Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Ο μαθητής και η πόρνη ( Μ. Τετάρτη)


Γιατί ο Χριστός δεν άλλαξε τον Ιούδα; (Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου)


«Τότε, αφού πήγε στους αρχιερείς ένας από τους δώδεκα, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, είπε, τι θέλετε να μου δώσετε για να σας τον παραδώσω;» […]
Και ακριβώς όταν η πόρνη μετανοούσε, όταν καταφιλούσε τα πόδια του Κυρίου, τότε πρόδιδε το Δάσκαλο ο μαθητής. Γι’ αυτό είπε «τότε», για να μην κατηγορήσεις για αδυναμία το Δάσκαλο, όταν βλέπεις τον μαθητή του να τον προδίδει. Γιατί τόσο μεγάλη ήταν η δύναμη του Δασκάλου, ώστε να πείθει να Τον ακολουθούν ακόμη και οι πόρνες.
Θα αναρωτιόταν όμως κανείς, Εκείνος που είχε τη δύναμη να μεταστρέφει τις πόρνες και να τις κάνει να Τον ακολουθούν, δεν κατάφερε να κερδίσει την αγάπη του μαθητή του; Είχε τη δύναμη να κερδίσει το μαθητή, αλλά δεν επιθυμούσε να τον μεταβάλει αναγκαστικά στο καλό, ούτε με τη βία να τον προσελκύσει κοντά Του. «Τότε, αφού πήγε». Και το «αφού πήγε» αυτό δεν στερείται κάποιας σημασίας. Γιατί δεν κάλεσαν οι αρχιερείς τον Ιούδα, ούτε αναγκάστηκε, ούτε υποχρεώθηκε, αλλά ο ίδιος μόνος του κι ελεύθερα γέννησε την πονηρή αυτή σκέψη κι έβγαλε αυτή την απόφαση, χωρίς να έχει κανέναν σύμβουλο σ’ αυτό το πονηρό του έργο. «Τότε, αφού πήγε… ένας από τους δώδεκα». Τί σημαίνει το «ένας από τους δώδεκα»; Και αυτός ο λόγος «ένας από τους δώδεκα» δείχνει πως η κατηγορία του Ιούδα είναι πολύ μεγάλη. Γιατί ο Ιησούς είχε και άλλους μαθητές, εβδομήντα συνολικά. Αλλά εκείνοι βρίσκονταν σε δεύτερη θέση και δεν απολάμβαναν τόση τιμή, ούτε είχαν τόση οικειότητα με τον Διδάσκαλο, ούτε γνώριζαν τόσο τα μυστικά Του όσο οι δώδεκα. Αυτοί προπάντων ήταν οι εκλεκτοί, αυτοί αποτελούσαν τον στενό κύκλο του Βασιλιά, αυτοί αποτελούσαν την ομάδα που ήταν κοντά στο Δάσκαλο, και από αυτήν ξεπήδησε ο Ιούδας. Για να μάθεις, λοιπόν, ότι δεν Τον πρόδωσε απλώς κάποιος από τους μαθητές Του, αλλά ένας από τους εκλεκτούς Του, γι’ αυτό αναφέρει ο Ευαγγελιστής το «ένας από τους δώδεκα». Και δε ντρέπεται ο Ματθαίος να το αναφέρει. Αλλά για ποιό λόγο να ντραπεί; Το αναφέρει για να μάθεις πως παντού και πάντα λένε οι Ευαγγελιστές την αλήθεια και δεν αποκρύπτουν τίποτα, ακόμη και αυτά που θεωρούνται αξιοκατάκριτα. Γιατί αυτά που φαίνονται πως είναι αξιοκατάκριτα, αυτά αποδεικνύουν τη φιλανθρωπία του Κυρίου. Ότι δηλαδή προσέφερε τόσα πολλά αγαθά στον προδότη, το ληστή, τον κλέφτη (τον Ιούδα) και συνέχιζε μέχρι την τελευταία στιγμή να τον έχει κοντά Του. Και μάλιστα τον νουθετούσε και τον συμβούλευε και τον φρόντιζε με κάθε τρόπο. Αν εκείνος δεν έδινε σημασία, δεν φταίει ο Κύριος. Και μάρτυρας είναι η πόρνη, και μη πολυπαίρνεις θάρρος προσέχοντας τον Ιούδα. Γιατί και τα δύο αυτά είναι ολέθρια, και το υπέρμετρο θάρρος και η απελπισία (απόγνωση). Γιατί το υπέρμετρο θάρρος κάνει να πέσει κάτω αυτός που στέκεται όρθιος, και η απελπισία εμποδίζει να σηκωθεί αυτός που έχει πέσει. Γι’ αυτό και ο Παύλος συμβούλευε λέγοντας: «Αυτός που νομίζει πως στέκεται, ας προσέχει μην πέσει».
Έχεις τα παραδείγματα και των δύο πώς έπεσε δηλαδή ο μαθητής, που νόμιζε πως στεκόταν όρθιος, και πώς σηκώθηκε η πόρνη που είχε πέσει. Η σκέψη μας εύκολα παρασύρεται και η θέλησή μας είναι ευμετάβλητη. Γι’ αυτό πρέπει να διαφυλάσσουμε και να οχυρώνουμε τον εαυτό μας από παντού.[…]
«Τί θέλετε να μου δώσετε, κι εγώ θα σας Τον παραδώσω». Πες μου Ιούδα, αυτά σου έμαθε ο Χριστός; Γι’ αυτό το λόγο δεν έλεγε, «μην αποκτήσετε χρυσά νομίσματα, ούτε ασημένια, ούτε χάλκινα που να τα φυλάγετε στις ζώνες σας», θέλοντας να περιορίσει από πιο μπροστά τη φιλαργυρία σου;[…]
«Τί θέλετε να μου δώσετε, κι εγώ θα σας Τον παραδώσω». Πολύ σκληρά είναι τα λόγια αυτά. Πες μου, μπορείς εσύ να παραδώσεις Εκείνον που συγκρατεί τα πάντα, που εξουσιάζει τους δαίμονες, που διατάσσει τη θάλασσα και είναι ο Κύριος όλων όσων υπάρχουν στη φύση; Για να περιορίσει λοιπόν τη παραφροσύνη του και για να δείξει πως αν δεν ήθελε, δεν θα προδιδόταν, άκουσε τι κάνει. Κατά την ώρα ακριβώς της προδοσίας, όταν ήρθαν εναντίον Του κρατώντας ξύλα, λαμπάδες και πυρσούς, τους λέει: «Ποιόν ζητάτε;» και δεν γνώριζαν Εκείνον που επρόκειτο να συλλάβουν. Τόσο πολύ έλειπε η δύναμη από τον Ιούδα στο να παραδώσει τον Κύριο, ώστε δεν Τον έβλεπε τη στιγμή που επρόκειτο να Τον παραδώσει, ενώ ήταν παρών, και όλα αυτά τη στιγμή που υπήρχαν τόσες λαμπάδες και τόση φωτοχυσία. Αυτό βέβαια υπαινίχθηκε και ο Ευαγγελιστής λέγοντας ότι είχαν λαμπάδες και πυρσούς και δεν τον έβλεπαν. Και κάθε ημέρα του το υπενθύμιζε και με λόγια και με έργα, ότι δηλαδή δεν θα μπορέσει να Τον προδώσει στα κρυφά. Και μάλιστα δεν του έκανε (ο Κύριος) παρατηρήσεις φανερά μπροστά σε άλλους, για να μην τον κάνει πιο αδιάντροπο, ούτε πάλι αποσιωπούσε τα σφάλματά του, για να μην νομίζει ότι περνούν απαρατήρητα και επιχειρήσει άφοβα την προδοσία, αλλά διαρκώς έλεγε: «Ένας από εσάς θα με παραδώσει», δεν τον φανέρωσε όμως.
Είπε πολλά (ο Κύριος) και για την κόλαση, πολλά και για τη Βασιλεία των ουρανών και απέδειξε τη δύναμη που είχε και για τα δύο, και για να τιμωρεί τους αμαρτωλούς και για να ανταμείβει τους δικαίους. Αλλά εκείνος (ο Ιούδας) όλα αυτά τα περιφρόνησε, ο Θεός όμως δεν τον ανακάλεσε με τη βία από αυτό που αποφάσισε. Επειδή λοιπόν μάς δημιούργησε ελεύθερους να διαλέγουμε τις κακές ή τις ενάρετες πράξεις, επιθυμεί να είμαστε καλοί με τη θέλησή μας. Γι’ αυτό αν εμείς δεν θέλουμε, ούτε μας πιέζει ούτε μας αναγκάζει. Επειδή αυτός που γίνεται με τη βία ενάρετος, δεν είναι δυνατόν να είναι ενάρετος. Αφού λοιπόν κι εκείνος ήταν ελεύθερος να διαλέξει και ήταν σε θέση να μην υποστεί βία για να κλίνει προς τη φιλαργυρία, γι’ αυτό τυφλώθηκε η σκέψη του, πρόδωσε τη σωτηρία του και είπε: «Τι θέλετε να μου δώσετε, κι εγώ θα σας Τον παραδώσω». Επικρίνοντας τη διανοητική του τύφλωση και την αναισθησία, ο Ευαγγελιστής λέει ότι την ώρα που πήγαν να συλλάβουν τον Κύριο, βρισκόταν μαζί τους και ο Ιούδας, εκείνος που είπε «τι θέλετε να μου δώσετε, κι εγώ θα σας Τον παραδώσω». Και όχι μόνο από αυτό είναι δυνατόν να δούμε τη δύναμη του Χριστού, αλλά και απ’ ότι μόλις Εκείνος απλώς μίλησε, απομακρύνθηκαν κι έπεσαν κάτω. Επειδή όμως ούτε μ’ αυτόν τον τρόπο δεν σταμάτησαν το επαίσχυντο έργο τους, παραδίνεται αμέσως σαν να έλεγε: Εγώ έκανα το καθήκον μου, αποκάλυψα τη δύναμή μου και απέδειξα ότι επιχειρείτε πράγματα ακατόρθωτα. Θέλησα να περιορίσω την κακία σας, αλλά επειδή εσείς δεν θελήσατε και επιμένετε στην παραφροσύνη σας, να, σας παραδίνομαι.
Τα ανέφερα όλα αυτά, για να μην κατηγορήσουν μερικοί τον Χριστό, και πουν: γιατί δεν μετέστρεψε τον Ιούδα;

Επεθύμησε πόρνης…(Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου)


Πόρνη επιθυμούσε ο Θεός; Ναι πόρνη· εννοώ τη δική μας φύση.
Ήταν τρανός κι αυτή ταπεινή. Τρανός όχι στη θέση, αλλά στη φύση. Πεντακάθαρος ήταν, ακατάστρεφτη η ουσία του, άφθαρτη η φύση του. Αχώρητος στο νου, αόρατος, άπιαστος από τη σκέψη, υπάρχοντας παντοτινά, μένοντας απαράλλαχτος. Πάνω από τους αγγέλους, ανώτερος από τις δυνάμεις των ουρανών. Νικώντας τη λογική σκέψη, ξεπερνώντας τη δύναμη του μυαλού, αδύνατο να τον δεις, μόνο να τον πιστέψεις. Τον έβλεπαν οι άγγελοι και τρέμανε. Τα χερουβείμ σκεπάζονταν με τα φτερά τους, όλα στέκονταν με φόβο. Έριχνε το βλέμμα του στη γη και την έκανε να τρέμει. Στρεφόταν στη θάλασσα και την έκανε στεριά. Ποτάμια έβγαζε στην έρημο. Στ’ αναμέτρημά του έστησε βουνά και ζύγισε λαγκάδια. Πώς να το πω; Πώς να το παραστήσω; Το μεγαλείο του απέραντο, πού να πιαστεί η σοφία του με αριθμούς; Ανεξιχνίαστες οι αποφάσεις που παίρνει κι οι δρόμοι του ανεξερεύνητοι.
Κι αυτός ο τόσο μέγας και τρανός επεθύμησε πόρνη. Γιατί; Για να την αναπλάσει από πόρνη σε παρθένα. Για να γίνει νυμφίος της.
Τί κάνει; Δεν της στέλνει κάποιον από τους δούλους του, δεν στέλνει άγγελο στην πόρνη, δεν στέλνει αρχάγγελο, δεν στέλνει τα χερουβείμ, δεν στέλνει τα σεραφείμ. Αλλά καταφθάνει αυτός ο ίδιος ο ερωτευμένος.
Επεθύμησε πόρνη· και τί κάνει; Επειδή δεν μπορούσε ν’ ανέβει εκείνη στα ψηλά, κατέβηκε ο ίδιος στα χαμηλά. Έρχεται στην καλύβα της. Τη βλέπει μεθυσμένη. Και με ποιό τρόπο έρχεται; Όχι με ολοφάνερη τη θεότητά του, αλλά γίνεται εντελώς ίδιος μαζί της, μήπως βλέποντας τον τρόμο κρατηθεί, μήπως λαχταρίσει και του φύγει. Τη βρίσκει καταπληγωμένη, εξαγριωμένη, από δαίμονες κυριευμένη. Και τί κάνει; Την παίρνει και την κάνει γυναίκα του. Και τί δώρα της χαρίζει; Δαχτυλίδι. Ποιό δαχτυλίδι; Το Άγιο Πνεύμα.
Έπειτα λέγει; Δεν σε φύτεψα στον Παράδεισο;
-Του λέγει, ναι.
-Και πώς ξέπεσες από κει;
-Ήλθε και με πήρε ο διάβολος από τον παράδεισο.
-Φυτεύτηκες στον παράδεισο και σε έβγαλε έξω. Να, σε φυτεύω μέσα μου. Δεν τολμά να με πλησιάσει έμενα. Ο ποιμένας σε κρατάει κι ο λύκος δεν έρχεται πια.
-Αλλά είμαι, λέγει, αμαρτωλή και βρώμικη.
-Μη μου σκοτίζεσαι, είμαι γιατρός.
Δώσε μεγάλη προσοχή. Κοίταξε τί κάνει. Ήλθε να πάρει την πόρνη, όπως αυτή -το τονίζω- ήταν βουτηγμένη στη βρώμα. Για να μάθεις τον έρωτα του Νυμφίου. Αυτό χαρακτηρίζει τον ερωτευμένο: το να μη ζητάει ευθύνες για αμαρτήματα, αλλά να συγχωρεί λάθη και παραπατήματα.
Πιό πριν ήταν κόρη των δαιμόνων, κόρη της γης, ανάξια για τη γη. Και τώρα έγινε κόρη του βασιλιά. Κι αυτό γιατί έτσι θέλησε ο ερωτευμένος μαζί της. Γιατί ο ερωτευμένος δεν πολυνοιάζεται για τη συμπεριφορά του. Ο έρωτας δεν βλέπει ασχήμια. Γι’ αυτό και ονομάζεται έρωτας, επειδή πολλές φορές αγαπά και την άσχημη. Έτσι έκανε κι ο Χριστός. Άσχημη είδε και την ερωτεύτηκε και την ανακαινίζει.
Την πήρε ως γυναίκα, και ως κόρη του· την αγαπά, και ως δούλα του τη φροντίζει, και ως παρθένα την προστατεύει, και ως παράδεισο την τειχίζει, και ως μέλος του σώματός του την περιποιείται. Τη φροντίζει ως κεφαλή της που είναι, τη φυτεύει ως ρίζα, την ποιμαίνει ως ποιμένας. Ως νυμφίος την παίρνει γυναίκα του, και ως εξιλαστήριο θύμα τη συγχωρεί, ως πρόβατο θυσιάζεται, ως νυμφίος τη διατηρεί μεσ’ την ομορφιά, ως σύζυγος φροντίζει να μη της λείψει τίποτα.
Ω, Συ Νυμφίε, που ομορφαίνεις την ασχήμια της νύφης!
(Μετάφραση. Ελ. Μάινας, περιοδ. Σύναξη)

H Αγία Κασσιανή,η ιστορία του τροπαρίου της και ο Κωστής Παλαμάς.

επιμέλεια:πρωτοπρεσβυτέρου Δημ.Αθανασίου

Το Τροπάριο της Κασσιανής

Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σήν αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος ερως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.
Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σήν δούλην παρίδης, Ο αμέτρητον έχων το έλεος.
——————————————–
(Φώτη Κόντογλου μεταγραφή)
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη:
Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας. Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου, και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ’ άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος.
Σύντομα βιογραφικά στοιχεία της Οσίας  της Κασσιανής
Δυστυχώς μερικοί τα λόγια του Τροπαρίου τα αποδίδουν στην ίδια την Κασσιανή, που δή­θεν ήταν αμαρτωλή με περιπετειώδεις και αμαρ­τωλούς έρωτες με τον Αυτοκράτορα Θεόφιλο. Διάφορoι μυθιστοριογράφοι, ανίκανοι να συλ­λάβουν το μεγαλείο της και τυφλωμένοι από τη μέθη των παθών τους, προσπάθησαν να παρα­χαράξουν την αλήθεια και να δημιουργήσουν ένα μύθο, που δυστυχώς στάθηκε ικανός να ξεγελάσει πολλούς. «Την ωραία, αγνή, σοφή παρθένο, τη φιλοσοφούσα και τω Θεώ μόνω ζώσα», όπως γράφει Βυζαντινός χρονογράφος της εποχής της, παρουσίασαν με σκανδαλώδεις περιπέτειες και αμαρτωλή. Σύγχρονοι και νεώτεροι χρονογράφoι, όπως ο Γλυκάς, Πτω­χοπρόδρομος, Κωδινός, Γεώργιος Αμαρτω­λός, Ζωναράς κ.λπ. που έγραψαν για τη ζωή της Κασσιανής, αναφέρουν ότι ήταν απλώς μια υποψήφια νύφη για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο.
Η Κασσιανή και ο αυτοκράτορας Θεόφιλος.
Τίποτε δεν υπήρξε περισσότερο μεταξύ Κασσιανής και Θεόφιλου ούτε πριν, ούτε μετά τη στιγμή που το χρυσό μήλο δόθηκε στη συ­νυποψήφιά της νύφη Θεοδώρα. Έτσι η σπου­δαία αυτή μορφή της Οσίας Κασσιανής για πολύ κόσμο είναι παρεξηγημένη και αδικημένη, όπως και η άλλη μεγάλη Αγία Μαρία Μαγδαλη­νή, που ενώ δεν υπήρξε τίποτε το αμαρτωλό στη ζωή και της μιας και της άλλης από πολλούς (εί­τε από άγνοια, είτε από κακή προαίρεση), πα­ρουσιάζονται σαν αμαρτωλές – πόρνες γυναί­κες με φανταστικές και βλάσφημες ιστορίες.
Από τα λίγα βιογραφικά στοιχεία που ανα­φέρουν διάφοροι Βυζαντινοί χρονογράφοι, γνωρίζομε ότι η Κασσιανή είχε ευγενική κατα­γωγή, με πολύ μόρφωση και αρετή.
Την εικόνα της ζωής και της προσωπικότη­τάς της την συμπληρώνει το λαμπρό συγγραφι­κό της έργο. Η ποίησή της μαρτυρεί μια γυναίκα σοφή, με αναπτυγμένο καλλιτεχνικό συναί­σθημα, με μεγάλη πνευματική δύναμη, με βαθιά θρησκευτικότητα και θεολογική γνώση της Α­γίας Γραφής. Ο Κρουμβάχερ, ο πατέρας της Βυζαντινής λογοτεχνίας γράφει: «Η Κασσιανή υπήρξε η μόνη αξιομνημό­νευτη βυζαντινή ποιήτρια, προσωπικότητα ενδιαφέρουσα για το άτομο και τη λογοτεχνική της θέση και συνδύασε τη λαμπρή συναισθη­ματικότητα, με τη βαθιά θρησκευτικότητα και τη δραστήρια ειλικρίνεια».
Όταν το 830 μ.Χ. στο Τρίκλινο των ανα­κτόρων κάλεσε ο Θεόφιλος τις ωραιότερες κό­ρες του Βυζαντίου για να διαλέξει τη πιο καλή για γυναίκα του, δεν άρχιζε για την Κασσιανή μια ζωή ακολασίας όπως παρουσιάζουν μερικοί αλλά μια ζωή αγιότητας που της χάρισε το στεφάνι της αιωνιότητας.
Η ομορφιά και η χάρη της Κασσιανής ξε­χώριζε μέσα στις τόσες όμορφες της Πόλης και ο Θεόφιλος την πρόσεξε. Και στην απόφασή του να την κάνει βασίλισσα, ίσως για να δοκι­μάσει τη σοφία της, είπε το θρυλικό εκείνο «εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα», δηλ. από τη γυναί­κα πηγάζουν τα κακά (εννοώντας την Εύα που έφερε το προπατορικό αμάρτημα). Η ενάρετη και σοφή Κασσιανή έχοντας κατά νου το μεγα­λείο και Αγιότητα της Παναγίας Θεοτόκου α­πάντησε: «Αλλά και δια της γυναικός πηγάζει τα κρείττονα ω Βασιλεύ». Τη σοφή αυτή απάντη­ση της Κασσιανής ο αλαζονικός αυτοκράτορας τη θεώρησε προσβολή και με θυμό, ίσως και με αόριστο φόβο της είπε «ω γύναι! Είθε να εσί­γας» δηλαδή καλύτερα να σιωπούσες και έδω­σε το μήλο και την εκλογή στη Θεοδώρα.
Η Κασσιανή ως μοναχή
Θα πρέπει να πιστέψομε, ότι η θεία πρόνοια επενέβη για να γίνει αυτοκράτειρα η Θεοδώρα που με την ορθόδοξη πίστη της και το δυναμικό χαρακτήρα της έμελλε να βοηθήσει στο θρίαμ­βο της Ορθοδοξίας και την τακτοποίηση του θέματος των εικόνων (εικονομαχίες) το 843 μ.Χ. Και η Κασσιανή να φορέσει το μοναχικό σχήμα και μακριά από τους περισπασμούς και τύρβη του κόσμου να αναδειχθεί η μεγάλη υμνωδός και Αγία της Εκκλησίας μας.
Η Κασσιανή αρνήθηκε την ύλη για το πνεύμα, τα πρόσκαιρα για τα αιώνια, τα φθαρτά για τα άφθαρτα εγκατέλειψε το αρχοντικό της, τον κόσμο και τους δικούς της και έγινε μονα­χή, και ίδρυσε τη Μονή της Κασσίας ή Εικασίας ή Κασσιανής. Δεν την οδήγησε στο Μοναστή­ρι η αμαρτωλή της ζωή, γιατί ποτέ της δεν υπήρ­ξε αμαρτωλή.
Η Εκκλησία μας έχει τη δύναμη να παρου­σιάσει στο φως της δημοσιότητας αμαρτωλές ψυχές και να τις προβάλλει ακόμη σαν παρά­δειγμα μετανοίας, όπως συμβαίνει με τη Οσία Μαρία την Αιγυπτία και την Πόρνη του Ευαγ­γελίου. Δεν θα της ήταν δύσκολο να διακηρύ­ξει ότι και η Κασσιανή υπήρξε μετανοημένη α­μαρτωλή, αν πραγματικά ήταν τέτοια
Η Κασσιανή δεν νικήθηκε από το ανθρώπι­νο πάθος και την αδυναμία, διότι η ψυχή της φλεγόταν από θείο έρωτα, που την οδήγησε τελικά στην υπηρεσία του θείου θελήματος και τη μοναδική αφιέρωσή της.
Στο Μοναστήρι η Κασσιανή έγραψε πολλά ποιήματα με τα οποία τραγούδησε την ευδαιμονία του μοναχικού βίου και δίδαξε βαθύτατη θεολογία. Επίσης έγραψε και άλλα συγγράμματα και συλλογές, προ πάντων όμως πάρα πολλά τροπάρια, ιδιόμελα, εκκλησιαστικούς ύμνους κ.λ.π. μεταξύ των οποίων και το γνωστό ΄΄Τροπάριο της Κασσιανής΄΄, το οποίο είναι ένα ολοκληρωμένο σε σύλληψη ποίημα, γεμάτο Χριστιανικό μεγαλείο, αγάπη και γνώση θεολογική και ψάλλεται το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης στους Ιερούς Ναούς συγκεντρώνοντας πλήθη πιστών για να το ακούσουν.
Σύμφωνα με μια ρομαντική μεν, αλλά καθόλου αληθινή παράδοση, ο Θεόφιλος δεν λυτρώθηκε ποτέ από τον έρωτα που του ενέπνευσε η ομορφιά της Κασσιανής και την αναζητούσε στα Μοναστήρια της αυτοκρατορίας του. Κάποτε που έφτασε στο μοναστήρι της, η Κασσιανή κρύφτηκε για να αποφύγει την ανεπιθύμητη αυτή συνάντηση. Ήταν τότε που συνέθεσε το ιδιόμελο της. Το κείμενο βρισκόταν στο αναλόγιο μισοτελειωμένο, ως τη φράση : «ών (ποδών) έν τώ παραδείσω Εύα το δειλινόν».
Ο Θεόφιλος διάβασε το τροπάριο, αναγνώρισε το ύφος της Κασσίας, και θέλησε να την πειράξει για μια ακόμα φορά. Πήρε τη γραφίδα και συμπλήρωσε τη φράση «κρότων τοίς ωσίν ηχηθείσα τώ φόβω εκρύβη», κάνοντας έτσι υπαινιγμό στο φόβο που αυτή ένιωσε όταν άκουσε τον θόρυβο των βημάτων του. Όταν ο Θεόφιλος έφυγε, η Κασσία γύρισε στο κελί της και με έκπληξη είδε την επέμβαση του Θεόφιλου. Χωρίς όμως να απαλείψει τη φράση, συνέχισε και ολοκλήρωσε τον ύμνο της.
Η ζωή και η ιστορία έχουν τους δικούς μυστικούς νόμους. Δύο γυναίκες αντίπαλες σε μια κορυφαία κρίση υποβολής και κοσμικής εξουσίας, παραδόθηκαν στη συνέχεια στην κρίση της ιστορίας. Η μια έγινε βασίλισσα κι αργότερα αγία, η άλλη ταπεινή μοναχή. Οπωσδήποτε και οι δύο δικαιώθηκαν ενώπιον του θρόνου του Θεού.
Γνωρίζουμε όμως εμείς ποια από τις δύο κέρδισε την υστεροφημία και τη συμπάθεια των ανθρώπων. Η ταπεινή μοναχή Κασσιανή έχασε τον επίγειο θρόνο, αλλά έγινε πιο διάσημη και πιο δημοφιλής με ένα μόνο τροπάριο.
Η Κασσιανή ως υμνογράφος
Η Κασσιανή κατέχει στην ιστορία των Βυζαντινών γραμμάτων ξεχωριστή θέση ως αξιόλογη ποιήτρια με πολλά κοσμικά ποιήματα και άλλα συγγράμματα, αλλά και πολλά εκκλησιαστικά ποιήματα, ύμνους, τροπάρια, ιδιόμελα κ.λ.π. Σπουδαίο υμνογραφικό έργο είναι το πρώτο δοξαστικό του εσπερινού των Χριστουγέννων «Αυγούστου μοναρχήσαντος επί της γής…». Με την εκκλησιαστική ποίησή της μας μεταφέρει σε ένα εντελώς διαφορετικό κλίμα. Δεν γράφει για τον εαυτό της, για τον κόσμο, για τους ανθρώπους, αλλά θέτει την πλούσια ποίησή της στην υπηρεσία της Εκκλησίας και την κάνει φωνή θρησκευτικού ενθουσιασμού, μετάνοιας, προσευχής και δοξολογίας.
Το επεισόδιο της Κασσιανής με το Θεόφιλο ήταν φυσικό να περάσει και στην περιοχή της λόγιας λογοτεχνίας και προ πάντων στην νέα Ελληνική Λογοτεχνία όπου γράφηκαν πολλά ποιήματα και τρυφερά διηγήματα και μυθιστορήματα. Το θέμα της Κασσιανής επηρέασε έντονα πολλούς Βυζαντινούς χρονογράφους, ιστορικούς και φιλολόγους, τον Κωστή Παλαμά, τον Ψυχάρη, τον Πολίτη κ.α. »
Το τροπάριο της Κασσιανής και ο Κωστής Παλαμάς.
Κων/νου Παπαδημητρίου.
Τα δραματικά εκείνα λόγια του τροπαρίου της Κασσιανής δεν ήταν πάλι δυνατόν να μην μιλήσουν και στην περιπαθή και ευαίσθητη ψυχή του ποιητή Κ. Παλαμά, που με πολλούς τρόπους ύμνησε τον κόσμο του Βυζαντίου σε διάφορους τόνους λυρικής μέθης. Ζη και αυτός παρόμοιες καταστάσεις κάτω από το βάρος της δικής του αμαρτωλότητας, των τύψεων και της λαχτάρας για συγχώρεση. Τούτο το ποίημα της Κασσιανής, σαν ένα παθητικό κρυφομίλημα, εκφράζει και τη δική του κριματισμένη και αμαρτωλή ψυχή. Νιώθει και τη δική του ψυχική κατάσταση να ταυτίζεται με κείνες της Κασσιανής και της αμαρτωλής μοιχαλίδας. Πολύ συχνά, γεμάτος μυστικοπάθεια και συντριβή, αισθανόμενος την αμαρτία να τον βαραίνη, βυθίζεται στη συντριβή που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος του έργου του. Εκείνη η συντριβή, θα πη ο ίδιος, «με βυθίζει σε μια εκστατική προσδοκία, με φτερώνει και μ’ εξαγνίζει, με κάνει να διαβλέπω το είναι μου σ’ έναν καθρέφτη μαγικό, μου φέρνει δάκρυα στα μάτια». (Ποιητική)
Στην «Ποιητική» και στο «Λυρισμό του εγώ» ο ίδιος θα σημειώση:
«Ο ποιητής γνωρίζει, ζει με την αντίληψη και το πάθος, με το φόβο κάποιας ενθύμησης και με την απόγνωση κάποιας συμφοράς. Είναι κάτι σαν αμαρτία και σαν ξεπεσμός, σαν κατρακύλισμα, σαν εξορία, χαμός κάποιου παράδεισου που θα λογάριαζε πως της ήταν αρχικά της ζωής του γραμμένο να κατοικήσει, ένας εκτοπισμός απάνου σε μιαν άγονη πια κι αχάριστη γη. Τον τρώει το σαράκι. Η τύψις. Κάτι που δεν τον αφήνει να πατήσει ποτέ στέρεα. Μια φοβερή αδυναμία…»
Από το τροπάριο της Κασσιανής στέκεται ιδιαίτερα στους στίχους της: «Νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας». Αυτόν τον «οίστρο της ακολασίας» θέλει να πετάξη από μέσα του και να υψωθή προς τον «έμπυρο ουρανό».
Αισθανόμενος κι αυτός συχνά την ίδια νύχτα και τον ίδιο οίστρο ακολασίας, μα και τον ίδιο ζοφώδη και ασέληνο έρωτα της αμαρτίας μέσα του, θέλησε να εκφραστή με δικό του τρόπο. Ενδοσκοπείται ο ίδιος και καταθέτει μια συγκλονιστική μαρτυρία που αντικαθρεπτίζει την προσωπική, την «εκ βαθέων» δραματική εξομολόγηση και υπαρξιακή τοποθέτησή του. Συνθέτει η παραφράζει το κείμενο του τροπαρίου της Κασσιανής δίνοντάς του το χρώμα της δικής του εσωτερικής κατάστασης, της αυτοσυνειδησίας του, ολόκληρης της ψυχής του, απογυμνωμένης και ανυπόκριτης. Σε τούτους τους στίχους του δεν εκφράζει κάποιες σκέψεις η νοήματα που συμφωνούν πολύ η λίγο με τις αρχές της Ορθοδοξίας, αλλά αποτυπώνεται ολόκληρη η στάση ζωής του Χριστιανού. Αυτή τη στάση ζωής την ονόμασε ο ίδιος «Κασσιανισμό» από το όνομα της Κασσιανής, και αποτελεί ασφαλώς μια καθαρά μεταφυσική ενατένιση της ζωής και προσεγγίζει το αληθινό νόημα της Ορθοδοξίας. Παραθέτουμε τους στίχους του:
………………………………………………………………………………………
«Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα, ω Κύριε, πως η θεότης Σου μιλά,
μέσ’ στην καρδιά μου!
………………………………………..
Κύριε, προτού σε κρύψ’ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
σου φέρνω μύρα.
Οίστρος με σέρνει ακολασίας…Νυχτιά
σκοτάδι, αφέγγαρο, ανάστερο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας, φωτιά
με καίει, με λιώνει.
Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.
Γείρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πως πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.
Στ’ άχραντά Σου πόδια, βασιλιά
μου Εσύ, θα πέσω και θα στα φιλήσω
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.
Τάκουσεν η Εύα μέσ’ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν’ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε…Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.
Ψυχοσώστ’ οι αμαρτίες μου λαός
τ’ αξεδιάλυτα ποιός θα ξεδιαλύσει;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!
Άβυσσο η κρίση».
Μα και στο ποίημά του «Νέοι Ανάπαιστοι και Ίαμβοι» των «Βωμών» πάλι ο νους του πηγαίνει στη βυζαντινή καλόγρια και ποιήτρια Κασσιανή και την υμνεί μέσω της αμαρτωλής γυναίκας του Ευαγγελίου:
«Με της Κασσίας καλόγριας
τα δάκρυα, τα τροπάρια
κλαίω, βρέχω, φιλώ τ’ άχραντα,
πόρνη, του θείου ποδάρια.
Ξεπλέκω ολόμαυρα ύστερα
μαλλιά, τα κρίματά μου,
για να σφουγγίσω τ’ άχραντα
ποδάρια του έρωτά μου»
Από κάποιες σκέψεις που τον ξεστρατίζουν σε πονηρούς και ακόλαστους συλλογισμούς προέρχεται η εσωτερική του δοκιμασία που τον βασανίζει, αλλά και τον ανεβάζει σε κόσμους πνευματικούς. Καθώς συμβαίνει με την εξωτερική και επιδερμική χαρά που στην αρχή σ’ ευχαριστεί κι ύστερα σε ταπεινώνει αντίθετα η άλλη, η πνευματική χαρά, πρώτα σε δυσκολεύει, ώσπου να τη γευτής, ύστερα όμως σε ανυψώνει, σε εξαγνίζει, σε μεταρσιώνει και σε κάνει να προσδοκάς και να ελπίζης, το ίδιο συμβαίνει και με την πνευματική πορεία του ανθρώπου.
Δεν είναι εύκολα να ζη πάντοτε ο άνθρωπος σύμφωνα με το νόμο του Θεού. «Βλέπω», θα πη ο Απόστολος Παύλος, «εν τοις μέλεσί μου αντιστρατευόμενον τον νόμον του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με εν τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσί μου…». Το κακό είναι η στάση που παίρνει ψυχικά ο άνθρωπος απέναντι στην αμαρτία. Η βασική και θεμελιακή αμαρτία είναι η εμμονή και παραμονή σ’ αυτήν και η προσπάθεια να αποσπασθής από τον Θεό και να αυτονομηθής από αυτόν. Αν τελειώνης μια αμαρτία, την ξεχνάς και τραβάς για την άλλη. Η ορθή θέση του Χριστιανού είναι να μην ξεχνά την αμαρτία του, αυτή να συνέχη το νου του και οι τύψεις του γι’ αυτήν να τον συγκρατούν, ώστε να μην την επαναλαμβάνη. Να θυμάται τα λόγια της Κασσιανής: «Νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας…» η το του Ψαλμού: «Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστιν δια παντός». Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και από τη σκέψη του Παλαμά δεν απομακρύνεται. Και με μια τέτοια κασσιανική στροφή η αμαρτία του γίνεται θεμέλιο για τον θρησκευτικό έρωτα. Και όπως γράφει ο Κ. Τσάτσος στον «Παλαμά» του, «Τότε η αμαρτία γίνεται σκληρός πυρήνας που χωρίς αυτόν δεν θάνοιγαν τα φτερά του πόθου προς το γαλήνεμα των ουρανών… Μέσα σ’ αυτό το διαλεκτικό σύμπλεγμα διακινείται η ζωή του και ξετυλίγεται ο κασσιανισμός του ποιητή. Μα τελικά η αμαρτία και του ίδιου του ποιητή αδερφώνεται με την αθωότητα… Ο Παλαμάς βρήκε ένα νέο ρίγος στη διατύπωση του πιο ανθρώπινου συντριμμού. Κάποτε «ο απολωλός έχει μια χάρη που δεν την έχει ο αναμάρτητος. Μέσα απ’ τα κάγκελα της αμαρτίας του ο αμαρτωλός, ταπεινός, σπαραγμένος, νικημένος ως τα βάθη του είναι του, νιώθει το κρίμα του, τη μοίρα του κι ένας καημός την ομορφαίνει που δένεται με την νοσταλγία. Σε μακρινό λυκόφως υποφώσκει κατάβαθα στη μνήμη της ψυχής το φάσμα της χαμένης καλοσύνης, της σβησμένης ιδέας…Ο έρωτας γι’ αυτήν ξυπνά την ανάμνηση της ιδέας, η αμαρτία γίνεται πηγή του έρωτα, δακρύων νοσταλγικών (για το καλό). Έτσι αδερφώνεται έρωτας και αμαρτία στη συνείδησή του». ( Κ. Τσάτσου, «Παλαμάς» σελ. 31)
Σε αρκετά ποιήματά του ο Παλαμάς δίνει στην προσευχή του κασσιανικό και φλογισμένο τόνο. Στη ζοφερή και κολασμένη ψυχική του ροπή αντιπαραθέτει τον κασσιανισμό του. Ιδιαίτερα αυτός ο κασσιανικός του παραδαρμός και το αυτομαστίγωμα φαίνεται στο έργο του «Εκατό φωνές» στο τέταρτο βιβλίο «Πολιτεία και Μοναξιά», στα «Παθητικά Κρυφομιλήματα», αλλά και στο «Στερνό λόγο» του «Δωδεκάλογου του Γύφτου», που ανήκει στη μεγάλη κατηγορία των ποιημάτων του , που ο ίδιος ονομάζει «Κασσιανικά» και στα οποία μας «αποκαλύπτει φανερά τον εσωτερικό σπαραγμό της ψυχής του και την απόγνωσή του και αυτοτιμωρούμενος επίμονα σκαλίζει τα οδυνηρότερα τραύματα του ηθικού του κόσμου και βγάζει προς τα έξω τον αυτοδιασυρμό του, την εξομολόγηση και τις τύψεις της βασανισμένης του ψυχής» (Ιωάν. Συκουτρή «Μελέται και άρθρα» σελ. 509)
Αισθάνεται στα κατάβαθα του εγώ του πως είναι ένας αμαρτωλός, αισθάνεται τύψεις να τον βαραίνουν και να τον ελέγχουν και σε κείνες τις ώρες της συνειδησιακής του κρίσης δέεται με πόνο ψυχής κάτω από το βάρος του ξεπεσμού του, αλλά και γενικότερα του ανθρώπου, υψώνει τα χέρια του προς τον ουρανό και γεμίζει όλο το είναι του από την προσδοκία της συγχώρεσης. Αυτό του φέρνει δάκρυα στα μάτια, τον εξαγνίζει, τον γαληνεύει εσωτερικά.
Στο κεφάλαιο «Ο πυρισμός του εγώ» της «Ποιητικής» του, ενδοσκοπούμενος για να δείξη πως η ζωή του διχάζεται ανάμεσα σε ορέξεις και πράξεις καθαρά υλιστικές από το ένα μέρος και από το άλλο σε ανατάσεις καθαρά μεταφυσικές της ψυχής, γράφει: «..Αισθάνομαι πως δύο ιδεατές γυναίκες, πότε η μία πότε η άλλη, συγκυρίαρχες κάθονται μέσα στη φαντασία μου. Η μια βακχίδα καλεί οργιαστικά, η άλλη μεγαλόχαρη, κρατεί το χέρι της απλωμένο πάντα από πάνω μου σε μια χειρονομία που μου ευαγγελίζεται ζωή μιας αγνείας παραδείσιας». Απ τήν πρώτη ξεκινά αμαρτωλός και ακόλαστος για να υποταχθή στη δεύτερη μετανοημένος και συντριμμένος με θερμές ικεσίες συγχώρεσης και εξιλασμού. Το τυραννικό, το βασανιστικό αίσθημα της αμαρτίας και της αναμενόμενης τιμωρίας είναι εκείνο που τον κάνει να στρέφη διαρκώς το βλέμμα του προς τον ουρανό. Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και της ενοχής, η βαθειά τύψη είναι η αρχή της μετάνοιας.
Ο καθημερινός εσωτερικός του διάλογος με τον πιο μύχιο εαυτό του δημιουργεί μια συναισθηματική στάση που της έδωσε το όνομα Κασσιανισμό και που αποτελεί για τον Παλαμά μια μεταφυσική ενατένιση της ζωής, που τον οδηγεί σε ουσιαστικά θρησκευτικά βιώματα. Με τον Κασσιανισμό του ο Παλαμάς προσεγγίζει το αληθινό νόημα της Ορθοδοξίας. Ο «οίστρος της ακολασίας», που η Μοναχή Κασσιανή ετόνισε στο πύρινο άσμα της προς τον Νυμφίον και που κατέκαιε τα σπλάχνα της, χρησίμευσε σα θείο πιοτό να θερμάνη και την καρδιά του Παλαμά και να τον καταστήση ένα «πολύαυλον εκκλησιαστικόν όργανον», όπως τον χαρακτήρισε ο Ν. Λούβαρης.
Και ο Λεωνίδας Φιλιππίδης στο βιβλίο του «Ο Κωστής Παλαμάς ως εθνική και θρησκευτική προσωπικότης» θα γράψη:
«Με συναρπάζει η θρησκευτική ιδιοτυπία του Παλαμά, το βάθος των θρησκευτικών του ενοράσεων, το πλάτος της θρησκευτικής του πίστεως, το ύφος της θρησκευτικής του εξάρσεως, το πλέγμα των εσωτέρων θρησκευτικών συγκινήσεων εις τα τρίσβαθα της ψυχής του, ο πόθος του, ο πόνος του και η προσπάθειά του για λύτρωση. Αναμόχλευσε τα απύθμενα τρίσβαθα της ανθρωπίνης προσωπικότητας. Ολόκληρος, ο ζωντανός και ο γραπτός, ο ολοζώντανος Παλαμάς, κάτω από κάθε του λέξη και στίχο και στροφή. Η γραμμή των απομνημονευμάτων του παρουσιάζει ανάγλυφη την εσωτερική πηγαία σχέση θρησκείας και ζωής, σε όλες της ζωής τις εκδηλώσεις, και σ’ αυτές ακόμα που δεν φαίνονται αμέσως, να είναι ειδικά αρωματισμένες από την θρησκευτική πνοή, που μοσχοβολάει το θρησκευτικό βίωμα και η θρησκευτική έξαρσις»
Το καλύτερο εκ μέρους μας μνημόσυνο για τον εθνικό ποιητή που ετίμησε το Έθνος, την Εκκλησία μας και την Ιστορία μας, που σαν τανύπτερος αετός ξεπέρασε εκστατικός από θαυμασμό τις ψηλοκορφές του Ολύμπου και των θεών της αρχαίας Ελλάδας για να φτάση μέχρι του να ψαύση ευλαβικά τα κράσπεδα του θρόνου του αληθινού Θεού της μεγαλωσύνης εν υψηλοίς, του Θεού της Χριστιανικής Ελλάδας, είναι να μελετήσουμε και να προσδιορίσουμε επιστημονικά την θρησκευτική ιδιοτυπία της προσωπικότητάς του.
Τέτοια τιμή ανήκει δίκαια στον Παλαμά. Πολύ μεγαλύτερο όμως ταιριάζει στη μεγαλόπνοη ποιήτρια Κασσιανή που με το ομώνυμο, το αριστούργημα της βυζαντινής υμνολογίας και τα άλλα όπως: «Ότε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρον», «Εξέλθετε εξέλθετε και λαοί», «Κύματι θαλάσσης τον κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον», «Ήπλωσας τα παλάμας» κ.α., ενεργοποίησε το ποιητικό ταλέντο του Παλαμά και έγραψε πάμπολλους σχετικούς στίχους. Έχασε βέβαια η Κασσιανή τις γήϊνες τιμές τότε. Έχασε έναν γαμπρό βασιλιά και δεν υποκλίθηκαν μπροστά της αυλικοί και υπήκοοι του βυζαντινού αυτοκράτορα. Κέρδισε όμως τον ουράνιο Νυμφίο, έκανε και κάνει χιλιάδες Χριστιανούς να γονατίζουν κάθε χρόνο μπροστά σ’ αυτόν τον Νυμφίο, παρακαλώντας για την σωτηρία τους και άφησε πίσω ένα άγιο παράδειγμα και μια άγια φήμη που θυμίζει σ’ όλους μας, ιδιαίτερα τις άγιες μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας, πως όλα τα αγαθά του κόσμου δεν αξίζουν τίποτα μπροστά στη σωτηρία της ψυχής «υπέρ ης Χριστός απέθανεν».–
ΠΗΓΕΣ.
Εφημερίδα-ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
psifides.pblogs.gr

Η Κασσιανή αγία και οι τρείς διαστρεβλώσεις της Μ.Τρίτης



Η προσπάθεια διαστρεβλώσεως έχει σαν ιδιαίτερο στόχο τη βραδιά της Μεγ. Τρίτης. Τρεις, είναι οι σχετικές διαστρεβλώσεις.
Η μία: Το πρόσωπο της Κασσιανής. Είναι γνωστό, πως το βράδυ της Μεγ. Τρίτης ψάλλεται το τροπάριο της Κασσιανής. Είναι το περίφημο δοξαστικό των Αποστίχων· «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή την σην αισθομένη Θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη, μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει…». Πρόκειται για ποιητικό αριστούργημα.
Επιπόλαιοι και ανιστόρητοι άνθρωποι λένε και γράφουν, πως η Κασσιανή ήταν αμαρτωλή και διεφθαρμένη γυναίκα, και μιλώντας η Κασσιανή για την πόρνη γυναίκα του Ευαγγελίου βρίσκει ευκαιρία να μιλήσει για τον εαυτό της. Λάθος. Η Κασσιανή η Κασσία ή Εικασία είναι μια οσία μοναχή του Βυζαντίου, προικισμένη με καταπληκτικό ποιητικό ταλέντο. Αντί για τη βασιλική αλουργίδα προτίμησε το ταπεινό όχημα της μοναχής και έγραψε πολλούς ύμνους. Και ο ωραιότερος ύμνος της είναι ο αποψινός, γνωστός σαν τροπάριο της Κασσιανής.
Η Μαγδαληνή όχι πόρνη
Ποιά λοιπόν είναι η πόρνη γυναίκα, για την οποία μιλάνε όλα τα τροπάρια της Μεγ. Τρίτης (βράδυ); Εδώ είναι η δεύτερη, μεγαλύτερη, διαστρέβλωση. Φυσικά, απαντούν οι διαστρεβλωτές, η πόρνη ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή!… Και το πιπιλίζουν αυτό και καλοπροαίρετοι άνθρωποι, και άνθρωποι της Εκκλησίας. Έχουν ταυτίσει τη Μαγδαληνή με την πόρνη!
Είναι και τούτο αποτέλεσμα της άγνοιας της Αγίας Γραφής. Άγνοια Γραφής= άγνοια Χριστού. Άγνοια Γραφής=άγνοια της αλήθειας. Άγνοια Γραφής= θρίαμβος τής πλάνης.
Και είναι από τις μεγάλες πλάνες αυτό, να ταυτίζουν τη Μαγδαληνή με την πόρνη. Μια πλάνη, που στο μυαλό των έκφυλων και βλάσφημων παίρνει διαστάσεις ασεβείς και βλάσφημες.
Μια για πάντα ας ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Η Μαρία η Μαγδαληνή δεν υπήρξε διεφθαρμένη και πόρνη ποτέ. Ήταν μια ύπαρξη, που έπασχε, και την θεράπευσε ο Χριστός. Ο ευαγγελιστής Λουκάς λέει χαρακτηριστικά για τη Μαρία τη Μαγδαληνή: Ακολουθούσαν τον Ιησού οι δώδεκα μαθητές και γυναίκες, μεταξύ των οποίων «Μαρία καλούμενη Μαγδαληνή, αφ’ ης δαιμόνια επτά εξεληλύθει» (Λουκ 8, 2). Ήταν δαιμονισμένη. Ο Χριστός τής έβγαλε τα δαιμόνια, όπως έβγαλε και τα δαιμόνια τόσων άλλων ανθρώπων. Φαίνεται, πως τα επτά δαιμόνια, που βγήκαν από τη Μαγδαληνή, πήραν μαζί τους κι άλλα δαιμόνια και μπήκαν στις διάνοιες των διεστραμμένων ανθρώπων, που λένε πως η Μαγδαληνή ήταν η πόρνη και που προχωρούν και πετάνε λάσπη κατά του ασπίλου και αναμάρτητου Ιησού. Η λασπολογία στη χειρότερη μορφή.
Η Μαγδαληνή, μετά τη θεραπεία της, ήταν μια από τις ευγενείς εκείνες και άγιες Μυροφόρες γυναίκες.
Ανώνυμη ή πόρνη
Και τότε ποιά είναι η πόρνη, που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού, η πόρνη, για την οποία μιλάνε τα τροπάρια τής Μεγ. Τρίτης (βράδυ); Άγνωστη, ανώνυμη. Ακούσατε σε κανένα τροπάριο το όνομα της πόρνης; Όχι, πουθενά. Αλλά κι ο ευαγγελιστής Λουκάς, που περιγράφει τη σχετική σκηνή, δεν αναφέρει το όνομά της. « Και ιδού γυνή εν τη πόλει, ήτις ην αμαρτωλός» (Λουκ. 7, 37).
Δεν αναφέρει το όνομα της πόρνης, σαν να μη θέλει να διαπομπεύσει την αξιολύπητη εκείνη γυναίκα, δακτυλοδεικτούμενη στη μικρή κοινωνία της πόλεώς της. Αλλ’ ο ιερός συγγραφέας δεν την διασύρει. Αποφεύγει ν’ αποκαλύψει το όνομά της.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι Απόστολοι, ενώ δεν έκρυβαν τις δικές τους ατέλειες και πτώσεις, όταν μιλάνε για μεγάλους αμαρτωλούς που μετανοούν, δεν αναφέρουν το όνομά τους. Δεν θέλουν να διαπομπεύσουν. Έτσι ούτε το όνομα της πόρνης που άλειψε τα πόδια του Κυρίου γνωρίζουμε, ούτε το όνομα της μοιχαλίδας που θέλησαν οι φαρισαίοι να την λιθοβολήσουν γνωρίζουμε, ούτε το όνομα του αιμομίκτη στην πρώτη Εκκλησία της Κορίνθου γνωρίζουμε.
Ανώνυμη η πόρνη. Δεν την ονοματίζουν ο ευαγγελιστής και οι υμνογράφοι. Την βάφτισαν όμως οι παραμυθάδες, και την βγάλανε Μαγδαληνή!
Αλλά και σχετικά με την ανώνυμη πόρνη υπάρχει κάποια διαστρέβλωση, η τρίτη, που είναι και η μεγαλύτερη. Διότι είναι θεωρητική διαστρέβλωση. —Να, λένε οι διαστρεβλωτές, ο Χριστός ήταν φίλος των πόρνων και γενικά των αμαρτωλών. Συναναστρεφόταν μαζί τους και συνέτρωγε. Επομένως δεν είναι κακό πράγμα η πορνεία και η μοιχεία Πορνεία; Φυσικό πράγμα. Μοιχεία; Αναπόφευκτο πράγμα I..
Έτσι στις μέρες μας έχουμε φτάσει στη νομιμοποίηση της πορνείας και της μοιχείας.
Η πορνεία δεν είναι…αμαρτία!
Αλλ’ ας κάνουν ό,τι θέλουν οι άνθρωποι του κόσμου, οι άνθρωποι που έχουν αρνηθεί το Χριστό και το Ευαγγέλιο. Δεν έχουν όμως δικαίωμα να διαστρεβλώνουν έτσι τα πράγματα και να παρουσιάζουν και τον Ιησού Χριστό συνήγορο της πορνείας και της μοιχείας. -Ο Χριστός, λένε, καυτηρίασε τους υποκριτές και τους εκμεταλλευτές, όχι τις πόρνες…!
Έτσι είναι; Το ότι η υποκρισία είναι από τα φοβερότερα αμαρτήματα, κανείς δεν αντιλέγει. Σαν μύδροι εκσφενδονίστηκαν τα «Ουαί» κατά των υποκριτών φαρισαίων. Η υποκρισία είναι σατανικό μίγμα υπερηφάνειας και ψευτιάς.
Αλλ’ ο Χριστός, που καυτηρίασε την υποκρισία, καυτηρίασε και την πορνεία, που είναι κι αύτη μια μορφή υποκρισίας.
Το ότι η πορνεία είναι αμάρτημα, και μάλιστα πολύ μεγάλο, τονίζεται πολλές φορές στην Καινή Διαθήκη. Ο απόστολος Παύλος φωνάζει: «Φεύγετε την πορνείαν».
-Αυτά τα λέει ο Παύλος, όχι ο Χριστός λένε μερικοί, που θέλουν να διαχωρίσουν τη διδασκαλία του Παύλου από το Ευαγγέλιο του Χριστού. Όχι. Ο Χριστός πρώτος καυτηρίασε την πορνεία. Όχι απλώς κατακύρωσε με το θείο κύρος του την 6η εντολή του Δεκάλογου, το «Ου μοιχεύσεις».
Συγχωρεί την πόρνη, δεν αμνηστεύει την πορνεία
-Τότε, θα ρωτήστε, πώς δικαιολογείται η στάση του Χριστού προς την πόρνη της αποψινής βραδιάς;… Μα ποιά στάση; Ο Χριστός δεν δείχνει καμιά ιδιαίτερη στάση στην πόρνη από εκείνη που δείχνει σε κάθε αμαρτωλό. Ο Χριστός συγχωρεί κάθε αμαρτωλό, που μετανοεί. Συγχώρεσε και την πόρνη, που μετανόησε. Η έμφαση δεν είναι στην πορνεία. Συνήθως οι φιλήδονοι και φιλόσαρκοι εκεί κολλάνε, όπως οι μύγες κολλάνε όταν ακαθαρσία. Αλλά στην περίπτωση της πόρνης του Ευαγγελίου η έμφαση είναι στη μετάνοια. Ο Χριστός συγχώρεσε την πόρνη, δεν αμνήστευσε την πορνεία Απόδειξη; Απαντώντας στο φαρισαίο, που σκανδαλίστηκε γιατί  δέχτηκε την πόρνη, παρουσίασε την πορνεία σαν χρέος, σαν μεγάλο αμάρτημα, που συγχωρείται βέβαια γιατί η γυναίκα είχε πίστη, είχε αγάπη στο Χριστό, είχε μετάνοια. Κι όταν μίλησε για την άφεση στην αμαρτωλή, είπε: «Αφέωνται αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, ότι ηγάπησε πολύ» (Λουκ. 7,47).
Η πορνεία καταδικάζεται. Η πόρνη συγχωρείται. Γιατί έκλαψε. Το μύρο με τα δάκρυα της, απετέλεσαν ουράνιο μίγμα. Περισσότερο μοσχοβολούν τα δάκρυα της από τα μύρα της.
Εκείνη έκλαψε. Υμείς; Κανένας μας δεν είναι απαλλαγμένος από ακάθαρτη πράξη ή από ακάθαρτη σκέψη. Αν δεν αμάρτησες ολοκληρωτικά, ίσως ν’ αμάρτησες με μια από τις αισθήσεις, με τα χέρια, με τα αυτιά, με τα μάτια. Ποιός είναι καθαρός «από ρύπου»; Κανείς. Μόνο ο Κύριος είναι απόλυτα αναμάρτητος, Στο κοντάκιο της Μεγ. Τετάρτης ο χριστιανός απευθύνεται στον αναμάρτητο Κύριο και λέει: «Υπέρ την πόρνην, Αγαθέ, ανομήσας, δακρύων όμβρους ουδαμώς σοι προσήξα..». Δεν έχουμε δάκρυα.
Αδελφοί μου! Φίλος των αμαρτωλών ο Χριστός, των αμαρτωλών που μετανοούν. Για τους αμαρτωλούς σταυρώθηκε. Για μας, δηλαδή. Μακάρι, να σπάσει ο βράχος της καρδιάς μας και να ξεπηδήσουν από τα μάτια δάκρυα. Δάκρυα, που θα ελκύσουν το έλεος του Κυρίου και θα χαρίσουν την ποθητή άφεση και κάθαρση.
(Αρχιμ. Δανιήλ Γ. Αεράκη, «Στη Μεγάλη Εβδομάδα»)





 
Ένα τροπάριο του όρθρου της Μ. Τετάρτης (το ψάλλομε Μ. Τρίτη βράδυ) συγκρίνει τον Ιούδα με την πόρνη, που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού. Με συγκλονιστικό τρόπο ο υμνωδός συγκρίνει…τα ασύγκριτα:
«Όταν η αμαρτωλή προσέφερε στον Χριστό το μύρο, τότε ο μαθητής συμφωνούσε με τους παρανόμους την παράδοση του Χριστού. Ενώ αυτή γεμάτη χαρά άδειαζε το πολύτιμο μύρο στα πόδια του Χριστού, ο μαθητής έσπευδε να πωλήσει τον πιο Ανεκτίμητο Θησαυρό του κόσμου. Ενώ αυτή αποκτούσε την επίγνωση ότι ο Ιησούς είναι ο Δεσπότης Θεός, ο Ιούδας έκοβε οριστικά κάθε σχέση μαζί Του. Ενώ αυτή ελευθερωνόταν από τη δουλεία της αμαρτίας, εκείνος γινόταν δούλος του εχθρού διαβόλου…»
Φρίττει και τρομάζει κανείς βλέποντας τόσο μεγάλες … ανατροπές!
Από την μια ένας μαθητής του Χριστού, ένας άνθρωπος –που επί τρία χρόνια ήταν συνέχεια κοντά Του– ξεπέφτει τόσο χαμηλά και Τον προδίδει για να «κερδίσει» πενταροδεκάρες! Ο μαθητής γίνεται προδότης του Διδασκάλου! Ο απόστολος γίνεται συνωμότης! Ο φίλος του Υιού του Θεού γίνεται όργανο του διαβόλου!
Και από την άλλη, μια γυναίκα του δρόμου, μια γυναίκα που πέρασε τη ζωή της μέσα στο βούρκο της πορνείας, ανεβαίνει τόσο ψηλά με την μετάνοιά της, ώστε να αξιωθεί να αλείψει με μύρο τα πόδια του Χριστού! Η πόρνη γίνεται μαθήτρια, απόστολος και κήρυκας της ευσπλαχνίας του Θεού!…
Όλα εξαρτώνται από δύο βασικούς παράγοντες!
Από το αν έχει ο άνθρωπος καθαρά μάτια, για να ιδεί ότι ο Χριστός είναι η μόνη ελπίδα του για απελευθέρωση και άνοδο από τον βάλτο της αμαρτίας· και
Από το αν έχει τη σταθερή απόφαση να «δουλέψει» μαζί με τον Χριστό, για το ξεκόλλημά του από την αμαρτία και το ανέβασμά του στην «ελευθερία της δόξης των τέκνων του Θεού».
Ο Ιούδας ίσως να κατάλαβε ότι ο Χριστός είναι η πηγή της Αληθινής Ελευθερίας. Δεν την αγάπησε όμως αυτήν την Ελευθερία. Βολεύτηκε στη σκλαβιά της φιλαργυρίας. Και αυτό το βόλεμα, τον έκανε κάθε μέρα να βουλιάζει και περισσότερο και να…δικαιολογεί το πάθος του. Δεν έδωσε καμιά σημασία σε κανένα «ξυπνητήρι» που ο Χριστός του «κουδούναγε» συχνά στα αυτιά του. Έτσι οδήγησε τον εαυτό του σε τέτοια αναισθησία, ώστε να μη διστάσει να πουλήσει τον Δάσκαλό Του, για να «κερδίσει»ένα ασήμαντο χρηματικό ποσό!
Η πόρνη είχε νιώσει την φρίκη της σκλαβιάς στο δικό της πάθος. Δεν βολεύθηκε όμως σ’ αυτήν την κόλαση. Έψαχνε για Ελευθερωτή. Έψαχνε ειλικρινά για κάποιον, να την τραβήξει και να την βγάλει από τη λάσπη. Και όταν είδε τον Χριστό, όταν γεύθηκε τη γλυκύτητα της διδασκαλίας του, κατάλαβε ότι Αυτός ήταν ο Μόνος, που μπορούσε να την σώσει. Και έδωσε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό, για να αγοράσει πολύτιμο μύρο και να Του αλείψει με αυτό τα πόδια Του!
Δόξα, Κύριε, σε Σένα, που για να μας ελευθερώσεις, … καταδέχθηκες να πουληθείς! « Τω πραθέντι και ελευθερώσαντι ημάς Κύριε, δόξα Σοι»!
(Αρχιμ. Β.Λ – ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ).

Το τάλαντο.


Σχόλιο στην Μεγάλη Τρίτη
Το χάρισμα είναι «σημείον αντιλεγόμενον» στη ζωή μας. Ο χαρισματικός άνθρωπος θεωρείται πρότυπο, εμπνέει εμπιστοσύνη και μίμηση, οδηγεί σε προόδους όσους τον ακολουθούν. Το χάρισμα όμως είναι και παγίδα. Οδηγεί στην βεβαιότητα της αυτάρκειας, στον ναρκισσισμό, τον θρίαμβο του εγωισμού και μπορεί να προξενήσει περισσότερο κακό, τόσο στον χαρισματούχο όσο και στην κοινωνία.
Η Εκκλησία την Μεγάλη Τρίτη μας δίνει μια πολύτιμη συμβουλή. Ό,τι έχουμε ως χάρισμα δεν είναι δικό μας, αλλά μας δόθηκε από το Θεό. Και είναι ανάγκη να εργαστούμε πάνω σ’ αυτό «φιλοπόνως», για να μη μείνουμε «έξω του νυμφώνος Χριστού». Ο Κύριος, με την παραβολή του ανθρώπου που μοίρασε τα τάλαντα στους δούλους του και ζήτησε λογαριασμό για τη χρήση τους, μας υποδεικνύει ότι δεν αρκεί απλώς να κρατήσει κανείς το τάλαντο. Αν δεν το αύξησε, προσφέροντας, αποδεικνύεται πονηρός και οκνηρός και ο δρόμος του είναι το σκοτάδι της μοναξιάς, η κόλαση του ατομισμού, ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων της ζωής χωρίς ελπίδα και κοινωνία.
Ο Χριστός ζητά από μας ό,τι έχουμε να το μοιραστούμε. Όποιου του δόθηκε αγάπη, να δώσει αγάπη. Όποιου του δόθηκε λόγος, να προσφέρει λόγο. Όποιου του δόθηκε πλούτος, να δώσει πλούτο. Όποιου του δόθηκε γνώση, να προσφέρει γνώση. Ο Κύριος αρνείται το δικαίωμά μας να κρατήσουμε για τον εαυτό μας το χάρισμα ή να το κρύψουμε «υπό γης». Συνεπώς, αρνείται τη φιλοσοφία του δικαιώματος ως στοιχείου ατομικής κατοχύρωσης και ευζωίας και ζητά κοινωνία, συλλογικότητα, φιλαδελφία.
Στην εποχή μας όλοι αγωνιζόμαστε για τα περισσότερα που είναι δικαίωμά μας να τα αποκτήσουμε. Χρήμα, πληροφορία, ηδονή, ελευθερία, εκτάσεις, υλικά αγαθά, δύναμη, εξουσία, μας ανήκουν. Είναι δικαίωμά μας. Η κοινωνία υποχρεώνεται να μας τα χαρίσει ή να μας επιτρέψει να τα κατακτήσουμε. Παρόλα αυτά, με τον πολιτισμό του δικαιώματος, δεν λιγόστεψε η αγωνία, δεν αυξήθηκε η χαρά.
Ο άνθρωπος που εγκλωβίζεται σε ό,τι δικαιούται και δεν μοιράζεται ό,τι του χαρίστηκε παίζει το παιχνίδι του θανάτου, του κακού και του διαβόλου. Αυτοεγκλωβίζεται στην αυτάρκειά του και δεν ζει αληθινά. Ο Κύριος, με το αυθεντικό παράδειγμα της θυσιαστικής αγάπης Του, μας φανερώνει ότι μόνο με το να χαρίζουμε τα χαρίσματά μας, να παραιτούμαστε από τα δικαιώματά μας χάριν της αγάπης για τους άλλους παίζουμε το παιχνίδι της όντως ζωής. Ό,τι μας βγάζει από τον εγωκεντρισμό μας, ό,τι δεν πληρώνεται, είναι το σημαντικό και σπουδαίο. Και αυτό γεννά νέα τάλαντα ή έστω τοκίζεται στην τράπεζα του Θεού. Αυτή που απαρτίζει την Εκκλησία, την στολισμένη από το αίμα των Αγίων, αυτών που δεν λυπήθηκαν τα χαρίσματά τους, τα νιάτα, τη ζωή τους, αλλά τα πρόσφεραν ολοκαύτωμα αγάπης για το Θεό και τον συνάνθρωπο. Δεν αρνούμαστε τα δικαιώματα των χαρισμάτων. Τα μεταμορφώνουμε υπό το πρίσμα του μείζονος. Και αυτό δεν είναι άλλο από τη δωρεά της σωτηρίας. Τους καρπούς του Πνεύματος. Την αγάπη, τη χαρά, την ειρήνη, την μακροθυμία, την καλοσύνη, την πίστη, την αρετή, την ασκητικότητα. Αυτά δεν αγοράζονται. Δωρίζονται. Και αποτελούν το μεγαλύτερο δικαίωμα που μας έδωσε ο Θεός. Αρκεί να παραιτηθούμε από τον ατομισμό και την αυτάρκειά μας. Και αν τα επιστρέψουμε στον Κύριό μας, τότε θα λάβουμε το αντίδωρο της αγάπης Του. Την είσοδό μας στη χαρά Του. Την βεβαιότητα και το γεγονός ότι Αυτός είναι ο προσωπικός Θεός και Σωτήρας μας.
fr. themistoklismourtzanos 


Η Ξηρανθείσα Συκιά (Μεγάλη Δευτέρα)-(Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού)


 
Επείγεται λοιπόν προς το πάθος και βιάζεται να πιεί το ποτήρι του θανάτου, το σωτήριο για όλο τον κόσμο. Έρχεται πεινασμένος για τη σωτηρία της ανθρωπότητας, και δε βρίσκει σ᾽ αυτήν καρπό. Γιατί αυτήν υπαινίσσεται μεταφορικά η συκιά. Ποιός δηλαδή τρώει το πρωί; Ο βασιλιάς, ο Κύριος, ο Δάσκαλος. Νιώθοντας πείνα πρωί-πρωί, δεν εμποδίζει την επιθυμία του φαγητού. Δεν συγκρατεί τη φύση Του, αλλά, σαν κάποιος ακρατής κι ακόλαστος, ορμά ανόητα στο φαγητό, σε ακατάλληλη ώρα. Πώς τότε παιδαγωγεί τους μαθητές Του να μην τους νικά το πάθος της επιθυμίας; Δεν είναι έτσι το πράγμα. Αλλά όπως μιλούσε διδάσκοντας με παραβολικούς λόγους, έτσι εκτελεί και τις παραβολές με έργο. Πλησίασε στη συκιά πεινώντας. Η συκιά υποδήλωνε τη φύση της ανθρωπότητας. Ο καρπός της συκιάς είναι γλυκός, τα φύλλα της τραχιά κι άχρηστα κι έτοιμα για τη φωτιά. Αλλά και η φύση της ανθρωπότητας είχε γλυκύτατο τον καρπό της αρετής, έχοντας από το Θεό την εντολή να την καρποφορεί, εξαιτίας όμως της ακαρπίας της στην αρετή έβγαλε τα τραχιά φύλλα.
Πράγματι τί υπάρχει τραχύτερο από τις βιοτικές μέριμνες; Ήταν κάποτε γυμνοί ο Αδάμ και η Εύα και δεν ένιωθαν ντροπή. Γυμνοί στην απλότητα και την απέριττη ζωή τους. Ούτε τέχνη είχαν ούτε βιοτικές μέριμνες. Δεν επινοούσαν τρόπους πως να σκεπάσουν τη γύμνια του σώματός τους. Δεν ντρέπονταν για την ακτημοσύνη τους ούτε για τη λιτότητα της ζωής τους, αλλά, αν και ήταν γυμνοί στο σώμα, τους σκέπαζε η Θεία Χάρη. Δεν είχαν σωματικό φόρεμα, αλλά φορούσαν ένδυμα αφθαρσίας. Όταν όμως παράκουσαν, βρέθηκαν μακριά από τη Χάρη που τους σκέπαζε. Απογυμνώθηκαν από την έκστασή τους προς το Θεό και τη θεωρία Του. Είδαν τη γύμνωση του σώματός τους. Πόθησαν τα ευχάριστα της ζωής. Βρέθηκαν μέσα στη φτωχική και στερημένη ζωή. Έραψαν φόρεμα από φύλλα συκιάς κι έκαναν περιζώματα, έκαναν πολλούς λογισμούς και βρήκαν την τραχιά και γεμάτη μέριμνες και πόνους ζωή. «Με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα φας το ψωμί σου. Καταραμένη θα είναι για τα έργα σου η γη, θα βγάλει για σένα αγκάθια και τριβόλια και θα καταλήξεις στη γη» (Γεν. 3, 17, 19).
Απόχτησες γήινα φρονήματα, γι’ αυτό η στροφή σου θα γίνει προς τη γη. Έγινες ένα με τα άλογα ζώα, αφού δεν κατάλαβες ότι είχες τιμητική θέση (Ψαλμ. 48, 13). Ήσουν στους κόλπους του Θεού και δεν κατάλαβες την καρποφόρο αρετή. Προτίμησες την απόλαυση των γήινων κι αγάπησες τη ζωή των αλόγων ζώων. Είσαι γη και θα καταλήξεις στη γη. Θα κληρονομήσεις το θάνατο, όπως τα άλογα ζώα. Αυτός είναι ο λόγος που φοράει και τους δερμάτινους χιτώνες (Γεν. 3, 21). Όντας με το σώμα του ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο –ενώ πρώτα ζούσε στον παράδεισο της τρυφής και κατοικούσε σε βασιλικά διαμερίσματα– απόκτησε έπειτα θνητό και παχύ σώμα, ικανό να αντέχει στους κόπους. Είναι αληθινά τραχιά τα φύλλα της συκιάς της φύσης μας, της απειθάρχητης κακίας της φύσεώς μας. Σ᾽ αυτή τη συκιά, τη φύση δηλαδή της ανθρωπότητας, πήγε ο Σωτήρας πεινώντας και ζητώντας από αυτήν το γλυκύτατο καρπό, δηλαδή τη γλυκύτατη για το Θεό αρετή, με την οποία πραγματοποιεί τη σωτηρία μας. Και δεν βρήκε καρπό, παρά φύλλα μονάχα, την τραχιά και πικρή αμαρτία και ό,τι κακό φυτρώνει από αυτήν. Γι’ αυτό και της λέει επιτιμητικά: «Ποτέ πια δεν θα δώσεις καρπούς» (Ματθ. 11, 19). Γιατί η σωτηρία δεν προέρχεται από τους ανθρώπους. Η αρετή δεν προέρχεται από ανθρώπινη δύναμη. Εγώ θα φέρω τη σωτηρία σας και με το πάθος μου θα σας χαρίσω την ανάσταση. Θα σας χαρίσω επιπλέον και την απαλλαγή από την πολύ σκληρή αυτή ζωή που τώρα ζείτε. Αυτά είπε και βέβαια όπως τα είπε, τα πραγματοποίησε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου