ΑΡΘΡΟΝ ΕΝΔΕΚΑΤΟΝ
«Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών».
Στο άρθρο αυτό το ιερό Σύμβολο της Πίστεως αγγίζει τη μεγάλη ελπίδα που φλογίζει την ψυχή της Εκκλησίας. «Προσδοκώ», ομολογεί ο πιστός, «ανάστασιν
νεκρών». Περιμένω ανυπόμονα και με λαχτάρα την ανάσταση των νεκρών. Το θέμα της αναστάσεως απετέλεσε από παλαιά την πεμπτουσία της πίστεως και του κηρύγματος της Εκκλησίας. Αυτό ήταν το επίκεντρο του κηρύγματος των Αποστόλων σε συσχετισμό με την ένδοξη Ανάσταση του Κυρίου Ιησού Χριστού. Ο Παύλος επιμένει στη μεγάλη αυτή αλήθεια, γιατί, αν ο Κύριος δεν αναστήθηκε, παρέμεινε δηλαδή σαν ένας κοινός άνθρωπος αιχμάλωτος της φθοράς και του θανάτου, τότε
το κήρυγμα αυτού και των άλλων Αποστόλων χάνει ολοσχερώς το νόημά του, οι κήρυκες του Ευαγγελίου είναι «ελεεινότεροι πάντων ανθρώπων», στηρίζοντες την πίστη τους σ ένα τεράστιο ψέμα και πλανώντες ασύστολα τον κόσμο! Αντίθετα· ο Χριστός αναστήθηκε από τον τάφο, «απαρχή των κεκοιμημένων γενόμενος». Και όπως αυτός, πατήσας το θάνατο, αναστήθηκε τριήμερος, έτσι και «τους κοιμηθέντας άξει συν αυτώ». Η καθολική ανάσταση των νεκρών θ ακολουθήσει στη μεγάλη Ανάσταση του Χριστού. Αν η Εκκλησία, το σώμα του Κυρίου, ακολουθεί σε όλα την αόρατη και μυστική της κεφαλή, θα την ακολουθήσει και στη ζωηφόρο εκ των μνημείων εξανάσταση. Η ανάσταση του σώματος της Εκκλησίας συνέχεται γενετικά με την Ανάσταση του αρχηγού της Εκκλησίας.
Τι σημαίνει όμως η Ανάσταση, την προσδοκία της οποίας τόσο συχνά μνημονεύουμε, όταν απαγγέλλουμε το Σύμβολο της Πίστεως σε κάθε θεία Λειτουργία και στις ατομικές μας προσευχές;
Η Ανάσταση δεν αναφέρεται στις ψυχές των ανθρώπων, αλλά στα νεκρά σώματα. Διότι η ψυχή, ως ουσία πνευματική και άυλη, δεν πεθαίνει. Το πνεύμα από τη φύση του είναι αιώνιο και άφθαρτο. Μετά θάνατο η ψυχή συνεχίζει τη ζωή της στη μέση κατάσταση, όπου διατηρεί την αυτοσυνειδησία της και όλες τις άλλες πνευματικές λειτουργίες της. Αντίθετα· το υλικό σώμα, στερημένο της ζωτικής του πνοής, νεκρώνεται τοποθετούμενο στον τάφο, όπου υφίσταται τη φυσική διεργασία της φθοράς. Εκείνο, λοιπόν, που μέλλει να αναστηθεί δεν είναι η αθάνατη ψυχή, αλλά το νεκρωμένο σώμα· αυτό που μας έδωκε ο Θεός, με το οποίο ζήσαμε στη γη, το ίδιο το σώμα μας που διαλύθηκε και είναι δύσκολο να εντοπισθεί μετά την αποσύνθεση και τον αφανισμό του στο πέρασμα του χρόνου· αυτό μέλλει να αναστηθεί και όχι άλλο, εισερχόμενο σε μία νέα κατάσταση ζωής μαζί με την ψυχή του, από την οποία το εχώρισε προσωρινά ο θάνατος. Ανάσταση, λοιπόν, σημαίνει έγερση του φθαρέντος σώματος και επανασύνδεσή του με τη δική του ψυχή και όχι άλλη, ώστε ακέραιος να αναζήσει και πάλιν ο όλος άνθρωπος.
Το δόγμα της αναστάσεως είναι φοβερά σκληρό δια τον φυσικόν άνθρωπον (αυτόν που ζει έξω από τη χάρη του Θεού). Ο ανθρώπινος λόγος είναι αδύνατο να συγκατατεθεί σε μία τόσο παράδοξη ιδέα. Αλήθεια, πως είναι δυνατόν ο λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος ν αποδεχτεί ότι το σώμα που χάθηκε, φαγώθηκε από τα θηρία ή τα ψάρια στις θάλασσες ή κάηκε στη φωτιά κι εξανεμίστηκε η τέφρα του, είναι δυνατόν τα μόριά του να ενωθούν ένα προς ένα, να ξαναγίνει πάλιν όπως ήταν και να ξαναζήσει; Γι’ αυτό και οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, που αρέσκονταν ν’ ακούουν καινούργιες ιδέες και παράδοξα πράγματα, όταν άκουσαν τον Παύλο στην Πνύκα να τους ομιλεί περί αναστάσεως των νεκρών, τον διέκοψαν, μερικοί δε
απ αυτούς τον εχλεύασαν. Τι είναι αυτά που λέγει ο φλύαρος αυτός; διερωτήθηκαν.
Την ίδια τοποθέτηση παίρνουν και πολλοί άλλοι εγκεφαλικοί άνθρωποι,
χλευάζοντες το δόγμα ως ανόητο και παράλογο. Περιττό να σημειώσουμε, ότι
μονάχα με την πίστη μπορεί να φουντώσει μέσα στην ψυχή ο περί αναστάσεως λόγος και να φτερώσει η μεγάλη ελπίδα που συγκινεί και αναπαύει τον ταλαιπωρημένο άνθρωπο, που τόσο ανελέητα δέχεται το μαστίγωμα του θανάτου. Σ ένα τόσο μεγάλο μυστήριο η πίστη νικά το λόγο. Γιατί είναι η φωνή της χάριτος του Θεού που «εν ασθενεία τελειούται», η δύναμη που υπερβαίνει την αδυναμία του πλάσματος και τη μεταποιεί σε θεοδυναμία, που μεταθέτει όρη και ενώνει γη και ουρανό!
Ο βαθύτερος λόγος της αναστάσεως, η δύναμη εκείνη η οποία θα την πραγματοποιήσει, είναι η θεία παντοδυναμία. Όπως τον κόσμον ο Θεός εδημιούργησε με ένα παντοδύναμο λόγο του, έτσι και το Πνεύμα του Θεού θα καταστήσει δυνατή την ανάσταση των νεκρωμένων σωμάτων, θα συνάξει τα διαλυθέντα μέλη τους και θα τα κάνει να ξαναζήσουν και πάλι. Φυσικά δεν πρόκειται για μία νέα πλάση εκ του μηδενός, όπως έγινε στη δημιουργία, αλλά περί
αναζήσεως αυτού που πέθανε και διαλύθηκε. Όπως αρχικά το Πνεύμα «εφέρετο επί των υδάτων» και έδιδε μορφή στα όντα, έτσι και τώρα το ίδιο Πνεύμα επιφέρεται πάνω στα διαλυμένα μέλη των σωμάτων, για να τα κάνει εν καιρώ να ξαναζήσουν, δίνοντάς τους και πάλιν ανθρώπινη υπόσταση και ζωή.
Τα εξ αναστάσεως σώματα αν και ουσιαστικά θα είναι τα ίδια με τα παλαιά, εν τούτοις θα έχουν διαφορετικές ιδιότητες. Θα είναι σώματα πνευματοποιημένα και άφθαρτα. Θα αποθέσουν την πυκνότητα της ύλης και θα είναι ελεύθερα φυσικών αναγκών, σαν κι αυτές στις οποίες υπόκεινται τώρα τα επίγεια σώματα. Δεν θα έχουν ανάγκη διατροφής, ύπνου, αναπαύσεως, διαιωνίσεως του είδους και όσα άλλα συμβαίνουν στην παρούσα οικονομία ζωής. Θα είναι σώματα ένδοξα, σύμμορφα προς τη δόξα του αναστάντος σώματος του Χριστού. Φυσικά θα είναι σύμμορφα με τη δόξα του Χριστού μόνο τα σώματα των δικαίων, τα οποία θ’ αναστηθούν ένδοξα, θα στίλβουν τη μαρμαρυγή της θείας ενέργειας, θεωμένα από τη χάρη του αγίου Πνεύματος και την άξια κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού, που είχαν όταν ζούσαν στη γη. Αντίθετα, τα σώματα των αμαρτωλών που έζησαν μακριά από τον Θεό, θ’ αναστηθούν μεν και αυτά εκ των νεκρών, θα είναι όμως σκοτεινά και απαίσια, ανάλογα με το σκοτισμό της αμαρτίας που ασφυκτικά τα εκάλυπτε κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής τους. Διότι η ανάσταση θα είναι μεν καθολικό δώρο του Θεού στη φύση των ανθρώπων· όμως η ποιότητά της, αν θα είναι δηλαδή ανάσταση ένδοξη ή άδοξη, ανάσταση προς ζωήν ή ανάσταση προς κρίση, θα εξαρτηθεί από την ποιότητα της επίγειας ζωής των ανθρώπων, αν έζησαν αυτοί σύμφωνα με το θέλημα του Θεού σε ζωντανή σχέση με τον αρχηγό της πίστεως Ιησούν ή αν έζησαν στην απιστία και την αδιαφορία, παραδομένοι στη φθορά της αμαρτίας και στον αιώνιο πνευματικό θάνατο.
Η ανάσταση των σωμάτων θα γίνει κατά τη Δευτέρα Παρουσία και θα είναι το σημαντικότερο γεγονός των εσχάτων. Αυτοί που θα βρίσκονται εν ζωή κατά τη δευτέρα έλευση του Χριστού, δεν θα αναστηθούν φυσικά, αφού προηγουμένως δεν θα έχουν αποθάνει. Απλώς θα μεταλλαγεί η φύση τους, τα σώματά τους αυτομάτως θα γίνουν όμοια με τα σώματα των κεκοιμημένων που θ αναστηθούν εκ των μνημείων και θ αρπαγούν «εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις τον αέρα». Η ανάσταση θα γίνει σε κλίμα φοβερών εκδηλώσεων, με φωνήν αγγέλου και αλαλαγμόν αρχαγγελικής σάλπιγγος. Παράλληλα θα σημειωθεί αναστάτωση στα στοιχεία της φύσεως, θα διασαλευθεί η τάξη των ουρανίων σωμάτων, ο δε φυσικός κόσμος θα παύσει να υπάρχει όπως υπάρχει στην τωρινή του κατάσταση,
παίρνοντας καινούργια μορφή, ανάλογη με τη νέα οικονομία ζωής που θα διαδεχτεί την κατάλυση της παρούσης τάξεως του κόσμου.
Το μήνυμα της αναστάσεως είναι πολύ μεγάλο. Πρώτα, είναι η πανηγυρική κατάλυση του θανάτου. Ο θάνατος δεν υπήρξε στην οντική αλήθεια των πραγμάτων, όπως αυτά βγήκαν από την άκτιστη θεία ενέργεια. Ο άνθρωπος δεν πλάστηκε για να πεθάνει, αλλά για να ζήσει παντοτινά κοντά στο δημιουργό του. Ο
Θεός δεν θέλει το θάνατο αλλά τη ζωή των πλασμάτων του, γιατί ο ίδιος είναι η ζωή
και απ αυτόν προέρχεται κάθε άλλο είδος κτιστής ζωής. Στον πρώτον άνθρωπον η σωματική αθανασία δόθηκε υπό όρους, στο μέτρο που το λογικό πλάσμα θα στρεφόταν ελεύθερα προς τον πλάστη του, μένοντας πιστο στα πλαίσια της φυσικής του τάξεως, στην τήρηση του νόμου και του θελήματος του Θεού.
Αυτό όμως δεν συνέβη. Ο άνθρωπος αποστάτησε από τον Θεό. Ξεμάκρυνε, ακολουθώντας πορείαν αντίθετη με εκείνη της φυσικής του νομοτέλειας, του προορισμού του. Αλλοτριώθηκε η φύση του, έχασε το φυσιολογικό ρυθμό της, έγινε πλάσμα χαλασμένο, ύπαρξη χωρίς ρίζες και άσκοπη. Η ζωή του πεσμένου
ανθρώπου για να μη διαιωνίζει στη γη την απελπιστική της τραγικότητα, κόπηκε από τον ίδιο τον Θεό, ο οποίος επέβαλε το θάνατο στον παραβάτη για να τον λυτρώσει από το άχθος και την κακότητα της αμαρτίας του. Ο νεκρός άνθρωπος δεν μπορεί να αμαρτήσει. Στα τοιχώματα του τάφου βρίσκει τα όριά της η αμαρτία, σπάνε τ αγριεμένα κύματα της μωρίας και της αλογιστίας του.
Ο θάνατος επομένως δεν προήλθε από την πλευρά του Θεού, αλλά μονάχα από την πλευρά του ανθρώπου. Ήταν οψώνιο (καρπός, αποτέλεσμα) της αμαρτίας. Ο Θεός τον επέβαλε για να ευεργετήσει το αποστατημένο πλάσμα του. Ο άνθρωπος ήταν η πρωταρχική αιτία του θανάτου. Ο θάνατος συνεπώς δεν έχει οντολογικό υπόβαθρο στην πλάση. Δεν είναι ύπαρξη, δεν έχει φυσική ουσίωση στα όντα. Είναι ένα επιφαινόμενο. Ως οντολογικά δε άρριζος, δεν μπορούσε να διαιωνίζεται στην πλάση. Έπρεπε να καταργηθεί ως κατάσταση αναιρετική της ζωής. Ποιος όμως μπορούσε να τον καταργήσει; Κανένας, εκτός από τον ίδιο τον Θεό, ο οποίος μπήκε στην ανθρώπινη ζωή, έπιασε στα δυνατά χέρια του το θάνατο και τον συνέτριψε επάνω στο σταυρό, αφού πρώτα κατάργησε την αμαρτία που ήταν η γενεσιουργός αιτία εκείνου. Στο κράτος του θανάτου δεν μπορούσε να κρατηθεί η πηγή της ζωής. Έτσι με την Ανάστασή του ο Σωτήρ επάτησε το θάνατο, σκυλεύσας τον Αδη και εκπορθήσας τη σκοτεινή επικράτεια της φθοράς. Η Ανάσταση όμως εκείνη έγινεν η απαρχή της καθολικής των νεκρών αναστάσεως. Τη στιγμή που νικήθηκε ο θάνατος στη μεγάλη εκείνη έγερση άδειασε ολότελα η δύναμή του, η αρπάγη του ατόνησε, το πλάσμα γλύστρησε από τα δάκτυλά του, στάθηκε αγέρωχα απέναντί του, μυκτηρίζοντας τον άλλοτε κραταιό δυνάστη, το φοβερό εκπορθητή της ζωής· «Πού σου άδη το νίκος;».
Δεύτερον, η ανάσταση αναδεικνύει πανηγυρικά την αλήθεια και την πιστότητα του Θεού καθώς και τον αληθινό λόγο του πλάσματος. Τίποτε δεν χάνεται από ό,τι φέρει στο είναι η θεία ενέργεια. Το αντίθετο θα σήμαινε ότι ο Θεός δεν γνωρίζει το έργο του, μοιάζοντας με ένα αδύναμο και αδέξιο τεχνίτη, ο οποίος δεν μπορεί να συντηρήσει αυτό που βγήκε από τα χέρια του. Αν ο θάνατος κυριαρχούσε τελειωτικά πάνω στη ζωή, ο Θεός θα φαινόταν ασυνεπής προς τη φύση του, σχετικός στις ενέργειές του, αδύναμος στους σχεδιασμούς και τις αποφάσεις του. Θα κατέρρεεν αυτόματα η φύση του. Με την ανάσταση όμως πιστοποιείται περίτρανα η άπειρη σοφία του σε συνδυασμό με την αγαθότητα και την
παντοδυναμία του, που όχι μόνο δεν αφήνει τον άνθρωπο να καταποθεί στο χάος της ανυπαρξίας, αλλά του δίνει και πάλι ζωή, πιο όμορφη και πιο ωραία από την προηγούμενη, καταργώντας ό,τι η απόνοια εκείνου (του ανθρώπου) κατάφερε να δημιουργήσει. Έτσι στην ανάσταση η ανθρώπινη πλάση ανευρίσκει τον πραγματικό λόγο της υπάρξεώς της. Δεν πάει χαμένη, γιατί τίποτε δεν χάνεται από το έργο του Θεού. Ξαναγίνεται το χαλασμένο πλάσμα, τοποθετούμενο στην αληθινή οντολογική βάση του, όπως το θέλησε και το πλαστούργησε ο Θεός, πετυχαίνοντας τον ειδικό προορισμό του που είχε στη θεία ενέργεια και που χάλασε με την αμαρτία και την αλογιστία του. Η ανάσταση δείχνει την αλήθεια του όντος στις θεανθρώπινες διαστάσεις του, αυτό που έπρεπε να είναι σύμφωνα με τη βούληση του Πλάστη
του· οντική διαφάνεια, φως υπαρξιακό, χωρίς θανατερές σκιερότητες.
Στην Ορθοδοξία η Ανάσταση του Κυρίου κατέχει το κέντρο του εορτολογικού κύκλου της. Είναι η μεγαλύτερή της εορτή και πανήγυρη. Σ αυτήν καθρεφτίζεται η όλη πνευματική φυσιογνωμία της. Τη λαμπρότητα της Αναστάσεως τη βλέπει ανακλωμένη στη χριστοειδή σάρκα της. Το φως της Αναστάσεως είναι και δικό της φως. Η Λαμπρή υφαίνει και τη δική της λαμπρότητα. Ζει την Ανάσταση σε όλα τα μόρια της θεοποιημένης ουσίας της. Η καρδιά της κτυπά στο ρυθμό της αναγεννήσεως και αναπλάσεως του σύμπαντος. Η θέωση είναι το άφθαρτο ένδυμά της, ο άρτος και ο οίνος της υπάρξεώς της. Η Ορθοδοξία πορεύεται στην Ανάσταση, γιατί η Ανάσταση εξαντλεί τη θεοδυναμία και τη χριστοειδή θεομορφία της!
Αλλά και οι επί μέρους πιστοί ζουν την Ανάσταση σε όλη την έκταση της ζωής και του έργου τους. Ζουν βαθιά στην ψυχή τους το μήνυμα της μεγάλης χαράς. Στα ανελέητα πλήγματα του θανάτου που άγρια ταλαιπωρεί τη φύση ποτίζοντας με τόσες πίκρες και καυτά δάκρυα τον άνθρωπο, ατενίζουν προς τη μεγάλη ημέρα που θα τους κάνει να ζήσουν και πάλι, νιώθοντας ισχυροί απέναντι στο μεγάλο εχθρό, νικητές του αδυσώπητου και τραγικού τέλους, που τόσο άδοξα σφραγίζει τη φύση μετά τη θλιβερή περιπέτεια της Εδέμ. Ο άνθρωπος που πιστεύει στην Ανάσταση νίκησε το θάνατο. Νίκησε την τραγική και επίκαιρη φύση του, τη σκοτεινότητα που πυκνή σωρεύεται στα ψυχρά του τάφου τοιχώματα. Και αυτό τον βοηθεί αφάνταστα στο έργο του, τον προφυλάσσει από τόσους φόβους και ενοχές, από τόσα υπαρξιακά άγχη και αγωνίες, εγκαθιστώντας τον σταθερά στην ειρήνη του Θεού και γλυΚαινοντας την πικρότητα της ζωής που υφαίνουν τόση κακουργία,
τόση απόνοια και τόση απανθρωπία. Και γίνεται ανθρωπινότερος ο άνθρωπος, παίρνοντας φως από το μνήμα που άνοιξεν ο Θεός, συντρίβοντας τη θανατερή νέκρωση. Γίνεται πλάσμα καλοσυνάτο, μελετώντας τη ζωή κάτω από το πρίσμα της αναστημένης αγάπης, όπως την είδαν οι Μυροφόρες στον κενό τάφο της Ιερουσαλήμ και οι μαθητές στην πορεία προς τους Εμμαούς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου