1.2 Η φύση της ψυχής κατά τον Γρηγόριο Νύσσης
Στην ενότητα αυτή πρόκειται να εξεταστούν οι απόψεις του Πλάτωνα περί ψυχής καθώς οι απόψεις αυτές αποτελούν κόμβο στη διαμόρφωση της φιλοσοφικής σκέψης αλλά και οι απόψεις των εκκλησιαστικών Πατέρων και κυρίως του Γρηγορίου για το ίδιο ζήτημα. Όσον αφορά τον άγιο Γρηγόριο, ο οποίος τυγχάνει να είναι γνώστης της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, προκύπτει η αντίθεσή του προς τη θεωρία της μετενσωμάτωσης αλλά και η αντίληψή του για τα τρία στοιχεία της ψυχής. Επιπρόσθετα, θα γίνει αναφορά στο γεγονός ότι το καθετί που λέει για την ψυχή είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το κατ’εικόνα[1]. Πέρα από αυτά, θα επισημανθεί ιδιαίτερα πως για τον άγιο Γρηγόριο τα πάθη δεν παρουσιάστηκαν στον άνθρωπο για κακό σκοπό αλλά ανάλογα με τη χρήση της ελευθερίας που κάνει ο άνθρωπος μπορούν να επιφέρουν το καλό ή το κακό.
Με βάση την ορθόδοξη δογματική διδασκαλία, ο Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο κατ’εικόνα και αφού η θεία φύση χαρακτηρίζεται από την άυλη, ασώματη και νοερή φύση, προκύπτει η υπόθεση πως ο φορέας της κατ’εικόνα Θεού δημιουργίας είναι η ψυχή ως άυλη, ασώματη και νοερή[2]. Έτσι, ο άγιος Γρηγόριος διακρίνει στην ψυχή ένα πολύ βαθύ νόημα αποδίδοντάς της εξέχουσα σημασία. Η ψυχή αποτελείται από τρία μέρη κι αυτό δείχνει τη δημιουργία της κατ’εικόνα Θεού εφόσον με την τριμερή της διάκριση υποδεικνύει τις τρεις υποστάσεις της Αγίας Τριάδας. Αυτή η διάκριση της ψυχής σε τρία μέρη δεν αφορά στη νοερή της φύση αλλά στον τρόπο της ύπαρξής της[3]. Σύμφωνα με το πρότυπο της Αγίας Τριάδας, η ταυτότητα της ουσίας της παραμένει αναλλοίωτη και μέσα σε αυτή μπορεί να διακρίνει κανείς τις τρεις υποστάσεις, την αγεννησία της ψυχής, τα γέννηση του λόγου και την εκπόρευση του πνεύματος[4]. Όπως επισημαίνει και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, η ψυχή μπορεί να γίνει ο δάσκαλος των ανθρώπων οι οποίοι καθώς την εξετάζουν, μπορούν να οδηγηθούν στην κατανόηση της δημιουργίας τους κατ’εικόνα και καθ’όμοίωση του Θεού Δημιουργού τους, γνωρίζοντας έτσι τον άκτιστο Τριαδικό Θεό.
Οι τρεις υποστάσεις της ψυχής κατά την εικόνα των τριών υποστάσεων της Αγίας Τριάδας δεν αντιστοιχούν συνάμα σε τρεις ψυχές. Αυτές είναι πάντα ενωμένες μεταξύ τους εξαιτίας της κοινής τους ουσίας και δε διαχωρίζονται ποτέ, όπως και τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας[5]. Για αυτό τον λόγο, ο άγιος Γρηγόριος συμπεραίνει ότι ο Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο για να διακηρυχθεί στον κόσμο το μυστήριο της αγίας Τριάδας. Αρνείται την τριμερή διαίρεση της ψυχής την οποία ο Πλάτωνας διακρίνει σε επιθυμητικό, θυμοειδές και λογιστικό απορρίπτοντας την πλατωνική θεωρία ως αβάσιμη σε αντίθεση με τη χριστιανική διδασκαλία η οποία βασίζεται στην Αγία Τριάδα[6]. Με βάση την Αγία Γραφή, δεν υπάρχει κάτι στην ψυχή που η θεία φύση να μην έχει και καθετί το οποίο δεν είναι προσιτό στον Θεό, είναι ξένο και από την ψυχή. Εφόσον η ψυχή είναι ομοίωμα του Θεού και κανένα από τα παραπάνω (θυμοειδές και επιθυμητικό μόνο, αφού το λογιστικόν υπάρχει) δεν υπάρχει στη θεία φύση, δεν υφίστανται και στην ουσία της ψυχής[7]. Σε αυτό υο σημείο αξίζει να αναφερθεί το κοινό σημείο ανάμεσα στην πλατωνική και χριστιανική διδασκαλία, πως και οι δύο δέχονται το λογικό μέρος της ψυχής. Αλλά το επιθυμητικό και το θυμοειδές τα οποία αποτελούν το βασικό κοινό γνώρισμα της λογικής και της άλογης ψυχής, δεν παρατηρούνται ως ουσία στην ανθρώπινη ψυχή αλλά εισέρχονται με τον κτηνώδη τρόπο της αναπαραγωγής το οποίο είναι συνέπεια της πτώσης του ανθρώπου[8]. Μέσα από αυτό η λογική φύση μετέχει και σε όλα εκείνα τα οποία συνοδεύουν την άλογη ψυχή. Συνεπώς δεν ισχύει ο ισχυρισμός ότι αυτά υπάρχουν στην κατασκευή του ανθρώπου αλλά αντιθέτως είναι σωστό να λέγεται ότι εισήλθαν σε αυτή μέσα από τον τρόπο της αναπαραγωγής του ανθρώπινου είδους[9].
Ως και τον 4ο αιώνα, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ήταν ο μοναδικός από τους Πατέρες της Εκκλησίας ο οποίος αναπτύσσει τη διδασκαλία του για την ψυχή. Πριν από αυτό, τόσο ο Πλάτωνας από τους φιλοσόφους όσο και ο Ωριγένης, ο Μέγας Αθανάσιος, ο Νεμέσιος Εμέσης αλλά και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός αργότερα, εκφράζουν τις δικές τους προσωπικές εκτιμήσεις ορίζοντας αυτό που ονομάζει κανείς «ψυχή»[10].
Χαρακτηριστική είναι η εναλλαγή των λέξεων νους και ψυχή η οποία παρατηρείται στα συγγράμματα του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, όπου η εναλλαγή αυτή την απόλυτη ταύτιση των δύο αυτών εννοιών. Για τον λόγο αυτό, είτε η χρήση της μιας, είτε η χρήση της άλλης δεν εγείρει ανησυχίες και προβληματισμούς εφόσον η ενότητα του νου και της ψυχής είναι τόσο έκδηλη. Ο νους χαρακτηρίζεται ως μια αόρατη και νοερή φύση, όπως και η ψυχή[11], κάτι το οποίο φανερώνει την ταυτότητα της ουσίας τους. Λόγω της νοερής του φύσης, ο νους δε περιορίζεται στα πάθη, αλλά κι έτσι δε κατοικεί σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος του ανθρωπίνου σώματος, αλλά διαπερνά ολόκληρη την ανθρώπινη υπόσταση. Το ζήτημα της τοποθέτησης του νου σε συγκεκριμένο μέρος του ανθρωπίνου σώματος απασχόλησε δύο σχολές, αυτή του Πλάτων και των στωικών φιλοσόφων αφού η πλατωνική σχολή τοποθετεί τον νου στο κεφάλι και οι στωικοί ορίζουν την καρδιά ως τόπο του νου[12]. Σε αντίθεση με αυτά, ο άγιος Γρηγόριος αρνείται τη διδασκαλία και των δύο σχολών για τον λόγο ότι η ασώματη και νοερή φύση δεν επιτρέπει τον περιορισμό του μέσα στα τοπικά όρια και αφού ο περιορισμός είναι γνώρισμα της υλικής και σωματικής φύσης και έτσι ο νους διαπερνά όλο το σώμα και είναι ενωμένος με αυτό κατά έναν τρόπο ο οποίος δε μπορεί να ερμηνευθεί[13]. Στον Κατηχητικό Λόγο παρατηρείται η ίδια αντίληψη για την παρουσία της ψυχής μέσα στο ανθρώπινο σώμα, κάτι το οποίο τεκμηριώνει την ταυτότητα του νου και της ψυχής στη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου. Με βάση την πατερική παράδοση, ο νους είναι ο μοναδικός φορέας της κατ’εικόνα Θεού δημιουργίας του ανθρώπου και παρά όλες τις ομοιότητες τις οποίες παρουσιάζει ο νους με τον Δημιουργό του πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διαφορετική του ουσία για τον λόγο ότι λογίζεται ως κτιστός σε σχέση με τον άκτιστο Τριαδικό Θεό[14] . Όπως είναι εύλογο, δε μπορεί να αγνοήσει κανείς τη διάκριση η οποία υφίσταται ανάμεσα στο κτιστό και στο άκτιστο ως αναγκαίο όρο της κοσμολογίας αλλά και της ανθρωπολογίας όπως και ολόκληρης της ορθόδοξης δογματικής διδασκαλίας. Μια ομοιότητα ανάμεσα στον Θεό και στον νου κατ’ εικόνα του οποίου αυτός δημιουργείται είναι το ακατάληπτο της ουσίας Του[15]. Με βάση τον άγιο Γρηγόριο και τη διδασκαλία του, η εικόνα του Θεού εντοπίζεται στο νου κι εφόσον η εικόνα αυτή υπάρχει ανεξαιρέτως σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, τότε συμπεραίνεται πως όλη η ανθρωπότητα έχει νου. Η εξέχουσα σημασία του νου τεκμηριώνεται από το ότο ο Δημιουργός με την κατ’εικόνα δημιουργία έδωσε στον άνθρωπο τα αγαθά ως δώρο, ενώ τον νου δε τον έδωσε απλά, αλλά τον μετέδωσε στον άνθρωπο. Αυτό σημαίνει ότι ο νους δεν αποτελεί το βασικό συστατικό της ανθρώπινης υπόστασης και η ύπαρξη του νου στον άνθρωπο δεν εξαρτάται από τον ίδιο αλλά ο Θεός τον δημιούργησε[16].
Η νοερή φύση της ψυχής και η συγκρότηση του ανθρωπίνου σώματος από τα τέσσερα στοιχεία της φύσης δηλώνουν έντονα την απόσταση η οποία υπάρχει μεταξύ τους ένεκα της διαφορετικότητας της ουσίας τους. Όμως η ειδοποιός αυτή διαφορά δε σημαίνει την πλήρη αποστασιοποίηση του ενός από το άλλο, αλλά το ότι οι λειτουργίες της ψυχής γίνονται αισθητές στο ανθρώπινο σώμα και φανερώνουν τη σύνδεσή της με ολόκληρο το σώμα.
Η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ριζοσπαστική μιλώντας για την απανταχού παρουσία της ψυχής σε ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα και συνεπώς σε όλα εκείνα τα στοιχεία που το συγκροτούν ακόμη και μετά τη διάλυση του ανθρωπίνου σώματος που έρχεται με τον θάνατο[17]. Κατά τον άγιο Γρηγόριο η ψυχή υπάρχει σε ολόκληρο το σώμα όσο χρονικό διάστημα είναι εν ζωή αλλά και μετά το πέρας της ανθρώπινης ζωής αυτή συνεχίζει να υπάρχει σε όλα τα στοιχεία του θανάτου. Η σύνδεση της ψυχής με τα στοιχεία του σώματος γίνεται μια φορά κατά τη δημιουργία του ανθρώπου και δεν παύει να υπάρχει ούτε μετά τον θάνατο[18]. Η ψυχή, παρά τη διαφορετική της ουσία με το σώμα, υπάρχει σε όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία όταν είναι ενωμένα με το σώμα αλλά και όταν διαλυθούν με τον θάνατο. Επ’ουδενί λόγο δε πρέπει να θεωρηθεί ότι η ψυχή διασπάται σε διάφορα μέρη όσα είναι και τα στοιχεία του σώματος διότι αυτό δεν αρμόζει στη φύση της η οποία είναι αδιάσπαστη.
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα «ψυχή πάσα αθάνατος, το γαρ αεικίνητον αθάνατον»[19]. Η ψυχή θεωρείται αθάνατη, υπήρχε όμως πριν τη δημιουργία της σε έναν άλλον κόσμο, ιδεατό, από τον οποίο κόσμο λόγω της κυριαρχίας του επιθυμητικού επί του λογικού και του θυμοειδούς, εισάγεται ως προϋπάρχουσα πηγή της ζωής στο ανθρώπινο σώμα, ενώ όταν εκείνη σταματήσει να υπάρχει στο σώμα, εκείνο πεθαίνει. Γίνεται λόγος δηλαδή για μια οντότητα πνευματική, απλή ουσία, αόρατη, άχρονη και άχωρη[20]. Έτσι, ο ιδεατός κόσμος είναι ένας κόσμος πνευματικός στον οποίο οι ψυχές υπάρχουν κατά ομάδες και εκπίπτουν από τον κόσμο αυτό με αποτέλεσμα την ενσωμάτωσή τους. Αυτό σημαίνει ότι η ενσωμάτωση της ψυχής, είναι κάτι το οποίο συμβαίνει κατά τη στιγμή της σύλληψης του ανθρώπου αποτελώντας με τον τρόπο αυτό ένα είδος επίγειας φυλακής με επιπτώσεις που ασκούν τα πάθη και οι αμαρτίες και καθορίζοντάς την τύχη της και την πορεία της μετά τον θάνατο.
Τα βασικά γνωρίσματα της ψυχής προσδιορίζονται με βάση τις αντιθέσεις ως προς το σώμα. Το σώμα είναι ενσώματο και η ψυχή ασώματη. Το σώμα είναι ορατό, ενώ η ψυχή είναι αόρατη. Το σώμα έχει ύλη, ενώ η ψυχή δεν έχει[21]. Επίσης η ψυχή χωρίζεται σε τρία επιμέρους στοιχεία τα οποία είναι το λογικό, το θυμοειδές και το επιθυμητικό[22]. Το λογικό μέρος έχει να κάνει με τη μάθηση, το θυμοειδές έχει να κάνει με τις ευγενείς ορμές, την ανδρεία, την άμυνα και άλλα, ενώ το επιθυμητικό έχει μια σύνδεση με τις κατώτερες ορμές αλλά και τις σωματικές επιθυμίες για τέρψη. Ο Πλάτωνας προβαίνει σε μια παρομοίωση της ψυχής με ένα άρμα, το οποίο σέρνουν δύο άλογα φτερωτά με τον ηνίοχο να αποπειράται να χαλιναγωγήσει τα άλογα και να πηγαίνει το άρμα προς την κατεύθυνση που εκείνος θέλει[23]. Το κάθε άλογο τραβάει το άρμα στον προσανατολισμό του για να μπορέσει έτσι να εξυπηρετήσει τον δικό του σκοπό. Όλα αυτά στον Πλάτωνα έχουν σπουδαίους συμβολισμούς. Τα δύο άλογα συμβολίζουν το επιθυμητικό και το θυμοειδές της ψυχής ενώ ο ηνίοχος συμβολίζει κυρίως το λογικό μέρος της ψυχής που θέλει να κατευθύνει τα άλογα προς την πορεία που εκείνος επιθυμεί. Αυτός είναι και ο ρόλος του ηνίοχου, δηλαδή να προσανατολίζει το άρμα- ψυχή στον κόσμο του λογικού. Από τα γνωρίσματα της ύλης έχει μόνο το είναι σε μεγαλύτερο βαθμό γιατί εμφανίζει μια συγγένεια με τις ιδέες με τις οποίες μοιάζει χωρίς όμως να πρόκειται για κάποια ιδέα[24].
Ο Γρηγόριος Νύσσης είναι γνώστης των διαφόρων φιλοσοφικών συστημάτων που κάνουν λόγο για την ψυχή για τν λόγο ότι πέρα από εκκλησιαστικός πατέρας ήταν και φιλόσοφος. Στο έργο του ιδίου «περί ψυχής και αναστάσεως ο λόγος, ο λεγόμενος τα Μακρίνεια[25]», στον διάλογο τον οποίο κάνει με την αδερφή του Μακρίνια η οποία είναι ετοιμοθάνατη, δείχνει φανερά προβληματισμένος και αναρωτιέται για την ύπαρξη της ψυχής. Εγείρονται προβληματισμοί στον άγιο Γρηγόριο βλέποντας τον θάνατο της αδερφής του να πλησιάζει και διερωτάται τι είναι αυτό που λέγεται ψυχή και ποια είναι η πορεία της ψυχής μετά από τον θάνατο του σώματος. Ο Γρηγόριος αποδέχεται το γεγονός ότι το ανθρώπινο πρόσωπο είναι διττό, ότι δηλαδή συνυπάρχουν και αποτελούν τα συστατικά του η ψυχή και το σώμα σε μια ενιαία ψυχοσωματική ολότητα και οντότητα[26] .
Ο Γρηγόριος για το δισυπόστατο της ανθρώπινης ύπαρξης διακρίνει τον άνθρωπο σε εσωτερικό και εξωτερικό. Το σώμα όμως και η ψυχή που αποτελούν την ψυχοσωματική ολότητα του ανθρώπου, δε μπορούν να νοηθούν ξεχωριστά αλλά αποτελούν ένα αναπόσπαστο τμήμα και μια παράλληλη φανέρωση της ψυχής και του σώματος του δημιουργήματος. Αν η ψυχή προηγείτο του σώματος, τότε δε θα ίσχυε η παντοδυναμία του Δημιουργού[27]. Στον εσωτερικό άνθρωπο ανήκει ο νους ή η ψυχή, ενώ στον εξωτερικό άνθρωπο ανήκει το ανθρώπινο σώμα που αποτελεί τον γενέθλιο χώρο της ψυχής. Ο άνθρωπος ως ον, έχει μία αρχή της υπόστασής του ώστε να μη παρουσιάζεται κανένα από τα συστατικά του προηγούμενο ή μετέπειτα του άλλου[28]. Η ψυχή του ανθρώπου βρίσκεται εκτός ακαταληψίας, όπως και το αρχέτυπό της[29]. ,ε τον τρόπο με τον οποίο αγνοούμε την ύπαρξη και την ουσία του αρχέτυπου, με τον ίδιο τρόπο κάνουμε λόγο για αυτό στηριζόμενοι στις ενέργειές Του αναφορικά με τον κόσμο και τον άνθρωπο κι έτσι μπορούμε να κάνουμε και με την ανθρώπινη ψυχή.
Καλό είναι να ληφθούν υπόψη οι γνώσεις αλλά και οι εμπειρίες που εμείς διαθέτουμε για την ύπαρξη της ψυχής μέσα από τις ενέργειές της όπως αυτές εκδηλώνονται στη ζωή του ανθρώπου. Έτσι όπως και με τις ιδιότητες της άκτιστης φύσης βλέπουμε την κτιστή, έτσι και με τις ιδιότητες της κτιστής φύσης μπορεί κανείς να δει την άκτιστη φύση[30]. Κατά τον άγιο Γρηγόριο, ψυχή είναι το ζωτικό αίτιο της ύπαρξης του ανθρώπου, αν και το ανθρώπινο ον δε γνωρίζει τα στοιχεία εκείνα για τη φύση και την ύπαρξή της. Η πραγματική έννοια της ανθρώπινης ψυχής όπου έγκειται και η σημασία της είναι το ενυπόστατο, η πνευματικότητα, η λογικότητα αλλά και το ενσυνείδητο[31]. Στη συζήτηση που κάνει ο Γρηγόριος Νύσσης με την αδερφή του Μακρίνα για την ύπαρξη της ψυχής, αυτή λέει ότι μέσα από την αισθητική αντίληψη μπορεί κάποιος να γνωρίζει ολάκερο τον κόσμο ή οδηγούμαστε στη γνώση του ή όπως μέσα από την αισθητική αντίληψη, ο άνθρωπος μπορεί να έχει γνώση του Θεού αλλά και της νοητής πραγματικότητας. Οπότε αν επιχειρήσει κανείς ανασκόπηση του εσωτερικού μας κόσμου, μπορεί να έχει και τη γνώση της ψυχής[32]. Έτσι η ψυχή αποτελεί την κινητήριο δύναμη του σώματος αλλά και το τεκμήριο είναι το γεγονός του θανάτου που έχει ως βασικό του γνώρισμα την ακινησία. Ο γρηγόριος λέει ότι κατά τον θάνατο, η ψυχή εξέρχεται του σώματος και βλέπουμε εκείνο το οποίο στο τέλος μένει, αλλά δε γνωρίζουμε τη φύση εκείνου το οποίο φεύγει αλλά και το πού πηγαίνει για τον λόγο ότι κανένα στοιχείο ούτε η γη, ούτε ο αέρας, ούτε το νερό δε μας δείχνει ότι δέχθηκε μέσα του την ψυχή η οποία εγκατέλειψε το σώμα και το άφησε νεκρό για να αποσυντεθεί αργότερα[33].
Η αδερφή του Γρηγορίου, Μακρίνα, θα διατυπώσει με την σειρά της τον ορισμό για την ψυχή ως έχει παρακάτω: η ψυχή είναι γεννητή, κτιστή, ζώσα και νοερή, μεταδίδει στο σώμα τη ζωτική δύναμη αλλά και την αντίληψη των αισθήσεων [34]. Η ψυχή δηλαδή υπάρχει «καθ’εαυτήν» είναι χωρίς ύλη και ασώματη, ενεργεί και κινείται ανάλογα προς τη φύση της. Είναι απλή, αειδής, ασύνθετη και δε μπορεί να διαλυθεί με τον θάνατο του ανθρώπου για τον λόγο ότι είναι αθάνατη[35]. Σε σχέση με τον Θεό, η ψυχή είναι τρεπτή και αλλοιώνεται. Η ασώματη φύση της προσφέρει τη δυνατότητα να παρίσταται σε όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία συνιστούν το σώμα του ανθρώπινου όντος. Ο τρόπος με τον οποίο σκέφτεται η Μακρίνα, της αφήνει περιθώρια να σκέφτεται τον ουρανό, να ταξιδεύει πολύ μακριά στα πέρατα του κόσμου, να κατεβαίνει την άβυσσο και να γίνεται «εν περινοία» των ουρανιών θαυμάτων[36].
Ο Γρηγόριος τάσσεται κατά της θεωρίας εκείνης της μετενσωμάτωσης με βάση την οποία η ψυχή μετά από τον θάνατο του ανθρώπου δεν επιστρέφει στον νοητό τόπο, αλλά εγκαταβιώνει σε ένα νέο λογικό ή άλογο σώμα επαναλαμβανόμενα, και με τον τρόπο αυτό την οδηγεί στην αφάνεια[37]. Είναι η θεωρία με την οποία συνδέεται η αρχή της ψυχής και της ζωής του ανθρώπου με τη γεννητική δύναμη των γονέων οι οποίοι μαζί με το σώμα μεταδίδουν στα παιδιά τους και την ψυχή[38]. Η ψυχή στη μετενσωμάτωση αυτή έχει τη δυνατότητα από το ανθρώπινο σώμα να έρθει σε κάποιο άλογο ον ή ακόμη και σε φυτό κι από κει μπορεί αργότερα να επιστρέψει ξανά πίσω στο ανθρώπινο ον. Η μετενσωμάτωση αυτή οφείλεται στις αμαρτίες εκείνες που έχει διαπράξει η ψυχή στη γη, ως τιμωρία για αυτές[39].
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η ψυχή δεν είναι κάτι το οποίο προϋπάρχει και ούτε μπαίνει σε άλλο σώμα, αλλά δημιουργείται μαζί με το σώμα από την πρώτη στιγμή της σύλληψης του ανθρώπου[40]. Η αιτία του έμψυχου σώματος είναι το σπέρμα το οποίο έχει ψυχή διότι αν δεν είχε ψυχή, το σώμα θα ήταν ήδη νεκρό. Με βάση αυτό, αιτία της γέννησης της ψυχής κατά τον Γρηγόριο είναι η δημιουργική δύναμη του Θεού αλλά και η πραγματική βούληση των γονέων του ανθρώπου. Ο ίδιος ισχυρίζεται περίτρανα ότι τα γνωρίσματα της ανθρώπινης ζωής είναι η θερμότητα, η ενεργητικότητα αλλά και η κινητικότητα ενώ στον θάνατο βρίσκεται η ακινησία και ο πάγος[41]. Ο άγιος Γρηγόριος σε αυτό το σημείο προβαίνει σε έναν παραλληλισμό. Παραλληλίζει τη γέννηση και την ανάπτυξη του ανθρώπου με εκείνη του σπόρου από σιτάρι ότι μέσα υπάρχει όλη η δύναμή του για να αναπτυχθεί.
Η νοερή ουσία της ψυχής αποκλείει το ενδεχόμενο τοποθέτησης της ψυχής σε συγκεκριμένο μέρος του σώματος εφόσον ως ασώματη δε μπορεί να τοποθετηθεί σε κάποιο τόπο. Το γεγονός ότι το ανθρώπινο σώμα διαλύεται δε πρέπει να οδηγεί στην εντύπωση ότι μαζί του διαλύεται και η ψυχή εξαιτίας της ένωσής τους. Σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο, η ψυχή ζει πάντα κι αυτό δε μπορεί να εξηγηθεί με την λογική, παρά μόνο με την πίστη. Από την άλλη, ο ψυχικός θάνατος δε μπορεί να νοηθεί όπως νοείται ο σωματικός θάνατος. Διότι ο θάνατος του σώματος είναι ο χωρισμός της σάρκας από την αισθητή ζωή και η διάλυση του ανθρώπινου σώματος, ενώ αντίθετα ο ψυχικός θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από την πραγματική ζωή και δε σημαίνει τη διάλυσή της γιατί η ίδια η ψυχή έχει ως βασικό της γνώρισμα τη νοερά και ασώματη ουσία της σε αντίθεση με το σύνθετο σώμα[42]. Η ψυχή μέσα από τη γνωστική της δύναμη προσεγγίζει τα στοιχεία εκείνα με τα οποία ήταν ενωμένη και παραμένει μαζί τους μέχρι αυτά να επανασυνδεθούν μετά την ανάσταση κατά την οποία τα ίδια τα στοιχεία τα οποία συγκροτούσαν ένα σώμα θα ενωθούν ξανά και θα συγκροτήσουν το ίδιο σώμα[43]. Στην όλη αυτή αναστοιχείωση τον κύριο ρόλο διαδραματίζει η γνωστική δύναμη της ψυχής. Τρανό παράδειγμα αυτής της στενής σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα είναι η παραβολή του φτωχού Λαζάρου ο οποίος έχει το σωματικό χάρισμα στην ψυχή του που τον καθιστά πλούσιο να τον γνωρίζει μετά θάνατον και εδώ φυσικά υπονοείται η ταυτότητα ουσίας με τα γήινα σώματα η οποία συνεχίζει να υπάρχει και μετά τον θάνατο.
Οι ψυχικές ιδιότητες που εξ αρχής δεν γνωστοποιούνται δε σημαίνει ότι δεν υφίστανται στην πραγματικότητα, αλλά καθώς ο άνθρωπος θα αναπτύσσεται σωματικά και τα επιμέρους μέλη του σώματος θα αναπτύσσονται στη διάπλασή τους, έτσι ακριβώς με τον ίδιο τρόπο θα εξελίσσεται και θα αναπτύσσεται η ψυχή[44]. Εξάλλου, σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, η δύναμη της ψυχής αποτελείται από τρία στοιχεία. Το ένα τροφοδοτείται από το άλλο χωρίς να έχει την αίσθηση, το δεύτερο αυξάνει και αναπτύσσεται αλλά απουσιάζει η λογική ενέργεια και το τρίτο που είναι και το λογικό επικρατεί σε ολόκληρη την ψυχή. Ο άνθρωπος με τη σειρά του παίρνει το θρεπτικό στοιχείο από τη φύση, το αισθητικό στοιχείο από τα άλογα ζώα κι εκείνο το οποίο είναι αυτοδημιούργητο και αυθύπαρκτο μέσα του και τον κάνει να διαφοροποιείται από τα έμψυχα όντα, είναι το λογικό. Αυτά τα τρία στοιχεία της ψυχής του ανθρώπου συνυπάρχουν μέσα στην τέλεια ψυχή χωρίς όμως να θέτουν ως προϋπόθεση την ύπαρξη των τριών διαφορετικών ψυχών.
Ο Γρηγόριος, αγνοώντας σε αυτό το σημείο την πλατωνική άποψη για το θέμα, θεωρεί ότι το λογικό στοιχείο της ψυχής κυριαρχεί μόνο όταν εκείνη εφαρμόζει τις διδαχές της Αγίας Γραφής,. Το οτιδήποτε ο Γρηγόριος αναφέρει για την ψυχή έχει άμεση σχέση και σύνδεση με το κατ’εικόνα, ενώ οτιδήποτε δεν αφορά το κατ’εικόνα, δε συνιστά τέλεια ψυχή ακόμη κι αν αποδίδεται σε αυτό η ίδια ονομασία[45].
Το επιθυμητικό και το θυμοειδές μέρος της ψυχής αποτελούν τις αιτίες ύπαρξης των παθών που βρίσκονται ή έχουν άμεση σχέση με την ψυχή αλλά δεν είναι εκείνα τα οποία συνιστούν την ουσία της ψυχής γιατί δεν έχουν πάντα αρνητικό χαρακτήρα διότι αν ίσχυε κάτι τέτοιο, δε θα μπορούσε ο άνθρωπος μέσα από τον θυμό και την επιθυμία να αποτελεί ομοίωμα του Θεού[46]. Ο Γρηγόριος χαρακτηρίζει τα πάθη αυτά ως «μυρμηκίαι» τα οποία αναπτύσσονται στο διανοητικό μέρος της ψυχής. Ο ίδιος στη διδασκαλία του επισημαίνει ότι το ανθρώπινο βρίσκεται ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες που είναι η θεία και η ανθρώπινη φύση, η άλογη και κτηνώδης ζωή. Τα πάθη δεν παρουσιάστηκαν στον άνθρωπο με κάποια κακή πρόθεση. Με βάση τη χρήση του αυτεξουσίου, δηλαδή της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου μπορούν να προκαλέσουν το καλό ή το κακό[47]. Κάνοντας όμως χρήση ο άνθρωπος του λογικού το οποί έχει στη διάθεσή του και δύναται να αξιοποιήσει, μπορεί να κυριαρχεί πάνω στα κατώτερα άλογα ζώα τα οποία υποτάσσονται στις επιθυμίες της φύσης τους, δίχως να είναι σε θέση να αντιληφθούν αν αυτό τους συμφέρει ή όχι. Στην περίπτωση όμως εκείνη κατά την οποία ο άνθρωπος δε μπορεί να αντιμετωπίσει τα πάθη και τα αναχαιτίζει μέσα από τον πνευματικό αγώνα και το λογικό, τότε ο άνθρωπος ενδέχεται να υποπέσει από το διανοητικό στο ανόητο και με αυτόν τον τρόπο φαίνεται και η ταύτισή του με τα άλλα ζώα[48]. Ο Γρηγόριος προτίθεται να εξηγήσει τι είναι τα πάθη και πώς αυτά σχετίζονται με την ψυχή παρουσιάζοντας τη αλληγορία του σπορέα. Ο γεωργός σπέρνει το γόνιμο έδαφος, ενώ ο διάβολος τα ζιζάνια.
Τα υγιή φυτά και ο καρπός τους είναι οι ίδιες οι δυνάμεις της ψυχής, το λογικό, το επιθυμητικό και το θυμοειδές τις οποίες δυνάμεις ο άνθρωπος εισπράττει με τη δημιουργία. Τα ζιζάνια είναι η εσφαλμένη χρήση του καλού και του κακού. Τα πάντα εξαρτώνται από το λογικό μέρος της ψυχής, διότι αυτό είναι που δίνει εντολές στον άνθρωπο για το τι να πράξει κι από την άλλη πλευρά το επιθυμητικό και το θυμοειδές υποτάσσονται στην παραποίηση των φυσικών δυνάμεων της ψυχής αλλά και στις άλογες εκείνες επιθυμίες οι οποίες συνιστούν τα πάθη[49]. Για τον λόγο όμως ότι ο άνθρωπος αποτελείται όχι μόνο από την ψυχή αλλά και από το σώμα, υπάρχει και η γήινη πτυχή του ανθρώπου που είναι η σωματικότητά του που συνδέεται με την ψυχή.
1.3 Η τριμερής διαίρεση της ψυχής κατά τον Πλάτωνα
Στην ενότητα αυτή θα δούμε πώς νοείται στην πλατωνική αντίληψη η έννοια της ψυχής και σε ποια μέρη διαιρείται. Για να γίνει καταληπτό αυτό θα πρέπει να έχουμε κατά νου το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο στηρίζεται ο Πλάτωνας. Ο φιλόσοφος θεωρεί πως υφίσταται ουσιαστική σχέση ανάμεσα στον τρόπο σύστασης και συγκρότησης της πολιτείας αλλά και της ίδιας ανθρώπινης ψυχής του ανθρώπου η οποία χωρίζεται σε τρία μέρη[50]. Η σχέση η οποία υφίσταται και αναπτύσσεται ανάμεσα στη δίκαιη ψυχή και τη δίκαιη ψυχή είναι για τον ιδεαλιστή[51] φιλόσοφο, κάτι το οποίο φανερώνει ότι η ηθική και πολιτική φιλοσοφία δε πρόκειται για δύο ανεξάρτητες μεταβλητές αλλά επηρεάζουν το ένα το άλλο σε σημείο εξάρτησης[52].
Μέσα στο φάσμα της ευρύτερης κατανόησης της πολιτικής φιλοσοφίας του Πλάτωνα θα αναφερθεί παρακάτω ο τριμερής διαχωρισμός της ψυχής με όσο το δυνατό συγκεκριμένο τρόπο και έτσι τα τρία μέρη της ψυχής ή και λειτουργίες της ψυχής[53] κατά τον Πλάτωνα είναι το λογιστικόν, το θυμοειδές και το επιθυμητικόν.
Το λογιστικό μέρος της ψυχής κατά την πλατωνική αντίληψη είναι η κορωνίδα της ψυχής, δηλαδή ο νους. Η μείζων σημασία του λογιστικού θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κάτι το ηγεμονικό εφόσον εξουσιάζει την ψυχή[54] εφόσον υπάρχει η γνώση ενώ συνάμα έχει επίγνωση της ανθρώπινης ιδιοτέλειας. Το επιθυμητικό έχει ως βασικό του γνώρισμα την αρετή η οποία αρετή είναι η σοφία ή η φρόνηση[55] ενώ χαρακτηριστικά μπορεί να αναφερθεί και ως «φιλόσοφον» ή «φιλομαθές»[56]. Το λογιστικό μέρος της ψυχής θα πρέπει να είναι σοφό, δηλαδή να συλλαμβάνει με ευκρίνεια και ενάργεια τις ιδέες και ιδίως την ιδέα της δικαιοσύνης. Με βάση αυτές τις ιδέες το λογιστικό θα δύναται να εξουσιάζει αλλά και να καθοδηγεί τα άλλα δύο μέρη και λειτουργίες της ψυχής αποσκοπώντας στο συμφέρον και στις σωστές πράξεις.
Το δεύτερο μέρος της ψυχής το οποίο είναι το θυμοειδές σχετίζεται με τα συναισθήματα της ηδονής αλλά και της λύπης. Αυτό το μέρος της ψυχής παραπέμπει με βάση τις λειτουργίες του σε αυτό που στη σύγχρονη εποχή θεωρείται ψυχή[57]. Η βασική αρετή για το θυμοειδές είναι σύμφωνα με τον Πλάτωνα η ανδρεία, κάτι το οποίο θα τεκμηριωθεί στη συνέχεια ως κάτι εύλογο.
Το επιθυμητικόν είναι το τρίτο αλλά και το τελευταίο μέρος της ψυχής και είναι εκείνο το οποίο «συνειδητοποιεί» τις ανάγκες του σώματος για τον βιοπορισμό του ανθρώπου όπως φαγητό και γενικά όλες εκείνες τις απολαύσεις που σχετίζονται με την υλική φύση του ανθρώπου[58]. Η αρετή του επιθυμητικού μέρους της ψυχής σύμφωνα με τον Πλάτωνα είναι η σωφροσύνη η οποία χαρακτηρίζεται από ένα ευρύ περιεχόμενο παίζοντας μεγάλο ρόλο στην επίτευξη της αρμονίας αλλά και της δικαιοσύνης. Επομένως συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι στο λογιστικό συγκαταλέγεται η σοφία και η φρόνηση, στο θυμοειδές η ανδρεία και στο επιθυμητικόν η σωφροσύνη.
Η διαίρεση της ψυχής με βάση την πλατωνική αντίληψη σε τρία μέρη είναι αμιγώς συμβατική[59] και δε δύναται να υπολογισθεί ως ένα μοίρασμα ενός κτήματος. Η ψυχή αποτελεί ένα ενιαίο οργανικό σύνολο και δε μπορεί να γίνει αναφορά στα μέρη της ψυχής με αυτονομημένο θα λέγαμε τρόπο[60]. Ο Πλάτωνας θεωρούσε ότι η ψυχή δεν είναι τεμαχισμένη και διαιρεμένη και θεωρούσε τα μέρη της ανεξάρτητα. Κάθε μέρος της ψυχής βρίσκεται σε αλληλοεξάρτηση με το άλλο και λειτουργούν ομαδικά ως ένα ενιαίο και αρμονικό όλον[61].
Ο Πλάτωνας έδινε στην ψυχή χαρακτηριστικά τα οποία για την Εκκλησία και για τον Γρηγόριο Νύσσης έδινε μόνο η Αγία Τριάδα. Για αυτό και βρίσκονται πολλές αντιθέσεις ανάμεσα στον Νύσσης και στον Πλάτωνα για την ψυχή. Ο Γρηγόριος αμφισβητεί και καταδικάζει τις διδασκαλίες του Πλάτωνα για την ψυχή όπως και του Ωριγένη κι αυτό διότι η ορθόδοξη θέση σχετικά με την εμφάνιση σώματος και ψυχής είναι πως και τα δύο αποτελούν κτίσματα και έτσι ταυτόχρονα η ψυχή και το σώμα έρχονται σε ύπαρξη. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι δε θεωρείται ορθό ότι προϋπάρχει η ψυχή του σώματος ούτε ότι προϋπάρχει το σώμα χωρίς ψυχή. Αντιθέτως η πλατωνική αντίληψη υποστηρίζει ότι οι ψυχές προϋφίστανται σαν λαός σε μια ιδιόρρυθμη πολιτεία και φυσικά αυτή η θεολογική θέση την οποία έχει ασπαστεί ο Ωριγένης αναγνωρίζεται ως ειδωλολατρική από τον άγιο Γρηγόριο[62] . Ο Γρηγόριος απορρίπτει όλες εκείνες τις θεωρίες που ψεύδονται κατά τη γνώμη του ότι οι ψυχές προβοτιεύουν σε μια ιδιόρρυθμη κατάσταση[63].
Κατά την πλατωνική θεωρία θεωρείται εσφαλμένως ότι οι ψυχές προϋπάρχουν και ο Πλάτων υποστηρίζει ότι υπέπεσαν σε αμαρτία σε έναν χώρο του ουρανού, στον κόσμο των ιδεών και για να τους αποδοθεί ποινή ο Θεός φυλακίζει αυτές τις ψυχές σε ένα άλλο ξένο σώμα. Οπότε, όταν ο άνθρωπος στη σύλληψή του βρίσκεται μέσα στην κοιλιά της μητέρας του, ο Θεός παίρνει δήθεν μία ψυχή από όλες εκείνες τις ψυχές που λέει ο φιλόσοφος ότι υπάρχουν στον ουρανό, τη βάζει σε ένα έμβρυο και γίνεται άνθρωπος. Αυτό εκλαμβάνεται σαν τιμωρία. Για αυτό ο Πλάτωνας θεωρεί και το σώμα ότι είναι η φυλακή της ψυχής. Ενώ ο Γρηγόριος λέει ότι τη στιγμή της σύλληψης του ανθρώπου, γεννιέται και η ψυχή.
Σύμφωνα με την πλατωνική αντίληψη, μετά τον θάνατο του ανθρώπου η ψυχή πηγαίνει σε άλλο σώμα, σε ξένο σώμα, σε άνθρωπο, ζώο ή ακόμη και σε φυτό ανάλογα τον τρόπο με τον οποίο έζησε ο άνθρωπος. Αυτό συνεχίζεται μέχρι να εξιλεωθεί η ψυχή και με αυτές τις αδιάλειπτες μετενσαρκώσεις να απεγκλωβιστεί κατά κάποιο τρόπο από το σώμα, όταν θα έχει πληρώσει το τίμημα της αμαρτίας που έκανε στον κόσμο των ιδεών. Επίσης ο Πλάτωνας θεωρεί ότι όσο πιο ηθική και ενάρετη είναι η ζωή του ανθρώπου τόσο πιο γρήγορα απελευθερώνεται και καθαρίζει η ψυχή και απεκδύεται τα δεσμά της σάρκας και της ύλης[64]. Όλα αυτά όμως δε μπορεί να ισχύουν και αντικρούουν την ορθόδοξη Θεολογία αλλά και διδασκαλία του Γρηγορίου διότι ψυχή και σώμα ταυτόχρονα κτίζονται από τον Θεό την ίδια στιγμή κι αρχίζουν να συνυπάρχουν ώστε όπως λέει και ο Γρηγόριος Νύσσης ο άνθρωπος δε μπορεί να υπάρχει πριν από τον εαυτό του[65]. Ο άγιος Γρηγόριος λέει χαρακτηριστικά : «ψυχή εστί ουσία γεννητή, ουσία ζώσα, νοερά, σώματι οργανικώ και αισθητικώ και δύναμιν ζωτικήν και των αισθητών αντιληπτικήν δι’εαυτής ενιούσα έως αν η δεκτική τούτων συνέστηκεν φύσις»[66]. Αυτό σημαίνει ότι η ψυχή είναι ουσία οπότε δε πρόκειται κάτι το οποίο μπορεί να νοηθεί παρά το γεγονός ότι γίνεται λόγος για νοερά ψυχή επειδή είναι ως προς τα εμάς άυλη αλλά είναι ουσία γεννητή και κτιστή. Όχι βέβαια άκτιστη διότι τότε θα ήταν θεότητα και θα υπήρχε πανθεϊσμός[67]. Η ψυχή είναι ουσία ζώσα, είναι δηλαδή ουσία που έχει αλλά και δίνει ζωή. Όπως λέγεται και στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός έκανε τον άνθρωπο «εις ψυχήν ζώσαν», δηλαδή με ψυχή η οποία θα έδινε ζωή στο ανθρώπινο σώμα γιατί η ψυχή είναι η κινητήριος δύναμη και ενέργεια του σώματος και των λειτουργιών του[68]. Όπως είναι φυσικό, η ψυχή του ανθρώπου είναι νοερά , κάτι το οποίο αυτομάτως σημαίνει ότι δεν είναι υλική κι ότι δεν σχετίζεται με κανέναν τρόπο με την ύλη.
Η ψυχή του ανθρώπου βρίσκεται μέσα σε ένα σώμα το οποίο χρησιμοποιεί ως όργανό της και αποκτά αντίληψη του κόσμου μέσα από τις αισθήσεις του σώματος και με τα αισθητήρια όργανα του σώματος. Η ουσία της ψυχής είναι αιώνια και ακατάληπτη από τις αισθήσεις και φανερώνεται μέσα από τις ενέργειές της[69]. Οι δυνάμεις της ψυχής είναι οι δυνατότητες εκείνες, τα φυσικά εκείνα χαρίσματα τα οποία απλόχερα δόθηκαν από τον Δημιουργό. Οι δυνατότητες αυτές αξιοποιούνται μέσα από τα όργανα του σώματος.
[1] Ν. Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία, Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 45
[2] Ματσούκας, ό.π., σελ. 48
[3] Μαρτζέλος, ό.π., σελ. 103
[4] Ματσούκας, ό.π., σελ. 60
[5] Ξεξάκης, ό.π., σελ. 101
[6] Ξεξάκης, ό.π., σελ. 93
[7] Μαρτζέλος, ό.π.,σελ.88
[8] Ξεξάκης, ό.π., σελ. 112
[9] Πλεξίδας, ό.π., σελ. 74
[10] Ν. Ματσούκας, Το πρόβλημα του κακού, Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 67
[11] Ματσούκας, ό.π., σελ. 86
[12] Ματσούκας, ό.π., σελ. 84
[13] Ματσούκας, ό.π., σελ.94
[14] Ξεξάκης, ό. π. , σελ. 88
[15] Χουσουράκης, ό. π. σελ. 127
[16] Χουσουράκης, ό. π. σελ. 98
[17] Πλεξίδας, ό.π., σελ. 69
[18] Πλεξίδας, ό.π., σελ. 76
[19] Πλάτων , Φαίδρος, 6c
[20] Η. Μουτσούλας, Γρηγόριος Νύσσης: Βίος- συγγράμματα- διδασκαλία. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997, σελ. 27
[21] Ν. Χασουράκης, Η φύση του ανθρώπου κατά τον Γρηγόριο Νύσσης, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 29
[22] Α. Παπαβασιλείου, Χριστιανική ψυχολογία (κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης), Λευκωσία 1995, σελ. 82
[23] Πλάτων, Φαίδρος, Φαίδρος. Oxford Clarendon Press, Platonis Opera vol. 1, 1967
[24] Παπαβασιλείου, ό, π., σελ.21
[25] Γρηγόριος Νύσσης, Περί ψυχής και αναστάσεως ο λόγος, PG 46, στίχος 12-166
[26] Γρηγόριος Νύσσης, Εις τον Εκκλησιαστήν, PG44, «Διπλούς μεν ο άνθρωπος εκ ψυχής λέγω και σώματος». Γρηγόριος Νύσσης, Λόγος κατηχητικός ο Μέγας, PG 45, στίχος 93Α. «Διπλούν το ανθρώπινον, ψυχή τε και σώματι συγκεκραμένον». Ι. Πλεξίδας, Η ανθρωπολογία του κακού, το πρόβλημα της θεοδικίας και οι ανθρωπολογικές προϋποθέσεις του στη σκέψη του Γρηγορίου Νύσσης , Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 195
[27] Γρηγόριος Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, PG 44, στίχος 236A. «Ει το μεν προυπάρχοι (εννοείται η ψυχή), το δε επιγένοιτο (εννοείται το σώμα), ατελής τις ή του δημιουργούντος απελεγχθήσεται δύναμις, ου τω παντί κατά το αθρόον εξαρκούσα, αλλά διαιρουμένη το έργον, και ανά μέρος περί εκάτερον των ημισυεμάτων ασχολουμένη»
[28] Γρηγόριος Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, PG 44, στίχος 232 Α. «Οι τω προτέρω παριστάμενοι λόγω, και πρεσβυτέραν της εν σαρκί ζωής την πολιτείαν των ψυχών δογματίζοντες, ου μοι δοκούσι των Ελληνικών καθαρεύειν δογμάτων, των περί της μετενσωματώσεως αυτοίς μεμυθολογημένων».
[29] Παπαβασιλείου, ό.π., σελ. 15-16
[30] Γρηγόριος Νύσσης, Περί ψυχής και αναστάσεως ο λόγος, PG 46, στίχος 41C
[31] Παπαβασιλείου, ό.π., σελ. 23
[32] Γρηγόριος Νύσσης, Περί ψυχής και αναστάσεως ο λόγος, PG 46, στίχος 28C. «Ως γαρ πάντα τον κόσμον δια της αισθητικής αντιλήψεως επιγιγνώσκοντες, δια αυτής της κατ’αίσθησιν ημών ενεργείας εις την του υπέρ αίσθησιν πράγματος και νοήματος έννοιαν οδηγούμεθα, και γίνεται ημίν ο οφθαλμός ερμηνεύς της παντοδυνάμου σοφίας, της τω παντί μεν ενθεωρουμένης, τον δε κατά αυτήν του παντός περιδεδραγμένον δια αυτής μηνυούσης. Ούτω και ο προς τον εν ημίν βλέποντες κόσμον, ου μικράς έχομεν αφορμάς προς το δια των φαινομένων και τιυ κεκρυμμένου καταστοχάσασθαι»
[33] Γρηγόριος Νύσσης, Περί ψυχής και αναστάσεως ο λόγος, PG 46, στίχος 16Β.
[34] Παπαβασιλείου, ό.π., σελ.24
[35] Γρηγόριος Νύσσης, Περί ψυχής και αναστάσεως ο λόγος, PG 46, στίχος 28C-52A.
[36]Παπαβασιλείου, ό.π., σελ. 20
[37] Γρηγόριος Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, PG 44, στίχος 232D-233A. « Η γαρ άπαξ της υψηλής πολιτείας απολισθήσασα, επ’ουδενί μέτρω κακίας στήναι δυνήσεται, αλλά δια της προς τα πάθη σχέσεως, απλό μεν του λογικού προς το άλογον μεταβήσεται. Απ’εκείνου δε προς την των φυτών αναισθησίαν μετατεθήσεται. Τω δε αναισθήτω γειτνιά πώς το άψυχον. Τούτω δε το ανύπαρκτονξ έπεται. Ώστε καθόλου δια της ακολουθίας προς το μη ον αυτοίς η ψυχή μεταχωρήσει. Ουκούν αμήχανος αυτή πάλιν εξ ανάγκης έσται η προς το κρείττον επάνοδος»
[38] Παπαβασιλείου, ό.π., σελ. 59-68. Η θεωρία αυτή εμφανίστηκε αρχικά στη διδασκαλία των Επικούρειων και είναι γνωστή με τους λατινικούς όρους traducianismus και generatianismus (βλάστημα και γέννηση αντίστοιχα).
[39] Χασουράκης, ό.π., σελ. 93
[40] Γρηγόριος Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, PG 44, στίχος 236Β. « Ως μήτε ψυχήν προ του σώματος, μήτε χωρίς ψυχής το σώμα αληθές είναι λέγειν, αλλά μίαν αμφοτέρων αρχήν, κατά μεν τον υψηλότερον λόγον, εν τωβ πρώτω του Θεού βουλήματι καταβληθείσαν, κατά δε τον έτερον, εν ταις της γενέσεως αφορμαίς συνισταμένην». Παπαβασιλείου, ό.π., σελ. 77-78
[41] Γρηγόριος Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, PG 44, στίχος 237 Α. «Ειδέ τις και εναργέστερον ζητοίη τεκμήριον του ζην εκείνο το μέρος, όπερ αρχή του κατασκευαζομένου γίνεται ζώου, δυνατόν εστί και δια άλλων σημείων, δι ων το έμψυχον εκ του νεκρού διακρίνεται και περί τούτου κατανοήσαι. Τεκμήριον γαρ του ζην επί των ανθρώπων ποιούμεθα, το θερμόν είναι τινά και ενεργόν και κινούμενον. Το δε κατεψυγμένον τε και ακίνγτον επί των σωμάτων, ουδέν έτερον ει μη νεκρότης εστίν»
[42] Πλεξίδας, ό.π., σελ. 98
[43] Χασουράκης, ό.π., σελ. 137
[44] Γρηγόριος Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, PG 44, στίχος 237 CD. «Προηγείται γαρ μεν αυτής, εν τη πρώτη κατασκευή οίον ρίζης τινός εν τη γη κατακρυφθείσης η αυξητική τε και θρεπτική δύναμις μόνη. Ου γαρ χωρεί το περισσότερον ή δε του δεχόμενου βραχύτης. Είτα παρελθόντος εις φως του φυτού, και ηλίω την βλάστην δείξαντος, η αισθητική χάρις επήνθησεν. Αδρυνθέντος δε ήδη και εις σύμμετρον μήκος αναδραμόντος, καθάπερ τις καρπός διαλάμπειν η λογική δύναμις άρχεται, ου πάσα αθρόως εκφαινομένη. Αλλά τη του οργάνου τελειώσει δια επιμελείας συναύξουσα, αεί καρποφορούσα, όσον χωρεί του υποκειμένου η δύναμις».
[45] Χασουράκης, ό.π., σελ. 100
[46] Παπαβασιλείου, ό.π., σελ. 99
[47] Δ. Μπαλτάς, Λογική και οντολογία, Αθήνα 2006, σελ. 207
[48] Π. Μπρούσαλης, Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, Κατερίνη 1992, σελ. 36
[49] Κ.Παπαπέτρου, Προσβάσεις: Ζητήματα Απολογητικής θεολογίας και φιλοσοφικής κριτικής του καιρού μας, Αθήνα 1979, σελ. 28
[50] Ν. Αυγελής, Εισαγωγή στη φιλοσοφία, Θεσσαλονίκη 2004, 4η έκδοση, σελ. 32
[51] Ο ιδεαλισμός είναι η φιλοσοφική θεωρία που στο κύριο φιλοσοφικό πρόβλημα και ερώτημα που ανά τους αιώνες διεγείρει προβληματισμούς και ανησυχίες τους στοχαστές, δηλαδή τη σχέση μεταξύ ανθρώπου και εξωτερικού κόσμου, ή νου και ύλης, τάσσεται υπέρ της πρωτοκαθεδρίας του πνεύματος και του νου. Οι ιδεαλιστές φιλόσοφοι πρέσβευαν πως μόνο η συνείδησή μας έχει πραγματική υπόσταση και πως ο υλικός κόσμος είναι μόνο ένα προϊόν των πλασματικών μας αισθήσεων, των παραστάσεων αλλά και των αντιλήψεών μας. Ο ιδεαλισμός αρχίζει στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία με κορυφαίο πρόσωπο τον Πλάτωνα για τον οποίο πραγματικός κόσμος είναι ο υπερβατικός κόσμος των ιδεών , ενώ ο υλικός κόσμος είναι για αυτόν κόσμος σκιών , μία παραποιημένη αντανάκλαση των ιδεών.
[52] Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία δεν αντιμετωπίζουν την πολιτική χωρίς να λάβουν υπόψη τους την ηθική. Ο διαχωρισμός της ηθικής φιλοσοφίας από την πολιτική φιλοσοφία έγινε μεταγενέστερα και στα πλαίσια της νεότερης φιλοσοφίας.
[53] Σ. Δεληβογιατζή, Ζητήματα διαλεκτικής, Θεσσαλονίκη 2007, ΕΡΩΔΙΟΣ, σελ. 56
[54] Μ. Σκουτερόπουλος. Πλάτων Πολιτεία, Αθήνα 2002, Πόλις, σελ. 26
[55] Ν. Αυγελής, ό.π., σελ. 47
[56] Στη σύγχρονη πραγματικότητα τα συναισθήματα της ευτυχίας και της δυστυχίας συνδέονται συνήθως με την ψυχή κι όπως εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς στον Πλάτωνα τοποθετεί αυτά τα δύο αντιτιθέμενα συναισθήματα μόνο σε ένα μέρος της ψυχής.
[57] Η διαίρεση της ψυχής εξυπηρετεί τον φιλόσοφο να περιγράψει τις διάφορες λειτουργίες που επιτελεί η ψυχή με πιο συγκεκριμένο και ευκρινές τρόπο
[58] Julia Annas, Εισαγωγή στην Πολιτεία του Πλάτωνα, εκδόσεις ΚΑΛΕΝΤΗΣ, Αθήνα 2006, σελ. 165
[59] Το κάθε μέρος της ψυχής ξεχωριστά μπορεί να γράψει τις λειτουργίες της ψυχής στο σύνολό τους
[60] Ν. Αυγελής, ό.π., σελ. 37
[61] Ο Πλάτωνας δεν αυτονομεί τα μέρη της ψυχής με απόλυτο τρόπο όπως δεν αυτονομεί και τις τρεις τάξεις της ιδανικής του πολιτείας. Η στάση αυτή φανερώνει τον διαλεκτικό τρόπο που αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Τα μέρη της ψυχής οφείλουν να συνεργάζονται με αρμονικό τρόπο για να πετύχουν τη δικαιοσύνη. Αν ένα από τα μέρη της ψυχής ή της πολιτείας δε λειτουργεί όπως θα έπρεπε να λειτουργεί, τότε η ψυχή ή η πολιτεία αποστασιοποιείται από την επίτευξη της δικαιοσύνης.
[62] Σκαλτσάς, ό.π., σελ. 82
[63] Σκαλτσάς, ό.π., σελ. 83
[64] Roth, C. Platonic and Pauline Elements in the Ascent of the soul in Gregory of Nyssa’s Dialogue ON THE Soul and Resurrection, 1992, Vigiliae Christianae, 46, 1, pp 20-30
[65] Σκαλτσάς, ό. π., σελ. 123
[66] Πλεξίδας, ό.π., σελ. 129
[67] Ι. Ρωμανίδου, ό.π., σελ. 186
[68] Αναστασίου, ό.π., σελ. 111
[69] Σκαλτσάς, όπ.π., σελ. 99
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου