του Δρ. Αθανασίου Γ. Μελισσάρη, Θεολόγου - Ψυχολόγου
«Η αγάπη του Θεού είναι γλυκυτέρα της προσκαίρου ζωής»[1]
Αντί προλόγου
Το δοκίμιο αυτό -του οποίου η επιλογή του θέματος δεν είναι τυχαία- προσφέρεται με ιδιαίτερη χαρά ως ελάχιστο αντίδωρο και έκφραση βαθειάς ευγνωμοσύνης στον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Κύριο Δημήτριο, με την ευκαιρία της εκδόσεως του παρόντος εόρτιου τόμου.
Ο άνθρωπος και η προσφορά της πατερικής και βιβλικής ανθρωπολογίας, στην προσπάθεια συγκρότησης μιας ορθόδοξης ανθρωπολογίας, αποτελούν το βασικό χαρακτηριστικό της εκκλησιαστικής διακονίας του[2] και την ουσιαστική και μόνιμη θεολογική
προσφορά του[3]. Αυτό όμως που εντυπωσιάζει ιδιαίτερα είναι η μεγάλη, πηγαία, ανυπόκριτη και ανιδιοτελής αγάπη του.
Ο συντάκτης της μελέτης αυτής, είχε την μεγάλη τιμή και ευλογία να χρηματίσει μαθητής του τιμωμένου Ιεράρχου. Η ευλογημένη μαθητεία κοντά του[4] ήταν κοινοποίηση εμπειρίας και μαρτυρία αλήθειας, αναγνωρίζοντας τον δάσκαλο και «τόν ?πίσκοπον ?νεπίληπτον ε»ναι, νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον, φιλόξενον, διδακτικόν, μή πάροινον, μή πλήκτην, ?λλ’ ?πιεικ?, ?μαχον, φιλάργυρον» (Α' Τιμ. γ' 2)[5], ώστε με βεβαιότητα να μπορεί να επαναλάβει τα λόγια του αποστόλου: «καί ημείς πεπιστεύκαμεν καί ?γνώκαμεν ?τι σύ ε» Aγιος του Θεού»[6].
Με αίσθημα νοσταλγίας, ψυχικής ανάγκης και ευλαβικής αναπόλησης θυμάμαι τον Σεβασμιώτατο Αγιο Αμερικής, όταν --ως Διακεκριμένος Καθηγητής Βιβλικών Σπουδών και Χριστιανικών Πηγών στην Πανεπιστημιακή Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης και Διευθύνων το μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Th. M. της Σχολής--, δίδασκε[7] με ένα ξεχωριστό τρόπο τις ανθρωπολογικές θέσεις των εξηγητικών ομιλιών του ιερού Χρυσοστόμου στην προς Ρωμαίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Μεταξύ άλλων τόνιζε τις βαθυστόχαστες ιδέες της Χρυσοστομικής ερμηνείας στο θέμα της αγάπης, όπως αυτό αποκαλύπτεται στο κείμενο της προς Ρωμαίους, ως δυνατότητα και πραγματοποίηση της μεταμορφώσεως του ανθρώπου[8]. Σε μια βιβλική εργασία του[9], «εξαιρετικά σύνθετη και επίπονη», ο Σεβασμιώτατος συγγραφεύς, ερευνά τις Χριστολογικές απόψεις του κατά Μάρκον Ευαγγελίου. Εντυπωσιάζει τον μελετητή και του παρέχει βαθύτατη πνευματική ικανοποίηση και χαρά --μεταξύ των άλλων αναπτυσσομένων θεμάτων-- η παράγραφος, του τρίτου κεφαλαίου, που κάνει λόγο για «το οριακό σημείο... την αμετακίνητη βεβαιότητα του θανάτου... και την αντιστροφή του τέλους του θανάτου με την εισαγωγή της αναστάσεως του Ιησού Χριστού»[10].
Έχοντας, πάντοτε, τον άνθρωπο στο κέντρο της προσοχής του, ο Σεβασμιώτατος Ιεράρχης, συμπεριφέρεται με αγάπη κι αυτό είναι που τονίζεται πάντοτε και υπό πάντων. Στο, επί Συνόδου, Μικρό Μήνυμα για την εκλογή του, ως Αρχιεπισκόπου Αμερικής, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος τόνισε μεταξύ άλλων: «Απέβλεψε δε η Μήτηρ Εκκλησία εις το διακεκριμένον πρόσωπον υμών, άγιε αδελφέ, διότι συγκεντρώνετε πλείστα όσα χαρίσματα του Θεού: λιπαράν μόρφωσιν, πραότητα και σεμνότητα, αγάπην, εκκλησιαστικόν ήθος και φρόνημα. Και δια πάντα ταύτα χαίρετε εκτιμήσεως και σεβασμού καθολικού»[11]. Πραγματικά ο άγιος Αμερικής τυγχάνει γενικής αποδοχής και αναγνωρίσεως με τη μεγαλύτερη αρετή που τον διακρίνει, την αγάπη. Αυτή ακριβώς η αγάπη και τρυφερότητα είναι που συγκινεί καί ελκύει τους άλλους κοντά του. Αυτή είναι άλλωστε και η αφιέρωση στο ετήσιο λεύκωμα (επετηρίδα) των αποφοίτων της τάξεως του 1993[12]. Στο πρόσωπό του συναντά κανείς την αγάπη ως συνάντηση ζωής. Η επαφή του με τους ανθρώπους δεν είναι πράξη τυχαία, ή πράξη αδιαφορίας. Είναι μέγιστο μάθημα ενδιαφέροντος, εκτιμήσεως, σεβασμού και αγάπης[13].
Εισαγωγικό σημείωμα
Μια διαπίστωση φορτωμένη αλήθεια είναι η πρόταση που διατυπώνει «ο αρχιεπίσκοπος Καντερβουργίας William Temple: “Οι θεολόγοι είναι άνθρωποι που αφιερώνουν μια ολόκληρη ζωή, καθ’ όλα αξιοπρεπή, για να δώσουν ακριβείς απαντήσεις σε ερωτήματα που κανένας δε θέτει”»[14]. Έτσι η αντίληψη που έχει σήμερα ο πολύς κόσμος για σύνολη τη θεολογία και το τρόπο της θεολογικής σκέψης είναι ότι «ντυμένη --αιώνες τώρα-- την παγερότητα του σπουδαστηρίου, ή την σκληρότητα της νομικής εξασφαλίσεως του δόγματος, έμεινε η Θεολογία μακρυά από τον άνθρωπο, από τους παλμούς των προβλημάτων της ζωής του»[15].
Σε μια εποχή, όμως, όπως η σημερινή, εποχή βαθύτατων υπαρξιακών προκλήσεων, προβληματισμών και αναζητήσεων η θεολογία[16], ως κατάθεση βιώματος της Εκκλησίας, μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στη λύση τραγικών εμπειριών, όπως είναι ο θάνατος, προσφέροντας στο πόνο της ανθρώπινης ύπαρξης την αναστάσιμη ελπίδα αφού «ο Θεός είναι Αγάπη και η Αγάπη είναι Ζωή. Η Αγάπη δημιουργεί Ζωή»[17].
Είναι γεγονός οτι, όπως σημειώνει ο --δια του παρόντος εορτίου τόμου τιμώμενος-- άγιος Ιεράρχης, «ο σύγχρονος άνθρωπος αντιμετωπίζει έντονα και δυσεπίλυτα προβλήματα υπάρξεως. Αντιμετωπίζει καταστάσεις και συνθήκες που δημιουργούν αγωνία, σύγχυση, και αίσθημα αδιεξόδου και απωλείας της προσωπικής ανεξαρτησίας και ζωής. Μερικά από τα προβλήματα αυτά αποτελούν μόνιμο χαρακτηριστικό του ανθρωπίνου βίου, διαχρονικά φαινόμενα που με παραλλάσσουσες μορφές εμφανίζονται σταθερά στις διαδοχικές φάσεις της ιστορίας... Ποιά μπορεί να είναι η συμβολή της χριστιανικής πίστεως στην αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων; Τι συγκεκριμένη και ουσιαστική βοήθεια μπορεί η πίστη αυτή να προσφέρει στον σημερινό άνθρωπο στην προσπάθειά του να απελευθερωθεί από καταστάσεις που καταπιέζουν και αποδιοργανώνουν την ύπαρξή του και την ζωή του;»[18].
Μιλάμε συγκεκριμένα για την καθημερινότητα της ζωής που σημαδεύεται από το βιολογικό θάνατο. Την βεβαιότητα οτι όλοι οι άνθρωποι είναι μελλοθάνατοι. Την ανθρώπινη εμπειρία που βεβαιώνει το αναπότρεπτο του πράγματος, την αδυναμία διαφυγής. «Κάθε βράδυ», αναρωτιέται ο άνθρωπος κάθε εποχής, «που κλείνω τα παραθυρόφυλλα, σκέπτομαι: άραγε θα είμαι αυτός που θα τα ανοίξει το άλλο πρωί; Κάθε πρωί που ανοίγω τα παράθυρα σκέπτομαι: άλλη μία μέρα κερδισμένη. Και αμέσως η δεύτερη σκέψη: προς τί, αφού το παιχνίδι είναι χαμένο;»[19]. Σκέψεις που καταδεικνύουν την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου και τον εγκλωβισμό του στην τραγική πραγματικότητα που καταλήγει αναπόφευκτα στο θάνατο.
Το φοβερώτατο[20] γεγονός του μυστηρίου του θανάτου[21] και η απάντηση της Θεολογίας στα πιό δύσκολα ερωτήματα της ζωής, αποτελούν ζωτικά, πράγματι, και υπαρξιακά θέματα, γύρω από τα οποία οφείλει να περιστρέφεται, ακατάπαυστα, ο στοχασμός των συγχρόνων θεολόγων. Είναι αυτονόητο, το καθήκον του ορθόδοξου θεολόγου, αφού ολόκληρη η χριστιανική αλήθεια και η πίστη της Εκκλησίας στηρίζεται στην Ανάσταση του Χριστού που καταπάτησε και εκμηδένισε το θάνατο. Με άλλα λόγια, νικιέται ο θάνατος επειδή «ο Χριστός προσέλαβε και το θάνατο του ανθρώπου, “απαθανατίζων το πρόσλημμα” σε μια παραφορά αγάπης»[22].
Αυτό που προσπαθώ να πω εδώ --όσο άτεχνα κι αν φαίνεται-- είναι ότι: ο θεολογικός λόγος της εκκλησιαστικής εμπειρίας στη σημερινή εποχή δεν φτάνει να είναι δογματικά ακριβής, αλλά πρέπει και να βιώνεται[23] μεταδίδοντας το τρανό, το χαρμόσυνο άγγελμα, του γεγονότος της σωτηρίας του ανθρώπου. Μιας σωτηρίας που μηνύει την παρηγοριά και την ελπίδα, που συνοψίζεται στην Ανάσταση του Χριστού και στην αναίρεση του θανάτου που πραγματώνεται με την αγάπη.
Οι γραμμές, που ακολουθούν, αποτελούν προσπάθεια μιας θεολογικής και ψυχολογικής απαντήσεως σε ένα από τα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα ανθρωπολογικά θέματα, που διεγείρει και συγκλονίζει ολόκληρη την ανθρωπότητα, και με τα οποία οφείλει να ασχολείται η σύγχρονη θεολογική σκέψη. Είναι το θέμα του τραγικού γεγονότος του θανάτου και της υπέρβασής του με την οντολογία της αγάπης. Αγάπη και θάνατος, κάτω από το φώς της ορθοδόξου ανθρωπολογίας και της κλινικής εμπειρίας, όπως μελετούνται και παρουσιάζονται από δύο σύγχρονους δυναμικούς συγγραφείς: τον Σεβ. Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα[24] και την ψυχίατρο Elisabeth Kubler-Ross[25]. Και οι δύο προσπάθησαν να παρουσιάσουν στον άνθρωπο της εποχής μας τη δύναμη της αγάπης που νικάει το θάνατο. Λαμβάνοντας υπόψιν το επιστημονικό κύρος[26], του οποίου χαίρουν και οι δύο σε ολόκληρο το Δυτικό επιστημονικό κόσμο, φρονούμε ότι είναι απαραίτητο να παρουσιάσουμε τις βασικές γραμμές των σκέψεων των δύο διακεκριμένων ακαδημαϊκών διδασκάλων, αφού άλλωστε αυτές αποτελούν και το απόσταγμα μακροχρόνιας και ενδελεχούς έρευνας και μελέτης.
Το οντολογικό παράλογο του θανάτου
«ύλη αδίδακτη ο θάνατος»[27]
Στο ερώτημα που τίθεται σχετικά με την προέλευση του θανάτου ως «Aδό πάσης τ?ς γ?ς»[28], δηλαδή εάν ο Θεός, ως Δημιουργός του κόσμου και του ανθρώπου, είναι δημιουργός και υπαίτιος του θανάτου πρέπει να τονισθεί: «Aτι A Θεός θάνατον οCκ ?ποίησεν, οCδέ τέρπεται ?π’ ?πωλεί? ζώντων»[29]. Και μάλιστα, όχι μόνο δεν δημιούργησε το θάνατο[30], αφού «πάντας ?νθρώπους θέλει σωθήναι καί εις επίγνωσιν αληθείας ?λθε¶ν»[31] αλλά, αντίθετα, «?κτισε τόν ?νθρωπον ?π’ ?φθαρσί? καί ε²κόνα τ?ς ²δίας ²διότητος ?ποίησεν αCτόν»[32].
Τότε τί γίνεται; Ποιός, λοιπόν, είναι ο υπαίτιος του θανάτου[33]; Η παλαιοδιαθηκική διδασκαλία δεν αφήνει περιθώρια παρεξηγήσεως. «Φθόν? δέ διαβόλου θάνατος ε²σ?λθεν ε²ς τόν κόσμον»[34]. Και από τότε «?βασίλευσεν A θάνατος»[35]. Το δράμα όμως της κυριαρχίας του θανάτου σε ολόκληρη την ανθρωπότητα[36] σταμάτησε με το θάνατο και τη νίκη του Χριστού. «Πώς μπόρεσε ο θάνατος του Χριστού να έχει αυτή τη σωτηριώδη αποτελεσματικότητα; Επειδή αντιμετώπισε και νίκησε τον παλαιό εχθρό του ανθρώπινου γένους... Από τη στιγμή αυτή, άλλαξε η σχέση των ανθρώπων με το θάνατο»[37].
Ωστόσο όμως υπάρχει εδώ μια παραδοξότητα: η βεβαιότητα του θανάτου είναι η μόνη βεβαιότητα που συνέχει ακόμη και σήμερα το είναι του ανθρώπου και ταλανίζει την ύπαρξή του. Το μοιραίο γεγονός του θανάτου παραμένει το μεγάλο και αναπάντητο ερώτημα του ανθρώπου. Ο θάνατος είναι ο βασιλιάς της φρίκης[38]. Το κύριο και βασικό πρόβλημα του ανθρώπινου είναι. Όπως, πολύ εύστοχα, παρατηρεί ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, μελετητής των Πατέρων της Εκκλησίας, «η πραγματικότητα του θανάτου δεν έχει ακόμη καταργηθή, έχει όμως αποκαλυφθή η αδυναμία του. “Είναι αλήθεια ότι εξακολουθούμε να πεθαίνουμε, όπως και πριν”, λέγει ο Άγιος Χρυσόστομος, “αλλά δεν παραμένουμε μέσα στο θάνατο, και τούτο σημαίνει πως δεν πεθαίνουμε... Η δύναμις και η απόλυτη αλήθεια του θανάτου είναι το γεγονός, ότι ένας νεκρός δεν έχει τη δυνατότητα να επιστρέψη στη ζωή· αν όμως μετά το θάνατο είναι δυνατό να ζωοποιηθή και, ακόμη περισσότερο, να αποκτήση μια καλλίτερη ζωή, τότε η νέα του αυτή κατάστασις δεν είναι πλέον θάνατος, αλλά ύπνος” (Υπόμν. προς Εβραίους, Ομιλία 17, 2: “οC θάνατος τοEτ’ ?στιν, ?λλά κοίμησις”) Ή, κατά τη φράσι του Αγίου Αθανασίου, “όπως ο σπόρος που έχει ριφθή στη γη, έτσι και μείς δεν αφανιζόμεθα όταν πεθαίνουμε, αλλά σπαρμένοι ανιστάμεθα” (Περί της Ενανθρωπήσεως 21)»[39].
Ο προβληματισμός περί θανάτου «χαίρε συνέπεια του ανεπίστρεπτου»[40]
Ο εικοστός αιώνας, ο αιώνας μας, που πέρασε, μπορεί να χαρακτηρίζεται από μεγάλα και θαυμαστά διαστημικά επιτεύγματα, αλλά δεν κατάφερε να προσεγγίσει το ζήτημα του θανάτου[41]. Παρόλη την εντυπωσιακή ανάπτυξη των γραμμάτων, της επιστήμης, της τέχνης, των πνευματικών κατακτήσεων, των τεχνολογικών επιτευγμάτων, την επιμήκυνση της νεότητας και την εκπληκτική αύξηση του μέσου όρου ζωής, έχει αφήσει τον άνθρωπο να διέπεται από το μεγαλύτερο άγχος και το δραματικότερο φόβο, ζώντας μέσα σε μια ατμόσφαιρα διάχυτης υπαρξιακής αγωνίας και κατάθλιψης[42] μπροστά στο θάνατο. Ο σχετικός, με την αγωνία και το φόβο του θανάτου, στίχος του ποιητή είναι χαρακτηριστικά εύγλωττος.
Μέσα στο φόβο και στες υποψίες,
με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πως να κάμουμε
για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί[43].
Η ποίηση ψελλίζει την πραγματικότητα που ζει ο άνθρωπος καθημερινά. Η ζωή του κυλά ανάμεσα στις συμπληγάδες της πεζότητας και της τραγικότητας του θανάτου[44]. Τό θέμα ωστόσο δεν είναι νέο. Είναι τόσο παλιό όσο και ο άνθρωπος. Από τα πρώτα βήματα του ανθρώπινου στοχασμού έγινε αντικείμενο μελέτης. Κανένα άλλο θέμα δεν μονοπώλησε τόσο πολύ την φιλοσοφούσα και θεολογούσα σκέψη του ανθρώπου, όσο ο θάνατος[45]. Και για τίποτα άλλο δεν πάλεψε τόσο πολύ η επιστήμη όσο για τον θάνατο του θανάτου[46].
«Η ύπαρξη του ανθρώπου χρονολογείται εδώ και σαράντα εφτά εκατομμύρια έτη και η παρούσα κατάστασή του, που περιλαμβάνει την όψη του θείου, εδώ και εφτά εκατομμύρια έτη. Καθημερινά πεθαίνουν άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο. Ωστόσο σε μια κοινωνία που είναι ικανή να στέλνει τον άνθρωπο στη σελήνη και να τον φέρνει πίσω καλά και ασφαλή, ποτέ δεν προσπαθήσαμε να καθορίσουμε τον ανθρώπινο θάνατο. Δεν είναι περίεργο;»[47] αναρρωτιέται η Dr. Ross.
Η παραπάνω σκέψη είναι πέρα για πέρα αληθινή. Πράγματι ο άνθρωπος αδυνατεί να εξετάσει το ζήτημα του θανάτου. Το πρόβλημα, όμως, είναι πως θα εμβαθύνει και πως θα τον προσεγγίσει όσο γίνεται ουσιαστικώτερα, ώστε αγγίζοντας το θάνατο, είτε αγαπημένων προσώπων είτε της προσωπικής του υπόστασης, με απόλυτη συνειδητότητα να μπορεί, πέρα από κάθε άγχος και αγωνία, να βεβαιώνει όπως η ποιήτρια:
Από τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
..............................................................
Στο αίνιγμα του θανάτου
πάω ψυχωμένη[48].
Διαλεγόμενοι με το θάνατο
«με πράγματα που δεν αντέχουν μη γελάς»[49]
Ο άνθρωπος ξέρει ότι θα πεθάνει· ότι απέχει μια ανάσα από το θάνατο και ότι η ζωή του «?τμίς γάρ ?στε � πρός ?λίγον φαινομένη, �πειτα καί ?φανιζομένη»[50]. Η τρομερή και μυστηριώδης ύπαρξη του θανάτου, γεμίζει τον άνθρωπο φόβο και αγωνία, άγχος και οδύνη, ψυχικό άλγος και υπαρξιακό ρίγος[51]. Σε μια προσπάθεια δημιουργικής αντιμετώπισης του θανάτου[52], μελέτης και συμφιλίωσης, συνειδητής επιλογής, να διασκεδάσει ο άνθρωπος, το ζόφο των τραγικών εμπειριών του, η πραγματικότητα γύρω του, τον προειδοποιεί: «με πράγματα που δεν αντέχουν μη γελάς».
«Πολλοί φιλόσοφοι και ψυχολόγοι πιστεύουν ότι το βαθύτερο άγχος που κυριαρχεί στον άνθρωπο είναι το λεγόμενο άγχος του θανάτου. Ο πατέρας, μάλιστα, του υπαρξισμού, ο Δανός θεολόγος Soren Kierkegaard (1813-1855), πιστεύει πως το άγχος, γενικά, πηγάζει εν μέρει από την συνειδητοποίηση του αναπόφευκτου του θανάτου και εν μέρει από τη συνειδητοποίηση των απραγματοποίητων δυνατοτήτων του ανθρώπου»[53]. Έτσι, εκείνο που χαρακτηρίζει τη στάση του ανθρώπου, έναντι του θανάτου, είναι η συνειδητή προσπάθεια να τον ξεχνάει. Μέσα στη ρουτίνα και το θόρυβο της καθημερινότητας η σκέψη του θανάτου του διαφεύγει. Η σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία θεάται από απόσταση το θάνατο, προσπαθεί να τον απωθήσει και τον «υπερβαίνει» με φθηνές φιοριτούρες[54]. Οι αντιδράσεις της πλειονότητας των ανθρώπων στην πραγματικότητα του θανάτου είναι σε μεγάλη έκταση απορριπτικές.
Είναι αλήθεια ότι «ζούμε σήμερα σε έναν πολιτισμό που αρνιέται το θάνατο. Αυτό φαίνεται καθαρά από την αδιάφορη όψη που παρουσιάζει ένα οποιοδήποτε σπίτι που κηδεύει νεκρό και από την προσπάθεια του σπιτιού αυτού να φαίνεται όπως όλα τα άλλα σπίτια. Μέσα στο σπίτι ο “εργολάβος” αγωνίζεται να τα φροντίσει όλα με τρόπο που κανείς να μην προσέξει πως υπάρχει πένθος· οργανώνεται με τους επισκέπτες ένα είδος εντευκτηρίου που θα μεταμορφώσει την κηδεία σε ένα μισοευχάριστο σχεδόν περιστατικό. Υπάρχει μια παράξενη συνωμοσία σιωπής γύρω από το βίαιο γεγονός του θανάτου και το λείψανο το “φτασιδώνουν” για να σκεπάσουν τη νέκρα του»[55].
Με τόν τρόπο που γίνονται στην σημερινή εποχή οι κηδείες[56] και γενικά η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που τις χαρακτηρίζει φανερώνουν πόσο φοβισμένοι και σοκαρισμένοι οι άνθρωποι προσπερνούν, δίχως να αξιολογήσουν, το θάνατο, δίχως να μάθουν, να ωριμάσουν από την πρόσωπο με πρόσωπο αντιμετώπιση της πραγματικότητας του θανάτου των αγαπητών και προσφιλών τους[57]. Για την ανθρώπινη εμπειρία είναι δύσκολη η συμφιλίωση με το θάνατο. «Οι κηδείες έχουν καταντήσει, για τους πολλούς, τελετές χωρίς νόημα»[58]. Σιωπηλές, ανούσιες, απλώς και μόνο τελετές χωρίς καμία σημαντική, χωρίς κανένα απολύτως νόημα· αναγκαία τυποποίηση, συμβατική υποχρέωση, χωρίς καμία συνειδητή σκέψη για τη μεταφυσική ελπίδα και πραγματικότητα[59].
Η σύγχρονη ζωή χαρακτηρίζεται από την απεμπόληση της συνειδητοποίησης του θανάτου. Ο σημερινός άνθρωπος στο ερέθισμα της κηδείας, υποφέρει από την σκέψη του θανάτου. Η προετοιμασία μιας κηδείας προκαλεί δυσφορία και αποτελεί εφιαλτική και τραυματική εμπειρία για τη ζωή του. Σε σημείο, μάλιστα, που αντί να τον οδηγεί σ’ έναν οντολογικό αναπροσανατολισμό, να τον οδηγεί σ’ έναν επικίνδυνο αποπροσανατολισμό. Χαρακτηριστικό δείγμα και σύμπτωμα κρίσης που διέρχεται ο νεότερος κόσμος μπορεί να ανακαλύψει κανείς στις επιγραφές του Γραφείου κηδειών που μετονομάσθηκε σε τελετών[60] για μιά όσο το δυνατόν ανώδυνη παραδοχή της καθημερινής πραγματικότητας· κάτι που αποτελεί καίριο συμβολισμό. Θεωρητικά στηρίγματα παράλογης συλλογιστικής. Γιατί και η λέξη κηδεία, ακόμη, είναι μια απειλή, λέξη ταμπού που τρομάζει τον άνθρωπο. Η απώθηση της ιδέας του θανάτου, η άρνησή του[61] (συνάμα με την απεμπόληση της γλώσσας μας), έκανε τον άνθρωπο να ξεχάσει την αληθινή έννοια του κηδεύω που σημαίνει φροντίζω επιμελούμαι κάποιον ή κάτι, περιποιούμαι[62].
Εκείνο, όμως, που σώζει είναι η συμμετοχή στη κηδεία, διότι έτσι ο άνθρωπος αποκτά πλήρη επίγνωση και αποδοχή του θανάτου. Τότε το μυστήριο του θανάτου υποχωρεί. Ο πιστός ζει την βεβαιότητα της Αναστάσεως. Γεμίζει γλυκειά παρηγορία και παραμυθία. Ανανεώνεται μέσα του η ελπίδα. Μετριάζονται ο πόνος και τα δάκρυα του χωρισμού. Η κηδεία διδάσκει, στην ανθρώπινη ύπαρξη, τα μέγιστα της ζωής. Το τρομερό αντίκρυσμα του θανάτου διασκεδάζεται από την αντίληψη, την προσοικείωση και την ωρίμανση του ανθρώπου βλέποντας το νεκρό σώμα. Ο ποιητικός στίχος το συνιστά ανεπιφύλακτα:
Πάντως να προτιμάτε τους νεκρούς.
Να προτιμάτε τους νεκρούς
αν είναι ανάγκη να ελεήσετε μια πλάνη[63].
Τι είναι ο θάνατος
«δοσίλογος στο τέλος μόνο ο θάνατος»[64]
Ο θάνατος, λοιπόν, είναι η απόλυτη βεβαιότητα. Στην αναπόφευκτη και αδυσώπητη πραγματικότητά του, ο άνθρωπος δεν έχει να αντιτάξει παρά μόνο την προσωπική αφύπνιση και εγρήγορση. Αυτό βέβαια απαιτεί βαθύτατο υπαρξιακό προβληματισμό. Προβληματισμό για το τι είναι επιτέλους ο θάνατος[65].
Σύμφωνα με την χριστιανική διδασκαλία «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος»[66] και κατά την αδιάψευστη μαρτυρία της Καινής Διαθήκης, ο θάνατος μπήκε στον κόσμο με την αμαρτία[67]. «Σε κάθε όμως περίπτωση, ο θάνατος καθ’ εαυτόν είναι ο εχθρός του Θεού. Γιατί ο Θεός είναι η Ζωή και ο Δημιουργός της ζωής. Το ξέφτισμα και η παρακμή, το μούχλιασμα και η αρρώστια, τα παράγωγα του θανάτου που ήδη ενυπάρχουν στη ζωή μας, δεν είναι τα αποκυήματα της θελήσεως του Θεού. Όλες αυτές οι καταστάσεις, σύμφωνα με τη Χριστιανική και την Ιουδαϊκή σκέψη, προέρχονται και προκαλούνται από την ανθρώπινη αμαρτία»[68].
Η γνώση και η εμπειρία της Dr. Ross --που αποκόμισε από τις μελέτες θανάτου, συλλέγοντας περιστατικά από τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία και άλλες χώρες από άτομα νηπιακής ηλικίας μέχρι ηλικιωμένους ενενήντα εφτά χρονών και γενικώς δεδομένα από όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ποικιλία ανθρώπων που ανήκαν σε διαφορετικές θρησκείες και πολιτιστικά υπόβαθρα-- συνοψίζεται στη συμβολική σύγκριση, θεώρηση και ταυτόχρονα πίστη και πεποίθηση, ότι «ο θάνατος είναι μόνο η μετακόμιση από ένα σπίτι σε ένα άλλο πιό όμορφο»[69]. «Είναι απλώς μετάβαση σε μια διαφορετική μορφή ζωής»[70].
Στο ερώτημα: «τι είναι ο θάνατος;» η απάντηση που μας εμπιστεύεται είναι: «ο θάνατος είναι μια ανθρώπινη διαδικασία... Η επιθανάτια εμπειρία είναι σχεδόν ταυτόσημη με την εμπειρία της γέννησης. Είναι μια γέννηση σε μια διαφορετική κατάσταση ύπαρξης που μπορεί να αποδειχθεί αρκετά εύκολα... ο θάνατος του ανθρώπινου σώματος είναι κάτι ταυτόσημο μ’ εκείνο που συμβαίνει όταν μια πεταλούδα βγαίνει από το κουκούλι της»[71]. Όλοι όσοι έτυχαν εξωσωματικής εμπειρίας «έχουν πλήρη επίγνωση ότι αφήνουν το φυσικό τους σώμα και ότι ο θάνατος, όπως τον καταλαβαίνουμε στην επιστημονική γλώσσα, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Θάνατος είναι απλώς όταν αποβάλει κανείς το φυσικό του σώμα, όπως η πεταλούδα αποβάλει το κουκούλι της. Είναι μια μετάβαση σε μια ανώτερη κατάσταση συνείδησης όπου εξακολουθείτε να αντιλαμβάνεστε, να κατανοείτε, να γελάτε και να είστε ικανοί να αναπτυχθείτε. Το μόνο πράγμα που χάνετε είναι κάτι που δεν χρειάζεστε πλέον, το φυσικό σας σώμα. Είναι σαν να κρύβετε το χειμωνιάτικο παλτό σας όταν έρχεται η άνοιξη, ξέρετε ότι το παλτό είναι φθαρμένο και δε θέλετε να το φοράτε πια. Αυτό σημαίνει θάνατος»[72].
Η εργασία της πάνω στα θέματα του θανάτου και της μετά θάνατο ζωής καθώς και η παρατήρηση χιλιάδων ετοιμοθάνατων, προβάλλει πειστικά επιχειρήματα και προσφέρει στρατηγικές αντιμετώπισης του θανάτου, επιβεβαιώνοντας ότι τίποτα στη ζωή δεν είναι αρνητικό, ούτε και ο θάνατος. «Ένας τρόπος για να μη φοβάστε», συμβουλεύει η Dr. Ross, «είναι να μάθετε ότι δεν υπάρχει θάνατος, ότι τα πάντα σ’ αυτή τη ζωή έχουν θετικό σκοπό. Απαλλαγείτε από όλη σας την αρνητικότητα και αρχίστε να βλέπετε τη ζωή σαν πρόκληση, σαν χώρο εξέτασης των δικών σας εσωτερικών φυσικών πόρων και δύναμης. Δεν υπάρχουν συμπτώσεις. Ο Θεός δεν είναι ένας τιμωρός, κακός Θεός. Οταν θα έχετε επιτελέσει τη μετάσταση τότε θα έρθετε σ’ εκείνο που έχει περιγραφτεί σαν κόλαση και παράδεισος... Εσείς φτιάχνετε τη δική σας κόλαση ή το δικό σας παράδεισο με τον τρόπο που ζήτε»[73].
Από αυτή την θεώρηση του θανάτου, την στάση και την αντιμετώπισή του, την πεποίθηση ότι έτσι έχουν τα πράγματα, ο άνθρωπος πληροφορείται, θωρακίζεται και γιγαντώνεται στην κάτοψη του θανάτου με την συνειδητότητα ότι: «ο θάνατος δεν είναι απαραίτητα ένα θλιβερό και τρομακτικό θέμα. Αντί γι’ αυτή την αίσθηση», υπογραμμίζει η Ελβετίδα ψυχίατρος, «μπορείτε να βιώσετε πολλά υπέροχα και αξιαγάπητα πράγματα. Εκείνο που μαθαίνετε από ετοιμοθάνατους ασθενείς, μπορείτε να το μεταδώσετε στα παιδιά και τους γείτονές σας και ίσως ο κόσμος μας να ξαναγίνει ένας παράδεισος»[74].
Κατόπιν όλων αυτών αντικρύζει κανείς με άλλη ματιά την πραγματικότητα του θανάτου. Κατανοεί πληρέστερα και βαθύτερα τι είναι ο θάνατος. Δεν είναι απώλεια, «δεν λογίζεται καν εχθρός με τον οποίο πρέπει ν’ αντιπαλέψεις»[75]. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί σύγχρονος θεολόγος: «ο θάνατος, για να χρησιμοποιήσουμε μία πρώτη εικόνα, εξακολουθεί να έχει την “επικαρπία” έχοντας χάσει όμως την “κυριότητα” επί του ανθρώπου. Ο θάνατος είναι σαν ένα φίδι που δαγκώνει αλλά δεν έχει πια δηλητήριο· σαν μια μέλισσα που τσιμπάει αλλά δεν αποθέτει το δηλητηριώδες κεντρί της. Επιφέρει όμως καταστροφές σαν ένας εχθρός που νικημένος υποχωρεί και εξαφανίζει εκδικητικά τα πάντα χωρίς να σκοτώνει ανθρώπους»[76].
Ο νικητής Θεάνθρωπος Χριστός «επί τον θάνατον η ζωή»[77]
Ο θάνατος, για την ανθρώπινη εμπειρία, σημαίνει την καταστροφή της ανθρώπινης προσωπικότητας· «είναι η “φυσική” εξέλιξις της βιολογικής υποστάσεως, η παραχώρησις “χώρου” και “χρόνου” εις άλλας ατομικάς υποστάσεις, η επισφράγισις της υποστάσεως ως ατομικότητος. Ταυτόχρονα είναι και η πλέον τραγική αυτοαναίρεσις της ιδίας της υποστάσεως, (διάλυσις και εξαφάνισις του σώματος και της ατομικότητος), η οποία εις την επιδίωξίν της να αυτοβεβαιωθή ως υπόστασις ανακαλύπτει ότι τελικά η “φύσις” της την ωδήγησεν εις εσφαλμένον δρόμον, εις τον θάνατον»[78]. Η πραγματικότητα του θανάτου καταργεί και συνθλίβει την ανθρώπινη ύπαρξη. Εδώ, ακριβώς, εντοπίζεται το πρόβλημα. Η ατομικότητα και η λανθασμένη πορεία του ανθρώπου, για καταξίωση της δικής του προσωπικής οντότητας, αυτόνομα και εγωιστικά, μακριά από τον άλλο --που τον αισθάνεται σαν την κόλασή του[79]-- δρά καταλυτικά και οδηγεί στην αποσύνθεση και την διάσπαση της ατομικής του ύπαρξης.
Η περιχαράκωση του ατόμου στα όρια της θνητής του κτιστότητας δεν διαρρηγνύεται εύκολα, αφού η φύση τείνει να επιβληθεί στο πρόσωπο δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι με τον φυσικό θάνατο καταλύεται μια για πάντα και η ύπαρξη του ανθρωπίνου προσώπου. Όσο επώδυνο και τρομακτικό κι αν είναι το πέρασμα από τη φύση στο πρόσωπο (που θα πεί αυτοπαράδωση στο Χριστό, μετοχή στο θάνατο και στην ανάστασή Του) χωρίς αυτό --το πέρασμα-- δεν υπερβαίνεται πραγματικά ο θάνατος. Έτσι, ο Χρήστος Γιανναράς σχολιάζοντας την ευαγγελική περιγραφή και αφήγηση της θαβώριας εμπειρίας των μαθητών, σημειώνει χαρακτηριστικά: «η γλωσσική σημαντική του ευαγγελικού κειμένου, υποδηλώνει... ότι το χάρισμα μιας πληρωτικής σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό υπερβαίνει τους υπαρκτικούς όρους της κτιστής ανθρώπινης φύσης, βιώνεται από τον φυσικό άνθρωπο και ως απειλή της υπαρκτικής αυτάρκειας-αυτοτέλειας της φύσης του. Γι’ αυτό και “?κούσαντες ο³ μαθηταί ?πεσαν ?πί πρόσωπον αCτOν καί ?φοβήθησαν σφόδρα”. Ακόμα και όταν αρχικά ο Πέτρος απευθυνόταν στον “?ν δόξει” Χριστό, ήταν έκφοβος. Αντίθετα, ο Μωυσής και ο Ηλίας, ελεύθεροι, με τη μεσολάβηση του θανάτου, από τους περιορισμούς υπαρκτικής αυτονομίας της φύσης, εμφανίζονται και ελεύθεροι στη σχέση από κάθε φόβο»[80].
Η τραγική μοίρα του θανάτου κυριαρχεί πάνω σ’ αυτή την υπαρκτική σχέση του ανθρώπου και παραμορφώνει την υπόστασή του μην αφήνοντας περιθώριο σωτηρίας. Ο θάνατος έρχεται και ο άνθρωπος αφανίζεται. «Γιατί, πράγματι, ο θάνατος για όλους στοχεύει στον αφανισμό μας. Αν δεν είχε αυτό το στόχο πάντοτε και για όλους», παρατηρεί ο Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης, «δεν θα ήταν ανάγκη να παρακαλούμε το Θεό να κρατήσει στη μνήμη του αιώνια τους νεκρούς μας. Το να κρατηθεί κανείς στη μνήμη του Θεού είναι θέμα επιβιώσεως, όχι μακαριότητος και “αναπαύσεως” μόνον. Αν ο θάνατος δεν στόχευε στον αφανισμό του κτιστού, δεν θα ήταν ανάγκη να συμμετέχουμε στην θ. Ευχαριστία που δεν είναι απλώς “εις άφεσιν αμαρτιών”, αλλά και “εις ζωήν αιώνιον”, “φάρμακον αθανασίας”»[81].
Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, οι παραπάνω σκέψεις, πρώτα και κύρια, μας βοηθούν να συλλάβουμε το θνητό της φύσης μας, τη φθίνουσα υπόστασή μας και τον κίνδυνο αφανισμού της ύπαρξής μας. Εκείνο που καταξιώνει και σώζει την ανθρώπινη ύπαρξη από το θάνατο, σύμφωνα με τη θεολογική διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, είναι το πρόσωπο του Χριστού[82]. Ο Θεάνθρωπος Χριστός προβάλλει διαχρονικά ως νικητής και καταλύτης του θανάτου[83].
Στα πλαίσια θεολογικής απόπειρας, ψηλάφησης και κατανόησης του θανάτου, η χριστιανική διδασκαλία γεμίζει τον άνθρωπο γαλήνη και ελπίδα. Η ύπαρξή του ζωογονείται από την βεβαιότητα και τη χαρά της Ανάστασης. Αντικρύζει τη νίκη που προκύπτει, από την ένωση κτιστού και ακτίστου, την υπέρβαση της φθοράς και της θνητότητας, στο πρόσωπο του Χριστού και που ο ίδιος απέτυχε να πραγματώσει. Με τη νίκη του Χριστού της Εκκλησίας, δεν υπερισχύει το δυαλιστικό στοιχείο για να αποσυνθέσει και να κομματιάσει την ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά το κτιστό σώζεται από την σύζευξή του με το άκτιστο.
Την διαλεκτική σχέση κτιστού και ακτίστου, που πραγματοποιείται και αυτουργείται από τον ένσαρκο Λόγο, αναπτύσσει με μεγάλη θεολογική ακρίβεια και λεπτομέρεια ο άγιος Περγάμου. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «στο πρόσωπο του Χριστού το κτιστό και το άκτιστο ενώθηκαν “αδιαιρέτως”, με ένα τρόπο που δεν επιδέχεται διαίρεση, αλλά και “ασυγχύτως”, δηλαδή χωρίς να χάσουν την ετερότητά τους, την ξεχωριστή και ιδιαίτερη ταυτότητά τους... Ο θάνατος δε μπορεί να νικηθεί αν δεν πραγματωθεί αυτό το “αδιαιρέτως”. Όσο το κτιστό αυτονομείται και αυτοϋπάρχει, τόσο ο θάνατος το απειλεί, αφού, όπως είδαμε, ο θάνατος οφείλεται στη δυνατότητα του χωρισμού, της διασπάσεως των όντων λόγω της “αρχής” που διέπει την κτιστότητα. Με άλλα λόγια, το κτιστό, για να ζήσει, πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή και αδιάκοπη (αδιαίρετη) σχέση με κάτι το άκτιστο, να καλύπτει έτσι το διάστημα, που αναπόφευκτα πηγάζει από την κτιστότητα, και να κοινωνεί διαρκώς με κάτι έξω από τον εαυτό του. Κάθε κτιστό ον που δεν βγαίνει από τον εαυτό του και δεν ενώνεται αδιαίρετα με κάτι άλλο, αφανίζεται, πεθαίνει. Αλλά αν αυτό προς το οποίο συνδέεται για να υπερβεί το θάνατο είναι και αυτό κτιστό, όπως συμβαίνει στο βιολογικό έρωτα, δεν αποφεύγει το θάνατο»[84].
Η τραγωδία του ανθρώπου διακόπτεται και ο ίδιος λυτρώνεται από το θάνατο, όχι μέσα σε μια ένωση με γεώδη χαρακτηριστικά και κτιστές διαστάσεις, αλλά μέσα στην ενότητα με το πρόσωπο του Χριστού. Μέσα σε μια τέτοια κοινωνία κτιστού, που είναι ο άνθρωπος, και ακτίστου, που είναι ο Θεάνθρωπος, «η ανάγκη και ο θάνατος παύουν να είναι οριακά σημεία, γιατί παίρνουν μια νέα θέση μέσα στο κόσμο. Αναγκαστικά χάνουν την εχθρική τους έννοια, γιατί προσλαμβάνουν μια λειτουργικότητα υπηρετική του θείου σχεδίου. Έτσι, ο εν Χριστώ άνθρωπος χωρίς να διαφεύγει στην επίγεια ζωή του την ανάγκη και το θάνατο γεύεται κιόλας τη σωτηρία, γιατί υπερνικά την τραγική του μοίρα και κυριαρχεί πάνω σ’ αυτή όχι αποφεύγοντάς την, αλλά δίνοντας σ’ αυτήν ένα νέο νόημα»[85].
Μόνο ο άκτιστος Θεός παρέχει την αθανασία και σώζει τον άνθρωπο από το θάνατο. Βέβαια με συγκεκριμένους όρους[86]. Η υπέρβαση του θανάτου απαιτεί πλήρη σύζευξη του κτιστού με το άκτιστο. Η ιδιαιτερότητα και το σωτηριολογικό περιεχόμενο της ένωσης αυτής έγκειται στο γεγονός ότι προσφέρει τη δυνατότητα σε κάθε άνθρωπο να μεθέξει προσωπικά στην Ανάσταση του Χριστού. Ο Ιησούς Χριστός κατήργησε τον έσχατο εχθρό της ανθρώπινης ύπαρξης και έγινε έτσι η απαρχή της ζωής που υπερβαίνει το θάνατο. Η παρουσία του Θεού πληρεί τα πάντα. Σε καμία περίπτωση το κτιστό δεν μπορεί να ζήσει έξω από την αμεσότητα με το άκτιστο. Τίποτα δεν σώζει παρά μόνον ο Θεός.
Κατόπιν όλων αυτών ο πιστός --σύμφωνα με τα λόγια του Σεβασμιωτάτου συγγραφέα-- έχει την πεποίθηση ότι «ο Χριστός με το να ενώσει κτιστό και άκτιστο ασυγχύτως και αδιαιρέτως νίκησε το θάνατο με μια νίκη που δεν είναι ένα αναγκαστικό για την ύπαρξη γεγονός, αλλά μια δυνατότητα που κερδίζεται μόνο με την ελευθερία και την αγάπη. Η νίκη αυτή πραγματοποιήθηκε στην Αναστασή Του, χωρίς την οποία δεν μπορεί να γίνει λόγος για σωτηρία, αφού ο θάνατος είναι το πρόβλημα της κτιστότητας. “Ε² Χριστός οCκ ?γήγερται, ματαία � πίστις �μOν”, λέγει ο Παύλος. Ο Χριστός είναι “σωτήρ του κόσμου” όχι γιατί θυσιάστηκε στο Σταυρό εξαλείφοντας μ’ αυτό τον τρόπο τις αμαρτίες του κόσμου, αλλά γιατί “ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας”. Η Δύση (Ρωμαιοκαθολική και Προτεσταντική) που είδε το πρόβλημα του κόσμου ως πρόβλημα ηθικό (παράβαση εντολής και τιμωρία) έκαμε το Σταυρό του Χριστού το επίκεντρο της πίστεως και της λατρείας. Αλλά η Ορθοδοξία εξακολουθεί να τονίζει την Ανάσταση ως το κέντρο όλης της ζωής της, ακριβώς γιατί είδε ότι το πρόβλημα του κτιστού δεν είναι ηθικό αλλά οντολογικό, είναι το πρόβλημα της υπάρξεως (και όχι της ομορφιάς) του κόσμου, το πρόβλημα του θανάτου. Και η Ανάσταση του Χριστού έγινε δυνατή χάρη στην ένωση “αδιαιρέτως” αλλά και “ασυγχύτως” του κτιστού με το άκτιστο, δηλαδή χάρη στην αγάπη, που κάνει το κτιστό και το άκτιστο να υπερβαίνουν τα όριά τους και να ενώνονται “αδιαιρέτως”, και χάρη στην ελευθερία, που κάνει το κτιστό και το άκτιστο να μη χάνουν την ετερότητά τους με την υπέρβαση των ορίων τους στην ένωση αυτή, αλλά αντίθετα, να εξασφαλίζουν την ετερότητα αυτή, διατηρώντας έτσι τη διαλεκτική σχέση τους»[87].
Η οντολογία της αγάπης «κραταιά ώς θάνατος Aγάπη»[88]
Συνοψίζοντας τα όσα είπαμε, μέχρι τώρα, καταλαβαίνουμε, ότι «όσο ο άνθρωπος αγανακτεί για το θάνατο --και αλλοίμονο αν παύσει να αγανακτεί-- τόσο θα αναζητεί την υπέρβαση της κτιστότητας μακριά από τον Πλάτωνα και τους κάθε είδους ευσεβισμούς. Η διαλεκτική κτιστού-ακτίστου συντηρεί την αγανάκτηση αυτή στην ανθρώπινη συνείδηση, γιατί θεωρεί την ύπαρξη ως δώρο άξιο ευγνωμοσύνης και καταφάσεως, ένα δώρο που, ακριβώς επειδή είναι χάρη και ελευθερία, είναι αδύνατο από μόνο του να υπάρχει αιώνια. Ο κόσμος είναι τόσο κτιστός ώστε να μη μπορεί να ζήσει μόνος του, αλλά και τόσο αγαπητός από το Θεό ώστε να πρέπει να ζήσει. Ο θάνατος, ο “?σχατος ?χθρός” της υπάρξεως, πρέπει να υπερνικηθεί»[89]. Αυτό επιτυγχάνεται με το θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού, που και τα δύο, ως ιστορική πραγματικότητα, αποτελούν το κέντρο της ζωής του κάθε πιστού. Ο θρίαμβος της αγάπης του Χριστού[90] κινείται γύρω από τον άξονα της διαλεκτικής σχέσης κτιστού και ακτίστου. Το ανθρωπολογικό και δυναμικό νόημα αυτής της σχέσης φανερώνεται στην υπέρβαση της τραγικότητας του θανάτου και στην εξάλειψη κάθε κινδύνου για αφανισμό του ανθρωπίνου προσώπου.
Στο δράμα, λοιπόν, της ανθρώπινης ύπαρξης, ο ορθόδοξος θεολογικός στοχασμός προτείνει την ένωση του ανθρώπου με το Θεό[91]. Η αγαπητική ένωση ανθρώπου και Θεού στο πρόσωπο του Χριστού σώζει από το θάνατο. Μόνο μέσα σ’ αυτή τη σχέση καταφάσκεται η ανθρώπινη ύπαρξη και υπερβαίνεται η κτιστότητα της φύσεως του ανθρώπου. Κι αυτό γιατί η ένωση αυτή οδηγεί σε μία ταύτιση: «ΖO δέ οCκέτι ?γώ, ζ« δέ ?ν ?μοί Χριστός»[92].
Με τον τρόπο αυτό της προσωπικής υπάρξεως, η σωτηρία είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα γιατί διατελεί μέσα στην αγάπη του Θεού. Τότε όμως η ζωή του ανθρώπου ξεπερνά τη φθορά και το θάνατο και είναι αιώνια, αφού και «η ζωή του Θεού είναι αιωνία, διότι είναι προσωπική, δηλαδή πραγματώνεται ως έκφρασις ελευθέρας κοινωνίας, ως αγάπη. Ζωή και αγάπη ταυτίζονται εις πρόσωπον: το πρόσωπον δεν αποθνήσκει, μόνον διότι αγαπάται και αγαπά· έξω από την κοινωνίαν της αγάπης το πρόσωπον χάνει την μοναδικότητά του, γίνεται ένα ον όπως και τα άλλα, ένα “πράγμα” χωρίς απόλυτον “ταυτότητα” και “όνομα”, χωρίς πρόσωπον. Θάνατος δια το πρόσωπον σημαίνει το να παύση να αγαπάται και να αγαπά, να είναι μοναδικόν και ανεπανάληπτον, ενώ ζωή δια το πρόσωπον σημαίνει την επιβίωσιν της μοναδικότητος της υποστάσεώς του, την οποίαν βεβαιώνει και συντηρεί η αγάπη»[93]. Έτσι, η αγάπη ελευθερώνει τον άνθρωπο ως πρόσωπο από τη φθορά και το θάνατο. Ο άνθρωπος με την αγάπη υπερβαίνει την κτιστότητά του, αφού η κτιστή του φύση γίνεται ένα με την άκτιστη φύση του Τριαδικού Θεού, που είναι αγάπη[94] και μάλιστα απεριόριστη[95]. Κάθε άνθρωπος καλείται να πραγματώσει αυτό τον τρόπο ύπαρξης μέσα στο χώρο της Εκκλησίας, που «είναι σε τελευταία ανάλυση τρόπος υπάρξεως επειδή ακριβώς είναι το Μυστήριο της Αγάπης, το Μυστήριο, στο οποίο βιώνουμε θετικά την ελευθερία μας από τα πάθη»[96].
Αυτό, λοιπόν, που έχει ανάγκη ο άνθρωπος για να υπερβεί το θάνατο είναι μόνο η αγάπη[97], «γιατί η αγάπη είναι ακαταμάχητος σαν το θάνατο» όπως μας βεβαιώνει το βιβλικό χωρίο, που θέσαμε ως προμετωπίδα της ενότητας αυτής. Η οντολογία της αγάπης είναι η μοναδική απάντηση στο πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης[98]. Μια αγάπη για όλους και για όλα «υπέρ πάσης της κτίσεως, ήγουν υπέρ των ανθρώπων, και των ορνέων, και των ζώων, και των δαιμόνων, και υπέρ παντός κτίσματος»[99]. Αγάπη ακόμη και για το θάνατο αφού για τον άνθρωπο της πίστης αποτελεί κέρδος[100] και πέρασμα[101] «ε²ς τήν ζωήν»[102].
Την αναγκαιότητα της αγάπης για τη ζωή του ανθρώπου τονίζει και η Dr. Ross. «Το πιό σπουδαίο απ’ όλα είναι ότι πρέπει να μάθουμε να αγαπάμε και να αγαπιόμαστε χωρίς όρους. Οι περισσότεροι από μας ανατραφήκαμε σαν πόρνες. Θα σ’ αγαπώ “αν”. Κι αυτό το “αν” συνέτριψε και κατέστρεψε περισσότερες ζωές από οτιδήποτε άλλο πάνω στο πλανήτη γη. Μας κάνει πρόστυχους, μας κάνει να νιώθουμε ότι μπορούμε να αγοράσουμε την αγάπη με την καλή συμπεριφορά, ή με καλούς βαθμούς... Όπως δίδασκαν οι δάσκαλοί μας, αν μεγάλωσες με χωρίς όρους αγάπη και πειθαρχία ποτέ δε θα φοβηθείς τις καταιγίδες της ζωής. Δε θα έχεις φόβο, ενοχή, ανησυχίες, που είναι οι μόνοι εχθροί του ανθρώπου. Αν σφραγίσεις το φαράγγι από τις καταιγίδες δεν θα δεις ποτέ την ομορφιά των λαξευτών που αφήνουν πίσω τους»[103].
Με άλλα λόγια, η αγάπη του ανθρώπου πρέπει να είναι γνήσια και αυτό σίγουρα δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά δεν είναι και δύσκολο κατόρθωμα. Είναι μια μαθητεία και άσκηση δια βίου[104] στο χώρο της προσωπικής ύπαρξης. «Το πιο δύσκολο μάθημα είναι η χωρίς όρους αγάπη»[105] βεβαιώνει η Dr. Ross. Αποτελεί, όμως, υπέρβαση της ατομικότητας και απόρριψη κάθε εγωιστικού μονισμού για μια απελευθέρωση της ανθρώπινης φύσης από τους απαράβατους βιολογικούς νόμους της φθαρτότητας και της θνητότητας. Η σωτηρία πετυχαίνεται μόνο μέσα στην αγάπη ως διαπροσωπική σχέση.
Αποτελεί αλγηνή πραγματικότητα και ζοφερή διαπίστωση αυτό που σημειώνει σύγχρονος στοχαστής: «Σήμερα είναι γεμάτα τα νεκροτομεία από ανθρώπους με παραμορφωμένα χαρακτηριστικά από τον πόνο και το φόβο των τελευταίων στιγμών, επειδή δε βρέθηκε κανένας τις τελευταίες τους στιγμές να τους συμπαρασταθεί, να τους κλείσει τα μάτια, να τους σταυρώσει τα χέρια. Ούτε το θάνατο δε σέβεται ο σύγχρονος τρόπος ζωής. Ίσως πολλοί να πουν πως γίναμε πιο ρεαλιστές, πιο ορθολογιστές, πως σβήσαμε έτσι μια νεκρόφυλη παράδοση. Δικαιολογίες· απλώς σβήσαμε την αγάπη. Ας μη μοντερνοποιούμε το θάνατο»[106]. Δεν καίει μέσα στην καρδιά του σημερινού ανθρώπου και δεν ζεσταίνει τους γύρω του η φωτιά της αγάπης. Δεν κυβερνάει τη ψυχή του και τη ζωή του «η αγάπη του Θεού που είναι γλυκυτέρα της προσκαίρου ζωής». Ο σύγχρονος άνθρωπος ζει στην "ερημία των πόλεων… καιρούς αφιλίας". Είναι φορές που αισθάνεται εγκαταλελειμμένος, σχεδόν, υποχρεωμένος να ζει σ' ένα κόσμο «που ξέχασε την Αγάπη. Ζει με "ερζάτς" αγάπης, με υποκατάστατα αγάπης. Η βασιλεία του πάθους δεν φαίνεται να αφίνη περιθώριο ζωής στην αληθινή Αγάπη. Η απώλεια είναι τρομακτική. Καμμιά προσπάθεια ηθικολογικών παροτρύνσεων δεν μπορεί να ξαναζωντανέψη την Αγάπη στον κόσμο μας. Μόνο η ζωή που ξεπηδά από το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως μπορεί να αναστήσει και πάλι στον κόσμο τούτο της φθοράς την "μείζονα των αρετών"»[107] που είναι η αγάπη. Και αυτή είναι η ανάγκη που χρειάζεται σήμερα ο άνθρωπος. Χρειάζεται τη σιγουριά της ζωής, χρειάζεται την αγάπη.
Για τους χριστιανούς το συνεχώς επαναλαμβανόμενο γεγονός του θανάτου στη ζωή τους αποτελεί υπόμνηση της αγάπης. Αγάπης --σε μια οριζόντια και κάθετη σχέση με τους άλλους και με τον Θεό--, απαραίτητης για μια ουσιαστική και οντολογική θεμελίωση της προσωπικότητας του ανθρώπου και της κοινωνικότητας της Εκκλησίας. Κι αυτό γιατί η «αγάπη παραπέμπει σε σημαινόμενη εμπειρική δυναμική που βιώνεται και στην επίγεια βιοτή ως πάντοτε ατέλεστος τελειότης, αλλά και στη μετά τον θάνατο ζωή δεν καταργείται. Δεν εκπίπτει με την ενηλικίωση της εισόδου στον “χώρο” του ακτίστου»[108]. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής του ανθρώπου της εποχής μας, ότι «όλα μπορεί κανείς να τα αντέξει όταν υπάρχει αγάπη» και να μην λανθάνει στη σκέψη του, πως «το μοναδικό πράγμα που ζει για πάντα είναι η αγάπη»[109]. Ο Θεός, ισούται με αγάπη, αλλά "όταν φθάσωμεν την αγάπην, εφθάσαμεν εις τον Θεόν, και ετελείωσεν ο ημέτερος δρόμος, και διέβημεν εις την εκείθεν τούτου του κόσμου ευρισκομένην νήσον, όπου υπάρχει ο Πατήρ, και ο Υιός και το Άγιον Πνέυμα"[110]
Η χριστιανική διακήρυξη για την οντολογία της αγάπης και το μυστήριο του θανάτου, συνοψίζεται στο ποίημα, που αντί τίτλου εσκεμμένα ο ποιητής έχει θέσει ένα ερωτηματικό, που κρύβει τόσα και αποκαλύπτει άλλα τόσα:
Λύπηση ο θάνατος δεν έχει,
χτυπά όπου βρεί,
σ’ αστείες στιγμές,
σε υπάρξεις ακριβές·
-- αγάπην όμως;
Βέβηλη σκέψη, μην τ’ αγγίζεις
αυτό το ερώτημα·
σαν το φτερό της πεταλούδας είν’ αβρό·
βέβηλη σκέψη, μη τ’ αγγίζεις...[111]
Συμπληρωματική Βιβλιογραφία
Antony Metropolitan, "On Death", Sobornost 1:2 (1979): 8-18
Βασιλείου Αρχιμ. (Καθηγουμένου της Ι.Μ. Σταυρονικήτα), Η υπέρβαση του θανάτου στη μοναχική ζωή, Άγιον Όρος, 1974.
Basil of Stavronikita, "Death and Behond We Live", Sobornost 7:1 (1975): 22-31.
Βατσικούρα Κυριάκου (Γκάρυ) Νικ., Η έννοια του θανάτου κατά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης, Εκδ. "Επέκταση": Σειρά "Θεολογία και Ιστορία" 13, Κατερίνη, 1999.
Brooks D., Dealing with Death, Broadman, Nashville, 1974.
Γιανναρά Χρήστου, "Η ζωή μετά το θάνατο, Σύναξη 43 (1992): 35-44.
Γκουρβέλου Παναγιώτη, "Πειρασμοί "εξ αριστερών" (Δυσμών) και πειρασμοί "εκ δεξιών" (Ανατολών) ή ο προσωπικός θάνατος και η απρόσωπη αθανασία", Σύναξη 53 (1995): 71-80.
Γρηγοριάδη Κωνσταντίνου, "Χριστολογία και ύπαρξη. Το πρόβλημα της σχέσεως ελληνισμού - χριστιανισμού και το πρόβλημα του θανάτου", Σύναξη 3 (1982): 75-76.
Ιεροθέου Μητροπολίτου Ναυπάκτου, Η ζωή μετά τον θάνατο, Εκδ. "Ι.Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου", Λειβαδειά, 1997.
Groliman Earl A., Explaining Death to Children. Beacon Press, Boston, 1967.
Heidegger Martin, "Πραγματεία περί θανάτου" (Πρόλογος-μετάφραση-σχόλια: Γιάννη Τζαβάρα) Εποπτεία 6 (1981): 5-26.
Καρμίρη Ιωάννου, Η εις Άδου κάθοδος του Χριστού εξ επόψεως ορθοδόξου, Αθήναι, 1939.
Κορναράκη Ι. Κ., "Μπροστά στο πέρασμα" στο Ψυχολογία και πνευματική ζωή, Εκδ. "Κυριακίδη", Θεσσαλονίκη, 1986, σελ. 228-235.
Κουλουριώτη Θεοφίλου Ν., "Η ζωή και ο θάνατος κατά την στωική αντίληψην του Επικτήτου εν συνδυασμώ προς την διδασκαλίαν της Καινής Διαθήκης" Εκκλησία 56 (1979): 362-366, 399-403.
Λιαντίνη Δημήτρη, "Ο θάνατος", στο Η παρουσία του ελληνικού πνεύματος στις Ελεγείες του Ρίλκε, Εκδ. "Βιβλιογονία", Αθήνα, χ.χ., σελ. 182-213.
Μακράκη Μιχ. Κ., Η αίσθησις του θανάτου και ο πόθος της λυτρώσεως εις τον Λ. Τολστόη εν ιδιαιτέρα αναφορά προς το έργον αυτού "Ανάστασις", διατριβή επί διδακτορία (υποβληθείσα εις την Θεολογικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών), Αθήναι, 1978.
Μαντζαρίδη Γεωργίου Ι., "Ο θάνατος", στο Χριστιανική Ηθική, εκδ. "Πουρναρά", Θεσσαλονίκη, 1995, σελ. 497-509.
Marangos Frank, "Shared Christian Praxis: Approaching the Orthodox Funeral Service", The Greek Orthodox Theological Review 29 (1984): 195-206.
Μητσόπουλου Νικολάου Ευθ., Η ζωή και ο θάνατος εν Χριστώ Ιησού, Αθήναι, 1973.
------, Ο θάνατος. Πνευματικός-Σωματικός-Αιώνιος, Αθήναι, 1973.
------, "Κοινωνιολογική θεώρησις του θανάτου", στο Επιστημονική Επετηρίς της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, 22 (1975): 145-196.
Moore S., "Ο θάνατος ορόσημο της επιθυμίας. Μια έννοια-κλειδί για τη σωτηριολογία", Σύγχρονα Βήματα 14 (1983): 66-76.
Μουστάκη Βασιλείου, "Ο θάνατος εξανθρωπίζει τη γη" Εφημέριος 27 (1978): 182-183.
Μπέγζου Μ., "Πόνος και θάνατος", στο Φαινομενολογία της Θρησκείας, Εκδ. "Ελληνικά Γράμματα", Αθήνα, 1995, σελ. 287-323.
------, "Η ψυχή και ο θάνατος", στο Ψυχολογία της Θρησκείας, Εκδ. "Ελληνικά Γράμματα", Αθήνα, 1996, σελ. 93-116.
Νικολαϊδη Αποστόλου Β., "Η κοινωνικότητα του πένθους", στο Η διαλεκτική ιερότητας και κοινωνικότητας στο έργο του Emile Durkheim, Αθήνα, 2001, σελ. 225-229.
Nulland Sherwin B., How We Die. Alfred A. Knopf, New York, 1994.
Πάλλη Παναγ., "Η στάση του Μ. Βασιλείου έναντι του θανάτου" Εκκλησία 63 (1986): 219-221, 254-257.
Πεσματζόγλου Β. Μ., "Μελέτη θανάτου" Νέα Εστία 106 (1979): 1009-1016.
Ράμφου Στέλιου, Μελέτη θανάτου, Εκδ. "Κέρδος", Αθήνα, 1980.
Shulz R., The Psychology of Death· Dying and Bereavement, Addison-Wesley, Massachusetts, 1978.
Switzer David K., Pastoral Care Emergencies: Ministering to people in crisis, Paulist Press, Mahwah NJ, 1989, ιδιαίτερα τις σελ. 85-128.
Taylor J., "Περί θανάτου" (μτφρ. Β. Διοσκουρίδης) Εκηβόλος 5 (1980): 291-294.
Τσιρόπουλου Κώστα Ε., "Η υποταγή στο θάνατο", Ευθύνη 338 (2000): 78-79.
Τζαβάρα Γιάννη, Το βέβαιο του θανάτου, Αθήνα, 1982.
van Katwyk Peter, "Α family observed: Theological and family systems perspectives on the grief experience", The Journal of Pastoral Care 47 (1993): 141-147.
Walkin J., "Η αντίληψη του θανάτου στον Κίρκεγκωρ" (μτρφ. Ζ. Δρακοπούλου) Εποπτεία 8 (1983): 399-408.
Ware Κάλλιστου, «"Πορεύεσθε μετά χαράς" το μυστήριο του θανάτου και της Αναστάσεως» στο Η εντός ημών Βασιλεία, Εκδ. "Ακρίτας": Σειρά "¨Ορθόδοξη Μαρτυρία" 51, Αθήνα, 1994, σελ. 67-91.
Wass Hannelore and Corr Charles A., Helping Cope with Death, Hemisphere Publishing Corporation, New York, 1982.
Ζαννή Τάσου, "Μελέτη θανάτου", Σύναξη 43 (1992): 45-55.
«Η αγάπη του Θεού είναι γλυκυτέρα της προσκαίρου ζωής»[1]
Αντί προλόγου
Το δοκίμιο αυτό -του οποίου η επιλογή του θέματος δεν είναι τυχαία- προσφέρεται με ιδιαίτερη χαρά ως ελάχιστο αντίδωρο και έκφραση βαθειάς ευγνωμοσύνης στον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Κύριο Δημήτριο, με την ευκαιρία της εκδόσεως του παρόντος εόρτιου τόμου.
Ο άνθρωπος και η προσφορά της πατερικής και βιβλικής ανθρωπολογίας, στην προσπάθεια συγκρότησης μιας ορθόδοξης ανθρωπολογίας, αποτελούν το βασικό χαρακτηριστικό της εκκλησιαστικής διακονίας του[2] και την ουσιαστική και μόνιμη θεολογική
προσφορά του[3]. Αυτό όμως που εντυπωσιάζει ιδιαίτερα είναι η μεγάλη, πηγαία, ανυπόκριτη και ανιδιοτελής αγάπη του.
Ο συντάκτης της μελέτης αυτής, είχε την μεγάλη τιμή και ευλογία να χρηματίσει μαθητής του τιμωμένου Ιεράρχου. Η ευλογημένη μαθητεία κοντά του[4] ήταν κοινοποίηση εμπειρίας και μαρτυρία αλήθειας, αναγνωρίζοντας τον δάσκαλο και «τόν ?πίσκοπον ?νεπίληπτον ε»ναι, νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον, φιλόξενον, διδακτικόν, μή πάροινον, μή πλήκτην, ?λλ’ ?πιεικ?, ?μαχον, φιλάργυρον» (Α' Τιμ. γ' 2)[5], ώστε με βεβαιότητα να μπορεί να επαναλάβει τα λόγια του αποστόλου: «καί ημείς πεπιστεύκαμεν καί ?γνώκαμεν ?τι σύ ε» Aγιος του Θεού»[6].
Με αίσθημα νοσταλγίας, ψυχικής ανάγκης και ευλαβικής αναπόλησης θυμάμαι τον Σεβασμιώτατο Αγιο Αμερικής, όταν --ως Διακεκριμένος Καθηγητής Βιβλικών Σπουδών και Χριστιανικών Πηγών στην Πανεπιστημιακή Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης και Διευθύνων το μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Th. M. της Σχολής--, δίδασκε[7] με ένα ξεχωριστό τρόπο τις ανθρωπολογικές θέσεις των εξηγητικών ομιλιών του ιερού Χρυσοστόμου στην προς Ρωμαίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Μεταξύ άλλων τόνιζε τις βαθυστόχαστες ιδέες της Χρυσοστομικής ερμηνείας στο θέμα της αγάπης, όπως αυτό αποκαλύπτεται στο κείμενο της προς Ρωμαίους, ως δυνατότητα και πραγματοποίηση της μεταμορφώσεως του ανθρώπου[8]. Σε μια βιβλική εργασία του[9], «εξαιρετικά σύνθετη και επίπονη», ο Σεβασμιώτατος συγγραφεύς, ερευνά τις Χριστολογικές απόψεις του κατά Μάρκον Ευαγγελίου. Εντυπωσιάζει τον μελετητή και του παρέχει βαθύτατη πνευματική ικανοποίηση και χαρά --μεταξύ των άλλων αναπτυσσομένων θεμάτων-- η παράγραφος, του τρίτου κεφαλαίου, που κάνει λόγο για «το οριακό σημείο... την αμετακίνητη βεβαιότητα του θανάτου... και την αντιστροφή του τέλους του θανάτου με την εισαγωγή της αναστάσεως του Ιησού Χριστού»[10].
Έχοντας, πάντοτε, τον άνθρωπο στο κέντρο της προσοχής του, ο Σεβασμιώτατος Ιεράρχης, συμπεριφέρεται με αγάπη κι αυτό είναι που τονίζεται πάντοτε και υπό πάντων. Στο, επί Συνόδου, Μικρό Μήνυμα για την εκλογή του, ως Αρχιεπισκόπου Αμερικής, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος τόνισε μεταξύ άλλων: «Απέβλεψε δε η Μήτηρ Εκκλησία εις το διακεκριμένον πρόσωπον υμών, άγιε αδελφέ, διότι συγκεντρώνετε πλείστα όσα χαρίσματα του Θεού: λιπαράν μόρφωσιν, πραότητα και σεμνότητα, αγάπην, εκκλησιαστικόν ήθος και φρόνημα. Και δια πάντα ταύτα χαίρετε εκτιμήσεως και σεβασμού καθολικού»[11]. Πραγματικά ο άγιος Αμερικής τυγχάνει γενικής αποδοχής και αναγνωρίσεως με τη μεγαλύτερη αρετή που τον διακρίνει, την αγάπη. Αυτή ακριβώς η αγάπη και τρυφερότητα είναι που συγκινεί καί ελκύει τους άλλους κοντά του. Αυτή είναι άλλωστε και η αφιέρωση στο ετήσιο λεύκωμα (επετηρίδα) των αποφοίτων της τάξεως του 1993[12]. Στο πρόσωπό του συναντά κανείς την αγάπη ως συνάντηση ζωής. Η επαφή του με τους ανθρώπους δεν είναι πράξη τυχαία, ή πράξη αδιαφορίας. Είναι μέγιστο μάθημα ενδιαφέροντος, εκτιμήσεως, σεβασμού και αγάπης[13].
Εισαγωγικό σημείωμα
Μια διαπίστωση φορτωμένη αλήθεια είναι η πρόταση που διατυπώνει «ο αρχιεπίσκοπος Καντερβουργίας William Temple: “Οι θεολόγοι είναι άνθρωποι που αφιερώνουν μια ολόκληρη ζωή, καθ’ όλα αξιοπρεπή, για να δώσουν ακριβείς απαντήσεις σε ερωτήματα που κανένας δε θέτει”»[14]. Έτσι η αντίληψη που έχει σήμερα ο πολύς κόσμος για σύνολη τη θεολογία και το τρόπο της θεολογικής σκέψης είναι ότι «ντυμένη --αιώνες τώρα-- την παγερότητα του σπουδαστηρίου, ή την σκληρότητα της νομικής εξασφαλίσεως του δόγματος, έμεινε η Θεολογία μακρυά από τον άνθρωπο, από τους παλμούς των προβλημάτων της ζωής του»[15].
Σε μια εποχή, όμως, όπως η σημερινή, εποχή βαθύτατων υπαρξιακών προκλήσεων, προβληματισμών και αναζητήσεων η θεολογία[16], ως κατάθεση βιώματος της Εκκλησίας, μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στη λύση τραγικών εμπειριών, όπως είναι ο θάνατος, προσφέροντας στο πόνο της ανθρώπινης ύπαρξης την αναστάσιμη ελπίδα αφού «ο Θεός είναι Αγάπη και η Αγάπη είναι Ζωή. Η Αγάπη δημιουργεί Ζωή»[17].
Είναι γεγονός οτι, όπως σημειώνει ο --δια του παρόντος εορτίου τόμου τιμώμενος-- άγιος Ιεράρχης, «ο σύγχρονος άνθρωπος αντιμετωπίζει έντονα και δυσεπίλυτα προβλήματα υπάρξεως. Αντιμετωπίζει καταστάσεις και συνθήκες που δημιουργούν αγωνία, σύγχυση, και αίσθημα αδιεξόδου και απωλείας της προσωπικής ανεξαρτησίας και ζωής. Μερικά από τα προβλήματα αυτά αποτελούν μόνιμο χαρακτηριστικό του ανθρωπίνου βίου, διαχρονικά φαινόμενα που με παραλλάσσουσες μορφές εμφανίζονται σταθερά στις διαδοχικές φάσεις της ιστορίας... Ποιά μπορεί να είναι η συμβολή της χριστιανικής πίστεως στην αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων; Τι συγκεκριμένη και ουσιαστική βοήθεια μπορεί η πίστη αυτή να προσφέρει στον σημερινό άνθρωπο στην προσπάθειά του να απελευθερωθεί από καταστάσεις που καταπιέζουν και αποδιοργανώνουν την ύπαρξή του και την ζωή του;»[18].
Μιλάμε συγκεκριμένα για την καθημερινότητα της ζωής που σημαδεύεται από το βιολογικό θάνατο. Την βεβαιότητα οτι όλοι οι άνθρωποι είναι μελλοθάνατοι. Την ανθρώπινη εμπειρία που βεβαιώνει το αναπότρεπτο του πράγματος, την αδυναμία διαφυγής. «Κάθε βράδυ», αναρωτιέται ο άνθρωπος κάθε εποχής, «που κλείνω τα παραθυρόφυλλα, σκέπτομαι: άραγε θα είμαι αυτός που θα τα ανοίξει το άλλο πρωί; Κάθε πρωί που ανοίγω τα παράθυρα σκέπτομαι: άλλη μία μέρα κερδισμένη. Και αμέσως η δεύτερη σκέψη: προς τί, αφού το παιχνίδι είναι χαμένο;»[19]. Σκέψεις που καταδεικνύουν την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου και τον εγκλωβισμό του στην τραγική πραγματικότητα που καταλήγει αναπόφευκτα στο θάνατο.
Το φοβερώτατο[20] γεγονός του μυστηρίου του θανάτου[21] και η απάντηση της Θεολογίας στα πιό δύσκολα ερωτήματα της ζωής, αποτελούν ζωτικά, πράγματι, και υπαρξιακά θέματα, γύρω από τα οποία οφείλει να περιστρέφεται, ακατάπαυστα, ο στοχασμός των συγχρόνων θεολόγων. Είναι αυτονόητο, το καθήκον του ορθόδοξου θεολόγου, αφού ολόκληρη η χριστιανική αλήθεια και η πίστη της Εκκλησίας στηρίζεται στην Ανάσταση του Χριστού που καταπάτησε και εκμηδένισε το θάνατο. Με άλλα λόγια, νικιέται ο θάνατος επειδή «ο Χριστός προσέλαβε και το θάνατο του ανθρώπου, “απαθανατίζων το πρόσλημμα” σε μια παραφορά αγάπης»[22].
Αυτό που προσπαθώ να πω εδώ --όσο άτεχνα κι αν φαίνεται-- είναι ότι: ο θεολογικός λόγος της εκκλησιαστικής εμπειρίας στη σημερινή εποχή δεν φτάνει να είναι δογματικά ακριβής, αλλά πρέπει και να βιώνεται[23] μεταδίδοντας το τρανό, το χαρμόσυνο άγγελμα, του γεγονότος της σωτηρίας του ανθρώπου. Μιας σωτηρίας που μηνύει την παρηγοριά και την ελπίδα, που συνοψίζεται στην Ανάσταση του Χριστού και στην αναίρεση του θανάτου που πραγματώνεται με την αγάπη.
Οι γραμμές, που ακολουθούν, αποτελούν προσπάθεια μιας θεολογικής και ψυχολογικής απαντήσεως σε ένα από τα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα ανθρωπολογικά θέματα, που διεγείρει και συγκλονίζει ολόκληρη την ανθρωπότητα, και με τα οποία οφείλει να ασχολείται η σύγχρονη θεολογική σκέψη. Είναι το θέμα του τραγικού γεγονότος του θανάτου και της υπέρβασής του με την οντολογία της αγάπης. Αγάπη και θάνατος, κάτω από το φώς της ορθοδόξου ανθρωπολογίας και της κλινικής εμπειρίας, όπως μελετούνται και παρουσιάζονται από δύο σύγχρονους δυναμικούς συγγραφείς: τον Σεβ. Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα[24] και την ψυχίατρο Elisabeth Kubler-Ross[25]. Και οι δύο προσπάθησαν να παρουσιάσουν στον άνθρωπο της εποχής μας τη δύναμη της αγάπης που νικάει το θάνατο. Λαμβάνοντας υπόψιν το επιστημονικό κύρος[26], του οποίου χαίρουν και οι δύο σε ολόκληρο το Δυτικό επιστημονικό κόσμο, φρονούμε ότι είναι απαραίτητο να παρουσιάσουμε τις βασικές γραμμές των σκέψεων των δύο διακεκριμένων ακαδημαϊκών διδασκάλων, αφού άλλωστε αυτές αποτελούν και το απόσταγμα μακροχρόνιας και ενδελεχούς έρευνας και μελέτης.
Το οντολογικό παράλογο του θανάτου
«ύλη αδίδακτη ο θάνατος»[27]
Στο ερώτημα που τίθεται σχετικά με την προέλευση του θανάτου ως «Aδό πάσης τ?ς γ?ς»[28], δηλαδή εάν ο Θεός, ως Δημιουργός του κόσμου και του ανθρώπου, είναι δημιουργός και υπαίτιος του θανάτου πρέπει να τονισθεί: «Aτι A Θεός θάνατον οCκ ?ποίησεν, οCδέ τέρπεται ?π’ ?πωλεί? ζώντων»[29]. Και μάλιστα, όχι μόνο δεν δημιούργησε το θάνατο[30], αφού «πάντας ?νθρώπους θέλει σωθήναι καί εις επίγνωσιν αληθείας ?λθε¶ν»[31] αλλά, αντίθετα, «?κτισε τόν ?νθρωπον ?π’ ?φθαρσί? καί ε²κόνα τ?ς ²δίας ²διότητος ?ποίησεν αCτόν»[32].
Τότε τί γίνεται; Ποιός, λοιπόν, είναι ο υπαίτιος του θανάτου[33]; Η παλαιοδιαθηκική διδασκαλία δεν αφήνει περιθώρια παρεξηγήσεως. «Φθόν? δέ διαβόλου θάνατος ε²σ?λθεν ε²ς τόν κόσμον»[34]. Και από τότε «?βασίλευσεν A θάνατος»[35]. Το δράμα όμως της κυριαρχίας του θανάτου σε ολόκληρη την ανθρωπότητα[36] σταμάτησε με το θάνατο και τη νίκη του Χριστού. «Πώς μπόρεσε ο θάνατος του Χριστού να έχει αυτή τη σωτηριώδη αποτελεσματικότητα; Επειδή αντιμετώπισε και νίκησε τον παλαιό εχθρό του ανθρώπινου γένους... Από τη στιγμή αυτή, άλλαξε η σχέση των ανθρώπων με το θάνατο»[37].
Ωστόσο όμως υπάρχει εδώ μια παραδοξότητα: η βεβαιότητα του θανάτου είναι η μόνη βεβαιότητα που συνέχει ακόμη και σήμερα το είναι του ανθρώπου και ταλανίζει την ύπαρξή του. Το μοιραίο γεγονός του θανάτου παραμένει το μεγάλο και αναπάντητο ερώτημα του ανθρώπου. Ο θάνατος είναι ο βασιλιάς της φρίκης[38]. Το κύριο και βασικό πρόβλημα του ανθρώπινου είναι. Όπως, πολύ εύστοχα, παρατηρεί ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, μελετητής των Πατέρων της Εκκλησίας, «η πραγματικότητα του θανάτου δεν έχει ακόμη καταργηθή, έχει όμως αποκαλυφθή η αδυναμία του. “Είναι αλήθεια ότι εξακολουθούμε να πεθαίνουμε, όπως και πριν”, λέγει ο Άγιος Χρυσόστομος, “αλλά δεν παραμένουμε μέσα στο θάνατο, και τούτο σημαίνει πως δεν πεθαίνουμε... Η δύναμις και η απόλυτη αλήθεια του θανάτου είναι το γεγονός, ότι ένας νεκρός δεν έχει τη δυνατότητα να επιστρέψη στη ζωή· αν όμως μετά το θάνατο είναι δυνατό να ζωοποιηθή και, ακόμη περισσότερο, να αποκτήση μια καλλίτερη ζωή, τότε η νέα του αυτή κατάστασις δεν είναι πλέον θάνατος, αλλά ύπνος” (Υπόμν. προς Εβραίους, Ομιλία 17, 2: “οC θάνατος τοEτ’ ?στιν, ?λλά κοίμησις”) Ή, κατά τη φράσι του Αγίου Αθανασίου, “όπως ο σπόρος που έχει ριφθή στη γη, έτσι και μείς δεν αφανιζόμεθα όταν πεθαίνουμε, αλλά σπαρμένοι ανιστάμεθα” (Περί της Ενανθρωπήσεως 21)»[39].
Ο προβληματισμός περί θανάτου «χαίρε συνέπεια του ανεπίστρεπτου»[40]
Ο εικοστός αιώνας, ο αιώνας μας, που πέρασε, μπορεί να χαρακτηρίζεται από μεγάλα και θαυμαστά διαστημικά επιτεύγματα, αλλά δεν κατάφερε να προσεγγίσει το ζήτημα του θανάτου[41]. Παρόλη την εντυπωσιακή ανάπτυξη των γραμμάτων, της επιστήμης, της τέχνης, των πνευματικών κατακτήσεων, των τεχνολογικών επιτευγμάτων, την επιμήκυνση της νεότητας και την εκπληκτική αύξηση του μέσου όρου ζωής, έχει αφήσει τον άνθρωπο να διέπεται από το μεγαλύτερο άγχος και το δραματικότερο φόβο, ζώντας μέσα σε μια ατμόσφαιρα διάχυτης υπαρξιακής αγωνίας και κατάθλιψης[42] μπροστά στο θάνατο. Ο σχετικός, με την αγωνία και το φόβο του θανάτου, στίχος του ποιητή είναι χαρακτηριστικά εύγλωττος.
Μέσα στο φόβο και στες υποψίες,
με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πως να κάμουμε
για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί[43].
Η ποίηση ψελλίζει την πραγματικότητα που ζει ο άνθρωπος καθημερινά. Η ζωή του κυλά ανάμεσα στις συμπληγάδες της πεζότητας και της τραγικότητας του θανάτου[44]. Τό θέμα ωστόσο δεν είναι νέο. Είναι τόσο παλιό όσο και ο άνθρωπος. Από τα πρώτα βήματα του ανθρώπινου στοχασμού έγινε αντικείμενο μελέτης. Κανένα άλλο θέμα δεν μονοπώλησε τόσο πολύ την φιλοσοφούσα και θεολογούσα σκέψη του ανθρώπου, όσο ο θάνατος[45]. Και για τίποτα άλλο δεν πάλεψε τόσο πολύ η επιστήμη όσο για τον θάνατο του θανάτου[46].
«Η ύπαρξη του ανθρώπου χρονολογείται εδώ και σαράντα εφτά εκατομμύρια έτη και η παρούσα κατάστασή του, που περιλαμβάνει την όψη του θείου, εδώ και εφτά εκατομμύρια έτη. Καθημερινά πεθαίνουν άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο. Ωστόσο σε μια κοινωνία που είναι ικανή να στέλνει τον άνθρωπο στη σελήνη και να τον φέρνει πίσω καλά και ασφαλή, ποτέ δεν προσπαθήσαμε να καθορίσουμε τον ανθρώπινο θάνατο. Δεν είναι περίεργο;»[47] αναρρωτιέται η Dr. Ross.
Η παραπάνω σκέψη είναι πέρα για πέρα αληθινή. Πράγματι ο άνθρωπος αδυνατεί να εξετάσει το ζήτημα του θανάτου. Το πρόβλημα, όμως, είναι πως θα εμβαθύνει και πως θα τον προσεγγίσει όσο γίνεται ουσιαστικώτερα, ώστε αγγίζοντας το θάνατο, είτε αγαπημένων προσώπων είτε της προσωπικής του υπόστασης, με απόλυτη συνειδητότητα να μπορεί, πέρα από κάθε άγχος και αγωνία, να βεβαιώνει όπως η ποιήτρια:
Από τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
..............................................................
Στο αίνιγμα του θανάτου
πάω ψυχωμένη[48].
Διαλεγόμενοι με το θάνατο
«με πράγματα που δεν αντέχουν μη γελάς»[49]
Ο άνθρωπος ξέρει ότι θα πεθάνει· ότι απέχει μια ανάσα από το θάνατο και ότι η ζωή του «?τμίς γάρ ?στε � πρός ?λίγον φαινομένη, �πειτα καί ?φανιζομένη»[50]. Η τρομερή και μυστηριώδης ύπαρξη του θανάτου, γεμίζει τον άνθρωπο φόβο και αγωνία, άγχος και οδύνη, ψυχικό άλγος και υπαρξιακό ρίγος[51]. Σε μια προσπάθεια δημιουργικής αντιμετώπισης του θανάτου[52], μελέτης και συμφιλίωσης, συνειδητής επιλογής, να διασκεδάσει ο άνθρωπος, το ζόφο των τραγικών εμπειριών του, η πραγματικότητα γύρω του, τον προειδοποιεί: «με πράγματα που δεν αντέχουν μη γελάς».
«Πολλοί φιλόσοφοι και ψυχολόγοι πιστεύουν ότι το βαθύτερο άγχος που κυριαρχεί στον άνθρωπο είναι το λεγόμενο άγχος του θανάτου. Ο πατέρας, μάλιστα, του υπαρξισμού, ο Δανός θεολόγος Soren Kierkegaard (1813-1855), πιστεύει πως το άγχος, γενικά, πηγάζει εν μέρει από την συνειδητοποίηση του αναπόφευκτου του θανάτου και εν μέρει από τη συνειδητοποίηση των απραγματοποίητων δυνατοτήτων του ανθρώπου»[53]. Έτσι, εκείνο που χαρακτηρίζει τη στάση του ανθρώπου, έναντι του θανάτου, είναι η συνειδητή προσπάθεια να τον ξεχνάει. Μέσα στη ρουτίνα και το θόρυβο της καθημερινότητας η σκέψη του θανάτου του διαφεύγει. Η σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία θεάται από απόσταση το θάνατο, προσπαθεί να τον απωθήσει και τον «υπερβαίνει» με φθηνές φιοριτούρες[54]. Οι αντιδράσεις της πλειονότητας των ανθρώπων στην πραγματικότητα του θανάτου είναι σε μεγάλη έκταση απορριπτικές.
Είναι αλήθεια ότι «ζούμε σήμερα σε έναν πολιτισμό που αρνιέται το θάνατο. Αυτό φαίνεται καθαρά από την αδιάφορη όψη που παρουσιάζει ένα οποιοδήποτε σπίτι που κηδεύει νεκρό και από την προσπάθεια του σπιτιού αυτού να φαίνεται όπως όλα τα άλλα σπίτια. Μέσα στο σπίτι ο “εργολάβος” αγωνίζεται να τα φροντίσει όλα με τρόπο που κανείς να μην προσέξει πως υπάρχει πένθος· οργανώνεται με τους επισκέπτες ένα είδος εντευκτηρίου που θα μεταμορφώσει την κηδεία σε ένα μισοευχάριστο σχεδόν περιστατικό. Υπάρχει μια παράξενη συνωμοσία σιωπής γύρω από το βίαιο γεγονός του θανάτου και το λείψανο το “φτασιδώνουν” για να σκεπάσουν τη νέκρα του»[55].
Με τόν τρόπο που γίνονται στην σημερινή εποχή οι κηδείες[56] και γενικά η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που τις χαρακτηρίζει φανερώνουν πόσο φοβισμένοι και σοκαρισμένοι οι άνθρωποι προσπερνούν, δίχως να αξιολογήσουν, το θάνατο, δίχως να μάθουν, να ωριμάσουν από την πρόσωπο με πρόσωπο αντιμετώπιση της πραγματικότητας του θανάτου των αγαπητών και προσφιλών τους[57]. Για την ανθρώπινη εμπειρία είναι δύσκολη η συμφιλίωση με το θάνατο. «Οι κηδείες έχουν καταντήσει, για τους πολλούς, τελετές χωρίς νόημα»[58]. Σιωπηλές, ανούσιες, απλώς και μόνο τελετές χωρίς καμία σημαντική, χωρίς κανένα απολύτως νόημα· αναγκαία τυποποίηση, συμβατική υποχρέωση, χωρίς καμία συνειδητή σκέψη για τη μεταφυσική ελπίδα και πραγματικότητα[59].
Η σύγχρονη ζωή χαρακτηρίζεται από την απεμπόληση της συνειδητοποίησης του θανάτου. Ο σημερινός άνθρωπος στο ερέθισμα της κηδείας, υποφέρει από την σκέψη του θανάτου. Η προετοιμασία μιας κηδείας προκαλεί δυσφορία και αποτελεί εφιαλτική και τραυματική εμπειρία για τη ζωή του. Σε σημείο, μάλιστα, που αντί να τον οδηγεί σ’ έναν οντολογικό αναπροσανατολισμό, να τον οδηγεί σ’ έναν επικίνδυνο αποπροσανατολισμό. Χαρακτηριστικό δείγμα και σύμπτωμα κρίσης που διέρχεται ο νεότερος κόσμος μπορεί να ανακαλύψει κανείς στις επιγραφές του Γραφείου κηδειών που μετονομάσθηκε σε τελετών[60] για μιά όσο το δυνατόν ανώδυνη παραδοχή της καθημερινής πραγματικότητας· κάτι που αποτελεί καίριο συμβολισμό. Θεωρητικά στηρίγματα παράλογης συλλογιστικής. Γιατί και η λέξη κηδεία, ακόμη, είναι μια απειλή, λέξη ταμπού που τρομάζει τον άνθρωπο. Η απώθηση της ιδέας του θανάτου, η άρνησή του[61] (συνάμα με την απεμπόληση της γλώσσας μας), έκανε τον άνθρωπο να ξεχάσει την αληθινή έννοια του κηδεύω που σημαίνει φροντίζω επιμελούμαι κάποιον ή κάτι, περιποιούμαι[62].
Εκείνο, όμως, που σώζει είναι η συμμετοχή στη κηδεία, διότι έτσι ο άνθρωπος αποκτά πλήρη επίγνωση και αποδοχή του θανάτου. Τότε το μυστήριο του θανάτου υποχωρεί. Ο πιστός ζει την βεβαιότητα της Αναστάσεως. Γεμίζει γλυκειά παρηγορία και παραμυθία. Ανανεώνεται μέσα του η ελπίδα. Μετριάζονται ο πόνος και τα δάκρυα του χωρισμού. Η κηδεία διδάσκει, στην ανθρώπινη ύπαρξη, τα μέγιστα της ζωής. Το τρομερό αντίκρυσμα του θανάτου διασκεδάζεται από την αντίληψη, την προσοικείωση και την ωρίμανση του ανθρώπου βλέποντας το νεκρό σώμα. Ο ποιητικός στίχος το συνιστά ανεπιφύλακτα:
Πάντως να προτιμάτε τους νεκρούς.
Να προτιμάτε τους νεκρούς
αν είναι ανάγκη να ελεήσετε μια πλάνη[63].
Τι είναι ο θάνατος
«δοσίλογος στο τέλος μόνο ο θάνατος»[64]
Ο θάνατος, λοιπόν, είναι η απόλυτη βεβαιότητα. Στην αναπόφευκτη και αδυσώπητη πραγματικότητά του, ο άνθρωπος δεν έχει να αντιτάξει παρά μόνο την προσωπική αφύπνιση και εγρήγορση. Αυτό βέβαια απαιτεί βαθύτατο υπαρξιακό προβληματισμό. Προβληματισμό για το τι είναι επιτέλους ο θάνατος[65].
Σύμφωνα με την χριστιανική διδασκαλία «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος»[66] και κατά την αδιάψευστη μαρτυρία της Καινής Διαθήκης, ο θάνατος μπήκε στον κόσμο με την αμαρτία[67]. «Σε κάθε όμως περίπτωση, ο θάνατος καθ’ εαυτόν είναι ο εχθρός του Θεού. Γιατί ο Θεός είναι η Ζωή και ο Δημιουργός της ζωής. Το ξέφτισμα και η παρακμή, το μούχλιασμα και η αρρώστια, τα παράγωγα του θανάτου που ήδη ενυπάρχουν στη ζωή μας, δεν είναι τα αποκυήματα της θελήσεως του Θεού. Όλες αυτές οι καταστάσεις, σύμφωνα με τη Χριστιανική και την Ιουδαϊκή σκέψη, προέρχονται και προκαλούνται από την ανθρώπινη αμαρτία»[68].
Η γνώση και η εμπειρία της Dr. Ross --που αποκόμισε από τις μελέτες θανάτου, συλλέγοντας περιστατικά από τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία και άλλες χώρες από άτομα νηπιακής ηλικίας μέχρι ηλικιωμένους ενενήντα εφτά χρονών και γενικώς δεδομένα από όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ποικιλία ανθρώπων που ανήκαν σε διαφορετικές θρησκείες και πολιτιστικά υπόβαθρα-- συνοψίζεται στη συμβολική σύγκριση, θεώρηση και ταυτόχρονα πίστη και πεποίθηση, ότι «ο θάνατος είναι μόνο η μετακόμιση από ένα σπίτι σε ένα άλλο πιό όμορφο»[69]. «Είναι απλώς μετάβαση σε μια διαφορετική μορφή ζωής»[70].
Στο ερώτημα: «τι είναι ο θάνατος;» η απάντηση που μας εμπιστεύεται είναι: «ο θάνατος είναι μια ανθρώπινη διαδικασία... Η επιθανάτια εμπειρία είναι σχεδόν ταυτόσημη με την εμπειρία της γέννησης. Είναι μια γέννηση σε μια διαφορετική κατάσταση ύπαρξης που μπορεί να αποδειχθεί αρκετά εύκολα... ο θάνατος του ανθρώπινου σώματος είναι κάτι ταυτόσημο μ’ εκείνο που συμβαίνει όταν μια πεταλούδα βγαίνει από το κουκούλι της»[71]. Όλοι όσοι έτυχαν εξωσωματικής εμπειρίας «έχουν πλήρη επίγνωση ότι αφήνουν το φυσικό τους σώμα και ότι ο θάνατος, όπως τον καταλαβαίνουμε στην επιστημονική γλώσσα, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Θάνατος είναι απλώς όταν αποβάλει κανείς το φυσικό του σώμα, όπως η πεταλούδα αποβάλει το κουκούλι της. Είναι μια μετάβαση σε μια ανώτερη κατάσταση συνείδησης όπου εξακολουθείτε να αντιλαμβάνεστε, να κατανοείτε, να γελάτε και να είστε ικανοί να αναπτυχθείτε. Το μόνο πράγμα που χάνετε είναι κάτι που δεν χρειάζεστε πλέον, το φυσικό σας σώμα. Είναι σαν να κρύβετε το χειμωνιάτικο παλτό σας όταν έρχεται η άνοιξη, ξέρετε ότι το παλτό είναι φθαρμένο και δε θέλετε να το φοράτε πια. Αυτό σημαίνει θάνατος»[72].
Η εργασία της πάνω στα θέματα του θανάτου και της μετά θάνατο ζωής καθώς και η παρατήρηση χιλιάδων ετοιμοθάνατων, προβάλλει πειστικά επιχειρήματα και προσφέρει στρατηγικές αντιμετώπισης του θανάτου, επιβεβαιώνοντας ότι τίποτα στη ζωή δεν είναι αρνητικό, ούτε και ο θάνατος. «Ένας τρόπος για να μη φοβάστε», συμβουλεύει η Dr. Ross, «είναι να μάθετε ότι δεν υπάρχει θάνατος, ότι τα πάντα σ’ αυτή τη ζωή έχουν θετικό σκοπό. Απαλλαγείτε από όλη σας την αρνητικότητα και αρχίστε να βλέπετε τη ζωή σαν πρόκληση, σαν χώρο εξέτασης των δικών σας εσωτερικών φυσικών πόρων και δύναμης. Δεν υπάρχουν συμπτώσεις. Ο Θεός δεν είναι ένας τιμωρός, κακός Θεός. Οταν θα έχετε επιτελέσει τη μετάσταση τότε θα έρθετε σ’ εκείνο που έχει περιγραφτεί σαν κόλαση και παράδεισος... Εσείς φτιάχνετε τη δική σας κόλαση ή το δικό σας παράδεισο με τον τρόπο που ζήτε»[73].
Από αυτή την θεώρηση του θανάτου, την στάση και την αντιμετώπισή του, την πεποίθηση ότι έτσι έχουν τα πράγματα, ο άνθρωπος πληροφορείται, θωρακίζεται και γιγαντώνεται στην κάτοψη του θανάτου με την συνειδητότητα ότι: «ο θάνατος δεν είναι απαραίτητα ένα θλιβερό και τρομακτικό θέμα. Αντί γι’ αυτή την αίσθηση», υπογραμμίζει η Ελβετίδα ψυχίατρος, «μπορείτε να βιώσετε πολλά υπέροχα και αξιαγάπητα πράγματα. Εκείνο που μαθαίνετε από ετοιμοθάνατους ασθενείς, μπορείτε να το μεταδώσετε στα παιδιά και τους γείτονές σας και ίσως ο κόσμος μας να ξαναγίνει ένας παράδεισος»[74].
Κατόπιν όλων αυτών αντικρύζει κανείς με άλλη ματιά την πραγματικότητα του θανάτου. Κατανοεί πληρέστερα και βαθύτερα τι είναι ο θάνατος. Δεν είναι απώλεια, «δεν λογίζεται καν εχθρός με τον οποίο πρέπει ν’ αντιπαλέψεις»[75]. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί σύγχρονος θεολόγος: «ο θάνατος, για να χρησιμοποιήσουμε μία πρώτη εικόνα, εξακολουθεί να έχει την “επικαρπία” έχοντας χάσει όμως την “κυριότητα” επί του ανθρώπου. Ο θάνατος είναι σαν ένα φίδι που δαγκώνει αλλά δεν έχει πια δηλητήριο· σαν μια μέλισσα που τσιμπάει αλλά δεν αποθέτει το δηλητηριώδες κεντρί της. Επιφέρει όμως καταστροφές σαν ένας εχθρός που νικημένος υποχωρεί και εξαφανίζει εκδικητικά τα πάντα χωρίς να σκοτώνει ανθρώπους»[76].
Ο νικητής Θεάνθρωπος Χριστός «επί τον θάνατον η ζωή»[77]
Ο θάνατος, για την ανθρώπινη εμπειρία, σημαίνει την καταστροφή της ανθρώπινης προσωπικότητας· «είναι η “φυσική” εξέλιξις της βιολογικής υποστάσεως, η παραχώρησις “χώρου” και “χρόνου” εις άλλας ατομικάς υποστάσεις, η επισφράγισις της υποστάσεως ως ατομικότητος. Ταυτόχρονα είναι και η πλέον τραγική αυτοαναίρεσις της ιδίας της υποστάσεως, (διάλυσις και εξαφάνισις του σώματος και της ατομικότητος), η οποία εις την επιδίωξίν της να αυτοβεβαιωθή ως υπόστασις ανακαλύπτει ότι τελικά η “φύσις” της την ωδήγησεν εις εσφαλμένον δρόμον, εις τον θάνατον»[78]. Η πραγματικότητα του θανάτου καταργεί και συνθλίβει την ανθρώπινη ύπαρξη. Εδώ, ακριβώς, εντοπίζεται το πρόβλημα. Η ατομικότητα και η λανθασμένη πορεία του ανθρώπου, για καταξίωση της δικής του προσωπικής οντότητας, αυτόνομα και εγωιστικά, μακριά από τον άλλο --που τον αισθάνεται σαν την κόλασή του[79]-- δρά καταλυτικά και οδηγεί στην αποσύνθεση και την διάσπαση της ατομικής του ύπαρξης.
Η περιχαράκωση του ατόμου στα όρια της θνητής του κτιστότητας δεν διαρρηγνύεται εύκολα, αφού η φύση τείνει να επιβληθεί στο πρόσωπο δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι με τον φυσικό θάνατο καταλύεται μια για πάντα και η ύπαρξη του ανθρωπίνου προσώπου. Όσο επώδυνο και τρομακτικό κι αν είναι το πέρασμα από τη φύση στο πρόσωπο (που θα πεί αυτοπαράδωση στο Χριστό, μετοχή στο θάνατο και στην ανάστασή Του) χωρίς αυτό --το πέρασμα-- δεν υπερβαίνεται πραγματικά ο θάνατος. Έτσι, ο Χρήστος Γιανναράς σχολιάζοντας την ευαγγελική περιγραφή και αφήγηση της θαβώριας εμπειρίας των μαθητών, σημειώνει χαρακτηριστικά: «η γλωσσική σημαντική του ευαγγελικού κειμένου, υποδηλώνει... ότι το χάρισμα μιας πληρωτικής σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό υπερβαίνει τους υπαρκτικούς όρους της κτιστής ανθρώπινης φύσης, βιώνεται από τον φυσικό άνθρωπο και ως απειλή της υπαρκτικής αυτάρκειας-αυτοτέλειας της φύσης του. Γι’ αυτό και “?κούσαντες ο³ μαθηταί ?πεσαν ?πί πρόσωπον αCτOν καί ?φοβήθησαν σφόδρα”. Ακόμα και όταν αρχικά ο Πέτρος απευθυνόταν στον “?ν δόξει” Χριστό, ήταν έκφοβος. Αντίθετα, ο Μωυσής και ο Ηλίας, ελεύθεροι, με τη μεσολάβηση του θανάτου, από τους περιορισμούς υπαρκτικής αυτονομίας της φύσης, εμφανίζονται και ελεύθεροι στη σχέση από κάθε φόβο»[80].
Η τραγική μοίρα του θανάτου κυριαρχεί πάνω σ’ αυτή την υπαρκτική σχέση του ανθρώπου και παραμορφώνει την υπόστασή του μην αφήνοντας περιθώριο σωτηρίας. Ο θάνατος έρχεται και ο άνθρωπος αφανίζεται. «Γιατί, πράγματι, ο θάνατος για όλους στοχεύει στον αφανισμό μας. Αν δεν είχε αυτό το στόχο πάντοτε και για όλους», παρατηρεί ο Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης, «δεν θα ήταν ανάγκη να παρακαλούμε το Θεό να κρατήσει στη μνήμη του αιώνια τους νεκρούς μας. Το να κρατηθεί κανείς στη μνήμη του Θεού είναι θέμα επιβιώσεως, όχι μακαριότητος και “αναπαύσεως” μόνον. Αν ο θάνατος δεν στόχευε στον αφανισμό του κτιστού, δεν θα ήταν ανάγκη να συμμετέχουμε στην θ. Ευχαριστία που δεν είναι απλώς “εις άφεσιν αμαρτιών”, αλλά και “εις ζωήν αιώνιον”, “φάρμακον αθανασίας”»[81].
Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, οι παραπάνω σκέψεις, πρώτα και κύρια, μας βοηθούν να συλλάβουμε το θνητό της φύσης μας, τη φθίνουσα υπόστασή μας και τον κίνδυνο αφανισμού της ύπαρξής μας. Εκείνο που καταξιώνει και σώζει την ανθρώπινη ύπαρξη από το θάνατο, σύμφωνα με τη θεολογική διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, είναι το πρόσωπο του Χριστού[82]. Ο Θεάνθρωπος Χριστός προβάλλει διαχρονικά ως νικητής και καταλύτης του θανάτου[83].
Στα πλαίσια θεολογικής απόπειρας, ψηλάφησης και κατανόησης του θανάτου, η χριστιανική διδασκαλία γεμίζει τον άνθρωπο γαλήνη και ελπίδα. Η ύπαρξή του ζωογονείται από την βεβαιότητα και τη χαρά της Ανάστασης. Αντικρύζει τη νίκη που προκύπτει, από την ένωση κτιστού και ακτίστου, την υπέρβαση της φθοράς και της θνητότητας, στο πρόσωπο του Χριστού και που ο ίδιος απέτυχε να πραγματώσει. Με τη νίκη του Χριστού της Εκκλησίας, δεν υπερισχύει το δυαλιστικό στοιχείο για να αποσυνθέσει και να κομματιάσει την ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά το κτιστό σώζεται από την σύζευξή του με το άκτιστο.
Την διαλεκτική σχέση κτιστού και ακτίστου, που πραγματοποιείται και αυτουργείται από τον ένσαρκο Λόγο, αναπτύσσει με μεγάλη θεολογική ακρίβεια και λεπτομέρεια ο άγιος Περγάμου. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «στο πρόσωπο του Χριστού το κτιστό και το άκτιστο ενώθηκαν “αδιαιρέτως”, με ένα τρόπο που δεν επιδέχεται διαίρεση, αλλά και “ασυγχύτως”, δηλαδή χωρίς να χάσουν την ετερότητά τους, την ξεχωριστή και ιδιαίτερη ταυτότητά τους... Ο θάνατος δε μπορεί να νικηθεί αν δεν πραγματωθεί αυτό το “αδιαιρέτως”. Όσο το κτιστό αυτονομείται και αυτοϋπάρχει, τόσο ο θάνατος το απειλεί, αφού, όπως είδαμε, ο θάνατος οφείλεται στη δυνατότητα του χωρισμού, της διασπάσεως των όντων λόγω της “αρχής” που διέπει την κτιστότητα. Με άλλα λόγια, το κτιστό, για να ζήσει, πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή και αδιάκοπη (αδιαίρετη) σχέση με κάτι το άκτιστο, να καλύπτει έτσι το διάστημα, που αναπόφευκτα πηγάζει από την κτιστότητα, και να κοινωνεί διαρκώς με κάτι έξω από τον εαυτό του. Κάθε κτιστό ον που δεν βγαίνει από τον εαυτό του και δεν ενώνεται αδιαίρετα με κάτι άλλο, αφανίζεται, πεθαίνει. Αλλά αν αυτό προς το οποίο συνδέεται για να υπερβεί το θάνατο είναι και αυτό κτιστό, όπως συμβαίνει στο βιολογικό έρωτα, δεν αποφεύγει το θάνατο»[84].
Η τραγωδία του ανθρώπου διακόπτεται και ο ίδιος λυτρώνεται από το θάνατο, όχι μέσα σε μια ένωση με γεώδη χαρακτηριστικά και κτιστές διαστάσεις, αλλά μέσα στην ενότητα με το πρόσωπο του Χριστού. Μέσα σε μια τέτοια κοινωνία κτιστού, που είναι ο άνθρωπος, και ακτίστου, που είναι ο Θεάνθρωπος, «η ανάγκη και ο θάνατος παύουν να είναι οριακά σημεία, γιατί παίρνουν μια νέα θέση μέσα στο κόσμο. Αναγκαστικά χάνουν την εχθρική τους έννοια, γιατί προσλαμβάνουν μια λειτουργικότητα υπηρετική του θείου σχεδίου. Έτσι, ο εν Χριστώ άνθρωπος χωρίς να διαφεύγει στην επίγεια ζωή του την ανάγκη και το θάνατο γεύεται κιόλας τη σωτηρία, γιατί υπερνικά την τραγική του μοίρα και κυριαρχεί πάνω σ’ αυτή όχι αποφεύγοντάς την, αλλά δίνοντας σ’ αυτήν ένα νέο νόημα»[85].
Μόνο ο άκτιστος Θεός παρέχει την αθανασία και σώζει τον άνθρωπο από το θάνατο. Βέβαια με συγκεκριμένους όρους[86]. Η υπέρβαση του θανάτου απαιτεί πλήρη σύζευξη του κτιστού με το άκτιστο. Η ιδιαιτερότητα και το σωτηριολογικό περιεχόμενο της ένωσης αυτής έγκειται στο γεγονός ότι προσφέρει τη δυνατότητα σε κάθε άνθρωπο να μεθέξει προσωπικά στην Ανάσταση του Χριστού. Ο Ιησούς Χριστός κατήργησε τον έσχατο εχθρό της ανθρώπινης ύπαρξης και έγινε έτσι η απαρχή της ζωής που υπερβαίνει το θάνατο. Η παρουσία του Θεού πληρεί τα πάντα. Σε καμία περίπτωση το κτιστό δεν μπορεί να ζήσει έξω από την αμεσότητα με το άκτιστο. Τίποτα δεν σώζει παρά μόνον ο Θεός.
Κατόπιν όλων αυτών ο πιστός --σύμφωνα με τα λόγια του Σεβασμιωτάτου συγγραφέα-- έχει την πεποίθηση ότι «ο Χριστός με το να ενώσει κτιστό και άκτιστο ασυγχύτως και αδιαιρέτως νίκησε το θάνατο με μια νίκη που δεν είναι ένα αναγκαστικό για την ύπαρξη γεγονός, αλλά μια δυνατότητα που κερδίζεται μόνο με την ελευθερία και την αγάπη. Η νίκη αυτή πραγματοποιήθηκε στην Αναστασή Του, χωρίς την οποία δεν μπορεί να γίνει λόγος για σωτηρία, αφού ο θάνατος είναι το πρόβλημα της κτιστότητας. “Ε² Χριστός οCκ ?γήγερται, ματαία � πίστις �μOν”, λέγει ο Παύλος. Ο Χριστός είναι “σωτήρ του κόσμου” όχι γιατί θυσιάστηκε στο Σταυρό εξαλείφοντας μ’ αυτό τον τρόπο τις αμαρτίες του κόσμου, αλλά γιατί “ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας”. Η Δύση (Ρωμαιοκαθολική και Προτεσταντική) που είδε το πρόβλημα του κόσμου ως πρόβλημα ηθικό (παράβαση εντολής και τιμωρία) έκαμε το Σταυρό του Χριστού το επίκεντρο της πίστεως και της λατρείας. Αλλά η Ορθοδοξία εξακολουθεί να τονίζει την Ανάσταση ως το κέντρο όλης της ζωής της, ακριβώς γιατί είδε ότι το πρόβλημα του κτιστού δεν είναι ηθικό αλλά οντολογικό, είναι το πρόβλημα της υπάρξεως (και όχι της ομορφιάς) του κόσμου, το πρόβλημα του θανάτου. Και η Ανάσταση του Χριστού έγινε δυνατή χάρη στην ένωση “αδιαιρέτως” αλλά και “ασυγχύτως” του κτιστού με το άκτιστο, δηλαδή χάρη στην αγάπη, που κάνει το κτιστό και το άκτιστο να υπερβαίνουν τα όριά τους και να ενώνονται “αδιαιρέτως”, και χάρη στην ελευθερία, που κάνει το κτιστό και το άκτιστο να μη χάνουν την ετερότητά τους με την υπέρβαση των ορίων τους στην ένωση αυτή, αλλά αντίθετα, να εξασφαλίζουν την ετερότητα αυτή, διατηρώντας έτσι τη διαλεκτική σχέση τους»[87].
Η οντολογία της αγάπης «κραταιά ώς θάνατος Aγάπη»[88]
Συνοψίζοντας τα όσα είπαμε, μέχρι τώρα, καταλαβαίνουμε, ότι «όσο ο άνθρωπος αγανακτεί για το θάνατο --και αλλοίμονο αν παύσει να αγανακτεί-- τόσο θα αναζητεί την υπέρβαση της κτιστότητας μακριά από τον Πλάτωνα και τους κάθε είδους ευσεβισμούς. Η διαλεκτική κτιστού-ακτίστου συντηρεί την αγανάκτηση αυτή στην ανθρώπινη συνείδηση, γιατί θεωρεί την ύπαρξη ως δώρο άξιο ευγνωμοσύνης και καταφάσεως, ένα δώρο που, ακριβώς επειδή είναι χάρη και ελευθερία, είναι αδύνατο από μόνο του να υπάρχει αιώνια. Ο κόσμος είναι τόσο κτιστός ώστε να μη μπορεί να ζήσει μόνος του, αλλά και τόσο αγαπητός από το Θεό ώστε να πρέπει να ζήσει. Ο θάνατος, ο “?σχατος ?χθρός” της υπάρξεως, πρέπει να υπερνικηθεί»[89]. Αυτό επιτυγχάνεται με το θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού, που και τα δύο, ως ιστορική πραγματικότητα, αποτελούν το κέντρο της ζωής του κάθε πιστού. Ο θρίαμβος της αγάπης του Χριστού[90] κινείται γύρω από τον άξονα της διαλεκτικής σχέσης κτιστού και ακτίστου. Το ανθρωπολογικό και δυναμικό νόημα αυτής της σχέσης φανερώνεται στην υπέρβαση της τραγικότητας του θανάτου και στην εξάλειψη κάθε κινδύνου για αφανισμό του ανθρωπίνου προσώπου.
Στο δράμα, λοιπόν, της ανθρώπινης ύπαρξης, ο ορθόδοξος θεολογικός στοχασμός προτείνει την ένωση του ανθρώπου με το Θεό[91]. Η αγαπητική ένωση ανθρώπου και Θεού στο πρόσωπο του Χριστού σώζει από το θάνατο. Μόνο μέσα σ’ αυτή τη σχέση καταφάσκεται η ανθρώπινη ύπαρξη και υπερβαίνεται η κτιστότητα της φύσεως του ανθρώπου. Κι αυτό γιατί η ένωση αυτή οδηγεί σε μία ταύτιση: «ΖO δέ οCκέτι ?γώ, ζ« δέ ?ν ?μοί Χριστός»[92].
Με τον τρόπο αυτό της προσωπικής υπάρξεως, η σωτηρία είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα γιατί διατελεί μέσα στην αγάπη του Θεού. Τότε όμως η ζωή του ανθρώπου ξεπερνά τη φθορά και το θάνατο και είναι αιώνια, αφού και «η ζωή του Θεού είναι αιωνία, διότι είναι προσωπική, δηλαδή πραγματώνεται ως έκφρασις ελευθέρας κοινωνίας, ως αγάπη. Ζωή και αγάπη ταυτίζονται εις πρόσωπον: το πρόσωπον δεν αποθνήσκει, μόνον διότι αγαπάται και αγαπά· έξω από την κοινωνίαν της αγάπης το πρόσωπον χάνει την μοναδικότητά του, γίνεται ένα ον όπως και τα άλλα, ένα “πράγμα” χωρίς απόλυτον “ταυτότητα” και “όνομα”, χωρίς πρόσωπον. Θάνατος δια το πρόσωπον σημαίνει το να παύση να αγαπάται και να αγαπά, να είναι μοναδικόν και ανεπανάληπτον, ενώ ζωή δια το πρόσωπον σημαίνει την επιβίωσιν της μοναδικότητος της υποστάσεώς του, την οποίαν βεβαιώνει και συντηρεί η αγάπη»[93]. Έτσι, η αγάπη ελευθερώνει τον άνθρωπο ως πρόσωπο από τη φθορά και το θάνατο. Ο άνθρωπος με την αγάπη υπερβαίνει την κτιστότητά του, αφού η κτιστή του φύση γίνεται ένα με την άκτιστη φύση του Τριαδικού Θεού, που είναι αγάπη[94] και μάλιστα απεριόριστη[95]. Κάθε άνθρωπος καλείται να πραγματώσει αυτό τον τρόπο ύπαρξης μέσα στο χώρο της Εκκλησίας, που «είναι σε τελευταία ανάλυση τρόπος υπάρξεως επειδή ακριβώς είναι το Μυστήριο της Αγάπης, το Μυστήριο, στο οποίο βιώνουμε θετικά την ελευθερία μας από τα πάθη»[96].
Αυτό, λοιπόν, που έχει ανάγκη ο άνθρωπος για να υπερβεί το θάνατο είναι μόνο η αγάπη[97], «γιατί η αγάπη είναι ακαταμάχητος σαν το θάνατο» όπως μας βεβαιώνει το βιβλικό χωρίο, που θέσαμε ως προμετωπίδα της ενότητας αυτής. Η οντολογία της αγάπης είναι η μοναδική απάντηση στο πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης[98]. Μια αγάπη για όλους και για όλα «υπέρ πάσης της κτίσεως, ήγουν υπέρ των ανθρώπων, και των ορνέων, και των ζώων, και των δαιμόνων, και υπέρ παντός κτίσματος»[99]. Αγάπη ακόμη και για το θάνατο αφού για τον άνθρωπο της πίστης αποτελεί κέρδος[100] και πέρασμα[101] «ε²ς τήν ζωήν»[102].
Την αναγκαιότητα της αγάπης για τη ζωή του ανθρώπου τονίζει και η Dr. Ross. «Το πιό σπουδαίο απ’ όλα είναι ότι πρέπει να μάθουμε να αγαπάμε και να αγαπιόμαστε χωρίς όρους. Οι περισσότεροι από μας ανατραφήκαμε σαν πόρνες. Θα σ’ αγαπώ “αν”. Κι αυτό το “αν” συνέτριψε και κατέστρεψε περισσότερες ζωές από οτιδήποτε άλλο πάνω στο πλανήτη γη. Μας κάνει πρόστυχους, μας κάνει να νιώθουμε ότι μπορούμε να αγοράσουμε την αγάπη με την καλή συμπεριφορά, ή με καλούς βαθμούς... Όπως δίδασκαν οι δάσκαλοί μας, αν μεγάλωσες με χωρίς όρους αγάπη και πειθαρχία ποτέ δε θα φοβηθείς τις καταιγίδες της ζωής. Δε θα έχεις φόβο, ενοχή, ανησυχίες, που είναι οι μόνοι εχθροί του ανθρώπου. Αν σφραγίσεις το φαράγγι από τις καταιγίδες δεν θα δεις ποτέ την ομορφιά των λαξευτών που αφήνουν πίσω τους»[103].
Με άλλα λόγια, η αγάπη του ανθρώπου πρέπει να είναι γνήσια και αυτό σίγουρα δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά δεν είναι και δύσκολο κατόρθωμα. Είναι μια μαθητεία και άσκηση δια βίου[104] στο χώρο της προσωπικής ύπαρξης. «Το πιο δύσκολο μάθημα είναι η χωρίς όρους αγάπη»[105] βεβαιώνει η Dr. Ross. Αποτελεί, όμως, υπέρβαση της ατομικότητας και απόρριψη κάθε εγωιστικού μονισμού για μια απελευθέρωση της ανθρώπινης φύσης από τους απαράβατους βιολογικούς νόμους της φθαρτότητας και της θνητότητας. Η σωτηρία πετυχαίνεται μόνο μέσα στην αγάπη ως διαπροσωπική σχέση.
Αποτελεί αλγηνή πραγματικότητα και ζοφερή διαπίστωση αυτό που σημειώνει σύγχρονος στοχαστής: «Σήμερα είναι γεμάτα τα νεκροτομεία από ανθρώπους με παραμορφωμένα χαρακτηριστικά από τον πόνο και το φόβο των τελευταίων στιγμών, επειδή δε βρέθηκε κανένας τις τελευταίες τους στιγμές να τους συμπαρασταθεί, να τους κλείσει τα μάτια, να τους σταυρώσει τα χέρια. Ούτε το θάνατο δε σέβεται ο σύγχρονος τρόπος ζωής. Ίσως πολλοί να πουν πως γίναμε πιο ρεαλιστές, πιο ορθολογιστές, πως σβήσαμε έτσι μια νεκρόφυλη παράδοση. Δικαιολογίες· απλώς σβήσαμε την αγάπη. Ας μη μοντερνοποιούμε το θάνατο»[106]. Δεν καίει μέσα στην καρδιά του σημερινού ανθρώπου και δεν ζεσταίνει τους γύρω του η φωτιά της αγάπης. Δεν κυβερνάει τη ψυχή του και τη ζωή του «η αγάπη του Θεού που είναι γλυκυτέρα της προσκαίρου ζωής». Ο σύγχρονος άνθρωπος ζει στην "ερημία των πόλεων… καιρούς αφιλίας". Είναι φορές που αισθάνεται εγκαταλελειμμένος, σχεδόν, υποχρεωμένος να ζει σ' ένα κόσμο «που ξέχασε την Αγάπη. Ζει με "ερζάτς" αγάπης, με υποκατάστατα αγάπης. Η βασιλεία του πάθους δεν φαίνεται να αφίνη περιθώριο ζωής στην αληθινή Αγάπη. Η απώλεια είναι τρομακτική. Καμμιά προσπάθεια ηθικολογικών παροτρύνσεων δεν μπορεί να ξαναζωντανέψη την Αγάπη στον κόσμο μας. Μόνο η ζωή που ξεπηδά από το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως μπορεί να αναστήσει και πάλι στον κόσμο τούτο της φθοράς την "μείζονα των αρετών"»[107] που είναι η αγάπη. Και αυτή είναι η ανάγκη που χρειάζεται σήμερα ο άνθρωπος. Χρειάζεται τη σιγουριά της ζωής, χρειάζεται την αγάπη.
Για τους χριστιανούς το συνεχώς επαναλαμβανόμενο γεγονός του θανάτου στη ζωή τους αποτελεί υπόμνηση της αγάπης. Αγάπης --σε μια οριζόντια και κάθετη σχέση με τους άλλους και με τον Θεό--, απαραίτητης για μια ουσιαστική και οντολογική θεμελίωση της προσωπικότητας του ανθρώπου και της κοινωνικότητας της Εκκλησίας. Κι αυτό γιατί η «αγάπη παραπέμπει σε σημαινόμενη εμπειρική δυναμική που βιώνεται και στην επίγεια βιοτή ως πάντοτε ατέλεστος τελειότης, αλλά και στη μετά τον θάνατο ζωή δεν καταργείται. Δεν εκπίπτει με την ενηλικίωση της εισόδου στον “χώρο” του ακτίστου»[108]. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής του ανθρώπου της εποχής μας, ότι «όλα μπορεί κανείς να τα αντέξει όταν υπάρχει αγάπη» και να μην λανθάνει στη σκέψη του, πως «το μοναδικό πράγμα που ζει για πάντα είναι η αγάπη»[109]. Ο Θεός, ισούται με αγάπη, αλλά "όταν φθάσωμεν την αγάπην, εφθάσαμεν εις τον Θεόν, και ετελείωσεν ο ημέτερος δρόμος, και διέβημεν εις την εκείθεν τούτου του κόσμου ευρισκομένην νήσον, όπου υπάρχει ο Πατήρ, και ο Υιός και το Άγιον Πνέυμα"[110]
Η χριστιανική διακήρυξη για την οντολογία της αγάπης και το μυστήριο του θανάτου, συνοψίζεται στο ποίημα, που αντί τίτλου εσκεμμένα ο ποιητής έχει θέσει ένα ερωτηματικό, που κρύβει τόσα και αποκαλύπτει άλλα τόσα:
Λύπηση ο θάνατος δεν έχει,
χτυπά όπου βρεί,
σ’ αστείες στιγμές,
σε υπάρξεις ακριβές·
-- αγάπην όμως;
Βέβηλη σκέψη, μην τ’ αγγίζεις
αυτό το ερώτημα·
σαν το φτερό της πεταλούδας είν’ αβρό·
βέβηλη σκέψη, μη τ’ αγγίζεις...[111]
Συμπληρωματική Βιβλιογραφία
Antony Metropolitan, "On Death", Sobornost 1:2 (1979): 8-18
Βασιλείου Αρχιμ. (Καθηγουμένου της Ι.Μ. Σταυρονικήτα), Η υπέρβαση του θανάτου στη μοναχική ζωή, Άγιον Όρος, 1974.
Basil of Stavronikita, "Death and Behond We Live", Sobornost 7:1 (1975): 22-31.
Βατσικούρα Κυριάκου (Γκάρυ) Νικ., Η έννοια του θανάτου κατά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης, Εκδ. "Επέκταση": Σειρά "Θεολογία και Ιστορία" 13, Κατερίνη, 1999.
Brooks D., Dealing with Death, Broadman, Nashville, 1974.
Γιανναρά Χρήστου, "Η ζωή μετά το θάνατο, Σύναξη 43 (1992): 35-44.
Γκουρβέλου Παναγιώτη, "Πειρασμοί "εξ αριστερών" (Δυσμών) και πειρασμοί "εκ δεξιών" (Ανατολών) ή ο προσωπικός θάνατος και η απρόσωπη αθανασία", Σύναξη 53 (1995): 71-80.
Γρηγοριάδη Κωνσταντίνου, "Χριστολογία και ύπαρξη. Το πρόβλημα της σχέσεως ελληνισμού - χριστιανισμού και το πρόβλημα του θανάτου", Σύναξη 3 (1982): 75-76.
Ιεροθέου Μητροπολίτου Ναυπάκτου, Η ζωή μετά τον θάνατο, Εκδ. "Ι.Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου", Λειβαδειά, 1997.
Groliman Earl A., Explaining Death to Children. Beacon Press, Boston, 1967.
Heidegger Martin, "Πραγματεία περί θανάτου" (Πρόλογος-μετάφραση-σχόλια: Γιάννη Τζαβάρα) Εποπτεία 6 (1981): 5-26.
Καρμίρη Ιωάννου, Η εις Άδου κάθοδος του Χριστού εξ επόψεως ορθοδόξου, Αθήναι, 1939.
Κορναράκη Ι. Κ., "Μπροστά στο πέρασμα" στο Ψυχολογία και πνευματική ζωή, Εκδ. "Κυριακίδη", Θεσσαλονίκη, 1986, σελ. 228-235.
Κουλουριώτη Θεοφίλου Ν., "Η ζωή και ο θάνατος κατά την στωική αντίληψην του Επικτήτου εν συνδυασμώ προς την διδασκαλίαν της Καινής Διαθήκης" Εκκλησία 56 (1979): 362-366, 399-403.
Λιαντίνη Δημήτρη, "Ο θάνατος", στο Η παρουσία του ελληνικού πνεύματος στις Ελεγείες του Ρίλκε, Εκδ. "Βιβλιογονία", Αθήνα, χ.χ., σελ. 182-213.
Μακράκη Μιχ. Κ., Η αίσθησις του θανάτου και ο πόθος της λυτρώσεως εις τον Λ. Τολστόη εν ιδιαιτέρα αναφορά προς το έργον αυτού "Ανάστασις", διατριβή επί διδακτορία (υποβληθείσα εις την Θεολογικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών), Αθήναι, 1978.
Μαντζαρίδη Γεωργίου Ι., "Ο θάνατος", στο Χριστιανική Ηθική, εκδ. "Πουρναρά", Θεσσαλονίκη, 1995, σελ. 497-509.
Marangos Frank, "Shared Christian Praxis: Approaching the Orthodox Funeral Service", The Greek Orthodox Theological Review 29 (1984): 195-206.
Μητσόπουλου Νικολάου Ευθ., Η ζωή και ο θάνατος εν Χριστώ Ιησού, Αθήναι, 1973.
------, Ο θάνατος. Πνευματικός-Σωματικός-Αιώνιος, Αθήναι, 1973.
------, "Κοινωνιολογική θεώρησις του θανάτου", στο Επιστημονική Επετηρίς της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, 22 (1975): 145-196.
Moore S., "Ο θάνατος ορόσημο της επιθυμίας. Μια έννοια-κλειδί για τη σωτηριολογία", Σύγχρονα Βήματα 14 (1983): 66-76.
Μουστάκη Βασιλείου, "Ο θάνατος εξανθρωπίζει τη γη" Εφημέριος 27 (1978): 182-183.
Μπέγζου Μ., "Πόνος και θάνατος", στο Φαινομενολογία της Θρησκείας, Εκδ. "Ελληνικά Γράμματα", Αθήνα, 1995, σελ. 287-323.
------, "Η ψυχή και ο θάνατος", στο Ψυχολογία της Θρησκείας, Εκδ. "Ελληνικά Γράμματα", Αθήνα, 1996, σελ. 93-116.
Νικολαϊδη Αποστόλου Β., "Η κοινωνικότητα του πένθους", στο Η διαλεκτική ιερότητας και κοινωνικότητας στο έργο του Emile Durkheim, Αθήνα, 2001, σελ. 225-229.
Nulland Sherwin B., How We Die. Alfred A. Knopf, New York, 1994.
Πάλλη Παναγ., "Η στάση του Μ. Βασιλείου έναντι του θανάτου" Εκκλησία 63 (1986): 219-221, 254-257.
Πεσματζόγλου Β. Μ., "Μελέτη θανάτου" Νέα Εστία 106 (1979): 1009-1016.
Ράμφου Στέλιου, Μελέτη θανάτου, Εκδ. "Κέρδος", Αθήνα, 1980.
Shulz R., The Psychology of Death· Dying and Bereavement, Addison-Wesley, Massachusetts, 1978.
Switzer David K., Pastoral Care Emergencies: Ministering to people in crisis, Paulist Press, Mahwah NJ, 1989, ιδιαίτερα τις σελ. 85-128.
Taylor J., "Περί θανάτου" (μτφρ. Β. Διοσκουρίδης) Εκηβόλος 5 (1980): 291-294.
Τσιρόπουλου Κώστα Ε., "Η υποταγή στο θάνατο", Ευθύνη 338 (2000): 78-79.
Τζαβάρα Γιάννη, Το βέβαιο του θανάτου, Αθήνα, 1982.
van Katwyk Peter, "Α family observed: Theological and family systems perspectives on the grief experience", The Journal of Pastoral Care 47 (1993): 141-147.
Walkin J., "Η αντίληψη του θανάτου στον Κίρκεγκωρ" (μτρφ. Ζ. Δρακοπούλου) Εποπτεία 8 (1983): 399-408.
Ware Κάλλιστου, «"Πορεύεσθε μετά χαράς" το μυστήριο του θανάτου και της Αναστάσεως» στο Η εντός ημών Βασιλεία, Εκδ. "Ακρίτας": Σειρά "¨Ορθόδοξη Μαρτυρία" 51, Αθήνα, 1994, σελ. 67-91.
Wass Hannelore and Corr Charles A., Helping Cope with Death, Hemisphere Publishing Corporation, New York, 1982.
Ζαννή Τάσου, "Μελέτη θανάτου", Σύναξη 43 (1992): 45-55.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου