Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Νικολάου Μανώλη
Τό Σάββατο πρό τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι Ψυχοσάββατο, δηλαδή “μνεία πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς Χριστιανών”. Τό ἑσπέρας τῆς Παρασκευῆς καί τό πρωί τοῦ Σαββάτου, πλῆθος λαοῦ, προσέρχεται εἰς τούς κοιμητηριακούς ἤ ἐνοριακούς Ναούς. Ἐκεῖ ψάλλεται ὁ νεκρώσιμος κανόνας καί τό μνημόσυνο “ὅ οἱ θειότατοι πατέρες ἐθέσπισαν” ὑπέρ πάντων τῶν “ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου κεκοιμημένων εὐσεβῶν καίΟρθοδοξων Χριστιανών”. Πρός τιμήν τούς προσκομίζουν οἱ πιστοί κόλλυβα. Τό ἔθιμο τῶν κολλύβων εἶναι πάρα πολύ παλαιό. Οἱ ρίζες τοῦ χάνονται στίς πρό Χριστοῦ ἐποχές.
Τά κόλλυβα εἶναι σιτάρι βρασμένο. Ἔχουν τή μορφή στολισμένου δίσκου ἤ πιάτου μέ ξηρούς καρπούς, καρύδια, σταφίδα, ρόδι καί κυρίως ζάχαρη. Συμβολίζουν τήν κοινή μας ἀνάσταση. Ὅπως ὁ σπόρος τοῦ σιταριοῦ πέφτει στή γῆ, θάβεται, χωνεύεται, σαπίζει καί στή συνέχεια φυτρώνει καλύτερος καί ὡραιότερος, ἔτσι καί τό νεκρό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου θάβεται στή γῆ, λιώνει καί σαπίζει, γιά νά ἀναστηθῆ καί πάλιαφθαρτο, ἔνδοξο καί αἰώνιο. Αὐτήν τήν εἰκόνα μᾶς δίδει ὁ....
ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή, καθώς καί ὁ Χριστός γιά τήν Ἀνάστασή Του. “Αμήν ἀμήν λέγω ὑμίν, ἐάν μή ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσῶν εἰς τήν γῆν ἀποθάνη, αὐτός μόνος μένει? ἐάν δέ ἀποθάνη πολύν καρπόν φέρει”.(Ἰω. 12,24).
Δυστυχῶς, ἡ οὐσιαστική αὐτή προσφορά πρός τούς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας, τόσο ἀπό λειτουργική ὅσο καί ἀπό σωτηριολογική ὀπτική, τά τελευταία χρόνια ἔχει ὑποστεῖ ἀλλοιώσεις καί διαφοροποιήσεις ποῦ τείνουν νά ἀπαξιώσουν τή σημασία καί τό μέγεθος τοῦ Μυστηρίου. Ὁ χαρακτήρας τῶν κολλύβων ἔχει ἀπό πολλούς ἀλλοιωθεῖ μέ τήν ἀνοχή, ἀλλά καί τήν παρότρυνση, σέ μερικές περιπτώσεις, τῶν ὑπευθύνων ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας, ποῦ χαράζουν μιά διαφορετική γραμμή ἀπό αὐτήν τῆς παραδόσεως. Ἔτσι δυστυχῶς παρουσιάζεται μιά εἰκόνα κωμικοτραγική, ποῦ οὐδόλως συνάδει μέ τό πνεῦμα καί τή σημασία τοῦ Σαββάτου τῶν ψυχῶν.
Ἀντί, λοιπόν, κολλύβων, γεμίζει ὁ Ἱερός Ναός μέ πάσης φύσεως πίττες καί γλυκίσματα. Πρόσφορα, κουλούρια καί τσουρέκια, ἕως φροῦτα ἐποχῆς ἀπό τόν μανάβη, τά ἐποχιακά ροδάκινα, κεράσια καί βερίκοκα, συνθέτουν εἰκόνα ἀπρέπειας πρός τό Ναό καί προσβολῆς πρός τήν μνήμη τῶν κεκοιμημένων. Οἱ γιαγιάδες μας τά παλαιότερα χρόνια, προσέφεραν κεράσματα, πίττες καί γλυκά κατά τά Ψυχοσάββατα, ἀλλά ἔξω, στήν αὐλή τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα στό Ναό, προσκόμιζαν τά κόλλυβα μόνο γιά τήν ἀκολουθία.
Εἶναι παράξενο, σέ μιά ἐποχή ποῦ οἱ νοικοκυρές, καταφέρνουν νά παρασκευάσουν τά πιό πολύπλοκα γλυκά, νά μήν ἔχουν διάθεση νά βράσουν λίγο στάρι, γιά νά τιμήσουν τούς κεκοιμημένους συγγενεῖς τους. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε πῶς ἡ ἑτοιμασία τῶν κολλύβων ἀποτελεῖ ἕνα εὐλογημένο ἐργόχειρο πρός ὠφέλεια τῆς ψυχῆς καί ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου σέ συνδυασμό μέ τήν μονολόγιστη εὐχή ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν κεκοιμημένων κατά τήν προετοιμασία τῶν κολλύβων, ὅπως καί κατά τό ζύμωμα προσφόρου γιά τήν Θεία Λειτουργία, βοηθοῦν πολύ στήν ἐγρήγορση τῆς ψυχῆς. Μέ αὐτόν τόν τρόπο τιμᾶται ἡ παράδοση καί ἐπισφραγίζεται τό νόημα μέ τό ὁποῖο περιβάλλει ἡ Ἐκκλησία τό εὐλογημένο Ψυχοσάββατο.
Τό Σάββατο πρό τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι Ψυχοσάββατο, δηλαδή “μνεία πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς Χριστιανών”. Τό ἑσπέρας τῆς Παρασκευῆς καί τό πρωί τοῦ Σαββάτου, πλῆθος λαοῦ, προσέρχεται εἰς τούς κοιμητηριακούς ἤ ἐνοριακούς Ναούς. Ἐκεῖ ψάλλεται ὁ νεκρώσιμος κανόνας καί τό μνημόσυνο “ὅ οἱ θειότατοι πατέρες ἐθέσπισαν” ὑπέρ πάντων τῶν “ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου κεκοιμημένων εὐσεβῶν καίΟρθοδοξων Χριστιανών”. Πρός τιμήν τούς προσκομίζουν οἱ πιστοί κόλλυβα. Τό ἔθιμο τῶν κολλύβων εἶναι πάρα πολύ παλαιό. Οἱ ρίζες τοῦ χάνονται στίς πρό Χριστοῦ ἐποχές.
Τά κόλλυβα εἶναι σιτάρι βρασμένο. Ἔχουν τή μορφή στολισμένου δίσκου ἤ πιάτου μέ ξηρούς καρπούς, καρύδια, σταφίδα, ρόδι καί κυρίως ζάχαρη. Συμβολίζουν τήν κοινή μας ἀνάσταση. Ὅπως ὁ σπόρος τοῦ σιταριοῦ πέφτει στή γῆ, θάβεται, χωνεύεται, σαπίζει καί στή συνέχεια φυτρώνει καλύτερος καί ὡραιότερος, ἔτσι καί τό νεκρό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου θάβεται στή γῆ, λιώνει καί σαπίζει, γιά νά ἀναστηθῆ καί πάλιαφθαρτο, ἔνδοξο καί αἰώνιο. Αὐτήν τήν εἰκόνα μᾶς δίδει ὁ....
ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή, καθώς καί ὁ Χριστός γιά τήν Ἀνάστασή Του. “Αμήν ἀμήν λέγω ὑμίν, ἐάν μή ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσῶν εἰς τήν γῆν ἀποθάνη, αὐτός μόνος μένει? ἐάν δέ ἀποθάνη πολύν καρπόν φέρει”.(Ἰω. 12,24).
Δυστυχῶς, ἡ οὐσιαστική αὐτή προσφορά πρός τούς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας, τόσο ἀπό λειτουργική ὅσο καί ἀπό σωτηριολογική ὀπτική, τά τελευταία χρόνια ἔχει ὑποστεῖ ἀλλοιώσεις καί διαφοροποιήσεις ποῦ τείνουν νά ἀπαξιώσουν τή σημασία καί τό μέγεθος τοῦ Μυστηρίου. Ὁ χαρακτήρας τῶν κολλύβων ἔχει ἀπό πολλούς ἀλλοιωθεῖ μέ τήν ἀνοχή, ἀλλά καί τήν παρότρυνση, σέ μερικές περιπτώσεις, τῶν ὑπευθύνων ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας, ποῦ χαράζουν μιά διαφορετική γραμμή ἀπό αὐτήν τῆς παραδόσεως. Ἔτσι δυστυχῶς παρουσιάζεται μιά εἰκόνα κωμικοτραγική, ποῦ οὐδόλως συνάδει μέ τό πνεῦμα καί τή σημασία τοῦ Σαββάτου τῶν ψυχῶν.
Ἀντί, λοιπόν, κολλύβων, γεμίζει ὁ Ἱερός Ναός μέ πάσης φύσεως πίττες καί γλυκίσματα. Πρόσφορα, κουλούρια καί τσουρέκια, ἕως φροῦτα ἐποχῆς ἀπό τόν μανάβη, τά ἐποχιακά ροδάκινα, κεράσια καί βερίκοκα, συνθέτουν εἰκόνα ἀπρέπειας πρός τό Ναό καί προσβολῆς πρός τήν μνήμη τῶν κεκοιμημένων. Οἱ γιαγιάδες μας τά παλαιότερα χρόνια, προσέφεραν κεράσματα, πίττες καί γλυκά κατά τά Ψυχοσάββατα, ἀλλά ἔξω, στήν αὐλή τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα στό Ναό, προσκόμιζαν τά κόλλυβα μόνο γιά τήν ἀκολουθία.
Εἶναι παράξενο, σέ μιά ἐποχή ποῦ οἱ νοικοκυρές, καταφέρνουν νά παρασκευάσουν τά πιό πολύπλοκα γλυκά, νά μήν ἔχουν διάθεση νά βράσουν λίγο στάρι, γιά νά τιμήσουν τούς κεκοιμημένους συγγενεῖς τους. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε πῶς ἡ ἑτοιμασία τῶν κολλύβων ἀποτελεῖ ἕνα εὐλογημένο ἐργόχειρο πρός ὠφέλεια τῆς ψυχῆς καί ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου σέ συνδυασμό μέ τήν μονολόγιστη εὐχή ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν κεκοιμημένων κατά τήν προετοιμασία τῶν κολλύβων, ὅπως καί κατά τό ζύμωμα προσφόρου γιά τήν Θεία Λειτουργία, βοηθοῦν πολύ στήν ἐγρήγορση τῆς ψυχῆς. Μέ αὐτόν τόν τρόπο τιμᾶται ἡ παράδοση καί ἐπισφραγίζεται τό νόημα μέ τό ὁποῖο περιβάλλει ἡ Ἐκκλησία τό εὐλογημένο Ψυχοσάββατο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου