτρινη καρδιά του ανθρώπου σχίζεται και αρχίζει να γίνεται σάρκινη, η δε χάρη του Αγίου Πνεύματος ρέει στον άνθρωπο, ξεκινώντας από το κέντρο αυτής της νέας του καρδιάς. Ο σπόρος που πέφτει είναι μικρότερος από τον κόκκο του σιναπιού, αν όμως ο άνθρωπος επιτρέψει σ’ αυτή τη ζωή, που είναι πιο δυνατή από το θάνατο, να αναπτυχθεί μέσα του, τότε, χωρίς να δει ή χωρίς να γνωρίζει πώς, θα φτάσει στο ύψος ενός δέντρου που κινείται από την πνοή του Πνεύματος.

Η απόλυτη εγκατάλειψη κάποιου στα χέρια του Θεού με μια πίστη όπως αυτή του Αβραάμ, αυτή η εγκατάλειψη, αυτή η ταπείνωση -«Ότε προσεγγίσεις ενώπιον του Θεού διά προσευχής, ούτω γενού εν τω λογισμώ σου, ώσπερ μύρμηξ, και ώσπερ τα ερπετά της γης, και ώσπερ βδέλλα, και ως παιδίον ψελλίζον»- αυτή η θεμελιώδης κένωση, δίδει τη γνώση της ανθρώπινης κατάστασης, όχι γενικά και αόριστα, αλλά στην ιδιαίτερη αποδοχή του κάθε προσώπου. Για τον άνθρωπο που εξαγνίζει τον εαυτό του «κανένας δεν φαίνεται αμαρτωλός». Το μοναδικό θεμελιώδες κριτήριο που έχει κάποιος στη «σταυροφόρο και πνευματοφόρο» οδό, την οδό του Σταυρού και του Πνεύματος, είναι η ευαγγελική αγάπη προς τους εχθρούς. Και ο άλλος είναι πάντοτε εχθρός μου, όμως εγώ δεν έχω πλέον ανάγκη από εχθρούς αν άρχισα να πιστεύω στον Αναστάντα Χριστό.

Στο κέντρο αυτού του θανάτου και του δώρου της νέας ζωής, της «θυσίας του αίματος» και της αποδοχής του Πνεύματος, εμφανίζεται ένα βασικό χάρισμα, το δώρο των δακρύων. «Τούτο το σημείον έστω σοι εν οις πράγμασι βούλει υπεισδύναι του μη εισελθείν ένδοθεν του τόπου εκείνου. Όταν άρξηται η χάρις ανοίξαι τους οφθαλμούς σου προς το αισθάνεσθαι της θεωρίας των πραγμάτων εν αληθεία, τότε παρ’ αυτά άρξονται οι οφθαλμοί σου οχετηδόν δάκρυα εκχέειν. Ώστε πολλάκις εκπλύνεσθαι και τας πα¬ρειάς τω πλήθει αυτών. Και τότε ο πόλεμος των αισθήσεων γαλήνια, και ένδοθέν σου συστέλλεται. Εάν τις σε διδάξη τα ενάντια τούτων μη πιστεύσης αυτώ».

Ως η παρουσία του βαπτισματικού ύδατος, που είναι θάνατος και ανάσταση, τα δάκρυα δείχνουν πρώτα από όλα αγωνία και μετάνοια, ύστερα θαυμασμό, ευγνωμοσύνη και χαρά: αυτό συμβαίνει όταν συνειδητοποιήσουμε ότι η άβυσσος της κολάσεως, η δική μας κόλαση, εξατμίζεται σαν μια ασήμαντη σταγόνα μίσους στην άβυσσο της θείας αγάπης. Τότε τα δάκρυα γίνονται γαμήλιο ιμάτιο για να ντύσουν τους προσκεκλημένους με αγνή διάθεση στο δείπνο της Βασιλείας, από τους οποίους τίποτα άλλο δεν ζητείται παρά να ντύσουν την καρδιά τους με ένδυμα γιορτής. Αν κανείς μπορεί να μιλήσει για το «βάπτισμα του Πνεύματος» μέσα στη μοναστική παράδοση (όπως κάνει μερικές φορές ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος), ή μάλλον για συνειδητοποίηση και προσωπική αντίληψη (με ταπείνωση) της πνευματικής διάστασης του μυστηρίου του βαπτίσματος, αυτός αναφέρεται πάνω απ’ όλα στο χάρισμα των δακρύων. Και βέβαια αυτό βρίσκεται πέρα από κάθε χαρισματική θριαμβολογία…

«Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται». Αυτά τα χαρισματικά δάκρυα είναι, όπως αναφέρει η Μύρα Λοτ-Μποροντίν, τα «βαθειά νερά στην καρδιά του ανθρώπου», η οποία γίνεται εύκαμπτη στην πνοή του Πνεύματος. Ρέουν χωρίς να αλλοιώνουν το πρόσωπο, από τον πλούτο της καρδιάς. Εγείρουν ήδη το πνευματοποιημένο υλικό του «σώματος της δόξης».

Έτσι, το χάρισμα των δακρύων μας οδηγεί στο έσχατο χάρισμα που είναι η ένωση και η μεταμόρφωση του ανθρώπου μέσα στο θείο Φως του Θαβώρ. Αυτή είναι μια εσωτερική ένωση, μια εκστατική νηφαλιότητα, επέκστασις, της πνευματικής καρδίας που επανενώνεται και καταυγάζεται από μια ακτίνα του απρόσιτου Θεού που προσφέρει τον εαυτό του ενώ παραμένει κρυμμένος από το ίδιο του το φως. Έτσι η προσευχή εμπνέει την όλη μας ύπαρξη, που αποκωδικοποιεί και φέρνει στην επιφάνεια την προσευχή όλου του κόσμου. Αυτό είναι το σπάνιο χάρισμα της αυθόρμητης προσευχής, η οποία εισάγει τον κόσμο μέσα στην Εκκλησία και την Εκκλησία μέσα στο σώμα-ναό του Αγίου Πνεύματος. «Το πνεύμα γαρ φησίν όταν κατοικήση εν τίνι των ανθρώπων, ου παύεται εκ της προσευχής. Αυτό γαρ το πνεύμα αεί προσεύχεται. Τότε, ούτε εν τω καθεύδειν αυτόν, ούτε εν εγρηγόρσει η προσευχή εκ της ψυχής αυτού κόπτεται· αλλ’ εάν εσθίη, και εάν πίνη, και εάν κοιμάται, και εάν τι πράττη, και έως εν βαθεί ύπνω αι ευωδίαι και οι ατμοί της προσευχής εν τη καρδία αυτού αναδίδονται άνευ κόπου. Και χωρισμόν τότε η προσευχή ουκ έχει, αλλά πάσας τας ώρας αυτού, καν ησυχάση έξωθεν αυτού η τοιαύτη, αλλ’ ουν πάλιν η αυτή λειτουργεί εν αυτώ κρυπτώς. Την σιγήν γαρ των καθαρών, προσευχήν λέγει τις των χριστοφόρων. Επειδή οι λογισμοί αυτών θείαι κινήσεις εισίν· αι κινήσεις δε της καθαράς καρδίας και διανοίας, φωναί πραείαι εισίν, εν αις κρυπτώς τω κρυ¬πτώ ψάλλουσιν».

Ο πνευματικός άνθρωπος βυθίζεται στην Πνοή που ζωογονεί τον κόσμο και ντύνεται τα όμορφα άνθη του αγρού. Το άνοιγμα αυτής της χαρισματικής έμπνευσης, που είναι κάτι βαθύτερο από τη συνηθισμένη αναπνοή -«η αναπνοή του Πνεύματος», όπως την ονομάζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης- μας καλεί σ’ ένα δρόμο που ασταμάτητα ανανεώνεται από ένα θάνατο- ανάσταση, από το Θάνατο-Ανάσταση του Κυρίου. Η επίκληση «κολλά» στην αναπνοή, «πνευματοποιώντας την», και ο Θεός την ενώνει ακόμη και με τους παλμούς της καρδιάς (διότι ενδιαφέρεται για δωρεά και όχι για κατάκτηση). Με τον τρόπο αυτό ολόκληρος ο άνθρωπος γίνεται προσευχή, προσφέροντας τον κόσμο στο θυσιαστήριο της καρδιάς. Ο χωρόχρονος, που κάνει την καρδιά να πάλλει, δεν είναι πλέον μια ατέλειωτη φυλακή, αλλά ένας ναός γεμάτος από φως. Ο άνθρωπος «αισθάνεται» (με την αποφατική έννοια της φράσης «αισθάνομαι τον Θεό») τον αναστάντα Χριστό, ο οποίος είναι το πρόσωπο του Πατέρα, υπό το φως του Πνεύματος. Το Πνεύμα τον ενώνει με την αιώνια πνοή του Μονογενούς Υιού.

Σ’ αυτούς τους γεμάτους νηφαλιότητα δρόμους, όπου απορρίπτονται οι γήινου επιπέδου κινήσεις, όπου σήμερα εμφανίζονται μερικοί χαρισματικοί, δεν τίθεται θέμα θεαματικών εκστάσεων, ούτε και «μυστικών» αγαλλιάσεων, αλλά συστηματικής εργασίας σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξης, μέσα στο φως που έρχεται από το σταυρό μέσω της Πεντηκοστής. Μεγάλες διαχύσεις ειρήνης και φωτός εμφανίζονται με την «κένωση», όχι έκτος χρόνου, αλλά στο διάφανο προορισμό ενός χρόνου, ο οποίος από τώρα και στο εξής είναι «χαλκηδόνιος», ένας διάφανος προορισμός ο οποίος διαπερνά τα πρόσωπα και τα πράγματα. Ακτινοβολούν από το μοναδικό Πρόσωπο και αναδεικνύουν κάθε πρόσωπο σε μοναδικό. Η καρδιά-πνεύμα παίρνει φως και πετά μακρυά με το θείο Πνεύμα σαν την περιστερά του Ψαλμωδού. Από αυτό το εσώτερο κέντρο, το Φως κατακτά σιγά-σιγά ολόκληρο το πρόσωπο μεταμορφώνοντας ακόμη και τις αισθήσεις με μια πληρότητα ασυνήθιστη, η οποία μάς θυμίζει τόσο καλά τη συνάντηση του Μοτοβίλωφ με τον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ. «Όταν γαρ η ψυχή», αναφέρεται σε μια ομιλία του Αγίου Μακαρίου, «προς την τελειότητα του πνεύματος καταντήση, τελείως πάντων των παθών αποκαθαρισθείσα, και τω Παρακλήτω Πνεύματι διά της αρρήτου κοινωνίας ενωθείσα και ανακραθείσα, και καταξιωθή πνεύμα γενέσθαι, συγκεκραμένη τω Πνεύματι, τότε όλη φως, όλη οφθαλμός, όλη πνεύμα, όλον χαρά, όλον ανάπαυσις, όλον αγαλλίασις, όλον αγάπη, όλον σπλάχνα, όλον αγαθότης και χρηστότης γίνεται. Ώσπερ γαρ εν αβύσσω θαλάσσης λίθος πανταχόθεν ύδατι περιέχεται· ούτως ούτοι παντί τρόπω Πνεύματι αγίω ανακεκραμένοι, αφομοιούνται τω Χριστώ, τας αρετάς της δυνάμεως του Πνεύματος ατρέπτως εν εαυτοίς έχοντες, έσωθεν όντες άμωμοι, και άσπιλοι και καθαροί». Αυτοί οι καρποί του Πνεύματος είναι χαρίσματα αγάπης και διακονίας. Ο πνευματικός άνθρωπος που είναι βυθισμένος μέσα στην τριαδική ενότητα, είναι χωρισμένος από όλους και από κανένα: βιώνει μέσα στο μοναδικό Χριστό την πραγματικότητα να είναι ένας ανεπανάληπτος άνθρωπος. Είναι «ο πάντων χωρισθείς, και πάσι συνηρμοσμένος», όπως αναφέρει η γνωστή ρήση του Ευάγριου Ποντικού. Με αυτόν τον τρόπο αντιλαμβάνεται την ταυτότητα της αγάπης και της ελευθερίας.

Τρία χαρίσματα συμπλέκονται εδώ: η διάκριση, το προορατικό χάρισμα και η συμπάθεια. Όσοι καθαρίσουν την καρδιά τους με δάκρυα εξέρχονται του εαυτού τους και ο Θεός τους αποκαλύπτει την κατάσταση των καρδιών των άλλων. Αυτό ονομάζεται διάκριση πνευμάτων: διότι ποτέ κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τον άλλο παρά μόνο μέσα από αποκάλυψη. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνουν την πνευματική πατρότητα, σύμφωνα με την εικόνα του Πατέρα ο οποίος αγαπά θυσιαστικά και μεταδίδει το Άγιο Πνεύμα. Ο πνευματικός πατέρας γνωρίζει, με ένα είδος χαρισματικού ενστίκτου, πότε πρέπει να μιλήσει ή να σιγήσει, να ακούσει ή να ερωτήσει, πότε να εισηγηθεί θεραπεία ή να προτείνει εξέταση, να ανοίξει μια πληγή ή να τη θεραπεύσει… Διακρίνει στον εαυτό του και στους άλλους τις κινήσεις των λογισμών, τα πάθη μόλις αυτά αρχίσουν να φυτρώνουν. Είναι προικισμένος όχι μόνο με τη διάκριση που αποκτάται μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία και σοφία, αλλά με μια πραγματική «θεία διάκριση», η οποία και μόνο του δίνει την ικανότητα να εισηγείται κάθε φορά μια λέξη που χαρίζει «ζωή στις ψυχές».

Το δώρο της διάκρισης συχνά στους πνευματικούς συνοδεύεται με το προορατικό χάρισμα. Προορατικό χάρισμα, παρά τις αποστάσεις, με ένα πολύ καθαρό τρόπο, παρατηρείται στον Μέγα Αντώνιο, ο οποίος, όπως μας διηγείται ο Άγιος Αθανάσιος, ενόσω βρισκόταν στην έρημο, πολλές φορές έφευγε και ερχόταν να δει τι συνέβαινε στις πόλεις και τους δρόμους της Αιγύπτου… Περισσότερο συχνά το προορατικό χάρισμα είναι μια εσωτερική κατάσταση: «Ζει μέσα σου», γράφει ο Στάρετς Αμβρόσιος της Όπτινα, «είναι πιο πολύ κοντά σου αυτός παρά εσύ στον εαυτό σου. Αισθάνεσαι ότι τα μάτια του βλέπουν όλα τα άσχημα και όλα τα καλά μέσα σου. Χαίρεσαι με αυτό και για το ότι τίποτα δεν ξεφεύγει από τα μάτια αυτού που ζει μέσα σου». Ο πνευματικός άνθρωπος, χάρη στην ταπείνωση, την προσευχή, τη διακονία και τη χαρά, μπορεί συγχρόνως να ανοίγεται στους άλλους και στον Θεό. Όταν βρίσκεται με το διπλανό του, με μια διάθεση εσωτερικής πτωχείας και περισυλλογής, τα λόγια που πρέπει να πει αποκαλύπτονται μέσα από την καρδιά του, χωρίς να σκεφθεί προηγουμένως για το τι πρέπει να πει. «Ο αφ’ εαυ¬τού λαλών την δόξαν την ιδίαν ζητεί, ο δε ζητών την δόξαν του πέμψαντος αυτόν, ούτος αληθής έστι, και αδικία εν αυτώ ουκ εστίν» (Ιω. 7:18).

Αχώριστο από τα χαρίσματα της διάκρισης και της προορατικότητας εμφανίζεται και το χάρισμα της συμπάθειας, «της αγίας και πάσχουσας αγάπης», όπως την ονομάζει ο Αντώνιος του Κιέβου, της συμμετοχής στη μωρία της αγάπης εκείνης, η οποία έκανε τον Θεό να αφήσει την υπερβατικότητά του και να πεθάνει πάνω στο σταυρό. Αυτοί που δέχονται το δώρο της συμπάθειας, αποκτούν με τη χάρη του Θεού τη δυνατότητα να θεραπεύουν και τον πιο μυστικό πόνο του γείτονά τους. Συσταυρώνονται με τον Χριστό και φτάνουν στην ατέλειωτή του τρυφερότητα-κατάνυξη. Εύχονται, μαζί με τον Απόστολο, «ανάθεμα είναι από του Χριστού υπέρ των αδελφών» τους (Ρωμ. 9:3). Προσεύχονται για την παγκόσμια σωτηρία. Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος προσευχόταν για τα ερπετά και τους δαίμονες. Εύχονται, μαζί με τον Αββά Αγάθωνα, να βρουν ένα λεπρό να του προσφέρουν το σώμα τους και να πάρουν το δικό του, να υποφέρουν μόνοι τους τα βάσανα της κολάσεως ώστε κανείς να μην καταλήξει σ’ αυτή. «Ώσπερ εστίν ο Θεός σκεπάζειν τον κόσμον, ούτω γέγονεν ο Αββάς Μακά¬ριος σκεπάζων τα ελαττώματα, α έβλεπεν ως μη βλέπων και α ήκουεν ως μη ακούων». Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, όταν εγκατέλειψε το Άγιον Όρος για ιεραποστολικό και κοινωνικό έργο, έλεγε: «Ας χάσει ο Χριστός ένα πρόβατο, έμενα, και ας κερδίσει τα άλλα». Ο πνευματικός άνθρωπος, που δέχεται αυτό το χάρισμα, διακρίνει στο διπλανό του, πέρα από προσωπεία και προσωπικά χαρακτηριστικά, μια κρυμμένη αλήθεια, αυτή του προσώπου. Κάτω από το φως αυτής της χαρισματικής αγάπης, οι ψυχές, που τόσο συχνά μισούν τον εαυτό τους και πιστεύουν ότι μισούνται και από τους άλλους, ανοίγουν. Ανακαλύπτουν ότι αγαπιούνται. Ανακαλύπτουν ότι η αγάπη είναι δυνατή.

(«Ορθόδοξος Μοναχισμός», εκδ. Αρμός, σ. 75-86)

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Ορθοδοξία: Η Εκκλησία των Αγίων Πατέρων Από: Π. Β. Πάσχος, Έρως Ορθοδοξίας, εκδ. Αποστολικής Διακονίας

ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΟΛΛΗ σοφία και μεγάλη σύνεση στον τρόπο, με τον οποίον η αγία Εκκλησία μας καθόρισε τον εορταστικό κύκλο του εκκλησιαστικού λειτουργικού χρόνου. Κ' έχει πολύ βαθειά σημασία το γεγονός της συχνής υπομνήσεως, που κάνει η Εκκλησία στους πιστούς, με τις μνήμες ή τις Κυριακές των αγίων Πατέρων:


θέλει να μας δείξει αυτούς που αγωνίστηκαν κ' έφτασαν μέχρι και το μαρτυρικό θάνατο, για να μείνει καθαρή κι αμόλυντη η πίστη των ορθοδόξων. Μας θυμίζει τους μεγάλους πολέμους, μέσα στις ταραγμένες εποχές στη ζωή της Εκκλησίας, και τους αγώνες των Πατέρων, που, με τη χάρη του Θεού, πάντοτε καταλήγουν στη νίκη της Ορθοδοξίας.

Αυτό είναι για μας μια ελπίδα, αλλά και μια μεγάλη κ' επίσημη διάψευση των φόβων, των αγωνιών και ανησυχιών μας για το μέλλον της Ορθοδοξίας, που νομίζουμε πως οι αιρέσεις και οι πόλεμοι που κάθε μέρα αντιμετωπίζει -έσωθεν και έξωθέν- θα την εξαντλήσουν τάχα και θα την αφανίσουν. Οι γιορτές των αγίων Πατέρων μας δείχνουν, πως η Εκκλησία πέρασε πολύ πιο δύσκολες στιγμές απ' τις σημερινές, αλλά με το να μείνει σταθερή στα ορθόδοξα δόγματα και στη γερή κι ασάλευτη πέτρα της Παραδόσεως στερεωμένη, νίκησε πάντοτε τους πολεμίους της, όποιοι κι αν ήταν αυτοί, κ' έβγαινε ύστερ' από κάθε μάχη πιο λαμπερή και πιο φωτεινή και με περισσότερα κάστρα γύρω της, που οι Πατέρες έχτιζαν για να φυλάξουν τους αρίφνητους θησαυρούς της αγίας μας Ορθοδοξίας.

Έτσι, με τους αγώνες και τους πολέμους που αντιμετώπιζαν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, απαντούσαν στους εχθρούς της Ορθοδοξίας μ' ένα πλήθος συνοδικών κανόνων και δογμάτων, που ερμηνεύουν αυθεντικά την Αγία Γραφή και θεμελιώνουν με το βίο και τη διδασκαλία τους την Παράδοση της Ορθοδοξίας, που είναι η ωραιότερη, η αληθινώτερη και -παρόλες τις ποικιλίες και αποχρώσεις στη διδασκαλία των αγίων Πατέρων- η πιο πολύ σφιχτά ενωμένη, απ' όλες τις παραδόσεις, με το πνεύμα του Ευαγγελίου· γιατί η "συμφωνία" που υπάρχει μέσα στο θείο χορό των αγίων Ιlατέρων και η οποία δείχνει τη βιωματική συνοχή της Εκκλησίας, είναι καρπός και αποτέλεσμα του θείου φωτισμού και της χάριτος του Θεού.

Οι άγιοι Πατέρες, με το ορθό δόγμα της πίστεως και με την αγία ζωή τους, είχαν γίνει άξιοι των επιλάμψεων του αγίου Πνεύματος, το Οποίο κυρίως τους φώτιζε να ερμηνεύουν και να διδάσκουν ορθά το άγιο Ευαγγέλιο, και να το προσφέρουν, ανάλογα με την προσληπτικότητά μας, ως δόγμα, ως λόγο και ως ζωή. Να γιατί -πολύ εύστοχα- ονομάζεται η αγία Ορθοδοξία μας Εκκλησία των αγίων Πατέρων. "Διότι την υπερφυά παρουσίαν του αγ.Πνεύματος εντός της Εκκλησίας, διά των Πατέρων εμάθομεν. Την ερμηνείαν του Ευαγγελίου της χάριτος του Χριστού, οι Πατέρες έδωκαν εις τον κόσμον: Τι θα ήτο η Εκκλησία δίχως «τα πάγχρυοα στόματα του Λόγου», τους «οπλίτας παρατάξεως Κυρίου», τα «oργανα του αγ. Πνεύματος»; Ίδετε τον κονιορτοποιήσαντα την Εκκλησίαν Προτεσταντισμόν.

Καταμάθετε τας αντορθοδόξους καινοτομίας, τας αιρέσεις, τας υπερβολάς, την εγκοσμιότητα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, υποκαταστησάσης την δι' αγίου Πνεύματος πυριζομένην ακράδαντον αυθεντίαν των Πατέρων, διά των εξ υψηλοφροσύνης επίσφαλών ανθρωπίνων συλλογισμών (αλάθητον του Πάπα κ.λ.π.). Φοβήθητε την επιφαινομένην νόθευσιν του Ευαγγελίου εν τη Εκκλησία. Αποτολμά ο λόγος να υποστηρίζη, ότι οι Άγιοι Πατέρες αποτελούν τα ασφαλή μέτρα της περί Θεού και ανθρώπων καθολικής και επί μέρους αληθείας. Αυτοί είναι οι οξυδερκείς της Εκκλησίας οφθαλμοί... oι απλανείς οδηγοί, οι φυσικοί ερμηνείς του Ευαγγελίου, ως θεωρίας και πράξεως» (Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Αθωνικά άν0η, σελ. 113).

Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας στηρίζεται πάνω στην αγία Γραφή και στην ιερά Παράδοση, δηλ. στο Άγιον Ευαγγέλιο και στους αγίους Πατέρας. Όλος ο αγώνας των τέκνων της Εκκλησίας ειναι να φτάσουν στη θείαν αλήθεια και σωτηρία της ψυχής τους, διά μέσου της αγιότητος, που διδάσκει το άγιο και ιερόν Ευαγγέλιο. Γι' αυτό κ' ένας νεώτερος συγγραφέας λέγει για την Εκκλησία του Θεού, πώς «είναι oι κληθέντες άγιοι, η συνάθροισις των πιστών, των κληθέντων εις αγιότητα» (Κορέσιος). Για να φτάσουμε, όμως, στη σώζουσα αλήθεια του Ευαγγελίου, χρειαζόμαστε ένα έμπειρον οδηγό· γιατί, κι αμαρτωλότητα πολλή έχει σκοτίσει τα πνευματικά μάτια μας, και η πείρα μας λείπει για πνευματικές πορείες τόσο φοβερές, και oι κίνδυνοι που μας περιμένουν σ' αυτό το δρόμο είναι μεγάλοι και δυσκολοπολέμητοι. Κι αυτός ο οδηγός δεν είναι άλλος απ' την Παράδοση των Πατέρων της Ορθοδοξίας. Oι φωτεινότεροι οδηγοί της πορείας μας προς τη σωτηρία είναι oι άγιοι Πατέρες. Έξω απ' αυτούς καραδοκεί ο κίνδυνος των αιρέσεων. Ας μη μας κατηγορήσει εδώ κανείς, πως υπερτονίζουμε τη σημασία της Παραδόσεως εις βάρος της αγίας Γραφής.

Τα άκρα του Προτεσταντισμού και του Ρωμαιοκαθολικισμού δεν ανήκoυν στις συνήθειες της Ορθοδοξίας, η οποία πλησιάζει τον απλό αλλά βαθύ και υψηλό σε σώζοντα νοήματα λόγο του Θεού, με την ταπείνωση και την αγιότητα των αγίων Πατέρων. Η Εκκλησία μας τάχει ενωμένα Ευαγγέλιο και Παράδοση. Ούτε Ευαγγέλιο θα υπήρχε, αν δεν μας τα διέσωζε η Παράδοση και δεν το ερμήνευαν oι πνευματέμφοροι άγιοι Πατέρες· ούτε άγιοι Πατέρες μπορούν να νοηθούν δίχως τη θεωρία του Ευαγγελίου. Οι άγιοι Πατέρες είναι η πράξη του Ευαγγελίου. Μια πράξη, που ενώνει διά των μυστηρίων της σωτηρίας τη ζωή όλης της Εκκλησίας κάτω απ' το σταυρό του Χριστού. «το γαρ της Εκκλησίας όνομα, λέγει ο θείος Χρυσόστομος, ου χωρισμού, αλλ' ενώσεως και συμφωνίας εστίν όνομα». Αυτή η πράξη μας δείχνει πως η ορθή διδασκαλία είναι καρπός αγίας ζωής. Αν η θεολογία των Πατέρων ήταν μια απλή γνώση, δίχως τη βίωση του λόγου του Θεού, η θεολογία τους δεν θα διέφερε απ' τις ευσεβείς φλυαρίες των αιρετικών. Γιατί κ' oι αιρετικοί ήταν δεινοί στη μόρφωση και στη γνώση. Αλλά η εκτροπή τους απ' την οδό της αγιότητος (στους πιο πολλούς, τουλάχιστον, αυτή είναι η σπουδαιότερη αιτία), τους έρριξε σε σατανικές αιρέσεις και τους παρέσυρε έξω απ' την Εκκλησία.

Έξω, όμως, από τον αγιασμένο περίβολο της Εκκλησίας, κατά την αρχαία ρήση του αγίου Κυπριανού, δεν υπάρχει σωτηρία - «extra ecclesiam nulla salus». Βγαίνοντας κανείς απ' την Εκκλησία, για οποιοδήποτε λόγο, είναι σα να παραδίδει τον εαυτό του στη δυναστεία του σατανά, όπως λέγει ο Μέγας Φώτιος: «oι γαρ των εκκλησιών εξωθούμενοι, έξω της θείας γινόμενοι κηδεμονίας, υπό την βουλήν και δυναστείαν πίπτουσι του σατανά». Μ' αυτούς τους αιρετικούς μοιάζουν κ' εκείνοι, που για να δικαιολογήσουν την εγωϊστική τους και σατανική φυγή από την Εκκλησία, ρίχνουν το βάρος στους λειτουργούς της Εκκλησίας, λέγοντας: «Με αυτόν τον ιερέα, και με αυτόν τον επίσκοπο, δεν μπορώ να προσευχηθώ σκανδαλίζομαι. Προτιμώ να κάμω την προσευχή μου στο σπίτι, στο χωράφι, στην αίθονσα ενός συλλόγου ή όπου αλλού, παρά να πάω στην Εκκλησία, που διακονείται από αυτά τα πρόσωπα...». Πόσο, αλήθεια, θα χαίρεται ο σατανάς, με κάτι τέτοιες δικαιολογίες των ευσεβοφρόνων πιστών!


Δεν είναι ο τόπος εδώ να εξηγήσουμε με λεπτομέρειες όλη την τακτική του σατανά σ' αυτό τον πόλεμο τον εσωτερικό. Πρέπει όμως να πούμε, πως αυτοί οι τύποι, πολλές φορές είναι πιο επικίνδυνοι από πολλούς αδιάφορους ή άθεους. Στις Πράξεις των Αποστόλων βρίσκεται μια σχετική ομιλία του Αποστόλου Παύλου, προς τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Μιλήτου και της Εφέσου: «και εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα, του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών» (Πράξ. κ' 30). «Δεν είναι ανάγκη, λέγει ένας σύγχρονος ποιμήν και εκκλησιαστικός συγγραφέας, να ονομάσωμεν αυτούς τους "εξ ημών αυτών", περί των οποίων ομιλεί ο Απόστολος. Είναι όλοι ανεξαιρέτως όσοι θέτουν σκοπόν των "αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών" -να αποσπούν τους πιστούς και να τους σύρουν οπίσω των, να δημιουργούν συμπαθείας και προτιμήσεις γύρω από τα πρόσωπά των και να γίνωνται αρχηγοί κομμάτων εις την Εκκλησίαν.

Οι αληθινοί ποιμένες δεν χωρίζουν τους πιστούς και δεν προβάλλουν τον εαυτόν τους μεταξύ των πιστών, δεν τους κατατυραννούν ψυχικώς, και δεν δεσμεύουν την πνευματικήν των ελευθερίαν. Διότι αυτό συμβαίνει, με όσους κινούνται και δρουν έξω από την παράδοσιν και την τάξιν της Εκκλησίας· δημιουργούν ένα κύκλον εντος της Εκκλησίας και εις το κέντρον του κύκλου τοποθετούν τον εαυτόν τους» ("Οικοδομή" εβδομαδιαία, έτος Β' άρ. 22, 29 Μαΐου 1960). Τους κινδύνους αυτούς φοβάται κι ο ιερός Χρυσόστομος, όταν συμβουλεύει εκείνους που έχουν ελαττωμένη την εμπιστοσύνη τους προς τα πρόσωπα της Εκκλησίας και θέλουν ν' απομακρυνθούν απ' την ευλογημένη μάνδρα της: «μένε εις την Εκκλησίαν, λέγει, και ου προδίδοσαι υπό της Εκκλησίας· αν δε φύγης από Εκκλησίας, ουκ αιτία η Εκκλησία. Εάν μεν γαρ ης έσω, ο λύκος ουκ εισέρχεται· εάν δε εξέλθης έξω, θηριάλωτος γίνη· αλλ' ου παρά την μάνδραν τούτο, αλλά παρά την σην μικροψυχίαν. Εκκλησίας γαρ ουδέν ίσον».


Πρέπει επίσης να προσέχουμε πολύ στη σύγχυση που δημιουργεί ο σατανάς με τις διαβολές του γύρω απ' τό αιώνιο θέμα της Εκκλησίας και των φορέων της ιερωσύνης. Δεν μπορούμε, δυστυχώς, να έχουμε πάντοτε ιερείς ή επισκόπους του ύψους του Χρυσοστόμου ή του αγ. Ισιδώρου του Πηλουσιώτη. Αλλ' αυτό δεν πρέπει να μας απομακρύνει από την Εκκλησία. Αν μπορούμε, πρέπει να προσευχόμαστε γι' αυτούς, ή να μπούμε κ' εμείς μέσα στο δοκιμαζόμενο σκάφος της Εκκλησίας και, με τον άγιο βίο μας και την ορθή διδασκαλία, να διακονήσουμε το Ευαγγέλιο, και όχι να αποσπάσουμε μια μερίδα πιστών, τάχα για να εκδικηθούμε τον ιερέα ή τον επίσκοπο, και να φτιάξουμε δική μας Εκκλησία ή δικό μας σύλλογο, πράγμα πολύ συνηθισμένο σήμερα "της μόδας", όπως λέγει ο Παπαδιαμάντης κάπου: «θα ήτο θρασύτης εκ μέρους μας, λέγει, αν ενομίζαμεν ότι έπρεπε να κάμωμεν ενταύθα λόγον περί τινων άλλων διακεκριμένων θεολόγων, οίτινες μετέφερον τας θρησκευτικάς συνάξεις εις μίαν αίθουσαν συλλόγου. Πολύ παράξενοι δεν είμεθα και εννοούμεν κάλλιστα, ότι καθ' ον τρόπον υπάρχουσι λ.χ. φωτογράφοι της μόδας, φραγκορράπται της μόδας κ.λ.π., ούτως επόμενον είναι να υπάρχουσι και θεολόγοι της μόδας»!

Αλλά σ' ενα άλλο σημείο ο Παπαδιαμάντης ξεκαθαρίζει τη στάση των πιστών τέκνων της Εκκλησίας -και απέναντι σ' Εκείνη και απέναντι στους φορείς της ιερωσύνης- όταν απαντά στο "Λόγο" του Απ. Μακράκη: «Εγώ είμαι τέκνον γνήσιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκπροπωπουμένης υπό των Επισκόπων της. Εάν δε τυχόν πολλοί τούτων είναι αμαρτωλοί, αρμοδία είναι να κρίνη μόνη η Εκκλησία και μόνον το άπειρον έλεος του Θεού ημείς πρέπει να επικαλούμεθα». Πρέπει, πραγματικά, να προσέχει πολύ o χριστιανός, γιατί ο σατανάς χρησιμοποιεί με καταπληκτική ευκολία και πονηριά και τα δεξιά και τ' αριστερά όπλα, για να μας βγάλει απ' το δρόμο της Εκκλησίας, κ' ύστερα να μας παραδώσει «εις νουν αδόκιμον», να μας διχάσει και από τους φίλους και ομοιδεάτες μας, και να μας ρίξει στην απώλεια.


***


Πρέπει, να υπογραμμίσουμε, με πολλή λύπη, μια νοσηρή κατάσταση που υπάρχει στους ορθοδόξους χριστιανούς της Εκκλησίας μας σήμερα, που αδιαφορούν για τα δόγματα των Πατέρων και τη γραμμή της Ορθοδοξίας. Έτσι αφήνεται ελεύθερο το έδαφος σ' ένα πλήθος καλοθελητών, που άλλοτε με το πρόσχημα της "φιλανθρωπίας" του δολλαρίου και άλλοτε της "διδασκαλίας" του λόγου του Θεού, κάνουν θραύση μέσα στο ευσεβές ποίμνιο της Ορθοδοξίας. Αυτοί οι βαρείς λύκοι, που πολεμούν την ενότητα της Εκκλησίας, έχουν πολλά ονόματα, αλλά τα πιο φοβερά είναι των "Xιλιαστών" ("μαρτύρων του Ιεχωβά"), των "Ευαγγελικών", των "Αντβεντιστών", των παραλλαγμένων κάπως και μεταμορφωμένων Ρωμαιοκαθολικων κ.ά. Εμείς, βέβαια, δεν δίνουμε και πολλή σημασία, γιατί δεν υποψιαζόμαστε τι κινδύνους κρύβει η αλιεία αυτή εκ μέρους των αιρετικών στα νερά της Ορθοδοξίας, όπου τα "χωρικά ύδατα" δεν φυλάγονται όπως πρέπει από μας. Οι Πατέρες όμως λέγουν, πως η αίρεση είναι θάνατος και χωρισμός από το Θεό. Σ' ένα βιβλίο παμπάλαιο της Ορθοδοξίας βρίσκεται τούτο το γεγονός, που αναφέρεται στον αββά Αγάθωνα.

Μερικοί ασκηταί, που άκουσαν τη φήμη του και τη μεγάλη διάκριση που είχε, πήγαν να τον επισκεφθούν. Θέλοντας να τον δοκιμάσουν αν οργίζεται, τον ρώτησαν: «Εσύ είσαι ο Αγάθων, που λένε πως είσαι πόρνος και υπερήφανος;» --«Nαι, αδελφοί μου, εγώ είμαι». -«Εσύ είσαι o Αγάθων ο φλύαρος και κατάλαλος;» -«Nαι, αδελφοί μου, εγώ είμαι». «Εάν είσαι ο Αγάθων ο αιρετικός;» Τότε ο Αγάθων αποκρίθηκε: «Όχι, δεν είμαι αιρετικός!» Οι ασκηταί τον ρώτησαν να τους πει, γιατί όσα του έλεγαν πρώτα τα παραδέχονταν για τον εαυτό του, ενώ το λόγο τούτο, με την κατηγορία του αιρετικού, δεν τον βάσταξε; Κ' εκείνος, ο γέροντας ο άγιος και διακριτικός, τους απάντησε: «Τα πρώτα, εμαυτώ επιγράφω· όφελος γαρ έστι τη ψυχή μου. Το δε αιρετικός, χωρισμός εστι από του Θεού, και ου θέλω χωρισθήναι από Θεού». Οι ασκηταί θαύμασαν την πνευματική σοφία της διακρίσεως του γέροντα κ' έφυγαν πνευματικά οικοδομημένοι.


***


Η Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι το «πίον και τετυρωμένον όρος», που δεν έχει να φοβηθεί τιποτε από τις αιρέσεις και τους αιρετικούς. Όλα τα πράγματα της Εκκλησίας είναι σε μια ιερή ενότητα δεμένα, που δεν αφήνουν περιθώρια για λιποταξίες -στους πραγματικούς τουλάχιστον και συνειδητούς ορθοδόξους. «Έκλυτον γαρ ουδέν, ή υδαρές εν τη Εκκλησία λέγει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, αλλ' έστι τα πάντα συνεσφιγμένα προς ευσέβειαν». Ο φόβος, όμως, είναι όταν οι αιρέσεις, που μνημονεύσαμε, εκμεταλλεύονται τη δική μας αδράνεια ή αμαρτωλότητα. Κι αυτό γίνεται αιτία να αληθεύει ο λόγος του προφήτου: «το γαρ όνομα του Θεού δι' υμάς βλασφημείται». Γιατί, όσες γνώσεις κι αν έχουμε για την Ορθοδοξία και τους αγίους Πατέρας, δεν πρόκειται να μας ωφελήσουν σε τίποτε, αν δεν βιώσουμε οι ίδιοι ό,τι εκείνοι πρώτα έζησαν κ' ύστερα μας εδίδαξαν.

«Ου πας ο λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ' ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν Ουρανοίς». Κ' επειδή η φύση και o χαρακτήρας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, της Εκκλησίας των Πατέρων είναι ασκητικός, πρέπει με άσκηση κ' εμείς να μιμηθούμε το βίο τους, το κατά δύναμη, για να καταλάβουμε τη διδασκαλία τους ως το πιο μυστικό βάθος. Αυτό θα μας δώσει μια καινούργια δύναμη και θα σβήσει τη φλογισμένη δίψα μας. Αυτή την αλήθεια τονίζει χι ο υμνογράφος, στην γ' ωδή του Κανόνος της Κυριακής των Αγ. Πατέρων: «Ανακαθαίρει θολερούς και βορβορώδεις χειμάρρους, εκ πηγών του σωτηρίου αντλήσας, και διψώντα τον λαόν, τον του Χριστού κορέννυσι, των διδαχών τοις ρείθροις, ο των Πατέρων κατάλογος».


Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Τὴν Δευτέρα μετὰ τὴν Πεντηκοστή, ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ ὁποῖο ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός. Εἶναι ὁμοούσιο μὲ τὰ πρόσωπα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ κατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως «συνπροσκυνεῖται καὶ συνδοξάζεται» μὲ τὸν Πατέρα καὶ μὲ τὸν Υἱό, ἴσο κατὰ τὴ λατρεία καὶ τὴν τιμή.

Τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Μεγάλα εἶναι καὶ ξεπερνοῦν τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ τὰ χαρίσματα ποὺ μᾶς δώρισε σήμερα ὁ φιλάνθρωπος Θεός. Γι’ αὐτὸ ἃς χαροῦμε ὅλοι μαζὶ καὶ σκιρτώντας ἀπὸ ἀγαλλίαση ἃς ἀνυμνήσουμε τὸν Κύριό μας. Γιατί ἡ σημερινὴ ἡμέρα εἶναι γιὰ μᾶς ἑορτὴ καὶ πανηγύρι. Ὅπως δηλαδὴ διαδέχονται ἡ μιὰ τὴν ἄλλη οἱ ἐποχὲς καὶ οἱ κινήσεις τοῦ ἥλιου, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ στὴν Ἐκκλησία ἡ μία ἑορτὴ διαδέχεται τὴν ἄλλη καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀπὸ τὴν μιὰ πηγαίνουμε στὴν ἄλλη. Πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ ἑορτάσαμε τὸν σταυρό, τὸ πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση, καὶ ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στοὺς οὐρανούς. Σήμερα φθάσαμε στὴν κορυφὴ τῶν ἀγαθῶν, σ’ αὐτὴν τὴν κορωνίδα τῶν ἑορτῶν, βρισκόμαστε πιὰ στὴν πραγματοποίηση τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Κυρίου. «Γιατί ἂν φύγω», λέει, «θὰ σᾶς στείλω ἄλλον Παράκλητο, καὶ δὲν θὰ σᾶς ἀφήσω ὀρφανούς». (Ἰωάν. ιστ’, 6). Βλέπετε τὸ πατρικό Του ἐνδιαφέρον; Βλέπετε τὴν ἀνέκφραστη φιλανθρωπία Του; Πρὶν λίγες ἡμέρες ἀνελήφθη στὸν οὐρανό, κάθισε στὸν βασιλικὸ θρόνο, στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, καὶ σήμερα μᾶς στέλνει ὡς δῶρο τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο μᾶς χορηγεῖ ἄπειρα οὐράνια ἀγαθά. Γιατί, πές μου, ποιὸ ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ ποὺ συμβάλλουν στὴ σωτηρία μας δὲν μᾶς δόθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα;

Μὲ τὴν χάρη Του ἀπαλλασσόμαστε ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ διαβόλου, καλούμαστε στὴν ἐλευθερία τοῦ Χριστοῦ, ὁδηγούμαστε στὴν οὐράνια υἱοθεσία, ἀναγεννιόμαστε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ ξεφορτωνόμαστε τὸ βαρὺ καὶ δυσβάστακτο φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας. Μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος βλέπουμε νὰ ὑπάρχουν τόσοι ἱερεῖς καὶ ἔχουμε τάγματα διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὴν πηγὴ αὐτὴ πήγασαν πλούτη προφητειῶν καὶ χαρίσματα ἰάσεων καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ συνήθως στολίζουν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα προέρχονται. Καὶ φωνάζει ὁ Παῦλος καὶ λέει: «Γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ χαρίσματα ἐνεργεῖ τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ Πνεῦμα, ποὺ τὰ μοιράζει ὅπως θέλει στὸν καθένα χωριστά» (Α’ Κορ. ιβ’, 11).

«Ὅπως θέλει», λέει, ὄχι ὅπως ἔχει διαταχθεῖ. «Μοιράζει», καὶ δὲν μοιράζεται. Ἔχει ἐξουσία, καὶ δὲν ἐξουσιάζεται. Γιατί ὁ Παῦλος λέει πὼς ἔχει καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὴν ἴδια ἐξουσία, ποὺ ἔχει καὶ ὁ Πατήρ. Καὶ ὅπως εἶπε γιὰ τὸν Πατέρα «ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐνεργεῖ παντοῦ καὶ πάντα» (Α’ Κορ. ιβ’, 6), ἔτσι λέει καὶ γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ χαρίσματα ἐνεργεῖ τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ Πνεῦμα, ποὺ τὰ μοιράζει ὅπως θέλει στὸν καθένα χωριστά». Εἶδες τέλεια ἐξουσία ποὺ ἔχει; Γιατί ὅσα πρόσωπα ἔχουν τὴν ἴδια φύση καὶ οὐσία εἶναι φανερὸ ὅτι ἔχουν καὶ τὴν ἴδια ἐξουσία, καὶ ὅσα ἔχουν τὴν ἴδια ἀξία, σ’ αὐτὰ μία εἶναι ἡ δύναμη καὶ ἡ ἐξουσία.

Χάρη στὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπαλλαχτήκαμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, μὲ αὐτὴν ξεπλύναμε τὴν ψυχή μας ἀπὸ κάθε ρύπο. Μὲ τὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐνῶ ἤμασταν ἄνθρωποι, γίναμε ἄγγελοι, ὅσοι βέβαια θελήσαμε νὰ μᾶς βοηθήσει ἡ χάρη Του, χωρὶς νὰ ἀλλάξει ἡ φύση μας, ἀλλά, καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ ἀξιοθαύμαστο, διατηρήσαμε τὴν ἀνθρώπινη φύση μας καὶ μὲ αὐτὴ ἐπιδείξαμε ἀγγελικὴ συμπεριφορά. Τόσο μεγάλη εἶναι λοιπὸν ἡ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Καὶ ὅπως ἡ πραγματικὴ φωτιὰ ὅταν δεχτεῖ τὸν μαλακὸ πηλὸ τὸν καθιστὰ σκληρὸ κεραμίδι, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἡ φωτιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν δεχτεῖ μία ψυχὴ συνετή, ἀκόμη καὶ ἂν τὴ βρεῖ πιὸ μαλακὴ καὶ ἀπ’ τὸν πηλό, τὴν κάνει πιὸ γερὴ καὶ ἀπ’ τὸ σίδερο. Καὶ κάνει ξαφνικὰ πιὸ καθαρὸ ἀπ’ τὸν ἥλιο ἐκεῖνον ποὺ ἕως τώρα ἦταν μολυσμένος ἀπ’ τὴν ἀκαθαρσία τῶν ἁμαρτιῶν.[...]

«Μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ», λέει, «καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ μας». Εἶδες, ἀγαπητέ, τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Εἶδες ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἐξαφάνισε ὅλες αὐτὲς τὶς κακίες, καὶ ὅτι ἐκείνους ποὺ ἦταν προηγουμένως ὑποδουλωμένοι στὶς ἁμαρτίες τους, τοὺς ἀνέβασε ξαφνικὰ σὲ τόσο ὑψηλὲς τιμές;

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος 


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Εὐλογητὸς εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ πανσόφους, τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας, καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, καὶ δι’ αὐτῶν, τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας, Φιλάνθρωπε δόξα σοι.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρὸς τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε· καὶ συμφώνως δοξάζομεν τὸ Πανάγιον Πνεῦμα.

Μεγαλυνάριον.
Ἐν πυρίναις γλώσσαις τοῖς Μαθηταῖς, ἐν τῷ ὑπερῴῳ, ὡς ὑπέσχου ἐκ τοῦ Πατρός, ἔπεμψας Σωτήρ μου, τὸ συμφυές σου Πνεῦμα, καὶ τούτους τῆς σῆς δόξης, ῥήτορας ἔδειξας.


http://www.synaxarion.gr

... με το θάνατό Του ο Χριστός άλλαξε την ίδια τη φύση του θανάτου, την έκανε μια μετάβαση – ένα “πέρασμα”, ένα “Πάσχα” – προς τη Βασιλεία του Θεού ...

Όταν κάποιος ξεκινά για ένα ταξίδι, πρέπει να ξέρει πού πηγαίνει. Το ίδιο ισχύει και με τη Σαρακοστή. Προ πάντων, η Σαρακοστή είναι ένα πνευματικό ταξίδι και προορισμός του είναι το Πάσχα, “η εορτή των εορτών”. Είναι η προετοιμασία για την “εκπλήρωση του Πάσχα, την αληθινή Αποκάλυψη”. Για να ξεκινήσουμε, επομένως, πρέπει να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε αυτή τη σύνδεση μεταξύ Σαρακοστής και Πάσχα, επειδή αποκαλύπτει κάτι πολύ ουσιαστικό, ύψιστης σημασίας για τη χριστιανική μας πίστη και ζωή.

Χρειάζεται να εξηγήσουμε ότι το Πάσχα είναι πολλά περισσότερα από μια ακόμη γιορτή, από μια επέτειο ανάμνηση ενός περασμένου γεγονότος; Οποιοσδήποτε έχει συμμετάσχει, έστω μία μόνο φορά, σε εκείνη την νύχτα που είναι “λαμπρότερη από την ημέρα”, και έχει δοκιμάσει εκείνη τη μοναδική χαρά, το γνωρίζει [...] Με το Πάσχα γιορτάζουμε την Ανάσταση του Χριστού ως κάτι που συνέβη και συνεχίζει να συμβαίνει σε μας. Επειδή ο καθένας μας έλαβε το δώρο αυτής της νέας ζωής και τη δύναμη να την αποδεχτεί και να τη ζήσει. Είναι ένα δώρο που αλλάζει ριζικά τη στάση μας απέναντι σε όλα τα στοιχεία αυτού του κόσμου, ακόμη και το θάνατο. Μας δίνει τη δυνατότητα να διαβεβαιώνουμε με χαρά: “Θάνατος δεν υπάρχει πια!” Όμως, ο θάνατος είναι ακόμα εδώ αναμφίβολα, συνεχίζουμε να τον αντιμετωπίζουμε και κάποια μέρα θα έρθει και θα μας πάρει. Αλλά είναι ολόκληρη η πίστη μας ότι με το θάνατό Του ο Χριστός άλλαξε την ίδια τη φύση του θανάτου, την έκανε μια μετάβαση – ένα “πέρασμα”, ένα “Πάσχα” – προς τη Βασιλεία του Θεού και μεταμόρφωσε τη μεγαλύτερη τραγωδία στον απόλυτο θρίαμβο. [...]

Τέτοια είναι αυτή η πίστη της Εκκλησίας, που βεβαιώνεται και γίνεται αυταπόδεικτη μέσω των αμέτρητων Αγίων της. Ωστόσο, μήπως δεν είναι καθημερινή μας διαπίστωση ότι αυτή η πίστη μάς ανήκει πολύ σπάνια, ότι συνεχώς χάνουμε και προδίδουμε τη “νέα ζωή” που λάβαμε ως δώρο, και ότι στην πραγματικότητα ζούμε σαν ο Χριστός να μην είχε αναστηθεί από τους νεκρούς, σαν αυτό το μοναδικό γεγονός να μην είχε καμιά σημασία για μας; [...] Απλά τα ξεχνάμε όλα αυτά – τόσο πολυάσχολοι είμαστε, τόσο βυθισμένοι στις καθημερινές μας ανησυχίες – και επειδή τα ξεχνάμε, αποτυγχάνουμε. Και μέσω αυτής της λήθης, της αποτυχίας και της αμαρτίας, η ζωή μας γίνεται πάλι “παλιά” – ασήμαντη, σκοτεινή, και εν τέλει χωρίς νόημα – ένα άσκοπο ταξίδι προς ένα άσκοπο τέλος. [...] Μπορεί κατά διαστήματα να αναγνωρίζουμε και να εξομολογούμαστε τις διάφορες “αμαρτίες” μας, ωστόσο παύουμε να αντιστοιχίζουμε τη ζωή μας προς εκείνη τη νέα ζωή που αποκάλυψε και μας έδωσε ο Χριστός. Πράγματι, ζούμε σαν να μην ήρθε ποτέ. Αυτή είναι η μόνη πραγματική αμαρτία, η αμαρτία όλων των αμαρτιών, η απύθμενη θλίψη και τραγωδία της κατ’ όνομα Χριστιανοσύνης μας.

Εάν το συνειδητοποιήσουμε, τότε ίσως να καταλάβουμε τι είναι το Πάσχα και γιατί χρειάζεται και προϋποθέτει τη Σαρακοστή. Διότι τότε μπορεί να καταλάβουμε ότι οι λειτουργικές παραδόσεις της Εκκλησίας, όλοι οι κύκλοι της και οι ακολουθίες της, υπάρχουν, καταρχήν, για να μας βοηθήσουν να επανακτήσουμε την όραση και τη γεύση αυτής της νέας ζωής που τόσο εύκολα χάνουμε και προδίδουμε, ούτως ώστε να μετανοήσουμε και να επιστρέψουμε σε αυτήν . [...] Και πάλι ο “παλαιός” βίος της αμαρτίας και της μικρότητας δεν υπερνικιέται και δεν αλλάζει εύκολα. Το Ευαγγέλιο αναμένει και απαιτεί από τον άνθρωπο μια προσπάθεια για την οποία, στην παρούσα κατάστασή του, είναι ουσιαστικά ανίκανος . [...] Εδώ εμφανίζεται η Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Αυτή είναι η βοήθεια που μας παρέχεται από την Εκκλησία: η σχολή της μετανοίας, που μόνη αυτή θα μας δώσει τη δυνατότητα να δεχτούμε το Πάσχα όχι μόνο ως άδεια για να φάμε, να πιούμε και να χαλαρώσουμε, αλλά πράγματι ως το τέλος “του παλαιού” μέσα μας, ως την είσοδό μας στο «καινό”. [...] Μέσα σε κάθε έτος η Σαρακοστή και το Πάσχα είναι, για άλλη μια φορά, η ανακάλυψη και η αποκατάσταση από μας αυτού που είχαμε γίνει μέσω του βαπτισματικού θανάτου και της αναστάσεώς μας.

Ένα ταξίδι, ένα προσκύνημα! Όμως, καθώς το ξεκινάμε, καθώς κάνουμε το πρώτο βήμα στο “χαροποιόν πένθος” της Σαρακοστής, βλέπουμε – μακριά, πολύ μακριά – τον προορισμό. Είναι η χαρά του Πάσχα, είναι η είσοδος στη δόξα της Βασιλείας. Και είναι αυτή η όραση, η πρόγευση του Πάσχα, που κάνει το πένθος της Σαρακοστής χαροποιόν, το σαρακοστιανό μας αγώνα μια «πνευματική άνοιξη». Η νύχτα μπορεί να είναι σκοτεινή και μακρά, αλλά κατά μήκος όλου του δρόμου μια μυστηριώδης και ακτινοβόλος αυγή φαίνεται να λάμπει στον ορίζοντα. “Μην μας στερήσεις την προσδοκία μας, Φίλε του ανθρώπου!”

Δόξα τω Θεώ!

Αποσπάσματα από το βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή» του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν