«…θρηνήσατε συν εμοί, τη του Θεού υμών μητρί» ( Εγκώμια Μεγ. Παρασκευής)
Καθώς ο πραίτωρας απάγγειλε την τελική του απόφαση, η οχλοβοή εντάθηκε κατακόρυφα. Υψώθηκε στον αέρα, στριφογύρισε πάνω απ’ το πραιτώριο και σάρωσε τα λιθόστρωτα της πόλης, απλώνοντας τη χλωμάδα του θανάτου παγερή στο πέρασμά της. Ο Υιός του Ανθρώπου παραδόθηκε στη σταύρωση.
Χαμένη στο ανάστατο πλήθος η μάνα, ένοιωσε στο άκουσμα της καταδίκης να λιποθυμάει. Κοφτερό σπαθί τα λόγια του πραίτωρα έσχισαν την καρδιά της. Η γοερή κραυγή απ’ τα σφιγμένα της χείλη σμίχτηκε με τις κραυγές του έξαλλου πλήθους. Τα μάτια της θόλωσαν. Έγειρε να πέσει, μα η Σαλώμη και η Ιωάννα τη συγκράτησαν. Καθώς το αίμα έφευγε απ’ το πρόσωπό της και η πνοή της έσβηνε, οι γυναίκες που την παράστεκαν την κύκλωσαν παρευθύς. Η Μαρία του Κλωπά, η Μαγδαληνή, η σύζυγος του Χουζά, η μητέρα Ιωάννου και Ιακώβου, των υιών Ζεβεδαίου.
Η τραχειά φωνή του κεντυρίωνα σκέπασε προς στιγμήν τα βουητά του συρφετού. Στοιχισμένοι σε αρραγή πυκνή γραμμή οι πραιτωριανοί, όρθωσαν τα αιχμηρά δόρατα συγκρατώντας το πλήθος. Η φάλαγγα άρχισε αργά να προχωρεί. Ο Υιός του Ανθρώπου στράφηκε με κόπο. Κάθιδρο, με ακάνθινο στέμμα το πρόσωπό του, αυλακωμένο από θλίψη και πόνο, ατένισε μολαταύτα ήσυχα τον μαινόμενο όχλο. Το βλέμμα του σταμάτησε πάνω στη συντετριμμένη μητέρα του. Σπρωγμένη από άφατο πόνο εκείνη προσπάθησε να τρέξει κοντά του, μα στάθηκε αδύνατο να σπάσει τον κλοιό. Οι ματιές τους συναντήθηκαν με ανείπωτο σπαραγμό. Τι ειπώθηκε από μάνα και γιο στο φευγαλέο εκείνο άγγιγμα των ψυχών τους;
Ο εκατόνταρχος Λογγίνος περνώντας δίπλα της πρόσεξε την έντασή της.
– Αχ, κύριέ μου, σε παρακαλώ…! ξέσπασε με πόνο η μάνα, μα ό,τι κι αν ήθελε να πει, πνίγηκε στους σπαραχτικούς της λυγμούς.
Ο κεντυρίωνας κοντοστάθηκε αμήχανος. Καθώς αντιλήφθηκε ποιά ήταν, μια βαθειά συμπόνια χύθηκε στην καρδιά του.
– Έχεις τον λόγο μου, σεβαστή κυρία! είπε χαμηλόφωνα σκύβοντας προς το μέρος της. Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ γι’ αυτόν.
– Να ’σαι ευλογημένος, κύριέ μου! ψιθύρισε εκείνη και το μητρικό της βλέμμα τον αγκάλιασε με στοργή.
Πιασμένος από δεκάδες χέρια φάνηκε απ’ αντίκρυ ο τεράστιος σταυρός. Ερχόταν από μακριά. Απ’ την πολύ παλιά εποχή, δύο χιλιάδες χρόνια πριν. Όταν τρεις άγγελοι στην πόρτα του Αβραάμ άφησαν τα τρία κατάξερα ραβδιά τους, από κέδρο, πεύκο και κυπαρίσσι, για ευλογία. Τα φύτεψε κάποτε ο Λωτ, τα τρία μαζί, πασχίζοντας να βρει την άφεση για αμαρτήματα βαριά. Και όταν τα πότισε με το νερό του Ιορδάνη, φερμένο με κόπο από μιας μέρας δρόμο μακριά, εκείνα βλάστησαν. Θέριεψαν, έθρεψαν σ’ έναν κορμό, έγιναν δέντρο δυνατό, πελώριο. Το ’κοψαν, όταν χτιζόταν ο περίφημος ναός του Σολομώντα, μα οι τεχνίτες δεν κατάφεραν να ταιριάξουνε το ξύλο του πουθενά. «Καταραμένο ξύλο», είπαν και το πέταξαν στον σκουπιδότοπο. Μα εκείνο δεν ταίριαζε, γιατί προοριζόταν γι’ αλλού, για τον ναό «του σώματος Αυτού». Αυτόν που τώρα με μανία κατεδάφιζαν της ανομίας οι εργάτες, μα και που έμελλε σε τρεις μονάχα μέρες να ξαναχτιστεί.
Ο δεύτερος από τους τρεις αγγέλους, Υιός Ανθρώπου τώρα, αποτράβηξε το βλέμμα του απ’ το βαθύ παρελθόν. Αντικρύζοντας και το δικό του ραβδί ενωμένο αχώριστα, μα και ασύγχυτα, με τα άλλα δύο μες στο σκληρό ξύλο του σταυρού, χαμογέλασε πονεμένα.
– Έλα λοιπόν, ευλογημένο ξύλο, να τελειώσουμε το έργο που τότε ξεκινήσαμε, ψιθύρισε με ιλαρό πρόσωπο. Αρκεί πια η αναμονή του Αβραάμ. Πλημμύρισε κιόλας αγαλλίαση βλέποντας να φτάνει η μέρα ετούτη.
Το βασανισμένο του σώμα έσκυψε και ο τεράστιος σταυρός ακούμπησε στους ματωμένους ώμους. Η θλιβερή ετερόκλιτη συνοδεία βάδισε ανοδικά, αργά, επώδυνα την οδό του μαρτυρίου. Μα όχι για πολύ. Τα βήματα του μεγάλου κατάδικου κάτω απ’ το βάρος του σταυρού δυσκόλευαν συνεχώς, ώσπου κατέρρευσε. Το λιθόστρωτο κοκκίνισε, καθώς το θεϊκό σώμα καθημαγμένο, με χαίνουσες τις πληγές, σωριάστηκε.
Η ταλαίπωρη μάνα έβγαλε σπαραχτική κραυγή. Ένοιωσε πως έφτασε η τελευταία της στιγμή. Στη φωνή της σήκωσε τα θολά του μάτια, αν και μισολιπόθυμος ο γιος. Μόνος, κατάμονος αυτός, μα έπρεπε να τη βοηθήσει. Ο πόνος της ήταν βαθύς, πάνω απ’ τα μέτρα τα ανθρώπινα. Γιατί και η αγάπη της είχε διαβεί τα όρια του ανθρώπου. Κι όσο η αγάπη πιο απύθμενη, τόσο κι ο πόνος πιο απέραντος. Αγάπη για τον γιο της, μα και για τον λαό που είχε ξεστρατίσει, τον λαό της.
H μάνα λύγιζε και χανόταν, μα η τελευταία της ματιά ήταν καρφωμένη στα σβησμένα μάτια του μοναχογιού της. Μια παράξενη λάμψη απ’ το θολό εκείνο βλέμμα του άστραψε τότε και την αγκάλιασε ολόκληρη. Μια μυστική δύναμη χύθηκε πάραυτα μέσα της και τη στερέωσε.
– Γιέ μου! Γλυκύτατο τέκνο μου! μουρμούρισε, καθώς τα δάκρυά της κυλούσαν ποτάμι. Σε βλέπω μπρος μου αδύναμο, κατάστικτο απ’ τις πληγές και τους μώλωπες και η ψυχή μου σπαράζει. Μα δεν ξεχνώ πως είσαι παρά ταύτα και πανσθενουργός. Και ως παντοδύναμο Θεό και Κύριό μου σε αναγνωρίζω και σε προσκυνώ.
Ο εκατόνταρχος Λογγίνος έσπευσε με δυο αφοσιωμένους στρατιώτες του δίπλα στον πεσμένο κατάδικο. Παραμέρισαν προσεκτικά τον σταυρό του. Τα στιβαρά χέρια των πραιτωριανών ακούμπησαν σχεδόν ευλαβικά τις ξεσχισμένες σάρκες για να τον ανασηκώσουν.
Μες απ’ το πλήθος όρμησε την ίδια στιγμή ακάθεκτη μια νεαρή. Πριν προλάβει να την εμποδίσει κανένας, ήταν κιόλας γονατισμένη δίπλα του. Με το μαντήλι της η Βερονίκη σκούπιζε απαλά το πρόσωπό του, αγνώριστο απ’ τον ιδρώτα, τη σκόνη και τα αίματα. Τέλειωσε γρήγορα κι επιδέξια τη δουλειά της, αψηφώντας τις ύβρεις που στροβιλίζονταν γύρω της. Μα καθώς έκαμε να σηκωθεί, είδε το λερωμένο μαντήλι που κρατούσε και μαρμάρωσε.
– Κύριέ μου! ψέλλισε μονάχα εκστατική.
Απ’ το πολυβασανισμένο εκείνο πρόσωπο, όπου δεν είχε απομείνει ίχνος χάρης και ομορφιάς, μια θεϊκά υπέροχη, σαγηνευτική μορφή είχε αχειροποίητα εντυπωθεί στο μαντήλι της Βερονίκης.
Στο μεταξύ ο Λογγίνος δεν άργησε να ξεχωρίσει στο κινούμενο πλήθος ένα στιβαρό παράστημα.
– Εσύ! φώναξε αμέσως δείχνοντάς τον με το χέρι.
Μ’ ένα του νεύμα οι δυο στρατιώτες τον έφεραν μπροστά. Ο Σίμων, πάροικος απ’ την Κυρήνη, μόλις που επέστρεφε απ’ τον αγρό. Έμπλεξε με το πλήθος, όταν τα δυό του παιδιά, Αλέξανδρος και Ρούφος, γεμάτα περιέργεια για την έκβαση των γεγονότων, τον τράβηξαν προς τα ’κει.
– Εσύ θα πάρεις τον σταυρό! πρόσταξε ο Λογγίνος.
Ο Σίμων ξαφνιάστηκε. Μα το ύφος του κεντυρίωνα δεν σήκωνε αντίρρηση. Από την άλλη, βλέποντας τον μεγάλο κατάδικο, ένα κύμα ανεξήγητης συμπόνιας τον συνεπήρε. Έσκυψε χωρίς κουβέντα και φορτώθηκε τον σταυρό.
Οι γυναίκες που συνόδευαν τη δύστυχη μάνα χτυπιόντουσαν και θρηνούσαν μαζί της. Ο Υιός του Ανθρώπου στράφηκε προς αυτές.
– Μην κλαίτε για μένα, θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, είπε. Κλάψτε για σας και τα παιδιά σας. Γιατί μεγάλες συμφορές θα βρουν τον τόπο τούτο.
Είχε πάει μεσημέρι, όταν έφτασαν στον τόπο του Κρανίου. Η κουστωδία ανέλαβε το μακάβριο έργο της. Τα καρφιά μπήχτηκαν, ο σταυρός ανυψώθηκε.
Η ταλαίπωρη μάνα ένοιωσε το κάθε καρφί να μπήγεται στην καρδιά της. Ο νους της δεν χώραγε τα όσα συνέβαιναν. Πώς πέθαινε άδικα η πηγή της ζωής; Πώς κρεμόταν στον σταυρό αυτός που κρατούσε στην παλάμη του τα σύμπαντα; Απαρηγόρητη οδυρόταν η άμοιρη.
Ήταν η έκτη ώρα της ημέρας. Η ώρα που στον Παράδεισο ο Πρωτόπλαστος αποτόλμησε την αμαρτία. Την ίδια ώρα τώρα το χειρόγραφο της αμαρτίας εκείνης προσηλώθηκε στον σταυρό.
Θαμμένο στον γυμνό εκείνο λόφο το κρανίο του Πρωτόπλαστου περίμενε χιλιάδες χρόνια τη στιγμή αυτή. Κάνοντας αυλάκι το αίμα απ’ τις πληγές του νέου Αδάμ, πότισε τη γη, χώθηκε βαθιά στα σπλάχνα της, έφτασε ως το κρανίο του Πρωτόπλαστου. Στο ζεστό, ζωοποιό του άγγιγμα σκίρτησε κι αναγάλλιασε ο Αδάμ στ’ ανήλιαγο βασίλειο του θανάτου.
Μπροστά στην απερίγραπτη αλογία των ανθρώπων όμως προς τον Κτίστη, επαναστάτησε τότε η κτίση. Ο ήλιος έκρυψε το φως του και σκότος μέγα σκέπασε την οικουμένη από την έκτη ως την ενάτη ώρα της ημέρας. Σεισμός συντάραξε συθέμελα τη γη. Οι πέτρες σχίστηκαν. Οι τάφοι άνοιξαν. Νεκροί εγέρθηκαν. Το καταπέτασμα του Ναού άνοιξε από άνω έως κάτω.
Πως άντεξε τρεις ώρες σκοτεινές η μάνα μπροστά στον σταυρωμένο γιο της;
– Χωρίς ωδίνες σε γέννησα, παιδί μου, μα τώρα η ρομφαία που προείπε ο Συμεών, διαπερνάει την καρδιά μου. «Ωραίος κάλλει» ήσουνα, μα τώρα χάθηκε η ομορφιά σου. Το πρόσωπό σου ατιμάστηκε και αφανίστηκε περισσότερο απ’ το πρόσωπο κάθε ανθρώπου. Οδηγήθηκες «ως πρόβατον επί σφαγήν» για άλλων αμαρτίες και «ως αμνός άφωνος» δεν ανοίγεις το στόμα σου.
Μέσα στο ζοφερό άφεγγο σκότος της ενάτης ώρας όμως τα σβησμένα μάτια του γιου της φώτισαν και πάλι την καρδιά της.
– «Μη εποδύρου μου, μήτερ». Μη θρηνείς για μένα, μητέρα μου, αν και με βλέπεις τώρα στον σταυρό και σε λίγο στον τάφο. Πάσχω, αλλά υπέρ του κόσμου. Γρήγορα θ’ αναστηθώ και θα υψώσω μαζί μου όσους πιστεύουν σε μένα και με αγαπούν. Και τώρα ας είναι για σένα, που ποτέ δεν μ’ εγκατέλειψες από την ώρα που με γέννησες, η τελευταία μου φροντίδα. Στα χέρια του αγαπημένου μαθητή μου σ’ εμπιστεύομαι, στον Ιωάννη. Μητέρα μου, να, αυτός θα ’ναι τώρα ο γιος σου.
Έστρεψε το κεφάλι του προς τη μερια που έστεκε ο Ιωάννης.
– Ανάλαβέ την τώρα συ, Ιωάννη. Αυτή θα ’ναι η μητέρα σου.
Όλα πλέον είχαν τελειώσει. Και τότε από τα ξέπνοα εκείνα στήθη κραυγή μεγάλη τράνταξε τον φριχτό Γολγοθά.
– «Τετέλεσται».
Και κλίνοντας την κεφαλή παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Πατέρα του. Συγκλονισμένος ο Λογγίνος φώναξε:
– Αληθινά Υιός Θεού ήταν ο άνθρωπος αυτός.
Για τη συντετριμμένη μάνα όμως τίποτε δεν είχε τελειώσει.
– Έδυσες πια, το φως των ὀοφθαλμών μου, γιε μου! Και θέλησες εγώ να μείνω πίσω και να ζήσω. Μένω λοιπόν και περιμένω, όπως προείπες, την Ανάσταση.
– Στης τρίτης μέρας την αυγή περίμενέ με, θα ’ρθω και πρώτη θα με δεις εσύ, μητέρα μου! … μες στην καρδιά της άκουσε ξανά σαν βάλσαμο γλυκό τη γνώριμη φωνή η μάνα.
Πάσχα 2012
Διαδίδω την «Α ν τ ι ύ λ η»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου