(Λουκ. 14, 24)
Ποιο το τραπέζι
Τραπέζι με εκλεκτά εδέσματα μπροστά μας. Ό,τι εκλεκτό, εύγευστο και ορεκτικό βρίσκεται πάνω στο τραπέζι.
-Μα, θα πείτε, διανύουμε περίοδο νηστείας. Για ορεκτικά και εύγευστα μας μιλάτε; Ο διάβολος εντείνει την επιθυμία μας και μας σπρώχνει να καταλύσουμε τη νηστεία και να φάμε!
Στ’ αλήθεια, πόσοι άραγε τηρούν τη νηστεία των Χριστουγέννων; Φαντάζομαι, λίγοι. Οι περισσότεροι, άλλοι από απιστία, άλλοι από ολιγοπιστία, άλλοι από αδιαφορία, άλλοι από άγνοια, άλλοι με πρόφαση κάποια αρρώστια, άλλοι από πραγματική αρρώστια, άλλοι από αρρωστοφοβία, έχουν κάνει πέρα τη νηστεία και καταβροχθίζουν ασύστολα και αδιάκριτα κάθε λογής φαγητό. Οι προφάσεις πολλές. Όταν πρόκειται να παραβούμε το θέλημα του Θεού, μύριες προφάσεις βρίσκουμε.
Υπάρχουν βέβαια και οι λίγοι που νηστεύουν και τη νηστεία των Χριστουγέννων, και περιμένουν τα Χριστούγεννα για να στρώσουν λαμπρό τραπέζι με εκλεκτά φαγητά.
Να όμως που σήμερα, πριν από τα Χριστούγεννα, στρώθηκε μπροστά μας τραπέζι πλούσιο. Συμβολικός ο λόγος του Ευαγγελίου. Συμβολικό και το πλούσιο τραπέζι της παραβολής του μεγάλου δείπνου.
Να περιγράψουμε το δείπνο; Είναι απερίγραπτα το μεγαλείο του, ο πλούτος του, η ομορφιά του, η γλυκύτητα του. Είναι ο δείπνος, το τραπέζι της χαράς και ευφροσύνης, που γεύονται όσοι δέχτηκαν την κλήση του Χριστού και έγιναν οι υιοί της βασιλείας του. Ο μεγάλος οικοδεσπότης είναι ο Θεός, ο στοργικός πατέρας όλων. Πεινούσαν οι άνθρωποι, πεινούσε ή ψυχή τους. Και τους το έστρωσε το τραπέζι. Είναι το τραπέζι του Ευαγγελίου του Χριστού. Το τραπέζι της Εκκλησίας. Το τραπέζι της χριστιανικής ζωής. Το τραπέζι τής χάριτος. Το τραπέζι της θείας Ευχαριστίας. Το τραπέζι της βασιλείας των ουρανών. Το τραπέζι της θείας ευφροσύνης.
Η ώρα του Δείπνου
Στρωμένο για όλους αυτό το τραπέζι. Ο ερχομός του Μεσσία, η γέννηση του Χριστού, σήμανε την ώρα του δείπνου. Πεινασμένες οι ψυχές στα προ Χριστού χρόνια, πόσο τη νοστάλγησαν αυτή την ώρα, πότε θα ερχόταν η στιγμή που θα γεύονταν τον άρτον της ζωής! Διψασμένες για την αλήθεια ψυχές, πόσο την πόθησαν τη στιγμή αυτή, να βρουν το κρυστάλλινο νερό της αλήθειας πάνω στο τραπέζι του Θεού, να ξεδιψάσουν! Κουρασμένες από την αμαρτία ψυχές, πόσο τη λαχτάρησαν αυτή τη στιγμή, για ν’ αναπαυθούν στο τραπέζι του Θεού, όπου προσφέρεται η τροφή και το πιοτό της λυτρώσεως!
Ήρθε η ώρα του δείπνου, η ώρα της Καινής Διαθήκης, η ώρα της νέας ζωής, της νέας εποχής. Και ακούγεται το σάλπισμα του ουρανού. Κάλεσμα στο δείπνο της εν Χριστώ σωτηρίας και λυτρώσεως: «Έρχεσθε, ότι ήδη έτοιμα εστι πάντα». Ελάτε, ετοιμάστηκαν τα πάντα. Η περίοδος της προετοιμασίας τελείωσε. Η στιγμή του εορτασμού έφτασε. Ελάτε, ελάτε! «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, κάγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. 11, 28).
Τρεις παραιτήσεις
Ελάτε! Μα σαν απογοήτευση να υπάρχει στην αρχή. Οι καλεσμένοι φαίνονται απρόθυμοι. Περιφρονούν την πρόσκληση. Αρνούνται να μετάσχουν. Κι ο καθένας βρίσκει και μια πρόφαση, που την προβάλλει για δικαιολογία Στον πρώτο υπάρχει το χωράφι. «Αγρόν ηγόρασα, και έχω ανάγκην εξελθείν και ιδείν αυτόν». Στο δεύτερο υπάρχουν τα πέντε ζευγάρια βόδια. «Ζεύγη βοών ηγόρασα πέντε, και πορεύομαι δοκιμάσαι αυτά». Στον τρίτο εμπόδιο είναι η γυναίκα. «Γυναίκα έγημα, και διά τούτο ου δύναμαι έλθείν».
Οι τρεις παραιτούνται. Υποβάλλουν με ευγένεια την παραίτηση τους. Δεν αντιλέγουν, δεν δυσανασχετούν, δεν μιλάνε άσχημα. Ευγενέστατοι είναι. Μα τι να την κάνης την ευγένεια τους, αφού τελικά έμειναν μακριά από το δείπνο, από το βασιλικό τραπέζι;… Ευγενέστατοι και πολλοί άνθρωποι σήμερα. Δεν σε βρίζουν, δεν σε κακομεταχειρίζονται, σαν τους καλέσεις στο τραπέζι του Χριστού και της Εκκλησίας. Υπάρχουν βέβαια και οι αγενείς και τραχείς και θρασείς, αυτοί που χυδαία αρνούνται και πολεμούν. Αλλ’ οι πολλοί φέρονται και συμπεριφέρονται ευγενέστατα. -Ξέρετε, θα ήθελα νάρθω στην εκκλησία, στο κήρυγμα, μα… –Θα ήθελα να διαβάζω Αγία Γραφή, μα… –Θα ήθελα να είμαι κοντά στο Θεό, μα… Αυτά τα «μα…» εισάγουν τις σύγχρονες προφάσεις.
Τρεις στην παραβολή οι προφάσεις• πολλές σήμερα. Όσοι άνθρωποι τόσες και προφάσεις και δικαιολογίες. Μα αν θέλαμε να τις συνοψίσουμε όλες σε τρεις ανάλογες με τις τρεις προφάσεις τής παραβολής, θα λέγαμε:
1. Είναι η μανία για απόκτηση κτημάτων και κτισμάτων. –Ν’ αγοράσουμε ακίνητα, να πάρουν αξία τα λεφτά μας, να τάχουμε, ώστε σαν ανέβει η τιμή τους, να τα πουλήσουμε, να γίνουμε πλούσιοι. Αγωνία μέχρι να βρούμε τα λεφτά, ν’ αγοράσουμε το ακίνητο. Αγωνία να το αποκτήσουμε. Αγωνία να το ξοφλήσουμε. Αγωνία να το αξιοποιήσουμε. Και όλη αυτή η αγωνία υποκλέπτει τόσο το χρόνο μας, όσο και την ψυχική ικμάδα μας. Πού χρόνος και πού όρεξη για πνευματικά πράγματα; -Ας τελειώσουμε το σπίτι και βλέπουμε…
Δεν νομίζετε, πως ένα μεγάλο πλήθος έχει απορροφηθεί απ’ αυτή τη μέριμνα και δεν νοιάζεται καθόλου για τα πνευματικά;
Η μανία των μέσων εργασίας. Όπως π.χ. η προσπάθεια για απόκτηση και η χρήση του αυτοκινήτου. Σήμερα κυκλοφορεί το αυτοκίνητο μας πρέπει να βγούμε έξω. Δεν έχουμε σήμερα καιρό για εκκλησιασμό…
Η μέριμνα της οικογένειας. Δεν μπορώ, έχω οικογένεια, έχω παιδιά, έχω έξοδα, έχω υποχρεώσεις, δεν ευκαιρώ…
Προτεραιότητα
Μα, θα πείτε, δεν μπορεί κάποιος να νοιάζεται για τα πράγματα που αναφέραμε, και συγχρόνως να νοιάζεται και για το τραπέζι του Θεού, για τις υποθέσεις της σωτηρίας; Στ’ αλήθεια, δεν μπορούσε ο πρώτος της παραβολής να πήγαινε στο δείπνο και ύστερα να πήγαινε και στο χωράφι του; Και δεν μπορούσε ο δεύτερος να δοκίμαζε πρώτα τα ωραία φαγητά τού δείπνου και ύστερα να πήγαινε να δοκιμάσει και τα βόδια του; Και ο τρίτος δεν μπορούσε να έπαιρνε και τη γυναίκα του μαζί και να πήγαινε στο τραπέζι;
Μπορούσαν. Ο Χριστός δεν απαγορεύει ούτε νάχης κάποιο ακίνητο δικό σου, ούτε νάχης τα μέσα για τη δουλειά σου, ούτε να ενδιαφέρεσαι για την οικογένεια σου. Εκείνο που έχει σημασία είναι η προτεραιότητα. Μέσα σου ποιο έχει προτεραιότητα: όλα αυτά ή ο Χριστός; «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6, 33).
Και τότε, αφού αυτοί οι τρεις μπορούσαν και το δείπνο ν’ απολαύσουν και τα βιοτικά να μην τα απαρνηθούν τελείως, γιατί τελικά αρνήθηκαν να πάνε στο δείπνο; Και ας το γενικεύσουμε το ερώτημα: Γιατί οι περισσότεροι αρνούνται να γευτούν, το δείπνο της χριστιανικής πίστεως; Γιατί μένουν μακριά από την Εκκλησία; Γιατί;
Γιατί δεν βρίσκονται στο τραπέζι τον Θεού;
1. Δεν έχουν πείρα της γλυκύτητας της χριστιανικής ζωής. Οι τρεις καλεσμένοι της παραβολής δεν είχαν ξαναμετάσχει σε τέτοιο τραπέζι. Δεν φαντάζονταν πόσο όμορφα θα ήταν στο βασιλικό τραπέζι… Έτσι και σήμερα. Πολλοί δεν ξέρουν τι μεγαλείο και τι πλούτος είναι η χριστιανική ζωή. Δεν έζησαν ποτέ σ’ όλο του το πλάτος και το βάθος τον Χριστιανισμό. Ακούνε για Χριστό, μα δεν τον έχουν ζήσει. Ακούνε για χριστιανική ζωή, μα δεν την έχουν δοκιμάσει. Ακούνε για τροφή πνευματική, μα ποτέ δεν την γεύτηκαν. Ζουν στο δικό τους κόσμο, έχουν τις δικές τους χαρές, έχουν τα δικά τους τραγούδια και αρέσκονται σ’ αυτά.
Ο τυφλοπόντικας ζει μέσα στους υπονόμους και ικανοποιείται ρουφώντας το βούρκο και τρώγοντας ακαθαρσίες. Δεν ξέρει τι καθαρός αέρας και τι ευωδία υπάρχει έξω από τον υπόνομο. Ο χοίρος αρέσκεται να κυλιέται στη λάσπη, νάνε πάντα λασπωμένος. Δεν ξέρει τι θα πει καθαρότητα και λαμπρότητα. Έτσι είναι και πολλοί άνθρωποι. Τους αρέσουν οι βρωμιές των υπονόμων, η λάσπη της αμαρτίας. Δεν ξέρουν τι θα πει καθαρός αέρας, αγνή ζωή, ευωδία Χριστού, καθαρή καρδιά, ήσυχη συνείδηση. Να γιατί ακούς να λένε: -Έμενα μου αρέσει αυτή η ζωή. Εσύ πήγαινε στην εκκλησία σου, έμενα δεν μου αρέσει… Αν κάποτε δοκιμάσουν και γευτούν, τότε θα θρηνούν για τα χρόνια που έχασαν μέσα στη βρωμιά και το βούρκο. «Γεύσασθε και ίδετε, ότι χρηστός ο Κύριος» (Ψαλμ. 33, 9).
2. Άλλοτε αρνούνται να ζήσουν τη χριστιανική ζωή και να γευτούν τις απολαύσεις του μεγάλου δείπνου, γιατί έτσι συνήθισαν. Δεν τον ξεκολλάς εύκολα τον άνθρωπο από τον
τρόπο ζωής που έχει συνηθίσει. Δεν τον ξεκολλάς εύκολα από τις αμαρτωλές του έξεις. Έτσι έμαθε, ή μάλλον έτσι κακόμαθε. Το πάθος του έγινε έξις, δεύτερη φύσις. Το σέρνει μαζί του, όπως η χελώνα σέρνει μαζί της το καύκαλό της. Να γιατί παίζει σπουδαίο ρόλο η αγωγή του μικρού παιδιού. Αν από μικρό το παιδί συνηθίσει να προσέρχεται στο τραπέζι του Θεού, να εκκλησιάζεται, να διαβάζει Ευαγγέλιο, να εξομολογείται και να κοινωνεί, να ζει χριστιανική ζωή, δύσκολα θα ξεκοπεί. Κι αν ξεκοπεί, κάποτε θα ξαναγυρίσει. Ενώ ο μεγάλος δύσκολα αλλάζει, δύσκολα διορθώνεται, δύσκολα τον κουνάς από τη
θέση του. Είναι δυσκίνητος. -Πού να πάω τώρα εγώ; Έτσι συνήθισα.
3. Άλλος λόγος, που δεν προσέρχονται στο τραπέζι του Θεού είναι το ότι δεν έχουν όρεξη. Φαίνεται, ότι εκείνοι οι τρεις της παραβολής θα ήσαν χορτάτοι, δεν πεινούσαν. Αν πεινούσαν, τροχάδην θα πήγαιναν στο τραπέζι, που ήταν μάλιστα πλούσιο. Δεν έχουν όρεξη πολλοί άνθρωποι σήμερα. Και η όρεξη κόβεται ή από το πολύ φαγητό ή από αρρώστια. Άμα είσαι βαρυστομαχιασμένος, δεν έχεις όρεξη να φας, έστω και αν σου προσφέρουν μπιφτέκι. Και άμα είσαι άρρωστος και έχεις πυρετό, δεν έχεις όρεξη να φας, έστω και αν σου δίνουν μεζέδες αχνιστούς. Βαρυστομαχιασμένοι οι άνθρωποι απ’ τις χοιρώδεις τροφές του κόσμου, δεν φαίνεται να έχουν περιθώριο για πνευματική τροφή. Άρρωστοι πνευματικά, δεν έχουν όρεξη. Τα καλύτερα λόγια να τους λες, τις ωραιότερες ιδέες να τους προσφέρεις, για τις γλυκύτερες χαρές να τους μιλάς, τα ωραιότερα τραγούδια του Θεού να τους τραγουδάς, αυτοί δεν φαίνεται νάχουν όρεξη. Όλα τα αποστρέφονται.
4. Και ένας ακόμη λόγος, που αρνούνται το κάλεσμα τού Θεού, πούνε και ο σπουδαιότερος: Δεν έχουν εισιτήριο. Σε καλούν, σου κάνουν την τιμή να πας σε πλούσιο τραπέζι. Αλλά κάτι θα προσφέρεις και συ. Πρέπει να βαδίσεις μέχρι τον τόπο του παλατιού, να πλυθείς για να μην είσαι λερωμένος, να βάλεις και κάποιο ρούχο καθαρό πάνω σου. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος παρουσιάζοντας την ίδια παραβολή λέει, ότι ένα τον έβγαλαν έξω. Τον κάλεσε ό βασιλιάς, τον μάζεψε από τους δρόμους στο παλάτι, μα αυτός, αναιδέστατος, μπήκε έτσι όπως ήταν. Και του είπε ο οικοδεσπότης: «Εταίρε, πώς εισήλθες ώδε μη έχων ένδυμα γάμου;». Δηλαδή, δεν είναι μόνο απόλαυση των δωρεών του Θεού η χριστιανική ζωή. Είναι και καθήκοντα. Έχει και υποχρεώσεις. Απαιτεί και θυσίες. Προϋποθέτει και πίστη ακλόνητη και ζωή προσεκτική και έργα αγάπης. Α, όχι! Δεν θέλει ο άλλος υποχρεώσεις, δεν ανέχεται απαγορεύσεις, δεν υποφέρει τις στερήσεις, δεν αρέσκεται στις θυσίες. Με ένα λόγο: Δεν τον συμφέρει η χριστιανική ζωή, γι’ αυτό δεν την ζει, γι’ αυτό παρουσιάζεται ότι δεν πιστεύει.
Το τραπέζι πάντα θα υπάρχει
Για όλες αυτές τις προφάσεις οι πολλοί φεύγουν, αρνούνται, παραιτούνται. Στρατιές ολόκληρες μακριά από το Θεό, λίγοι κοντά στο Θεό. Και μερικοί αποθαρρύνονται και επηρεασμένοι από τα νούμερα λένε: Τι θα γίνει ο Χριστιανισμός; Μερικοί μάλιστα φτάνουν να μιλάνε και για ψυχορράγημα του Χριστιανισμού.
Μην αγωνιάτε, αγαπητοί, για το Χριστιανισμό, για την Εκκλησία. Για τους καλεσμένους να αγωνιάτε. Για τους ανθρώπους. Για τον εαυτό μας. Τρομακτικός ο λόγος: «Ουδείς των ανδρών εκείνων των κεκλημένων γεύσεταί μου του δείπνου», θα μείνουμε έξω; Αυτό να κοιτάξουμε. Όσο για το Χριστιανισμό, δεν υπάρχει φόβος. Πάντα θα βρίσκει τρόπους ο Θεός, να μαζεύει απ’ τους δρόμους και τις πλατείες, απ’ τα Έθνη και τους λαούς, τους συνδαιτυμόνες, τα μέλη της βασιλείας του. Μη φοβάστε, θα σβήσουν τα συστήματα του κόσμου. Ο Χριστός θα μείνει. Το τραπέζι του ακένωτο. Η χάρις του παντοτινή. Η δύναμίς του αήττητη, θα βρίσκει τρόπους ν’ αναγκάζει, δηλαδή να πείθει: με θαύματα, με γεγονότα, με κηρύγματα. Μακάρι νάμαστε σ’ εκείνους, που είναι συνδαιτυμόνες του τραπεζιού της βασιλείας του Θεού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου