Η πίστη
στην Ανάσταση του Χριστού είναι ένα από τα μεγαλύτερα δόγματα του
Χριστιανισμού. Αυτήν την θεία και ιστορική αλήθεια, η Εκκλησία ως Σώμα
του Χριστού, παρέλαβε και διαφύλαξε δια μέσου των αιώνων, από κάθε
νοθεία. Η ιστορική Ανάσταση του Χριστού βιώνεται από τον αληθινά
Ορθόδοξο Χριστιανό, την οποία την βλέπει να ενεργείται μέσα του μυστικά,
όπως αναφέρει και ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Στο παρόν άρθρο θα
αναφερθεί η τεράστια διαφορά ανάμεσα στους Ορθόδοξους και στους
Γνωστικούς, όσον αφορά το συγκεκριμένο δόγμα, χωρίς να αναφέρονται και
όλες οι άλλες διαφορές που είναι χαώδεις. Απλά και επιγραμματικά θα
προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το θέμα.
Τι είναι ο Γνωστικισμός
Ο Γνωστικισμός, είναι ένα φαινόμενο φιλοσοφικού και θρησκευτικού συγκρητισμού το οποίο «[..] ανήκει στα μεγάλα πνευματικά κινήματα της ιστορίας» [1].
Αν και «[..] αδυνατούμε να παρακολουθήσουμε την ιστορική αρχή του φαινομένου τούτου» [2], «αναμφιβόλως άρχισε να μορφοποιείται και να ωριμάζει κυρίως από τα μέσα του Ά μ Χ αιώνα παράλληλα προς την Εκκλησία μα πολλές φορές με την επίδρασή της» [3]. Έτσι, «ο Γνωστικισμός προέκυψεν εκ του θρησκευτικού συγκρητισμού, δια της ενώσεως τεσσάρων ειδών στοιχείων, ελληνικών, ανατολικών, ιουδαϊκών, και χριστιανικών» [4].
Υιοθετώντας διάφορα στοιχεία από διαφορετικές παραδόσεις, ήταν απόλυτα
λογικό να σχηματιστούν διάφορες ομάδες μέσα στο ίδιο αυτό ρεύμα. Την
ύπαρξη αυτών των ομάδων την πληροφορούμαστε κυρίως από τα αντιαιρετικά
έργα της εποχής, όπως το «Έλεγχος και Ανατροπή της Ψευδωνύμου Γνώσεως» του αγίου Ειρηναίου, το «Κατά Πασών Αιρέσεων» του αγίου Ιππολύτου κα. Ο Μ. Αθανάσιος, λίγο αργότερα, θα γράψει τα εξής στο «Ά Κατά Αρειανών»,
δείχνοντας ότι κανείς από αυτούς δεν καλείται με το όνομα του Χριστού,
δεν είναι δηλαδή χριστιανός, διότι είναι ξένοι από την Ορθή πίστη:
«Διότι
ουδέποτε εις το παρελθόν ένας λαός έλαβε όνομα προερχόμενο από το όνομα
των Επισκόπων του, αλλά μόνο από τον Κύριο, εις τον οποίο πιστεύομε. Οι
μακάριοι λοιπόν Απόστολοι υπήρξαν διδάσκαλοί μας και κήρυξαν το
Ευαγγέλιο του Σωτήρος, δεν λάβαμε όμως το όνομά των, αλλά εκ του ονόματος του Χριστού και είμεθα και ονομαζόμαστε Χριστιανοί.
Όσοι ανάγουν εις άλλους την αρχή της πίστεως, την οποία θεωρούν ορθή,
λαμβάνουν, ως είναι φυσικό, εξ αυτών και την ονομασία, εφόσον έχουν
γίνει πλέον δικοί των [..] ο Ουαλεντίνος και ο Βασιλείδης και ο Μανιχαίος και ο Σίμων ο μάγος κληροδότησαν εις τους οπαδούς των το όνομά των. Έτσι άλλοι ονομάζονται Ουαλεντινιανοί, άλλοι Βασιλειδιανοί, άλλοι Μανιχαίοι [..]» [5].
Με την
εμφάνιση λοιπόν της Εκκλησίας, οι διάφορες ομάδες ήθελαν να ιδιοποιηθούν
χριστιανικά στοιχεία, τα οποία εν συνεχεία και διέστρεφαν. Αυτό το
είδος του Γνωστικισμού ονομάστηκε «Χριστιανίζων Γνωστικισμός». Ο
απόστολος Παύλος όμως είχε προειδοποιήσει για την εμφάνιση αυτών των
ανθρώπων: «Βλέπετε μη σας εξαπατήση τις διά της φιλοσοφίας και της
ματαίας απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του
κόσμου και ουχί κατά Χριστόν» (Κολοσσαείς, 2:8). Ενώ, τον επίσκοπο Τιμόθεο συμβούλευε τα εξής: «Ω Τιμόθεε, την παρακαταθήκην φύλαξον, αποστρεφόμενος τας βεβήλους ματαιολογίας και τας αντιλογίας της ψευδωνύμου γνώσεως, την οποίαν τινές επαγγελλόμενοι επλανήθησαν κατά την πίστιν» (Ά Τιμοθέου, 6:20-21).
Τι είναι ο άνθρωπος κατά τους Γνωστικούς και τι κατά τον Χριστιανισμό;
Προκειμένου
να δούμε γιατί είναι απαραίτητη η Ανάσταση, πρέπει πρώτα να δούμε τι
είναι ο άνθρωπος. Για τους οπαδούς των Γνωστικών συστημάτων, ο άνθρωπος
αποτελείται από δύο στοιχεία, το πνευματικό και το υλικό. Έχοντας πίστη
στην διαρχία ή αλλιώς δυαλισμό(κατά τον οποίο ο Δημιουργός είναι κατώτερη κακή και μοχθηρή θεότητα), οι Γνωστικοί δίνουν σημασία στο πνευματικό μέρος του ανθρώπου, ενώ υποτιμούν το υλικό. «Αποτέλεσμα της ριζικής διαρχίας είναι η περιφρόνηση της ύλης και του ανθρώπινου σώματος, που συνιστά φυλακή της ψυχής [..]» [6].
Αυτό είναι φανερά επίδραση από τον αρχαίο μας φιλόσοφο Πλάτωνα. Ο άγιος
Ειρηναίος, μας λέει χαρακτηριστικά για το τι πρέσβευε ο Ουαλεντίνος για
το σώμα, ο πλέον επιφανής των Γνωστικών· «Ύστερον δε περιτεθείσθαι λέγουσιν αυτώ τον δερμάτινον χιτώνα· τούτο δε το αισθητόν σαρκίον είναι λέγουσι» [7].
Πέρα από την παρερμηνεία περί του δερμάτινου χιτώνα εκ μέρους των Γνωστικών, φαίνεται καθαρά ότι το σώμα διακρίνεται από τον ίδιο τον άνθρωπο, εφόσον ο «χιτώνας»- σώμα, φορέθηκε αργότερα σε κάποιον που ήδη υπήρχε. Το «ύστερον» δείχνει την μη ταυτόχρονη δημιουργία πνεύματος και σώματος. Η καθηγήτρια του Χάρβαρντ Ιλέιν Πέιτζελς, γράφει· «[..] οι Γνωστικοί, οι οποίοι περιγελούσαν την ιδέα της ανάστασης του σώματος,
συχνά υποτιμούσαν το σώμα [..] Οι Γνωστικοί προσήγγιζαν πολύ την
ελληνική φιλοσοφική παράδοση (και, ως εκ τούτου, την ινδουιστική αλλά
και τη βουδιστική παράδοση), που θεωρεί πως το ανθρώπινο πνεύμα κατοικεί
μέσα σε ένα σώμα- λες και ο άνθρωπος είναι ένα είδος εξαϋλωμένου όντος
που χρησιμοποιεί το σώμα ως εργαλείο χωρίς να ταυτίζεται με αυτό» [8].
Ο
Χριστιανισμός, αναγνωρίζοντας μία μόνο αρχή, έναν Θεό τρισυπόστατο
(«Πιστεύω εις έναν Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης,
ορατών τε πάντων και αοράτων», 1ο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως), δέχεται ότι ο Θεός «τα πάντα όσα εποίησεν και ιδού καλά λίαν» (Γένεση, 1:31). Δεν υπήρχε κανένας λόγος για να καταφρονήσει κάτι από όσα έκτισε ο Πλάστης, συνεπώς ούτε το σώμα. Στην Πατερική Ορθόδοξη Παράδοση, ως άνθρωπος ορίζεται η ψυχή και το σώμα μαζί. Δηλαδή ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματική ενότητα που
αποτελείται από δύο ισότιμα στοιχεία, το σώμα και το πνεύμα, τα οποία
κτίζονται ταυτόχρονα. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, «[..] εξ αμφοτέρων, αοράτου τε λέγω και ορατής φύσεως, δημιουργεί τον άνθρωπον [..]» [9], και επομένως «[..] προσκυνητήνμικτόν, επόπτην της ορατής κτίσεως, μύστην της νοουμένης, βασιλέα των επί γης, βασιλευόμενον άνωθεν, επίγειον και ουράνιον [..]» [10]. Ο καθηγητής Μ. Μπέγζος συνοψίζει· «Τι είναι ο άνθρωπος; Η Βυζαντινή θεολογία υιοθετεί τον ελληνικό φιλοσοφικό όρο‘’συναμφότερον’’, αλλά για να διατυπώσει την ψυχοσωματική ενότητα του ανθρώπου. Ο Γρηγόριος ο Παλαμάς ορίζει ως εξής: ‘’μη αν ψυχήν μόνην, μήτε σώμα μόνον λέγεσθαι άνθρωπον, αλλά το συναμφότερον’’». [11].
Τι είναι η Ανάσταση και γιατί είναι φυσιολογική, με τα δεδομένα της Χριστιανικής πίστης;
Έχοντας
δει τι σημαίνει «άνθρωπος» κατά τον Χριστιανισμό, μπορούμε εύκολα να
καταλάβουμε γιατί η κοινή Ανάσταση είναι όχι μόνο λογική αλλά και
απαραίτητη ως την οντολογική αποκατάσταση του ανθρώπου. Ο Θεός
Λόγος ενανθρώπησε για να καταργήσει την διαίρεση που φέρνει ο θάνατος,
που είναι συνέπεια του προπατορικού αμαρτήματος. Εν προκειμένω, την
διαίρεση στην ανθρώπινη υπόσταση (αποχωρισμός ψυχής και σώματος). «Ο
άνθρωπος είναι ψυχοσωματική οντότητα. Ζωή σημαίνει τη λειτουργική σχέση
ψυχής και σώματος, τη μετοχή των ψυχικών λειτουργιών στις σωματικές
διαδικασίες και την επικοινωνία ψυχής- σώματος. Αν λοιπόν ορίσουμε τη
ζωή ως τη σχέση της ψυχής με το σώμα, τότε κατανοούμε το θάνατο ως τη
σχάση της ψυχής από το σώμα, τη διάσπαση της ψυχοσωματικής ενότητας του
ανθρώπου, το διαχωρισμό τους και την απομόνωση της ψυχής από το σώμα.
Πτώμα είναι ένα σώμα χωρίς ψυχή. Άνθρωπος είναι έμψυχο σώμα ή ενσώματη
ψυχή. Νεκρός άνθρωπος είναι μια διασπασμένη οντότητα ανθρώπου σε δύο
μόρια, την ψυχή και το σώμα. Με την ανάσταση των νεκρών συμβαίνει η
επανένωση της ψυχής με το σώμα, πραγματώνεται η μετάβαση από τη σχάση
του θανάτου στη σχέση της ζωής» [12].
Λέγοντας
«ανάσταση» λοιπόν, κυριολεκτούμε. Αναφερόμαστε στο σώμα που θα
αναστηθεί, το οποίο δεν θα είναι άλλο, αλλά του ίδιου του ανθρώπου, με
την διαφορά ότι θα περάσει από την φθορά στην αφθαρσία. Πάνω σε αυτό,
διδάσκει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων στην ΙΗ’ Κατήχησή του: «Ο
νεκρός άνθρωπος πέφτει στο χώμα και σαπίζει και τον τρώνε τα σκουλήκια,
που και αυτά ψοφούν. Σε τέτοια σαπίλα και διάλυση καταλήγει το σώμα. Πως
,λοιπόν, θα αναστηθεί; Τα ψάρια έφαγαν όσους ναυάγησαν στις θάλασσες.
Κι αυτά τα ψάρια μετά τα έφαγαν άλλα ψάρια. Όσοι πάλι πάλεψαν με θηρία,
τους έφαγαν αρκούδες και λιοντάρια, μέχρι και το μικρότερο κοκαλάκι
τους. Γύπες και κοράκια έφαγαν τις σάρκες των άταφων νεκρών και μετά
αυτά πέταξαν σε όλο τον κόσμο. Πως λοιπόν θα ξανασυναρμολογηθεί το σώμα;
Διότι, είναι ενδεχόμενο, από τα όρνια που έφαγαν αυτά τα σώματα, άλλο
να ψοφήσει στην Ινδία, άλλο στην Περσία και άλλο στη Γοτθία. Αλλά μπορεί
τα κάψει η φωτιά, και ο άνεμος και η βροχή να σκορπίσει ακόμη και τη
στάχτη τους. Από πού θα συγκεντρωθεί το σώμα; Για σένα, τον άνθρωπο, που
είσαι τόσο μικρός και αδύναμος, απέχει πολύ η χώρα των Γότθων από τις
Ινδίες, και η Ισπανία από την Περσία. Για τον Θεό όμως, που κρατάει μέσα
στη χούφτα Του ολόκληρη τη γη, όλα είναι κοντά. Δεν πρέπει να αποδίδεις
στον Θεό αδυναμίες όμοιες με τις δικές σου, αλλά πρόσεχε περισσότερο
στη δύναμη Εκείνου» [13]. Και παρακάτω, αναφέρει: «Και
ακόμα, τα σπαρτά όταν θερίζονται μένουν στο αλώνι, κι ο άνθρωπος που
θερίστηκε από αυτή τη ζωή, δεν θα μείνει στο αλώνι; [..] Κάνοντας
σύγκριση του κόπου, ποιο είναι το μεγαλύτερο; Να φτιάξει κανείς από
την αρχή έναν ανδριάντα ή να αναπλάσει στο ίδιο σχήμα κάποιον που έπεσε;
Ο Θεός που μας δημιούργησε από το μηδέν, δεν μπορεί άραγε, να αναπλάσει
αυτούς που κάποτε υπήρξαν στην ζωή και έπεσαν;»[14].
Δεν αναφερόμαστε στην ψυχή, διότι η ψυχή ανασταίνεται ήδη από την παρούσα ζωή δια της θεραπείας της (κάθαρση-φωτισμός-θέωσις). «Για αυτό ο Χριστός προσέλαβε και ένωσε στο πρόσωπό του τον άνθρωπο που βρισκόταν εξ αιτίας του θανάτου σε κατάσταση διάλυσης. Επανένωσε τα διαχωρισμένα συστατικά του ανθρώπου σαν με μια κόλλα, δηλαδή με την δύναμη της θεότητας, και συνήρμοσε σε μία αδιάσπαστη ενότητα αυτά που είχαν χωρισθεί. Αυτό είναι η ανάσταση: η των συνεζευγμένων μετά την διάλυσιν επάνοδος εις αδιάλυτον ένωσιν, αλλήλοις συμφυομένων, για να ανακληθεί η αρχική χάρη στον άνθρωπο και για να επανέλθουμε στην αιώνια ζωή», όπως αναφέρει ο αρχ. Π. Μπρούσαλης από την θεολογία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης [15].
Η
αποδοχή της ανάστασης τόσο του Χριστού όσο και της δικής μας είναι τόσο
σημαντικό δόγμα πίστεως, ώστε ο απόστολος Παύλος γράφει: «Και εάν ανάστασις νεκρών δεν ήναι, ουδ” ο Χριστός ανέστη· και αν ο Χριστός δεν ανέστη, μάταιον άρα είναι το κήρυγμα ημών, ματαία δε και η πίστις σας.
Ευρισκόμεθα δε και ψευδομάρτυρες του Θεού, διότι εμαρτυρήσαμεν περί του
Θεού ότι ανέστησε τον Χριστόν, τον οποίον δεν ανέστησεν, εάν καθ”
υπόθεσιν δεν ανασταίνωνται νεκροί. Διότι εάν δεν ανασταίνωνται νεκροί,
ουδ” ο Χριστός ανέστη· αλλ” εάν ο Χριστός δεν ανέστη, ματαία η πίστις
σας· έτι είσθε εν ταις αμαρτίαις υμών. Άρα και οι κοιμηθέντες εν Χριστώ
απωλέσθησαν. Εάν εν ταύτη τη ζωή μόνον ελπίζωμεν εις τον Χριστόν, είμεθα ελεεινότεροι πάντων των ανθρώπων» (Ά Κορινθίους, 15:13-19).
Στον
Χριστιανισμό έχουμε «καινή κτίση», αναδημιουργία, εν γένει. Το παλιό
αναπλάθεται σε νέο, όχι μόνο για τον άνθρωπο, αλλά για ολόκληρη την
κτίση, χάρη στην Ανάσταση του Χριστού. Ο προφήτης Ησαίας το προβλέπει
αυτό αιώνες πριν τον ερχομό του Χριστού. «Έσται γαρ ο ουρανός καινός και η γη καινή και ου μη μνησθώσιν των προτέρων» (Ησαίας, 65:17). Εδώ, δεν λέει ότι θα φτιάξει άλλο σύμπαν άλλη γη ο Θεός. Αφενός έχει άρθρα (ο ουρανός- η γη)
που δείχνει ότι μιλάει για τα συγκεκριμένα που γνωρίζουμε, αφετέρου δεν
λέει «έσται καινός ουρανός και καινή γη», αλλά «έσται ο ουρανός καινός και η γη καινή».
Ο ουρανός και η γη που ξέρουμε, θα γίνουν καινούργιοι, δια της
αναπλάσεως. Το ίδιο αναφέρει ο απόστολος Πέτρος, στην δεύτερη επιστολή
του: «ουρανοί πυρούμενοι λυθήσονται και στοιχεία καυσούμενα τήκεται
13 καινούς δε ουρανούς και γην καινήν κατά το επάγγελμα αυτού
προσδοκώμεν» (κεφάλαιο 3:12-13). Αλλά και ο Ψαλμός ΡΑ (101), αναφέρεται σε αλλαγή: «κατ
αρχάς συ Κύριε την γην εθεμελίωσας και έργα των χειρών σου εισίν οι
ουρανοί. Αυτοί απολούνται Συ δε διαμένεις και πάντες ως ιμάτιον
παλαιωθήσονται και ωσεί περιβόλαιον αλλάξεις αυτούς και αλλαγήσονται» (εδ. 26-27). Δεν θα πάει στο μη ον, αλλά θα μετασχηματιστεί.
Ο
σκοπός του ανθρώπου αρχικά, ήταν να συγκεντρώσει στον εαυτό του το
σύνολο της κτίσης, και να πετύχει την κατά χάρη ένωσή του με τον Θεό, με
την μέθεξη στην άκτιστη χάρη. Εν συνεχεία, θα μετέδιδε την θεωμένη
κατάσταση σε όλη την κτίση. Όμως, ο άνθρωπος απέτυχε. Ο πρωτόπλαστος
Αδάμ απέτυχε και αντί αυτού, αποξενώθηκε από τον Θεό και την κτίση.
Μάλιστα, παρέσυρε την κτίση στην φθορά. Ο Χριστός ως ο Δεύτερος Αδάμ,
εκπλήρωσε όσα έπρεπε να εκπληρώσουν οι πρωτόπλαστοι. Γράφει
ο V. Lossky τα εξής ενδιαφέροντα εκ της (οικολογικής) θεολογίας του
αγίου Μάξιμου του Ομολογητή·
«Ο
πρώτος άνθρωπος εκλήθη κατά τον άγιον Μάξιμον να συγκεντρώση εν εαυτώ το
σύνολον του κτιστού είναι· ώφειλεν επίσης να επιτύχει την τελείαν μετά
του Θεού ένωσιν και να μεταδώση ούτω την τεθεωμένην κατάστασιν εις όλην
την δημιουργίαν. Έπρεπε αρχικώς να καταργήση εν τη ιδία φύσει την εις
δύο φύλα διαίρεσιν δια της απαθούς ζωής κατά το θείον αρχέτυπον. Εν
συνεχεία ώφειλε να ενώση τον παράδεισον με το υπόλοιπον της γης, δηλαδή
φέρων πάντοτε τον παράδεισον εν εαυτώ εις μιαν σταθεράν κοινωνίαν μετά
του Θεού, ώφειλε να μεταμορφώση ολόκληρον την γην εις παράδεισον. Εν
συνεχεία έπρεπε να καταργήση τας αποστάσεις όχι μόνον δια το πνεύμα του
αλλά και δια το σώμα του, ενώνων την γην και τον ουρανόν, το σύνολον του
αισθητού σύμπαντος. Υπερβαίνων τα όρια του αισθητού ώφειλεν εν συνεχεία
να εισδύση εις το νοητόν σύμπαν δια της γνώσεως της όμοιας προς την των
αγγελικών πνευμάτων, ώστε να συγκεντρώση εις εαυτόν τον νοητόν και
αισθητόν κόσμον. Τέλος, μη έχων εκτός αυτού ει μη μόνον τον Θεόν, δεν θα
έμενεν εις τον άνθρωπον ει μη το να δοθή εις Αυτόν εξ ολοκλήρου με μίαν
ορμήν αγάπης, αποθέτων εις Αυτόν ολόκληρον το σύμπαν συγκεντρωμένον εις
το ανθρώπινον είναι. Τότε ο Θεός θα εχαρίζετο εις τον άνθρωπον, ο
οποίος θα κατείχε δυνάμει αυτής της δωρεάς, δηλαδή κατά χάριν, παν ότι ο
Θεός κατέχει εκ φύσεως. Ούτω θα συνεπληρούτο η θέωσις του ανθρώπου και
ολοκλήρου του κτιστού σύμπαντος. Το έργον τούτο το οποίον προωρίζετο
δια τον άνθρωπον, μη πραγματοποιηθέν υπό του Αδάμ, δυνάμεθα να το
εικάσωμεν δια μέσου του έργου του Χριστού, δευτέρου Αδάμ» [16].
Γιατί είναι παράλογη η Ανάσταση για τους Γνωστικούς;
Από την
στιγμή που υπάρχει ο διαλισμός, η ιδέα της σωματικής Ανάστασης είναι
περιττή και παράλογη. Έτσι εξηγείται και η διαφορετική ερμηνεία του
γεγονότος της Ανάστασης του Χριστού από τους Γνωστικούς. Ενώ τα κανονικά
ευαγγέλια όπως και οι απόστολοι αλλά και οι διάδοχοί τους αναφέρουν ότι
ο Χριστός αναστήθηκε σωματικά από τους νεκρούς, οι Γνωστικοί «χωρίς να αρνούνται την ανάσταση, απορρίπτουν την κυριολεκτική ερμηνεία· ορισμένοι τη βρίσκουν εξαιρετικά απεχθή, αποκρουστική και αδύναμη» [17]. Κατά τους Γνωστικούς κύκλους, «[..] το πρόσωπο που βιώνει την ανάσταση δεν συναντά τον Ιησού, το σώμα του οποίου έχει αναστηθεί· μάλλον συναντά τον Χριστό σε πνευματικό επίπεδο. Αυτό μπορεί να συμβαίνει σε όνειρα, σε εκστατικές υπνώσεις, σε οράματα, ή σε στιγμές πνευματικής φώτισης.
Οι Ορθόδοξοι, όμως, καταδικάζουν τέτοιες ερμηνείες· ο Τερτυλλιανός
δηλώνει πως όποιος αρνείται την ανάσταση της σάρκας είναι αιρετικός, όχι
χριστιανός» [18].
Έχοντας
απορρίψει την μετοχή στην Θεία Ευχαριστία που είναι ο ίδιος ο Χριστός,
έχοντας απορρίψει την Ορθόδοξη πνευματικότητα (την οποία ποτέ δεν
γεύτηκαν), προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια άλλη παράδοση για το πώς ο
γνωστικός θα βιώνει τον Χριστό. «Ο συγγραφέας του Κατά Μαριάμ Ευαγγελίου, ενός από τα λίγα γνωστικά κείμενα που ανακαλύφθηκαν πριν από το Νάγκ Χαμαντί, ερμηνεύει τις εμφανίσεις της ανάστασης ως ονειρικά ή εκστατικά οράματα [..]
Σύμφωνα με το Κατά Μαριάμ Ευαγγέλιον, η Μαρία η Μαγδαληνή, βλέποντας
τον Κύριο σε όραμα, τον ρώτησε· ‘’Πως βλέπει το όραμα αυτός που το
βλέπει; Μέσα από την ψυχή, ή μέσα από το πνεύμα;’’. Ο Ιησούς απάντησε
πως ο οραματιστής προσλαμβάνει μέσω του νου» [19]. Στο ίδιο βιβλίο από όπου παραθέτουμε, η συγγραφέας αναφέρεται σε άλλο ένα Γνωστικό κείμενο, στην «Πραγματεία περί της Αναστάσεως»: « ‘’Μη
θεωρείτε ότι η ανάσταση είναι φαντασία. Δεν είναι· πρόκειται για κάτι
αληθινό. Αντιθέτως’’, συνεχίζει, ‘’θα έπρεπε να πιστεύει κανείς ότι
φαντασία είναι ο κόσμος κι όχι η ανάσταση’’. Ως βουδιστής δάσκαλος, ο
άνθρωπος αυτός, ανώνυμος, εξηγεί στη συνέχεια πως η συνηθισμένη
ανθρώπινη ύπαρξη είναι πνευματικός θάνατος. Αλλά η ανάσταση είναι η στιγμή της διαφώτισης» [20].
Θεωρώντας
ήδη γνωστές τις αναφορές των κειμένων της Καινής Διαθήκης στο θέμα της
Ανάστασης, στην επόμενη και τελευταία ενότητα, θα παραθέσουμε χωρία από
τους Αποστολικούς και Μεταποστολικούς Πατέρες και συγγραφείς για το
θέμα.
Πατερικά χωρία που αντιτάσσονται στις Γνωστικές αντιλήψεις περί αναστάσεως.
Ο λόγος
που επικεντρωνόμαστε ειδικά στους Αποστολικούς και Μεταποστολικούς
Πατέρες και συγγραφείς (ή έστω σε ορισμένους από αυτούς ενδεικτικά),
είναι διότι αυτοί χρονικά βρίσκονται πριν την επίσημη αναγνώριση της
Ορθόδοξης Εκκλησίας και Πίστης από την Αυτοκρατορία (το διάταγμα της
ανεξιθρησκίας υπογράφτηκε το 313, η ανοικοδόμηση του Βυζαντίου ξεκίνησε
το 324 και η μεταφορά της πρωτεύουσας που επισφραγίστηκε με τα εγκαίνια
το 330 [21] . Τα στοιχεία προέρχονται σε εποχή που η Εκκλησία είναι διωκόμενη.
Στο κείμενο της Διδαχής των Αποστόλων (χρονολογείται το 100-110), αναφέρονται τα εξής αναφορικά με την Β’ Παρουσία του Χριστού: «Και τότε φανήσεται τα σημεία της αληθείας· πρώτον σημείον εκπετάσεως εν ουρανώ, είτα σημείον φωνής σάλπιγγος, και τρίτονανάστασις νεκρών» [22].
Ο άγιος Κλήμης Ρώμης στην επιστολή του προς τους Κορίνθιους (χρονολογείται το 92-96) αναφέρει: «Κατανοήσωμεν, αγαπητοί, πως ο Δεσπότης επιδείκνυται διηνεκώς ημίν την μέλλουσαν ανάστασιν έσεσθαι, ης την απαρχήν εποιήσατο τον Κύριον Ιησούν Χριστόν εκ νεκρών αναστήσας» [23].
Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος,
έγραψε πολλά (οι επιστολές του γράφτηκαν καθοδόν προς το μαρτύριο,
περίπου το 107 ή το 113), ορισμένα εκ των οποίων είναι τα παρακάτω:
«Εξαίρετον δε τι έχει το Ευαγγέλιον, την παρουσίαν του Σωτήρος Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, το πάθος αυτού και την ανάστασιν. Οι γαρ αγαπητοί προφήται κατήγγειλαν εις αυτόν· το δε Ευαγγέλιον απάρτισμα εστίν αφθαρσίας» [24].
«Αληθώς επί Ποντίου Πιλάτου και Ηρώδου τετράρχου καθηλωμένον υπέρ ημών εν σαρκί [..] Ταύτα γαρ πάντα έπαθεν δι’ ημάς, ίνα σωθώμεν· και αληθώς έπαθεν, ως αληθώς ανέστησεν εαυτόν, ουχ ώσπερ άπιστοι τινές λέγουσιν, το δοκείν αυτόν πεπονθέναι, αυτοί το δοκείν όντες» [25].
«Ευχαριστίας και προσευχής απέχοντα δια το μη ομολογείν, την ευχαριστίαν σάρκα είναι του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, την υπέρ των αμαρτιών ημών παθούσαν, ην τη χρηστότητι ο Πατήρ ήγειρεν [..] προσέχειν δε τοις Προφήταις, εξαιρέτως δε τω Ευαγγελίω, εν ω το πάθος ημίν δεδήλωται, και η ανάστασις τετελείωται» [26].
Ο άγιος Πολύκαρπος Σμύρνης, γράφει στην επιστολή του (χρονολογείται στις πρώτες δεκαετίες του δεύτερου αιώνα):
«[..] ος αν μη ομολογή το μαρτύριον του σταυρού,
εκ του διαβόλου εστίν· και ος αν μεθοδεύη τα λόγια του Κυρίου προς τας
ιδίας επιθυμίας και λέγη, μήτε ανάστασιν μήτε κρίσιν είναι, ούτος
πρωτότοκος εστί του Σατανά» [27].
Ο άγιος Ιουστίνος γράφει σαφώς στην Ά απολογία του (χρονολογείται το 150):
«[..] τα νεκρούμενα και εις γην βαλλόμενα πάλιν απολήψεσθαι εαυτών σώματα προσδοκώμεν, αδύνατον μηδέν είναι Θεώ λέγοντες» [28].
«[..] δια Παρθένου άνθρωπος γενόμενος κατά την του Πατρός βουλήν υπέρ σωτηρίας των πιστευόντων αυτώ και εξουθενηθήναι και παθείν υπέμεινεν, ίνα αποθανών και αναστάς νικήση τον θάνατον» [29].
Ο άγιος Ειρηναίος στο έργο του «Έλεγχος και ανατροπή της Ψευδωνύμου Γνώσεως»,
ένα έργο γραμμένο ειδικά ως απάντηση στα Γνωστικά κινήματα που
ιδιοποιούνταν χριστιανικά στοιχεία (χρονολογείται περίπου το 180),
γράφει πάρα πολλά, ορισμένα εκ των οποίων είναι τα παρακάτω:
«[..] τα ημέτερα σώματα εξ αυτής τρεφόμενα (σημείωση: της Θείας Ευχαριστίας), και τεθέντα εις την γην, και διαλυθέντα εν αυτή, αναστήσεται εν τω ιδίω καιρώ,
του Λόγου του Θεού την έγερσιν αυτοίς χαριζομένου εις δόξαν Θεού και
Πατρός· ος όντως τω θνητώ την αθανασίαν περιποίει, και τω φθαρτώ την
αφθαρσίαν προχαρίζεται [..]» [30].
«[..] μέχρι της αναστάσεως φοιτώσι, περιμένουσαι την ανάστασιν· έπειτα απολαβούσαι τα σώματα, και ολοκλήρως αναστάσαι, τουτέστι σωματικώς, καθώς και ο Κύριος ανέστη [..]» [31].
Ο Θεόφιλος Αντιοχείας γράφει (περί το 180): «[..] καθάπερ σκεύος τι, επάν πλασθέν αιτίαν τινά σχη, αναχωνεύεται ή αναπλάσσεται εις το γενέσθαι καινόν και ολόκληρον, ούτως γίνεται και τω ανθρώπω δια θανάτου· δυνάμει γαρ τέθραυσται ίνα εν τη αναστάσει υγιής ευρεθή, λέγω δε άσπιλος και δίκαιος και αθάνατος» [32].
Ο άγιος Ιππόλυτος γράφει (περί το 220): «[..] άχρι καιρού ον ο Θεός ώρισεν, ανάστασιν τότε πάντων ποιησόμενος, ου ψυχάς μετενσωματών, αλλά αυτά τα σώματα ανιστών [..] Ημείς ουν και σώμα ανίστασθαι πεπιστεύκαμεν.
Ει γαρ φθείρεται, αλλ’ ουκ απόλλυται· τούτου γαρ τα λείψανα υποδεχόμενη
η γη, τηρεί· και δίκην σπόρου γενόμενα, και τω γης λιπαρωτέρω
συμπλεκόμενα, ανθεί [..] Ώστε την ανάστασιν του σώματος ου μάτην
πεπιστεύκαμεν [..] εκάστω σώματι η ιδία ψυχή αποδοθήσεται» [33].
Στο λεγόμενο «Αποστολικό Σύμβολο», που είναι αρχαιότατη Ορθόδοξη ομολογία, αναφέρεται (και) η Ανάσταση της σαρκός:
«Πιστεύω
εις Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης. Και εις Ιησούν
Χριστόν, τον Υιόν αυτού τον Μονογενή, τον Κύριον ημών, τον συλληφθέντα
εκ Πνεύματος αγίου, γεννηθέντα εκ Μαρίας της παρθένου, παθόντα επί Ποντίου Πιλάτου, σταυρωθέντα, αποθανόντα και ταφέντα, κατελθόντα
εις τα κατώτατα, τη Τρίτη ημέρα αναστάντα από των νεκρών, ανελθόντα εις
τους ουρανούς, καθεζόμενον εν δεξιά του Θεού Πατρός του παντοκράτορος,
εκείθεν ερχόμενον κρίναι ζώντας και νεκρούς. Πιστεύω εις το Πνεύμα το άγιον, αγίαν καθολικήν Εκκλησίαν, αγίων κοινωνίαν, άφεσιν αμαρτιών, σαρκός ανάστασιν και ζωήν αιώνιον» [34].
Το ίδιο και στο «Βαπτιστήριο Σύμβολο των Εκκλησιών Αλεξανδρείας και Ρώμης», τέλη δευτέρου με αρχές τρίτου αιώνα:
«Πιστεύω
εις Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα. Και εις τον μονογενή αυτού Υιόν, τον
Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Και εις το Πνεύμα το άγιον, και εις σαρκός ανάστασιν, και αγίαν καθολικήν Εκκλησίαν» [35].
Κλείνουμε με απόσπασμα από την απολογία του αγίου Αριστείδη (χρονολογείται το 140):
«Οι
δε Χριστιανοί γενεαλογούνται από του Κυρίου Ιησού Χριστού. Ούτος δε Υιός
του Θεού του υψίστου ομολογείται εν Πνεύματι αγίω απ’ ουρανού καταβάς
δια την σωτηρίαν των ανθρώπων και εκ παρθένου αγίας γεννηθείς ασπόρως τε και αφθόρως, σάρκα ανέλαβε και ανεφάνη εν ανθρώποις, όπως εκ της πολυθέου πλάνης αυτούς ανακαλέσηται. Και τελέσας την θαυμαστήν αυτού οικονομίαν, δια σταυρού θανάτου εγεύσατο εκούσια βουλή κατ’ οικονομίαν μεγάλη·
μετά δε τρεις ημέρας ανεβίω και εις τους ουρανούς ανήλθεν. Ου το κλέος
της παρουσίας εκ της παρ’ αυτοίς καλουμένης ευαγγελικής αγίας γραφής
εξέστι σοι γνώναι, βασιλεύ, εάν εντύχης. Ούτος δώδεκα έσχε μαθητάς οι
μετά την εν ουρανοίς άνοδον Αυτού εξήλθον εις τας επαρχίας της
οικουμένης και εδίδαξαν την εκείνου μεγαλοσύνη· καθάπερ εις εξ αυτών τας
καθ’ ημάς περιήλθε χώρας το δόγμα κηρύττων της αληθείας. Όθεν οι εισέτι
διακονούντες τη δικαιοσύνη του κηρύγματος αυτών καλούνται Χριστιανοί.
Και ούτοι εισίν οι υπέρ πάντα τα έθνη της γης ευρόντες την αλήθειαν· γινώσκουσι
γαρ τον Θεόν κτίστην και δημιουργόν των απάντων εν Υιώ Μονογενεί και
Πνεύματι Αγίω και άλλον Θεόν πλην τούτου ου σέβονται. Έχουσι τας εντολάς Αυτού του Κυρίου Ιησού Χριστού εν ταις καρδίαις κεχαραγμένας, και ταύτας φυλάττουσι, προσδοκώντες ανάστασιν νεκρώνκαι ζωήν του μέλλοντος αιώνος» (Απολογία Αριστείδου, κεφάλαιο 15) [36].
Πηγές
[1] Ά Τόμος Πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλου, σελ. 145
[2] Ανωτέρω, σελ. 145
[3] Ανωτέρω, σελ. 145
[4] Εκκλησιαστική Ιστορία Β. Στεφανίδη, Έκδοση 6η, σελ. 61
[5] Έργα Μ. Αθανασίου, ΕΠΕ 2, σελ. 33-35
[6] Ά Τόμος Πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλου, σελ. 146
[7] Αγίου Ειρηναίου, «Έλεγχος και Ανατροπή της Ψευδωνύμου Γνώσεως»,
ΒΕΠΕΣ 5, σελ. 104
[8] «Τα Γνωστικά Ευαγγέλια», σελ. 79-80
[9] Έργα αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ΕΠΕ 5, σελ. 52
[10] Ανωτέρω, σελ. 53-54
[11] Μ. Μπέγζος, «Φαινομενολογία της θρησκείας», σελ. 249
[12] Ανωτέρω, σελ. 320
[13] Κατηχήσεις αγίου Κυρίλλου, Β’ Τόμος, Γ. Μαυρομάτης, σελ. 490,
[14] Ανωτέρω, σελ. 492
[15] Από την Εισαγωγή στην Μυστική Θεολογία του Γρ. Νύσσης, σελ. 23
[16] «Η Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας», V. Lossky, σελ. 123
[17] «Τα Γνωστικά Ευαγγέλια», σελ. 51
[18] Ανωτέρω, σελ. 51-52
[19] Ανωτέρω, σελ. 60
[20] Ανωτέρω, σελ. 61
[21] Δείτε «Ιστορία Βυζαντινού Κράτους», Ά Τόμος, G. Ostrogorsky, σελ. 104
[22] Αποστολικοί Πατέρες, Ά Τόμος, Χ. Κρικώνης, σελ. 32
[23] Ανωτέρω, σελ. 66
[24] Ανωτέρω, σελ. 160
[25] Ανωτέρω, σελ. 164
[26] Ανωτέρω, σελ. 168
[27] Ανωτέρω, σελ. 190
[28] Έργα Απολογητών, ΕΠΕ 1, σελ. 104
[29] Ανωτέρω, σελ. 188
[30] ΒΕΠΕΣ 5, σελ. 161
[31] Ανωτέρω, σελ. 169
[32] Ανωτέρω, σελ. 39
[33] ΒΕΠΕΣ 6, σελ. 228
[34] «Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», Ι. Καρμίρης, σελ. 46-47
[35] Ανωτέρω, σελ. 44
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου