Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΟΝ (5) Του Hans – Georg Gadamer

Μια διάλεξη που δόθηκε στην Αθήνα το 1972
Υπάρχει τέλος ένα τελευταίο σημείο στο οποίο οι Έλληνες με την σκέψη τους μπορούν να καθοδηγήσουν τον μοντερνισμό: Είναι η σχέση ηθικής και πολιτικής. Στην ιστορία της ηθικής διακρίνουμε στην πραγματικότητα ανάμεσα στην ατομική ηθική και την κοινωνική ηθική, αλλά η μοντέρνα κοινωνική ηθική, που γίνεται προσπάθεια να βασισθεί στην ατομική κοινωνική ηθική, είναι ως επί το πλείστον μια απλή απόσπαση από την φιλοσοφική προβληματική της ατομικής ηθικής. Όμως το μεγάλο πρόβλημα της μοντέρνας ηθικής είναι αυτό: η δυσκολία, η  αδυναμία σχεδόν, του περάσματος από την ηθικότητα του ατόμου, που είναι δεμένη στο δέον του και στη συνείδησή του, σε μια πραγματική κοινωνική ηθική.
Ο Καντ επεξεργάσθηκε την αρχή της ηθικότητος με μεγάλη διαύγεια, διευκρινίζοντας ακριβώς πως αυτή αντιπροσωπεύει ένα είδος απροϋπόθετης υποχρεώσεως, διότι διαφορετικά δεν διαθέτουμε ηθικότητα. Όλες οι άλλες δυνατότητες της πράξεως είναι σχετικές, εξαρτημένες. Εάν θέλω να φτάσω, να πετύχω έναν σκοπό, πρέπει να διαλέξω τα μέσα. Εάν διαλέξω λανθασμένα μέσα, δεν κατορθώνω να εξασφαλίσω τους σκοπούς. Έτσι λοιπόν λέμε: πρέπει να πράξω ανεξάρτητα, μ’ αυτόν τον τρόπο εάν θέλω να πετύχω αυτό ή εκείνο. Αλλά αυτή δεν είναι μια αληθινή ανεξαρτησία, διότι εγώ δεν επιθυμώ να επιδιώξω αναγκαίως το τέλος, τον σκοπό, που αναλαμβάνω να πραγματοποιήσω. Γι’ αυτό και ο Καντ αυτούς τους σκοπούς τους ονομάζει υποθετικούς, τεχνικές προστακτικές. Ο Καντ λοιπόν απέρριψε κριτικά όλη την αρχαία ηθική από αυτή την άποψη, πιστεύοντας ότι, όπως η ηθική του ορθολογισμού του 18ου αιώνα, είναι ευδαιμονισμός, καθώς γι’ αυτή ο έσχατος σκοπός όλης της ζωής και της ανθρώπινης συμπεριφοράς παραμένει η Ευτυχία. Αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό ρεαλιστικά, συγκεκριμένα, με την έννοια πως το θεμέλιο και η προσπάθεια να είμαστε σωστοί, καλοί, είναι με την σειρά του βασισμένο, σε τελευταία ανάλυση, σε ένα είδος φιλοσοφίας της Ευτυχίας, στο γεγονός δηλαδή πως θα είναι ευτυχής αυτός που θα υποτάσσεται στους ισχύοντες κανόνες, είτε είναι της φύσεως, είτε της κοινωνίας. Έτσι τελικά το «δέον», η σωστή πράξη, βασίζεται στην ελπίδα της ευτυχίας. Ο Καντ ονομάζει το σύνολο αυτό ευδαιμονισμό, και βλέπει σ’ αυτό μια διαφθορά της θεμελιώδους αρχής της ηθικής, που είναι η εφαρμογή του σωστού απροϋπόθετα, ανεξάρτητα, απόλυτα, και όχι μόνον για να είμαστε ευτυχείς. Ο Καντ εκλέπτυνε αυτή την έννοια της ηθικής μέχρι να την φέρει σε διαμάχη τού δέοντος με την κλίση, με το ταλέντο. Έφτασε να δηλώσει την αδιανόητη αρχή πως μόνον μια πράξη η οποία γίνεται ενάντια στις ίδιες προτιμήσεις και κλίσεις είναι ηθικώς καλή. Η παράνοια αυτής της αρχής παραμένει ένα ανοιχτό πρόβλημα στην ερμηνεία του Καντ.
Ένα πράγμα όμως παραμένει αληθινό: αυτή η αρχή της ηθικής φιλοσοφίας ακουμπάει στο γεγονός πως εγώ θέλω να είμαι και πρέπει να είμαι συνειδητός των πράξεών μου. [υπάρχει ήδη η μείωση και η ανταλλαγή, η μετατόπιση του Είναι στην συνείδηση, διότι η συνείδηση είναι βοηθός του ΕΓΩ]. Εάν προϋποτίθεται αυτό, τότε είναι σωστό πως η περίπτωση στην οποία πράττω ενάντια στις κλίσεις της φύσεώς μου, έχει μια προτεραιότητα μεθοδική. [Αυτή η προϋπόθεση είναι το υποκείμενο, η πρόνοια του Πορφυρίου]. Εάν σε μια συγκεκριμένη κατάσταση μού είναι εφιαλτικά δύσκολο να πράξω αυτό που έχω αναγνωρίσει ότι είναι σωστό, τότε δεν μπορώ να συγκεντρώσω τις υποψίες, ούτε των άλλων, ούτε του εαυτού μου, ότι πράττω στ’ αλήθεια εκείνο που θέλω να πράξω. [η μέθοδος αγιάζει τον σκοπό, η πρόθεση σήμερα κάτω από το φως της φαινομενολογίας. Τότε νίπτω τας χείρας μου]. Μ’ αυτή τη σημασία ο ηθικός στοχασμός, η αυτοσυνειδησία δηλαδή στην πρακτική της μορφή, σαν ηθική συνείδηση, ή όπως θέλουμε να την ερμηνεύσουμε, είναι η βάση της Καντιανής ηθικής.  
Έαν έχουμε όμως προ οφθαλμών μόνον την Ελληνική φιλοσοφία, τότε η κατηγορία για ευδαιμονισμό την οποία ο Καντ υψώνει εναντίον της, όπως και εναντίον όλης της περασμένης ηθικής φιλοσοφίας, δεν δικαιολογείται. Ο Αριστοτέλης, σαν μαθητής τού Πλάτωνος και μ’ αυτό του Σωκράτη, προχώρησε πολύ πέραν της παραδοσιακής ηθικής η οποία δικαίωνε τις αξίες της μόνον μέσω της κανονιστικής δυνάμεως της κοινωνίας, και της αυτονόητης προοπτικής της ευτυχίας. Αυτή υπήρξε η βάση της αριστοκρατικής ηθικής, η οποία στην συνέχεια πέρασε στους πλούσιους αστούς για να καταλήξει στην Δημοκρατία των πολιτών. Οι παραδοσιακές αξίες της πράξεως της ελληνικής ζωής, οι οποίες μας είναι γνωστές σαν οι αρετές των Ελλήνων, τις οποίες είχαν όλοι προ οφθαλμών σε μερικά μοντέλλα ζωής, όπως ο άξιος Αχιλλέας ή ο πολύπραγος Οδυσσέας, δεν υπολογίσθηκαν πλέον από την φιλοσοφική ηθική, ούτε και από τον Αριστοτέλη – καθότι Σωκρατικός – σαν παράδειγμα μιας σωστής κοινωνικής συμπεριφοράς.
Λόγος, κατανόηση, αυτογνωσία, γνώση του σωστού πρέπει να συνοδεύουν κάθε συμπεριφορά. Αλλά η αυτογνωσία δεν είναι δυνατή για κάθε άνθρωπο σε κάθε κατάσταση. Η κατάσταση στην οποία η αυτογνωσία μπορεί να είναι  δυνατή μόνον, δεν μπορεί να παραχθεί ξανά μέσω της αυτογνωσίας. Αυτό μας διδάσκει το διάσημο παράδειγμα του Αριστοτέλη. Όταν κάποιος σκοτώνει κάποιον μέσα στην μέθη, είναι ένοχος ή όχι; Είναι το διάσημο θέμα του καταλογιστέου ! Η Αριστοτελική απάντηση ηχεί κάπως έτσι: Έπρεπε δηλαδή να μεθύσει; Αυτό σημαίνει: την στιγμή κατά την οποία εκτελεί αυτόν τον φόνο δεν είναι συνειδητός, αλλά είναι υπεύθυνος για τον Εαυτό του σε όλο του το Είναι. Δεν έπρεπε να θέσει τον εαυτό του σε μια κατάσταση στην οποία σκοτείνιαζε η αίσθηση του σωστού, και μάλιστα επέτρεψε να πνιγεί τόσο πολύ η συνείδησή του ώστε οδηγήθηκε στον φόνο. Το παράδειγμα μας διδάσκει πως ο Αριστοτέλης έψαχνε την ισορροπία ανάμεσα στην παραδοσιακή συμβατική ηθική και τον σωκρατικό Λόγο. Πρέπει οπωσδήποτε να δίνουμε λόγο για τις πράξεις μας. Πράττουμε πάντοτε βάσει μιας συνειδητής επιλογής. Μόνο έτσι και με κανέναν άλλο τρόπο. Έτσι έχουμε ήδη αποφασίσει για εκείνο που θεωρείται σωστό. Και αυτό ισχύσει μ’ έναν απόλυτο τρόπο. Αλλά για να πράξω πραγματικά πάνω στην βάση μιας σωστής γνώσεως, έτσι ώστε να μπορώ να δικαιολογήσω την πράξη μου, πρέπει να έχουν ήδη δοθεί μερικές ηθικές προϋποθέσεις. Αυτό σημαίνει όμως ότι: Ηθική είναι το ήθος. Η Ελληνική λέξη ηθική, την οποία εξυψώνει ο Αριστοτέλης στην αξιοπρέπεια της Έννοιας, περιέχει ολόκληρη την αριστοτελική αλήθεια. Ηθική δεν είναι μόνον η σωστή συμπεριφορά, αλλά ούτε και η γνώση του σωστού. Στο ήθος ανήκει και η συνήθεια, το γεγονός ότι έγινα αυτός που είμαι μέσω μιας επαναλαμβανόμενης τελέσεως των ιδίων πράξεων. Όταν κάποιος είναι ένας αλκοολικός δεν μπορεί να πει ξαφνικά, τώρα δεν πίνω πια ούτε μια σταγόνα. Ας σκεφτούμε πόσο τρομακτικά πραγματική έγινε η τοξικομανία χάρη στα χημικά ναρκωτικά. Η τρομακτική πλευρά αυτής της πραγματικότητος τοποθετείται στο γεγονός ότι ο τοξικομανής βρίσκεται σε μια κατάσταση που τον καθιστά ανίκανο να πράξη με υπεύθυνο τρόπο.
Είδαμε όμως επίσης πως έχει παρ’ όλα αυτά μια ευθύνη για τις προϋποθέσεις, τις συνθήκες στις οποίες μπορεί να πράξει και να αποφασίσει με έναν υπεύθυνο τρόπο. Μ’ αυτή την έννοια καθένας είναι πρώτα απ’ όλα υπεύθυνος για τον εαυτό του. Δεν μπορεί να ξεφορτωθεί τις συνέπειες των πράξεών του σε κανέναν. Αλλά ταυτοχρόνως εμείς είμαστε όλοι υπεύθυνοι ο ένας απέναντι στον άλλον – και η ενεργοποίηση αυτής της ευθύνης σημαίνει κάνω «πολιτική».
Συνεχίζεται
Aμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου