Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

6. «Και ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθεζόμενον εκ δεξιών τού Πατρός».



ΑΡΘΡΟΝ ΕΚΤΟΝ

«Και ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθεζόμενον εκ δεξιών τού Πατρός».


Μετά την Ανάστασή του ο Σωτήρ δεν εγκατέλειψε τους μαθητές. Επί σαράντα μέρες εμφανιζόταν σ’ αυτούς, συζητώντας μαζί τους περί της βασιλείας τού Θεού και συνιστώντας να μην απομακρύνονται από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένουν την κάθοδον τού αγίου Πνεύματος, στο οποίο θα παρέδιδε τη σκυτάλη τού λυτρωτικού έργου του, για να το καταξιώσει και να το κάνει προσωπικά οικείο στο λυτρωμένο σώμα της Εκκλησίας του. Περί τού περιεχομένου όμως των συζητήσεων αυτών δεν μας ομιλεί η Γραφή. Είναι φυσικό να υποθέσουμε, ότι σε μία τόσο καινούργια σχέση ο αναστάς Κύριος θα προετοίμαζε τους μαθητές για το δύσκολο αποστολικό έργο, στο οποίο σε λίγο θα ανοίγονταν με τη χάρη τού αγίου Πνεύματος, ως θεμέλιοι λίθοι της Εκκλησίας και στυλοβάτες της βασιλείας τού Θεού επί της γης. Ίσως τους δίδαξε και ορισμένες άλλες αλήθειες που δεν καταγράφτηκαν στη Γραφή, αλλά πέρασαν στη ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας.

Ο Χριστός όμως δεν έμελλε να παραμείνει παντοτινά στη γη. Η ιστορική ζωή έχει καθορισμένα τα όριά της. Το πεπερασμένο και έγχρονο είναι προσωρινό, δεν μπορεί να διαιωνίζεται. Το ίδιο συνέβη και με τον Ιησού, ο οποίος έζησε, όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι, την ιστορική του στιγμή. Η ζωή του στη γη είχε και αρχή και τέλος χρονικό. Όταν τελείωσε την αποστολή του, δεν υπήρχε πιά λόγος να παρατείνει την παρουσία του στον κόσμο. Έπρεπε να φύγει, να γυρίσει πίσω. Να επιστρέψει εκεί όπου από την αρχή ήταν ως Λόγος τού Θεού, στους άφθιτους κόλπους τού Πατρός.
Αυτό έγινε την τεσσαρακοστή ημέρα από την Ανάστασή του. Το ιερό βιβλίο των Πράξεων μας διέσωσε το τρυφερό γεγονός τού αποχωρισμού. Οι μαθητές ήσαν μαζεμένοι στο όρος των Ελαιών. Μαζί τους ήταν και ο Διδάσκαλος. Σε ιδιάζουσα δε κατάσταση διατελούντες, τον ρωτούσαν· «Κύριε, ει εν τώ χρόνω τούτω αποκαθιστανεις την βασιλείαν τώ Ισραήλ;». Εκείνος αντί άλλης απαντήσεως τους είπε, ότι δεν είναι δουλειά τους να γνωρίζουν τους χρόνους και τους καιρούς, τους οποίους έχει ορίσει ο Πατήρ για την εκπλήρωση τόσο σημαντικών γεγονότων· αλλά πρέπει να έχουν στραμμένο το βλέμμα τους στη δύναμη που επρόκειτο σύντομα να λάβουν από την κάθοδο σ αυτούς τού παναγίου Πνεύματος, ο φωτισμός τού οποίου θα τους ανεδείκνυε μάρτυρες τού λυτρωτικού έργου του, τόσο στην Ιερουσαλήμ
όσο και στην Ιουδαία και τη Σαμάρεια και ως το τελευταίο σημείο της γης. Και όταν είπε τα λόγια αυτά, οι μαθητές τον είδαν ν’ ανυψώνεται, ενώ νεφέλη τον εσκέπασε από τα μάτια τους. Και ενώ τον κοίταζαν να πορεύεται στον ουρανό, δύο άνδρες (άγγελοι) λευκοντυμένοι, τους είπαν· «άνδρες Γαλιλαίοι, γιατί στέκεστε κοιτάζοντας τον ουρανόν; Ο Ιησούς, τον οποίον βλέπετε ν αναλαμβάνεται από κοντά σας στον ουρανόν, ο ίδιος θα επιστρέψει και πάλι στη γη κατά τον ίδιο τρόπο που τον βλέπετε τώρα να πορεύεται προς τον ουράνιο Πατέρα του».

Η σκηνή ήταν πραγματικά συγκινητική. Ένας αποχωρισμός είναι πάντοτε πικρός και σπαραξικάρδιος. Η φιλία σφυρηλατεί και ενώνει τις ανθρώπινες καρδιές. Στο σύλλογο των μαθητών η σχέση με το Διδάσκαλο ήταν πολύ βαθιά και εσωτερική. Στο Πρόσωπό του είχαν γνωρίσει το διδάσκαλο, τον πατέρα, τον Θεό. Είχαν ζήσει μαζί του μια ζωή φορτισμένη με τόσες συγκινήσεις. Ένιωσαν τη στοργική αγάπη του, γεύτηκαν την πατρική παιδαγωγία του, την τρυφερότητα της θεανθρώπινης καρδίας του. Είδαν τα συγκλονιστικά θαύματά του, ακροάστηκαν το θείο λόγο του, η καρδιά τους φλογιζόταν από το αίνιγμα της προσωπικότητός του. Έζησαν τις ωραίες στιγμές του, αλλά και γεύτηκαν την οδύνη τού πάθους του. Σαν άνθρωποι αδύνατοι τον πίκραιναν. Ένας τον πρόδωσε, άλλος τον αρνήθηκε και όλοι τον εγκατέλειψαν (πλην τού Ιωάννου) στις εναγώνιες στιγμές τού μαρτυρικού πάθους του. Όμως αγαπούσαν το Διδάσκαλο, γιατί πρώτος αυτός τους αγάπησε. Η
εμφάνισή του μετά την Ανάσταση έσβησεν από την καρδιά τους τις πικρές αναμνήσεις τού πάθους του. Ο Διδάσκαλος αναστήθηκε, ήταν πάλι μαζί τους και αυτό μονάχα μετρούσε. Τώρα ζητούσαν πιο έντονα το Σωτήρα, το νικητή. Η ψυχή τους ήταν ήρεμη, γεμάτη γοητεία και μυστικούς γλυκασμούς, άσχετο αν δεν μπορούσαν ως την ώρα εκείνη να ψαύσουν το ανερμήνευτο. Συνεπαρμένη η καρδιά τους προχωρούσε στο θεανθρώπινο αίνιγμα, παρ όλο που ο νους τους, νωχελής, έμενε πίσω συγκεχυμένος και αδύναμος. Δεν είχαν λάβει ακόμη τη φωτιά τού Πνεύματος, που θα τρόχιζε το νου τους στα θεία μυστήρια. Και τώρα έφθασε η στιγμή ν αποχαιρετίσουν το Διδάσκαλο, που δεν επρόκειτο πιά να τον ξαναζήσουν στην ίδια διάσταση που τον έζησαν στη γη· να αποχωριστούν παντοτινά απ αυτόν που τόσο άλλαξε κι ομόρφηνε τη ζωή τους. Αυτός φυσικά δεν επρόκειτο να τους αφήσει ορφανούς, αλλά θα παρέμενε παντοτινά μαζί τους στο Πρόσωπο τού θείου Παρακλήτου, που θα ήταν στο εξής ο νέος ρυθμιστής της ζωής τους, θα τους οδηγούσε «εις πάσαν την αλήθειαν», θα έκραζε μέσα τους «Αββά ο Πατήρ». Και θα γέμιζε την ώρα τού δύσκολου αποστολικού έργου τους.

Η Ανάληψη είναι πολύ μεγάλη εορτή διά την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία. Είναι γιορτή θριάμβου και χαράς πανηγυρικής. Όπως οι στρατηλάτες τού κόσμου, γυρνώντας από μία νικηφόρο εκστρατεία, τελούν θρίαμβο για να πανηγυρίσουν τη νίκη τους, επιδεικνύοντες και λάφυρα παρμένα από τον εχθρό και διαπομπεύοντες αιχμαλώτους αντιπάλους, έτσι και ο Κύριος, αφού έδωσε και κέρδισε τη μάχη εναντίον της αμαρτίας και των δυνάμεων τού Σατανά, εισήλθε θριαμβευτής στον ουρανό, επιδεικνύοντας ντροπιασμένες τις υπενάντιες δυνάμεις και ισοπεδωμένα τα οχυρά τού θανάτου και της φθοράς. Εγύρισε θριαμβευτής στον ουρανό, όπου οι δυνάμεις της θείας βασιλείας, τα τάγματα των αγγέλων και των αρχαγγέλων, πανηγύρισαν το μεγάλο θρίαμβο, αλαλάζοντας για την κραταιά νίκη τού Δεσπότου. Και ο θρίαμβος αυτός των ουρανών ενώνεται με το θρίαμβο τού σώματος της Εκκλησίας επί της γης, που λυτρωμένο από τη δυνάστευση της αμαρτίας ψάλλει τα
νικητήρια στον Κύριο της δόξης, το δυνατό εκπορθητή των σατανικών δυνάμεων της φθοράς και τού θανάτου!

Η δογματική σημασία της γιορτής είναι πολύ μεγάλη.
Η Ανάληψη, και τυπικά πλέον, είναι η οριστικοποίηση τού λυτρωτικού έργου τού Χριστού. Ο Χριστός γύρισε πίσω, αφού έφερεν εις πέρας το έργο που τού ανέθεσε να εκπληρώσει ο Πατήρ. Κατέθεσε πανηγυρικά την εντολή, την οποίαν έλαβε από τον Πατέρα ως Μεσσίας τού κόσμου, υπογεγραμμένη και σφραγισμένη με το πανάγιο αίμα του. Εντολή στην οποίαν ήσαν αποτυπωμένα ο Σταυρός και η Ανάσταση, ο Γολγοθάς συνταιριασμένος με το καινό μνημείο τού από Αριμαθαίας Ιωσήφ. Έτσι η προαιώνια λυτρωτική βουλή τού Θεού, το απειρόσοφο σχέδιο τού μυστηρίου της θείας περί τον άνθρωπον οικονομίας, οριστικό, πλήρες και τέλειο, κατατέθηκε στα αρχεία τού ουρανού, ως πηγή αστείρευτης δυνάμεως και ζωής.

Με την Ανάληψή του στον ουρανόν ο Σωτήρ κάθισε «εκ δεξιών τού Πατρός». Το Σύμβολο της Πίστεως χρησιμοποιεί εδώ μία γλώσσα πολύ ανθρωπομορφική. Παρουσιάζει θρόνο στον οποίον κάθεται ο Πατήρ, έχοντας καθήμενο στα δεξιά του τον Υιόν. Μία εικόνα δηλωτική ισότιμης εξουσίας, σύμπνοιας και αγάπης, της
οποίας η εικονική περιγραφή δεν ανταποκρίνεται μέν αυστηρά στα πράγματα, είναι
όμως τόσο παραστατική για μας που με τη φτωχή γνώση μας δεν έχουμε άλλο
τρόπο να προσεγγίσουμε το ανέγγιχτο, παρά με παραστάσεις αναλογικές, παρμένες από τον κύκλο της φυσικής εμπειρίας μας.

Η εκ δεξιών τού Πατρός καθέδρα τού Χριστού σημαίνει και τυπικά το πέρας της κενώσεως τού Λόγου, με την οποίαν εξακολουθεί εις το διηνεκές ο κατά την ταφήν τού Χριστού αρξάμενος σαββατισμός του, η κατάπαυση εκ τού έργου της σωτηρίας των ανθρώπων και της ανακαινίσεως τού σύμπαντος. Ο Υιός τού Θεού επανέρχεται στους πατρικούς κόλπους, όχι διότι είχεν αποχωριστεί απ αυτούς με τη σάρκωσή του, αλλά με την έννοιαν ότι απέβαλεν οριστικά πλέον όλα εκείνα που προσέλαβεν ως άνθρωπος, την ύφεση –ή μάλλον την απόκρυψη της δόξας του που προαιωνίως είχε στους κόλπους τού Πατρός– την ταπείνωση της ιστορικής ζωής, την οδύνη και το πάθος. Ο Λόγος στίλβει τώρα στην ολοκάθαρη πατρώα δόξα του, στην ακτίνα της Τριαδικής του αίγλης και λαμπρότητος. Επανέρχεται σ αυτό που ήταν πριν γίνει άνθρωπος. Με τη διαφορά ότι η υπόσταση και η θεότητά του, οι οποίες ουδέποτε μετακινήθηκαν από τους κόλπους της Τριάδος, έχουν τώρα προσλάβει κάτι καινούργιο· τη θεωμένη ανθρώπινη φύση τού Χριστού, την οποίαν στο εξής ουδέποτε θα αποβάλουν. Η ανθρωπότητα τού Χριστού εγκαθίσταται μόνιμα στους κόλπους της Τριαδικής θεότητος, γεγονός που συνιστα την ύψιστη περιωπή και το άφθιτο μεγαλείο τού ανθρώπου, καταστάσεις που τον ανεβάζουν ψηλότερα και
από αυτές τις άϋλες φύσεις των αγγέλων, τις καταλαμπόμενες στο τρισήλιο φώς της θεότητος. Η θέωση είναι αγαθό που συντελέστηκε στη φύση των ανθρώπων και όχι των αγγέλων. Η είσοδος όμως της ανθρωπίνης φύσεως τού Λόγου στην Τριάδα δεν σημαίνει οποιαδήποτε ποσοτική ή ποιοτική προσθήκη στη μακαρία φύση της Τριάδος. Η Τριάς παραμένει Τριάς, δεν μεταπίπτει εις τετράδα, δηλαδή δεν αυξάνεται ο αριθμός των υποστάσεων τού Τριαδικού Θεού. Ούτε πάλι προστίθεται κάτι που να τροποποιεί την ουσία και τη θεότητα (θείες ενέργειες) της Τριάδος. Απλώς η υπόσταση τού Λόγου δεν είναι στο εξής γυμνή, αλλά φέρει πάντοτε ενωμένη μαζί της τη θεωμένη φύση του, αυτήν που έκανε δική του με τη θεία του ενανθρώπηση, έζησε μαζί της στη γη, ετέλεσε τη σωτήρια βουλή τού Πατρός και την έκανε κοινωνό της άπειρης θείας δόξας του. Δεν έχουμε, λοιπόν, τετράδα, αλλά Πατέρα, Υιόν (με την ανθρωπότητά του) και Πνεύμα άγιο, το οποίον έχρισε με τη χάρη του την ανθρώπινη φύση τού Σωτήρος.

Η Ανάληψη τού Κυρίου σηματοδοτεί μία νέα κατάσταση ζωής διά τον ενανθρωπήσαντα Λόγο τού Θεού. Ο Κύριος είναι ο υπέρτατος βασιλεύς τού ουρανού και της γης, ο κύριος της ιστορίας και τού κόσμου. Είναι ο άρχων της θείας βασιλείας, της Εκκλησίας του που ίδρυσε στη γη, της οποίας είναι η αόρατη και μυστική κεφαλή και την οποία ζωοποιεί με το πανάγιο Πνεύμα του, που έστειλε στους μαθητές μετά την εκ τού κόσμου αποδημία του. Στους ουρανούς ο Σωτήρ ασκεί το βασιλικό του αξίωμα σε συνδυασμό με το προφητικό, κυβερνώντας την Εκκλησία του και μεσιτεύοντας υπέρ αυτής στον ουράνιο Πατέρα του. Την Ανάληψη τού Χριστού ιδιαζόντως τιμά η Ορθοδοξία, βλέποντας σ αυτήν τη δική της θεόμορφη ουσία, τη θεοδυναμία και τη χριστομορφή της αίγλη και λαμπρότητα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου