Το
γεγονός της Αναστάσεως στη χριστιανική συνείδηση είναι συνέχεια του
γεγονότος του Σταυρού. Όρθώς ή Εκκλησία διακηρύσσει ότι ό Χριστός
«Σταυρόν ύπομείνας δι' ημάς, θανάτω θάνατον ώλεσεν» (Πεντηκοστάριον).
Έτσι, από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, ή Ανάσταση παραλληλίζεται ή
καί συμβολίζεται με την εικόνα της Σταυρώσεως.
Μια τέτοια συμβολική παράσταση της Αναστάσεως συναντούμε σε
σαρκοφάγους του 4ου μ.Χ. αιώνα, οί όποιες φυλάσσονται στο μουσείο
Λατερανού της Ρώμης. Πρόκειται για δύο από τίς λεγόμενες σαρκοφάγους
των «Παθών» του Χρίστου, στίς όποιες ή Ανάσταση απεικονίζεται στο
κέντρο κάθε εικόνας. Ή Ανάσταση των εν λόγω σαρκοφάγων παριστάνεται με
το λάβαρο του Μ. Κωνσταντίνου: σταυρός στολισμένος με δάφνινο στεφάνι
-στίς άκρες του οποίου παριστάνονται δύο πετεινοί- που περικλείει το
μονόγραμμα του Χριστού, ενώ στη βάση απεικονίζονται δύο κοιμώμενοι
στρατιώτες της κουστωδίας πού είχαν τοποθετήσει στον τάφο του Χριστού,
επειδή φοβόνταν την κλοπή του θείου σώματος από τους μαθητές, οι όποιοι
θα έλεγαν μετά στο λαό ότι «ήγέρθη από των νεκρών» (Ματθ. 27, 64).
'Ενας
άλλος συμβολικός τρόπος απεικονίσεως της Αναστάσεως, ήδη από την εποχή
των κατακομβών, είναι ή παράσταση του προφήτη Ίωνά, ό όποιος
αποβάλλεται -σώος καί αβλαβής- από την κοιλιά του κήτους. Βλέπε καί τη
σχετική διήγηση (Ίωνά α' -δ'), ή οποία διαβάζεται ως προφητεία στον
Εσπερινό του Μεγάλου Σαββάτου,ακριβώς ένεκα της βαθιάς συμβολικότητάς
της. Όρθώς ό Ίωνάς θεωρείται ως προεικόνιση του Χρίστου, άφού ό ίδιος ό
Κύριος εΐχε τονίσει, όταν έλεγε στους Φαρισαίους: «... ώσπερ γαρ
έγένετο Ίωνάς ό προφήτης εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας καί τρεις
νύκτας, ούτως εσται καί ό Υιός του Άνθρωπου εν τη καρδία της γης τρεις
ημέρας καί τρεις νύκτας» (Ματθ. 12,40). Μετά δε την τριήμερο ταφή, ό
Χριστός ανέστη, όπως «καί ό Ίωνάς έκβήκεν από το κήτος τριήμερος» (άγ.
Νικόδημος Αγιορείτης, Έορτοδρόμιον). Ένεκα τούτου, ό ιερός Δαμασκηνός
γράφει (στον ειρμό της ς' ωδής του περίφημου κανόνα του Πάσχα), τα έξης:
«Κατήλθες εν τοις κατωτατοις της γης καί συνετριψας μοχλούς αιωνίους
κατόχους πεπεδημένων Χριστέ, καί τριήμερος, ως εκ κήτους Ίωνάς,
έξανέστης του τάφου» (Πεντηκοστάριον).
Αξιοπρόσεκτο είναι καί το δίπτυχο από ελεφαντόδοντο στο Μουσείο της Ραβέννας (αρχές του 6ου αιώνα), όπου με ιδιαίτερη ζωντάνια απεικονίζεται ό Ίωνάς με το κήτος. Γενικά, ή ιστορία του Ίωνά, πού συμβολίζει τη λύτρωση καί την ανάσταση των νεκρών, είναι ένα ιδιαίτερα αγαπητό θέμα στη ζωγραφική των κατακομβών καί των σαρκοφάγων.(Για τα θέματα αυτά βλέπε Γ.Β. Άντουράκη, Χριστιανική Ζωγραφική, "Αθήνα 2001, σσ. 34,65,76 κ.έ., οπού καί παραδείγματα εικόνων).
Κατά
τον 6ο αιώνα, εμφανίστηκε -προς λειτουργική χρήση- ένας άλλος
εικονογραφικός τύπος της Αναστάσεως. Είναι γνωστός ως «Λίθος», οπού
εικονίζονται οί Μυροφόρες στο «κενό μνημείο» ή καί ή εμφάνιση του
Χριστού σε αυτές. Στό γνωστό Ευαγγέλιο του Ραμπουλα (τέλη του 6ου
αιώνα), κάτω από τη Σταύρωση έχουν εικονιστεί δύο παραστάσεις με
θριαμβευτικό χαρακτήρα: οί Μυροφόρες μπροστά στο κενό μνημείο καί ό
Χριστός, πού εμφανίζεται σ' αυτές, ντυμένος με το λευκό χιτώνα της
Αναστάσεως. Στό κέντρο ακριβώς της συνθέσεως αυτής, υπάρχει το άδειο
μνημείο καί οί κοιμώμενοι στρατιώτες, ό δε Τάφος του Χριστού ξεχωρίζει
τίς δύο παραστάσεις αυτές.
Αξιοπρόσεκτος
είναι ένας άγγελος -ολόλευκα ντυμένος- καθήμενος πάνω στον
άποκεκυ-λισθέντα λίθο. Με τη χαρακτηριστική του κίνηση λέγει στίς
Μυροφόρες: «ήγέρθη, ουκ εστίν ώδε· ίδε ό τόπος οπού εθηκαν » (Μαρκ.
16,6).
Στήν
άλλη παρασταση της εμφανίσεως του αναστημένου Χριστού (πού ευλογεί), οί
Μυροφόρες παριστάνονται γονυπετείς στο έδαφος καί προσκυνούν τον Κύριο
τους.Το θέμα των Μυροφόρων στον τάφο γνωρίζει μεγάλη διάδοση, άφού
παριστάνεται - μαζί με άλλες σκηνές του Δωδεκαόρτου- καί σε κάλυμμα
ξύλινης λειψανοθήκης στο παρεκκλήσιο Sancta Sanctonum του Λατερανού
(σήμερα φυλάσσεται στα Βατικανό).
Αξιοπρόσεκτη είναι καί μία εξαίρετη παράσταση σε ελεφαντόδοντο (5ου αιώνα), με τίς Μυροφόρες στον Τάφο, σε αρχαϊκότερη βέβαια μορφή. Ή απλή ομορφιά αύτού του παλαιού έλαφαντοστού, στο φύλλο ενός δίπτυχου, χαρακτηρίζει τη μετάβαση από την κλασική στη χριστιανική τέχνη. Οί δύο επάλληλες σκηνές εικονίζουν δύο φάσεις του ίδιου έπεισοδίου. Στή μία φαίνονται οί κοιμώμενοι φρουροί καί στην άλλη ό άγγελος να χαιρετά τίς Μυροφόρες στην είσοδο του Τάφου. Στό εν λόγω έργο, ό αναστημένος Χριστός δεν εικονίζεται, άφοϋ ή χριστιανική τέχνη εκφράζεται ακόμη με συμβολισμούς. Ό τάφος θυμίζει τη μικρή έκκλησία, πού χτίστηκε πάνω από τον Πανάγιο Τάφο (κατά τον 4ο αιώνα). Το έλεφαντό δοντο αυτό βρίσκεται σε ιδιωτική συλλογή του Μιλάνου (πρβλ. Παγκόσμια Ιστορία Τέχνης, τ. 4, σ. 142). Επίσης, μια εξαίρετη παράσταση των Μυροφόρων στον Τάφο του Χρίστου υπάρχει σε ψηφιδωτό του Αγίου Άπολλιναρίου του Νέου στη Ραβέννα (αρχές του 6ου αιώνα). Είναι το καλύτερο δείγμα του εικονογραφικού αυτοί τύπου (του έτους 526). Ή παράσταση αυτή συνυπάρχει με τις άλλες σκηνές των παραβολών, των θαυμάτων καί των Παθών του Χριστού, πού ιστορούνται στην ανώτερη(πάνω από τα παράθυρα) ζώνη ψηφιδοτών. Ό ψηφιδογράφος καλλιτέχνης περνα αμέσως από την Προδοσία του Ίού-. στήν Ανάσταση του Χρίστου. Όπως και στην αρχαιότερη τέχνη, ό Χριστός δεν Εικονίζεται ταπεινωμένος, σταυρωμένος, ή την στιγμή που τον κατεβάζουν από το σταυρό. Στή λιτότατη παράσταση των Μύροφόρων, τα πάντα έχουν συναρμοσθεί ,ώστε να δηλώνουν την απουσία του Χριστού, όπως: ή ανοικτή πύλη του προβεβλημένου τάφου, τα ανοικτά χέρια των δύο γυναικών, ή ευφρόσυνη αταραξία του αγγέλου. Επίσης, ή ένταση με την οποία διαγράφεται ό χώρος των νεκρών -ό κλασικός θόλος του τάφου- έχει ως αντίρροπο το αίσθημα απουσίας πού τον διαπνέει.Σημειωτέον ότι την πράσταση των Μυροφόρων ακολουθεί ή «Ψηλάφηση του Θωμά», πού καί αυτή ανήκει στις ιστορικές μαρτυρίες της Αναστάσεως, ήδη κατά την πρώτη περίοδο της Χριστιανικής Εικονογραφίας (πριν καί μετά την Εικονομαχία). Γεγονός όμως είναι ότι το μεγάλο θέμα της εις "Αδου Καθόδου του Χρίστου, καθώς καί οι «συμπληρωματικές» σκηνές της Αναστάσεως (Μυροφόρες, ή Ψηλάφηση του Θωμά κ.ά.), πολλαπλασιάζονται καί επικρατούν στην ορθόδοξη αγιογραφία της Ανατολής κυρίως, μετά το θρίαμβο καί την επικράτηση των ιερών εικόνων (843 κ.έ.) καί καθ' όλη τη βυζαντινή καί μεταβυζαντινή περίοδο, αλλά καί μέχρι σήμερα. Εννοείται ότι ή παρατήρηση αυτή ισχύει όχι μόνο για τα μεγάλα θέματα του Δωδεκαόρτου, αλλά για τα περισσότερα θέματα των εικονογραφικών κύκλων.
Στίς μεγαλυτέρων διαστάσεων εκκλησίες, ζωγραφίζεται σε μεγαλύτερη κλίμακα -όπως καί ό Ευαγγελισμός, ή Μεταμόρφωση καί ή Σταύρωση-είναι όμως δυνατόν να συναντήσουμε την παράσταση της εις Αδου Καθόδου καί στο νάρθηκα ('Οσιος Λουκάς Βοιωτίας), σπανιότερα δε, στη βόρεια κόγχη του κυρίως ναού (Νέα Μονή Χίου). Το φαινόμενο αυτό δεν είναι ανεξήγητο, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι το Δωδεκάορτο (τουλάχιστον τον 11ο αιώνα) ιστορείται καί στον κυρίως ναό και στο νάρθηκα.
Γεγονός όμως είναι ότι ή «αγιοκαταταξη» του Δωδεκαόρτου δεν έχει
πάντοτε μια σταθερή θέση. Συνήθως ιστορείται στους τοξωτούς χαμηλούς
τοίχους (καμάρες) των μικρότερων καμαροσκεπών ναών, ενώ στους
τρουλλαίους εγγεγραμμένους ναούς, στις υψηλότερες επιφάνειες. Ή εις
'Αδου Κάθοδος, είτε είναι απόρροια ρωμαϊκών προτύπων είτε εμπνέεται
από την κάθοδο του Ηρακλή στον 'Αδη, είναι μία παράσταση πού διακρίνεται
όχι μόνο για την πολλαπλότητα των έγκλειομένων εννοιών, αλλά καί για
την πλούσια καί υψηλή της αισθητική απόδοση. Οι Μυροφόρες στον Τάφο ή ή
παράσταση του «Λίθου» είναι ένας «ποιητικός» τύπος της Αναστάσεως,
κυρίως της πρώϊμης βυζαντινής εποχής.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό -καί περισσότερο «ανθρώπινο» ή συναισθηματικό- είναι το υπέροχο ανοιξιάτικο τοπίο (φόντο) του «Λίθου» των Μυροφόρων. Ή φωτεινή αυτή σκηνή «ομιλεί» καί συγκινεί περισσότερο τις ψυχές των πιστών. Αντίθετα, ή εις 'Αδου Κάθοδος - "Ανάσταση του Χρίστου είναι ό δογματικός καί ό ιδιαίτερα αναγωγικός εικονογραφικός τύπος, ελεύθερος από τις συμβάσεις του χώρου καί του χρόνου,στους οποίους όμως αναφέρεται άμεσα. Ό συγκερασμός του πνευματικού καί της πράξεως, του μνημειώδους καί του ταπεινού, του δυναμισμού καί της ιερατικής μεγαλοπρέπειας, συνετέλεσε στην ακτινοβολία του εικονογραφικού αυτού τύπου, ό όποιος ορθώς κατέστη προσφιλέστατος καί επικράτησε να παρίσταται ως «Ανάστασις», όχι μόνο καθ' όλη τη βυζαντινή περίοδο, αλλά καί μετά την 'Αλωση (1453 κ.έ).
Γεγονός εΐναι ότι κάποιοι μεταβυζαντινοί αγιογράφοι του του-18ου αιώνα, ακολουθώντας το «σύριο» της εποχής τους καί για να «βγάλουν το ψωμί τους», άλλοτε απεικόνιζαν καθαρά βυζαντινά πρότυπα καί άλλοτε δυτικά. Πάντως, πέρα από τη ζωηρή εντύπωση πού θέλει να προξενήσει ό δυτικός τύπος της Αναστάσεως, το πρόβλημα είναι πρωτίστως πνευματικό καί δευτερευόντως αισθητικό. Όμως, ή άποκύλιση του λίθου «από της θύρας του μνημείου» -πού είναι κύριο χαρακτηριστικό του δυτικού τύπου τής Αναστάσεως- αναφέρεται από όλους τους Ιερούς Ευαγγελιστές (πρβλ. Ματθ. 28, 2 Μάρκ. 16,4 Λουκ. 24, 2 Ίω. 20, 2), αλλά δέν έγινε για να... διευκολυνθεί ό Παντοδύναμος Χριστός να βγει από τον τάφο! Έγινε για να διαπιστώσουν την Άνάστασή του, κυρίως οι Απόστολοι καί οι Μυροφόρες.
Κατά την πίστη της Όρθοδοξίας, ό Χριστός αναστήθηκε «έσφραγισμένου του μνήματος...» (Κυριακή του Θωμά, Πεντηκοστάριον). Αυτή τη συνείδηση εΐχαν καί άλλοι υμνογράφοι, καθώς καί οι Πατέρες της Εκκλησίας, εκφράζοντας το ορθόδοξο φρόνημα των πιστών, Οπως ό Μ. Αθανάσιος (Ρ.υ. 25, 140), ό Ίουστίνος (Αμφιβαλλόμενα) Β.Ε.Π.Ε.Σ., τ. 4, σ. 129), ό Ιωάννης ό Χρυσόστομος (Όμιλία εις το κατά Ματθαίον, Ρ.υ. 58, 783) κ.λπ.Ό Φώτης Κόντογλου θεωρεί το δυτικό αυτό εικονογραφικό τύπο «έστερημένον πανταπασιν από το πνευματικόν καί μυστικόν νόημα οπού έχει ό βυζαντινός τύπος της Αναστάσεως» (Έκφρασις, τ.Α', σ. 181). «Ευχής έργον θα ήτο, εάν ό τύπος ούτος των Δυτικών, ως ανιστόρητος, απλώς εντυπωσιακός, αλλά καί ουσιαστικώς άντορθόδοξος, έγκατελείπετο, έπανήρχετο δε ή Εκκλησία ημών αποκλειστικώς εις τον τύπον της σεβάσμιας αυτής παραδόσεως, ήτοι τον της εις "Αδου Καθόδου». Βλέπε Κ. Καλοκυρη, Ή Ζωγραφική της Όρθοδοξίας (σ. 144). του Γεωργίου Αντουράκη,Αρχαιολόγου Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Αξιοπρόσεκτο είναι καί το δίπτυχο από ελεφαντόδοντο στο Μουσείο της Ραβέννας (αρχές του 6ου αιώνα), όπου με ιδιαίτερη ζωντάνια απεικονίζεται ό Ίωνάς με το κήτος. Γενικά, ή ιστορία του Ίωνά, πού συμβολίζει τη λύτρωση καί την ανάσταση των νεκρών, είναι ένα ιδιαίτερα αγαπητό θέμα στη ζωγραφική των κατακομβών καί των σαρκοφάγων.(Για τα θέματα αυτά βλέπε Γ.Β. Άντουράκη, Χριστιανική Ζωγραφική, "Αθήνα 2001, σσ. 34,65,76 κ.έ., οπού καί παραδείγματα εικόνων).
Αξιοπρόσεκτη είναι καί μία εξαίρετη παράσταση σε ελεφαντόδοντο (5ου αιώνα), με τίς Μυροφόρες στον Τάφο, σε αρχαϊκότερη βέβαια μορφή. Ή απλή ομορφιά αύτού του παλαιού έλαφαντοστού, στο φύλλο ενός δίπτυχου, χαρακτηρίζει τη μετάβαση από την κλασική στη χριστιανική τέχνη. Οί δύο επάλληλες σκηνές εικονίζουν δύο φάσεις του ίδιου έπεισοδίου. Στή μία φαίνονται οί κοιμώμενοι φρουροί καί στην άλλη ό άγγελος να χαιρετά τίς Μυροφόρες στην είσοδο του Τάφου. Στό εν λόγω έργο, ό αναστημένος Χριστός δεν εικονίζεται, άφοϋ ή χριστιανική τέχνη εκφράζεται ακόμη με συμβολισμούς. Ό τάφος θυμίζει τη μικρή έκκλησία, πού χτίστηκε πάνω από τον Πανάγιο Τάφο (κατά τον 4ο αιώνα). Το έλεφαντό δοντο αυτό βρίσκεται σε ιδιωτική συλλογή του Μιλάνου (πρβλ. Παγκόσμια Ιστορία Τέχνης, τ. 4, σ. 142). Επίσης, μια εξαίρετη παράσταση των Μυροφόρων στον Τάφο του Χρίστου υπάρχει σε ψηφιδωτό του Αγίου Άπολλιναρίου του Νέου στη Ραβέννα (αρχές του 6ου αιώνα). Είναι το καλύτερο δείγμα του εικονογραφικού αυτοί τύπου (του έτους 526). Ή παράσταση αυτή συνυπάρχει με τις άλλες σκηνές των παραβολών, των θαυμάτων καί των Παθών του Χριστού, πού ιστορούνται στην ανώτερη(πάνω από τα παράθυρα) ζώνη ψηφιδοτών. Ό ψηφιδογράφος καλλιτέχνης περνα αμέσως από την Προδοσία του Ίού-. στήν Ανάσταση του Χρίστου. Όπως και στην αρχαιότερη τέχνη, ό Χριστός δεν Εικονίζεται ταπεινωμένος, σταυρωμένος, ή την στιγμή που τον κατεβάζουν από το σταυρό. Στή λιτότατη παράσταση των Μύροφόρων, τα πάντα έχουν συναρμοσθεί ,ώστε να δηλώνουν την απουσία του Χριστού, όπως: ή ανοικτή πύλη του προβεβλημένου τάφου, τα ανοικτά χέρια των δύο γυναικών, ή ευφρόσυνη αταραξία του αγγέλου. Επίσης, ή ένταση με την οποία διαγράφεται ό χώρος των νεκρών -ό κλασικός θόλος του τάφου- έχει ως αντίρροπο το αίσθημα απουσίας πού τον διαπνέει.Σημειωτέον ότι την πράσταση των Μυροφόρων ακολουθεί ή «Ψηλάφηση του Θωμά», πού καί αυτή ανήκει στις ιστορικές μαρτυρίες της Αναστάσεως, ήδη κατά την πρώτη περίοδο της Χριστιανικής Εικονογραφίας (πριν καί μετά την Εικονομαχία). Γεγονός όμως είναι ότι το μεγάλο θέμα της εις "Αδου Καθόδου του Χρίστου, καθώς καί οι «συμπληρωματικές» σκηνές της Αναστάσεως (Μυροφόρες, ή Ψηλάφηση του Θωμά κ.ά.), πολλαπλασιάζονται καί επικρατούν στην ορθόδοξη αγιογραφία της Ανατολής κυρίως, μετά το θρίαμβο καί την επικράτηση των ιερών εικόνων (843 κ.έ.) καί καθ' όλη τη βυζαντινή καί μεταβυζαντινή περίοδο, αλλά καί μέχρι σήμερα. Εννοείται ότι ή παρατήρηση αυτή ισχύει όχι μόνο για τα μεγάλα θέματα του Δωδεκαόρτου, αλλά για τα περισσότερα θέματα των εικονογραφικών κύκλων.
Έξέλιξη της εις Άδου Καθόδου ή Αναστάσεως
Ή
είς 'Αδου Κάθοδος -ως ό κατεξοχήν βυζαντινός εικονογραφικός τύπος της
ορθόδοξης Αναστάσεως- επικρατεί όριστικά στην Ανατολή, κυρίως από την
εποχή των Μακεδόνων και των Κομνηνών. Στήν περίοδο αυτή -και μάλιστα
στους 11ο καί 12ο αιώνες- συναντούμε τα καλύτερα δείγματα σε ψηφιδωτά
καί τοιχογραφίες. Ασφαλώς, ή είς Άδου Κάθοδος ιστορείται μαζί με τις
άλλες παραστάσεις του Δωδεκαόρτου, αλλά σχεδόν πάντοτε εΐναι δίπλα στη
Σταύρωση (ως φυσικό επακόλουθο της) ή σε μία ευθεία σχέση με αύτη
(απέναντι). Συνήθως ή Ανάσταση ιστορείται στους χαμηλούς τοίχους
(νότιο η βόρειο) των ορθοδόξων ναών, ανάλογα βέβαια με το μέγεθος
τους. Στίς μεγαλυτέρων διαστάσεων εκκλησίες, ζωγραφίζεται σε μεγαλύτερη κλίμακα -όπως καί ό Ευαγγελισμός, ή Μεταμόρφωση καί ή Σταύρωση-είναι όμως δυνατόν να συναντήσουμε την παράσταση της εις Αδου Καθόδου καί στο νάρθηκα ('Οσιος Λουκάς Βοιωτίας), σπανιότερα δε, στη βόρεια κόγχη του κυρίως ναού (Νέα Μονή Χίου). Το φαινόμενο αυτό δεν είναι ανεξήγητο, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι το Δωδεκάορτο (τουλάχιστον τον 11ο αιώνα) ιστορείται καί στον κυρίως ναό και στο νάρθηκα.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό -καί περισσότερο «ανθρώπινο» ή συναισθηματικό- είναι το υπέροχο ανοιξιάτικο τοπίο (φόντο) του «Λίθου» των Μυροφόρων. Ή φωτεινή αυτή σκηνή «ομιλεί» καί συγκινεί περισσότερο τις ψυχές των πιστών. Αντίθετα, ή εις 'Αδου Κάθοδος - "Ανάσταση του Χρίστου είναι ό δογματικός καί ό ιδιαίτερα αναγωγικός εικονογραφικός τύπος, ελεύθερος από τις συμβάσεις του χώρου καί του χρόνου,στους οποίους όμως αναφέρεται άμεσα. Ό συγκερασμός του πνευματικού καί της πράξεως, του μνημειώδους καί του ταπεινού, του δυναμισμού καί της ιερατικής μεγαλοπρέπειας, συνετέλεσε στην ακτινοβολία του εικονογραφικού αυτού τύπου, ό όποιος ορθώς κατέστη προσφιλέστατος καί επικράτησε να παρίσταται ως «Ανάστασις», όχι μόνο καθ' όλη τη βυζαντινή περίοδο, αλλά καί μετά την 'Αλωση (1453 κ.έ).
Αναστάσεις δυτικού τύπου
Αξιοπρόσεκτο
εΐναι ότι κατά το 17ο αιώνα εμφανίζεται και στην ορθόδοξη εικονογραφία ό
γνωστός δυτικός τύπος της Αναστάσεως, με το Χριστό να ξεπροβάλλει
αλματωδώς από τον τάφο (κρατώντας μάλιστα και σημαία!), ενώ ένας
άγγελος φαίνεται να σηκώνει το λίθο του μνημείου, για να εξέλθει ό
Ιησούς. 'Ενα από τα παλαιότερα παραδείγματα μιας τέτοιας εικόνας της
Αναστάσεως - με το Χριστό να προβάλλει από ένα λαρνακοειδή
τάφο-βρίσκεται στο Βυζαντινό μας Μουσείο.Πρόκειται για μια φορητή εικόνα
του Ηλία Μόσκου (του έτους 1657), ο όποιος, ως γνωστόν, ανήκει στην
ομάδα εκείνη τών μεγάλων ζωγράφων της Κρητικής Σχολη; (Εμμανουήλ Τζάνε,
Θ.Πουλάκη κ.α.), οι οποίοι δανείστηκαν στοιχεία από τη δυτική τέχνη, σε
μια προσπάθεια «δήθεν άνανεώσεως» της παραδοσιακής μας αγιογραφίας.
'Ομως, λίγα χρόνια αργότερα (το 1670), ό ίδιος ό Ηλίας Μόσκος επανήλθε
στήν ορθόδοξη παράδοση, φιλοτεχνώντας την εις 'Αδου Κάθοδο, πού
φυλάσσεται στο Μουσείο Μπενάκη.Γεγονός εΐναι ότι κάποιοι μεταβυζαντινοί αγιογράφοι του του-18ου αιώνα, ακολουθώντας το «σύριο» της εποχής τους καί για να «βγάλουν το ψωμί τους», άλλοτε απεικόνιζαν καθαρά βυζαντινά πρότυπα καί άλλοτε δυτικά. Πάντως, πέρα από τη ζωηρή εντύπωση πού θέλει να προξενήσει ό δυτικός τύπος της Αναστάσεως, το πρόβλημα είναι πρωτίστως πνευματικό καί δευτερευόντως αισθητικό. Όμως, ή άποκύλιση του λίθου «από της θύρας του μνημείου» -πού είναι κύριο χαρακτηριστικό του δυτικού τύπου τής Αναστάσεως- αναφέρεται από όλους τους Ιερούς Ευαγγελιστές (πρβλ. Ματθ. 28, 2 Μάρκ. 16,4 Λουκ. 24, 2 Ίω. 20, 2), αλλά δέν έγινε για να... διευκολυνθεί ό Παντοδύναμος Χριστός να βγει από τον τάφο! Έγινε για να διαπιστώσουν την Άνάστασή του, κυρίως οι Απόστολοι καί οι Μυροφόρες.
Κατά την πίστη της Όρθοδοξίας, ό Χριστός αναστήθηκε «έσφραγισμένου του μνήματος...» (Κυριακή του Θωμά, Πεντηκοστάριον). Αυτή τη συνείδηση εΐχαν καί άλλοι υμνογράφοι, καθώς καί οι Πατέρες της Εκκλησίας, εκφράζοντας το ορθόδοξο φρόνημα των πιστών, Οπως ό Μ. Αθανάσιος (Ρ.υ. 25, 140), ό Ίουστίνος (Αμφιβαλλόμενα) Β.Ε.Π.Ε.Σ., τ. 4, σ. 129), ό Ιωάννης ό Χρυσόστομος (Όμιλία εις το κατά Ματθαίον, Ρ.υ. 58, 783) κ.λπ.Ό Φώτης Κόντογλου θεωρεί το δυτικό αυτό εικονογραφικό τύπο «έστερημένον πανταπασιν από το πνευματικόν καί μυστικόν νόημα οπού έχει ό βυζαντινός τύπος της Αναστάσεως» (Έκφρασις, τ.Α', σ. 181). «Ευχής έργον θα ήτο, εάν ό τύπος ούτος των Δυτικών, ως ανιστόρητος, απλώς εντυπωσιακός, αλλά καί ουσιαστικώς άντορθόδοξος, έγκατελείπετο, έπανήρχετο δε ή Εκκλησία ημών αποκλειστικώς εις τον τύπον της σεβάσμιας αυτής παραδόσεως, ήτοι τον της εις "Αδου Καθόδου». Βλέπε Κ. Καλοκυρη, Ή Ζωγραφική της Όρθοδοξίας (σ. 144). του Γεωργίου Αντουράκη,Αρχαιολόγου Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου