Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

ΚΒΑΝΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Από πολλές δεκαετίες υπάρχει μία ένταση στις σχέσεις της θεολογίας και της βιολογίας. Θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι ήδη με την ανακάλυψη του DNA και αργότερα με την τεχνητή γονιμοποίηση ότι οι παραδοσιακές θεολογικές θέσεις είναι ιδιαίτερα εξασθενημένες. 

Όμως για να το αντιληφθεί κανείς αυτό πρέπει να κάνει αρκετά πολύπλοκους συλλογισμούς και έτσι η διαμάχη ακόμα καλά κρατεί. Οι τελευταίες όμως εξελίξεις κατά κύριο λόγο στην βιοτεχνολογία, αλλά και σε άλλους επιστημονικούς τομείς βοηθούν να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Αναφερόμαστε στο ερώτημα περί της ψυχής του ανθρώπου. Οι περισσότερες θρησκείες έχουν μια, σε γενικές γραμμές, κοινή άποψη περί της ψυχής. Η ψυχή ειναι ένα «κάτι», το οποίο είναι υπεύθυνο για το ότι το σώμα είναι ζωντανό, όπως επίσης είναι υπεύθυνο για όλες τις ψυχικές και νοητικές δράσεις του ανθρώπου. Η ψυχή είναι ένα άλλης τάξης «κάτι» διαφορετικό από τα αντικείμενα του φυσικού κόσμου και συναρμόζεται με το σώμα σε κάποια δεδομένη στιγμή, συνήθως από την πρώτη στιγμή της σύλληψης. Μένει δια βίου συνδεδεμμένη με το σώμα, από πολλές μάλιστα παραδόσεις η σύνδεση αυτή θεωρείται ότι γίνεται σε συγκεκριμμένο μέρος του σώματος, ή με συγκεκριμμένο μέρος της ψυχής.

Όταν επέλθει ο θάνατος η ψυχή χωρίζεται από το σώμα και πηγαίνει κάπου, πάντως εκτός του φυσικού κόσμου. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια κινούνται όλες οι θρησκευτικές παραδόσεις, ανάμεσα στις οποίες και η ορθόδοξη χριστιανική παράδοση. Οι τυχόν διαφοροποιήσεις που υπάρχουν ανάμεσα στις παραδόσεις είναι ήσσονος σημασίας σε σχέση με τις βασικές ομοιότητες. Η αποψη ότι οι δράσεις τού ανθρώπου, πού τίς χαρακτηρίζουμε ως ψυχικές, οφείλονται σέ μιά ιδιαίτερη αϋλη ουσία, αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά προβλήματα όταν καλείται νά ερμηνεύσει παρατηρήσεις καί φαινόμενα από τους τομείς τής βιοτεχνολογίας καί τής νευροβιολογίας. Εντελώς ενδεικτικά θά αναφέρουμε τό εξής ερώτημα. Αν η ψυχή συνάπτεται μέ τό σώμα από τήν πρώτη στιγμή τής συλλήψεως, τότε τά εμβρυονικά κύτταρα θά εχουν καί αυτά ψυχή. Αν τώρα τά αναγκάσουμε νά γίνουν π.χ. δέρμα καί τό τοποθετήσουμε σέ κάποιον ασθενή, τότε αυτό τό δέρμα θά συνεχίσει νά εχει τήν δική του ψυχή; Καί ο ασθενής θά εχει δύο ψυχές; 

Βέβαια μπορεί κανείς νά διαμορφώσει διάφορα σενάρια γιά νά δώσει κάποια απάντηση, όμως δέν θά υπάρχει λογική συνοχή στο υπό διαμόρφωση σενάριο και δεν θα είναι ανθεκτικό σε σοβαρή κριτική.

Σέ αυτό τό σημείο είναι απαραίτητο νά διευκρινήσουμε ότι, τουλάχιστον στήν ορθόδοξη Εκκλησία, τό ποιά είναι η φύση τής ψυχής ποτέ δέν εμπλέχθηκε αμεσα και σαφώς μέ οποιαδήποτε δογματική διδασκαλία. Η σχετική της διδασκαλία είναι αποτέλεσμα τής λογικής επεξεργασίας από τους πατέρες της Εκκλησίας τής καθημερινής εμπειρίας, η οποία μας υποβάλει τήν εννοια τής ψυχής, ως ερμηνεία της ζωής και τών ψυχικών δράσεων τού ανθρώπου. Αυτό το ξεκαθαρίζει με πολύ καθαρό και χαρακτηριστικό τρόπο ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής στην εισαγωγή του έργου του “Περί ψυχής”. Εφόσον στο θέμα αυτό δεν υπάρχει καμμιά εξ αποκαλύψεως αλήθεια είναι τουλάχιστον θεμιτό, το να θελήσουμε νά κρατήσουμε και εμείς την λογικότητα των σκέψεών μας. Από τήν αλλη όμως πλευρά καί η αναγωγική κατανόηση τής ζωής καί τού ανθρώπου παρουσιάζει καί αυτή σοβαρά προβλήματα. Ειτε μιλούμε γιά τον μηχανισμό της εξέλιξης των ειδών ειτε γιά τήν νόηση και την αυτοσυνειδησία, η προσπάθεια νά εξηγηθούν μέ αποκλειστικά βιοχημικό τρόπο εμφανίζει σοβαρές αδυναμίες καί μάλλον εχουν πολλούς υποστηρικτές περισσότερο ελλείψει εναλλακτικών προτάσεων, παρά λόγω τής πειστικότητάς τους.

Αν λοιπόν από την μιά δέν θέλουμε νά κάνουμε εκπτώσεις στίς απαιτήσεις μας, όσον αφορά τίς ερμηνείες τής ζωής, τού ανθρώπου καί τής νόησης, καί από την άλλη δεν θέλουμε νά βάλουμε κάποιο «φάντασμα στήν μηχανή», θα πρέπει να αναζητήσουμε μιά αλλη διέξοδο. Αυτή της ανάπτυξης και του εμπλουτισμού τού επιστημονικού μας παραδείγματος. Τήν ανάγκη γιά ένα τέτοιο εμπλουτισμό μάς τήν υποβάλει επίσης καί ένα πλήθος γεγονότων καί δεδομένων πού μᾶς ερχονται από τούς τομείς τής φυσικής, τής αστρονομίας καί τής κοσμολογίας. Θά μπορούσαμε νά πούμε ότι μᾶς υποδεικνύουν τήν ανάγκη τής επέκτασης τού επιστημονικού παραδείγματος σέ χώρους πού δέν προσεγγίζονται από τίς αισθήσεις μας. Τό ερώτημα βέβαια είναι πώς μπορεί νά γίνει αυτή η επέκταση κατά ένα αξιόπιστο καί όχι αυθαίρετο τρόπο, πώς αυτός ο πέραν τών αισθήσεων χώρος μπορεί νά προσεγγισθεί κατά ένα τρόπο πραγματικό καί οχι φαντασιακό. Τήν απάντηση στό ερώτημα αυτό επιχειρούμε να την δώσουμε στα πλαίσια μιας πρότασης που ονομάζουμε Κβαντική Θεολογία.

Γιά να αποφύγουμε την φαντασιακή αυθαιρεσία, χρησιμοποιούμε την μη αισθητή δηλαδή πνευματική γνώση που έχει συσσωρευτεί στα πλαίσια του ανθρωπίνου πολιτισμού. 

Συγκεκριμμένα θα χρησιμοποιήσουμε ένα στοιχείο της, που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, υπάρχει σε όλους τους πολιτισμούς. Σε πολιτισμούς που η αναλυτική προσέγγιση των πραγμάτων δεν ήταν δυνατή, δηλαδή σε όλους τους πολιτισμούς του παρελθόντος, αναπτύχθηκε μια άλλη προσέγγιση, θα λέγαμε εσωτερική, για την γνώση των πραγμάτων. Σε όλους τους πολιτισμούς αυτή η προσέγγιση φανέρωνε κάποιες όψεις, ποιότητες και διαστάσεις των πραγμάτων που δεν ήταν δυνατόν να προσεγγισθούν με τις αισθήσεις. Αυτή η γνώση έδινε στους ανθρώπους αυτούς αξιοθαύμαστες, για τα δικά μας δεδομένα, δυνατότητες.

Ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα. Ο Παρθενώνας είναι μνημείο του ανθρώπινου πολιτισμού, όχι γιατί έχει κατασκευασθεί από σπάνια υλικά η για κάποιον άλλο ανάλογο λόγο, αλλά γιατί ο κάθε στοιχειωδώς καλλιεργημένος άνθρωπος, βλέποντάς τον, αντιλαμβάνεται πολλά και συγκλονιστικά μηνύματα. Τα μηνύματα αυτά δεν εκπέμπονται από τον Παρθενώνα κατά λάθος ούτε τυχαία. Προέρχονται από τους σχεδιαστές και κατασκευαστές του. Οι αρχιτέκτονες που τον σχεδίασαν και τον κατασκεύασαν δεν είχαν καμμία από τις σύγχρονες σχεδιαστικές και αναπαραστατικές δυνατότητες. Πως θα μπορούσαν να πετύχουν ένα τόσο τέλειο, αν και σύνθετο αποτέλεσμα, εάν δεν είχαν έναν άλλο, μη αναλυτικό τρόπο, μελέτης και γνώσης; Αυτή την γνώση, που ίσως ένας σύγχρονος αρχιτέκτονας και εργολάβος δεν μπορεί να πετύχει, οι αρχαίοι λαοί πίστευαν ότι αντανακλά μιαν άλλη πραγματικότητα, πιό θεμελιώδη από την πραγματικότητα που βλέπουμε. Το ποιά είναι αυτή η πραγματικότητα και ποιά σχέση έχει με την πραγματικότητα που βλέπουμε καθώς και με τον Θεό, ήταν ένα πρόβλημα που απασχόλησε όλους τους αρχαίους φιλοσόσφους, όλων των λαών.

Περιοριζόμενοι τώρα στον δικό μας χώρο, ο σχετικός προβληματισμός καταστάλαξε, στην χριστιανική εποχή, στήν έννοια του λόγου του κάθε πράγματος, του λόγου του κάθε όντος. Ο λόγος του όντος περιλαμβάνει ακριβώς ένα σύνολο πληροφοριών για το ον και αισθητών και μη αισθητών. Το σημαντικό για την περίπτωσή μας είναι ότι ο λόγος δεν είναι αυθαίρετος ούτε υποκειμενικός. Προσεγγίζεται μέσα από μια κατάλληλη εκπαίδευση και είναι κοινό κτήμα μιάς συγκεκριμμένης ανθρώπινης κοινότητας, στην περίπτωσή μας, ορισμένων τουλάχιστον μελών της Εκκλησίας. Με την πάροδο των αιώνων μέσα στην χριστιανική σκέψη και εμπειρία ο λόγος κατανοήθηκε ως το υπόβαθρο που στηρίζει το κάθε όν και το κάνει να υπάρχει. Ο λόγος μάλιστα απέκτησε πολύ μεγάλη σημασία γιατί συνδέθηκε με τον ίδιο τον Θεό. Η κατανόηση αυτής της όψης του κόσμου δεν είναι θέμα φαντασίας, αλλά θέμα μιας αυστηρά καθορισμένης διαδικασίας ανάπτυξης των αναγκαίων ικανοτήτων του ανθρώπου, το αποτέλεσμα της οποίας ονομάθηκε «μυστική θεωρία».

Αυτό το γεγονός της μυστικής θεωρίας, που είναι γεγονός επαναλαμβανόμενο και επαληθεύσιμο, είναι που δίνει μια αντικειμενικότητα στην άποψη αυτή, γεγονός που την κάνει καλή πιθανή υποψήφια για το πρόβλημα της επέκτασης επιστημονικού παραδείγματος. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των λόγων είναι η δομή τους. Ο κάθε λόγος συντίθεται από άλλους μερικότερους λόγους και ταυτόχρονα αυτός είναι μέρος ενός συνθετότερου λόγου, μια δομή που αντανακλά την δομή του αισθητού κόσμου. 

Αυτή η δομή είναι που μας επιτρέπει να μιλήσουμε και για τον λόγο ενός στοιχειώδους σωματιδίου, αν και βέβαια κανείς αρχαίος δεν μίλησε για κάτι τέτοιο και έτσι με τον τρόπο αυτό να συνδέσουμε παρόν και παρελθόν, μέσα στα πλαίσια της Κβαντικής Θεολογίας. Ξέρουμε ότι την κβαντική κατάσταση ενός σωματιδίου την περιγράφει η κυμματοσυνάρτησή του, η οποία είναι ένα σύνολο πληροφορίας περί των δυνατών καταστάσεων του σωματιδίου. Και ο λόγος όμως είναι και αυτός ένα σύνολο πληροφορίας περί του σωματιδίου. Και η κυμματοσυνάρτηση και ο λόγος έχουν χαρακτηριστικά μη αισθητού χώρου. Αυτό λοιπόν που είναι ο πυρήνας της Κβαντικής Θεολογίας, είναι ακριβώς η σύνδεση του λόγου του σωματιδίου με την κυμματοσυνάρτησή του.

Με άλλα λόγια, στηριζόμενοι στην θεολογία, θεωρούμε ότι η κυμματοσυνάρτηση έχει αυθύπαρκτη υπόσταση. Αυτό δεν είναι και τόσο επαναστατικό ούτε και αυθαίρετο γιατί ήδη στην βάση της ιδέας των κβαντικών υπολογιστών βρίσκεται η άποψη ότι κάθε κβαντική κατάσταση έχει ξεχωριστή υπόσταση, στην οποία και μπορεί να αποθηκευθεί πληροφορία. Η πνευματική όμως γνώση για τους λόγους των όντων μας δίδει κάτι πολύ σημαντικό. Είδαμε ότι οι λόγοι έχουν περισσότερη πληροφορία από αυτήν που μπορούμε να προσεγγίσουμε με τις αισθήσεις μας. Αυτή η πληροφορία είναι, με βάση αυτήν την εμπειρία, ποιοτικής υφής. Αν και είναι δύσκολο να εκφραστεί σωστά καί πλήρως αυτό που αποκαλύπτει η πνευματική εμπειρία, μπορούμε όμως να πούμε ότι η επιπλέον πληροφορία έχει να κάνει με το γεγονός της ένταξης του λόγου του όντος στο ευρύτερο πλέγμα των λόγων των όντων.

Η παρατήρηση αυτή μας δίνει την έμπευση να κάνουμε το επόμενο βήμα στην συγκρότηση της άποψής μας. Να ισχυρισθούμε δηλαδή ότι η οντότητα της κυμματοσυνάρτησης δεν εξαφανίζεται μετά την κατάρρευσή της και ότι, αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα, όταν χάνεται η κβαντική κατάσταση, είναι η ένταξη του σωματιδίου σε ένα ευρύτερο δομημένο σύνολο. Θα μπορούσαμε ακόμα περισσότερο να προχωρήσουμε και να πούμε ότι την κατάρρευση της κυμματοσυνάρτησης την προξενεί η ένταξη του λόγου του σωματιδίου σε ένα ευρύτερο πλέγμα λόγων. Αυτή μπορεί να είναι μιά απάντηση και στο μετρητικό πρόβλημα της κβαντομηχανικής. Η κβαντική κατάσταση χάνεται, υπό την επίδραση ενός γενικότερου λόγου, κάτω από την δράση του οποίου τίθεται ο λόγος του κβαντικού αντικειμένου.

Πάνω στις σκέψεις που αναπτύξαμε, μπορούμε τώρα να συγκροτήσουμε την την κοσμολογική και ανθρωπολογική μας πρόταση. Κάθε τι λοιπόν συγκρατείται στην ύπαρξη χάρι στην δράση των λόγων, ή κάθε τι έχει δύο όψεις. Η μία είναι η αισθητή, αυτή δηλαδή που βλέπουμε και η άλλη είναι η «λογική» του πλευρά, η οποία αποτελείται από την σύνθεση των κυμματοσυναρτήσεων όλων των στοιχείων τα οποία το συνθέτουν, συν το σύνολο της ποιοτικής πληροφορίας που εμπεριέχει ο λόγος του κάθε στοιχείου. 

Αυτήν την όψη του όντος, μπορούμε να την ονομάσουμε λογική και, όσον αφορά ορισμένα όντα, την βιώνουμε ως την πνευματική του όψη. Οι ποιοτικές πληροφορίες, μέσα στα πλαίσια της «μυστικής θεωρίας», δεν έχουν μεταφυσικό χαρακτήρα, ακόμα και στις περιπτώσεις που βιώνονται έτσι, αλλά είναι φανερώσεις της σχέσης του όντος με τα άλλα όντα. Από μαθηματική άποψη αυτή η όψη μπορεί να θεωρηθεί ως μιά λογική διάσταση του όντος, που, αν και βιώνεται ως πνευματική, στην πραγματικότητα είναι εντελώς φυσική και ίσως, όταν προχωρήσει επαρκώς η επιστήμη και η τεχνολογία, να καταστεί δυνατή και η μαθηματική περιγραφή της και η πειραματική εξερεύνησή της.

Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο το οποίο μπορούμε να πάρουμε από την γνώση που μας παρέχει η «μυστική θεωρία», είναι το ότι όσο αυξάνει η πολυπλοκότητα του όντος, τόσο περισσότερο αυξάνει η πληροφορία που περιέχει ο λόγος του όντος και μάλιστα αυτή η επιπλέον αύξηση έχει να κάνει με την ποιοτική πλευρά του λόγου. Αυτή η παρατηρηση είναι σημαντική γιατί μας δίνει ένα εργαλείο για να κατανοήσουμε τα πλέον σύνθετα όντα, τα έμβια όντα. Το φαινόμενο της ζωής είναι ένα βιοχημικό φαινόμενο που όμως συγκροτείται στην ύπαρξη χάρις ακριβώς στην δράση της λογικής όψης του εμβίου όντος. Η δράση αυτή είναι που αντιστρατεύεται το δεύτερο θερμοδυναμικό αξίωμα και μειώνει την εντροπία του συστήματος. Η μείωση αυτής της δράσης, κάτω από την επίδραση διαφόρων παραγόντων, είναι αυτή που επιφέρει την γήρανση και εντέλει η σταδιακή, ενδεχομένως δε και απότομη, διακοπή της τον θάνατο του εμβίου όντος. Η όλη διαδικασία είναι εντελώς φυσική, αλλά όχι μόνο βιοχημική.

Αναφερόμενοι τώρα στον άνθρωπο μπορούμε να πούμε ότι η λογική του διάσταση είναι αυτό το οποίο βιώνουμε ως ψυχή του. Η ψυχή του λοιπόν δεν είναι μια ανεξάρτητη ουσία, όπως την φανταζόταν οι αρχαίοι λαοί, αλλά η λογική πλευρά του σώματός του, που είναι ταυτόχρονα και το οντολογικό του υπόβαθρο. Είναι φανερό ότι η ψυχή αναπτύσσεται όπως αναπτύσσεται και το σώμα και δεν υπάρχει κάποια στιγμή κατά την οποία συνδέεται μαζύ του. Και ας μην ξεχνάμε ότι η ψυχή, όπως την περιγράψαμε, είναι η σύνθεση των κυμματοσυναρτήσεων των σωματιδίων από τα οποία αποτελείται το σώμα. Με αυτήν την έννοια όλα τα όντα, το ίδιο το σύμπαν είναι έμψυχο. Από όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος, γνωρίζουμε ότι, το πιό σύνθετο είναι ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Σύμφωνα με όσα είπαμε, ο λόγος του εγκεφάλου περιέχει την μέγιστη ποσότητα πληροφορίας. Μπορούμε να προτείνουμε αυτόν τον όγκο της πληροφορίας ως αιτία αυτού που καλούμε ελευθερία ή αυτεξούσιο του ανθρώπου. Το φαινόμενο της ελευθερίας είναι συνδεδεμένο με το μέγεθος αυτού του όγκου πληροφορίας, το οποίο όταν ξεπερνά ένα συγκεκριμμένο όριο δημιουργεί τις προύποθέσεις γιά την εμφάνιση της ελευθερίας. Η ελευθερία και στην συνέχεια η αυτοσυνειδησία έχει έδρα την λογική διάσταση του εγκεφάλου.

Φυσικά αυτό, προς στιγμή, είναι μόνο μια υπόθεση αλλά ίσως βοηθήσει διάφορους τομείς της έρευνας να στραφουν προς πιό παραγωγικές κατευθύνσεις. Επιπλέον μια πολύ διαδεδομένη άποψη που θέλει τον νου να βρίσκεται σε ένα βαθύτερο επίπεδο και να εκφράζεται δια του εγκεφάλου μπορεί πλέον βρεί μιά αναλυτική και φυσική ερμηνεία. 

Πέρα από όλα αυτά με την βοήθεια των νοητικών εργαλείων που μας παρέχουν οι απόψεις που αναπτύξαμε, μπορούμε να δώσουμε ερμηνείες και σε πλήθος άλλων θεολογικών και πνευματικών ασκητικών θεμάτων, που από επιστημονική άποψη είναι μετέωρα. Μπορούμε πλέον να μιλήσουμε για όντα που έχουν μόνο λογική διάσταση, δηλαδή για αγγέλους και δαίμονες, για τον θάνατο, για την αθανασία της ψυχής ή ορθότερα του ανθρώπου. Ακόμα μπορούμε να αναπτύξουμε μια θεολογία που να είναι ταυτοχρονα πιστή στην ορθόδοξη παράδοση, αλλά να μην έχει την αδυναμία να προσλάβει, κατά ένα πραγματικό και όχι φαντασιακό τρόπο, τον υπόλοιπο κόσμο και τις πολιτιστικές και θρησκευτικές του παραδόσεις.

Έχουμε υπ’ όψιν μας και άλλες προσπάθειες διαφυγής από το παραδοσιακό επιστημονικό παράδειγμα, με σκοπό να απαντηθούν τα μεγάλα υπαρξιακά και επιστημονικά ερωτήματα. Πιστεύουμε όμως ότι η σύνδεση της εσωτερικής πνευματικής ζωής με την επιστημονική πραγματικότητα είναι αυτή που μπορεί να μας δώσει πραγματικά αξιόπιστες απαντήσεις, απαντήσεις που να ικανοποιούν και το πνεύμα μας αλλά και την λογική μας.

Η Κβαντική Θεολογία είναι μια τέτοια πρόταση. Προϋποθέτει την πίστη στον Θεό, αλλά θεωρεί όλη την δημιουργία ως φυσική. Στηριζόμενοι στις θέσεις που παραθέσαμε, μπορούμε να δώσουμε απαντήσεις σε πολλά, αν όχι σε όλα, τα υπαρξιακά ερωτήματα και ταυτόχρονα να προτείνουμε διεξόδους ή νέες ιδέες στην επιστημονική έρευνα, ειδικότερα στην σύνθεση των γνωσιακών επιστημών με τις νευροβιολογικές. Είναι φανερό ότι απαιτείται πάρα πολύ εργασία σε πλήθος επιστημονικών τομέων, ώστε από τις σκέψεις που παραθέσαμε να προκύψουν συγκεκριμμένα και ελέγξιμα πορίσματα. Για όσους όμως δεν θέλουν να θυσιάσουν την εσωτερική τους πραγματικότητα στον βωμό της «αντικειμενικής» αναγωγικής θεώρησης του κόσμου, και ταυτόχρονα να μείνουν συνεπείς με την λογικότητά τους, η Κβαντική Θεολογία ανοίγει ένα νέο και ενδιαφέροντα δρόμο που έχει αυξημένες πιθανότητες να ξεφύγει από την αυθαιρεσία και υποκειμενικότητα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου