Toυ Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα
Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Προσεγγίζοντας κάποιος το Θείο
Πάθος, τον επίλογο δηλ. του σχεδίου του Θεού για την σωτηρία του κόσμου,
στέκεται πρωτίστως στην ιστόρηση των γεγονότων από τα Ευαγγέλια,
επιλεγμένα κείμενα των οποίων διαβάζονται ως «Δώδεκα Ευαγγέλια» κάθε
χρόνο τη Μεγάλη Πέμπτη κατά την Ακολουθία των Παθών. Αυτά καταγράφουν με
κάθε λεπτομέρεια τα διαδραματισθέντα από τη Σύλληψη του Χριστού μέχρι
τη Σταύρωση, την Ταφή και την Ανάστασή Του. Η παραπομπή ωστόσο
στη μαρτυρία των Ευαγγελίων δεν θεωρείται αξιόπιστη από ορισμένους, οι
οποίοι τοποθετούνται με πολλά ερωτηματικά, ιδίως απέναντι στην διακήρυξη
της Ανάστασης του Κυρίου, εκτιμώντας ότι ενδέχεται να έχει γίνει κάποια
αλλοίωση των γεγονότων από τους Ευαγγελιστές για να παρουσιάσουν τον
Χριστό, όπως αυτοί θέλουν. Οι αρνητές μάλιστα της Θεότητας του Χριστού
δεν έχουν καμιά αμφιβολία για αυτό. Πέρα από την ένσταση αυτή, εγείρεται
από πολλούς η επιφύλαξη, πώς είναι δυνατόν να θυμούνται οι
Ευαγγελιστές, ύστερα από πενήντα τόσα χρόνια που έγραψαν τα Ευαγγέλια,
όλες αυτές τις λεπτομέρειες της Διδασκαλίας του Χριστού που παραθέτουν
στα Ευαγγέλιά τους και από πού τέλος πάντων γνωρίζουν τους διαλόγους του
Χριστού με τον Καϊάφα και τον Πιλάτο, αφού οι σχετικές ανακριτικές
πράξεις δεν έγιναν δημοσίως.
Θα αρχίσουμε από την τελευταία
επιφύλαξη, για να καταλήξουμε στην αρχική ένσταση που αναφέραμε πιο
πάνω. Είναι σε όλους γνωστό ότι γεγονότα που μας συγκλόνισαν χαράσσονται
τόσο έντονα και τόσο βαθειά στην μνήμη μας, ώστε όσα χρόνια κι αν
περάσουν, μπορούμε να τα ζωντανέψουμε σε ένα κείμενο ή να τα διηγηθούμε
προφορικά σε εκείνους που δεν τα έζησαν, με την ίδια ενάργεια και με την
ίδια ακρίβεια, σαν να τα αποτυπώναμε τον χρόνο που συντελέστηκαν. Πού
θυμήθηκε, αλήθεια, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, πολλές δεκαετίες μετά την
Εθνεγερσία, τόσα γεγονότα, τόσες λεπτομέρειες, τόσους διαλόγους με
άλλους οπλαρχηγούς ή με τους ξένους ναυάρχους, όταν υπαγόρευε στον
Γεώργιο Τερτσέτη τα απομνημονεύματά του, γνωστά ως «Ενθυμήματα της
Ελληνικής Φυλής»; Λέει ψέμματα ή ανακρίβειες σε αυτά που μας άφησε ως
παρακαταθήκη ο «Γέρος του Μωριά», επειδή μας τα διηγήθηκε 45 χρόνια
αργότερα; Τους ίδιους προβληματισμούς θα είχαμε, εάν αυτά δεν τα έλεγε ο
ίδιος ο Κολοκοτρώνης, αλλά κάποιο πρωτοπαλίκαρό του, που ήταν συνεχώς
δίπλα του. Ας πούμε ο Δημήτριος Πλαπούτας. Και περαιτέρω. Από τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έχουν περάσει 80 χρόνια. Ποιος από μας που
έζησε τα γεγονότα, εάν εκαλείτο να τα διηγηθεί σήμερα, δεν θα μας έλεγε
με το ίδιο ρίγος και με τις ίδιες ανατριχιαστικές λεπτομέρειες όπως
τότε, πού και πόσα κρεματόρια είχε το ναζιστικό καθεστώς στην Ευρώπη, τι
έκαναν τα ανθρωπόμορφα κτήνη των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής στην
Καισαριανή, στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο ή σε άλλες πόλεις της Ελλάδος, τι
ακριβώς διεκήρυσσε ο θηριώδης «φύρερ» και άλλα συναφή; Γιατί λοιπόν θα
έπρεπε να κρίνουμε διαφορετικά την όψιμη καταγραφή των γεγονότων από
τους Ευαγγελιστές και να διατηρούμε επιφυλάξεις για την αξιοπιστία τους;
Ο Χριστός σημάδεψε βαθειά την ιστορία της Ιουδαίας εκείνης της εποχής
και συγκλόνισε συθέμελα ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο – και όχι μόνο –
με όσα δίδασκε, όσα έκανε και προπαντός με όσα έλεγε για την Θεϊκή Του
ιδιότητα. Εξάλλου σε σχέση με τους υποτιθέμενους απόρρητους διαλόγους
του Χριστού με τους ανακριτές Του, πρέπει να λεχθεί ότι ορισμένοι από
τους Μαθητές του Κυρίου είχαν πρόσβαση στα ενδότερα των απροσπέλαστων
χώρων, διότι είχαν γνωριμίες με τους Αρχιερείς. Αυτό το τονίζει
ιδιαίτερα ο Ιωάννης για τον εαυτό του (ιβ΄ 32) και προφανώς θα ίσχυε και
για τον Ματθαίο, ο οποίος ήταν Τελώνης. Αλλωστε δεν πρέπει να
λησμονούμε τους κρυφούς Μαθητές του Χριστού από τις τάξεις των επισήμων
αρχόντων (Νικόδημος, Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας) που θα διευκόλυναν, όπως
είναι λογικό, την επιθυμία κάποιων Μαθητών του Κυρίου να παρακολουθήσουν
εκ του σύνεγγυς την ανάκριση του Διδασκάλου τους.
Ας έλθουμε τώρα στις ενστάσεις κάποιων
για την Θεϊκή ιδιότητα του Χριστού. Οι ενστάσεις αυτές δεν θα έπρεπε να
οδηγούν στην απόρριψη της μαρτυρίας των Ευαγγελίων για τον Χριστό. Διότι
οι Ευαγγελιστές δεν έκαναν τίποτε άλλο από την καταγραφή όσων άκουσαν
και είδαν ζώντας δίπλα στον Ιησού. Αλλωστε η μαρτυρία τους
επιβεβαιώνεται πλήρως και από τις Γραφές, οι οποίες, εκατοντάδες χρόνια
πριν από την έλευση του Χριστού στη γη, είχαν προαναγγείλει τη Γέννηση
του Υιού του Θεού από την Παρθένο Μαρία. Είχαν εξάρει την «ελαχίστη»
Ναζαρέτ, διότι θα γινόταν ο τόπος καταγωγής του «Ηγούμενου», που θα
ποίμαινε τον Λαό του Θεού. Και είχαν μακαρίσει την άσημη Βηθλεέμ, που με
την Γέννηση του Χριστού στο ταπεινό Σπήλαιο αυτής θα έφερνε στον Λαό,
«τον καθήμενο εν χώρα και σκιά θανάτου, Φως μέγα». Οπως είχαν ακόμη
προβλέψει την σφαγή των νηπίων στην Ραμά από τον Ηρώδη ο οποίος φοβόταν,
ύστερα από αυτά που του είπαν οι Μάγοι, ότι ο νηπιάσας Χριστός θα του
έπαιρνε τον Θρόνο. «Θρήνος εν Ραμά ηκούσθη. Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα
αυτής και ουκ ήθελε παρακληθήναι ότι ουκ εισίν»!
Οι προφητείες όμως δεν έμειναν εκεί.
Εζησαν επίσης το Θείο Πάθος, τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Χριστού
πριν ακόμη συντελεστούν ! Και περιγράφουν με «δημοσιογραφική» ακρίβεια,
θα έλεγε κάποιος, όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν εκατοντάδες χρόνια
αργότερα! Βλέπουν οι Προφήτες, όπως και οι Ευαγγελιστές, τον Κύριο να
εισέρχεται στην Ιερουσαλήμ, τον προορισμένο τόπο του Πάθους και του
Μαρτυρίου Του, για να εξαγοράσει με το Τίμιο αίμα Του την ανθρωπότητα
από την «κατάρα του Νόμου», δηλ. από το προπατορικό αμάρτημα. «Μη φοβού,
θύγατερ Σιών», λένε οι Ευαγγελιστές διά στόματος του Προφήτη, «ιδού ο
Βασιλεύς σου έρχεται καθήμενος επί πώλον όνου» (Ιω ιβ΄ 15 & Ματθ
κα΄, 6). Παρακολουθούν οι Ευαγγελιστές με τα μάτια του Ιερεμία την
προδοσία του Ιησού από τον Ιούδα και προσδιορίζουν με ακρίβεια το τίμημα
της προδοσίας. Τριάκοντα αργύρια ! Εχουν όμως εικόνα και για την τύχη
των χρημάτων αυτών, όταν ο Ιούδας μετάνιωσε και επέστρεψε τα αργύρια της
προδοσίας στους Ιουδαίους λέγοντας: «Ημαρτον παραδούς αίμα αθώον».
Αντιλαλεί από τα βάθη των αιώνων η φωνή του Ιερεμία και γίνεται τώρα
χειροπιαστό βίωμα των Ευαγγελιστών που το καταγράφουν, για να γνωρίζουμε
και εμείς, τι έγινε: «Ελαβον τα τριάκοντα αργύρια, την τιμήν του
τετιμημένου, όν ετιμήσαντο από υιών Ισραήλ, και έδωκαν αυτά εις τον
αγρόν του Κεραμέως, καθά συνέταξέ μοι Κύριος» (Ματθ κζ΄ 3, 9, 10 )!
Γνωρίζουν επίσης οι Προφήτες την απόφαση του Πιλάτου και την
προαναγγέλλουν, όχι απλά πριν αυτή εκδοθεί από αυτόν, αλλά και πριν
ακόμη γεννηθεί ο ίδιος ο ηγεμόνας: Θα σταυρωθεί ο Αναμάρτητος, ο Κύριος
του Ουρανού και της Γης μαζί με δύο ληστές στον «τόπο του Κρανίου». Ετσι
και έγινε. Για να «μαστιγώνει» την δικαιοκρισία μας ο προφητικός λόγος:
«Και μετά ανόμων ελογίσθη» ! (Λουκ κβ΄ 1-39, Μαρκ ιε΄ 28). Δεν χάνεται η
θωριά του Προφήτη και από τα συντελούμενα κάτω από τον Σταυρό του
Κυρίου. Βλέπει τους σταυρωτές να θέλουν να πάρουν όλοι τον όμορφο άρραφο
χιτώνα του Χριστού και για να τον κερδίσουν, να τον παίζουν στα ζάρια.
Για αυτό αναφωνεί ο Προφήτης, λες και βλέπει «σκηνές» από ένα «έργο»
«προσεχώς» και διά στόματος αυτού ομοίως και οι Ευαγγελιστές, που
παρακολουθούν πια ζωντανά το «έργο» αυτό: «Διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου
εαυτοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον» ! (Ιω ιθ΄ 24).
Προφήτες και Ευαγγελιστές μαζί δεν
βεβαιώνουν μόνο τον θάνατο του Εσταυρωμένου, όπως πιστοποιεί το «αίμα
και το ύδωρ» που έτρεξε από την πλευρά Του μετά το κέντημα Αυτής από την
λόγχη του στρατιώτη, για να διαπιστωθεί αν είχε πεθάνει ή ήταν ακόμη
ζωντανός αυτός ο «κακούργος» Θεός. Μετά την Ταφή του Κυρίου και την
Κάθοδό Του στον Αδη διακηρύσσουν και αυτό που είδαν. Την Ανάστασή Του,
την οποία είχε ήδη προαναγγείλει ο Προφήτης Ησαΐας, καθώς έβλεπε, 800
χρόνια πρωτύτερα, τον Χριστό να «σπάει» τα «δεσμά» του θανάτου και να
πικραίνει τελικά τον Αδη, αφού του αφαιρούσε την εξουσία που είχε μέχρι
τότε !
Γιατί λοιπόν ύστερα από όλες
αυτές τις συγκλονιστικές μαρτυρίες των Ευαγγελίων, που τις επιμαρτυρούν
λεπτομερώς και οι Γραφές, δυσπιστούν ακόμη οι άνθρωποι στην Ανάσταση
του Χριστού; Την απάντηση την δίνει ο Προφήτης Ησαΐας: «Διότι
τυφλώθηκαν τα μάτια τους και πωρώθηκε η καρδιά τους, ώστε να μην μπορούν
να δουν και να νιώσουν την αλήθεια που περνάει από μπροστά τους» (Ιω
ιβ΄ 40). Με την προσωπική του στάση απέναντι στον Εσταυρωμένο οφείλει ο
καθένας από μας να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει την πιο πάνω ρήση του
Ησαΐα, αφού όμως προηγουμένως συνειδητοποιήσει τη διαφορά ανάμεσα στον
μύθο και στην πραγματικότητα και τιθασεύσει τον ορθολογισμό του, ώστε να
μη θέλει να τον χειραγωγήσει σε χώρους που εξ ορισμού, του είναι
απροσπέλαστοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου