Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Επιστολή Βαρνάβα



(Αρ­χαί­ο Κεί­με­νο)



    Χαί­ρε­τε, μέ­σα σε ει­ρή­νη, υι­οί και θυ­γα­τέ­ρες, εν ο­νο­μα­τι του Κυ­ρί­ου που μας  α­γά­πη­σε. Με­γά­λες και  πλού­σι­ες εί­ναι οι δω­ρε­ές του Θε­ού σε σας και ξε­χει­λί­ζω α­πό ευ­φρο­σύ­νη α­πε­ρί­γρα­πτη για  τη μα­κα­ρί­α και έν­δο­ξη σας κα­τά­στα­σι. Δι­ό­τι εί­σθε δο­χεί­α της πνευ­μα­τι­κής χά­ρι­τος. Και νοι­ώ­θω με­γά­λη χα­ρά για τον ε­αυ­τό μου ελ­πί­ζον­τας να σω­θώ, δι­ό­τι βλέ­πω α­λη­θι­νά α­πό την α­στεί­ρευ­τη πη­γή, τον Κύ­ριο, να εί­στε πο­τι­σμέ­νοι με   το Πνεύ­μα. Το να σας σκέ­πτο­μαι και να σας πο­θώ εί­ναι η με­γά­λη μου συγ­κί­νη­σις. Θέ­λω, λοι­πόν, να σας  μι­λή­σω α­πό τα πολ­λά που γνω­ρί­ζω, έ­χον­τας συ­νο­δευ­θή στο δρό­μο της δι­και­ο­σύ­νης α­πό τον Κύ­ριο, σπρωγ­μέ­νος α­πό την α­κα­τα­νί­κη­τη α­γά­πη μου σε σας, που σας έ­χω πά­νω α­πό τη ζω­ή μου, δι­ό­τι με­γά­λη πί­στις και α­γά­πη κα­τοι­κούν α­νά­με­σα σας  ε­π’ ελ­πί­δι ζω­ής του Θε­ού. Σκέ­φθη­κα, λοι­πόν, ό­τι αν γνοια­στώ να σας
με­τα­δώ­σω έ­να μέ­ρος ά­π' ό­σα έ­λα­βα,  θα εί­ναι αυ­τό αι­τί­α να πά­ρω μι­σθο, δι­ό­τι θα έ­χω υ­πη­ρε­τή­σει τέ­τοι­ες ψυ­χές, Κι  έ­τσι βι­ά­σθη­κα να σας  γρά­ψω αυ­τή τη  σύν­το­μη ε­πι­στο­λή, για να  έ­χε­τε μα­ζί με την πί­στι και τη  γνώ­σι τε­λεί­α. Τρί­α, λοι­πόν, εί­ναι τα  δόγ­μα­τα του Κυ­ρί­ου.  Ζω­ής ελ­πίς αρ­χή και τέ­λος της πί­στε­ως μας και η δι­και­ο­σύ­νη της κρί­σε­ως αρ­χή και τέ­λoς και η α­γά­πη α­πό­δει­ξις των  έρ­γων της  δι­και­ο­σύ­νης μέ­σα σε ευ­φρο­σύ­νη και α­γαλ­λί­α­σι.   '­Ο Δε­σπό­της μας γνώ­ρι­σε διά των προ­φη­τών τα πε­ρα­σμέ­να και τα τω­ρι­νά και των  μελ­λόν­των μας έ­δω­σε την πρό­γευ­σι.  Και βλέ­πον­τας κα­θέ­να ά­π’ αυ­τά να πραγ­μα­το­ποι­ή­ται, σύμ­φω­να με τον λό­γο του, πρέ­πει πλου­σι­ώ­τε­ρα και με­γα­λο­πρε­πέ­στε­ρα να τον υ­πη­ρε­τού­με με φό­βο. "Ο­σο για μέ­να ό­χι ως δι­δά­σκα­λος, αλ­λά σαν έ­νας α­πό σας θα σας  δεί­ξω το νό­η­μα με­ρι­κών α­πό αυ­τά, για να ευ­φραν­θή­τε σή­με­ρα. Οι μέ­ρες εί­ναι πο­νη­ρές και ο σα­τα­νάς έ­χει ε­ξου­σί­α α­κό­μη. Πρέ­πει, λοι­πόν με  προ­σο­χή να α­νι­χνεύ­ου­με τα  θε­λή­μα­τα του Κυ­ρί­ου. Της πί­στε­ως μας  βο­η­θοί εί­ναι ο φό­βος και  η υ­πο­μο­νή και σύμ­μα­χοί μας η μα­κρο­θυ­μί­α και η εγ­κρά­τεια.   "Ο­ταν αυ­τά υ­πάρ­χουν στην θε­ο­χά­ρα­κτη ζω­ή μας  με κά­θε. α­γνό­τη­τα, ευ­φρό­συ­να συμ­πλη­ρώ­μα­τα τους έ­χουν τη σο­φί­α, τη σύ­νε­σι, την ε­πι­στή­μη, τη γνώ­σι. Δι­ό­τι μας  έ­χει φα­νε­ρω­θή ά­π' ό­λους τους προ­φή­τες ούτε θυ­σί­ες ού­τε ο­λο­καυ­τώ­μα­τα ού­τε προ­σφο­ρές έ­χει α­νάγ­κη ο Κύ­ριος. «Τι μοι πλή­θος των  θυ­σι­ών υ­μών;  λέ­γει Κύ­ριος. Πλή­ρης ει­μί ο­λο­καυ­τω­μά­των,  και   στέ­αρ αρ­νών και  αί­μα ταύ­ρων και  τρά­γων ου   βού­λο­μαι, ου­δ' αν έρ­χη­σθε ο­φθή­ναί μοι. Τις γαρ ε­ξε­ζή­τη­σε ταύ­τα εκ των  χει­ρών υ­μών;  πα­τείν μου την  αυ­λή ου προ­σθή­σε­σθε.  Ε­άν φέ­ρη­τε σε­μί­δα­λιν,  μά­ται­ον· θυ­μί­α­μα βδέ­λυγ­μά μοι  ε­στίν·  Τας  νε­ο­μη­νί­ας υ­μών και   τα σάβ­βα­τα ουκ α­νέ­χο­μαι.« Αυ­τά, λοι­πόν, τα κα­τήρ­γη­σε, για να μην έ­χη ιην προ­σφο­ρά αν­θρω­πο­κά­μω­τη ο  και­νούρ­γιος νό­μος του Κυ­ρί­ου η­μών Ι­η­σού Χρι­στού, που εί­ναι χω­ρίς ζυ­γό α­νάγ­κης.  Και λέ­γει πά­λι στους Ι­ου­δαί­ους. «Μη ε­γώ έ­νε­τει­λά­μην τοις  πα­τρά­σιν υ­μών εκπκο­ρευ­ο­μέ­νοις εκ  γης   Αι­γύ­πτου,  προ­σε­νέγ­και μοι   ο­λο­καυ­τώ­μα­τα και  θυ­σί­ας; Αλ­λ' η τού­το ε­νε­τει­λά­μην αυ­το­ίς·   έ­κα­στος υ­μών κα­τά του πλη­σί­ον εν τη  καρ­δί­α ε­αυ­το­ύ κα­κί­αν μη μνη­σι­κα­κεί­τω,  και όρ­κο ψευ­δή μη  α­γα­πά­τε.»  Ι­Ι­ρέ­πει,  λοι­πόν, να αι­σθα­νό­μα­στε, χω­ρίς να  εί­μα­στε α­σύ­νε­τοι, την α­γα­θή δι­ά­θε­σι του πα­τέ­ρα μας, που θέ­λει να  μη  του συμ­πε­ρι­φε­ρό­μα­στε πλα­νε­μέ­να ό­πως ε­κεί­νοι. Μας λέ­γει, λοι­πόν, τα ε­ξής: «  Θυ­σί­α τω  Κυ­ρί­ω καρ­δί­α συν­τε­τριμ­μέ­νη,   ο­σμή ευ­ω­δί­ας τω Κυ­ρί­ω καρ­δί­α δο­ξά­ζου­σα τον   πε­πλα­κό­τα αυ­τήν.»  Έ­τσι ας μα­θαί­νου­με με α­κρί­βεια, α­δελ­φοί, τα κα­θέ­κα­στα της  σω­τη­ρί­ας μας, για να  μη  μας πιά­ση με το  κρυ­φό σχοι­νί της  πλά­νης ο πο­νη­ρός και  μας  εκ­σφεν­δο­νί­ση μα­κριά α­πό τη ζω­ή του Θε­ού.  Ό­θεν πρέ­πει να ε­ρευ­νού­με τη θρη­σκεί­α μας με  με­γά­λη δί­ψα για να βρί­σκου­με ό­λα ε­κεί­να που  θ’  α­παρ­τί­σουν τη σω­τη­ρί­α μας. Ας ξε­κό­ψου­με,  λοι­πόν, τε­λεί­ως α­πό ό­λα τα έρ­γα της α­νο­μί­ας για να μη  μας  κα­τα­πλα­κώ­σουν αυ­τά τα έρ­γα. Κι  ας  μι­σή­σου­με την πλά­νη του πα­ρόν­τος αι­ώ­νος, για να γί­νου­με οι α­γα­πη­τοί του  μέλ­λον­τος. Ας μη δί­νου­με στην ψυ­χή μας  χα­λα­ρό­τη­τα κι  έ­τσι να τρα­βι­έ­ται στους δρό­μους των α­μαρ­τω­λών και  των πο­νη­ρών, για να μη γί­νου­με ό­μοι­οί τους. Το τέ­λει­ο σκάν­δα­λο έ­φθα­σε, για το  ο­ποί­ο εί­ναι γραμ­μέ­νο, ό­πως λέ­γει ο  Ε­νώχ.  Γι' αυ­τό κι  ο  Δε­σπό­της πε­ρί­κο­ψε τους και­ρο­ύς και τις μέ­ρες,  για  να φθά­ση γρή­γο­ρα ο α­γα­πη­μέ­νος του και να λά­βη την  κλη­ρο­νο­μιά του.  '­Έ­τσι το λέ­γει ο προ­φή­της· « Βα­σι­λεί­αι δέ­κα ε­πί της γης βα­σι­λεύ­σου­σιν,  και  ε­ξα­να­στή­σε­ται ό­πι­σθεν μι­κρός βα­σι­λεύς ος τα­πει­νώσει τρεις  υ­φ' εν των βα­σι­λέ­ων.» Για  το ί­διο ζή­τη­μα λέ­γει και ο  Δα­νι­ήλ·  «Και εί­δον το  τέ­ταρ­τον θη­ρί­ον το  πο­νη­ρόν και  ι­σχυ­ρόν και  χα­λε­πώ­τε­ρον πα­ρά πάν­τα τα θη­ρί­α της  θα­λάσ­σης,  και ως  εξ  αυ­τού α­νέ­τει­λεν δέ­κα κέ­ρα­τα,  και  εξ  αυ­τών μι­κρόν κέ­ρας πα­ρα­φυά­διον, και ως ε­τα­πεί­νω­σεν ύ­φ' εν  τρί­α των  με­γά­λων κε­ρά­των.» Πρέ­πει αυ­τά να  τα νοι­ώ­θε­τε.  Α­κό­μα και για το ε­ξής σας πα­ρα­κα­λώ, σαν α­δελ­φός σας, α­γα­πών­τας σας τον κα­θέ­να και ό­λους πά­νω α­πό τη ζω­ή μου, να προ­σέ­χε­τε τώ­ρα και να μη γί­νε­στε ό­μοι­οι με κά­ποι­ους που θέ­λουν να σας  ε­πι­σω­ρεύ­σουν α­μαρ­τί­ες, δι­δά­σκον­τας ό­τι η δι­α­θή­κη εί­ναι των I­ου­δαί­ων και ό­χι δι­κή μας. Εί­ναι μό­νο δι­κή μας. Δι­ό­τι ε­κεί­νοι την έ­χα­σαν μό­λις την  εί­χε πά­ρει ο Μω­ϋ­σης. Λέ­γει η Γρα­φή. «Και  ην  Μω­ϋ­σης εν   τω ό­ρει νη­στεύ­ων η­μέ­ρας τεσ­σα­ρά­κον­τα και  νύ­κτας τεσ­σα­ρά­κον­τα και   έ­λα­βε την  δι­α­θή­κην α­πό του Κυ­ρί­ου,  πλά­κας λι­θί­νας γε­γραμ­μέ­νας τω δα­κτύ­λω της χει­ρος του  Κυ­ρί­ου.» Αλ­λά σαν γύ­ρι­σαν στη λα­τρεί­α των  ει­δώ­λων, την έ­χα­σαν.  Δι­ό­τι μί­λη­σε ο  Κύ­ριος έ­τσι «Μω­ϋ­σή,  Μω­ϋ­σή,  κα­τά­βη­θι το  τά­χος,  ό­τι η­νο­μη­σεν ο λα­ός σου, ους ε­ξή­γα­γες εκ  γης Αι­γύ­πτου.»  Και κα­τά­λα­βε ο Μω­ϋ­σης κι έρ­ρι­ξε κα­τά γης τις δύ­ο πλά­κες· κι έ­γι­νε συν­τρίμ­μια η δι­α­θή­κη τους, για να  σφρα­γι­σθή ά­σβυ­στη στον αι­ώ­να η δι­ά­θή­κη του α­γα­πη­μέ­νου Ί­η­σού στην καρ­διά μας μέ­σα στην ελ­πί­δα της πί­στε­ως του. Θέ­λω πολ­λά να  σας γρά­ψω,  ό­χι ως δι­δά­σκα­λος, αλ­λά α­πό χρέ­ος α­γά­πης, για  να  μην εί­σθε ελ­λι­πείς ως προς το πε­ρι­ε­χο­με­νο της  πί­στε­ως μας.  Γι' αυ­τό σας έ­στει­λα το πα­ρον γράμ­μα, ε­γώ το κα­τά­κά­θι σας.  '­Ας α­γρυ­πνού­με στις έ­σχα­τες μέ­ρες. Δι­ό­τι σε τί­πο­τε δεν θα μας ω­φε­λή­ση ο­λό­κλη­ρος ο χρό­νος της  ζω­ής και της πί­στε­ως μας, αν  δεν αν­τι­στα­θού­με κα­θώς ται­ριά­ζει σε υι­ούς του Θε­ού στον  τω­ρι­νό και­ρό της α­νο­μί­ας και τα μέλ­λον­τα σκάν­δα­λα.  Για να μη πε­τύ­χη, Λοι­πόν,  καμ­μιά κρυ­φή εισ­δύ­σι ο  σκο­τει­νος,  ας ξε­φύ­γου­με α­πό κά­θε μα­ται­ό­τη­τα, ας  μι­σή­σου­με τε­λεί­ως τα  έρ­γα της  πο­νη­ράς ο­δού. Μην αρ­κεί­σθε στον  ε­αυ­τό σας και  μη  μέ­νε­τε χω­ρι­στά ο κα­θέ­νας σαν να εί­χα­τε ή­δη δι­και­ω­θή,  αλ­λά να συ­νά­ζε­σθε ε­πί το αυ­τό και να συ­ζη­τεί­τε για το κοι­νό συμ­φέ­ρον. Λέ­γει η  Γρα­φή «Ου­αί οι συ­νε­τοί ε­αυ­τοίς και    ε­νώ­πιον ε­αυ­τών ε­πι­στή­μο­νες.» "Ας γί­νου­με πνευ­μα­τι­κοί, ας  γί­νου­με να­ός τέ­λει­ος τ­ου Θε­ού.  "Ο­σο μπο­ρού­με ας με­λε­τώ­μεν τον  φό­βον του Θε­ού κι ας α­γω­νι­ζό­μα­στε να  φυ­λά­με τις εν­το­λές του, για να ευ­φραν­θού­με μέ­σα στα  θε­λή­μα­τα του. Ο Κύ­ριος α­προ­σω­πο­λή­πτως κρί­νει τον κό­σμο.  Ο κα­θέ­νας θα δρέ­ψη τους καρ­πούς των έρ­γων του. "Αν εί­ναι α­γα­θός, η δι­και­ο­σύ­νη του θα τρέ­ξη μπρο­στά του. "Αν  εί­ναι πο­νη­ρός, ο μι­σθός της πο­νη­ρί­ας του θα προ­η­γη­θή. Έ­τσι δεν θα ε­πα­να­παυ­θού­με στην ι­δέ­α ό­τι εί­μα­στε κλη­τοί και δεν θα μας πά­ρη ο  ύ­πνος πά­νω στις α­μαρ­τί­ες μας και ο πο­νη­ρός άρ­χων δεν θα έ­χη την ε­ξου­σί­α να  μας τρα­βή­ξη έ­ξω α­πό τη βα­σι­λεί­α του Κυ­ρί­ου. Α­κό­μη και το ε­ξής, α­δελ­φοί μου, σκε­φθή­τε πό­σα τέ­ρα­τα και ση­μεί­α δεν έ­γι­ναν στον Ισ­ρα­ήλ και ό­μως κα­τό­πιν ε­ξέ­πε­σε και  εγ­κα­τα­λεί­φθη­κε α­πό τον Θε­ό. "Ας προ­σέ­χου­με, ό­θεν, μή­πως βρε­θού­με ό­πως εί­ναι γραμ­μέ­νο πολ­λοί κλη­τοί, ο­λί­γοι δε ε­κλε­κτοί Ο Κύ­ριος γι'  αυ­τό έ­πα­θε σω­μα­τι­κά, για να  βρού­με ά­φε­σι α­μαρ­τι­ών και να γί­νου­με κα­θα­ροί με τον  ραν­τι­σμό του  αί­μα­τος του. Εί­ναι γραμ­μέ­να σχε­τι­κά με το πά­θος του τα ε­ξής που α­φο­ρούν ­και τον Ισ­ρα­ήλ κι ε­μας. «Ε­τραυ­μα­τί­σθη διά  τας  α­νο­μί­ας η­μών και  με­μα­λά­κι­σται διά τας α­μαρ­τί­ας η­μών τω μώ­λω­πι αυ­τού η­μείς ι­ά­θη­μεν ως  πρό­βα­τον ε­πί σφα­γήν ή­χθη και  ως  α­μνός ά­φω­νος ε­ναν­τί­ον του   κεί­ρον­τος αυ­τόν.» Έ­τσι, πρέ­πει να υ­πε­ρευ­χα­ρι­στού­με τον Κύ­ριο, που και τα  πε­ρα­σμέ­να μας γνώ­ρι­σε και  στα πα­ρόν­τα, μας έ­δω­σε σο­φί­α και  για τα  μέλ­λον­τα δεν μας  ά­φη­σε α­σύ­νε­τους. Και λέ­γει η Γρα­φή «Ουκ  α­δί­κως ε­κτεί­νε­ται δί­κτυ­α πτε­ρω­τοίς.» Κι αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι δι­καί­ως θα χα­θή ε­κεί­νος ο άν­θρω­πος που ε­νώ η γνώ­σις της  δι­και­ο­σύ­νης του  δί­νει φτε­ρά να πε­τά, πέ­φτει στον σκο­τει­νό γκρε­μνό. Α­κό­μη και το ε­ξής, α­δελ­φοί μου, ας σκε­φθή­τε. Ο Κύ­ριος εί­ναι Κύ­ριος το­υ κό­σμου ό­λου κι ό­μως δέ­χθη­κε να πά­θη για τη σω­τη­ρί­α των  ψυ­χών μας.  Εί­χε πη σ' αυ­τόν ο  Θε­ός α­πό κα­τα­βο­λής κό­σμου «Ποι­ή­σω­μεν άν­θρω­πον κα­τ' ει­κό­να και κα­θ' ο­μοί­ω­σιν η­με­τέ­ραν.»  Πως, λοι­πόν,  δέ­χθη­κε να  πά­θη στα χέ­ρια του πλά­σμα­τος του;  Μά­θε­τε το. Οι  προ­φή­ται που έ­παιρ­ναν ά­π' αυ­τόν τη  χά­ρι, γι' αυ­τόν προ­φή­τε­ψαν.  Κι  αυ­τός υ­πέ­μει­νε το πά­θος και ε­φα­νε­ρώ­θη εν σαρ­κί, δι­ό­τι έ­τσι έ­πρε­πε να γί­νη για να κα­τάρ­γη­ση τον θά­να­τον και­ να δεί­ξη την ε­κ  νε­κρών α­νά­στα­σι. Έ­τσι θα εκ­πλή­ρω­νε την υ­πό­σχε­σι που εί­χε δώ­σει στους πα­τέ­ρες και θα ε­τοί­μα­ζε και θα έ­δει­χνε λα­ό και­νούρ­γιο, ευ­ρι­σκό­με­νος ο ί­διος πά­νω στη γη, και έ­τσι θα κά­μη την κρί­σι α­φού χά­ρι­σε την α­νά­στα­σι. ΄Ο­λα αυ­τά τα δι­δά­σκει στον Ισ­ρα­ήλ και τα συ­νώ­δευ­σε με τέ­ρα­τα και ση­μεί­α και τον υ­πε­ρα­γά­πη­σε. Δι­ό­τι αν δεν ερ­χό­ταν εν  σαρ­κί,  πως θα τον έ­βλε­παν οι άν­θρω­ποι για να  σω­θούν, που δεν μπο­ρούν να δουν κα­τά­μα­τα τον ή­λιο, έρ­γο των χε­ρι­ών του, ευ­ρι­σκό­με­νος ο ί­διος πά­νω στη γη, και έ­τσι θα κά­μη την κρί­σι α­φού χά­ρι­σε την α­νά­στα­σι. ΄Ο­λα αυ­τά τα δι­δά­σκει στον Ισ­ρα­ήλ και τα συ­νώ­δευ­σε με τέ­ρα­τα και ση­μεί­α και τον υ­πε­ρα­γά­πη­σε. Κι ό­ταν δι­ά­λε­ξε τους  α­πο­στό­λους του,  που  έ­μελ­λαν να κη­ρύ­ξουν το ευ­αγ­γέ­λιο, τους δι­ά­λε­ξε με­σα α­πό τον α­μαρ­τω­λό κό­σμο ύ­πε­ρα­μαρ­τω­λούς,  για να  δεί­ξη ό­τι ουκ  ήλ­θε κα­λέ­σαι δι­καί­ους,  αλ­λά α­μαρ­τω­λούς και  τό­τε φα­νέ­ρω­σε ό­τι ή­ταν ο Υι­ός του  Θε­ού.  Δι­ό­τι αν δεν ερ­χό­ταν εν  σαρ­κί,  πως θα τον έ­βλε­παν οι άν­θρω­ποι για να  σω­θούν, που δεν μπο­ρούν να ί­δουν κα­τά­μα­τα τον ή­λιο, έρ­γο των χε­ρι­ών του,  τον ή­λιο που εί­ναι προ­σκαι­ρός και τους θαμ­πώ­νει το­σο;  Έ­τσι ο  Υι­ός του Θε­ού φό­ρε­σε σάρ­κα για να α­πο­κο­ρύ­φω­ση την α­μαρ­τί­α ε­κεί­νων που εί­χαν κα­τά­δι­ώ­ξει έ­ως θα­νά­του τους προ­φή­τες του. Και γι' αυ­τό υ­πέ­μει­νε το πά­θος. Λέ­γει ο  Θε­ός ό­τι η  πλη­γή της σαρ­κός του Υι­ού του θα προ­ερ­χό­ταν α­πό ε­κεί­νους· ΄Ο­ταν πα­τά­ξω­σι τον ποι­μέ­να ε­αυ­τών, τό­τε α­πο­λεί­ται τα πρό­βα­τα της ποί­μνης. Θέ­λη­σε,  λοι­πόν, να  υ­πο­στή τέ­τοι­ο πά­θος,  να πε­θά­νη πά­νω στο ξύ­λο του σταυ­ρού, δι­ό­τι έ­τσι έ­πρε­πε. Και λέ­γει ο προ­φή­της που τον προ­βλέ­πει έ­τσι· « Φεί­σαί μου της ψυ­χής α­πό ρομ­φαί­ας,  και Κα­θή­λω­σον μου τας  σάρ­κας, ό­τι πο­νη­ρευ­ο­μέ­νων συ­να­γω­γαί ε­πα­νέ­στη­σάν μοι.» Και  ε­πί­σης «Ι­δού,  τέ­θει­κά μου  τον  νώ­τον εις μά­στι­γας,  τας δε σι­α­γό­νας εις  ρα­πί­σμα­τα·  το  δε  πρό­σω­πον μου έ­θη­κα ως  στε­ρε­άν πέ­τραν.» Κι' ό­ταν έ­ξε­πλή­ρω­σε την  εν­το­λή, τί λέ­γει ;  «Τις ο κρι­νό­με­νος μοι; Άν­τι­στή­τω μοι ή τις  ο δι­και­ού­με­νος μοι; εγ­γι­σά­τω τω  παι­δί Κυ­ρί­ου.   Ου­αί υ­μίν,  ό­τι υ­μείς πάν­τες ως  ι­μά­τιον πα­λαι­ω­θή­σε­σθε, και  σης κα­τα­φά­γε­ται υ­μάς.» Και πά­λι λέ­γει ο προ­φή­της για τον Κύ­ριο που ή­ταν σαν δυ­να­τή πέ­τρα, ά­σύν­τρι­φτη· «Ι­δού, εμ­βα­λώ εις τα θε­μέ­λια Σι­ών λί­θον πο­λυ­τε­λή,  ε­κλε­κτόν,  α­κρο­γω­νια­ίον, έν­τι­μον. Κα­τό­πιν τί  λέ­γει ;  Και ο πι­στεύ­ων εις  αυ­τόν ζή­σε­ται εις τον αι­ώ­να.»  Πά­νω,  λοι­πόν, σε α­πλή πέ­τρα στη­ρί­ζε­ται ή ελ­πί­δα μας ; Μη γέ­νοι­το. Αλ­λά στη δύ­να­μι της  σαρ­κος του Κυ­ρί­ου,  που λέ­γει·  Και έ­θη­κέ με ως στε­ρε­ά πέ­τραν. Και  λέ­γει πά­λι ο προ­φή­της-  «Λί­θον ον α­πε­δο­κί­μα­σαν οι  οι­κο­δο­μούν­τες, ού­τος ε­γε­νή­θη εις κε­φα­λήν γω­νί­ας.  Και πά­λι λέ­γει· Αύ­την ε­στίν η ή­με­ρα η με­γά­λη και  θαυ­μα­στή, ην ε­ποί­η­σεν ο Κύ­ριος.» Σας τα κά­νω λια­νά, για να  μπαί­νε­τε στο νό­η­μα ε­γώ, που εί­μαι το κα­τα­κά­θι της α­γά­πης σας. Τί, λοι­πόν, λέ­γει πά­λι ο προ­φή­της;  «Πε­ρι­έ­σχε με  συ­να­γω­γή πο­νη­ρευ­ο­μέ­νων, ε­κύ­κλω­σάν με ω­σεί μέ­λισ­σαι κη­ρί­ον,  και ε­πί τον ί­μα­τι­σμόν μου  έ­βα­λον κλή­ρον. »Ι­Ι­ρο­φα­νε­ρώ­θη­κε, λοι­πόν, το πά­θος του, που θα υ­πέ­μει­νε φο­ρών­τας σάρ­κα. Και λέ­γει ο προ­φή­της για τον  Ισ­ρα­ήλ «Ου­αί τη  ψυ­χή αυ­τών, ό­τι βε­βού­λευν­ται βου­λήν πο­νη­ράν κα­θ' ε­αυ­τών, ει­πόν­τες·  Δή­σω­μεν τον   δί­και­ον,  ό­τι δύ­σχρη­στος η­μίν ε­στίν.»  Και τί λέ­γει ο  άλ­λος προ­φή­της σ'  αυ­τούς,  ο  Μω­ϋ­σής; «Ι­δού,  τά­δε λέ­γει Κύ­ριος ο  Θε­ός·  Ει­σέλ­θε­τε εις την γη την  ά­γα­θήν,  ην  ώ­μο­σε Κύ­ριος τω  Α­βρα­άμ και Ι­σα­άκ και  Ι­α­κώβ,  και κα­τα­κλη­ρο­νο­μή­σα­τε αυ­τήν, γη ρέ­ου­σαν γά­λα και μέ­λι.» Και  τί εν­νο­ού­σε, σκε­φθή­τε το. Ελ­πί­σα­τε, τους λέ­γει, στον Ί­η­σούν που μέλ­λει να σας φα­νε­ρω­θή με σάρ­κα. Ο  άν­θρω­πος εί­ναι χώ­μα πα­θη­τό. Ά­π' αυ­τό το χώ­μα πλά­σθη­κε ο­'­Α­δάμ. Για­τί, λοι­πόν, λέ­γει εις την γη την ά­γα­θήν,  γην  ρέ­ου­σαν γά­λα και μέ­λι;  Ευ­λο­γη­τός ο Κύ­ριος μας, α­δελ­φοί,  που  μας α­ξί­ω­σε να νοι­ώ­θου­με τα κρυ­φά του μυ­στή­ρια. Το λέ­γει ο προ­φή­της πα­ρα­βο­λι­κά εκ μέ­ρους του  ι­δί­ου· ποι­ος θα  κα­τά­λά­βη, αν  ό­χι ο σο­φός και ε­πι­στή­μων και ε­κεί­νος που α­γα­πά τον Κύ­ριο του; Μας έ­κα­με, λοι­πόν, και­νούρ­γιους με την ά­φε­σι των α­μαρ­τι­ών και μας ξα­να­τύ­πω­σε ψυ­χή παι­δι­κή α­να­πλά­θον­τας μας. Λέ­γει ή Γρα­φή για μας, ό­τι ο  Πα­τήρ εί­πε στον Υι­όν· Ποι­ή­σω­μεν κα­τ' ει­κό­να και  κα­θ' ο­μοί­ω­σιν η­μών των άν­θρω­πον,  και αρ­χέ­τω­σαν των  θη­ρί­ων της γης και των πε­τει­νών του ου­ρα­νού και των  ι­χθύ­ων της θα­λάσ­σης. Και εί­πε ο Κύ­ριος, σαν εί­δε το ω­ραί­ο του ποί­η­μα,δη­λα­δή ε­μάς· «Αύ­ξά­νε­σθε και πλη­θύ­νε­σθε και  πλη­ρώ­σα­τε την γην.» Αυ­τά ως προς τον Υι­ό. Πά­λι θα σας δεί­ξω, πως μι­λά σε μας.  Δεύ­τε­ρη πλά­σι έ­κα­με τε­λευ­ταί­ως.  Και λέ­γει ο Κύ­ριος· Ι­δού,  ποι­ώ τα έ­σχα­τα ως τα  πρώ­τα. Κι' αυ­τό εί­χε ύ­π' ό­ψι του  κη­ρύσ­σον­τας ο  προ­φή­της·  Ει­σέλ­θε­τε εις   γην ρέ­ου­σαν γά­λα και  μέ­λι και  κα­τα­κυ­ρι­εύ­σα­τε αυ­τήν .Και να, που ε­μείς έ­χου­με α­να­πλα­σθή, κα­θώς πά­λι λέ­γει με το στό­μα άλ­λου προ­φή­τη· Ι­δού, λέ­γει Κύ­ριος, έ­ξε­λώ τού­των, δη­λα­δή α­πό ε­κεί­νους που προ­έ­βλε­πε το Πνεύ­μα του  Κυ­ρί­ου, τας λι­θί­νας καρ­δί­ας και  έμ­βα­λώ σαρ­κί­νας.  Δι­ό­τι ο ί­διος ε­πρό­κει­το να φα­νε­ρω­θή εν σαρ­κί και να κα­τοί­κη­ση μέ­σα μας. Να­ός ά­γιος, α­δελ­φοί μου, του  Κυ­ρί­ου εί­ναι το κα­τοι­κη­τή­ριο της καρ­διάς μας. Και λέ­γει πά­λι ο Κύ­ριος-  Και εν τί­νι ο­φθή­σο­μαι τω Κυ­ρί­ω τω  Θε­ώ μου και  δο­ξα­σθή­σο­μαι; Και α­παν­τά. Έ­ξο­μο­λο­γή­σο­μαί σοι  εν  εκ­κλη­σί­α α­δελ­φών μου, και  ψα­λώ σοι  ά­να­μέ­σον εκ­κλη­σί­ας α­γί­ων. Ε­μείς εί­μα­στε, που έμ­πα­σε στη γη την α­γα­θή.  Και τι ση­μαί­νουν το γά­λα και το μέ­λι ; Ό­τι το παι­δί με μέ­λι και κα­τό­πιν με  γά­λα ζω­ποι­εί­ται. Έ­τσι, λοι­πόν, κι  ε­μείς με την  πί­στι της υ­πο­σχέ­σε­ως και με τον λό­γο ζω­ο­ποι­ού­μα­στε και θα κυ­ρι­εύ­σου­με ό­λη τη  γη. Και προ­εί­πε ά­π' αρ­χής Και  αύ­ξα­νέ­σθω­σαν και πλη­θυ­νέ­σθω­σαν και  αρ­χέ­τω­σαν των  ι­χθύ­ων.  Ποι­ος, λοι­πόν,   μπο­ρεί τώ­ρα να ε­ξου­σιά­ζη τα θη­ρί­α ή τα ψά­ρια ή τα πε­τει­νά του ου­ρα­νού;  Πρέ­πει δε να κα­τά­λά­βου­με ό­τι ή  ε­ξου­σί­α αύ­τη εί­ναι το  ί­διο πράγ­μα με  την κυ­ρί­ευ­σι. "Αν, λοι­πόν,  αυ­τό δεν γί­νε­ται, ση­μαί­νει ό­τι για μας έ­χει λε­χθή για πό­τε; Ό­ταν οι ί­διοι γί­νου­με τέ­λει­οι, ώ­στε να κλη­ρο­νο­μή­σου­με την  δι­α­θή­κη του  Κυ­ρί­ου.    Σκε­φθή­τε,  λοι­πόν, τέ­κνα της ευ­φρο­σύ­νης, ό­τι ό­λα ο α­γα­θός Κύ­ριος τα φα­νέ­ρω­σε α­πό πριν σε μάς, για να τον  αι­νού­με και να τον ευ­χα­ρι­στού­με με γνώ­σι για ό­λα. "Αν ο υι­ός του  Θε­ού, που εί­ναι Κύ­ριος και μέλ­λων κρί­νειν ζών­τας και νε­κρούς υ­πέ­στη πά­θος για να μας ζω­ο­ποι­ή­ση ή πλη­γή του, ας πι­στεύ­ου­με ό­τι έ­πα­θε μο­νά­χα για χά­ρι μας. Και  ό­ταν σταυ­ρώ­θη­κε ε­πο­τί­ζε­το ό­ξει και χο­λή. Α­κού­στε πως και γι' αυ­τό εί­χαν φα­νε­ρω­τι­κά ση­μά­δια οι ι­ε­ρείς του να­ού. Ή­ταν γραμ­μέ­νη ή εν­το­λή· Ος  αν μη  νη­στεύ­ση την  νη­στεί­αν,  θα­νά­τω έ­ξο­λο­θρευ­θή­σε­ται εί­χε προ­στά­ξει ο Κύ­ριος, δι­ό­τι και ο ί­διος ε­πρό­κει­το για τις  α­μαρ­τί­ες μας να προ­σφέ­ρη θυ­σί­α το σκεύ­ος του Πνεύ­μα­τος, για να έκ­πλη­ρω­θή και η προ­τύ­πω­σις του Ι­σα­άκ, ο ό­ποι­ος προ­σφέρ­θη­κε στο θυ­σι­α­στή­ριο. Τί λέ­γει, λοι­πόν, με το στό­μα του προ­φή­τη;  Και φα­γέ­τω­σαν εκ του τρά­γου του προ­σφε­ρο­μέ­νου τη νη­στεί­α υ­πέρ πα­σών των  α­μαρ­τι­ών.  Προ­σέ­χε­τε με  α­κρί­βεια.  Και φα­γέ­τω­σαν ο ι­ε­ρείς μό­νοι πάν­τες το έν­τε­ρον ά­πλυ­τον με­τά ό­ξους.  Για  ποι­ον λό­γο;  Δι­ό­τι, ε­πει­δή ε­μέ­να που ε­πρό­κει­το να προ­σφέ­ρω την  σάρ­κα μου για τις α­μαρ­τί­ες του και­νούρ­γιου λα­ού μου μέλ­λε­τε πο­τί­ζει χο­λήν με­τά ό­ξους, να φά­τε σεις μό­νοι, ε­νώ ο λα­ός θα νη­στεύ­η και θα κό­πτε­ται φο­ρών­τας σάκ­κο και έ­χον­τας βά­λει στά­χτη στα μαλ­λιά. Και μ' αυ­τά τα λό­για δεί­χνει ό­τι θα του ε­τοί­μα­ζαν αυ­τοί το πά­θος. Προ­σέ­ξε­τε και τις εν­το­λές του Λά­βε­τε δύ­ο τρά­γους κα­λούς και  ο­μοί­ους και προ­σε­νέγ­κα­τε, και  λα­βέ­τω ο  ι­ε­ρεύς τον έ­να εις  ο­λο­καύ­τω­μα υ­πέρ α­μαρ­τι­ών. Και τον άλ­λο τί  θα τον έ­κα­ναν;Έ­πι­κα­τά­ρα­τος, λέ­γει, ο  άλ­λος.  Προ­σέ­ξε­τε,  πως φα­νε­ρώ­νε­ται ο τύ­πος του Ί­η­σού.  Και έμ­πτύ­σα­τε πάν­τες και  κα­τα­κεν­τή­σα­τε και  πε­ρι­φέ­ρε­τε το έ­ριο το κόκ­κι­νον πε­ρί την κε­φα­λήν αυ­τού,  και ού­τως εις έ­ρη­μο βλη­θή­τω. Κι ό­ταν γί­νουν αυ­τά, με­τα­φέ­ρει στην πλά­τη του κά­ποι­ος τον  τρά­γο στην έ­ρη­μο και του α­φαι­ρεί το έ­ριο και το σκα­λώ­νει πά­νω σ'  έ­να φρύ­γα­νο που λέ­γε­ται ρα­χή και  που τους βλα­στούς του  συ­νη­θί­ζου­με να τρώ­με βρί­σκον­τας το στην ύ­παι­θρο. Έ­τσι μο­να­χά της ρα­χής εί­ναι τό­σο γλυ­κοί οι καρ­ποί. Και τί ση­μαί­νει αυ­τό; Δώ­στε προ­σο­χή. Τον μεν  έ­να ε­πί το  θυ­σι­α­στή­ριον,  τον  δε  έ­να ε­πι­κα­τά­ρα­τον. Και  ο δεύ­τε­ρος στε­φα­νω­μέ­νος,  για­τί; Δι­ό­τι θα τον δουν μια  μέ­ρα να φο­ρά κα­τά­σαρ­κα την κόκ­κι­νη χλα­μύ­δα και θα πουν· δεν εί­ναι αυ­τός, που ε­μείς κά­πο­τε σταυ­ρώ­σα­με και τον ε­ξου­θε­νώ­σα­με και  του κεν­τήν­σα­με την πλευ­ρά και τον φτύ­σα­με; Αυ­τός πράγ­μα­τι εί­ναι, που έ­λε­γε τό­τε ό­τι Υι­ός του Θε­ού ή­ταν. Και πως μοιά­ζει τό­σο με τον άλ­λον; Μα γι' αυ­τό ή­σαν οι τρά­γοι ό­μοι­οι, κα­λοί,  ί­σοι, για να εκ­πλα­γούν με την ο­μοι­ό­τη­τα, ό­ταν τον δουν να έρ­χε­ται. Ι­δού, λοι­πόν,  ο τύ­πος του μέλ­λον­τος να πά­θη Ί­η­σού. Και για­τί το  μαλ­λί το θέ­τουν α­νά­με­σα στ' αγ­κά­θια; Εί­ναι τύ­πος του Ί­η­σού στην Εκ­κλη­σί­α, ση­μαί­νον­τας ό­τι ό­ποι­ος θέ­λει να σή­κω­ση αυ­τό το κόκ­κι­νο μαλ­λί, θα πά­θη πολ­λά δι­ό­τι τ' αγ­κά­θια εί­ναι φο­βε­ρά κι α­φού ύ­πο­φέ­ρη θα τον α­πο­χτή­ση. Έ­τσι,  λέ­γει, ε­κεί­νοι που θέ­λουν να με δουν  και ν' αγ­γί­ξουν την  βα­σι­λεί­α μου  πρέ­πει να θλι­βούν και  να  πά­θουν για να μ'  α­πο­κτή­σουν.    Και τί­νος τύ­πος νο­μί­ζε­τε ό­τι εί­ναι η  εν­το­λή που πή­ρε ο Ισ­ρα­ήλ να προ­σφέ­ρουν δα­μά­λι ε­κεί­νοι που έ­χουν πολ­λές α­μαρ­τί­ες. Και α­φού το σφά­ξουν να το καί­νε ο­λό­τε­λα στη φω­τιά. Και να ση­κώ­νουν τό­τε τη στα­χτή τα παι­διά, να τη βά­ζουν σε αγ­γεί­α και να τυ­λί­γουν το κόκ­κι­νο μαλ­λί σε ξύ­λο (να πά­λι ο τύ­πος του σταυ­ρού και το κόκ­κι­νο έ­ριο) και να ραν­τί­ζουν με ύσ­σω­πο έ­να έ­να τον λα­ό για να κα­θα­ρί­ζον­ται α­πό τις α­μαρ­τί­ες. Κα­τά­λα­βαί­νε­τε τι θέ­λουν να πουν ό­λα αυ­τά ξά­στε­ρα. Ο μό­σχος εί­ναι ο Ι­η­σούς, οι α­μαρ­τω­λοί που τον προ­σφέ­ρουν εί­ναι αυ­τοί που τον ω­δή­γη­σαν στη σφα­γή.Κα­τό­πιν δεν υ­πάρ­χουν άν­δρες ού­τε των α­μαρ­τω­λών εί­ναι η δό­ξα.Τα παι­διά που ραν­τί­ζουν εί­ναι ε­κεί­νοι που μας ευ­αγ­γε­λί­σθη­καν την ά­φε­σι των α­μαρ­τι­ών και τον α­γνι­σμό της καρ­διάς, ε­κεί­νοι στους ο­ποί­ους δό­θη­κε η ε­ξου­σί­α του ευ­αγ­γε­λί­ου και που εί­ναι δώ­δε­κα, εκ­προ­σω­πών­τας ο κα­θέ­νας μί­α φυ­λή (δι­ό­τι δώ­δε­κα εί­ναι ο­ι φυ­λές του Ισ­ρα­ήλ). Αυ­τοί τά­χθη­καν να κη­ρύσ­σουν. Και για­τί ή­σαν τρί­α τα παι­διά του ράν­τι­ζαν; Δι­ό­τι εκ­προ­σω­πού­σαν τον Α­βρα­άμ, τον Ι­σα­άκ και τον Ι­α­κώβ, που ή­σαν με­γά­λοι ε­νώ­πιον του Θε­ού.Και για­τί το μαλ­λί πά­νω στο ξύ­λο; Δι­ό­τι η βα­σι­λεί­α του Ι­η­σού εί­ναι πά­νω στο ξύ­λο και ό­σοι ελ­πί­ζουν σ'  αυ­τόν θα  ζή­σουν στον αι­ώ­να. Και  για­τί μα­ζί το μαλ­λί και ο ύσ­σω­πος; Δι­ό­τι στη βα­σι­λεί­α του θα εί­ναι μέ­ρες πο­νη­ρές και ρυ­πα­ρές κα­τά τις ο­ποί­ες ε­μείς θα σω­θού­με. Ε­πει­δή και  ο λα­βω­μέ­νος γι­α­τρεύ­ε­ται με τον ρύ­πο του υσ­σώ­που. Αυ­τά ό­λα έ­τσι κα­μω­μέ­να, σε μας εί­ναι φα­νε­ρά, σ' ε­κεί­νους δε σκο­τει­νά, δι­ό­τι δεν ά­κου­σαν την φω­νή του Κυ­ρί­ου.    Δι­ό­τι λέ­γει ε­πί­σης για τ' αυ­τιά, πως έ­κα­με πε­ρι­το­μή στην καρ­διά μας. Λέ­γει ο Κύ­ριος με το στό­μα του προ­φή­τη·  Εις  α­κο­ήν ω­τί­ου υ­πή­κου­σάν μου. Και πά­λι λέ­γει- '­Α­κο­ή α­κού­σον­ται οι  πόρ­ρω­θεν, α  ε­ποί­η­σα γνώ­σον­ται. Και  πε­ρι­τμή­θη­τε, λέ­γει ο Κύ­ριος,  τας  καρ­δί­ας υ­μών. Και ε­πί­σης λέ­γει ΄Α­κου­ε Ισ­ρα­ήλ,  ό­τι τά­δε λέ­γει Κύ­ριος ο  Θε­ός σου.Καί πά­λι το Πνεύ­μα Κυ­ρί­ου προ­φη­τεύ­ει" Τις ε­στίν ο  θέ­λων ζή­σαι εις  τον αι­ώ­να;   '­Α­κο­ή α­κου­σά­τω της  φω­νής το­υ παι­δός μου. Και πά­λι λέ­γει-  "Α­κου­ε,  ου­ρα­νέ,  και έ­νω­τί­ζου,  γη,  ό­τι Κύ­ριος ε­λά­λη­σε ταύ­τα είς  μαρ­τύ­ριον.  Και  ε­πί­σης λέ­γει Α­κού­σα­τε λό­γον Κυ­ρί­ου,άρ­χον­τες το­υ λα­ού τού­του.  Καί   α­κό­μη-   Α­κού­σα­τε τέ­κνα,  φω­νής βο­ών­τος εν  την  έ­ρή­μω. Έ­κα­με, λοι­πόν, και να πι­στέ­ψου­με. Αλ­λά η άλ­λη πε­ρι­το­μή, για την ο­ποί­α ε­κεί­νοι καυ­χών­ται,.Έ­χει κα­τάρ­γη­θή. "Η­θε­λε πε­ρι­το­μή ό­χι σαρ­κί­νη.  Ε­κεί­νοι ό­μως πα­ρέ­βη­καν το πρό­σταγ­μα του,  δι­ό­τι ο δαί­μων τους ε­σό­φι­ζε. Και λέ­γει σ' αυ­τούς"  Τα­δε λέ­γει Κύ­ριος ο Θε­ός υ­μών (και ή­ταν εν­το­λή του αυ­τή)-  Μη  σπεί­ρη­τε έ­π' ά­κάν­θαις, πε­ρι­τμή­θη­τε τω Κυ­ρί­ω υ­μών.  Και τί τους λέ­γει α­κό­μη; Πε­ρι­τμή­θη­τε την  σκλη­ρο­καρ­δί­αν υ­μών, και τον  τρά­χη­λον υ­μών ου  σκλη­ρυ­νεί­τε.  Και Ι­δού άλ­λα πα­ρό­μοι­α λό­για του" "Ι­δού,  λέ­γει Κύ­ριος,  πάν­τα τα έ­θνη α­πε­ρί­τμη­τα ά­κρο­βυ­στία,  ο  δε λα­ός ού­τος α­πε­ρί­τμη­τος καρ­δί­α. Αλ­λά θα πη κα­νείς, και  ό­μως εί­χε πε­ρι­τμη­θή ο λα­ός για να ξε­χω­ρί­ζη. Αλ­λά και  οι Σύ­ροι και οι ΄Α­ρα­βες και ό­λοι οι ι­ε­ρείς των ει­δώ­λων. "Α­ρα κι αυ­τοί με­τέ­χουν στην  δι­α­θή­κη ε­κεί­νων; Αλ­λά και οί Αι­γύ­πτιοι κά­νουν πε­ρι­το­μή. Μά­θε­τε, λοι­πόν, τέ­κνα α­γά­πης, για ό­λα πλού­σια. Ο Α­βρα­άμ, που πρώ­τος έ­κα­με πε­ρι­το­μή, προ­βλέ­πον­τας πνευ­μα­τι­κά, προ­σή­μα­νε τον Ί­η­σού, α­φού πή­ρε την ση­μα­σί­α τρι­ών γραμ­μά­των.  Λέ­γει η Γρα­φή· Και πε­ρι­έ­τε­μεν Α­βρα­άμ εκ του οί­κου αυ­του άν­δρας δε­κα­ο­κτώ και τρι­α­κό­σιους, Ποι­α ή­ταν, λοι­πόν, η γνώ­σις που του δό­θη­κε; Προ­σέ­ξε­τε. Πρώ­τα λέ­γει τους δέ­κα ο­κτώ και κα­τό­πιν α­να­φέ­ρει τους τρι­α­κό­σιους. Το δέ­κα ο­κτώ ση­μαί­νει με ι­ώ­τα το δέ­κα και με ή­τα το ο­κτώ. Έ­τσι έ­χεις τον Ί­η­σού. Και α­να­φέ­ρει τους τρι­α­κό­σιους κα­τό­πιν που ση­μαί­νε­ται με  το  ταυ  για να δεί­ξη τον  σταυ­ρό. Δη­λώ­νει, λοι­πόν, τον μεν Ί­η­σού με τα  δυ­ο γράμ­μα­τα και με το έ­να το σταυ­ρό. Αυ­τό το νό­η­μα φύ­τε­ψε μέ­σα μας ε­κεί­νος που μας δω­ρί­ζει την δι­δα­χή του. Κα­νείς δεν το ξέ­ρει κα­λύ­τε­ρα αυ­τό α­πό μέ­να.  Αλ­λά ξέ­ρω ό­τι ά­ξιοι εί­στε γιά να το μά­θε­τε.    Και λέ­γον­τας ο Μω­ϋ­σής" Ού φά­γε­σθε χοί­ρον ού­τε α­ε­τόν ού­τε ο­ξύ­πτε­ρον ού­τε κό­ρα­κα ού­τε πάν­τα ι­χθύν, ος ουκ έ­χει λε­πί­δα εν έ­αυ­τω, τρί­α νο­ή­μα­τα ή­θε­λε να  φα­νέ­ρω­ση της θεί­ας σο­φί­ας. Δι­ό­τι προς το τέ­λος τους λέ­γει στο Δευ­τε­ρο­νο­μιο˙Και  δι­ά­θή­σο­μαι προς τον   λα­όν τού­τον τα δι­και­ώ­μα­τα μου. "Α­ρα, λοι­πόν, δεν εί­ναι εν­το­λή του Θε­ού το να μη τρώ­με, ο δε Μω­ϋ­σής μί­λη­σε πνευ­μα­τι­κά.  Τον  χοί­ρο ε­πο­μέ­νως τον α­νέ­φε­ρε για να πή ό­τι δεν πρέ­πει να έ­χου­με ε­πα­φή με αν­θρώ­πους που εί­ναι τέ­τοι­οι ώ­στε να συγ­κρί­νον­ται με χοί­ρους, δη­λα­δή ε­κεί­νοι που ό­ταν σπα­τα­λούν λη­σμο­νούν τον Κύ­ριο κι' ό­ταν υ­στε­ρούν­ται τον α­να­γνω­ρί­ζουν. Έ­τσι κι  ο  χοί­ρος ό­ταν τρώ­γει, α­δι­α­φο­ρεί για τον α­φέν­τη του" κι ό­ταν πει­νά­ει, γρυλ­λί­ζει κι α­φού του  ρί­ξουν να φά­η σω­παί­νει. Ου­δέ φά­γη τον α­ε­τόν ου­δέ τον ο­ξύ­πτε­ρον ου­δέ τον  ι­κτί­να ου­δέ τον κό­ρα­κα. Να μην  έ­χης, λέ­γει,  ε­πα­φή ού­τε να μοιά­σης μ' αν­θρώ­πους τέ­τοι­ους, που δεν ξέ­ρουν με κό­πο και ί­δρω­τα να βγά­ζουν το ψω­μί τους, αλ­λά αρ­πά­ζουν τα  ξέ­να με την α­νο­μί­α τους και πε­ρι­φέ­ρουν ε­δώ κι ε­κεί την αρ­πα­κτι­κή μα­τιά τους κυτ­τών­τας ποι­ον να γδύ­σουν με την  πλε­ο­νε­ξί­α τους. Ό­πως και τα όρ­νια αυ­τά δεν τρώ­νε με  τον κό­πο τους, αλ­λά μέ­νουν αρ­γά και κυτ­τά­ζουν πως να φά­νε ξέ­νες σάρ­κες, όν­τας κα­τα­στρε­πτι­κά με την κα­κί­α που έ­χουν. Και ού φά­γη, λέ­γει, σμύ­ραι­ναν ου­δέ πο­λύ­πο­δα ου­δέ ση­πί­αν. Να μήν ο­μοι­ω­θής, λέ­γει, κά­νον­τας συν­τρο­φιά μ'  αν­θρώ­πους τέ­τοι­ους που εί­ναι α­σε­βέ­στα­τοι και  κα­τα­δι­κα­σμέ­νοι ή­δη σε θά­να­το. Ό­πως κι αυ­τά τα θα­λασ­σι­νά εί­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­να να σέρ­νον­ται στον βυ­θό, χω­ρίς να κο­λυμ­πούν, αλ­λά κα­τοι­κούν στην  λά­σπη του βυ­θού. Αλ­λά και τον δα­σύ­πο­δα ου φά­γη. Για­τί; Για να μη γί­νης α­σελ­γός ού­τε να ο­μοι­ω­θής με τους τέ­τοι­ους. Δι­ό­τι ο λα­γός κά­θε χρό­νο εί­ναι πιο πλού­σιος σε α­φό­δευ­σι ό­σα χρό­νια ζή, τό­σες τρύ­πες έ­χει. Αλ­λά ου­δέ την  ύ­αι­ναν φά­γη. Να μη  γί­νης, λέ­γει,  μοι­χός και δι­α­φθο­ρεύς και  να μην ο­μοι­ω­θής με  τους τέ­τοι­ους. Για­τί; Δι­ό­τι το ζώ­ο αυ­τό χρό­νο με τον χρό­νο αλ­λά­ζει φύ­σι κι άλ­λο­τε εί­ναι αρ­σε­νι­κό κι άλ­λο­τε θη­λυ­κό.Αλ­λά και την  γα­λήν σω­στά την α­πα­γο­ρευ­σε. Να μή γί­νης, λέ­γει, σάν ε­κεί­νους που κά­νουν την α­νο­μί­α με α­κά­θαρ­το στό­μα, ού­τε να έλ­θης σ' ε­πα­φή μ' ε­κεί­νες τις α­κά­θαρ­τες που  κά­νουν την α­νο­μί­α με το στό­μα. Δι­ό­τι το ζώ­ο αυ­τό με το στό­μα γί­νε­ται έγ­κυ­ο.Παίρ­νον­τας ο Μω­ϋ­σής τις τρο­φές οις πα­ρά­δείγ­μα­τα, ε­ξέ­φρα­σε πνευ­μα­τι­κά τρεις α­λή­θει­ες. Αλ­λά οι  ι­ου­δαί­οι μέ το σαρ­κι­κό τους φρό­νη­μα νό­μι­σαν ό­τι τους  μι­λού­σε για  τρο­φές. Την γνώ­σι αυ­τών των τρι­ών νο­η­μά­των την έ­λα­βε κι ο Δαυ­ίδ λέ­γον­τας ε­πί­σης· Μα­κά­ριος ά­νήρ ος ούκ  έ­πο­ρεύ­θη έν  βου­λή α­σε­βών,ό­πως και τα ψά­ρια πο­ρεύ­ον­ται στα  σκο­τει­νά βά­θη·  και έν ο­δω α­μαρ­τω­λών ούκ  έ­στη, κα­θώς ε­κεί­νοι που τά­χα φο­βούν­ται τον Κύ­ριο κι  α­μαρ­τά­νουν σαν  τους χοί­ρους· και  ε­πί κα­θέ­δραν λοι­μών ουκ ε­κά­θι­σεν, ό­πως κά­θον­ται και τα  όρ­νια για ν' αρ­πά­ξουν. Μά­θα­τε τε­λεί­ως τα σχε­τι­κά με τις τρο­φές. Πά­λι λέ­γει ο Μω­ϋ­σής· Φά­γε­σθε παν δι­χη­λούν και  μυ­ρυ­κώ­με­νον.  Τι λέ­γει; Παίρ­νει την τρο­φή και ο νους του  υ­ψώ­νε­ται σ' ε­κεί­νον που τον τρέ­φει κι α­να­παυ­ό­ο­με­νος σ' αυ­τήν την σκέ­ψι ευ­φραί­νε­ται. Σω­στά εί­πε βλέ­πον­τας την εν­το­λή. Αλ­λά ποι­ο εί­ναι το νό­η­μα; Να συ­να­να­στρέ­φε­σθε ε­κεί­νους που  φο­βούν­ται τον Κύ­ριο, που με­λε­τούν τον πε­σμέ­νο στην καρ­διά τους λό­γο του, που κη­ρύτ­τουν καί φυ­λά­νε τα θε­λή­μα­τα του Κυ­ρί­ου, που τα γνω­ρί­ζουν κα­λά,  που  με την ευ­φρό­συ­νη με­λέ­τη τους α­να­μη­ρυ­κά­ζουν τον λό­γο του Κυ­ρί­ου. Και τι ση­μαί­νει το δι­χη­λούν [το ζώ­ο που έ­χει δύ­ο χη­λές στο πο­ό­δι]­; Ό­τι ο δί­και­ος και σ' αύ­το τον κό­σμο περ­πα­τεί και τον ά­γιο αι­ώ­να α­να­μέ­νει.  Εί­δα­τε, πό­σο σω­στά νο­μο­θέ­τη­σε ο Μω­ϋ­σής.  Αλ­λά πώς ε­κεί­νοι να τα νοι­ώ­σουν αυ­τά και να τα  αι­σθαν­θούν;  Έ­νώ ε­μείς κη­ρύτ­του­με τις εν­το­λές α­φού κα­τα­λά­βα­με το  ά­γιο νό­η­μα τους, σύμ­φω­να μέ το θέ­λη­μα του Κυ­ρί­ου. Γι' αύ­το έ­κα­με πε­ρι­το­μή στ' αυ­τιά μας και τις καρ­δι­ές μας, για  να τα κα­τα­λα­βαί­νου­με.Ας δού­με α­κό­μα αν  φρόν­τι­σε ο  Κύ­ριος να φα­νέ­ρω­ση α­πό πριν το βά­πτι­σμα και τον σταυ­ρό. Για το βά­πτι­σμα εί­ναι γραμ­μέ­νο ό­τι ο Ισ­ρα­ήλ δεν θα δε­χό­ταν το α­λη­θι­νό του νό­η­μα που δί­νει ά­φε­σι των  α­μαρ­τι­ών, αλ­λά έ­κα­με δι­κό του. Λέ­γει ο προ­φή­της· "Εκ­στη­θι,  ου­ρα­νέ,  και  ε­πί τού­τω πλεί­ον φρι­ξά­τω η γη, ό­τι δύ­ο και  πο­νη­ρά ε­ποί­η­σεν ο λα­ός ού­τος· ε­μέ εγ­κα­τέ­λι­πον,  πη­γήν ζω­ής,  και  ε­αυ­τοίς ώ­ρυ­ξαν βό­θρον θα­νά­του.  Μη  πέ­τρα έ­ρη­μος ε­στίν το  ό­ρος το ά­γιον μου  Σι­νά; "Ε­σε­σθε γαρ ως πε­τει­νού νε­οσ­σοί α­νι­πτά­με­νοι νοσ­σιάς α­φη­ε­μέ­νοι.  Και  πά­λι λέ­γει ο  προ­φή­της·Έ­γώ πο­ρεύ­σο­μαι έμ­προ­σθεν σου  και ό­ρη ο­μα­λι­ώ και  πύ­λας χαλ­κάς συν­τρί­ψω και  μο­χλούς σι­δη­ρούς συγ­κλά­σω, και δώ­σω σοι θη­σαυ­ρούς σκο­τει­νούς,  α­πο­κρύ­φους,   α­ο­ρά­τους,  ί­να γνώ­σιν,  ό­τι ε­γώ Κύ­ριος ο Θε­ός.  Και κα­τοι­κή­σεις εν  υ­ψη­λώ σπη­λαί­ω πέ­τρας ι­σχυ­ράς, και  το ύ­δωρ αυ­τού πι­στόν βα­σι­λέ­α με­τά δό­ξης ό­ψε­σθε,  και η  ψυ­χή υ­μών με­λε­τή­σει φό­βον Κυ­ρί­ου. Και πά­λι με το στό­μα άλ­λου προ­φή­τη λέ­γει· Και έ­σται ο ταύ­τα ποι­ών ως  το ξύ­λον το πε­φυ­τευ­μέ­νον πα­ρά τας δι­ε­ξό­δους των υ­δά­των, ο τον καρ­πόν αυ­τού δώ­σει εν και­ρώ αυ­τού, και το φύλ­λον αυ­τού ουκ α­πορ­ρυ­ή­σε­ται, και πάν­τα ό­σα αν ποι­ή,  κα­τευ­ο­δω­θή­σε­ται.  Ούχ  ού­τως οι α­σε­βείς, ουχ ού­τως, άλ­λ' ή ως ο χνους,  ον ε­κρύ­πτει ο ά­νε­μος α­πό προ­σώ­που της γης.  Δια τού­το ούκ α­να­στή­σον­ται α­σε­βείς εν κρί­σει ου­δέ α­μαρ­τω­λοί εν  βου­λή δι­καί­ων, ό­τι γι­νω­σκει Κύ­ριος ο­δόν δι­καί­ων, και ο­δός α­σε­βών α­πο­λεί­ται. Κυτ­τά­χτε πως το βά­πτι­σμα και τον σταυ­ρό συγ­χρό­νως προ­δι­α­γρά­φει. Δι­ό­τι λέ­γει τα έ­ξή­ς' Μα­κά­ριοι, ό­σοι ελ­πί­ζον­τας στον σταυ­ρό κα­τέ­βη­καν στα νε­ρά του βα­πτί­σμα­τος. Θα πά­ρουν τον μι­σθό εν  και­ρώ αυ­τού, ό­ταν α­πο­δώ­ση ο Κύ­ριος στον κα­θέ­να σύμ­φω­να με τη ζω­ή που  έ­κα­με. Και λέ­γον­τας τα  φύλ­λα ουκ  α­πορ­ρυ­ή­σε­ται,  θέ­λει να  πη ό­τι κά­θε λό­γος που  θα βγη α­πό το στό­μα σας με πί­στι και α­γά­πη, θα κά­μη να γυ­ρί­σουν και να ελ­πί­σουν πολ­λοί.  Και πά­λι άλ­λος προ­φή­της λέ­γει· Και ην η γη του Ι­α­κώβ ε­παι­νου­μέ­νη πα­ρά πά­σαν την  γην, που ση­μαί­νει ό­τι ο Κύ­ριος δο­ξά­ζει το σκεύ­ος του Πνεύ­μα­τος του. "Ε­πει­τα τί λέ­γει; Και ην  πο­τα­μός έλ­κων εκ δε­ξι­ών, και  α­νέ­βαι­νεν εξ   αύ­του δέν­δρα ω­ραί­α και ος  αν φά­γη εξ αυ­τών, ζή­σε­ται εις τον  αι­ώ­να.   Δη­λα­δή,  ε­μείς κα­τε­βαί­νου­με στα νε­ρά του βα­πτί­σμα­τος γε­μά­τοι α­μαρ­τί­α και  ρύ­πο και βγαί­νου­με ά­π' αυ­τά καρ­πο­φο­ρών­τας στην καρ­διά τον  φό­βο και την ελ­πί­δα στον Ί­η­σού έ­χον­τας μέ­σα μας πνευ­μα­τι­κά. Και ος αν φά­γη α­πό τού­των,  ζή­σε­ται εις τον αι­ώ­να,  ση­μαί­νει ό­τι ό­ποι­ος α­κού­ση αυ­τό το  κή­ρυγ­μα και πι­στέ­ψη,  θα ζή­ση στον αι­ώ­να. Ε­πί­σης τον σταυ­ρό προ­δι­α­γρά­φει με  άλ­λον προ­φή­τη, λέ­γον­τας·Και  πό­τε ταύ­τα συν­τε­λε­σθή­σε­ται; λέ­γει Κύ­ριος. ΄Ο­ταν ξύ­λον κλι­θή και α­να­στή, και  ο­ταν εκ ξύ­λου αί­μα στά­ξη. Έ­χεις κι ε­δώ προ­φη­τεί­α για  τον σταυ­ρό και για ε­κεί­νον που  ε­πρό­κει­το να σταυ­ρω­θή.  Και  λέ­γει πά­λι στον  Μω­ϋ­σή,ό­ταν πο­λε­μού­σαν τον Ισ­ρα­ήλ οι αλ­λό­φυ­λοι και οί Ι­ου­δαί­οι για τις α­μαρ­τί­ες τους  πα­ρά­δο­θη­καν στον θά­να­το· λέ­γει στην καρ­διά του Μω­υ­σέ­ως το Πνεύ­μα για να κά­νη την προ­τύ­πω­σι του σταυ­ρού και του ε­σταυ­ρω­μέ­νου, ό­τι ε­άν δεν ελ­πί­σουν σ' αυ­τόν, θα πο­λε­μούν­ται αι­ω­νί­ως. "Ε­βα­λε, λοι­πόν, ο Μω­ϋ­σής α­πό έ­να ό­πλο σε κά­θε γρο­θιά του και α­φού στά­θη­κε ψη­λό­τε­ρα ά­π' ό­λους, ά­πλω­σε τα  χέ­ρια και έ­τσι πά­λι νι­κού­σε ο  Ισ­ρα­ήλ. Και κα­τό­πιν, ό­ταν κα­τέ­βα­ζε τα χέ­ρια, πά­λι θε­ρί­ζον­ταν α­πό τους ε­χθρούς.  Για­τί; Για να γνω­ρί­σουν, ό­τι δεν μπο­ρού­σαν να σω­θούν, αν δέν έλ­πι­ζαν σ' αυ­τόν. Και πά­λι με το στό­μα άλ­λου προ­φή­τη λέ­γει· Ό­λην την  η­μέ­ραν έ­ξε­πέ­τα­σα τας χεί­ρας μου προς  λα­όν α­πει­θο­ΰν­τα και αν­τι­λέ­γον­τα ο­δώ δι­καί­α μου. Και άλ­λη φο­ρά ο Μω­ϋ­σής έ­κα­με προ­τύ­πω­σι του Ί­η­σού και του α­ναγ­καί­ου πά­θους του και ο Κύ­ριος θα ζω­ο­ποί­ου­σε αυ­τόν που θα φαι­νό­ταν ό­τι χά­νε­ται κα­θώς ο Ισ­ρα­ήλ έ­πε­φτε. Ε­πέ­τρε­ψε ο Θε­ός να τους δαγ­κώ­νουν φί­δια πολ­λά και πέ­θαι­ναν ο έ­νας με­τά τον άλ­λο (ε­πει­δή και η  Εύ­α πα­ρέ­βη την εν­το­λή εξ αι­τί­ας του ό­φε­ως), ε­λέγ­χον­τας τους για την πα­ρά­βα­σί τους και πα­ρα­δί­νον­τας τους σε θα­νά­σι­μη θλί­ψι. "Ο­ταν ο Μω­ϋ­σής τους εί­χε δώ­σει εν­το­λή·  Ουκ έ­σται υ­μίν ού­τε χω­νευ­τόν ού­τε γλυ­πτόν εις  Θε­όν υ­μίν,  έ­κα­με ο ί­διος κά­τι πα­ρό­μοι­ο για να δεί­ξη έ­να τύ­πο του Ί­η­σου. "Ε­κα­με δη­λα­δή ο Μω­ϋ­σής έ­να χάλ­κι­νο φί­δι και το  έ­βα­λε σε πε­ρί­ο­πτη θέ­σι και κά­λε­σε με κή­ρυ­κες ό­λο τον λα­ό. Α­φού μα­ζεύ­θη­καν, λοι­πόν,  ό­λοι πα­ρα­κα­λού­σαν τον Μω­ϋ­σή να προ­σφέ­ρη γι' αυ­τούς δέ­η­σι ώ­στε να θε­ρα­πευ­θούν. Και ο Μω­ϋ­σής τους εί­πε·  "Ο­ταν δη­χθή τις υ­μών,  έλ­θέ­τω ε­πί τον ό­φιν τον ε­πί του ξύ­λου ε­πι­κεί­με­νον και ελ­πι­σά­τω πι­στεύ­σας, ό­τι αυ­τός ών  νε­κρός δύ­να­ται ζω­ο­ποι­ή­σαι,  και  πα­ρα­χρή­μα σω­θή­σε­ται. Και έ­κα­μαν έ­τσι. Έ­χεις πά­λι και έ­δώ την δό­ξα του Ί­η­σού, δι­ό­τι σ' αυ­τόν στη­ρί­ζον­ται και έρ­χον­ται τα  πάν­τα. Τι έ­γι­νε πά­λι ό­ταν ο Μω­ϋ­σής στον Ί­η­σού τον υι­ό του Ναυ­ή έ­δω­σε αυ­τό το ό­νο­μα,  ε­νώ ή­ταν προ­φή­της, για να  α­κού­η μό­νον αυ­τόν ο λα­ός ό­λος, πα­ρά να φα­νέ­ρω­ση κι  έ­τσι ο πα­τέ­ρας ό­λα τα  κα­θέ­κα­στα για τον υι­ό του  Ί­η­σού;  Εί­πε, λοι­πόν,ο Μω­ϋ­σης στον Ί­η­σού, τον  υι­ό του Ναυ­ή,  δί­νον­τας του αυ­τό το ό­νο­μα, ό­ταν τον  έ­στει­λε ως  κα­τά­σκο­πο στην γη της ε­παγ­γε­λί­ας˙Λά­βε βι­βλί­ον εις τας  χεί­ρας σου και γρά­ψον, α  λέ­γει Κύ­ριος,  ό­τι εκ­κό­ψει εκ  ρι­ζών τον  οί­κον πάν­τα του Ά­μα­λήκ ο υι­ός του Θε­ού έ­π' ε­σχά­των των  η­με­ρών.Και ε­δώ, λοι­πόν, ο τύ­πος το­υ Ί­η­σού, ό­χι ως υί­ού το­ύ αν­θρώ­που, αλ­λά ως υι­ού το­υ Θε­ού που  φα­νε­ρώ­θη­κε μέ­σα σε σάρ­κα. Ε­πει­δή ε­πί­σης θα λε­γό­ταν ό­τι ο Χρι­στός εί­ναι ο υι­ός του Δαυ­ΐδ, προ­φη­τεύ­ει ο ί­διος ο Δαυ­ΐδ έ­χον­τας α­πό πριν φό­βο και προ­αί­σθη­σι για την πλά­νη των α­μαρ­τω­λών Εί­πεν ο Κύ­ριος τω Κυ­ρί­ω μου Κά­θου εκ δε­ξι­ών μου, έ­ως αν  θώ  τους  ε­χθρούς σου  υ­πο­πό­διον των πο­δών σου. Και ο Η­σα­ΐ­ας λέ­γει κά­τι πα­ρό­μοι­ο· Εί­πεν Κύ­ριος τω Χρι­στώ μου   Κυ­ρί­ω,  ου ε­κρά­τη­σα της δε­ξιάς αυ­τού,  έ­πα­κού­σαι έμ­προ­σθεν αυ­τού έ­θνη, και ι­σχύν βα­σι­λέ­ων δι­άρ­ρή­ξω. Ι­δού, πως  Δαυ­ίδ τον  λέ­γει Κύ­ριον και  ό­χι υι­ο.  "Ας δο­ΰ­με τώ­ρα άν ο λα­ός αυ­τός εί­ναι ο κλη­ρο­νό­μος ή ο πρώ­τος και αν η δι­α­θή­κη α­νή­κει σε μας ή σ' ε­κεί­νους. ΄Α­κου­σα, λοι­πόν, για τον λα­όο τού­τον τι λέ­γει η Γρα­φή· ί­δει­το δε Ι­σα­άκ πε­ρί Ρε­βέκ­κας της γυ­ναι­κός αυ­τού' ό­τι στεί­ρα ην· και συ­νέ­λα­βεν κα­τό­πιν. Και ε­ξήλ­θε Ρε­βέκ­κα πυ­θέ­σθαι πα­ρά Κυ­ρί­ου,  και  εί­πε Κύ­ριος προς  αυ­την Δύ­ο έ­θνη εν τη γα­στρί σου  καί δύ­ο λα­οί εν  τη  κοι­λί­α σου, και λα­ός λα­ού υ­πε­ρέ­ξει και ο μεί­ζων δου­λεύ­σει τω  ε­λάσ­σο­νι.  Πρέ­πει να κα­τά­λά­βα­τε, ποι­ος εί­ναι ο  Ι­σα­άκ, ποι­α ή  Ρε­βέκ­κα και ποι­οι λα­οί ση­μαί­νον­ται ως πρώ­τος και δεύ­τε­ρος. Και σε άλ­λη προ­φη­τεί­α λέ­γει φα­νε­ρώ­τε­ρα ο Ι­α­κώβ στον Ι­ω­σήφ τον  υι­ό­ του· Ι­δού,  ουκ ε­στέ­ρη­σέ με  Κύ­ριος του προ­σώ­που σου προ­σά­γα­γε μοι  τους υι­ούς σου,  ί­να ευ­λο­γή­σω αυ­τούς. Και έ­φε­ρε στον πα­τέ­ρα του τον Έ­φραίμ και τον Μα­νασ­σή,  θέ­λον­τας να ευ­λο­γη­θή ο Μα­νασ­σής, δι­ό­τι ή­ταν με­γα­λύ­τε­ρος. Και ο Ι­ω­σήφ τον το­πο­θέ­τη­σε στο δε­ξιό χέ­ρι του Ι­α­κώβ. Αλ­λά ο  Ι­α­κώβ εί­δε τον τύ­πο του πρώ­του λα­ού σ' αυ­τόν. Και τί συ­νέ­βη; Και ε­ποί­η­σεν Ι­α­κώβ ε­ναλ­λάξ τας  χεί­ρας αυ­τού· και  ε­πέ­θη­κε την δε­ξιάν ε­πί την  κε­φα­λήν του Έ­φραίμ, του  δευ­τέ­ρου και νε­ω­τέ­ρου,  και  εύ­λο­γη­σεν αυ­τόν.  Και εί­πεν Ι­ω­σήφ προς Ι­α­κώβ· Με­τά­θες σου την δε­ξιάν ε­πί την κε­φα­λήν Μα­νασ­σή, ό­τι πρω­τό­το­κος μου υι­ός ε­στίν.  Και εί­πεν Ι­α­κώβ προς  Ι­ω­σήφ· Οί­δα, τέ­κνον,  οί­δα: άλ­λ' ο  μεί­ζων δου­λεύ­σει τω  ε­λάσ­σο­νι, και ού­τος δε ευ­λο­γη­θή­σε­ται. Εί­δα­τε ποι­ον χει­ρο­θέ­τη­σε ως ε­κλε­κτό, τον  λα­ό τον δι­κό μας, για να εί­ναι πρώ­τος και κλη­ρο­νό­μος της δι­α­θή­κης. Αν σκε­φθού­με τώ­ρα ό­τι και μέ­σω του '­Α­βρα­άμ τον προ­δι­έ­γρα­ψε, θα εί­ναι στε­ρε­ό­τα­τη η γνώ­σις μας. Τι λοι­πόν, εί­πε στον Α­βρα­άμ ό­ταν μό­νος αυ­τός έ­χον­τας πι­στέ­ψει,μπή­κε στην  δι­και­ο­σύ­νη; Ι­δού,  τέ­θει­κά σε, Α­βρα­άμ,  πα­τέ­ρα ε­θνών των πι­στευ­όν­των δι'  ά­κρο­βυ­στίας τω Θε­ώ Έ­τσι, λοι­πόν. Αλ­λ' ας δού­με, την δι­α­θή­κη που ώρ­κι­σθη­κε στους πα­τέ­ρες ό­τι θα την έ­δι­νε στον λα­ό μας, αν την έ­δω­σε. Την έ­δω­σε. Ε­νώ οι ί­διοι δεν α­ξι­ώ­θη­καν να την λά­βουν εξ αι­τί­ας των α­μαρ­τι­ών τους. Δι­ό­τι λέ­γει ο προ­φή­της·  Και ην Μω­ϋ­σής νη­στεύ­ων εν ό­ρει Σι­νά, του  λα­βείν την  δι­α­θή­κην Κυ­ρί­ου προς τον λα­όν, η­μέ­ρας τεσ­σα­ρά­κον­τα και  νύ­κτας τεσ­σα­ρά­κον­τα. Και έ­λα­βε Μω­ϋ­σής πα­ρά Κυ­ρί­ου τας  δύ­ο πλά­κας τας γε­γραμ­μέ­νας τω δα­κτύ­λω της  χει­ρός Κυ­ρί­ου εν πνεύ­μα­τι. Και α­φού τις έ­λα­βε ο Μω­ϋ­σής κα­τέ­βη­κε να τις δώ­ση στον λα­ό. Κα­ι εί­πεν ο Κύ­ριος στον Μω­ϋ­σή· Μω­ϋ­σή, Μω­ϋ­σή, κα­τά­βη­θι το  τά­χος, ό­τι ο  λα­ός σου, ον  ε­ξή­γα­γες εκ γης Αι­γύ­πτου, η­νό­μη­σεν. Και συ­νή­κε Μω­ϋ­σής, ό­τι ε­ποί­η­σαν ε­αυ­τοίς πά­λιν χω­νεύ­μα­τα,  και  έρ­ρι­ψεν εκ  των χει­ρών τας  πλά­κας, και  συ­νε­τρί­βη­σαν α­ι πλά­κες της δι­ά­θή­κης Κυ­ρί­ου. Ο Μω­ϋ­σής έ­λα­βε την δι­ά­θή­κη, αλ­λά ε­κεί­νοι δεν την α­ξι­ώ­θη­καν. Και πως ε­μείς την λά­βα­με, ά­κο­ΰ­στε. Ο Μω­ϋ­σής υ­πη­ρέ­της ή­ταν και την έ­λα­βε, ε­νώ σε μας την κλη­ρο­δό­τη­σε ο ί­διος ο  Κύ­ριος, α­φού για χά­ρι μας υ­πέ­μει­νε το πά­θος. Και φα­νε­ρώ­θη­κε για να ά­πο­κο­ρυ­φω­θή η  α­μαρ­τί­α ε­κεί­νων και με­ις να τη λά­βου­με α­πό τον Κύ­ριο Ι­η­σού που την κλη­ρο­νό­μη­σε και γι' αυ­τό α­κρι­βώς ε­τοι­μά­σθη­κε και μας ήλ­θε τέ­λος, για να μας εμ­πι­στευ­θή δι­ά­θή­κη με λό­γο και να λυ­τρώ­ση α­πό το  σκο­τά­δι τις καρ­δι­ές μας, που ή­σαν ή­δη δα­πα­νη­μέ­νες στον θά­να­το και πα­ρα­δο­μέ­νες στην πλά­νη της α­νο­μί­ας.  Εί­ναι δε γραμ­μέ­νο,  πως ο πα­τήρ το­υ ώ­ρι­σε να μας λύ­τρω­ση α­πό το σκο­τά­δι και  να ε­τοι­μά­ση για τον ε­αυ­τό του λα­ό ά­γιο.  Λέ­γει, λοι­πόν, ο προ­φή­της· Ε­γώ Κύ­ριος ο Θε­ός σου, ε­κά­λε­σά σε  έν δι­και­ο­σύ­νη και κρα­τή­σω της  χει­ρός σου και ε­νι­σχύ­σω σε,  και έ­δω­κα σε εις  δι­α­θή­κην γέ­νους, εις  φως ε­θνών, α­νοί­ξαι ο­φθαλ­μούς τυ­φλών και  έ­ξα­γα­γείν εκ  δε­σμών πε­πε­δη­μέ­νους και εξ οί­κου φυ­λα­κής κα­θή­με­νους εν σκό­τει. Γνω­ρί­ζου­με, λοι­πόν,  α­πό που λυ­τρω­θή­κα­με. Και  πά­λι ο προ­φή­της λέ­γει· Ι­δού, τέ­θει­κά σε εις φως ε­θνών, του εί­ναι σε εις σω­τη­ρί­αν ε­ως ε­σχά­του της  γης,  ού­τως λέ­γει Κύ­ριος ο  λυ­τρω­σά­με­νος σε Θε­ός. Και πά­λι ο  προ­φή­της λέ­γει·  Πνεύ­μα Κυ­ρί­ου ε­π' ε­μέ, ου εί­νε­κεν έ­χρι­σε με  εύ­υ­αγ­γε­λί­σα­σθαι τα­πει­νοίς χά­ριν, α­πέ­σταλ­κέ με ι­ά­σα­σθαι τους συν­τε­τριμ­μέ­νους την καρ­δί­αν, κη­ρύ­ξαι αιχ­μα­λώ­τοις ά­φε­σιν και  τυ­φλοίς α­νά­βλε­ψιν,  κα­λέ­σαι ε­νια­υτόν Κυ­ρί­ου δε­κτόν και η­μέ­ραν αν­τα­πό­δο­σε­ως,  πα­ρα­κα­λέ­σαι πάν­τας τους   πεν­θούν­τας.   Α­κό­μη και για το Σάβ­βα­το εί­ναι γραμ­μέ­νο στον Δε­κά­λο­γο,που έ­δω­σε προ­φο­ρι­κά ο Θε­ός στον Μω­ϋ­σή πά­νω στο  Σι­νά πρό­σω­πο με πρό­σω­πο. Και  α­γι­ά­σα­τε το Σάβ­βα­το Κυ­ρί­ου χερ­σίν κα­θα­ραίς και  καρ­δί­α κα­θα­ρά.  Και σε άλ­λο ση­μεί­ο λέ­γει˙ Μί­αν φυ­λά­ξω­σιν οι  υι­οί μου  το  Σάβ­βα­τον, τό­τε ε­πι­θή­σω το έ­λε­ος μου  ε­π' αυ­τούς. ­Το Σάβ­βα­το το α­να­φέ­ρει στην  αρ­χή της  δη­μι­ουρ­γί­ας. Και  ε­ποί­η­σεν ο  Θε­ός εν εξ η­μέ­ραις τα  έρ­γα των  χει­ρών αυ­τού,  και  συ­νε­τέ­λε­σεν εν τη ή­με­ρα τη   ε­βδό­μη και κα­τέ­παυ­σεν εν αυ­τή και η­γί­α­σεν αυ­τήν. Προ­σέ­ξε­τε, τέ­κνα, τι  ση­μαί­νει το συ­νε­τέ­λε­σεν εν  εξ  η­μέ­ραις.  Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι σε εξ χι­λιά­δες χρό­νια θα συν­τέ­λε­ση ο Κύ­ριος τα σύμ­παν­τα. Δι­ό­τι η ή­με­ρα στο στό­μα του  ση­μαί­νει χί­λια χρό­νια. Και ο  ί­διος μου το ε­πι­βε­βαι­ώ­νει λέ­γον­τας˙«Ι­δού,  ή­με­ρα Κυ­ρί­ου έ­σται ως χί­λια έ­τη.» Έ­τσι, τέ­κνα μου, σε εξ μέ­ρες, δη­λα­δή σε εξ χι­λιά­δες χρό­νια θα γί­νη η συν­τέ­λεια του κό­σμου. Και κα­τέ­παυ­σε τη η­μέ­ρα τη ε­βδό­μη. Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι η πραγ­μα­τι­κή κα­τά­παυ­σις της ε­βδό­μης η­μέ­ρας θα  εί­ναι ό­ταν έλ­θη ο υι­ός του και κα­τάρ­γη­ση τον και­ρό της α­νο­μί­ας και δι­κά­ση τους α­σε­βείς και άλ­λά­ξη τηνν ή­λιο, το φεγ­γά­ρι και τ'  ά­στρα. Και τέ­λος λέ­γει· «Α­γιά­σεις αυ­τήν χερ­σί κα­θα­ραίς και καρ­δί­α κα­θα­ρά.»  Αν,  λοι­πόν,  νο­μί­ζου­με ό­τι την  η­μέ­ρα που α­γί­α­σεν ο Θε­ός τώ­ρα μπο­ρεί κα­νείς να την α­γιά­ση όν­τας κα­θα­ρός στην καρ­διά, εί­μα­στε πλα­νε­μέ­νοι σε ό­λα. Ό­χι, αλ­λά τό­τε μό­νο θα την α­γι­ά­σου­με, ό­ταν θα έ­χου­με μπο­ρέ­σει να  δι­και­ω­θού­με οι ί­διοι και ν' α­πο­λαύ­σου­με την υ­πό­σχε­σι, και ό­ταν πλέ­ον δεν θα υ­πάρ­χη η  α­νο­μί­α,  αλ­λά θα έ­χουν γί­νει ό­λα και­νούρ­για α­πό τον Κύ­ριο. Τό­τε θα μπο­ρέ­σου­με να την α­γι­ά­σου­με, α­φού προ­η­γου­μέ­νως ο­­ι ί­διοι θα έ­χου­με α­για­σθή. Τους λέ­γει α­κό­μη· Τας νε­ο­μη­νί­ας υ­μών και  τα Σάβ­βα­τα ουκ  α­νέ­χο­μαι. Κυτ­τά­χτε, τι εν­νο­εί. Δεν δέ­χο­μαι τα  ε­φή­με­ρα Σάβ­βα­τα, αλ­λά ε­κεί­νο το  Σάβ­βα­το που ε­γώ έ­φτια­ξα, στο ο­ποί­ο α­φού θα έ­χω κα­τα­παύ­σει α­π' ό­λα μου τα έρ­γα θα α­νοί­ξω την ό­γδο­η η­μέ­ρα, δη­λα­δή την η­μέ­ρα ε­νός άλ­λου κό­σμου.  Γι' αυ­τό και ε­ορ­τά­ζου­με την ό­γδο­η μέ­ρα μέ­σα σε ευ­φρο­σύ­νη, για­τί αυ­τήν την  μέ­ρα ο Ί­η­ο­ούς α­νέ­στη εκ  νε­κρών κι α­φού φα­νε­ρώ­θη­κε α­νέ­βη­κε στους ου­ρα­νούς.    Α­κό­μη και για τον να­ό θα σας μι­λή­σω, πως μέ­σα στην πλά­νη τους οι τα­λαί­πω­ροι έλ­πι­σαν στην οι­κο­δο­μή, ό­τι ή­ταν οί­κος του Θε­ού και ό­χι στον ί­διο τον Θε­ό που τους έ­πλα­σε.Δη­λα­δή έ­κα­μαν πε­ρί­που ό­πως και οι ει­δω­λο­λά­τρες, πε­ρι­ο­ρί­ζον­τας το Θε­ό μέ­σα στο να­ό σαν εί­δω­λο. Αλ­λά ό­τι ο Κυ­ριος κα­ταρ­γεί το να­ό, α­κού­στε το· «Τίς  έ­μέ­τρη­σε τον  ου­ρα­νόν σπι­θα­μή ή  την  γην δρα­κί; Ουκ ε­γώ;  λέ­γει Κύ­ριος˙  Ο ου­ρα­νός μοι θρό­νος, η δέ  γη  υ­πο­πό­διον των  πο­δών μου  ποί­ον οί­κον οι­κο­δο­μή­σε­τε μοι, ή τις τό­πος της  κα­τα­παύ­σε­ως μου;» Κα­τα­λά­βα­τε τώ­ρα πό­σο μα­ταί­α ή­ταν η ελ­πί­δα τους. Και α­κό­μη λέ­γει˙«Ι­δού, οι  κα­θε­λό ν­τες τον να­ό τού­τον αυ­τοί αυ­τόν οι­κο­δο­μή­σου­σιν.»  Πράγ­μα που  συ­νέ­βη.  Δι­ό­τι στον πό­λε­μο που  έ­κα­μαν, γκρε­μί­σθη­κε α­πό τους  ε­χθρούς.  Και  τώ­ρα οι ί­διοι, που  εί­ναι δού­λοι των ε­χθρών, θα­ά τον  ξα­να­χτί­σουν.  Ε­πί­σης, ό­ταν ε­πρό­κει­το να πα­ρα­δο­θή στην κα­τα­στρο­φή η πό­λις και ο να­ός και ο λα­ός το­υ Ισ­ρα­ήλ,  φα­νε­ρώ­θη­κε. Δι­ό­τι λέ­γει η Γρα­φή· «Και έ­σται ε­π' ε­σχά­των των  η­με­ρών, και  πα­ρα­δώ­σει Κύ­ριος τα πρό­βα­τα της  νο­μής και την  μάν­δραν και τον πύρ­γον αυ­τών εις κα­τα­φθο­ράν. Και  έ­γι­νε σύμ­φω­να με τον λό­γο του Κυ­ρί­ου. Ας δού­με τώ­ρα, αν πράγ­μα­τι υ­πάρ­χει να­ός το­υ Θε­ού.  Εί­ναι, ό­πως βγαί­νει α­πό ό­που ο  ί­διος λέ­γει ό­τι θα τον έ­φτια­χνε και θα τον συγ­κρο­τού­σε. Εί­ναι γραμ­μέ­νο˙ «Και έ­σται, της ε­βδο­μά­δος συν­τε­λού­με­νης οι­κο­δο­μη­θή­σε­ται να­ός Θε­ού έν­δο­ξος ε­πί τω ο­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου.» Α­πο­δει­κνύ­ε­ται, λοι­πόν, ό­τι εί­ναι να­ός.  Και  πως  θα κτι­σθή στο  ό­νο­μα το­υ Κυ­ρί­ου, α­κού­στε το.  Πριν πι­στεύ­σου­με στον  Θε­ό ή­ταν το κα­τοι­κη­τή­ριο της καρ­διάς μας φθαρ­τό και α­δύ­να­το, α­λη­θι­νά χει­ρο­ποί­η­τος να­ός, δι­ό­τι ή­ταν η  καρ­διά μας γε­μά­τη α­πό ει­δω­λο­λα­τρεί­α και οί­κος δαι­μό­νων, ε­πει­δή κά­να­με τα  αν­τί­θε­τα στον  Θε­ό.  Οι­κο­δο­μη­θή­σε­ται δε   ε­πί τω ο­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου.  Και δό­στε προ­σο­χή πως θα οι­κο­δο­μη­θή έν­δο­ξα ο  να­ός το­υ Κυ­ρί­ου. Πώς;  Α­κού­στε. Α­φού πή­ρα­με την  ά­φε­σι των α­μαρ­τι­ών και ελ­πί­σα­με στο  ό­νο­μά του, γί­να­με και­νούρ­γιοι,  κτι­σθή­κα­με πά­λι α­πό την αρ­χή. Και έ­τσι στο κα­τοι­κη­τή­ριο της καρ­δί­ας μας α­λη­θι­νά δι­α­μέ­νει. ο Θε­ός. Πώς; Δι­ό­τι ε­κεί πε­ρι­έ­χε­ται ο  λό­γος της πί­στε­ως του, το κά­λε­σμα της ε­παγ­γε­λί­ας του,  η σο­φί­α των  θε­λη­μά­των του, εν­το­λές της  δι­δα­χής.  Εί­ναι ο ί­διος που  προ­φή­τευ­ει μέ­σα μας, που  κα­τοι­κεί μέ­σα μας, σε  μας τους υ­πο­δου­λω­μέ­νους στο θά­να­το α­νοί­γον­τας την θύ­ρα του να­ού, που  εί­ναι το ευ­αγ­γε­λι­κό στό­μα και δί­νον­τας μας με­τά­νοι­α μας ει­σά­γει στον ά­φθαρ­το να­ό. ΄Ο­ποι­ος πο­θεί να  σω­θή, δεν βλέ­πει τον άν­θρω­πο που μι­λά, Α­λά ε­κεί­νον που  κα­τοι­κεί σ' αυ­τόν και μι­λά με το  στό­μα του,  και  α­πέ­ναν­τι αυ­τού εκ­πλήσ­σε­ται, που πο­τέ ού­τε τον  λό­γο δεν έ­χει α­κού­σει ε­κεί­νου που  μί­λα ού­τε ο ί­διος πο­τέ έ­χει ε­πι­θυ­μή­σει να τ'  α­κού­ση. Αυ­τό εί­ναι πνευ­μα­τι­κος να­ός που  κτί­ζε­ται χά­ριν του Κυ­ρί­ου. ΄Ο­σο μου ή­ταν δυ­να­τό με κά­θε α­πλό­τη­τα να σας τα εκ­θέ­σω, το έ­κα­μα. Και ελ­πί­ζει η ψυ­χή μου ό­τι η  ε­πι­θυ­μί­α μου  αυ­τή δεν πα­ρέ­λει­ψε τί­πο­τε α­π' ό­σα εί­ναι χρή­σι­μα στη σω­τη­ρί­α σας. Κι αν σας έ­γρα­φα για τα πα­ρόν­τα ή τα μέλ­λον­τα, δεν θα τα εν­νο­ου­ύ­σα­τε, δι­ό­τι εί­ναι κρυ­μέ­να μέ­σα σε πα­ρα­βο­λές. Και αυ­τά μεν έ­τσι. Ας  πά­με τώ­ρα σε άλ­λη γνώ­σι και δι­δα­χή.   Υ­πάρ­χουν δύ­ο δρό­μοι δι­δα­χής και  ε­ξου­σί­ας, ε­κεί­νος του φω­τός και ε­κει­νός του σκό­τους.  Και  δι­α­φο­ρά πολ­λή α­νά­με­σα τους,  Στον έ­να εί­ναι ταγ­μέ­νοι φω­τα­γω­γοί άγ­γε­λοι του  Θε­ού και στον άλ­λον άγ­γε­λοι του Σα­τα­νά.  Και ο  μέν έ­νας εί­ναι Κύ­ριος α­π' αρ­χής των αι­ώ­νων στους  αι­ώ­νες, ο δε  άλ­λος άρ­χων το­ύ τω­ρι­νού και­ρού της α­νο­μί­ας. Η ο­δός, λοι­πόν, το­υ φω­τός εί­ναι η ε­ξής. Αν θέ­λει κα­νείς να την δια­βή, θα το κά­νη με την σώ­ρευ­σι των έρ­γων του. Και  η γνώ­σις που μας δό­θη­κε για  να βα­δί­ζου­με σ'  αυ­τό τον δρό­μο εί­ναι τέ­τοι­α. Να α­γα­πή­σης ε­κεί­νον που σε  έ­κα­με να  φο­βη­θής ε­κεί­νον που σε έ­πλα­σε, να δο­ξά­σης ε­κεί­νον που  σε λύ­τρω­σε α­πό τον θά­να­το. Να  εί­σαι α­πλός στην καρ­διά και πλού­σιος πνευ­μα­τι­κά.  Να μην έ­χης ε­πα­φή με ό­σους πο­ρεύ­ον­ται στην ο­δό του θα­νά­του, να μι­σής κά­θε τι που δεν εί­ναι α­ρε­στό στον Θε­ό, να μι­σή­σης κά­θε υ­πο­κρι­σί­α. Να μήν εγ­κα­τά­λει­ψης τις εν­το­λές το­υ Κυ­ρί­ου. Να μην ύ­ψω­σης τον ε­αυ­τό σου, αλ­λά να εί­σαι τα­πει­νό­φρων σε ό­λα· δό­ξα να μη βά­λης πά­νω σου.  Να μη πά­ρης πο­νη­ρή α­πό­φα­σι ε­ναν­τί­ον του πλη­σί­ον σου και να μη δώ­σης στην ψυ­χή σου θρά­σος. Να μη πορ­νεύ­σης, να μη μοι­χεύ­σης, να μην α­σελ­γή­σης. Τον λό­γο του Θε­ού να μη  τον ρί­ξης σε α­κά­θαρ­το τό­πο. Να μην εί­σαι προ­σω­πο­λή­πτης ό­ταν ε­λέγ­χης κά­ποι­ον για πα­ρά­πτω­μα του.  Να εί­σαι πρά­ος,να εί­σαι η­σύ­χιος, να τρέ­μης τους λό­γους που ά­κου­σες. Να μή κρά­τη­σης κα­κί­α στον α­δελ­φό σου. Να μην  εί­σαι δί­ψυ­χος, πό­τε α­πό ε­δώ και πό­τε α­πό ε­κεί.Να μην λά­βης έ­πί μα­ταί­ω το  ό­νο­μα Κυ­ρί­ου. Να  α­γα­πή­σης τον πλη­σί­ον σου πά­νω κι  α­πό την  ζω­ή σου. Να μη σκο­τώ­σης το παι­δί σου πριν ή  ό­ταν γεν­νη­θή. Να μη σή­κω­σης την φρον­τί­δα σου α­πό τον γυι­ό σου ή την θυ­γα­τέ­ρα σου, αλ­λά α­πό τα τρυ­φε­ρά τους χρό­νια να τους δι­δά­ξης τον φό­βο του Θε­ού. Να  μην ε­πι­θυ­μής ό­σα α­νή­κουν στον  πλη­σί­ον σου, να μην εί­σαι πλε­ο­νέ­κτης.  Να μην  κολ­λή­ση ή ψυ­χή σου  στους  ι­σχυ­ρούς και έν­δο­ξους, αλ­λά να  εί­ναι α­νά­με­σα στους τα­πει­νούς και  τους δι­καί­ους. ΄Ο,τι σού συμ­βαί­νει να το παίρ­νης ως κα­λό, ξέ­ρον­τας ό­τι χω­ρίς να ε­πι­τρέ­ψη ο Θε­ός τί­πο­τε δεν συμ­βαί­νει. Να  μην εί­σαι δί­γνω­μος ού­τε δί­γλωσ­σος· δι­ό­τι η δι­γλωσ­σί­α εί­ναι πα­γί­δα θα­νά­του.  Να υ­πο­τάσ­σε­σαι στους κυ­ρί­ους σου  σαν  σε  αν­τί­τυ­πα του Θε­ού με συ­στο­λή και φό­βο. Να μη φέ­ρε­σαι στον υ­πη­ρέ­τη ή την υ­πη­ρέ­τρια σου με πι­κρό­χο­λη δι­ά­θε­σι, δι­ό­τι προ­σκυ­νεί­τε τον ί­διο Θε­ό, μή­πως δεν φο­βη­θούν τον Θε­ό που και οι δυ­ο λα­τρεύ­ε­τε. Δι­ό­τι ο  Θε­ός δεν ήλ­θε να  κα­λέ­ση τον έ­να ή  τον άλ­λο, αλ­λά ό­σους το Πνεύ­μα ε­τοί­μα­σε. Να δί­νης α­π' ό­λα στον πλη­σί­ον σου και να   μη λες τί­πο­τε δι­κό σου. Αν τα ά­φθαρ­τα τα  έ­χε­τε κοι­νά, πό­σο μάλ­λον τα φθάρ­τα; Να μην  εί­σαι εύ­κο­λος στην  γλώσ­σα δι­ό­τι το στό­μα εί­ναι πα­γί­δα θα­νά­του. ΄Ο­σο μπο­ρείς να εί­σαι κα­θα­ρός ψυ­χι­κά. Να μην ά­πλώ­νης γρή­γο­ρα το χέ­ρι στο να πά­ρης και να μή το μα­ζεύ­ης ό­ταν προ­κει­ται να δώ­σης.  Να α­γα­πή­σης ως κό­ρην του ο­φθαλ­μού σου  ό­ποι­ον σου με­τα­δί­δει τον λό­γο το­υ Κυ­ρί­ου. Να θυ­μά­σαι την η­μέ­ρα της κρί­σε­ως νύ­χτα και μέ­ρα και να δι­ψάς να βλέ­πης τα πρό­σω­πα των α­γί­ων. ­Ή να κο­πιά­ζης στον λό­γο και πη­γαί­νον­τας να  πα­ρη­γο­ρή­σης και  κά­νον­τας κά­θε προ­σπά­θεια για να σώ­σης ψυ­χές με τον λό­γο ή με τα κα­λά έρ­γα να προ­σπα­θή­σης να σβύ­σης τις  α­μαρ­τί­ες σου. Να μη  δι­στά­ζης να δί­νης ού­τε να κλαί­γε­σαι ό­ταν δί­νης,  έ­χον­τας υ­π' ό­ψι σου  ό­τι θα αν­τα­μει­φθής α­πό τον  α­γα­θό αν­τα­πα­δό­τη.  Φυ­λά­ξεις, ό­σα πα­ρέ­λα­βες,  μή­τε προ­στι­θείς μή­τε α­φαι­ρών. Να  μι­σής τε­λεί­ως το   πο­νη­ρό. Κρί­νεις δι­καί­ως. Να  μη κά­νης σχί­σμα, αλ­λά να ει­ρη­νεύ­ης και  να  ε­νώ­νης ό­σους μά­χον­ται ο έ­νας τον άλ­λον.  Να έ­ξο­μο­λο­γή­σαι τις  α­μαρ­τί­ες σου. Να  μην  προ­σέρ­χε­σαι στην προ­σευ­χή με συ­νεί­δη­σι πο­νη­ρή. Αυ­τήν εί­ναι η ο­δός του φω­τός Και  η  μαύ­ρη ο­δός εί­ναι πλα­νε­ρή και  κα­τά­με­στη α­πό κα­τά­ρα. Δι­ό­τι εί­ναι ο­δός αι­ω­νί­ου θα­νά­του με  τι­μω­ρί­α. Σ' αυ­τήν βρί­σκον­ται ό­λα ό­σα ο­δη­γούν την ψυ­χή στην α­πώ­λεια. Ει­δω­λο­λα­τρεί­α, θρά­σος, καύ­χη­σις υ­λι­κής δυ­νά­με­ως, υ­πο­κρι­σί­α,  δι­πλο­καρ­δί­α,  μοι­χεί­α,  φό­νος,  αρ­πα­γή,  υ­πε­ρη­φά­νεια,  πα­ρά­βα­σις,  δό­λος, κα­κί­α,  αυ­θά­δεια, μα­γεί­α και  φαρ­μα­κί­α, πλε­ο­νε­ξί­α,  α­φο­βί­α του Θε­ού. Ε­κεί βα­δί­ζουν ό­σοι κα­τα­δι­ώ­κουν τους  α­γα­θούς,  μι­σούν την α­λή­θεια,  α­γα­πούν το ψεύ­δος, δεν ξέ­ρουν την α­μοι­βή της δι­και­ο­σύ­νης, ό­σοι δεν εί­ναι κολ­λώ­με­νοι α­γα­θώ, δεν κρί­νουν δί­και­α, δεν γνοι­ά­ζον­ται για τις χή­ρες και τα ορ­φα­νά, α­γρυ­πνούν ό­χι στον φό­βο του Θε­ού αλ­λά στο πο­νη­ρό,  α­πό­ο­ξε­νω­μέ­νοι και α­πο­μα­κρυ­σμέ­νοι α­πό την πρα­ό­τη­τα και  την υ­πο­μο­νή, α­γα­πών­τες μά­ται­α, δι­ώ­κον­τες αν­τα­πό­δο­μα,   α­νε­λέ­η­τοι στον   φτω­χό, ά­α­αρ­δοι στον βα­σα­νι­σμέ­νο,  ε­πιρ­ρε­πείς στην  κα­τά­λα­λιά, αρ­νη­ταί ε­κεί­νου που τους  έ­πλα­σε, φο­νείς τέ­κνων, φθο­ρείς του πλά­σμα­τος του Θε­ού, α­δι­ά­φο­ροι σ' ό­ποι­ον έ­χει α­νάγ­κη, έκ­με­ταλ­λευ­ταί των  θλι­βο­μέ­νων, κό­λα­κες των πλου­σί­ων, ά­νο­μοι κρι­ταί των πε­νή­των, α­πό το  κε­φά­λι έ­ως τα πό­δια α­μαρ­τω­λοί. Εί­ναι χρή­σι­μο και κα­λό, λοι­πόν, να μά­θη κα­νείς τα θε­λή­μα­τα του Κυ­ρί­ου, ό­σα εί­ναι γραμ­μέ­να και να περ­πα­τά σ' αυ­τά. Ό­ποι­ος ­τα ε­φαρ­μό­ζει, θα δο­ξα­σθή στην βα­σι­λεί­α του Θε­ού. Ό­ποι­ος ε­κλέ­γει τα άλ­λα, μα­ζί με τα  έρ­γα του θα χα­θή.  Γι' αυ­τό υ­πάρ­χει α­νά­στα­σις, γι' αυ­τό υ­πάρ­χει αν­τα­πό­δο­σις. Πα­ρά­κα­λώ ό­σους έ­χουν σε σας υ­πε­ρο­χή να δε­χθούν τις κα­λο­προ­αί­ρε­τες συμ­βου­λές μου. ΄Ε­χε­τε α­νά­με­σα σας ε­κεί­νους στους ο­ποί­ους θα ερ­γα­σθή­τε το κα­λό. Μην κα­θυ­στε­ρεί­τε.  Εί­ναι κον­τά η η­μέ­ρα που ο πο­νη­ρός και τα έρ­γα του θα πά­ρουν τέ­λος.  Εγ­γύς ο  Κύ­ριος και ο μι­σθός αυ­τού. Πά­λι και πά­λι σας πα­ρα­κα­λώ να γί­νε­στε ο έ­νας στον άλ­λον νο­μο­θέ­ται α­γα­θοί, να εί­στε ο έ­νας στον άλ­λον σύμ­βου­λοι πι­στοί. Ξερ­ρι­ζώ­στε α­νά­με­σα σας κά­θε υ­πο­κρι­σί­α. Και ο Θε­ός που εί­ναι κυ­ρί­αρ­χος των πάν­των, ας σας χα­ρί­ση σο­φί­α, σύ­νε­σι, ε­πι­στή­μη, γνώ­σι των θε­λη­μά­των του, υ­πο­μο­νή.  Και  γί­νε­τε θε­ο­δί­δα­κτοι,ψά­χνον­τας να μα­θαί­νε­τε τι ζή­τα α­πό σας  ο  Κύ­ριος και να τα ε­κτε­λή­τε,  για να βρε­θή­τε στην η­μέ­ρα της κρί­σε­ως. Κι αν υ­πάρ­χει κά­τι το  α­ξι­ο­ση­μεί­ω­το α­πό τα  α­γα­θά,  να μου το θυ­μά­στε με­λε­τών­τας αυ­τά ε­δώ που γρά­φω, ώ­στε και η ε­πι­θυ­μί­α και η α­γρυ­πνί­α να προ­χω­ρούν σε α­γα­θές πραγ­μα­το­ποι­ή­σεις.  Σας  πα­ρα­κα­λώ και σας το ζη­τώ χά­ρι. Ό­σο εί­ναι μα­ζί σας το κα­λό σκεύ­ος, να μην υ­στε­ρή­τε σε τί­πο­τε, αλ­λά α­δι­ά­κο­πα να τα με­λε­τά­τε αυ­τά και να ά­να­πλη­ρω­νε­τε κά­θε εν­το­λή. Δι­ό­τι ό­λα αυ­τά α­ξί­ζουν. Γι' αυ­τό και σας  τα έ­γρα­ψα με βί­α, ό­πως κα­λύ­τε­ρα μπο­ρού­σα, για να σας ευ­φρά­νω. Εί­θε να σω­θή­τε, α­γά­πης τέ­κνα και ει­ρή­νης. Ο Κύ­ριος της δό­ξης και κά­θε χά­ρι­τος ας εί­ναι με το πνεύ­μα σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου