π.
Δημήτριος Στανιλοάε
Οι Πατέρες δείχνουν μια
καταπληκτική ενότητα σκέψεως στον τρόπο
που μιλούν για την σχέση του Αγίου
Πνεύματος με την Εκκλησία.
Σ’ ερμηνευτικά
σχόλια των γεγονότων της Πεντηκοστής,
ο Αγ. Γρηγόριος ο Νανζιανζηνός λέει ότι
ή οι ακροατές όλοι καταλάβαιναν στις
δικές τους γλώσσες αυτά που οι Απόστολοι
έλεγαν σε μία μόνον γλώσσα, ή οι Απόστολοι
μιλούσαν στις διαφορετικές γλώσσες
αυτών που ήσαν παρόντες. (Ο Γρηγόριος
αποκλίνει προς την δεύτερη αυτή άποψη).
Οπωσδήποτε, όμως, όπως ακριβώς η εμφάνιση
της ποικιλίας των γλωσσών στην οικοδομή
του πύργου της Βαβέλ εσήμαινε ότι όσοι
βρίσκονταν εκεί δεν μπορούσαν πλέον να
καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον, έτσι
κατά την ίδρυση της Εκκλησίας η ίδια
ποικιλία των γλωσσών έγινε το μέσον διά
του οποίου επιτεύχθηκε αρμονία μεταξύ
όλων των παρευρισκομένων εκεί, διότι
όλοι καταλάβαιναν το ίδιο πράγμα. «Διότι
από ένα και το αυτό πνεύμα η ίδια κατανόηση
εκχύθηκε σε όλους και όλοι επαναφέρονται
σε μία μόνον αρμονία (εις μίαν αρμονίαν
πάλιν συνάγεται)».
Ο Αγ. Γρηγόριος Νύσσης
στην ερμηνεία του αυτών των ίδιων
γεγονότων της Πεντηκοστής, δηλαδή της
καθόδου του Αγ. Πνεύματος με την μορφή
πύρινων γλωσσών και το κήρυγμα των
Αποστόλων στις διάφορες γλώσσες των
παρευρισκομένων εκεί λέει, ότι διά του
Αγίου Πνεύματος «εκείνοι που ήσαν
χωρισμένοι σε πολλές διάφορες γλώσσες
εντελώς ξαφνικά είχαν την ίδια κοινή
γλώσσα με τους Αποστόλους (ομογλώσων
τοις μαθηταίς γεγενημένων). Διότι ήταν
ανάγκη αυτοί, που είχαν σπάσει την
ενότητα της γλώσσας (την ομοφωνία) όταν
κτιζόταν ο πύργος, να επιστρέψουν σ’
αυτήν την ενότητα την στιγμή της
πνευματικής ανοικοδομήσεως της
Εκκλησίας».
Έχουμε να κάνουμε λοιπόν
με την γέννηση ενός κοινού τρόπου σκέψεως
σ’ εκείνους που προσέρχονται στην
πίστη, που τους κάνει να καταλαβαίνουν
ο ένας τον άλλον, παρ’ όλες τις διαφορές
εκφράσεως που ενδέχεται να υπάρχουν
μεταξύ τους. Γι’ αυτούς που μπήκαν στην
Εκκλησία την πρώτη Πεντηκοστή αυτό το
φαινόμενο συνέβη συγχρόνως με την
γέννηση της Εκκλησίας. Θα μπορούσαμε
να πούμε ότι η Εκκλησία ιδρύθηκε ακριβώς
διά της εμφυσήσεως σ’ όλους τους πιστούς
μιας κοινής αντιλήψεως, μιας αντιλήψεως
που συμμερίζονταν και οι πιστοί και οι
Απόστολοι κατά το ίδιο μέτρο. Κατ’ αυτήν
την έννοια η Εκκλησία είναι το αντίθετο
του Πύργου της Βαβέλ: η πρώτη ένωνε
αυτούς που συμφωνούσαν να εργάζονται
στην οικοδομή της και να οικοδομηθούν
σ’ αυτή, ενώ η δεύτερη τους χώριζε, τους
έκανε αδύνατο να καταλαβαίνει ο ένας
τον άλλο και έτσι τους στερούσε από αυτή
την κοινή αντίληψη. Πρέπει να αναφέρουμε
εδώ ότι ο συγγραφέας του The Shepherd of Hermas
επίσης παρέστησε την Εκκλησία ως έναν
πύργο στον οποίο είναι οικοδομημένοι
όλοι όσοι έχουν τον ίδιο κοινό νου.
Αυτό το κοινό πνεύμα
που ανήκει σ’ αυτούς που έχουν μπει
στην Εκκλησία δεν σημαίνει όμως
ομοιομορφία σ’ όλα τα πράγματα. Το
γεγονός ότι όλοι εκείνοι που έλαβαν την
ίδια αντίληψη διατήρησαν τις διαφορετικές
τους γλώσσες συμβολίζει αυτή την ενότητα
μέσα σε ποικιλομορφία.
Η ίδια ενότητα μέσα σε
ανομοιότητα εκφράζεται άμεσα από την
διαφορά των δωρεών που εκχύνονται από
το ίδιο Πνεύμα. Διότι, παρ’ όλα αυτά,
είναι το ίδιο Πνεύμα που συνδέει όλους
αυτούς που είναι προικισμένοι με
διαφορετικές δωρεές. Ένας που λαμβάνει
ένα συγκεκριμένο δώρο χρειάζεται το
χάρισμα ενός άλλου για να αξιοποιήσει
το δικό του και να συμπληρώσει αυτό που
του λείπει. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο ίδιος
άνθρωπος με το χάρισμά του συντελεί
στην πλήρη χρησιμοποίηση του χαρίσματος
ενός άλλου, βοηθώντας έτσι τον αδελφό
του στην ιδιαίτερή του πληρότητα. Λόγω
των διαφορετικών δωρεών που έχουν λάβει
όλοι εξαρτώνται από το ίδιο Πνεύμα καθώς
και ο ένας από τον άλλον.
Μετά την εξέταση της
«αρμονίας» που δημιουργήθηκε την
Πεντηκοστή και που βασίλευε μεταξύ των
Αποστόλων και του πλήθους των πιστευσάντων
και που πράγματι ακόμη βασιλεύει μεταξύ
εκείνων που ήλθαν μετά από αυτούς, ο Αγ.
Γρηγόριος Νανζιαζηνός συνεχίζοντας
λέει: «Και υπάρχει μια διάκριση μεταξύ
των δωρεών, διότι χρειάζεται ένα άλλο
χάρισμα για να διακρίνει κανείς ποιό
είναι το καλύτερο χάρισμα». Ο Γρηγόριος
εδώ ακολουθεί πλήρως τον Απ. Παύλο που
είπε ότι μερικοί μιλούν ενώ άλλοι κρίνουν
και ερμηνεύουν, προσθέτοντας, αφού είχε
κάνει σύγκριση μεταξύ των διαφορετικών
χαρισμάτων και των διαφόρων μελών του
σώματος: «ει δε ην τα πάντα εν μέλος, πού
το σώμα; νυν δε πολλά μεν μέλη, εν δε
σώμα». (Α’ Κορινθ. ιβ ‘ 19-20).
Το Πρόσωπο, που δημιουργεί
ένα μοναδικό Σώμα από όλους τους πιστούς
που ο καθένας είναι προικισμένος με το
δικό του διαφορετικό χάρισμα, είναι το
Άγιο Πνεύμα. Συνδέει τους ανθρώπους τον
έναν με τον άλλον και δημιουργεί στον
καθένα την συνείδηση ότι ανήκει σ’
όλους τους άλλους. Εντυπώνει στους
πιστούς την πεποίθηση ότι το χάρισμα
του καθενός υπάρχει χάριν των άλλων·
το Πνεύμα είναι ο πνευματικός δεσμός
μεταξύ των ανθρώπων, η ενοποιούσα δύναμη
που ενώνει το σύνολον, η δύναμη συνοχής
στην κοινότητα. Όπως ακριβώς τα όργανα
του σώματος έχουν μέσα τους μία δύναμη
που τα συγκρατεί όλα μαζί, έτσι το Άγιο
Πνεύμα, παρόν μέσα στους πιστούς, είναι
η δύναμη που τους κρατά μαζί σ’ ένα
σύνολο και τους κάνει να συνειδητοποιούν
το γεγονός ότι η ολοκλήρωση είναι δυνατή
μόνον μέσω των άλλων. Αυτή η συστατική
δύναμη του όλου σώματος, η «δύναμις του
όλου», η συνθετική δύναμη, υπάρχει σε
καθένα από τα μέρη και παντού στην
ενότητα που μαζί αποτελούν: πάρεστι εν
τω όλω. Αυτό είναι που δίνει στην Εκκλησία
τη φύση ενός συνόλου, και απ’ όλα τα
μέρη της σχηματίζει μια μοναδική ενότητα
και με αυτό τον τρόπο της δίνει τον
χαρακτήρα της καθολικότητας που εκφράζει
την ελληνική λέξη γι’ αύτη την έννοια
της ολότητας: καθολικότητα (καθ’ όλον).
Λόγω αυτής της ποικιλίας
τα χαρίσματα συμπληρώνουν το ένα το
άλλο και ικανοποιούν κάθε πνευματική
ανάγκη των πιστών και ολόκληρης της
Εκκλησίας. Αυτό είναι που κάνει την
Εκκλησία ένα εύρυθμο σύνολον. Όλοι οι
πιστοί που έχουν λάβει δωρεές, και
συνεπώς λειτουργήματα, μέσα στην Εκκλησία
υποτάσσονται στο όλο σώμα και το
διακονούν. Μέσα σε κάθε μέλος βλέπουμε
το Πνεύμα που είναι παρόν σ’ ολόκληρη
την Εκκλησία και που επιθυμεί να
ικανοποιούνται οι ανάγκες ολόκληρης
της Εκκλησίας διά της αδιάκοπης
δραστηριότητας κάθε πιστού. Το γεγονός
ότι το Πνεύμα που είναι παρόν μέσα σ’
ολόκληρη την Εκκλησία, ενεργεί επίσης
μέσα στον έναν ή τον άλλον κληρικό, δεν
κάνει καθόλου λιγότερο εξηρτημένον από
το Πνεύμα που είναι παρόν μέσα σ’
ολόκληρη την Εκκλησία τον πιστόν αυτόν.
Ο Μέγας Βασίλειος
εκφράζει αυτές τις έννοιες με τα ακόλουθα
λόγια: «Δεν είναι σαφές και αναμφισβήτητο
ότι η τάξις της Εκκλησίας διατηρείται
διά του Αγίου Πνεύματος; Διότι έδωσε
στην Εκκλησία, λέει, πρώτον αποστόλους,
δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους,
έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων…
(Α’ Κορινθ. ιβ ‘ 28). Αυτή η διευθέτηση
και προικοδότηση των δωρεών έχει
αποφασισθεί από το Πνεύμα». Το Πνεύμα
δημιουργεί τις γεμάτες χάρη δομές της
Εκκλησίας, αλλά ακριβώς ως δομές της
Εκκλησίας, ως μέλη του Σώματος, υποταγμένες
στο Σώμα και με τις οποίες και διά των
οποίων εκφράζεται η ζωή του Σώματος. Το
Σώμα του Χριστού δεν είναι καθόλου ένα
χάος χωρίς δομές, αλλά από την άλλη
μεριά, αυτές οι δομές δεν είναι ανεξάρτητες
από το Σώμα ούτε υπάρχει καμία δομή
ανώτερη από το Σώμα.
Οι πιστοί μπορούν να
παραμένουν ενωμένοι λόγω της δυνάμεως
του Αγίου Πνεύματος, η ίδια δύναμη με
την οποία παρίσταται στα διάφορα
χαρίσματα, εν ω μέτρω είναι παρών
ολοσχερώς σε κάθε άνθρωπο. Ο Αγ. Βασίλειος
επιμένει σ’ αυτήν την έννοια: «Αυτός
(το Άγιο Πνεύμα) είναι πλήρως (όλον) στον
καθέναν και πλήρως παντού».
Αλλά το Πνεύμα παρευρίσκεται
πλήρως σε κάθε μέλος με ένα διαφορετικό
χάρισμα, ή με αμοιβαίως ανεξάρτητες
δωρεές που, ούτε εξομοιώνουν όλα τα
μέλη, ούτε τους επιτρέπουν να εργάζονται
απομονωμένα το ένα από το άλλο, διότι
ούτε ένα μέλος δεν μένει ανεξάρτητο από
τα άλλα. Ο Μέγας Βασίλειος εκφράζει αυτή
την έννοια υιοθετώντας την εικόνα του
Απ. Παύλου των μελών του σώματος που
συγκρατούνται από την ενωτική δύναμη
του όλου: «Αλλά το Πνεύμα γίνεται επίσης
κατανοητό ως όλον υπάρχον εις τα μέρη
διά της διανομής των χαρισμάτων. Διότι
αν και οι δωρεές και η χάρη που ο Θεός
μας έχει δώσει μπορεί να διαφέρουν,
είμαστε βεβαιότατα μέλη ο ένας του
άλλου. Συνεπώς “ου δύναται δε οφθαλμός
ειπείν τη χειρί· χρείαν σου ουκ έχω• ή
πάλιν η κεφαλή τοις ποσίν· χρείαν υμών
ουκ έχω” (Α’ Κορ. ιβ’ 21). Αλλά όλα μαζί
συγκροτούν το πλήρες Σώμα του Χριστού
εν τη ενότητι του Πνεύματος και παρέχουν
αμοιβαίως το ένα στο άλλο από τα χαρίσματά
τους το όφελος που καθένα χρειάζεται
(αλλήλοις δε αναγκαίαν την εκ των
χαρισμάτων αντιδίδωσιν ωφέλειαν)». Εδώ
ο Μέγας Βασίλειος λύνει με πίστη το
πρόβλημα πως να επιτευχθεί ενότητα
μεταξύ των μελών της Εκκλησίας χωρίς
να γίνονται όλοι ομοιόμορφοι. Ακριβώς
όπως οι σωματικές λειτουργίες συνδέονται
ειδικά με τα διάφορα μέλη του σώματος,
έτσι στην Εκκλησία χαρίσματα και
λειτουργήματα δεν περιφέρονται από το
ένα μέλος στο άλλο. Και όμως, την «ωφέλεια»
που απορρέει από αυτά την μοιράζονται
όλα τα μέλη, ακριβώς όπως στο σώμα το
χέρι παραμένει χέρι με τη δική του
λειτουργία και το πόδι παραμένει πόδι,
αλλά το καθένα από αυτά εκτελώντας τον
προορισμό του ωφελείται και από την
λειτουργία των άλλων μελών και από τη
ζωτική δύναμη του όλου σώματος, και
επίσης μεταδίδει με τη σειρά του στα
άλλα μέλη και σ’ ολόκληρο το σώμα την
ωφέλεια της δικής του ειδικής λειτουργίας.
Ο Αγ. Βασίλειος συνεχίζει:
«Ο Θεός έβαλε καθένα από τα μέλη στο
σώμα όπως θέλησε. Αλλά τα μέλη συμμερίζονται
μια κοινή ευθύνη για το ίδιο πράγμα.
Φροντίζουν το ένα για το άλλο και
συμμετέχουν σε μια πνευματική κοινωνία,
διότι κατέχουν μέσα τους μία κοινή
σύμπνοια. Ως εκ τούτου «είτε πάσχει εν
μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη, είτε
δοξάζεται εν μέλος, συγχαίρει πάντα τα
μέλη» (Α΄ Κορ. ιβ ‘ 26). Και το ίδιο ισχύει
και για εμάς, είμαστε ως μέρη ενός συνόλου
(εν όλω) εν τω Πνεύματι «και γαρ εν ενί
Πνεύματι ημείς πάντες εις εν σώμα
εβαπτίσθημεν» (Α’ Κορινθ. ιβ’ 13).
Στην πνευματική τους
κοινωνία (πνευματική κοινωνία – κοινωνία
εν τω Πνεύματι) και την κοινή συμπάθεια,
τα μέλη του Μυστικού Σώματος, δηλαδή τα
μέλη της Εκκλησίας, βιώνουν την ενότητα
που συμμερίζονται ως ακέραιο σύνολον.
Αυτή η ενότητα, παραγόμενη και διατηρούμενη
από το Πνεύμα και μέσα στο Πνεύμα,
επεκτείνεται μεταξύ τους σ’ ένα επίπεδο
πνευματικής εμπειρίας.
Το Άγιο Πνεύμα είναι το
«Πνεύμα της κοινωνίας», δηλαδή, της
ενότητας ενός συνόλου στο οποίο τα μέλη
δεν λειώνουν μαζί για να σχηματίσουν
ένα μόνο μέρος. Μ’ αυτή την έννοια η
καθολικότητα μπορεί επίσης να εκφραστεί
ως κοινωνία. Καθολικότητα δεν είναι
ενότητα γνήσια και απλή· είναι ένα
ορισμένο είδος ενότητας. Υπάρχει μια
ενότητα ενός συνόλου στο οποίο τα
συστατικά μέρη δεν είναι διαφορετικά,
ή η ενότητα μιας ομάδας που συγκρατείται
από εξωτερική επιβολή, ή που διαμορφώθηκε
σε ενότητα από ομοιόμορφα στοιχεία που
το καθένα συνυπάρχει με τα άλλα. Η
καθολικότητα δεν είναι τίποτε απ’ αυτά.
Διακρίνεται από μία αδιαφοροποίητη
ενότητα επειδή είναι ειδικού είδους, η
ενότητα της κοινωνίας. Η Ρωμαιοκαθολική
Εκκλησία έχει χάσει αυτήν την έννοια
της καθολικότητας ως κοινωνίας, διότι
το δόγμα του πρωτείου του Πάπα και της
εκκλησιαστικής αυθεντίας (magisterium) κάνουν
αδύνατη την κοινωνία όλων των μελών της
Εκκλησίας σε όλα. Η Ρωμαιοκαθολική
Εκκλησία παραμένει ικανοποιημένη με
την ενότητα που χαρακτηρίζει ένα σώμα
κάτω από επιβολή, και έχει αντικαταστήσει
την ενότητα της κοινωνίας (καθολικότητα)
με παγκοσμιότητα με την έννοια της
γεωγραφικής επεκτάσεως. Η ενότητα της
κοινωνίας είναι η μόνη ενότητα που
ταιριάζει στην αξιοπρέπεια των προσώπων
που συμμετέχουν στην ένωση. Είναι η μόνη
ενότητα που δεν υποτάσσει το ένα πρόσωπο
στο άλλο ή στην οποία το καθίδρυμα δεν
νοείται ως κάτι εξωτερικό ή ανώτερο και
καταπιεστικό για τα πρόσωπα που
συμμετέχουν σ’ αυτό. Στην ενότητα της
κοινωνίας τα πρόσωπα ενώνονται με
ισότητα και το καθίδρυμα είναι η έκφραση
της κοινωνίας τους. Μέσα στην ενότητα
της κοινωνίας οι δομές είναι κοινότητες
προσώπων με παρόμοια λειτουργήματα.
Όπως ο Γρηγόριος ο
Νανζιανζηνός και ο Γρηγόριος Νύσσης
έτσι και ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος
επιβεβαιώνει ότι καθώς η διαφορά των
γλωσσών στην ανοικοδόμηση του πύργου
της Βαβέλ κατέστρεψε την κακή αρμονία
που υπήρχε εκεί, έτσι στην Πεντηκοστή
οι διάφορες γλώσσες χρησίμευσαν να
φέρουν όλον τον γνωστό κόσμο σε ενότητα
και να συγκεντρώσουν σε μία μοναδική
σκέψη ό,τι είχε χωρισθεί. Εκχύνοντας
την αγάπη του μέσα στις ψυχές, το Πνεύμα
έθεσε τα θεμέλια και ανήγειρε πάνω σ’
αυτά το οικοδόμημα της Εκκλησίας.
Αλλά ο Χρυσόστομος
αναπτύσσει και βαθαίνει αυτές τις
οικείες έννοιες των Καππαδοκών Πατέρων
και ιδιαίτερα την έννοια ότι τα μέλη
του συνόλου είναι περισσότερο από απλώς
διαφορετικά μεταξύ τους, αλλά στην
πραγματικότητα κατέχουν ένα κοινό
στοιχείο που τα συνενώνει. Το σώμα
χαρακτηρίζεται ακριβώς από την ενότητα
ορισμένων εντελώς διαφορετικών μελών.
Εάν τα μέλη δεν ήσαν διαφορετικά δεν θα
υπήρχε καθόλου σώμα. Εάν τα μέλη ήσαν
μόνον διαφορετικά, δεν θα σχημάτιζαν
ενότητα και συνεπώς και γι’ αυτό τον
λόγο δεν θα υπήρχε σώμα. Εμπνεόμενος
από τους λόγους του Απ. Παύλου «ει δε ην
τα πάντα εν μέλος, πού το σώμα;» (Α’ Κορ.
ιβ ‘ 19), ο Χρυσόστομος λέει: «Αυτό δε που
λέγει σημαίνει το εξής· εάν δε υπήρχε
μεταξύ σας μεγάλη διαφορά, δεν θα είσαστε
σώμα· εφόσον δε δεν θα είσαστε σώμα, δεν
θα είσαστε ένα· εφόσον δε δεν θα είσαστε
ένα δεν θα είσαστε ισότιμοι. Ώστε λοιπόν
εάν όλοι είσαστε ισότιμοι, δεν θα είσαστε
σώμα· εφόσον όμως δεν θα είσαστε ένα
πώς θα είσαστε ισότιμοι; Τώρα όμως,
επειδή δεν έχετε όλοι το ίδιο χάρισμα
γι΄ αυτό είστε σώμα· αφού δε είστε σώμα,
όλοι είστε ένα, και δεν διαφέρετε καθόλου
μεταξύ σας ως προς το ότι είστε σώμα·
ώστε αυτή η διαφορά είναι κατ’ εξοχήν
που φέρει την ισοτιμίαν». (Α΄Κορινθ.
Ομιλ. Λ΄)
Εδώ ο Χρυσόστομος
συλλαμβάνει τον παράδοξο χαρακτήρα
ενός οργανικού συνόλου που αποκαλύπτεται
συγχρόνως στην εσωτερική του διαφοροποίηση
και στην ενότητά του. Το παράδοξο είναι
ότι μέσα σ’ αυτό το οργανικό σύνολο η
ισότητα όλων των μελών οφείλεται, ακριβώς
στο γεγονός της διαφοροποιήσεώς τους.
Για να κάνει σαφή επεξήγηση ο Χρυσόστομος
λέει σ’ εκείνους που έχουν μικρότερα
χαρίσματα να μη φθονούν εκείνους με τα
μεγαλύτερα χαρίσματα. « Εάν όμως ακόμη
στενοχωρείσαι, σκέψου ότι το δικό σου
έργο εκείνος πολλές φορές δεν μπορεί
να το κάνει. Ώστε και αν είσαι κατώτερος,
πλεονεκτείς ως προς αυτό· και αν εκείνος
είναι ανώτερος, είναι κατώτερος ως προς
αυτό και έτσι επέρχεται ισότητα».
(Α΄Κορινθ. Ομιλ. Λ΄)
Μετά τις παρατηρήσεις
του για το παράδοξο ο Χρυσόστομος παρέχει
μιαν εξήγηση. Η ισότητα τιμής μεταξύ
των μελών οφείλεται στο γεγονός ότι
επιτελούν ένα κοινό έργο, ότι τα μικρότερα
μέλη παίρνουν μέρος στην εκπλήρωση
μεγάλων έργων με την μεσολάβηση των
μεγαλυτέρων μελών και ότι η αδιαίρετη
αξία του κοινού επιτεύγματος εξαπλώνεται
σαν φωτοστέφανο που στεφανώνει όλα τα
μέλη που συμμετείχαν στο έργο. Διότι
στο σώμα ακόμη και το έργο των πιο μικρών
μελών πρέπει να εκτιμάται, γιατί αν δεν
υπάρχουν, ακόμη και τα πιο σημαντικά
μέλη πάσχουν. «Διότι τι είναι ευτελέστερο
στο σώμα από τις τρίχες; Αν όμως αφαιρέσεις
αυτές τις ευτελείς από τα φρύδια και τα
βλέφαρα, θα αφανίσεις όλη την ωραιότητα
του προσώπου και ο οφθαλμός δεν θα
φαίνεται καθόλου ωραίος όπως πριν. Αν
και η ζημιά βέβαια είναι ασήμαντη αλλά
και έτσι καταστράφηκε όλη η ομορφιά·
όχι δε μόνο η ομορφιά αλλά και κάτι που
είναι απαραίτητο στους οφθαλμούς».
(Α΄Κορινθ. Ομιλ. Λ΄).
Αυτό υπονοεί ότι η
ενότητα του οργανισμού είναι σε όλα τα
μέλη και συντηρείται απ’ όλα τα μέλη,
και το συμπέρασμα του Χρυσοστόμου δεν
αφήνει ασαφή σημεία στην επεξήγησή του:
«Διότι κάθε ένα από τα μέλη μας έχει και
ιδιαίτερη ενέργεια και κοινή, και
ωραιότητα επίσης και ιδιαίτερη και
κοινή υπάρχει μέσα μας». (Α΄Κορινθ. Ομιλ.
Λ΄)
Αυτό είναι το μυστήριο
της οργανικής ενότητας, και είναι επίσης
το μυστήριο της Εκκλησίας ως συνόλου
—αυτό το κοινό στοιχείο που συνενώνει
τα μέλη, που εκλάμπει από αυτά όλα, και
που διακονείται από όλα. Ο Χρυσόστομος
ομιλεί για την ιδιαίτερη λειτουργία
και την κοινή λειτουργία του κάθε μέλους
σαν να ήσαν δύο διαφορετικά πράγματα.
Αλλά η διάκριση αυτή μπορεί να γίνει
μόνον στον νου. Στην πραγματικότητα,
ακριβώς όσο κάθε μέλος εκτελεί την δική
του ιδιαίτερη δραστηριότητα τόσο
συντελεί στην ευεξία ολόκληρου του
οργανισμού και αυτό είναι η κοινή
δραστηριότητα. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί
μόνον με το γεγονός ότι κάθε μέλος κάνει
την δική του εργασία με την βοήθεια
ολόκληρου του οργανισμού, ή μάλλον ότι
ολόκληρος ο οργανισμός εργάζεται δι’
εκάστου μέλους. Στην Εκκλησία το ίδιο
Πνεύμα είναι αυτό που διεξάγει την κοινή
δραστηριότητα μέσω κάθε πιστού. Ως εκ
τούτου τα μέλη είναι ίσα στην τιμή διότι
το έργο που γίνεται μέσω ενός συγκεκριμένου
μέλους είτε είναι σπουδαία είτε ασήμαντη,
ο ίδιος ολόκληρος οργανισμός είναι
αυτός που την κάνει και κάθε μέλος είναι
απαραίτητο κατά τον ίδιο τρόπο για την
σύνθεση και διατήρηση του συνόλου.
«Μη πεις λοιπόν ότι ο
τάδε είναι τυχαίος, αλλά σκέψου ότι
είναι μέλος εκείνου του σώματος που
συγκροτεί το παν· και όπως ο οφθαλμός,
έτσι και αυτός ως μέλος κάνει το σώμα
να είναι σώμα. Διότι όπου οικοδομείται
το σώμα, κανείς δεν έχει τίποτε περισσότερο
από τον πλησίον. Καθόσον δεν είναι αυτό
που κάνει το σώμα, δηλαδή το να είναι
άλλο μεν μεγαλύτερο, άλλο δε μικρότερο,
αλλά το να είναι πολλά και διάφορα. Όπως
δηλαδή εσύ, επιδή είσαι μεγαλύτερος
συνιστάς το σώμα, έτσι και αυτός επειδή
είναι μικρότερος. Ώστε η κατωτερότητα
αυτού, αφού είναι απαραίτητη για να
οικοδομήσει το σώμα, γίνεται για σένα
ισότιμη στην ωραία αυτή συνεισφορά·
διότι έχει για σένα την ίδια δυνατότητα·
και είναι φανερό από εκεί» (Α΄Κορινθ.
Ομιλ. ΛΑ΄).
Λόγω της παρουσίας και
ικανότητας ολόκληρου του οργανισμού
σε καθένα από τα μέλη του «και φαίνεται
μεν ότι αυτά είναι ανεξάρτητα, ενώ είναι
συνδεδεμένα με τελειότητα, και όταν
καταστραφεί το ένα αφανίζεται μαζί και
το άλλο. Πρόσεχε δε. Ας υποθέσουμε ότι
οι οφθαλμοί είναι λαμπεροί, η παρειά
χαμογελαστή, το χείλος ερυθρό και η μύτη
ευθεία και το φρύδι μακρύ· εάν όμως
βλάψεις οποιοδήποτε από αυτά, έβλαψες
όλη την ωραιότητα γενικά από όλα και
όλα γέμισαν από λύπη και όλα όσα πριν
από αυτό ήταν ωραία θα φανούν άσχημα»
(Α΄Κορινθ. Ομιλ. Λ΄).
Κατά τον ίδιο τρόπο
είναι αδιαχώριστες οι λειτουργίες των
μελών, γεγονός που καταδεικνύει ότι η
ιδιαίτερη λειτουργία κάθε μέλους είναι
συγχρόνως λειτουργία του συνόλου, μία
κοινή λειτουργία του ενός οργανισμού
και, κατά μιαν άποψη, και όλων των άλλων
μελών εν ω μέτρω υποστηρίζει τις δικές
του λειτουργίες.
«Εάν δε θέλεις να δεις
να συμβαίνει το ίδιο και στη λειτουργία
του χεριού, αφαίρεσε ένα δάκτυλο και θα
δεις τα υπόλοιπα λιγότερο αποδοτικά
και να μη μπορούν να κάνουν με τον ίδιο
τρόπο όσα κάνουν. Επειδή λοιπόν η ζημιά
ενός μέλους είναι κοινή βλάβη και κοινή
ωραιότητα η σωτηρία, ας μη υπερηφανευόμαστε,
ούτε να επεμβαίνουμε στις υποθέσεις
των πλησίον. Διότι χάρις σε εκείνο το
μικρό μέλος είναι καλό και ωραίο και το
μεγάλο, και με τις βλεφαρίδες γίνεται
ωραίος ο οφθαλμός. Ώστε όποιος πολεμά
τον αδελφό, τον εαυτό του πολεμά, διότι
οι συνέπειες της βλάβης δεν σταματούν
σ’ εκείνον, αλλά και ο ίδιος δεν θα πάθει
μικρότερη ζημιά…Και αυτήν την εικόνα
του σώματος ας μεταφέρουμε τώρα και
στην Εκκλησία και ας φροντίζουμε για
όλους σαν να είναι δικά μας μέλη».
(Α΄Κορινθ. Ομιλ. Λ΄).
Αλλού ο Χρυσόστομος
ομιλεί γι’ αυτήν την ίδια αμοιβαία
εξάρτηση ή κοινωνία μεταξύ των
δραστηριοτήτων των διαφορετικών μελών:
«Πάλιν, εάν οι οφθαλμοί πάθουν κάτι, όλα
πονούν και όλα αδρανούν· και ούτε τα
πόδια βαδίζουν, ούτε τα χέρια εργάζονται,
ούτε η κοιλία απολαμβάνει τα συνήθη, αν
και η πάθηση είναι των οφθαλμών…Διότι
οι οφθαλμοί είναι συνδεδεμένοι με
εκείνα, και κατά τρόπο άρρητο, πάσχει
όλο το σώμα. Διότι, εάν δεν συνέπασχε
δεν θα δεχόταν να φροντίζει εξ ίσου για
όλα τα μέλη…Στεφανώνεται η κεφαλή και
δοξάζεται ο όλος άνθρωπος· ομιλεί το
στόμα και γελούν και ευφραίνονται οι
οφθαλμοί· αν και η τιμή είναι της γλώσσας
και όχι της ωραιότητας των οφθαλμών»
(Α΄Κορινθ. Ομιλ. ΛΑ΄).
Αφού εξήγησε έτσι τους
λόγους του Απ. Παύλου «είτε πάσχει έν
μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη, είτε
δοξάζεται έν μέλος, συγχαίρει πάντα τα
μέλη» (Α’ Κορ. ιβ’ 26), ο Χρυσόστομος
επιμένει σ’ εκείνο το κοινό στοιχείο
που όλα τα μέλη ζουν: «Διότι γι’ αυτό,
λέγει, έκανε κοινή και τη φροντίδα με
το ότι δημιούργησε ένωση μέσα σε τόση
διαφορά, ώστε και σε όσα συμβαίνουν να
υπάρχει στενή σύνδεση και κοινωνία.
Διότι, εάν η φροντίδα για τον πλησίον
είναι κοινή σωτηρία, κατ’ ανάγκην και
η τιμή και η λύπη πρέπει να είναι κοινή.
Τρία πράγματα λοιπόν απαιτεί εδώ· το
να μη διαιρούνται, αλλά να είναι
συνενωμένοι τελείως, το να φροντίζουν
εξ ίσου ο ένας για τον άλλο και να θεωρούν
όσα τους συμβαίνουν κοινά». (Α΄Κορινθ.
Ομιλ. ΛΑ΄)
Από αυτές τις λίγες
γραμμές του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου
πρέπει να κρατήσουμε τη γενική ιδέα της
παρουσίας και ενεργείας ολοκλήρου του
οργανισμού σε κάθε μέλος. Αυτό το σύνολον
(όλον) στο θέμα μας είναι η Εκκλησία. Διά
της Εκκλησίας κάθε μέλος ολοκληρώνει
το δικό του έργο, αλλά κατά τέτοιον τρόπο
που συγχρόνως να γίνεται κοινό έργο,
μία δραστηριότητα της Εκκλησίας για
την Εκκλησία. Αυτό που δίνει στην Εκκλησία
αυτόν τον χαρακτήρα της «ολότητας»
είναι το Άγιο Πνεύμα, διότι, στην τελευταία
ανάλυση, αυτό είναι που δίνει τα διάφορα
χαρίσματα και συντελεί συνεπώς να
χρησιμοποιούνται προς εξυπηρέτηση του
συνόλου και να εμφανίζονται ως κοινά
χαρίσματα προς χάριν του συνόλου.
«Διαιρέσεις δε χαρισμάτων εισί, το δε
αυτό Πνεύμα». (Α ‘ Κορ. ιβ ‘ 4). Το Πνεύμα
είναι το ίδιο· είναι πλήρως σ’ ολόκληρη
την Εκκλησία και πλήρως σε κάθε μέλος.
Επειδή το Πνεύμα είναι
παρόν σε κάθε πιστό και έτσι είναι η
δύναμη που συγκρατεί όλους μαζί, μπορούμε
να πούμε ότι όλοι οι πιστοί βρίσκονται
σ’ αυτό. Από αυτή την άποψη το Πνεύμα
μοιάζει μ’ ένα είδος πνευματικού
«περιβάλλοντος» στο οποίο όλοι
συγκεντρώνονται, ή με μια γέφυρα που
συνενώνει όλους. Ο Μέγας Βασίλειος λέει:
«Διότι το Πνεύμα ονομάζεται ο χώρος
εκείνων που αγιάζονται», και ασφαλώς
είναι το ζωογόνο υγρό ή «χώρος», μία
ατμόσφαιρα μέσα στην οποία και από την
οποία όλοι όσοι συγκροτούν την Εκκλησία
ζουν και κινούνται πνευματικά.
Συναντούμε αυτή την
ιδέα κατά εκπληκτικό τρόπο στον σύγχρονο
διανοητή Μartin Buber που ομιλεί για την
επικοινωνία του ανθρώπου με τον άλλο
μέσα σε μια «σφαίρα» την οποία και οι
δύο μοιράζονται, αλλά η οποία εκτείνεται
πέρα από την ιδιαίτερη περιοχή του ενός
ή του άλλου. Κατά τον Βuber η εκπληκτική
συνάντηση μεταξύ δύο δεν είναι κάτι
συναισθηματικό, αλλά «οντολογικό» και
αυτό το οντολογικό στοιχείο δεν βρίσκεται
μέσα στις δύο υπάρξεις αλλά μεταξύ τους.
Στον διάλογο μεταξύ δύο υπάρχει ένας
τρίτος που υπερβαίνει το ατομικό και
το κοινωνικό, και το υποκειμενικό και
το αντικειμενικό. «Στη μικρή μεθόριο
όπου το “Εγώ” και το “Εσύ” συναντώνται
βρίσκεται το Βασίλειο του Μεταξύ». Αυτή
η πραγματικότητα επιτρέπει την υπέρβαση
του ατομισμού και του είδους κοινωνικής
ζωής που είναι ολέθρια για τα πρόσωπα,
ακριβώς όπως επιτρέπει την ίδρυση μιας
αυθεντικής κοινωνίας. Μόνον μέσα σ’
αυτή τη ζωντανή σχέση ανανεώνεται η ζωή
του ανθρώπου.
Αυτή η ζωντανή σχέση
πραγματοποιείται μέσα στο Άγιο Πνεύμα
γιατί και το ίδιο είναι ζωντανό. Είναι
ζωή, αυτό που δίνει ζωή στους δύο (ή
περισσότερους από δύο) που συναντώνται
εν αυτώ, με την μόνη προϋπόθεση ότι
αληθινά συναντώνται εν αυτώ. Ένας μόνος
δεν μπορεί να μπει σ’ αυτό το περιβάλλον,
διότι βρίσκεται μεταξύ δύο ή περισσοτέρων
και ποτέ δεν περικλείεται μέσα στα όρια
του μοναχικού.
Συγχρόνως το Άγιο Πνεύμα
είναι ένα Πρόσωπο μεταξύ των δύο. Είναι
το Πρόσωπο που συντηρεί τη σχέση, όχι
απλώς ένα απρόσωπο περιβάλλον. Ίσως,
ακριβώς επειδή είναι το Πρόσωπο που
συντηρεί σχέσεις, είναι το Πρόσωπο που
δίνει ζωή. Διότι ένα πρόσωπο έρχεται
στη ζωή πάντοτε και μόνον «μέσα σε μια
σχέση». Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί
να κατέχει κανείς το Άγιο Πνεύμα σε
ατομική απομόνωση. Ως εκ τούτου το Πνεύμα
δίνει τον εαυτόν του μέσα στην Εκκλησία
της Καινής Διαθήκης ακριβώς όπως έκανε
στην Παλαιά Διαθήκη, δηλαδή, ειδικά για
την εξυπηρέτηση της κοινότητας. Δίδεται
προς χάριν του ιερατικού λειτουργήματος.
Ακόμη και τα χαρίσματα του Μυστηρίου
του Χρίσματος δίδονται για το γενικόν
ιεράτευμα, για την ενίσχυση της διακονίας.
Ο Σωτήρας έδωσε το Πνεύμα στους Αποστόλους
από κοινού (Ιωάν. κ’ 22)· την ημέρα της
Πεντηκοστής το Άγιο Πνεύμα κατήλθε
στους Αποστόλους από κοινού· με τη σειρά
τους οι Απόστολοι τουλάχιστον δύο απ’
αυτούς μαζί απένειμαν το Πνεύμα σ’
αυτούς που βαπτίσθηκαν (Πράξεις η’
14-17)· και ακόμη μέχρι σήμερα το χρίσμα,
με το οποίο όσοι λαμβάνουν τις δωρεές
του Αγίου Πνεύματος αλείφονται,
καθαγιάζεται από ομάδα επισκόπων που
αντιπροσωπεύουν ολόκληρη την Εκκλησία.
Όλοι έχουμε μέσα μας
την παρόρμηση να υπερβούμε το εγώ μας
και να είμαστε μέσα στον άλλον, αν και
χωρίς να συγχέουμε τον εαυτό μας με τον
άλλον ή τον άλλον με τον εαυτό μας. Είναι
μόνον αμαρτία που τείνει να συγχέει
άλλους μέσα στον εαυτό μας εκμηδενίζοντάς
τους. Διότι όλοι μας θέλουμε να είμαστε
«μεταξύ» του εαυτού μας και του άλλου,
είμαστε πράγματι όλοι, κατά κάποιο τρόπο
ακόμη ελλιπείς, μεταξύ του εαυτού μας
και του άλλου.
Το Άγιο Πνεύμα κατέχει
αυτή την ιδιότητα στον υψηλότερο και
πληρέστερο βαθμό. Συγκεντρώνει στον
εαυτό του το ένα και το άλλο. Είναι μεταξύ
του ενός και του άλλου, αλλά ως κάτι
περισσότερο από μόλις μία επιθυμία
μεταξύ τους: είναι μία ζωντανή
πραγματικότητα. Συνεπώς «ο τα πάντα
πληρών» είναι και αυτός που εκπληρώνει
την επιθυμία μας για κοινωνία. Εν αυτώ
βρίσκουμε αληθινά μία θέση «μεταξύ»
του εαυτού μας και του άλλου. Είναι το
μέσο σημείο μεταξύ μας, το περιβάλλον
μέσα στο οποίο πράγματι υπερβαίνουμε
και το ένα και το άλλο. Αυτή η ιδιότητα
του Αγ. Πνεύματος είναι εμφανής πρώτ’
απ’ όλα στην εσωτερική ζωή της Αγίας
Τριάδος. Εκπορεύεται ή εκχύνεται συνεχώς
από τον Πατέρα προς τον Υιό και εκλάμπει
στον Πατέρα από τον Υιό στον οποίον
αναπαύεται. Δεν εκπορεύεται και από τον
Υιό, διότι παραμένει αιωνίως μεταξύ του
Πατέρα και του Υιού. Δεν εκπορεύεται
πέραν του Υιού επειδή δεν έχει πού να
πάει. Και το Πνεύμα δεν μπορεί να
εκπορεύεται από τον Υιό προς τον Πατέρα,
διότι στις αμοιβαίες σχέσεις τους ο
Πατέρας πρέπει να διατηρεί αμετάβλητη
τη θέση του ως Πατέρας και ο Υιός την
θέση του ως Υιός.
Ακριβώς επειδή το Πνεύμα
δεν εκπορεύεται «και από τον Υιό», ούτε
πέραν του Υιού, αλλά παραμένει ως ο
δεσμός μεταξύ Πατέρα και Υιού, μας
συγκεντρώνει εν τω Υιώ, το πρόσωπο του
οποίου είναι πάντα εστραμμένο προς τον
Πατέρα. Η κοινωνία μ’ εμάς και μεταξύ
μας που ενεργεί δεν είναι κάτι εκτός
από τον Υιό και την Αγία Τριάδα.
Διά του Πνεύματος εμείς,
που έχουμε ενωθεί εν τω Υιώ, έχουμε μίαν
υιική σχέση προς τον Πατέρα, όχι ακριβώς
κατά τον ίδιο τρόπο, προφανώς, ως φυσικοί
υιοί που γεννήθηκαν από τον Πατέρα, αλλά
όπως οι υιοί που έχουν υιοθετηθεί διά
του Πνεύματος πράγμα που σημαίνει,
έχουμε συγκεντρωθεί σε ένα κάτω από την
ίδια επισκιάζουσα παρουσία του Πνεύματος
στο οποίο είναι και ο Υιός και διά του
οποίου ο Υιός συνδέεται προς τον Πατέρα.
Σχετιζόμαστε μεταξύ μας ως αδελφοί και
ο Ιησούς Χριστός είναι Αδελφός για όλους
εμάς ανάμεσά μας.
Ο Σωτήρας έχει πει: «Ου
γαρ εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το
εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών»
(Ματθ. ιη’ 20). Είναι «εν μέσω» δύο ή τριών
(ή περισσοτέρων) εν τω αγίω Πνεύματι. Το
Πνεύμα είναι ένα είδος «μέσου», ένα
«περιβάλλον» για τους πιστούς. Μ’ αυτήν
την έννοια λέει ο ιερέας στη θεία
Λειτουργία «ο Χριστός είναι εν μέσω
ημών». Όταν ο Χριστός είναι εν μέσω των
πιστών Του με το Πνεύμα Του, δεν είναι
σ’ ένα περιβάλλον απομονωμένο από την
ύπαρξη του ανθρώπινου γένους· μάλλον,
να είναι ο Χριστός «εν μέσω» σημαίνει
ότι είναι σ’ ένα περιβάλλον, που συνενώνει
τους ανθρώπους σε ένα, όπως μια γέφυρα
που εκτείνεται μεταξύ τους.
Η Ορθοδοξία συνεπώς δεν
εξηγεί την Εκκλησία από μία αποκλειστικώς
χριστολογική άποψη: η Εκκλησία είναι
το Σώμα του Χριστού μόνον επειδή το ίδιο
Πνεύμα του Υιού έχει ενώσει όλα τα μέλη
της εν Χριστώ ως αδελφούς Του και ως
αδελφούς μεταξύ τους, και με αυτή την
ενέργεια τους έχει όλους συνενώσει μέσα
σε μία υιική σχέση προς τον Πατέρα.
(π.
Δημητρίου Στανιλοάε, «Θεολογία και
Εκκλησία», εκδ. Τήνος, σ.50-61).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου