Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΜΨΩΝ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΤΟΥ ΤΕΚΝΟ Αυγούστου 14, 2011 — anaxoriti




1. Οί Προϋποθέσεις της προσευχής.
1.  Διερωτηθήκατε ποτέ: «Γιατί σήμερα, μόλις ση­κώθηκα από τον ύπνο, δεν είχα όρεξη να προσευχηθώ;
Το κεφάλι μου ήταν ήρεμο. Ή σκέψη εντελώς διαυγής. Το σώμα μου ξεκούραστο. Τίποτε δεν με πονούσε!… Γιατί λοιπόν δεν είχα όρεξη για προσευχή; Γιατί μου ήταν βαρύ να κάτσω να προσευχηθώ; Γιατί μετά από εφτά καί πλέον ώρες ύπνο, είναι ακόμη μέσα μου θρο­νιασμένη ή πολυαγαπημένη μου ακηδία, ή ανορεξία για τα πνευματικά; Τι μου φταίει; Όχι ή οκνηρία μου»;
Ασφαλώς όχι. Κάπου άλλου πρέπει να αναζητήσομε την αιτία!


2.  Ερώτηση: Δηλαδή δεν είναι ζήτημα μόνο ο­κνηρίας καί τεμπελιάς; Υπάρχει καί κάτι άλλο;
Απάντηση: Στην περίπτωση αυτή ή τεμπελιά δεν παίζει σημαντικό ρόλο. Κύρια σημασία έχουν οι νύξεις της συνείδησης. Φταίει το ότι δεν είναι καθαρή ή καρ­διά. Γιατί από αυτήν βγαίνουν όλα τα κακά. Με άλλα λόγια: Καλά θα κάμεις: Να κάτσεις στο τραπεζάκι σου. Να πάρεις χαρτί καί μολύβι. Καί να προσπαθήσεις να θυμηθείς, Τι σου συνέβη. Τι κακό είπες χθες, το πρωί ή το βράδυ. Τι κακό διανοήθηκες. Καί πιο πολύ, Τι κακό εξακολουθεί να σε απασχολεί ακόμη. Άμα αυτό το κάμεις, θα το βρεις, Τι είναι εκείνο πού σε κάνει να χάνεις την ικανότητα καί το δικαίωμα να προσευχηθείς! Μη το ξεχνάς αυτό ποτέ! Ικανότητα καί δικαίωμα προ­σευχής! Έτσι; Γιατί πολλές φορές έχομε την ικανότητα, αλλά δεν έχομε το δικαίωμα! Καί δεν το έχομε, όταν κάποιον δεν θέλομε να τον συγχωρήσομε. Καί όταν δεν κάνομε καμιά προσπάθεια να τον συγχωρήσομε. Γιατί; Μα απλούστατα, γιατί είμαστε μνησίκακοι!

3. Ερώτηση: Καί λοιπόν; Σ’ αυτή την περίπτωση δεν πρέπει να προσευχηθούμε, όταν έχομε την ικανό­τητα, αλλά δεν έχομε το δικαίωμα;
Απάντηση: Αυτό πού λες είναι λάθος. Άμα έχεις την ικανότητα, αλλά αισθάνεσαι πώς δεν έχεις το δι­καίωμα να προσευχηθείς, γράφε το στην εξομολόγηση σου. Αυτό πού γράφεις στο χαρτάκι σου, πού προορί­ζεται για τον πνευματικό σου, το γράφεις στον Θεό. Καί έτσι μόλις το γράψεις, αποκτάς αμέσως το δικαίω­μα να προσευχηθείς. Καί αρχίζει να τελείται μέσα σου ένα μυστήριο. Πρώτ’ άπ’ όλα, με την ενέργεια σου αυτή επεσήμανες το λάθος σου, έκανες αυτομεμψία. Έτσι δεν είναι; Διετύπωσες τον πόθο σου να προσφέρεις στον Θεό την μετάνοια σου. Έτσι δεν είναι; Τον πόθο σου να ταπείνωσης τον εαυτό σου ενώπιον ενός ανθρώπου, για να λαβής την άφεση. Έτσι δεν είναι; Με άλλα λόγια, μ’ αυτά πού γράφεις, δηλώνεις ότι έχεις κάμει στόχο σου να καταδικάσεις την αμαρτία σου! Καί έτσι αρχίζεις να διαβάζεις! Λάθος. Όχι «να διαβάζεις». «Να προσεύχεσαι»· «να στενάζεις εν μετά­νοια». Καί έτσι επισημοποιείς το χαρτάκι σου.
Αυτή είναι ή ψυχολογία της κοινωνίας με τον Θεό.
Όταν όμως ξέρομαι, ότι προσβάλαμε ή πικράναμε κάποιον, καί ξέρουμε ότι εκείνος σαν προσβεβλημένος δεν μπορεί να προσευχηθεί, αν δεν βρει τον τρόπο να αποκατασταθεί, να δικαιωθεί, να συνεξηγηθή, – δεν θα πρέπει να κάμουμε κάτι για να μπόρεση καί εκείνος να προσευχηθεί; Έτσι δεν είναι; Αυτός σε μια τέτοια κατά­σταση βρίσκεται στο σκοτάδι. Έτσι δεν είναι; Για σήμε­ρα δεν είναι χριστιανός! Έτσι δεν είναι; Τον άφησε ό άγγελος του φύλακας. Έτσι δεν είναι; Μα για όλα αυτά φταίω εγώ! Είναι αυτό χριστιανισμός; Τι έχει παραβιασθεί; Ό νόμος της αγάπης! Έτσι δεν είναι; Ναι! Ό νόμος της αγάπης!

Έ, λοιπόν! Κανενός είδους άσκηση, ούτε νηστεία, ούτε ελεημοσύνη, ούτε ή σπλαχνική καρδιά, ούτε οι θείες λειτουργίες, ωφελούν! Οφείλεις: να συνδιαλλα­γής με τον Θεό· να συνειδητοποίησης καί να κατακρίνεις την αμαρτία σου· να το κάμεις πόθο σου· καί στην πρώτη κατάλληλη ευκαιρία, όσο το δυνατό πιο γρήγο­ρα, να σπεύσεις να ζήτησης συγχώρεση. Να γιατί ό υπερήφανος δύσκολα συμφιλιώνεται με τον Θεό. Γιατί δεν μπορεί να ειπεί το· «Συγχώρεσέ με»! Σε ποιόν; Σε ένα άνθρωπο. Σε ένα όμοιο του! Καί έτσι μένομε καρ­φωμένοι στο κακό! Μένομε σε μια άξια για θρήνους καί μοιρολόγια εγωπάθεια!
Όλων των κακών αιτία είναι ή φιλαυτία. Καί γι αυτό από την στάση μας απέναντι της εξαρτάται, καί ή αιώνια ζωή καί ή αιώνια σωτηρία μας. Για αυτό οί άγιοι πατέρες λένε, ότι όπου δεν υπάρχει ταπείνωση, δεν υπάρχει σωτηρία. Ας νηστεύει πολύ. Ας προσεύχεται πολύ. Ας διαβάζει το ψαλτήρι, παρακλήσεις, χαιρετι­σμούς. Τίποτε δεν θα τον ωφελήσουν. Έστω καί αν φοράει κουρέλια· έστω καί αν κοιμάται στο πάτωμα. Δεν θα τον ωφελήσουν! Θα είναι απλώς μια εκδήλωση φανατισμού.
Ό Κύριος μας μας έδωκε νόμο: τίς εντολές των μακαρισμών! Ή μήπως δεν είναι νόμος; Σ’ αυτούς δεν μας λέγει: να νηστεύεις· να φοράς ράκη· να έχεις ψεί­ρες· να μη πλένεσαι· να αλλάζεις μια φορά τον χρόνο! Πουθενά δεν είναι εκεί γραμμένο κάτι τέτοιο! Μα ούτε καί να ασπάζεσαι τίς εικόνες- να ανάβεις κανδήλια και κεριά…
Τι λένε οί μακαρισμοί;  Μακάριοι  οι  ελεήμονες. Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία. Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι. Έτσι δεν είναι; Μακάριοι οί καθαροί τη καρδία· αξίζει να το προσέξει κανείς, ότι ό μακαρισμός αυτός τα περιέχει όλα. Καί το πρώτο. Καί το δεύτερο. Καί το τρίτο! … «Οί καθαροί» καί – κυρίως – «οί πτωχοί τω πνεύματι». Δεν πρόκειται για καθαρότητα σωματική. Καθόλου! ‘Αλλά για καθαρότητα καρδιάς. Έχεις το δι­καίωμα να προσεύχεσαι; Τους αγαπάς όλους; Τους έχει συγχωρήσει όλους; Αυτή είναι ή καθαρή καρδιά. Μα αν είσαι πονηρός, αν έχεις πονηρή καρδιά, με κανένα τρόπο δεν θα μπόρεσης να προσευχηθείς. Γιατί είσαι εχθρός του Θεού. Καί φίλος του διαβόλου.

4. Ερώτηση: Μερικές φορές ό άνθρωπος έχει την γνώμη, ότι τους αγαπάει όλους! Μα αν τον εξετάσομε βαθιά, αν τον «ξεσκονίσομε», θα ιδούμε ότι δεν αγα­πάει κανένα!…

Απάντηση: Του φαίνεται από την φιλαυτία του, από την υπερηφάνεια του, από την γνώμη του για τον εαυτό του, από το μεγάλο «εγώ» του.
Ερώτηση: Πώς εξηγείται αυτό ψυχολογικά; Γιατί το βλέπεις, ότι αυτός πιστεύει, πώς τους αγαπάει ό­λους!….
Απάντηση: Ξέρεις, ποιο είναι το μυστικό της υπο­θέσεως; Πολύ απλό πράγμα! Ό άνθρωπος αυτός δεν έχει καθόλου διάθεση θυσίας.
Να μην έχετε στην καρδία σας το Εγώ… Ούτε σαν οδηγό, ούτε σαν υποβολέα… Αυτή είναι ή αρχή της ταπείνωσης, πού είναι ή ταπείνωση της καρδιάς. Χωρίς αυτό το σπάσιμο της εγωκεντρικότητας δεν είναι καν δυνατό, όχι να γίνη λόγος για ταπείνωση, αλλά ούτε να συλλάβομε το νόημα της!
Ή μετριοφροσύνη είναι κατά κανόνα αλληλένδετη με την σωφροσύνη. Έτσι δεν είναι; Εκείνος πού δεν είναι μετριοπαθής καί σώφρων, δεν είναι δυνατό να είναι ταπεινός. Μπορεί να είναι στο βάθος υπερόπτης! Γι’ αυτό ή ταπείνωση είναι κατά κανόνα αλληλένδετη με την ορθή εξωτερική συμπεριφορά, την σωφροσύνη! Να μη κάνης τον δάσκαλο σε κανένα. Μη διδάσκεις κανένα! Μην υπαγορεύεις! Μη διορθώνεις! Μη διορθώ­νεσαι (για να κάνης καλή εντύπωση)!…
Να αυτό είναι το πιο σύντομο μονοπάτι, πού οδη­γεί στην ταπείνωση. Ή ταπείνωση της καρδιάς! Ή όχι; Να το καταλαβαίνω, πώς δεν είμαι παρά μια μύγα! Εκείνος πού καταφρονεί αυτές τίς εκδηλώσεις της με­τριοπάθειας, δεν έχει καμιά σχέση με την ταπείνωση.
Και όποιος δεν έχει ταπείνωση, δεν έχει καμιά ελπίδα σωτηρίας. Μόνο με το έλεος του Θεού μπορεί να σωθεί!…
Πα μας το νόημα της ζωής και ό σκοπός της ζωής είναι το ‘ίδιο πράγμα. Ή επίγεια ζωή μας είναι πολύ βραχεία. Καί συνεπώς δεν μπορεί να έχη κανένα νόη­μα. Ή όχι; Στο σημείο αυτό ό χριστιανικός κόσμος διαφέρει πολύ από τον ειδωλολατρικό. Όποιος έχει επίγεια ευτυχία επάνω στην γη, καταλήγει στο νεκροτα­φείο σαν παράφρων.
5. Ερώτηση: Πώς πρέπει να εννοήσομε τα λόγια: «μη διορθώνεις» και «μη διορθώνεσαι»;
Απάντηση: «Να διορθώνεσαι», όταν τύχη να ειπείς κάτι το άσχημο, κάτι το ανακριβές… «Να διορθώνεσαι» κι ας σκέπτονται μερικοί, όπως θέλουν, για σένα. Είτε σκέπτονται για σένα καλά, είτε άσχημα, να μη σε απασχολεί! Βέβαια το «να μη διορθώνεσαι», είναι μια αρετή αρκετά δύσκολη καί περίπλοκη.
Πάντως εκείνος πού «διορθώνεται» (νια να προκαλεί καλή εντύπωση στους άλλους) δεν έχει ταπείνωση. Γιατί «διορθώνω τον εαυτό μου» για να προκαλώ καλή εντύπωση, σημαίνει τρέμω μη με κρίνουν, μη σκεφθούν καί ειπούν νια μένα κάτι κακό. Έτσι δεν είναι; Καί γι’ αυτό διορθώνομαι!
Έ λοιπόν, το πρώτο, το πιο σύντομο μονοπατάκι, για να φθάσομε στην ταπείνωση, είναι το να μη «διορ­θωνόμαστε»! Αυτή είναι ή ταπείνωση της καρδιάς… Καί ή ταπείνωση της καρδιάς θα γέννηση στην ταπείνωση του φρονήματος, την ταπεινοφροσύνη. Ή όχι; Γιατί χω­ρίς την ταπείνωση της καρδιάς, – ή ταπεινοφροσύνη, ή ταπείνωση του νου, του φρονήματος, είναι εντελώς α­διανόητη!…
2. Θεογνωσία καί δικαίωση    
1. Ή προσευχή φέρνει την θεογνωσία. Την θεο­γνωσία δεν την βρίσκαμε στα βιβλία με το διάβασμα, αλλά με την προσευχή· με τα δάκρυα· με τους στεναγ­μούς· με τίς πολύ σύντομες καί πολύ μικρές προσευχές.
Ό  επίσκοπος Θεοφάνης  ήταν  ένας υπέροχος παιδαγωγός. Αυτός λοιπόν υποστηρίζει την έξης ορθή παιδαγωγική αρχή: πρέπει να μάθομε τους ανθρώπους να προσεύχονται όχι μόνο με τον νου τους, αλλά καί με όλες τους τίς φλέβες. Ναι, πρέπει να μάθομε να προσευχώμεθα με όλες μας τίς φλέβες καί με όλα μας τα κόκαλα! Ό άνθρωπος πηγαίνει στον Θεό κάνοντας μια «έξοδο» από τον εαυτό του. Μια ηρωική έξοδο.
Πάντως οι μακρές προσευχές δεν είναι ορθόδοξες. Οι ετερόδοξες ομολογίες προσεύχονται με προσευχές μακροσκελείς καί διανοητικές· χωρίς την συμμετοχή της καρδιάς. Επί τρία χρόνια ήμουν υποχρεωμένος να πη­γαίνω σε λατρευτικές εκδηλώσεις προτεσταντικές καί λουθηρανικές, πού έγίνοντο σε γαλλική καί γερμανική γλώσσα. Προσεύχονται λέγοντας κάθε φορά ότι τους έρθει! Βιβλία δεν παρακολουθούν! Ό,τι του καπνίζει του καθενός, το κάνει προσευχή! Κάτι μακρόσυρτα πράγματα, πού ανεβαίνουν σε κάτι τέτοια ύψη, πού μετά διερωτάσαι: καί τώρα, πώς θα ξανακατεβεί; Ανά­λογα είναι καί τα κηρύγματα τους. Να διδάξεις κάποιον από αυτούς τους λουθηρανούς, προτεστάντες, καί γενι­κά τους ετερόδοξους, να προσεύχονται ορθόδοξα; Αδύνατο!
Μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία προσεύχονται οί άνθρωποι με σύντομες προσευχές: με την προσευχή του Ιησού ολόκληρη, ή μόνο με δυο λέξεις της! Αυτό είναι να κάμεις τίς φλέβες καί τα κόκαλα σου να προσεύχονται!
2. Ό επίσκοπος Θεοφάνης γράφει: «Προστάτευσε τον εαυτό σου με το ρολόι σου». Όπως σου ώρισε ό πνευματικός σου. Σου ώρισε να κάνης την πρωινή σου προσευχή επί 20 λεπτά; Είκοσι λεπτά πρέπει να στέκεσαι μπροστά στις εικόνες. Όχι για να κοιτάζεις τίς ει­κόνες. ‘Αλλά για να λέγεις επί 20 λεπτά την ίδια προσευ­χή. Αυτό είναι προσευχή. Αργά. Πολύ αργά. Ένα-ένα γράμμα. Για να ποτίζεται το μυαλό, ό νους—
Να γιατί συμβουλεύει, κάθε άνθρωπος να έχη ένα κανόνα καί να τον τηρή! Βασιλεύ Ουράνιε, τέσσερες φορές. Γιατί, όπως το ξέρετε, ό Θεός θέλει την καρδιά μας! Όχι προσευχές! Την καρδιά μας! Πρέπει λοιπόν να την μεταποιήσομε. Να την μετασχηματίσουμε. Να την μαλακώσομε. Να την κάνομε καρδιά πύρινη, ζε­στή! Έτσι δεν είναι; Για να γίνη φλόγα. Κάρβουνο αναμμένο! Ό όσιος Σεραφείμ ήταν πραγματικά ένα κάρβουνο αναμμένο! Αυτό βέβαια τώρα δεν μπορείτε ούτε να το φανταστείτε. Στεκόταν με γυμνά τα πόδια στο χιόνι. Καί γύρω του το χιόνι έλιωνε! Επειδή προ­σευχόταν.  Γιατί ήταν μια φωτιά, πού κυριολεκτικά τα έκαιγε όλα! Αυτό είναι προσευχή. Προσευχή δεν ση­μαίνει άνοιξε κουβεντολόι με τον Θεό.  Ή προσευχή είναι φλόγα. Μια φλόγα πού καταβροχθίζει τα πάντα. Αυτή ή φλόγα καθαρίζει. Ανακαινίζει. Ζωοποιεί. Από άρρωστο σε κάνει υγιή. Χωρίς φάρμακα. Μάθε να προ­σεύχεσαι. Καί θα γίνεις καλά. Ή προσευχή, τον πιο καχεκτικό, άρρωστο, άβουλο άνθρωπο, τον κάνει γερό, δυνατό, υγιή, ανθεκτικό, ενεργητικό. Μόνο ή προσευ­χή. Μόνο αυτή. Ή προσευχή πού βγαίνει από καρδιά συντετριμμένη καί τεταπεινωμένην. Εδώ έγκειται το μυ­στικό της προσευχής.
Όποιος δεν προσεύχεται, με πνεύμα συντετριμμέ­νο καί τεταπεινωμένο, είναι σαν να προσπαθεί να στηρίξει φασολιές σε πέτρινο τοίχο!
  1. Άνομα προσευχόμαστε! Ναι, άνομα προσευχό­μαστε, όταν προσευχόμαστε σε κατάσταση ταραχής. Το αισθανόμαστε, ότι είναι τολμηρό αυτό πού ζητάμε- και όμως το ζητάμε! Έχομε χρέος να λέμε: «Γενηθήτω το θέλημα Σου»! Σε όλα· Σε όλα. Σε όλα «γενηθήτω το
    θέλημα Σου»! Μα τα λόγια αυτά δεν μας αρέσουν!
    Γιατί; Γιατί δεν έχομε ταπείνωση. Γιατί δεν έχομε υπα­κοή. Όταν λοιπόν προσευχόμαστε σ’ αυτή την κατάστα­ση, ή κατάσταση μας δεν είναι δυνατό να μας αφήσει να αισθανθούμε στην προσευχή, ούτε χαρά, ούτε ησυ­χία. Αυτό είναι το βαρόμετρο της προσευχής. Βαρόμε­τρο της εισάκουσης των αιτημάτων μας είναι ή ειρηνικότης, ή ησυχία, ή ήρεμη χαρά. Καί όταν τέτοια ήσυχη χαρά δεν υπάρχει στην ψυχή μας, ή προσευχή μας είναι άνομη. Γιατί καί ή θλίψη, ακόμη καί ή θλίψη, μπορεί να είναι νόμιμη, καλή προϋπόθεση προσευχής, όταν βέβαια δεν έχει την σκιά της ειδωλολατρικής έλ­λειψης ελπίδας.
Είμεθα βέβαια άνθρωποι. Μερικές φορές ή λύ­πη μας δεν θεραπεύεται. Ούτε καί όταν την προσφέρομαι στον Θεό με την προσευχή. Πάντως το καλλίτερο είναι να προσπαθούμε, να γκρεμίσομε αυτόν τον τοίχο, καί να διαλύσομε αυτό το σύννεφο, της θλίψης, με
την προσευχή του Ιησού· καί με τίς εξίσου καρδιακές ευχές στην Παναγία: «Πολυεύσπλαχνε Δέσποινα, Πα­ναγία, Πανάμωμε Παρθένε, Θεοτόκε Μαρία, Μητέρα σου Κυρίου, μη βδελύξη με, μη απόρριψης με, μη έγκαταλίπης με. Γενού αντιλήπτωρ μου. Πρέσβευε. Εισάκουσόν μου, Βοήθει μοι. Βοήθει μοι. Συγχώρησόν μοι. Συγχώρησόν μοι». Κουραστική είναι η προσευχή αυτή. Μα την νικάει την λύπη. Να την επαναλαμβάνεις, όσο πιο πολλές φορές μπορείς: Γενηθήτω το θέλημα σου. Σε όλα. Σε όλα. Σε όλα. Ναι, όπως καί νάχουν τα πράγματα: Γενηθήτω το θέλημα Σου. Σε όλα. Σε όλα. Σε όλα.

5. Ερώτηση: Πώς μπορούμε να συμβιβάσομε την προσευχή του Ίησοϋ με τίς ιερές ακολουθίες;

Απάντηση: Είναι πολύ σοβαρό το θέμα αυτό. Καί πρώτον. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να καταντήσομε να λέμε την ευχή μηχανικά. Λέγοντας την πρέπει να κλαίμε. Καί να μην ανήσυχης, αν τότε δεν ακούς τα άσματα καί τα λόγια των Ιερών ακολουθιών. Οπωσδήποτε όμως πρέπει να γίνη το εξής: Να γίνεται ταυτόχρονα δυο ειδών έργο: Τα αυτιά να άκούουν τα άσματα καί τα διαβάσματα (συμμετοχή του εγκεφάλου), ενώ ή καρδιά θα κλαίει καί θα στενάζει με την ευχή. Πρέπει να ανακατευτούν. Να γίνουν τα δύο ένα!
3. Ή Χριστιανική καρδιά
1. Ερώτηση: Πολλές φορές είχα την σκέψη να σε ερωτήσω: Πώς δεν το καταλαβαίνεις; Πώς δεν με έρω­τας; Τι είναι αυτό, πού σε καταβάλλει; Τι είναι αυτό, πού σε λυπεί; Τι είναι αυτό, πού σε κάνει να φαίνεσαι, σαν να τα έχεις χαμένα;
Απάντηση: Πάντοτε ένα: Ή μη χριστιανική καρ­διά. Ή κακή καρδιά. Ή καρδιά πού δεν θέλει να συγχώρηση. Ή καρδιά, πού έχει έχθρα εναντίον του… Θεού!… Καί γι’ αυτό δεν θέλει να συγχώρηση. Γιατί δεν επιθυμεί καν να συγχώρηση! Καί παρά ταύτα νομί­ζει, πώς έχει το δικαίωμα να λέει την ευχή: «καί αφες ημίν τα όφειλήματα ημών, ως καί ημείς άφίεμεν τοις όφειλέταις ημών»! Καί έτσι, έρχονται σε σύγκρουση καί σε αντιπαράθεση με μας, ή καρδιά μας καί ό νους μας.
Μετά από κάτι τέτοια αισθάνομαι τόσο καταβεβλη­μένος, πού τίποτε πια δεν μου φαίνεται γλυκό. Γιατί τα έξω δεν τα εκτιμάει κανένας. Καί πιο πολύ δεν τα εκτιμάει ό Θεός.
Καί σκέπτομαι: Πάντοτε έτσι τα έλυνα τα θέματα μου. Βέβαια τότε δεν είχα φθάσει ακόμη στο σημείο, να δω ότι όλο το μυστικό, όλο το αλάτι της χριστιανι­κής ζωής, είναι: Να ζητείς συγγνώμη. Να δικαιολογείς. Να μη ξέρης καί να μη σκέπτεσαι το κακό.
Όχι την αμαρτία να μη σκέπτεσαι, κακό να μη σκέπτεσαι!
Ό μεθύστακας, ό πόρνος, ό υπερήφανος, μπορεί να αξιωθούν του ελέους του Θεού. Μα όποιος δεν συγχωρεί, δεν ζητεί συγγνώμη, δεν δικαιολογεί, καί μάλιστα όσο πιο πολύ μπορεί συνειδητά καί σκόπιμα, … αυτός ό άνθρωπος έχει ξεγράφει τον εαυτό του από την αιώνια ζωή μια για πάντα! Καί πιο πολύ για την στιγμή αυτή! Γιατί δεν έχει καμιά σχέση με τον Θεό. Καί δεν πρόκειται να εισακουστεί.
2. Ερώτηση: Ή ιδιότητα αυτή της χριστιανικής ζωής είναι φυσική στην άνθρωπο, ή πρέπει να την καλλιεργήσομε;
Απάντηση: Όχι, δεν είναι φυσική. Καί γι’ αυτό πρέπει να την καλλιεργήσομε. Κάτι περισσότερο πρέπει να κάνομε. Γιατί είναι εκ Πνεύματος Αγίου. Κάθε φυ­σική Ιδιότητα μας έρχεται από τους γονείς μας. Μα οί χριστιανικές αρετές, είναι καρποί του Αγίου Πνεύμα­τος. Όχι ενέργειες της ψυχής.
Ερώτηση: Καί δεν μπορεί να είναι φυσική Ιδιότη­τα;
Απάντηση: Δεν μπορεί. Είναι έλλαμψι του Αγίου Πνεύματος. Καί δίδεται με τα μυστήρια. Με τίς προσευ­χές των γονέων. Καί ιδίως της μητέρας Επειδή ή μητέ­ρα ανατρέφει το παιδί μεταδίδοντας του τον εαυτό της. Το κοινωνεί συχνά. Το πηγαίνει στην Εκκλησία. Το βάζει να ασπαστεί τίς Εικόνες. Το αγιάζει με το σημείο του Τιμίου Σταυρού. Το μαθαίνει να κάνη τον Σταυρό του. Χωρίς ή ίδια να προσεύχεται, είναι αδύνατο να αναθρέψει πνευματικά το παιδί. Γιατί ή μητέρα μεταδί­νει στο παιδί την δική της στάση προς τον θεό. Αυτή είναι πού αγιάζει καί φωτίζει το νήπιο. Καί σ’ αυτό έγκειται το μυστήριο της μητρότητας. Μα αυτά είναι ένα μεγάλο θέμα. Με πολύ ενδιαφέρον. Με το θέμα αυτό ατυχώς πολύ λίγο ασχολούνται οί πατεράδες. Γιατί φαντάζονται, πώς το πιο σημαντικό στο παιδί είναι ή σωματική υγεία.
Ποτέ δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι έχομε ενέρ­γειες σωματικές, ψυχικές καί πνευματικές. Ζωή σωματι­κή, ζωή ψυχική (τα συναισθήματα) καί ζωή πνευματική. Ακριβώς εδώ λοιπόν αρχίζουν οί παρανοήσεις… Είναι δυνατό να μεταδοθούν στο παιδί από την μητέρα, από τους γονείς, ένας θαυμάσιος χαρακτήρας καί μια καλή ψυχή (έτσι δεν είναι;), μα όχι καί χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος: πίστη καί αγάπη.
Γιατί ό Σατανάς ξεσηκώθηκε με τόση μανία εναν­τίον μας· εναντίον των ορθοδόξων.
Επειδή καί εμείς του στέκομε ανοιχτά εμπόδιο στην πνευματική του επιρροή, την κακή επιρροή του.
Καταλαβαίνετε συνεπώς, γιατί καί οί μαχητές του πνεύματος, οί μοναχοί, βρίσκονται σε ανειρήνευτο πό­λεμο με τον διάβολο καί τους αγγέλους του, τους δαί­μονες, τα πονηρά πνεύματα, μέχρις ότου νεκρώσουν τα ψυχικά τους πάθη· καί γιατί την ήμερα της κούρας πρέπει τα πάθη αυτά να έχουν παύσει πια. Για αυτό, όταν κάνουν την κούρα κάποιου σε μοναχό, τον «κουρεύουν» ώριμο πια· γιατί έχει παύσει πια να έχη σχέση με την ματαιοδοξία, με την πορνεία καί με τον πόθο της τιμής.
3. Ερώτηση: Κακό καί αδυναμία· Τι διαφορά υ­πάρχει ανάμεσα τους;
Απάντηση: Το κακό είναι ιδιότητα της καρδιάς. Ή αδυναμία είναι ιδιότητα του ανθρώπου. Ή αδυναμία μπορεί να είναι: αδυναμία της θελήσεως· αδυναμία ψυχοπαθολογικής φύσεως· αδυναμία του νευρικού συστήματος. Χρειάζεται να προσέχομε. Γιατί άλλο είναι οι «ψυχικές» ιδιότητες, καί άλλο τα χαρίσματα του Πνεύ­ματος.
4. Ή πάλη με την αμαρτία, ή ελεημοσύνη καί ό πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Κόνονωφ.
1. Ερώτηση: Υπάρχει καί ελεημοσύνη πνευματική;
Μας είναι δυνατόν να μην ελεούμε μόνο με χρήματα ή με κάτι υλικό, μα καί με κάτι άλλο;
Απάντηση: Βεβαίως. Με μια συμβουλή. Με την συμπόνια. Με το δάκρυ. Με ένα δάκρυ σου. Όταν χαίρεις μετά χαιρόντων. Όταν δίνης στον καθένα εκείνο πού του ανήκει- εκείνο πού του χρειάζεται. Σύμφωνα με τον κανόνα, δεν πρέπει να λέμε όχι ποτέ σε κανένα. Μα συμβαίνει καί δεν έχεις μαζί σου τίποτα. Δός του το μαντήλι σου, αν είναι καθαρό. Δώσε κάτι. Κρατάς ένα ραβδί; Δώσε το ραβδί σου. Πήγαινε στο σπίτι σου χωρίς μαντήλι- χωρίς ραβδί.
Σάς έλεγα κάποτε, πώς ενώ βαδίζαμε στον δρόμο με τον πάτερ Ιωάννη Κόνονωφ, τον άκουσα να λέει σ’ ένα φτωχό: «Μια στιγμή- να πάω μέχρι την γωνία εκεί-καί θα σου φέρω κάτι». Επήγε στη γωνία. Έβγαλε το ένα καί μοναδικό του, το τελευταίο του υποκάμισο- καί το έφερε στο φτωχό. «Να, πάρε»! Έμεινε με το αντερί του. Τα τελείωσε τα πράγματα του. Καί στο σπίτι του δεν είχε πια ούτε εσώρουχα, ούτε άλλα είδη. Άρχισε ό ίδιος να φοράει τα ρούχα της παπαδιάς του. Μα καί αυτά σιγά-σιγά τα έδωκε στους φτωχούς. Ή γυναίκα άρχισε να κλαίει. Δεν είχε κάτι να φορέση! Μα ευτυχώς πέθανε. Καί ησύχασε!…
Πόσο του άρεσε να δίνη! Κατάντησαν στο σπίτι να του τα κρύβουν όλα. Του έκρυβαν την ζάχαρη, το αλάτι- ακόμη καί το χυλάλευρο! Όλα τα μοίραζε. Τα βιβλία τα μοίρασε. Τίς εικόνες της έδωκε! Τόση ήταν ή αγάπη του! Έλεγε: «Πώς να μη τον παρηγορήσω; Πώς να μη τον ενισχύσω; Πώς να μη τον κάνω κι εγώ να χάρη»; Ευωδίαζε από ένα σωρό θαυμάσιες αρετές. Είχε τελειώσει την Θεολογική Ακαδημία του Καζάν. Κάναμε μαζί στη φυλακή. Πήγαινα στην ενορία του καί λειτουργούσα. Καί εκείνος ερχόταν σε μένα καί λειτουργούσε. Είμαστε φίλοι. Καί οί φιλαράκοι μας, μας έβαλαν μαζί στην φυλακή. Στην αρχή σε διαφορε­τικούς θαλάμους. Μα μετά αποφάσισαν να μας ενώ­σουν. Έτσι μείναμε σχεδόν ένα χρόνο οί δυο μας σ’ ένα θάλαμο! Δεν το ήξεραν, πώς ήμαστε φίλοι. Μα μετά κάποιος μας χώρισε. Έμεινα εγώ μόνος μου. Ε­κείνον τον επήραν. Τον απεφυλάκισαν. Μα όχι για πολύ.
Ήταν ένας θαυμάσιος ιεροκήρυκας. Καί θαυμά­σιος πνευματικός. Βαθύς ψυχολόγος. Είχε κάμει καλά δαιμονισμένους. Είχε θεραπεύσει αρρώστους. Οί ακο­λουθίες πού κάναμε μαζί, κρατούσαν έξη ώρες. «Ας τα πούμε άλλη μια φορά»! Στο Κύριε εκέκραξα τα τροπάρια τα κάναμε δώδεκα. Δυο φορές από δώδεκα! «Τι γλυκά πού είναι! Τι ωραία πού είναι! Ας τα ειπούμε άλλη μια φορά ακόμη»! Ευτυχώς δεν είχαμε ψάλτες. Τα λέγαμε μόνοι μας. Εμείς καί ό λαός. «Πάτερ Συμεών, μου έλεγε, ας τα ψάλλομε μια φορά ακόμη»!…
Τα τροπάρια του κανόνα τα κάναμε σε δώδεκα. Σπανίως, Σάββατο ή σε μεγάλη εορτή τα κάναμε οχτώ.
Φυσικά τον «άρπαξαν»! Μετά από λίγο «άρπαξαν» ξαφνικά καί μένα.
2. Ήταν ένας εξαίρετος άνθρωπος. Ήταν ένας πραγματικός άγιος. Πήγαινε δείξε σ’ ένα δαιμονισμένο ένα κομματάκι χαρτί του, καί αρχίζει αμέσως ό δαιμο­νισμένος να γαβγίζει!…
Ερώτηση: Με ένα του χαρτάκι μόνο;
Απάντηση: Ναι. Με μια φωτογραφία. Με την φωτογραφία του. Ήταν σπουδαίος άνθρωπος ό πρωτο­πρεσβύτερος Ιωάννης Κόνονωφ. Υπηρετούσε κοντά στην Σταυρούπολη. Εξορία τον έστειλαν στο Μπορισογλιέμπσκ. Εκεί είχαν στείλει καί έμενα. Εξορία με όλη την σημασία της λέξης. Εκεί, πού τα λέμε, γνωρι­στήκαμε. Δώδεκα φορές επήγε φυλακή! Χωρίς λόγο. Χωρίς αφορμή. Δεν ασχολιόταν ποτέ με πολιτική. Καί δεν έκανε ποτέ αντισοβιετικές συζητήσεις. Ήταν πολύ έξυπνος, ήταν πολύ μυαλωμένος άνθρωπος. Ήταν α­πλώς, όπως λέμε, ένας «καλός ποιμήν».
Το Ευαγγέλιο το ήξερε ολόκληρο άπ’ έξω! Από την αρχή ως το τέλος! Καί ξέρετε, ποια ήταν ή διδακτο­ρική του διατριβή; Εξέταζε από χριστιανική άποψη την σκηνή των Αδελφών Καραμαζώφ καί του Στάρετς Ζω­σιμά. Με την μελέτη του αυτή έγινε διδάκτωρ.
5. Ή Συνείδηση
     Ι. Πρέπει να το καταλάβομε: το όργανο μας, πού ονομάζεται συνείδηση, είναι ένα ασυνήθιστα εύθραυστο όργανο. Πιο εύθραυστο και από τα γυναικεία ρολογάκια. Με ένα τέτοιο ρολογάκι δεν μπορείς να τρίψεις ούτε ένα σάπιο ξυλαράκι! Καί φυσικά δεν θα το αποτολμή­σετε ποτέ κάτι τέτοιο. Γιατί διαφορετικά πάει το ρολο­γάκι! Έτσι καί ή συνείδηση μας. Ή πιο μικρή παρανο­μία αντανακλάται μέσα στη συνείδηση σαν σε καθρέ­φτη. Ή συνείδηση είναι ή φωνή του Αγίου Πνεύματος. Να γιατί ή πιο μικρή βία εις βάρος της θελήσεως μας, εις βάρος της συνειδήσεως μας, καταντάει θανάσιμη αμαρτία. Γιατί, όταν εμείς δεν κάνομε πίσω, παρ’ όλο πού ή ελεύθερη θέληση μας, παρ’ όλο πού μια φωνή από μέσα μας, ή συνείδηση μας, διαμαρτύρεται (καί το ξέραμε, ότι μας συμβαίνουν καί κάτι τέτοια), τότε εμείς τον βάζομε τον εαυτό μας να αμαρτήσει. Εμείς τον πειθαναγκάζομε τον εαυτό μας, να αμαρτήσει. Εμείς εξα­ναγκάζαμε τον εαυτό μας, να αμαρτήσει. Εμείς τον υποχρεώνομε τον εαυτό μας, να αμαρτήσει. Έτσι δεν είναι; Πόσο θαυμάσια θα ήταν ή ζωή μας, αν οί άνθρωποι πρόσεχαν καί φύλαγαν την συνείδηση τους! Τότε δεν θα χρειάζονταν ούτε αστυνομία· ούτε δικαστήρια· ούτε φυλακές· τίποτε. Οί άνθρωποι θα φύλαγαν ό ένας τον άλλο. Γιατί θα εφοβούντο την αμαρτία. Καί αμαρτία είναι το να λύπησης τον Θεό. Καί ό φόβος μη λύπησης τον Θεό, είναι ή αγάπη προς τον Θεό.
2.  Ερώτηση: Έχουν καί οί άπιστοι συνείδηση;
Απάντηση: Βεβαιότατα! Είναι μια ιδιότητα, πού μας την δίνει ό Θεός, σαν από νόμο φυσικό, μέσω των γονέων μας. Μα ή συνείδηση εξελίσσεται σ’ αυτούς πολύ ασθενικά καί πολύ άσχημα. Ενώ αντίθετα ή συ­νείδηση, ή αγιασμένη με το άγιο βάπτισμα καί (ακόμη περισσότερο) με τα άγια μυστήρια αποβαίνει πολύ σα­φής, λεπτή καί τρυφερή. Καί όσο πιο πολύ την καθαρί­ζουμε με την μετάνοια, τα δάκρυα καί την εξομολόγη­ση, πού είναι ό κατ’ εξοχήν καθαρισμός, τόσο πιο πολύ τα αισθάνεται όλα καλλίτερα. Να γιατί, κάτι πελώριοι αγωνιστές του Θεού, ήταν τόσο εκπληκτικά ευαίσθητοι Στην αγάπη καί στην αμαρτία! Καί ακριβώς εδώ ευρί­σκεται το νόημα της τελειοποιήσεως τους.
3.  Ερώτηση: Πάτερ, Τι γίνεται, όταν ή συνείδηση σκοτιστεί;  Από που πρέπει να αρχίσει ό άνθρωπος τότε; Μπορεί να την ξαναβρεί, την καθαρότητα της συ­νείδησης του;
Απάντηση: Βεβαιότατα. Πρέπει να άγωνισθή να ξεπλύνει, όσο πιο καλά μπορεί, από επάνω του αυτόν τον μολυσμό. Με το μυστήριο της μετανοίας. Δηλαδή οφείλει, όχι απλώς να πάει στον παπά να έξομολογηθή – αυτό είναι κάτι το πολύ μικρό -, αλλά να επιβάλει στον εαυτό του για ένα τουλάχιστον δεκαπενθήμερο αυστηρή νηστεία· να καθίση να διαβάζει τον κανόνα της μετανοίας· ή την παράκληση, σαν κανόνα μετα­νοίας. Καί πάνω από όλα, οφείλει να κλαίει για την αμαρτία του· καί να ζητεί βοήθεια να μην ξαναπέσει! Μετά, πρέπει να πάει στον παπά καί να ξαναεξομολογηθή. Να έτσι αγιάζεται ό άνθρωπος με το μυστήριο της μετανοίας. Έτσι ξεχνιέται ή αμαρτία ή ή κακή συνή­θεια. Καί δεν επαναλαμβάνεται.
4. Ερώτηση: Πάτερ, γιατί σήμερα δεν κατέχει πια ή νηστεία την πρώτη θέση; Γιατί την αγνοούν σχεδόν παντού; Μήπως είναι ένας τύπος;
Απάντηση: Επειδή ή έννοια της αγάπης του Θεού, καί ή έννοια της σωτηρίας μας καί της αιώνιας ζωής, τώρα όλο καί πιο πολύ παραμερίζονται από την ζωή μας.
Ερώτηση; Πάτερ, έχουν ειπεί, ότι ή νηστεία είναι μητέρα όλων των αρετών.
Απάντηση: Ναι, μητέρα όλων των αρετών είναι ή εγκράτεια.
Ερώτηση: Την εγκράτεια επιτρέπεται να την κατα­φρονούμε;
Απάντηση: Ποτέ! Ποτέ!!!. Αυτό θα ήταν φοβερό. Ξέρομε, Τι είδους μετάνοια έχουν οι μη Ορθόδοξοι, πού δεν έχουν νηστεία! Ποτέ δεν ανακαινίζονται! Καί ποτέ δεν μπορούν να κόψουν μια αγαπημένη τους α­μαρτία. Γιατί μόνη της ή μετάνοια χωρίς εγκράτεια δεν μπορεί να μας πάει στον Θεό. Κάθε μεταμέλεια, κάθε πράξη μετανοίας, είναι άμεσα συνδεδεμένη με την εγ­κράτεια. Φαντάσου για μια στιγμή, πώς έφαγες του σκασμού καί μετά θέλεις να βάλεις τον εαυτό σου σε μετάνοια. Θα βγει τίποτε; Όλο καί περισσότερο θα πέφτεις στην αμαρτία. Οί δαίμονες θα σε σπρώχνουν στην αμαρτία από φιλαυτία: «Λυπήσου τον εαυτό σου! Γιατί το θεωρείς απαραίτητο; Δοκίμασε! Φάγε κάτι! Ε­νίσχυσε τίς δυνάμεις σου! Ξάπλωσε. Ξεκουράσου»! Έτσι, οί δαίμονες δεν θα σε αφήνουν να μετανοήσεις. Καί συ ,θα τους ακούεις! Από φιλαυτία.
5. Ερώτηση: Μπορεί ό διάβολος να εμπόδιση την μετάνοια μέσω ανθρώπων; Ερωτώ, γιατί, – μόλις ό άν­θρωπος αποφασίσει να μετανοήσει, να κάνη λίγη εγ­κράτεια, να τήρηση λίγο την νηστεία, – του ορμούν από όλες τίς μεριές· καί του βάζουν τίς φωνές: «Πήγαι­νε αναπαύου λίγο! Τώρα μας άρχισες καί να μας νηστεύεις! Περιφρούρησε λίγο την υγεία σου! Χρειάζε­ται να έχομε λίγες δυνάμεις»! κ. ο. κ.
Απάντηση: Βεβαίως μπορεί. Επειδή μερικές φο­ρές ό άνθρωπος παίρνει απόφαση να μετανοήσει καί να διορθωθεί από υπερηφάνεια. Για να κερδίσει την υπόληψη του κόσμου. Καί τότε το βλέπομε, ότι αυτό το καταραμένο «Εγώ», ή υπερηφάνεια, τον εμποδίζει! Καί ό άνθρωπος, έτσι καί του ορμίσει κάποιος με δυο λό­για, κάνει πίσω!
Ερώτηση: Γιατί; Δεν το αντέχει αυτό το χτύπημα;
Απάντηση: Καί βέβαια δεν το αντέχει. Γιατί έχει φιλαυτία. Μα ή ταπείνωση αρχίζει εντελώς διαφορετικά. Αρχίζει με προσευχή. Ό άνθρωπος ζητάει βοήθεια. Καί δύναμη να μισή την αμαρτία. Κύριε, βοήθει μοι. Ζητεί βοήθεια, νια να έλθη στην ψυχή του αυτό το μίσος κατά της αμαρτίας. Γι’ αυτό γίνονται τα αιτήματα· «συγχώρεσε με»· «βοήθησε με»· «δώσε μου». Τα αιτή­ματα αυτά είναι ικανά να μεταστρέψουν καί τον χειρό­τερο εγκληματία.
Στην ιερατική μου ζωή γνώρισα πόρνες, πού δεν μπορούσαν ούτε να φαντασθούν, ότι θα μπορούσαν να ζήσουν χωρίς το πολυαγαπημένο τους πάθος, χωρίς την πολυπόθητη τους ηδονή! Και όμως αυτές, επειδή από την μια μεριά τίς βασάνιζε ή συνείδηση, και από την άλλη πίστευαν στον Θεό, το έλεος του Θεού τίς έφερε σε μένα. Καί να μου ήλθαν! Στην αρχή χρειάσθηκε να κάμουν μια τρομερή πίεση στον εαυτό τους, για να μπορέσουν να έλθουν να σταθούν απέναντι μου.  Μα σιγά-σιγά συνήθισαν.  Καί με επεσκέπτοντο αρκετά συχνά. Καί μέσα σε ένα περίπου χρόνο, την άφησαν την αμαρτία εντελώς. Καί ενθυμούντο το πα­ρελθόν τους με ένα φοβερό μίσος, με αηδία και με δάκρυα. Αυτά βέβαια δεν είναι «ιστορικά γεγονότα»! Μα είναι κάτι πού έγινε. Καί μια από αυτές τίς «κυρίες» τώρα είναι μοναχή. Καί μάλιστα μεγάλη μοναχή. Καί κανείς δεν θα μπορούσε να το φανταστή, ακόμη κι αν του το έλεγαν, ότι αυτή υπήρξε από τέτοια. Γιατί ή μετά­νοια όχι μόνο θεραπεύει, αλλά καί ξανανιώνει τον άν­θρωπο! Μα να, ό σατανάς σε παγιδεύει. Σου εμφυσάει την σκέψη, πώς δεν θα μπόρεσης ποτέ να νικήσεις την αμαρτία. Ή σκέψη αυτή είναι δαιμονική παγίδα, δαιμο­νικός λογισμός.
Κάποτε ήλθε σε μένα ένας μεγάλος κλέφτης. , Η κλεψιά του είχε γίνει πάθος. Δεν μπορούσε πια να μην κλέβει! Μα με την μετάνοια έγινε πολύ καθαρός άν­θρωπος. Τα επέστρεψε όλα, όσα είχε κλέψει. Μετανόη­σε σωστά. Γιατί αυτή είναι ή απόδειξη,  ότι κάποιος μετανόησε ειλικρινά.  Σήμερα είναι ένας ευτυχισμένος οικογενειάρχης. Δεν θέλει ούτε να θυμάται, Τι ήταν. Το μισός κατά της παλιάς του ζωής τον θεράπευσε. Από όλα. Ακόμη καί από τον φόβο, ότι δεν θα τον συγχώρηση ό Θεός. Ό Κύριος του τα συγχώρησε όλα από την στιγμή, πού μίσησε την επιθυμία να παίρνει τα ξένα πράγματα. Βέβαια έχρειάσθη ένα αρκετά μεγά­λο διάστημα πάλης. Στο διάστημα αυτό έχρειάσθη να έρχεται σε μένα πολύ συχνά. Τον δεχόμουν, όποτε ήθελε. Είτε ήμερα ήταν, είτε νύχτα! Καί φυσικά, τον καταταλαιπώρησαν τα δαιμόνια. Στην αρχή με μισούσε. Καί με έβριζε. Μα με άκουε. Καί υπάκουε. Τα έκανε όλα, όσα έπρεπε καί του όριζα, ευθύς εξ αρχής. Καί έκανε τίς προσευχές, πού του επέβαλλα. Καί επέστρεφε τα κλεμμένα.
6. Έκαστος, εν ω εκλήθη
1.  Θυμάμαι, είχα βρεθεί πολλές φορές σε δύσκολη θέση.  Μα δεν ήμουν ποτέ μόνος.  Γιατί πάντοτε με συνόδευε ή δύναμη της πίστεως. Καί όλα εκείνα, πού επήρα από τους πατέρες μου, τους πνευματικούς μου οδηγούς. Καί κυρίως ή προσευχή.

Ήμουν συνεχώς μοναχός μου. Ολομόναχος. Είχα έτσι (ας έχη γι’ αυτό δόξα ό Κύριος!) την μεγάλη ευκαιρία, να ρίξω μια ματιά βαθιά στον εαυτό μου. Σε μια τέτοια κατάσταση δεν ελπίζεις σε κανένα καί σε τίποτε! Μόνο στην καλοσύνη του Κυρίου: «καί οίς επίστασαι κρίμασι»! Καί μερικές φορές συμβαίνει!… Συνέβη σε μένα!… Σε σας συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Ό Θεός σας έδωκε πνευματικό πατέρα. Σε σας ή ευκαιρία είναι εντελώς διαφορετική. Εγώ τον Θεό τον εύρήκα με εντελώς διαφορετικό τρόπο.
2.        Προσπαθήσατε να το  φανταστείτε:   Σε ηλικία δώδεκα χρόνων εύρήκα, με το έλεος του Θεού, τον Κύριο καί την Ορθοδοξία. Εντελώς μόνος μου. Εγώ, ένα αλητάκι! Ό Έντυ. Το Έδουαρδάκι! Χρειάσθηκε να έρθω σε αντίθεση με τον πατέρα μου, την μητέρα μου, τον αδελφό μου καί όλο το συγγενολόι μου. Καί τότε καθόμουν καί παρακαλούσα τον Θεό, να μη ταλαντευτώ, να μη κλονισθώ. Ούτε να χτυπηθώ μαζί τους. Ούτε να στραφώ εναντίον τους. Καί, για να γίνη αυτό, – όπως καί έπρεπε καί εγώ ήθελα – όφειλα να ζω πνευματικά.
Ή  κατάσταση αυτή με έκανε να γνωρίσω τότε, δώδεκα ετών αγόρι, την καλογερική. Τότε, μικρό ακόμη αγόρι, κατάλαβα, «κάτι» πού ποτέ δεν θα μου το έλεγαν!  Σ’ αυτό με οδήγησε ό ίδιος ό Θεός· με τον δικό του τρόπο.
3. Καί όταν πια πείσθηκα, ότι ή Ορθοδοξία είναι ό μόνη αλήθεια επάνω στην γη, ή μόνη κοινωνία χάρι­τος, πού διατηρείται από τίς κατακόμβες, από τους α­γίους αποστόλους, από τον Κύριο, μέχρι σήμερα, κατά­λαβα, πώς δεν μου έλειπε τίποτε! Από έκει καί πέρα όλα τα βλέπω κάτω από αυτό το πρίσμα. Ή ορθοδοξία είναι πια το νόημα της ζωής μου. Ή αιώνια αιωνιότητα καί ή οδός της σωτηρίας, ευρίσκονται μόνο δια της ορθοδοξίας. Με άλλα λόγια ή Ορθοδοξία καί το ότι είμαι στην Ορθοδοξία, στην αυλή της Εκκλησίας, μου εξασφαλίζει την σωτηρία μου, αν βέβαια καί εγώ τηρή­σω τον νόμο του Χριστού καί τίς διδαχές της Ορθόδοξου Εκκλησίας μας. Βοήθεια μου είναι οί πατέρες της Εκκλησίας, οί διδάσκαλοι της Εκκλησίας, οί ποιμένες της. Όχι άλλοι. Οι άλλοι, μόνο θα με δυσκολεύσουν καί θα με εμποδίσουν. Καιρός λοιπόν, να τους παραμε­ρίσω από την ζωή μου.
Μοναχός σημαίνει «μόνος». Σημαίνει, είσαι ένας· μόνος με τον εαυτό σου· πάντοτε μόνος! Όχι επειδή δεν εμπιστεύομαι σε κανένα. Όλους τους αγαπώ. Σε όλους εμπιστεύομαι. Μα καλλίτερα, μόνος με τον εαυτό μου. Μόνος στον εαυτό μου. Καί γι’ αυτό, ή παιδική προσευχή μου στον Ιησού, το «ελέησον με», δεν έπαψε να μου είναι συντροφιά, καί όταν βρέθηκα στην φυλα­κή! Καί έτσι δεν φοβήθηκα. Μιλάω νια το 1919, τον Δεκέμβριο. Ναι, καί τότε εγώ δεν φοβήθηκα! Γιατί δεν ήμουν μόνος. Μαζί μου ήταν καί Κάποιος Άλλος! Τι δύναμη! Τι ακτίνα χαράς! Με έστησαν στον τοίχο! Μα εγώ ήμουν γεμάτος γαλήνη! Καί έτσι έπρεπε. Γιατί με κοίταζε Εκείνος! Με έβλεπε Εκείνος! Εκείνος είχε επιτρέψει να μου συμβεί καί αυτό. Γιατί έτσι έπρεπε. Εγώ ήξερα, πώς είχα έλθει στον κόσμο όχι νια απώ­λεια, αλλά για αιώνια σωτηρία!

4. Όταν ήμουν στο μοναστήρι του αγίου Σάββα Κρίπετσκι…

Πολύ πιο παλιά είχα δοκιμάσει μια εκπληκτική έλλαμψι θείας χαράς! Ξέρετε γιατί; «Ό εν παντί καιρώ καί πάση ώρα, εν ουρανό καί επί γης προσκυνούμενος καί δοξαζόμενος, Χριστός ό Θεός». Ήταν ή πρώτη προσευχή πού έμαθα. Την διάβαζα εκατό φορές την ήμερα! Ούτε το «Πάτερ ημών», ούτε το «Άγιος ό Θεός», αλλά το· «Ό εν παντί καιρώ καί πάση ώρα».
ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Ό εν π αντί καιρώ καί πάση ώρα,
εν ούρανώ καί επί γης,
προσκυνούμενος καί δοξαζόμενος Χριστός ό Θεός·
ό μακρόθυμος, ό πολυέλεος, ό πολυεύσπλαχνος·
ό τους δικαίους αγαπών                                                    ”
καί τους αμαρτωλούς ελεών ό πάντας καλών προς σωτηρίαν
δια της επαγγελίας των μελλόντων αγαθών.
Αυτός, Κύριε,
πρόσδεξαι καί ημών εν τη ώρα ταύτη τάς έντεύξεις·
καί ίθυνον την ζωήν ημών προς τάς έντολάς Σου:
τάς ψυχάς ημών αγίασαν
τα σώματα άγνισον
τους λογισμούς διόρθωσαν                      -
τάς εννοίας κάθαρον
καί ρύσαι ημάς από πάσης θλίψεως κακών καί οδύνης·
Τείχισον ημάς άγίοις Σου άγγέλοις·
ίνα τη παρεμβολή αυτών φρουρούμενοι
καί οδηγούμενοι καταντήσωμεν
εις την ενότητα της πίστεως
καί εις την έπίγνωσιν της απροσίτου Σου δόξης·
ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων.
(Ή αγαπημένη προσευχή του στάρετς Σαμψών)
Καί μετά έμαθα το «Ή έλπίς μου ό Πατήρ, κατα­φυγή μου ό Υιός, σκέπη μου το Πνεύμα το Αγιόν Τριάς Αγία, δόξα Σοι».
Είναι ή ευχή του αγίου Ίωαννικίου του Μεγάλου.
Καταπληκτική προσευχή. Δεν την χορταίνεις!
Θυμάμαι, έτρεχα κάποτε, αγοράκι ακόμη, μέσα στα σπαρμένα χωράφια, ανάμεσα στα πανύψηλα σπαρτά καί την επαναλάμβανα.
Ομοίως με κατέπλητταν τα λόγια του Ευαγγελίου
(Ματθ. 11,27):
«Πάντα μοι παρεδόθη παρά του Πατρός μου. Καί ουδείς επιγινώσκει τον Υιόν, ειμή ό Πατήρ. Ουδέ τον Πατέρα τις επιγινώσκει, ειμή ό Υιός· καί ω εάν βούληται ό Υιός αποκαλύψαι».
Να εδώ είναι ή ουσία!…
Την Παναγία την γνώρισα αργότερα.
Μετά έμαθα το «Καταξίωσαν, Κύριε». «Καταξίω­σαν, Κύριε, εν τη εσπέρα ταύτη αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς».
Θυμάμαι, έτρεχα, αγοράκι τότε, μέσα στο δάσος καί έλεγα την θαυμάσια αυτή προσευχή: «Καταξίωσαν, Κύριε».
Έγινε μέσα μου τραγούδι. Δεν τα ήξερα τα αρχαία σλαβονικά. Μου ήταν λοιπόν πολύ δύσκολο να κατα­λάβω τα νοήματα της.
Την έμαθα στο ψαλτήρι.
‘Πήγαινα σε κάθε ακολουθία. Μα μυστικά από τους γονείς μου. Μου άρεσαν φοβερά. Γι’ αυτές τίς προσευχές πήγαινα στην Εκκλησία! Ή λειτουργία μου ήταν ακατανόητη.  Αυτή ή κλίση της καρδιάς μου, ήταν ή κλήση της καρδιάς μου. Έτσι δεν είναι; Βλέπετε; Δοκιμάζετε κατάπληξη! Ό καθένας έχει ένα δικό του τρόπο. Ό κα­θένας ζή με τον δικό του τρόπο. Καί καλείται στη σω­τηρία ό καθένας μας με ένα εντελώς ιδιότυπο, δικό του, τρόπο.
5. Υπάρχουν μερικοί, πού όταν μετανοήσουν για τις αμαρτίες τους, γίνονται εξαιρετικοί δούλοι του Χριστού. Από φόβο. Επειδή τρέμουν την ανταπόδοση! «Κύριε, μη με τιμωρήσεις! Σου υπόσχομαι… Έχεις το δικαίωμα… Μπορείς… Μόνο μη με καταδικάσεις. Μη με τιμωρήσεις». Αυτή είναι ή αρχή της επιστροφής στον Θεό.
Όταν ό άνθρωπος προσεύχεται έτσι, επίμονα και σταθερά, με φόβο καί τρόμο, και το ξέρει και το συνει­δητοποιεί, ότι ό νόμος της ανταπόδοσης δεν έχει ατο­νήσει· καί ότι γίνεται ανταπόδοση καί εδώ· στην γη. Καί γι’ αυτό συντετριμμένος κραυγάζει: «Ελέησε με, Κύριε. Τιμώρησε με. Εδώ. Όχι εκεί»! Αυτή είναι ή δεύτερη βαθμίδα.
Μετά ό άνθρωπος μαθαίνει να λέγει το «ελέησε με» με διάφορες μορφές: π. χ. με την ευχή του Ιησού κ. ο. κ. Καί έτσι φθάνει σε τέτοια ύψη μετανοίας, πού προκαλούν θαυμασμό καί απορία!
Ας θυμηθούμε τον ιερομόναχο π. Σεραφείμ, τον έγκλειστο. Ήλθε σε μετάνοια ως εξής: Σε μια στιγμή είδε πόσο ακάθαρτη, καί πόσο ανόητη, ήταν ή ζωή του! Καί γύρισε στον Θεό σε μια νύχτα. Επήγε στον μητροπολίτη Αντώνιο Βατκόφσκι στην Αγία Πετρού­πολη, καί τον παρεκάλεσε να τον κάμη μεγαλόσχημο μοναχό. Καί πράγματι τον έκλεισαν σ’ ένα κελί. Έβα­λαν αμπάρες. τον κλείδωσαν. Καί άφησαν μόνο ένα παραθυράκι. Να του δίνουν νερό καί λίγο φαγητό. Είκοσι οκτώ χρόνια πέρασε σ’ αυτή την εγκλείστρα. Στο τέταρτο έτος της έγκλειστης εκεί ζωής του έλαβε το διορατικό χάρισμα. Καί άρχισε να εξομολογεί ανθρώ­πους από μέσα! Χωρίς να ανοίγει! Χωρίς να βλέπη πρόσωπα! Χωρίς να ξέρη ονόματα! Στο τέταρτο έτος της μετανοίας του!
Καί μετά; Άρχισε να εκδιώκει τους δαίμονες. Κυ­ριολεκτικά τον έτρεμαν. Πήγαιναν να τον πειράξουν. Μα αυτός τους έβλεπε, όπως εμείς βλέπομε το σκυλί, την γάτα, το ποντίκι. Καί τους κυνηγούσε. Καί τους τιμωρούσε. Είχε το δικαίωμα να τους χτυπάει. Τους χτυπούσε με το μαστίγιο. Τους κυνηγούσε με το φλιτζάνι το τσάι, με την λεκάνη! Έσκουζαν, τσίριζαν, ούρλιαζαν! Καί οί άλλοι μοναχοί άκουαν. Καί το καταλά­βαιναν, ότι τους μάστιζε.
Το παραθυράκι είναι κλειστό. εμείς δεν βλέπομε τίποτε. Μας ερωτάει: «Μου απολύσατε τίς γάτες καί τα σκυλιά»; Τους διάταζε να φύγουν. Τους κυνηγούσε. Μετά έβαζε στον εαυτό του κανόνα σιωπής. Καί όταν τα δαιμόνια τον πείραζαν πολύ σκληρά, έκλαιγε. Έ­κλαιγε ολόκληρες νύχτες με λυγμούς. Τι να έκανε; Με­ρικές φορές ξεχνούσε τον κανόνα της σιωπής καί διά­βαζε τίς προσευχές του δυνατά. Καί οί μοναχοί ήξεραν, πώς προσεύχεται φωναχτά, επειδή τον ενοχλούν οί δαίμονες. Ήταν καί αυτό μια ιδιότυπη στροφή στον Θεό.
6. Άλλος ευρίσκει την οδό στην ομολογία. Π.χ. ή μακαρίτισσα ή Ντούσια. Όταν ακόμη πήγαινε στο δη­μοτικό σχολείο είχε ένα βαθύ πόθο να ομόλογη τον Κύριο. Ερχόταν σε διάλογο και σύγκρουση με τους δασκάλους της και τους συμμαθητές της. Το αισθανό­ταν ανάγκη να παρέμβει με θάρρος καί τόλμη, όταν τους άκουε να λένε λόγια ανευλαβή. Καί παρενέβαινε με αποφασιστικότητα. Της έδινε χαρά, όταν την ειρω­νεύονταν, όταν της έλεγαν πώς θα έπρεπε να γίνη και  αυτή άθεη, να γραφτή στην Κομμουνιστική Νεολαία, κ. ά. Αυτά την έκαναν όλο καί περισσότερο να ανεβαίνει!… Καί τελικά, ή αγάπη της προς τον Θεό ευρήκε τον δρόμο για το μοναστήρι. Ένας ακόμη τρόπος. Έ­νας ιδιότυπος τρόπος.
Δεν θα σας ειπώ, Τι ήταν. Τι ζωή έκανε, Τι έργα, καί Τι μυαλό είχε. Ούτε πόσο αγαπούσε τον Άββά Δωρόθεο καί την Κλίμακα. Τα ήξερε τα βιβλία αυτά άπ’ έξω! Τα έλεγε άπ’ έξω χωρίς καμιά πουθενά δυ­σκολία! Είχε φτάσει στο σημείο, ή σκέψη της να είναι ή σκέψη της Κλίμακας! Γι’ αυτό καί ό Θεός την παρέ­λαβε. Την επήρε από τον σκοτεινό αυτόν κόσμο.
7.  Ή Θεία Λειτουργία
1. Την ώρα πού ή θεία λειτουργία τελείται στην γη, στο Ναό, τελείται καί μια άλλη λειτουργία στον Ουρανό.
Αυτό το έδειξε ό Θεός σε έναν άνθρωπο σε κάποιο μοναστήρι.
Είχε διακόνημα να καθαρίζει τον πρόναο του καθολικού της Μονής. Ένας άλλος νεαρός μοναχός σκούπιζε τον χώρο από την Ωραία Πύλη μέχρι την πύλη της Εκκλησίας. Την ίδια ώρα γινόταν ή λειτουρ­γία. Προσευχόταν λοιπόν για τον εαυτό του, όπως μπο­ρούσε, με την απλότητα της καρδιάς του. Ξαφνικά στρέφει το βλέμμα του προς τα άνω καί βλέπει τον ουρανό ανοιχτό καί μια Αγία Τράπεζα. Μπροστά στην Αγία αυτή Τράπεζα ήσαν τρεις αρχιερείς γονατιστοί. Παράπλευρα έστεκε μια χορωδία με απερίγραπτη ο­μορφιά. Γινόταν ή θεία λειτουργία. Ολόκληρη. Την τελούσαν άγιοι ιεράρχες. Ιεράρχες σαν τους Βασίλειο, Γρηγόριο καί Ιωάννη, σαν τους Αθανάσιο καί Κύριλ­λο, τους οικουμενικούς διδασκάλους.
Έστάθη ό μοναχός περισσότερο από μισή ώρα ακίνητος καί έβλεπε. Σαν να είχε μαρμαρώσει! Όταν ή λειτουργία τελείωσε καί οί αδελφοί έφευγαν από την Εκκλησία, είδαν τον μοναχό αυτό να στέκει ακόμα ακίνητος. Ή σκούπα του είχε φύγει από τα χέρια. Σαν στήλη άλατος! Μουσκεμένος από τα δάκρυα. Κυριολε­κτικά μουσκεμένος! Τον πήραν με προσοχή από το χέρι καί, χωρίς να τον ερωτήσουν τίποτε, τον επήγαν στο κελί του. Έμεινε καί στο κελί του μερικές ώρες σαν αποβλακωμένος. Μετά ήρθε ό πνευματικός. Τον ησύχασε. Καί όταν συνήλθε, τον επήγε στον ηγούμενο. Καί εκεί, μπροστά στον ηγούμενο, τα είπε όλα, Οσα είδε.
2. Να γιατί δεν πρέπει να χάσκετε. Να γιατί σας λέγω, πώς πρέπει να έχετε πάντοτε νίψη. Μην ασχολείσθε με την κουζίνα σας! Με τίποτε να μην ασχολεί­σθε! Αν είσθε έξω από την Εκκλησία, να κάθεστε σε μια ακρούλα καί να προσεύχεσθε. Να διαβάζετε το Ευαγγέλιο- τον Κανόνα στον γλυκύτατο Ίησοϋ’ την Πα­ράκληση. Καλύψατε την ώρα. Να αρχίζετε στις 10:00′ καί να τελειώνετε στις 12:30′. Ό πατριάρχης μας αυτήν την ώρα κάνει την λειτουργία. Συνήθως στις 12:20′ κοινωνεί. Δέκα λεπτά θέλει να κοινωνήσει ό ίδιος. Με­τά κοινωνεί τους συλλειτουργούς ιερείς καί διακόνους. Καί περίπου στις 12:35 πηγαίνει στο κατάλυμα του, όπου καί του προσφέρουν κάτι να ποιεί. Καί εκεί διαβά­ζει την Ευχαριστία. Την διαβάζει μόνος του. Ό γερον­τότερος πρωτοπρεσβύτερος στέκει καί περιμένει να τε­λειώσει. Γιατί ό Πατριάρχης δεν θέλει να ανακατεύονται στις προσευχές του άλλοι. Ό αγιότατος Πατριάρχης Αλέξιος την Ευχαριστία την διάβαζε πολύ αργά. Έκα­νε περίπου δέκα λεπτά. Διάβαζε. Διάβαζε. Ξαναδιάβα­ζε. Ήταν άνθρωπος προσευχής. Μεγάλος άνθρωπος προσευχής. Καί όταν την χόρταινε πια, έγνεφε να του πάρουν το βιβλίο. Τότε έρχεται ό πρωτοπρεσβύτερος καί του δίνει κάτι να ποιεί. Πίνει μια γουλιά, σκουπίζει λίγο το στόμα του, παίρνει ένα μικρό κομματάκι κατακλαστό (αντίδωρο) καί… αυτό είναι όλο! Μετά έρχονται οί ιερείς να πάρουν την ευχή του! Τι ειρηνικός άνθρωπος ήταν! Όλο με το χαμόγελο! Κατέβει τώρα στην γη! Μα καί στην μαύρη γη όρθιος στέκει!
Αυτές τίς ώρες, να τίς έχετε ιερές. Να μην ασχο­λείσθε με τίποτε. Καί ποτέ – μα ποτέ να μη βρίσκεσθε στην κουζίνα σας! Να μην ασχολείστε ούτε καν να επιβλέπετε κάτι! Με τίποτε! Τίς Κυριακές καί τίς Μεγά­λες Εορτές. Τίς δώδεκα εορτές. Τίς Δεσποτικές καί τίς Θεομητορικές εορτές. Τίς εορτές των μεγάλων εορταζόμενων Αγίων. Των Αγίων Αρχαγγέλων. Του προστάτου σας Αγίου, του οποίου φέρετε το όνομα. Αν αυτά τα τόσο απλά δεν τηρούμε, θα τον χάσομε τον φόβο του Θεού. Καί όταν τον χάσομε, θα καταντήσομε ως ό εθνικός καί τελώνης, άθεοι. Τόσο πολύ αδειάζομε, ώστε να καταντάμε ως ό εθνικός καί ό τελώνης.

3. Κάποιος ιερομόναχος λειτουργούσε. Στο «τα Αγια τοις Αγίοις» αναπήδησε από το άγιο Ποτήρι μια φλόγα. Δεν Κατέβει ή φλόγα. Αναπήδησε! Καί αυτό συνέβη στις ήμερες μας τίς πονηρές: στην εποχή της αποστασίας. Καί ήταν ένας τυχαίος ιερομόναχος.
Ερώτηση: Βέβαια εμείς δεν το βλέπομε. Όμως κατεβαίνει καί τώρα σε κάθε λειτουργία πυρ από τον Ουρανό;
Απάντηση: Πώς όχι; Μόνο πού δεν το βλέπομε με τα σωματικά μας μάτια. Μα καί δεν θα μας ωφελήσει να το ιδούμε. Γιατί είμαστε υπερήφανοι, ματαιόδοξοι, φιλόδοξοι. Καί θα μας έβλαπτε. Καί τους διαβόλους για τον ίδιο λόγο δεν τους βλέπομε. Γιατί δεν θα μας ήταν ωφέλιμο. Μπορεί καί να υπερηφανευόμαστε. Βέ­βαια μπορεί καί να γινόμαστε έτσι ακλόνητα πιστοί. Μα θα υπερηφανευόμαστε! Καί όποιος αισθάνεται πνευματική αυτάρκεια, καταφρονεί την πίστη.
4. Να ένα ενδιαφέρον, περίπλοκο καί δύσκολο ζήτημα: Ποια είναι ή συμμετοχή του λαϊκού, του κάθε ανθρώπου, του μη Ιερωμένου, στην λειτουργία;
Συνήθως να πώς μετέχετε! Συνήθως την λειτουργία δεν την παρακολουθείτε, όπως πρέπει! Γιατί δεν παρα­κολουθείτε την κάθε λέξη από αυτά, πού ψάλλουν καί διαβάζουν! Ουσιαστικά συμμετέχετε μόνο με την αισθη­τή σας ύπαρξη, με την σωματική παρουσία σας! Για αυτό καί τόσο σπάνια παίρνετε από την λειτουργία παρηγοριά, χαρά, ξανάνιωμα.
Επάνω από όλα πρέπει να φροντίζετε να έχετε ειρήνη. Άμα έλθεις στην λειτουργία,  χωρίς να έχεις ειρήνη, πώς θα λαβής χαρά; Μετά χρειάζεται καί ή συμμετοχή: Να παρακολουθείτε δηλαδή ένα-ένα τα λό­για, πού ψάλλομε καί διαβάζαμε. Να αγωνίζεσθε να προσέχετε. Να μη επαφίεσθε στην διάθεση της στιγμής. Να αγωνίζεσθε να την υπερνικάτε αυτήν την συναισθη­ματική διάθεση, αυτό το παράλογο ξεπέταγμα. Μόνο τότε θα μπορέσετε να παρακολουθείτε καί να καταλα­βαίνετε τα λόγια. Καί ποτέ να μη χάνετε την αίσθηση, ότι ευρίσκεστε ενώπιον του Κυρίου. Ή αίσθηση αυτή μερικές φορές είναι μόνο του νου,  ενέργεια νοερή, χωρίς συμμετοχή των συναισθημάτων. Ό συναισθημα­τισμός στην θεία λατρεία είναι κάτι το ξένο στην Ορθοδοξία. Να γιατί καί ή χορωδιακή μας ευρωπαϊκή μουσι­κή συχνά μας εμποδίζει στην προσευχή μας! Γιατί εισάγει στη ζωή μας το στοιχείο του συναισθηματισμού.  Επάνω από όλα πρέπει να φροντίζομε, ή προ­σευχή να γίνεται μέσα μας. Τα λατρευτικά άσματα α­πλώς πρέπει να είναι το περιβάλλον, μέσα στο όποιο αναπτύσσεται! Αν δεν αρχίσει ή προσευχή να γίνεται μέσα μας, ποτέ δεν θα μπορέσομε να μπούμε μέσα στον εαυτό μας. Να γιατί είναι τόσο έντονη ή σύσταση, καί να πηγαίνομε στην Εκκλησία, καί να ασχολούμεθα με την ευχή του Ιησού. Όταν κουραζόμαστε από την ευχή, τρέχομε στην θεία λατρεία. Όμως προσοχή. Δεν θα είναι ορθόδοξο, να αποφεύγομε συστηματικά κάθε είδους συναισθηματική συμμετοχή στην λατρεία.
Ακούτε συχνά, ότι είναι αξιοσύστατη ή συμμετοχή όλου του λαού στην ψαλμωδία. Ή κοινή ψαλμωδία δεν προκαλεί τόσο εντόνους συναισθηματισμούς, όσο ή πολυφωνική μουσική.
Να γιατί ό απλός λαός, πού δεν καταλαβαίνει την πολυφωνική καί την κλασσική μουσική, προσεύχεται! Ενώ ή λεγομένη ίντελιγκεντσια, οι κουλτουριάρηδες, πού αγαπούν την κλασσική μουσική, προσεύχονται μό­νο συναισθηματικά! Καί έτσι, δεν παίρνουν ποτέ από την προσευχή τους χάρη καί παρηγοριά. Όλη ή ουσία της συμμετοχής μας στην λατρεία έγκειται, στο ότι πρέ­πει οπωσδήποτε να σπρώξομε τον εαυτό μας, να αι­σθάνεται την κάθε λέξη των ευχών καί των ασμάτων μας- με άλλα λόγια, να προσεύχεται νοερά…
6. Πρέπει να μάθομε, να προσευχώμεθα! “Όχι να διαβάζομαι. Να προσευχώμεθα!
Πρέπει να προσευχώμεθα με απλότητα καί φυσι­κότητα. Σαν να κουβεντιάζουμε. Να μην αφήνομε ποτέ την ανάγνωση μας να καταντάει μηχανική. Αυτό επιτυγ­χάνεται μόνο με δουλειά. Πολλή δουλειά. Συνεχή καί αδιάκοπη δουλειά. Επίμονη δουλειά. Δουλειά επάνω στον εαυτό μας.
Καί να παρακαλούμε: «Δίδαξε με, Κύριε, να προ­σεύχομαι. Δεν ξέρω να προσεύχομαι». Αυτός ό στεναγ­μός, αυτός ό λυγμός, πρέπει να βγαίνει χρόνια από το στόμα μας. Καί ό Κύριος θα μας επισκεφθεί. θα έλθη ξαφνικά. Θα διανοίγει ό νους μας. Καί θα μας αποκάλυψη το μυστικό: πώς πρέπει να προσευχώμεθα, καί Τι είναι ή προσευχή.
Μερικές φορές αυτό το μυστικό μας αποκαλύπτεται μέσα στην λειτουργία, όταν κοινωνούμε των αγίων μυ­στηρίων. Καί άλλοτε στο σπίτι μας. Μας αποκαλύπτεται μετά από συνεχή καί επίμονο στεναγμό: «Μάθε με, Κύριε, να προσεύχομαι! Δίδαξε με να προσεύχομαι! Μόνο να διαβάζω ξέρω. Να προσεύχομαι, δεν ξέρω»! Καί ό Κύριος θα μας διδάξει, καί Τι είναι ή προσευχή· καί πώς πρέπει να προσευχώμεθα. Μα τότε θα χρειασθεί, συ να φύλαξης πια τον εαυτό σου από κάθε θανάσιμη αμαρτία καί κάθε απροσεξία… καί να παρακαλείς, να μη σου ξαναπάρει ό Θεός το χάρισμα· το με­γάλο αυτό απόκτημα· αυτόν τον αγιασμό της καρδιάς καί του νου.
7. Γνώριζα ένα ιερέα, πού δεν μπόρεσε ποτέ να μάθη να προσεύχεται. Μια φορά λοιπόν, την ώρα πού κοινωνούσε, επήρε το άγιο Σώμα του Κυρίου μας με το αριστερό του χέρι, το έβαλε επάνω στο δεξί, όπως συνήθως το βάζομε, καί άρχισε να διαβάζει, όπως συ­νήθως, την ευχή: «Πιστεύω, Κύριε, καί ομολογώ». Ό­ταν την τελείωσε άρχισε, ενώ από τα μάτια του έρεαν σαν ποτάμι τα δάκρυα, να παρακαλή θερμά καί ταπει­νά: «Μάθε με, Κύριε, να προσεύχομαι. Δεν έμαθα ακό­μη να προσεύχομαι.  Απλώς διαβάζω τίς ευχές. Δεν ξέρω καθόλου να προσεύχομαι». Το πρόσωπο του έφωτίσθη από ένα τέτοιο αόρατο φως, όπως ό ίδιος έλεγε, καί μέσα του άνοιξε ένας άλλος νους. Άρχισε τότε να διαβάζει για δεύτερη φορά το «Πιστεύω, Κύριε, καί ομολογώ», χωρίς να σηκώνει τα μάτια του από το άγιο Σώμα του Κυρίου. Ό Διάκονος το παρατήρησε, ότι δεν σηκώνει τα μάτια του από το Σώμα του Κυρίου. Τον πλησίασε καί του ψιθύρισε: «Άντε, Δέσποτα. Ό κόσμος περιμένει». Τελείωσε το Κοινωνικό. Έγινε ένα χάσμα σιγής. Το καταλαβαίνει, πώς πρέπει πια να κοινωνήσει. Μα δεν μπορεί! Όσο κι αν προσπαθεί! Όσο κι αν το θέλει! Στέκει σαν να τάχε χαμένα, σαν να έγινε στήλη άλατος. Γιατί κατάλαβε, Τι είναι ή προσευ­χή! Σαν να αναστήθηκε. Σαν να ξύπνησε από ένα πα­ράδοξο ύπνο.  Από τότε κλαίει ασταμάτητα. Καί ποτέ πια δεν μπόρεσε να στρέψη το βλέμμα του στο Πανά­χραντο Σώμα του Κυρίου μας.
8. Ό Μητροπολίτης Βενιαμίν
1.   Ό Ιερομάρτυς μητροπολίτης Βενιαμίν Καζάντσεψ πού εκτελέσθηκε με τυφεκισμό, ενώ έκανε κάποτε την θεία λειτουργία, είδε να κατεβαίνει στο άγιο Ποτήριο μια φλόγα πυρός. Όλοι μας την είδαμε. Ήταν κάτι το αισθητό. Μας το έδειξε ό Θεός, για να καταλάβου­με, ότι δεν ήταν ένας τυχαίος μητροπολίτης. Μια τεράστια φλόγα πυρός… επάνω από το άγιο Ποτήριο καί μέσα στο άγιο Ποτήριο. Ή θεία χάρις. Ναι. Μα δεν το είδαν καί όλοι. Σε μερικούς δεν εφανερώθη. Γιατί ανά­λογα με τη ζωή τους, δεν αξιώνονται όλοι να ιδούν τέτοια πράγματα. Μόνο εκείνοι, των οποίων διανοίγον­ται τα μάτια της ψυχής. Μόνο εκείνοι, των οποίων τα μάτια εξακολουθούν να είναι μάτια ανθρώπινα. Ακόμη καί οί συλλειτουργοί αρχιμανδρίτες καί ηγούμενοι δεν το είδαν όλοι.  Είδαν μόνο… τον θόρυβο. Άκουσαν τον θόρυβο.  Καί κατάλαβαν,  πώς κάτι το παράξενο γίνεται στην αγία Τράπεζα. Μα, στην πραγματικότητα, τίποτε το παράξενο δεν είχε γίνει.
Κάτι το ανάλογο είχε γίνει καί την ήμερα της κού­ρας μου- μια ήμερα πριν. Ό μητροπολίτης Βενιαμίν έφευγε από την Λαύρα με ένα κάρο. Ναι, επάνω σε ένα κάρο. Τότε δεν υπήρχαν ταξί. Τότε δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Εγώ την ίδια ήμερα πήγαινα από τον Ναό της Παναγίας του Καζάν στην Λαύρα με τα πόδια. Συναντηθήκαμε. Καί Τι βλέπω! Αντί για σταυρό με πε­τράδια, ό μητροπολίτης φορούσε ένα σταυρό αιματοπόρφυρο.
Ερωτώ τον Δεσπότη:
—           Γιατί, Γέροντα, κόκκινο σταυρό;
Μου άπαντα:
—           Θα γίνω μάρτυς. Αύριο θα με εκτελέσουν.
Τον έπιασαν στον δρόμο! Ενώ έφευγε! Ενώ περ­νούσε γρήγορα τα δρομάκια της Λαύρας του αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκι στην Πετρούπολη. Μετά από λίγο καιρό, μήνα Αύγουστο, επήρα ένα κατακόκκινο, σαν πασχαλινό αυγό, κομποσχοίνι. «Δεν είναι δυνατόν, λέγω. Κάτι άσχημο συνέβη. Καί είχε πράγματι συμβεί».
2. Είχε την αξιοθαύμαστη συνήθεια να διαβάζει την Ευχαριστία τρεις-τέσσερες φορές. Καί δεν έβαζε τίποτε στο στόμα του, αν δεν τίς τελείωνε. Εκείνος πού του κρατούσε το βιβλίο,  δεν το άντεχε:  Μα Τι κάνει αυτός ό Δεσπότης; έλεγε. Διαβάζει- διαβάζει· δια­βάζει· καί δός του πάλι από την αρχή! καί δεν αρχίζει καμιά ήμερα, αν δεν κάνη λειτουργία καί δεν κοινωνήσει! Ποτέ! Καί το πρωί! στις έξι είναι κιόλας στο πόδι! Καί πότε κοιμόταν;
Αργά την νύχτα! Ξέρετε, Τι δουλειές είχε; Μα ήξερε καλά, ότι το μυστικό αυτής της καλής τέχνης (της τέ­χνης τεχνών καί επιστήμης επιστημών), της καλής δη­λαδή διακυβερνήσεως του ποιμνίου, είναι , η
προσευχή
Καί για αυτό νύχτες ολόκληρες τίς περνούσε κάνοντας προσευχή στην Παναγία Μητέρα μας. Το κελί του είχε πάντοτε φως. Ήταν ένα μεγάλο κελί, γεμάτο ει­κόνες καί κεριά. Δεν εύρισκες πουθενά σ’ αυτό είδη πολυτελείας.
Συνήθως ήταν με το αντερί του καί μια ζώνη δερ­μάτινη. Είχε μακριά μαλλιά καί μια τεράστια πλατειά γενειάδα. Ήταν πάντοτε εύχαρις. Το πρόσωπο του έ­λαμπε. Αυτό είναι ένα σαφές δείγμα, ότι είχε μέσα του την ειρήνη του Θεού. Γιατί όποιος δεν έχει ειρήνη με τον Θεό, είναι γεμάτος δυστροπία, ταραχή, καί απο­γοήτευση. Αυτό λοιπόν το θαυμάσιο χαμόγελο, έδειχνε ότι ζούσε εν τω Θεώ· καί για τον Θεό.
3. Ό Μητροπολίτης Βενιαμίν πυροβολήθηκε οχτώ φορές. Οϊ σφαίρες δεν τον έπιαναν!
— Άντε, παππούλη, τελείωνε τίς προσευχές σου!
Τότε εκείνος, αφού Τελείωσε την προσευχή του είπε:
— Ευλογητός ό θεός ημών…
Καινούργιος πυροβολισμός. Καί ό Δεσπότης έπεσε νεκρός.
[Ό μητροπολίτης Πετρουπολέως Βενιαμίν Καζάντσεφ ήταν άν­θρωπος γεμάτος σοφία, χάρη Κυρίου καί δύναμη ψυχής. Παράλληλα ήταν τόσο απλός, ώστε οί Ρώσοι τον έλεγαν «ποπήκ», δηλ. παπαδάκι. Μα αυτό το παπαδάκι είχε μπει στις καρδιές όλων στην Πε­τρούπολη. Έτσι όταν το 1917 έγινε (νια πρώτη καί τελευταία φορά στην Πετρούπολη-Λένινγκραντ) καθολική ψηφοφορία για την εκλογή μητροπολίτου, ό Βενιαμίν εξελέγη σχεδόν παμψηφεί, χάρις στην γενική αποδοχή του από όλους τους φτωχούς καί ιδίως τους εργάτες, πού τον έβλεπαν σαν τον άνθρωπο, πού ήταν πιο κοντά τους από όλους.
Σαν μητροπολίτης ό Βενιαμίν έδειξε σπάνια θρησκευτική καί κοινωνική δραστηριότητα.
Το 1921 στη Σοβ. Ρωσία ξέσπασε μια άνευ προηγουμένου στον κόσμο πείνα. Ή Σοβ. Κυβέρνηση εκμεταλλεύτηκε την περίπτω­ση καί ζήτησε από την Εκκλησία να βοηθήσει για την αντιμετώπιση της καταστάσεως. Ό Πατριάρχης Τυχών δηλώνει, ότι παραχωρεί όλα τα τιμαλφή της Εκκλησίας, πλην εκείνων πού δεν επιτρέπεται να περιέλθουν σε κοινή χρήση (άγια αρτοφόρια καί άγια ποτήρια). Ή Σοβ. Κυβέρνηση αρνείται να δεχθεί εξαιρέσεις. Τα θέλει όλα ανεξαιρέτως. Καί αρχίζει ή δήμευση. Άθεοι στρατιώτες καί αστυνομι­κοί ορμούν μέσα στις Εκκλησίες. Οι ιερείς προβάλλουν αντίστα­ση. Καί έτσι αρχίζουν οι δίκες καί οι εκτελέσεις κληρικών νια αντί­σταση κατά της αρχής, με την κατηγορία «αντεπαναστάτης» καί «εχθρός του λάου».
Με την ίδια κατηγορία μετά από επεισόδια σε κάποιο Ναό της Πετρούπολης συλλαμβάνεται καί ό μητροπολίτης Βενιαμίν, πού έμενε μόνιμα στην Λαύρα του αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκι (Λένινγκραντ).
Ή δίκη του διάρκεσε δύο μήνες.
Του απευθύνθηκε ή τυποποιημένη κατηγορία: «εχθρός του λάου» καί «αντεπαναστάτης».
Ό μητροπολίτης απαντά: «Γιατί ερωτάτε εμένα, αν είμαι ε­χθρός του λάου; Ρωτήστε τον λαό τον ίδιο! Θα σας ειπεί»!
Ό κόσμος-ακροατήριο γελάει με τίς κατηγορίες κατά του Δε­σπότη, πού έμενε σε απόλυτο βαθμό μακριά από κάθε πολιτικο­ποίηση.
Ό εισαγγελέας προσπαθεί να διόρθωση την κατάσταση:
— Διερωτάστε, λέει, πού βλέπομε την αντεπαναστατική οργάνωση, στην οποία μετέχει ό κατηγορούμενος. Μπροστά σας είναι ολόκληρη! Είναι ή Ορθόδοξη Εκκλησία, πού με την αυστηρή της οργάνωση καί πειθαρχία καί με την υποδειγ­ματική υπακοή των κατωτέρων στους ανωτέρους, αποτελεί την πιο δυνατή αντεπαναστατική οργάνωση μέσα στη Σοβ. Ένωση.
Λεπτομέρειες νια την δίκη του μητροπολίτη Βενιαμίν μπορεί να βρει, οποίος ενδιαφέρεται, στο βιβλίο Πραβοσλάβνυ Πούτ 1980, σελ. 18-51. Ό εισαγγελέας στην αγόρευση του ζήτησε να καταδικασθεί ό Βενιαμίν σε θάνατο σαν «εχθρός του λάου». Στην συνέχεια έκάλεσε τον μητροπολίτη να απολογηθεί για τελευταία φορά.
—  Μέχρι τώρα, του είπε, μας μιλούσες κάθε φορά για άλλους! Τώρα να μας ειπείς κάτι για τον εαυτό σου!
Ό μητροπολίτης σηκώθηκε ήρεμα καί είπε:
—  Για τον εαυτό μου! Τι να σας ειπώ για τον εαυτό μου;
Ένα μόνο… Δεν ξέρω, Τι θα αποφασίσετε για μένα: ζωή , η θάνατο. Μα ότι καί αν αποφασίσετε, θα το δεχθώ με την ίδια ψυχική άνεση καί γαλήνη, στρέφοντας τα μάτια μου προς τον ουρανό. ότι καί αν αποφασίσετε για μένα, θα κάμω το ση­μείο του τιμίου καί ζωοποιού Σταυρού (καί λέγοντας αυτά ό δεσπότης έκαμε τον σταυρό του με ευλάβεια) καί θα ειπώ:
Δόξα Σοι, Κύριε. Για όλα. Για όλα.
Κατεδικάσθη  σε θάνατο. Καί εξετελέσθη την νύχτα 12-13 Αυ­γούστου 1922, μαζί με άλλους δέκα κληρικούς. Αιωνία ή μνήμη τους.
Λίγο πριν εκδοθεί ή απόφαση της εκτέλεσης του, ό μακάριος ιερομάρτυρας Βενιαμίν έστειλε στους κληρικούς της μητροπόλεως Πετρουπολέως μια εγκύκλιο επιστολή. Επειδή σ’ αυτήν άπαντα σε ερωτήματα καί τάσεις, πού βασάνιζαν τότε την σκέψη των κληρικών της Ρωσίας (καί απασχολούν σήμερα την σκέψη μερικών κληρικών στην Ελλάδα) παραθέταμε ένα τμήμα της επιστολής του αυτής, στο όποιο βλέπομε ακόμη καθαρότερα το μεγαλείο της ψυχής του:
«Παιδί καί έφηβος διάβαζα πολύ τους βίους των αγίων. Με ενθουσίαζε τότε ό ηρωισμός τους, ή άγια εμψύχωση τους. Μα καί ελυπούμην πολύ βαθιά, πού δεν είχαμε πια τους ίδιους καιρούς καί δεν μας ήταν πια δυνατό να δοκιμάσομε αυτά, πού υπέμειναν εκείνοι!
Αλλά να! Οι καιροί άλλαξαν. Καί ανοίγεται καί μπροστά σε μας ή δυνατότητα, να υποφέρομε καί μείς για το Χριστό, από δικούς μας και ξένους!
Είναι βέβαια βαρύ, – πολύ βαρύ – να υποφέρει κανείς! Μα κατά το μέτρο των παθημάτων μας, μας στέλνει ό Κύριος καί την παρηγο­ριά καί την δύναμη Του.
Όμως Τι δύσκολο, να πέραση κανείς αυτόν τον Ρουβίκωνα! Τι δύσκολο να επαφεθή κανείς ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού!
Τα μαρτύρια φθάσανε σήμερα στο απόγειο τους! Μα και ή παρηγοριά του Θεού σε μας είναι τώρα απέραντη! Είμαι γεμάτος χαρά καί γαλήνη. Όπως πάντοτε! Ό Χριστός είναι ή ζωή μας, το φως μας, ή ανάπαυση μας. Κοντά Του καί μαζί Του είναι πάντοτε καλά. Καί παντού καλά! Για την τύχη της Εκκλησίας δεν φοβού­μαι. Πίστη χρειαζόμαστε. Περισσότερη πίστη. Καί ιδιαίτερα εμείς οι ποιμένες της. Να ξεχάσομε την αυτενέργεια μας, την εξυπνάδα μας, την σοφία μας, τίς δυνάμεις μας! Καί να δώσομε τόπο στην χάρη του Θεού!
Παράξενες είναι οι απόψεις μερικών, ενδεχομένως έξοχων ιε­ρέων – εννοώ τον Πλάτωνωφ – ότι πρέπει να φροντίσομε να έχομε δύναμη, γιατί τάχα μπροστά σ’ αυτή θα υποχωρήσουν όλοι! Καί ό Χριστός τότε; Τι θα μας χρειάζεται ό Χριστός; Την Εκκλησία δεν την σώζουν ούτε οϊ Πλάτωνωφ, ούτε ό Βενιαμίν! Ό Χριστός την σώζει! Ή άπο­ψη αυτή, στην οποία κολλήσανε μερικοί, είναι ή καταστροφή της Εκκλησίας!
Όταν πρόκειται για την Εκκλησία δεν επιτρέπεται να σκεπτόμαστε τον εαυτούλη μας! Δεν επιτρέπεται να θυσιάζομε την Εκκλησία για να σώσομε το τομάρι μας. Ή εποχή μας είναι για μας δικαστήριο! Οϊ άνθρωποι θυσιάζουν τα πάντα για τίς πολιτικές τους πεποιθήσεις! Κοιτάξτε Τι θυσίες κάνουν οι Έσέροι (Σοσιαλ-επαναστάτες) καί οι άλλοι κομματικοί. Εμείς οι Χριστιανοί, καί ειδικότερα οι ιερείς, δεν θα πρέπει να δείξομε ανάλογη τόλμη καί ανδρισμό, μέχρι θανάτου, αν έχομε έστω καί λίγη πίστη στο Χριστό καί Στην αιώνια ζωή;
Το ξέρω, είναι άσχημο πράγμα να συμβουλεύει κανείς τους άλ­λους! Ή ιερατική σας συνείδηση, θα σας υπαγόρευση – πιστεύω – Τι πρέπει να κάμετε»!
9. Ή θεία Κοινωνία
1.   Ό  σεβασμιότατος  Στέφανος έκανε την  θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό του Τιμίου Σταυρού, στην Λαύρα του αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκι.  Εγώ ήμουν ιεροδιάκονος. Βάσταζα το άγιο Ποτήριο. Ό Δεσπότης διάβασε την ευχή: «Πιστεύω, Κύριε, καί ομολογώ». Καί μετά σήκωσε. το κάλυμμα του αγίου Ποτηριού. Καί έμεινε σαν αποσβολωμένος. Είδε μέσα κρέας καί αίμα ανθρώπινα. Γύρισε σε μένα καί μου είπε:  «Βλέπεις, πάτερ»;
Τι να κάναμε; Εκείνος γύρισε προς τα αριστερά, εγώ προς τα δεξιά με το άγιο Ποτήριο καί μπήκαμε στο Ιερό Βήμα.  Τοποθέτησε το άγιο Ποτήριο στην αγία Τράπεζα. Καί έπεσε στα γόνατα. Προσευχόταν να κόμη ό Κύριος έλεος! Πώς θα μεταδίδαμε σάρκα αν­θρώπινη; Ποιος θα την έπαιρνε; Προσευχόταν περίπου ένα τέταρτο με υψωμένα τα χέρια. Μετά ξανακοίταξε το άγιο Ποτήριο. Είχε ξαναγίνει Ψωμί καί Κρασί. Έ-βγήκε καί κοινώνησε τους πιστούς.
2. Του γεγονότος αυτού είχαν λάβει γνώση ό αεί­μνηστος μητροπολίτης Γουρίας καί ό π. Λέων, πού Τελείωσε το δρόμο της ζωής του σαν ιερομάρτυρας στα λατομεία της Καραγάνδας. Ίσως καί ό Οσιομάρτυς Βαρσανούφιος, ό πολυαγάπητος μου εκείνος άνθρω­πος. Μας το έδειξε ό Θεός, για να πιστεύσωμεν.
Ειδικά σε μένα ό Θεός το έδειξε για να πάρω δύναμη καί παρηγοριά. Τότε πίστευσα καί ομολόγησα πλήρως καί απολύτως, ότι ή θεία Ευχαριστία είναι πράγματι αυτό το τίμιον Σώμα καί το ίδιο το Αίμα του Σωτήρος μας. Καί μου το έδειξε: Για να πεισθώ εγώ ό ίδιος. Καί – ίσως – για να το διηγούμαι καί να το γράψω, για να πάρουν δύναμη καί χαρά, εκείνοι πού θα το πληροφορηθούν. Καί ακόμη, για να αποκτήσομε εμείς οί κληρικοί λίγο πιο πολλή ταπείνωση. Γιατί (όσο κι αν είχαμε ετοιμαστεί να Λειτουργήσομε), μας έδειξε με το παράδοξο αυτό γεγονός (καί οφείλομε να το συνειδητοποιήσομε!), πόσο ανάξιοι είμαστε!..

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΜΨΩΝ Ο ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ. ΕΚΔΟΣΗ Γ. ΠΡΕΒΕΖΑ 1995

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου