Παρασκευή 3 Μαΐου 2019

Η Φιλοσοφία είναι χρήσιμο εργαλείο, αλλά όχι η Αλήθεια!


Του Καθηγητή κ Στυλιανού Παπαδιπούλου.
Η Εκκλησία χρησιμοποιεί, εκλεκτικά πάντοτε, τη γλώσσα του πνευματικού περιβάλλοντος και όχι το πνευματικό (φιλοσοφικό-ηθικιστικό-κοσμολογικό) περιεχόμενο της γλώσσας αυτής. Ακριβέστερα, δεν υπήρξε πραγματική διαλεκτική μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας, όπως αφελώς και ανέρειστα επαναλαμβάνεται.
Διαλεκτική θα ήταν η σχέση αν η θεολογία δεχότανε κάποιες, τουλάχιστον, από τις θεμελιώδεις αντιλήψεις ή λύσεις της φιλοσοφίας. Αυτό δεν συνέβη ποτέ.
Η θεολογία για την καίρια και αποκεκαλυμμένη θεία αλήθεια χρησιμοποιούσε μόνο γλωσσικούς όρους και δομές της φιλοσοφίας και σ’ αυτούς έδινε άλλο περιεχόμενο.
Όταν, π.χ., ο Παύλος απευθυνότανε στους Αθηναίους και χρησιμοποιούσε τον λόγο του φιλοσόφου Άρατου (Φαινόμενα 5) «του γαρ και γένος εσμέν» (Πράξ. 17: 28), δεν δανειζότανε και την αντίληψη του Άρατου για τον Θεό και τον άνθρωπο. Δεν λάμβανε από τον φιλόσοφο παρά μόνο μια ωραία φράση, που γνώριζαν οι Αθηναίοι και που αυτήν ακούγοντας τα ελκύονταν ν’ ακούσουν τη διδασκαλία του Παύλου για τον Θεό και τον άνθρωπο.
Το ίδιο και στην περίπτωση του Ευαγγελιστή Ιωάννη, που χρησιμοποίησε τον ήδη πολύ γνωστό όρο «λόγος». Άλλο με τον όρο αυτόν κατανοούσαν οι φιλόσοφοι και άλλο ο Ιωάννης. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για διαλεκτική σχέση.
Πρώτος που εξήγησε με σαφήνεια την ιερή αυτή τακτική της θεολογίας είναι ο Γρηγόριος ο Θεολόγος (390). Ο ομώνυμος της θεολογίας ιερός αυτός άνδρας αφενός μεν συνιστούσε να παραβλέπουν και να περιφρονούν οι χριστιανοί τη θύραθεν σοφία,
«Σοφία πρώτη, τοιαύτης [=θύραθεν] σοφίας υπεροράν, της εν λόγω κείμενης και στροφαίς λέξεων και ταις κιβδήλοις και περιτταίς αντιθέσεσι»
(=η πρώτη σοφία είναι το να παραβλέπει κανείς αυτού του είδους τη σοφία [=τη θύραθεν], η οποία βρίσκεται στο λόγο και στα λεκτικά σχήματα και στις ψευδείς και περιττές αντιθέσεις. ΕΠΕ 5, 325). (Λόγος ΙΣΤ’, PG 35, 936C)
αφετέρου δε ως «παίδευσιν» τη θεωρούσε σπουδαίο αγαθό και κατηγορούσε ως «σκαιούς» εκείνους τους χριστιανούς που την απέρριπταν και τη βδελύσσονταν, γιατί δήθεν τους οδηγούσε μακριά από τον Θεό:
«Οίμαι δε πάσιν ανωμολογείσθαι τον νουν εχόντων παίδευσιν των παρ’ ημίν αγαθών είναι πρώτον. Ου ταύτην μόνην την ευγενεστέραν και ημετέραν [=τη χριστιανική] …  αλλά και την έξωθεν, ην οι πολλοί χριστιανών διαπτύουσιν ως επίβουλον και σφαλεράν και Θεού πόρρω βάλλουσαν, κακών ειδότες… Ούκουν ατιμαστέον την παίδευσιν … αλλά σκαιούς και απαιδεύτους, υποληπτέον τους ούτως έχοντας…».
(=Νομίζω ότι όλοι όσοι έχουν νου έχουν ομολογήσει, ότι η μόρφωση είναι το πρώτο αγαθό που έχουμε. Όχι μόνο αυτή η ευγενέστερη και δική μας [=η χριστιανική]… αλλά και η εξωτερική την οποία πολλοί χριστιανοί από κακή εκτίμηση απορρίπτουν, διότι τάχα είναι ύπουλη και απαητλή και απομακρύνει από το Θεό, σκεπτόμενοι κακώς… Δεν πρέπει λοιπόν να ατιμάσουμε την μόρφωση… αλλά να θεωρήσουμε αγροίκους και ακαλλιέργητους όσους είναι σε αυτήν την κατάσταση. ΕΠΕ,6,145-147) (Λόγος ΜΓ’, PG 35, 508Β-509A)
Και συμβιβάζονται οι δήθεν αντίθετες απόψεις του Γρηγορίου, διότι, πέραν της ανάγκης της «παιδεύσεως», ο παραμερισμός και η περιφρόνηση της θύραθεν σοφίας αφορά όχι στους όρους και στα σχήματά της, αλλά στο περιεχόμενο των φιλοσοφικών αυτών όρων.
Για να θεολογήσει ο Γρηγόριος περί Αγίας Τριάδας χρησιμοποιεί νεοπλατωνικούς όρους, τους οποίους γνώριζαν οι πεπαιδευμένοι της εποχής. Οι πλατωνικοί, π.χ., όροι «μονάς», «δυάς», «σύννεσις», «επιστροφή» και «υπόστασις», βρίσκονται στις Εννεάδες (V 1, 6 και 7· V 2, 1· VI 13. Βλ. π.χ. έκδ. P. Henri – R.Schwyzer, Plotini opera, II, Paris-Bruxelles 1959), αλλά βρίσκονται και στον Γρηγόριο (Λόγος ΚΘ’). Όμως ο Γρηγόριος απαιτεί, παρά την χρήση των γλωσσικών όρων του Πλωτίνου, να στέκεται ο θεολόγος στις δικές του, τις θεολογικές προϋποθέσεις, στην αλήθεια με την οποία αυτός φορτίζει τους πλωτινικούς όρους («…επί των ημετέρων όρων ιστάμενοι»). Προς αποφυγήν, μάλιστα, κάθε παρεξηγήσεως και συγχύσεως από τη χρήση φιλοσοφικών όρων στη θεολογία, επεξηγεί: όταν μιλάμε για την Αγία Τριάδα με φιλοσοφικούς όρους και λέμε, π.χ., ότι «κινήθηκε» από «μονάδα» σε «δυάδα» μέχρι την «Τριάδα», δεν εννοούμε -παρά την ταυτότητα των λέξεων- ό,τι και οι φιλόσοφοι, δηλαδή «υπέρχυσιν αγαθότητος»,, όπως ένας «των παρ’ έλλησι οι φιλοσοφησάντων ειπείν ετόλμησεν». Η φιλοσοφική έννοια της «υπερχύσεως» προϋποθέτει αναγκαιότητα και μειονεκτικότητα του όντος, πού προέρχεται αναγκαστικά ως υπερχείλιση, έναντι εκείνου από το οποίο προέρχεται.
«Ημίν [=στους χριστιανούς] δε μοναρχία το τιμώμενον· μοναρχία δε, ουχ ην εν περιγραφέν πρόσωπον…, αλλ’ ην φύσεως ομοτιμία συνίστησι και γνώμης σύμπνοια και ταυτότης κινήσεως και προς τον εν των εξ αυτού σύννευσις … τη γε ουσία μη τέμνεσθαι. Δια τούτο μονάς απ’ αρχής, εις δυάδα κινηθείσα, μέχρι Τριάδος έστη. Και τούτο εστιν ημίν ο Πατήρ και Υιός και το Άγιο Πνεύμα… Ου γαρ δη υπέρχυσιν αγαθότητος ειπείν θαρρήσομεν – ο των παρ’ έλλησι φιλοσοφησάντων ειπείν τις ετόλμησεν, οίον κρατήρ τις υπερερρύη… μη ποτέ ακούσιον την γέννησιν εισαγάγωμεν και οίον περίττωμα τι φυσικόν και δυσκάθεκτον… Δια τούτο, επί των ημετέρων όρων ιστάμενοι, το αγέννητον εισάγομεν και το γεννητόν και το εκ του Πατρός εκπορευόμενον».
(=Εμείς [οι Χριστιανοί] τιμούμε τη μοναρχία· και μάλιστα τη μοναρχία η οποία δεν περιορίζεται σε ένα πρόσωπο…, αλλά μοναρχία την οποία πραγματοποιεί η ισοτιμία της φύσης, η σύμπνοια της γνώμης, η ταυτότητα της κίνησης και η συμφωνία με το ένα πρόσωπο… όμως η ουσία δεν τεμαζίζεται. Για αυτό ενώ είναι μονάδα στην αρχική ουσία, προχώρησε στη δυάδα και έμεινε στην Τριάδα. Και έτσι έχουμε τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα… Διότι εμείς δεν θα τολμήσουμε να μιλήσουμε για ξεχείλισμα αγαθότητας, το οποίο κάποιος Έλληνας φιλόσοφος τόλμησε να πει επί λέξει «σαν κρατήρας ξεχείλισε»… για να μην εισαγάγουμε την ακούσια γέννηση σαν να είναι ένα περίττωμα φυσικό και ασυγκράτητο… Για αυτό παραμένουμε στους δικούς μας όρους και χρησιμοποιούμε το αγέννητο και το γεννητό και το «εκ τους Πατρός εκπορευόμενον» ΕΠΕ 4,107-109) (Λόγος ΚΘ’, PG 35, 76)
Ο Γρηγόριος, δηλαδή, όχι μόνο δηλώνει ότι άλλο είναι το νόημα που ως θεολόγος δίνει στους αποφορτισμένους όρους της φιλοσοφίας, αλλά καταβάλλει προσπάθεια να εξηγήσει, με πολλούς τρόπους και άλλες ακόμη λέξεις, ποιά είναι η αλήθεια περί Τριάδας, την οποία και αδυνατούν να δηλώσουν οι φιλοσοφικοί όροι που έχουν άλλο περιεχόμενο, εφόσον άλλες ήταν οι αντιλήψεις και το σκεπτικό των φιλοσόφων που τις χρησιμοποίησαν αρχικά.
Την τακτική, που εξήγησε ο  Γρηγόριος ο Θεολόγος το 380 στην Κωνσταντινούπολη, ακολούθησαν δημιουργικά και οι μεταγενέστεροι μεγάλοι θεολόγοι.
Έτσι, πολύ χαρακτηριστικά, ο Γρηγόριος ο Παλαμάς (1359) δηλώνει με σαφήνεια ότι, αν και οι θεολόγοι Πατέρες χρησιμοποιούν τις, λέξεις τους όρους («τα ρήματα»), που χρησιμοποιούν και οι φιλόσοφοι, «τα νοήματα» στους μεν και στους δε είναι τελείως διαφορετικά. Και αυτό, διότι οι μεν θεολόγοι έχουνε την αλήθεια («νουν») του Χριστού, οι δε φιλόσοφοι μιλάνε από τη δική τους ανθρώπινη διάνοια:
«Καν τις των Πατέρων τα αυτά τοις έξω [=φιλοσόφοις] φθέγγηται, αλλ’ επί των ρημάτων μόνον, επί δε των νοημάτων πολύ το μεταξύ. Νουν γαρ ούτοι… έχουσι Χριστού, εκείνοι δε … εξ ανθρωπίνης διανοίας φθέγγονται. Καθόσον δε απέχει ο ουρανός από της γης, κατά τοσούτον απέχει η διάνοιά μου από των διανοιών ημών, λέγει Κύριος»
(=Και αν κάποιος από τους Πατέρες λέει τα ίδια με τους έξω [=φιλοσόφους], αλλά μόνο στα λόγια υπάρχει συμφωνία, στα νοήματα όμως είναι πολλή η μεταξύ τους απόσταση. Διότι αυτοί… έχουν νου Χριστού, ενώ εκείνοι… μιλούν από ανθρώπινη διάνοια. Όσο όμως απέχει ο ουρανός από τη γη, τόσο απέχει η διάνοιά μου από τις διάνοιές σας, λέει ο Κύριος)
 (Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων Α’, έκδ. Π. Χρήστου, Συγγράμματα, Α’, σ. 373)
Και τρίτο παράδειγμα θα παραθέσουμε, συνοδικού μάλιστα κύρους. Δείχνει και αυτό πόσο η τακτική της θεολογίας, το να χρησιμοποιεί δηλαδή άνετα τη θύραθεν παιδεία, τους φιλοσοφικούς γλωσσικούς όρους, χωρίς να λαμβάνει το εννοιολογικό-φιλοσοφικό τους περιεχόμενο, αποτελούσε γενικευμένο και παντού και πάντοτε ισχύοντα κανόνα, μολονότι εφαρμοζόταν ανάλογα με τα πρόσωπα, τις εποχές και τα προβλήματα. Όσο μάλιστα πιο μεγάλος ήταν ο εκάστοτε θεολόγος, τόσο μεγαλύτερη άνεση ένιωθε στη χρήση της φιλοσοφίας και γενικά του εξωχριστιανικού πνευματικού περιβάλλοντος. Οι ελάσσονες, αντίθετα, θεολόγοι ή απέφευγαν από φόβο την έξω σοφία, οπότε καταντούσαν παραδοσιοκράτες (όχι παραδοσιακοί), ή ταν χρησιμοποιούσαν άκριτα (χωρίς να διακρίνουν σ’ αυτήν μορφή γλωσσική, που θα μπορούσανε να δανεισθούν, και περιεχόμενο), οπότε απέβαιναν φιλελεύθεροι, νοθευτές  της αποκεκαλυμμένης αλήθειας.
Η συνοδική απόφαση που αναφέραμε οφείλεται σε Σύνοδο του 1082, η οποία καταδίκασε θέσεις και διδασκαλίες του τότε φιλοσόφου και θεολόγου Ιωάννη Ιταλού (βλ. Στυλ. Γ. Παπαδόπουλου, στο Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 7 [1965], 6-9). Η συγκεκριμένη απόφαση περιλήφθηκε αμέσως (13 Μαρτίου) στο περίφημο Συνοδικόν της Ορθοδοξίας κι έκτοτε διαβάζεται-ομολογείται κατά την Κυριακή της Ορθοδοξίας ως επίσημη διδασκαλία της Εκκλησίας:
«Τοις τα ελληνικά δεξιούσι μαθήματα και μη δια παίδευσιν μόνον παιδευομένοις, αλλά και ταις δόξαις αυτών ταις ματαίαις επομένοις [=ακολουθούντες] και ως αληθέσι πιστεύουσι και ούτω αυταίς [=ταις δόξαις], ως το βέβαιον εχούσαις, εγκειμένοις, ώστε και ετέρους, ποτέ μεν λάθρα ποτέ δε φανερώς, ενάγειν αυταίς και διδάσκειν ανενδοιάστως. Ανάθεμα».
(=Αυτοί που χαιρετίζουν τα ελληνικά μαθήματα και δεν εκπαιδεύονται σε αυτά μόνο για μόρφωση, αλλά ακολουθούν και τις μάταιες δοξασίες τους και τις πιστεύουν ως αληθινές και έτσι αφοσιώνονται σε αυτές [=τις δοξασίες], σαν να έχουν το σίγουρο, ώστε και άλλους, άλλοτε μεν κρυφά άλλοτε δε φανερά, να μυούν σε αυτές και να διδάσκουν χωρίς ενδοιασμούς, (αυτοί λοιπόν) ας είναι αναθεματισμένοι) (Συνοδικόν της Ορθοδοξίας, στο τμήμα κατά του Ιωάννη Ιταλού)
Και στην περίπτωση της Συνόδου το 1082, ενώ καταφάσκεται, φυσικά, η γνώση και η χρήση της θύραθεν «παιδεύσεως», θεωρείται σφάλμα η πρόσληψη «της δόξας», της οποιασδήποτε φιλοσοφικής αντιλήψεως στη θεολογία. Το σφάλμα γινόταν από τον Ιωάννη Ιταλό και η θεολογία της Εκκλησίας διέκρινε ότι η τακτική αυτή σήμαινε συσχηματισμό της Εκκλησίας προς τον κόσμο, νόθευση κυριολεκτικά της ταυτότητάς της, της διδασκαλίας της. Εάν η θεολογία της Εκκλησίας δεχθεί οποιαδήποτε θεμελιώδη φιλοσοφική ή κοσμολογική θεωρία, θα πρέπει αντίστοιχα να αρνηθεί κάποια δική της θεμελιώδη αλήθεια και διδασκαλία.
Τη σημασία της τελευταίας παρατήρησης θα κατανοήσουμε πολύ εύκολα, εάν αναφέρουμε δύο παραδείγματα. Το ένα από τον θεολογικό και φιλοσοφικό χώρο, το άλλο από την πρακτική ζωή και την ευσέβεια της Εκκλησίας.
Πρώτον: Κατά τον Δ’ αιώνα, όταν η θεολογία της Εκκλησίας όφειλε να εξηγήσει πειστικά την ενότητα και την τριαδικότητα του Θεού, πραγμάτωσε συγκλονιστική και αποφασιστική επανάσταση εναντίον θεμελιώδους φιλοσοφικής αντιλήψεως, κοινά πάντοτε αποδεκτής σχεδόν μέχρι και σήμερα. Για να εξηγήσει. Δηλαδή. η θεολογία -μετά την αθανασιανή θεολογία για την ομοουσιότητα του Υιού προς τον Πατέρα- πως ο Θεός είναι ένας και Τριαδικός, πρόβαλε τη δική της αλήθεια, τη διάκριση μεταξύ είναι και φύσεως. Η οποιαδήποτε φιλοσοφία, μιλώντας για το ον, δεν διέκρινε σ’ αυτό είναι και φύση. Ο Μέγας Βασίλειος (379), στον οποίο και οφείλεται η πολυσήμαντη αυτή θεολογική διάκριση (ο όρος διάκριση δεν σημαίνει στη θεολογία χωρισμό) έδειξε για πρώτη φορά θεολογικά-πειστικά ότι το είναι, δηλαδή η υπόσταση, μπορεί να είναι άλλο και άλλο και άλλο (Πατέρας, Υιός, Άγιο Πνεύμα), ενώ η φύση των τριών υποστάσεων να είναι κοινή, μια. Έτσι έχουμε ομοουσιότητα τριών διακεκριμένων θείων υποστάσεων, έχουμε τη θεολογία «μια φύσις εν τρισίν υοόστάσεσιν». Αλλά η θεολογία αυτή αντιβαίνει βασικά προς κάθε φιλοσοφική θεωρία. Εαν αντί γι’ αυτήν εισαχθεί στο τριαδολογικό θέμα κάποια φιλοσοφική θεωρία, θ’ ανατραπεί ριζικά η θεμελιωδέστερη θεολογική βάση της διδασκαλίας της Εκκλησίας και θα οδηγηθούμε σε ριζικότερες και περισσότερες αιρέσεις, από αυτές που ο Μ. Βασίλειος και οι άλλοι Καππαδόκες θεολόγοι αντιμετώπισαν με τη διάκριση στη θεότητα υποστάσεως και φύσεως.
Δεύτερον: Ο ελληνορωμαϊκός αλλά και γενικά ο ανατολικός κόσμος βδελυσσότανε τους νεκρούς και τα λείψανά τους. Η Εκκλησία, αντίθετα, όχι μόνο αναμένει την ανάσταση των νεκρών, αλλά τιμά τα λείψανα των αγίων και των μαρτύρων. Και το εντυπωσιακότερο (αποτροπιαστικό για τον ελληνορωμαϊκό κόσμο) τα φυλάσσει όχι καταχωνιασμένα σε τάφους και μαυσωλεία, αλλά σε ναούς και σε σπίτια, όπου μένουν εκτεθειμένα για τιμητική προσκύνηση. Αυτά που ο εθνικός κόσμος βδελυσσότανε και τα ενταφίαζε διαπαντός η τα έκαιγε, τώρα οι χριστιανοί τα ασπάζονται με τα ίδια τους τα χείλη. Οι χριστιανοί προσεύχονται ενώπιόν τους και -αν είναι δυνατόν- τα φέρουν ακόμα και μαζί τους, στο σώμα τους, επειδή μέσω των ιερών λειψάνων διοχετεύεται θεία χάρη.
(Στυλιανού Παπαδοπούλου, Ορθοδόξων Πορεία, εκδ. Γρηγόρη, σελ.93-101)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου