Κυριακή 28 Απριλίου 2019

Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα· συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλεν.


Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα· συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλεν.
Ἡ σκληρότητα τοῦ θανάτου προκαλεῖ εἰς τόν ἄνθρωπον ὑπερβολικήν στενοχωρίαν καί θλίψιν. Πικραίνει τήν καρδίαν. Διά τοῦτο καί ὁ σοφός Σειράχ εἶπεν : «Ὦ θάνατε ὡς πικρόν σου τό μνημόσυνον».
Ὅταν ὁ βασιλεύς Ἀγάγ εἶδεν τήν μάχαιραν τοῦ Σαμουήλ εἰς τόν λαιμόν του, τότε, στενάζων καί τρέμων διερωτήθη: «Εἰ οὕτως πικρός ὁ θάνατος» ; (Α´ Βασ. ιε´ 32). Ὁ δέ προφητάναξ Δαυΐδ οὐδέν εὗρεν καταλληλότερον λόγον διά νά παραστήσῃ τήν σκληρότητα τοῦ θανάτου εἰ μή ὅτι «ὠδῖνες θανάτου ἐκύκλωσάν με» (Β´ Βασ. κβ´ 6).
Ὁ ὑπαρξιακός αὐτός φόβος συντρίβει τόν ἄνθρωπο καί διά τήν ἔντασίν του παρομοιάσθη μέ τίς ὠδῖνες τοῦ τοκετοῦ. Μέσα σέ ὠδῖνες ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος εἰς τήν παροῦσαν ζωήν καί διά μέσου ὠδινῶν ἀναχωρεῖ ἐκ τοῦ ματαίου τούτου κόσμου.
Μέ τήν πικράν αὐτήν αἴσθησιν ἔζησαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἰς τόν καιρόν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Μάλιστα δέ ἡ πικρότης αὐτή ἦτο ἀφόρητος διά τούς δικαίους, οἱ ὁποῖοι ἀπέθνησκον μέ μιά ἐλπίδα, ὅτι ὁ Κύριος «δέν θά ἐγκαταλείψῃ τήν ψυχήν των εἰς Ἅδου οὐδέ δώσῃ τόν ὅσιόν του ἰδεῖν διαφθοράν» (Ψαλμ. ιε´ 10).
Ὁ Θεός ὅμως, ὅστις «οὐκ ἐποίησεν θάνατον οὐδέ τέρπεται ἐπ᾿ ἀπωλείᾳ ζώντων» (Σοφ. Σολ. Α´ 13) κατήργησεν τόν θάνατον ἀναστήσας τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν ὡς ἀπαρχήν τῆς ἀναστάσεως τῶν κεκοιμημένων καί διέλυσε τόν ὑπαρξιακόν φόβον καί τρόμον καί δειλίαν τῶν ἀνθρώπων διά τόν τυραννικώτατον θάνατον.
Τό Ἅγιον Πνεῦμα διά τοῦ βασιλέως Σολομῶντος μᾶς διδάσκει ἐπίσης τήν αἰτίαν τοῦ θανάτου: «Ὁ Θεός ἔκτισε τόν ἄνθρωπον ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ, κατ᾿ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν αὐτόν (δηλ. τόν ἐδημιούργησεν ἀθάνατον) φθόνῳ δέ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον» (Σοφ. Σολ. β´ 23-24).
Αὐτήν τήν νίκην πανηγυρίζομεν πάντοτε εἰς τήν ζωήν μας οἱ πιστοί ἀφ᾿ ὅτου ἐλύθησαν καί διελύθησαν οἱ φοβερές ὠδῖνες τοῦ ὑπαρξιακοῦ μας φόβου.Ἄς δοῦμε αὐτές τίς ὠδῖνες ἀπό τίς ὁποῖες μᾶς ἀπήλλαξεν ὁ ἀναστάς ἐκ τῶν νεκρῶν Κύριος καί Θεός ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Πρῶτον. Ὁ θάνατος φοβίζει καί ταράζει τόν ἄνθρωπον διότι ἁρπάζει τήν ὑλική ὕπαρξί του, τό σῶμα του.
Τί βλέπουμε εἰς τό σῶμα τοῦ νεκροῦ; Ὀφθαλμούς τυφλούς, ὦτα κωφά, ὄσφρησιν ἀνόσφρητον, στόμα ἄλαλον, ἁφήν ἀναίσθητον, μέλη ἀκίνητα, σῶμα μηδέν διαφέρον κρυερᾶς πέτρας, σχῆμα ἀνθρώπου καί ὄχι ἄνθρωπον.
Μετ᾿ οὐ πολύ καί σάρκες τηκόμενες καί ρέουσες, ὀστᾶ ξηρά καί γεγυμνωμένα.Μέ τήν ἀνάστασι τοῦ Κυρίου ὁ φόβος αὐτός διαλύεται, διότι ὁ Θεός θά φέρει εἰς τήν ὕπαρξιν τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου τό παραδοθέν εἰς τήν φθοράν εἰς ἀνωτέραν κατάστασιν αὐτῆς εἰς τήν ὁποίαν εὑρίσκετο κατά τήν διάρκειαν τῆς παρούσης ζωῆς.
Περί αὐτοῦ ὁμιλεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί διδάσκει: Τό σῶμα μας «σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ ἐγείρεται ἐν δυνάμει· σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν» (Α´ Κοριν. ιε´ 42-44).
Δεύτερον. Ὁ θάνατος τρομάζει διότι διαλύει τόν φυσικόν δεσμόν καί τήν ἕνωσιν τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς. Τοῦτο εἶναι γεγονός ἀφύσικον.
Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπον διά νά ζῇ αἰωνίως, ἔπλασε τήν ψυχήν καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καί τῷ προστάγματί Του ἡνώθησαν διά νά διαμένουν εἰς τούς αἰῶνας συνηνωμένα καί ἀδιάρρηκτα.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας διδάσκουν, ὅτι ἡ ψυχή ἀγαπᾶ τό σῶμα μέ τό ὁποῖον ἔζησεν εἰς τήν παροῦσαν ζωήν καί ἀλγεῖ ἀποχωριζομένη βιαίως αὐτοῦ.
Ὁ φιλάνθρωπος καί παντοδύναμος ὅμως Κύριος θείῳ αὐτοῦ προστάγματι θά ἐπανασυνδέσῃ τήν ψυχήν καί τό σῶμα μας κατά τήν ἡμέραν τῆς δόξης καί φοβερᾶς ἐπιφανείας Του, αὐτά τά ὁποῖα διεχώρησεν ἡ ἐξαφανισθεῖσα δύναμις καί ἐνέργεια τοῦ θανάτου.
Τρίτον. Ὁ ἄνθρωπος καταλαμβάνεται ὑπό ὀξυτάτης θλίψεως διά τόν παντελῆ χωρισμόν του ἐκ τοῦ κόσμου τούτου καί πάντων τῶν ἐν τῷ κόσμῳ τούτων πραγμάτων καί ἀγαθῶν.Πῶς διελύθη ὁ παρών φόβος.
Ἀκούσωμεν τήν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου φωνήν λέγουσαν πρός τούς νέους περί τῆς ἐσχατολογικῆς προοπτικῆς τῶν πιστῶν ἀνθρώπων: «Ἡμεῖς ὦ παῖδες, οὐδέν εἶναι χρῆμα παντάπασιν τόν ἀνθρώπινον βίον τοῦτον ὑπολαμβάνομεν, οὔτ᾿ ἀγαθόν τι νομίζομεν ὅλως, οὔτ᾿ ὀνομάζομεν, ὅ τήν συντέλειαν ἡμῖν ἄχρι τούτου παρέχεται.
Οὔκουν προγόνων περηφάνειαν, οὐκ ἰσχύν σώματος, οὐ κάλλος, οὐ μέγεθος, οὐ τάς παρά πάντων ἀνθρώπων τιμάς, οὐ βασιλείαν αὐτῶν, οὐχ ὅ,τι ἄν εἴποι τις τῶν ἀνθρωπίνων μέγα, ἀλλ᾿ οὐδέ εὐχῆς ἄξιον κρίνομεν, ἤ τούς ἔχοντας ἀποβλέπομεν, ἀλλ᾿ ἐπί μακρότερον πρόϊμεν ταῖς ἐλπίσιν καί πρός ἑτέρου βίου παρασκευήν ἅπαντα πράττομεν.
Ἅ μέν οὖν ἄν συντέλῃ πρός τοῦτο, ἀγαπᾶν φαμέν, τά δέ οὐκ ἐξικνούμενα πρός ἐκεῖνον ὡς οὐδενός ἄξια παρορᾶν» (2 ΕΠΕ τ. 7 σελ. 319).
Προσθέτομεν τέταρτον τήν ὀδύνη τοῦ θανάτου ἐκ τοῦ βασανιστικοῦ ἐλέγχου τῆς συνειδήσεως, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θά ἔλθῃ εἰς αἴσθησιν τῶν βεβιωμένων ὑπ᾿ αὐτοῦ.Ἀλλά καί ἀπό αὐτόν μᾶς λυτρώνει ἡ πίστις εἰς τόν ἀναστάντα Κύριον.
Διδάσκει ὁ πρῶτος θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας: «Ὁ Χριστός ἱλασμός ἐστίν περί τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, οὐ περί τῶν ἡμετέρων δέ μόνον, ἀλλά καί περί ὅλου τοῦ κόσμου» (Α´ Ἰωάν. β´ 2).
Καί πάλιν: «Ὁ Θεός τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἀπέσταλκεν εἰς τόν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι αὐτοῦ…… ἠγάπησεν ἡμᾶς καί ἀπέστειλε τόν υἱόν ἱλασμόν περί τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Α´ Ἰωάν. δ´ 9-10).
Διά τοῦτο πανηγυρίζει ἡ χρυσῆ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας βοῶσα: «Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα· συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλεν.

Η Θεολογία της Αναστάσεως του Ιησού Χριστού.


Η Θεολογία της Αναστάσεως του Ιησού Χριστού.
Το θεσπέσιο γεγονός της εκ νεκρών Αναστάσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού αποτελεί για τη συνείδηση της Αγίας μας Εκκλησίας την φλόγα και τη ζέση, η οποία δίνει τη δύναμη και την ενέργεια σε Αυτή να πορεύεται αταλάντευτη στους αιώνες.

Στην αντίθετη περίπτωση « ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών. Ευρισκόμεθα δε και ψευδομάρτυρες του Θεού, ότι εμαρτυρήσαμεν κατά του Θεού ότι ήγειρε τον Χριστόν, όν ουκ ήγειρεν» (Α΄Κορ.15,14-15).

Εάν έλειπε από την Εκκλησία το γεγονός της Αναστάσεως, Αυτή θα ήταν καταδικασμένη να σβήσει συγχρόνως με τη γέννησή της!

Γι’ αυτό το λόγο η Ανάσταση του Κυρίου μας είναι για ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο, και ιδιαίτερα για την Ορθοδοξία μας, η «εορτή των εορτών και η πανήγυρις των πανηγύρεων» και όλοι οι πιστοί «αγαλομένω ποδί» προσέρχονται να απολαύσουν την πλούσια πνευματική τράπεζα του Αναστάντα Λυτρωτή μας.


Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας με εμφανή ενθουσιασμό έδωσαν στα συγγράμματά τους την αληθινή διάσταση στο μεγάλο γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού μας.

Ο άγιος Ειρηναίος επίσκοπος Λουγδούνου (Λυώνος),(+199) είναι ένας από αυτούς. Στην περίφημη περί ανακεφαλαιώσεως θεολογία του εντάσσει το γεγονός αυτό στο γενικότερο σχέδιο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους.

Στο θεανδρικό Πρόσωπο του Ιησού Χριστού συντελέσθηκε η αναδημιουργία του πεπτωκότος ανθρώπου και ολοκλήρου της κτίσεως (Ειρην. C.H.. III,16,6). Η Ενανθρώπηση και η Ανάσταση του Λυτρωτή είναι οι δύο κορυφαίοι σταθμοί του έργου της απολυτρώσεως.

Δια της Ενανθρωπήσεως του Λόγου ο Θεός εισέρχεται στην ιστορία, δια της Αναστάσεώς Του ο άνθρωπος εισέρχεται στην αιωνιότητα! Η Ενανθρώπηση είναι η ευλογημένη αρχή η Ανάσταση είναι το θριαμβευτικό πέρας του θείου έργου της σωτηρίας του κόσμου.


Ο πρώτος Αδάμ, ο χοϊκός προπάτοράς μας, σύμφωνα με τον ιερό Πατέρα, εξαιτίας του πονηρού και της δικής του συγκαταθέσεως εξέπεσε και έγινε φορέας του κακού και της αμαρτίας και υποκείμενος του θανάτου.

Ο Χριστός, ο δεύτερος Αδάμ (Α΄Κορ.15,45) επειράσθη και Αυτός από τον πονηρό για την ικανοποίηση της φυσικής ανάγκης της τροφής ( Γεν.3, 15 ). Όμως Αυτός δεν υπέκυψε, όπως ο πρώτος Αδάμ, στην παγίδα του πονηρού.

Έμεινε υπάκουος στο θέλημα του «πέμπψαντός του Πατρός» (Ιωάν.4,34). Η έπαρση του χοϊκού Αδάμ απέκοψε το ανθρώπινο γένος από τη ζωή και το οδήγησε στο θάνατο. Αντίθετα η έσχατη υπακοή και η ταπείνωση (Φιλιπ.2,8) του Χριστού νίκησε το θάνατο και επανένωσε την ανθρωπότητα με τη ζωή.


Ο θάνατος δεν είναι στοιχείο της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά είναι προϊόν της αμαρτίας (Ρωμ.6,23 ). Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από το Θεό να ζει αθάνατος. Η αμαρτία όμως εισήγαγε τον θάνατο στην ανθρώπινη φύση ως αφύσικη κατάσταση.

Η νίκη του Χριστού κατά του θανάτου και του Άδη θεράπευσε την ανθρώπινη φύση από το ξένο και αφύσικο αυτό στοιχείο. Η Ανάσταση δε του Λυτρωτή « απαρχή (της αναστάσεως) των κεκοιμημένων εγένετο» (Α΄Κορ.15,20 ).

Η Ανάσταση του Κυρίου κατέρριψε όλους τους φραγμούς που εμποδίζουν τον άνθρωπο να εισέλθει στην αιωνιότητα,(Ειρην. C.H.V.23, 2, P.G.7, 1182-1183). Η εν Χριστώ σωτηρία είναι ουσιαστικά «εκκένωσις του θανάτου» και χορήγηση της ζωής (Ειρην. C.H.III,23,7).


To ξύλο της Εδέμ (Γεν.2ο κεφ) έγινε η αιτία της πτώσεως του πρώτου ανθρώπου. Δι’ αυτού ο γενάρχης ξέπεσε και κατεστάθη θνητός. Το ξύλο του Σταυρού έγινε αιτία να ξαναγίνει πάλι ο άνθρωπος αθάνατος.

«Η αμαρτία, γράφει ο ιερός πατήρ, η οποία προήλθεν εκ του ξύλου, εξηλείφθη δια του ξύλου της υπακοής, επί του οποίου εσταυρώθη ο Υιός του ανθρώπου, υπακούων εις τον Θεόν, καταργήσας ούτω την γνώσιν του κακού συνετέλεσεν, ώστε να ανθίση εις τας ψυχάς των ανθρώπων η γνώσις του καλού.

Επειδή δε το κακόν συνίσταται εις την ανυπακοήν κατά του Θεού, το καλόν συνίστα εις την υπακοήν. . . Ώστε δια της μέχρι θανάτου, και δη θανάτου Σταυρού, υπακοής του εξιλέωσε την αρχαίαν διά του ξύλου προκληθείσαν ανυπακοήν. . .

Ήτο δίκαιον και αναγκαίον αυτός, ο οποίος κατέστη ορατός, να οδηγήση όλα τα ορατά πράγματα εις την εις την συμμετοχήν του Σταυρού Του και ούτως υπό την ορατήν Του μορφήν η επίδρασίς Του εγένετο αισθητή εις όλα τα ορατά πράγματα» ( Ειρην. Επίδ. Αποστ. Κηρύματος 34).


Το μέγα γεγονός της Αναστάσεως του Σωτήρος ο άγιος Ειρηναίος το συνδυάζει με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Η πραγματικότης της Αναστάσεως συνδέεται με την πραγματικότητα της αληθούς μεταβολής του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού (Ειρην. C.IV,18,4-5).

Ο κοινωνών του αναστημένου και αυθαρτοποιημένου Σώματος του Κυρίου, καθίσταται και ο ίδιος δυνάμει αναστηθείς και αφθαρτοποιηθείς εν Χριστώ (C.IV,5,5 και 33,2).


Η πίστη στην Ανάσταση του Κυρίου, κατά τον ιερό πατέρα, αποτελεί το θεμελιώδες κεφάλαιο της χριστιανικής σωτηριολογίας.

«Εάν (ο Χριστός) δεν εγεννήθη, άρα δεν απέθανε, και εάν δεν απέθανε, δεν ανέστη εκ νεκρών, δεν εθριάμβευσεν άρα επί του θανάτου και δεν κατήργησε το κράτος του, και εάν δεν εθριάμβευσεν επί του θανάτου, πως θα δυνηθώμεν να υψωθώμεν μέχρι της ζωής ημείς, οι οποίοι εξ αρχής υποκείμεθα εις τον θάνατον,

Όσοι λοιπόν δεν παραδέχονται την σωτηρίαν του ανθρώπου, και δεν πιστεύουν, ότι ο Θεός θα τους αναστήση εκ νεκρών, ούτοι περιφρονούν την γέννησιν του Κυρίου ημών.

Ο Λόγος του Θεού, ευδοκήσας να σαρκωθεί, εδέχθη αυτήν την γέννησιν, δια να μας αποδείξη την ανάστασιν της σαρκός και να προηγηθή όλων ημών εις τον ουρανόν» ( Ειρην. Επίδ. Αποστ. Κηρυγμ. 39).


Ο Θεός Λόγος με την θεία Ενανθρώπησή Του έγινε όμοιος με τον άνθρωπο κατά πάντα εκτός της αμαρτίας.

Αυτήν την ανθρώπινη τραυματισμένη και αμαυρωμένη από την αμαρτία εικόνα με την Ανάστασή Του την αυθαρτοποίησε και τη θέωσε, έτσι ώστε «και την εικόνα έδειξεν αληθώς, αυτός τούτο γενόμενος όπερ ήν εικών αυτού, και την ομοίωσιν βεβαίως κατέστησε, συνεξομοιώσας τον άνθρωπον τω αοράτω Πατρί» (Ειρην. C.H.IV,16,2).

H νέα αναδημιουργηθείσα εν Χριστώ ανθρώπινη φύση είναι η ίδια η ένδοξη μεταναστάσιμη ανθρώπινη φύση του Χριστού.

Ο «κολλώμενος τω Κυρίω» (Α΄Κορ.6,17) μετέχει αυτής της θεωμένης και δοξασμένης φύσεως. Χάρη στο σωτηριώδες έργο του Χριστού, με επιστέγασμα την Ανάστασή Του, «ο γεννητός και πεπλασμένος άνθρωπος κατ΄εικόνα και ομοίωσιν του αγεννήτου γίνεται Θεού» (Ειρην. C.H.IV, 38,3).


Ο Αναστάς Χριστός, όπως ευστοχότατα θεολόγησε ο μεγάλος αυτός πατέρας της αρχαίας Εκκλησίας μας, ανακεφαλαίωσε στον εαυτό του τον πεπτωκότα άνθρωπο και δια του εκουσίου Πάθους και της Αναστάσεώς Του συνέτριψε ολοκληρωτικά και μόνιμα το κράτος του διαβόλου και κατήργησε τον «ολετήρα της κτίσεως».

Η Ανάσταση του Σωτήρος μας είναι το επιστέγασμα της αποκαταστάσεως και ανακεφαλαιώσεως του μεταπτωτικού ανθρώπου και ολοκλήρου της δημιουργίας.

Γι’ αυτό δικαιολογημένα η αγία μας Εκκλησία μας καλεί να «Προσέλθωμεν λαμπαδηφόροι, τω προϊόντι Χριστώ εκ του μνήματος, ως νυμφίω, και συνεορτάσωμεν, ταις φιλεόρτοις τάξεσι, Πάσχα Θεού το σωτήριον»

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τήν ἀσφαλέστερη ἐγγύηση γιά τήν πραγματοποίηση καί τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως


Γιατί νά ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά πεθαίνουν νέοι καί μικρά παιδιά; Θά ὑπάρξει Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν;
Δημήτριος Τσελεγγίδης, Καθηγητής Δογματικῆς, Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
 Ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Ὁ Θεός, δηλαδή, παρέχει τή ζωή, ἀλλά καί θέτει τά ὅριά της. Μόνος αυτός γνωρίζει ὅλα τά δεδομένα, ἀλλά καί ὅλες τίς προθέσεις τῶν λογικῶν ὄντων, πρίν κἄν αὐτά ἔρθουν στήν ὕπαρξη. Ταυτόχρονα, ὁ Θεός ἀγαπᾶ σέ ἀσύλληπτο βαθμό ὅλους τούς ἀνθρώπους. Μάλιστα, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θεωρεῖ τόν Χριστό ὡς τόν μανιωδέστερο τῶν ἐραστῶν τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Κατά τήν Ἁγία Γραφή, ἄλλωστε, ὁ Θεός θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά σωθοῦν καί νά τόν γνωρίσουν ὡς τήν ὐποστατική Ἀλήθεια («πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»). Μέ τίς παραπάνω προϋποθέσεις, κατανοεῖται εὔκολα, ὅτι ὁ Θεός, ὡς ὁ κατεξοχήν καί κατά...
κυριολεξία καλός καί ἀγαθός, δέν εἶναι δυνατόν νά θέλει τόν πρόωρο θάνατο κανενός ἀνθρώπου. Καί τοῦτο, ἐπειδή τό κύριο γνώρισμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη. 

Ἔτσι ὁ Θεός ἀποφασίζει τόν θάνατο τοῦ κάθε ἀνθρώπου μέ βάση τήν παγγνωσία καί τήν ἀγάπη του. Τοῦτο, πρακτικῶς, σημαίνει ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος πεθαίνει στήν καλύτερη χρονική στιγμή γι’ αὐτόν. Κατά συνέπεια, μία ἐνδεχόμενη παράταση τῆς ζωῆς μας, πέρα ἀπό τό ὅριο, πού ἔθεσε ἠ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν καθένα μας, θά εἶχε ἀρνητικό ἀποτέλεσμα στήν ποιότητα τῆς αἰωνίου ζωῆς μας. Γι’ αὐτό, θά πρέπει νά δεχόμαστε τήν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁριοθέτηση τῆς ζωῆς ὄλων τῶν ἀνθρώπων, μέ εὐγνώμονα καί εὐχαριστιακή διάθεση.

Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἀποτελεῖ θεμελιώδη ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, πού διατυπώθηκε δογματικά καί συμπεριλήφθηκε στό Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας, κατά τήν Β’ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἄλλωστε, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τήν ἀσφαλέστερη ἐγγύηση γιά τήν πραγματοποίηση καί τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως. Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων καί ἡ ἕνωσή τους μέ τίς ἀντίστοιχες ψυχές εἶναι ἡ προϋπόθεση γιά τήν μέλλουσα Κρίση, ἀφοῦ ζήσαμε καί πράξαμε τό καλό ἤ τό κακό, ὡς ψυχοσωματική ἑνότητα. Εἶναι, λοιπόν, εὔλογο νά ἔχουμε καί τή μελλοντική ποιότητα τῆς ζωῆς μας ὡς ἐνιαία ψυχοσωματική ὕπαρξη.

Η κατανόηση της ανάστασης του Ιησού Χριστού ως συγκεκριμένου ιστορικού γεγονότος




Γεώργιος Π. Πατρώνος, καθ. Θεολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών.
Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου 
 
Η βιβλική πίστη στην ανάσταση είναι εντελώς διαφορετική από την ελληνιστική ιδέα περί αθανασίας και γι’ αυτό δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση, όπως συνήθως συμβαίνει με πολλούς κήρυκες και ερμηνευτές, θεολόγους στην προσπάθειά τους να γίνουν κατανοητοί από ένα ευρύτερο κοσμικό κοινό. 

Σύμφωνα με την ελληνική φιλοσοφία και θεολογία, η ψυχή του ανθρώπου επειδή είναι άφθαρτη από τη φύση της, μετά από την απελευθέρωσή της από τα δεσμά του σώματος με το θάνατο, πιστεύεται, ότι εισέρχεται στην κατάσταση της αθανασίας.
Για την Αγία Γραφή, όμως, η όλη ψυχοσωματική υπόσταση του ανθρώπου ή αποθνήσκει ή ανίσταται. Έτσι, η ιδέα και η πίστη στην ανάσταση για τον ιουδαϊκό κόσμο ήταν από τις βασικότερες θεολογικές ιδέες. Όλοι οι Ιουδαίοι αποδέχονταν ανάσταση δικαίων και αδίκων για να κριθούν κατά τους έσχατους χρόνους. Μόνο κάποια αιρετική ομάδα, εκείνη των Σαδδουκαίων, «λέγουσι μη είναι ανάστασιν» (Πράξ. 23,8). Και αυτή η ασήμαντη εξαίρεση φανερώνει ακριβώς το βασικό και καθολικό χαρακτήρα της πίστης αυτής σε όλο τον ιουδαϊκό κόσμο.
Δεν υπήρχε, επομένως, καμιά δυσκολία στην αποδοχή της ιδέας και της πίστεως στην ανάσταση των νεκρών. Η δυσκολία βρισκόταν στην αποδοχή της ανάστασης ενός συγκεκριμένου προσώπου και μάλιστα της σύγχρονης προς αυτούς ιστορίας. 
Όταν οι Απόστολοι παρουσιάσθηκαν ευθύς αμέσως μετά τη σταύρωση να κηρύσσουν, όχι μια γενική ιδέα για κάποια γενική ανάσταση, αλλά την πίστη στην ανάσταση του Ιησού από τη Ναζαρέτ, ενός δηλαδή προσώπου σύγχρονου και γνωστού σε όλους, που το είχαν μάλιστα απορρίψει και καταδικάσει σε θάνατο για αποστασία και βλασφημία, το κήρυγμα αυτό θεωρήθηκε πρόκληση και μωρία. 
Η πίστη στην ανάσταση ενός «βλάσφημου αποστάτη», «ψευδοπροφήτη» και «αιρετικού», κατά τη δική τους γνώμη και εκτίμηση, που οι θρησκευτικοί ηγέτες τους, οι πρεσβύτεροι και οι αρχιερείς είχαν καταδικάσει στον πιο ατιμωτικό θάνατο του σταυρού, ήταν πέτρα ενός άνευ προηγουμένου θρησκευτικού σκανδάλου.
Το ίδιο συνέβη και με τους Έλληνες σοφούς και λογίους, όταν αργότερα ο Απόστολος Παύλος πήγε και μίλησε στην Αθήνα για την πίστη στην ανάσταση. Στην αρχή όλοι νόμισαν, ότι επρόκειτο για κάποια καινούργια «ιδέα», που φέρνει ο «σπερμολόγος» αυτός διδάσκαλος της Ανατολής, διάφορη από εκείνη της αθανασίας που κήρυτταν αυτοί, και έδειξαν ανάλογο φιλοσοφικό ενδιαφέρον να επαναλάβει τη «θεωρία» του ενώπιον του βήματος του Αρείου Πάγου· «ακουσόμεθά σου περί τούτου και πάλιν» (Πράξ. 17,32). 
Αλλ’ όταν επεσήμανε ότι δεν ομιλεί για κάποια νέα «ιδέα» και κάποια νέα «διδαχή», μα για συγκεκριμένο γεγονός, ενός σύγχρονου ιστορικού προσώπου που ο Θεός ανέστησε εκ νεκρών, τότε οι επικούρειοι και στωικοί φιλόσοφοι των Αθηνών αντέδρασαν βίαια και τον ονόμασαν φορέα «ξένων δαιμονίων», διότι «τον Ιησούν και την ανάστασιν ευηγγελίζετο» (Πραξ. 17,18).

Είναι ενδεικτικό, επίσης, ότι η φιλελεύθερη σύγχρονη δυτική θεολογία έστρεψε τα πυρά της ιδιαίτερα προς την πίστη της ανάστασης του Χριστού και επιχείρησε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η όλη υπόθεση της ανάστασης ήταν αποτέλεσμα κυρίως ενθουσιαστικών τάσεων των μαθητών και οπαδών του Ιησού της εποχής εκείνης, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για τη θεωρία της «απομύθευσης», που αναφέραμε πιο πάνω. 

Εάν, όμως, δεν είχε συμβεί «κάτι» το συγκλονιστικό σχετικά με τον σταυρωθέντα και ταφέντα Ιησού, θα ήταν αδιανόητο, νομίζουμε, να συλλάβουν μια τέτοια θεωρητική «ιδέα», να την συσχετίσουν με συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο της δικής τους γενιάς και να υποστηρίξουν μετά αυτή την «παραδοξολογία» τους ενώπιον αρχόντων και δικαστηρίων με κίνδυνο της ζωής τους. Όχι μόνο από ενθουσιαστικές τάσεις δεν κατέχονταν αυτοί οι άνθρωποι, αλλά από πλήρη δειλία και μεγάλο φόβο. Είναι γνωστό, ότι ο θάνατος του Ιησού τους οδήγησε σε πανικό, και τρομοκρατημένοι όπως ήσαν μετά τη σταύρωση διασκορπίστηκαν και εξαφανίστηκαν «διά τον φόβον των Ιουδαίων».
Από την άλλη πλευρά, ένας ικανότατος άνθρωπος και με πλήρη θεωρητική και θεολογική κατάρτιση, όπως ο Απόστολος Παύλος, εάν δεν ήταν πεπεισμένος για την ανάσταση του Ιησού και τη δική του προσωπική εμπειρία στην πύλη της Δαμασκού, ουδέποτε θα τόνιζε, και μάλιστα με τόση έμφαση, ότι «ει Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις ημών» (Α’ Κορ. 15,17)

Αυτή η βεβαιότητα και η προσωπική εμπειρία όλων οδήγησε τους Αποστόλους να γίνουν πραγματικοί «μάρτυρες» και θερμοί υποστηρικτές της ανάστασης και του Αναστάντος και να επισφραγίσουν τη μαρτυρία τους αυτή με τον προσωπικό τους θάνατο. Για τους Αποστόλους και την πρώτη Εκκλησία δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για την αλήθεια της ανάστασης και ασφαλώς δεν επρόκειτο για κάποια συλλογική θρησκευτική παράκρουση!

Στα ιερά κείμενα των Ευαγγελίων, παράλληλα με τις επιβεβαιώσεις για τις εμφανίσεις του Αναστάντος, έχουμε συνεχώς και αντίστοιχες αμφισβητήσεις και λογικές αντιδράσεις, που φανερώνουν μια πλήρη έλλειψη ενθουσιαστικών τάσεων και εσχατολογικών εξάρσεων. Ούτε μπορούμε να πούμε, πως η ανάσταση ξεπήδησε ως θεολογική «ιδέα» από κάποια θρησκευτική πίστη. Συνέβη μάλλον το εντελώς αντίθετο. 
Η πίστη ξεπήδησε από το γεγονός της ανάστασης. Και στο χώρο των θεολογικών εκτιμήσεων, η ανάσταση δεν ήταν η απαρχή ή η γενεσιουργός αιτία, αλλά η επιβεβαίωση της μεσσιανικότητας του Ιησού. 

Η ανάσταση, ασφαλώς, είναι ένα από τα πιο δυναμικά στοιχεία της Χριστολογίας της Καινής Διαθήκης, αλλά όχι το μοναδικό. Η ανάσταση του Χριστού για τους ιερούς συγγραφείς της Καινής Διαθήκης και για τους Αποστόλους και πρώτους κήρυκες της χριστιανικής πίστεως ήταν ένα αναμφισβήτητο ιστορικό γεγονός.

Στο σημείο αυτό του τονισμού της ιστορικότητας της ανάστασης του Ιησού, πρέπει να γίνει και μια σαφής διευκρίνιση με την ιστορική μορφή των αναστάσεων που πραγματοποίησε ο Ιησούς κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του, όπως εκείνες της κόρης του Ιαείρου, του υιού της χήρας της Ναΐν και του φίλου του Λαζάρου. Στις περιπτώσεις εκείνες έχουμε ουσιαστικά επάνοδο του ανθρώπου στο φυσικό κόσμο του παρόντος και επανάληψη επομένως της «αναγκαιότητας» και πάλι του θανάτου. Στην περίπτωση του Ιησού έχουμε μια πλήρη διαφοροποίηση. 

Η ανάσταση του Ιησού είναι μοναδική, έχουμε την ανάσταση στην καθολική και τελική της φάση. Μια ανάσταση ιστορική μεν, αλλά με σαφώς εσχατολογικές προεκτάσεις. Στην ανάσταση του Λαζάρου, ως παράδειγμα, έχουμε με το θάνατό του και «σωματικές» φυσικές καταστάσεις. Ο ίδιος είναι «τεταρταίος» και ήδη «όζει» (Ιωάν. 11,39), ενώ στην περίπτωση του Ιησού δεν έχουμε ούτε «πτώμα», ούτε «αποσύνθεση» πτωματική, αλλά «μορφή» σώματος («εν ετέρα μορφή») που ανίσταται εκ του τάφου.

Σωτηριολογικές και εσχατολογικές προεκτάσεις της ανάστασης του Χριστού

Έτσι, πέρα από τον ιστορικό χαρακτήρα της ανάστασης του Ιησού Χριστού, που αποδεικνύεται από τα ίδια τα γεγονότα και τις μαρτυρίες των μαθητών Αποστόλων, και πέρα από τη γενικότερη θεολογική θεώρηση, χρειάζεται και μια συγκεκριμένη προσέγγιση της σωτηριολογικής σημασίας του γεγονότος αυτού. Γιατί, η ανάσταση του Ιησού είναι βασική προϋπόθεση, καθώς και εγγύηση της δικής μας ανάστασης. 
Προς την κατεύθυνση αυτή στρέφει την προσοχή μας ιδιαίτερα το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου, σχετικά με την ανάσταση, που είναι ουσιαστικά ένα κήρυγμα ελπίδας και αισιοδοξίας για τον άνθρωπο και την ιστορία. Εάν δεν υπήρχε η ανάσταση του Ιησού και η ελπίδα της δικής μας ανάστασης, τότε θα είμασταν «οι ελεεινότεροι πάντων των ανθρώπων» (Α’ Κορ. 15,19), αφού θα οικοδομούσαμε την πίστη μας και τη ζωή μας σε μια ανέφικτη πραγματικότητα.
Η πίστη σ’ ένα ζώντα Θεό και η πίστη στην ανάσταση του Χριστού και του ανθρώπου είναι μέγιστο γεγονός για την ιστορία. Δεν πρόκειται για κάποιου είδους αθανασία των ψυχών, ελληνιστικού τύπου, αλλά για μια πραγματική και καθολική ανάσταση όλων και μάλιστα σώματος και ψυχής, φυσικής και πνευματικής δημιουργίας. Γι’ αυτό και η πρώτη Εκκλησία δεν αναφερόταν καθόλου σε κάποια έννοια ανάστασης θεωρητικού και θεολογικού χαρακτήρα, αλλά στο συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός της ανάστασης του Ιησού Χριστού, χαρακτήρα καθαρά σωτηριολογικό με προεκτάσεις προς την τελική ανάσταση όλων των ανθρώπων.

Επισημάναμε ως τώρα την ιστορική σπουδαιότητα και τη θεολογική σημασία του γεγονότος της ανάστασης του Χριστού, σε άμεση σχέση και αναφορά προς τις σωτηριολογικές και εσχατολογικές προεκτά-σεις που έχει για τη ζωή και την ιστορία του ανθρώπου. Όλα αυτά θα πρέπει να κατανοούνται παράλληλα προς τα εκκλησιολογικά και ευχαριστιακά πλαίσια της παρουσίας του Κυρίου μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. 

Ο Αναστάς είναι σήμερα παρών στην πίστη και στη ζωή της Εκκλησίας, όχι μόνο διά μέσου του ιστορικού εκείνου γεγονότος και διά μέσου της μαρτυρίας των πρώτων αυτοπτών μαρτύρων, αλλά κυρίως τώρα διά μέσου των μυστηρίων της Εκκλησίας και ιδιαίτερα του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, όπου εκεί, και συγκεκριμένα «εν τη κλάσει του άρτου», «αναγνωρίζεται» και πάλι ο Ιησούς από τους πιστούς του ως ο ζων Κύριος της ζωής και της ιστορίας (Λουκ. 24,35).
Πιστεύουμε δε, ότι μόνο μέσα στην εκκλησιολογική και μυστηριακή αυτή πραγματικότητα είναι δυνατόν σήμερα ο άνθρωπος ν’ αποδεχθεί και να κατανοήσει σωστά το γεγονός της ανάστασης και της παρουσίας του Χριστού στην Εκκλησία και στην ιστορία. Διότι, πράγματι, είναι πολύ δύσκολο σήμερα να κατανοηθεί ορθά η ανάσταση από το σύγχρονο άνθρωπο και να βιωθεί σωστά από το σύγχρονο πιστό, αν η θεολογία και το κήρυγμα προσπαθούν να εξηγήσουν το γεγονός αυτό μόνο ιστορικά και θεολογικά, έξω από το πνεύμα και την ατμόσφαιρα της λειτουργικής και μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας. 

Το κήρυγμα και το μήνυμα της ανάστασης του Χριστού και κατ’ επέκταση και της ανάστασης του ανθρώπου αποκτά πραγματικό και ουσιαστικό νόημα κυρίως αν ενταχθεί και κατανοηθεί στο όλο σωτηριολογικά μυστήριο της θείας Οικονομίας. Διαφορετικά δεν έχει νόημα και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.


Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, η χριστιανική πίστη και θεολογία ουσιαστικά γίνονται αναστάσιμες και αυτή η ειδοποιός διαφορά μας οδηγεί στην ιδιαιτερότητα της ’Ορθόδοξης θεολογίας και της Ορθόδοξης πνευματικότητας, που οικοδομούνται κυρίως στο πνεύμα της ανάστασης. Η ανάσταση είναι η αποκορύφωση της ιστορίας του Ιησού Χριστού αλλά και της ιστορίας της χριστιανικής πίστεως και ’Εκκλησίας. Κάθε μετακίνηση από το κέντρο αυτό είναι δυνατό ουσιαστικά να εκκοσμικεύσει και την πίστη και την πνευματικότητα. 

Και πάλι στο βιβλίο μας για το «Αποστολικό κήρυγμα στην πρώτη Εκκλησία», γράφαμε σχετικά: «Για τους πρώτους πιστούς και Αποστόλους, η ανάσταση ήταν αναμφισβήτητα πρωταρχικής σημασίας γεγονός. Ήταν το θεμέλιο της πίστεως αλλά και η βάση για κάθε μελλοντική θεολογική ανάπτυξη και επεξεργασία. Ήταν η πηγή εμπνεύσεως για τη διαμόρφωση της χριστιανικής ζωής. Και αργότερα έγινε και πηγή εμπνεύσεως για κάθε μορφή της χριστιανικής τέχνης και της χριστιανικής λατρείας. Η ανάσταση ήταν ανέκαθεν καί τό περιεχόμενο της χριστιανικής μαρτυρίας προς τον κόσμο. Η αμφισβήτηση του περί αναστάσεως κηρύγματος της πρώτης Εκκλησίας και ιδιαίτερα η άρνηση της πραγματικότητας της αναστάσεως του Χριστού, σημαίνει όχι μόνο ότι το κήρυγμα των Αποστόλων αλλά και αυτή η ίδια η πίστη των χριστιανών είναι ένας κενός λόγος» (σελ. 129). 

Ο χριστιανικός λόγος γίνεται ουσιαστικός και το χριστιανικό βίωμα ενεργό και πραγματικό μόνο μέσα σε μια αναστάσιμη πίστη και μόνο σε μια πασχάλια στάση ζωής μέσα στην ιστορία.

Ομότιμου καθηγητή στο τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεωργίου Π. Πατρώνου, Η ιστορική πορεία του Ιησού, εκδ. Δόμος, σ. 525-530

Είμαστε τα παιδιά του Αναστημένου Θεού!...



Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ 
ΒΗΜΑΤΑ
Το Πάσχα είναι για την Εκκλησία η αφετηρία της νέας δημιουργίας. Η φθορά και ο θάνατος πλέον δεν έχουν καμία δύναμη στη ζωή του ανθρώπου και της κτίσης, αλλά "τα πάντα πεπλήρωται φωτός ". Αυτό φαντάζει οξύμωρο για τη νοοτροπία του κόσμου, καθώς όλοι διαπιστώνουμε την συνεχή καταστροφή του περιβάλλοντος, τον θάνατο που κρατά δέσμιο τον κάθε άνθρωπο,  την δυσκολία της αλλαγής εντός μας, παρά τα μηνύματα και την παρουσία της πίστης στο Χριστό. Αδικίες και πόλεμοι γίνονται, τα συμφέροντα κυριαρχούν, η ζωή είναι πάντοτε απλόχερη για τους λίγους, ενώ οι πολλοί βιώνουν την δυσκολία, η πρόοδος δεν έχει εξασφαλίσει την ευτυχία, αλλά έχει εξοβελίσει τον Θεό από την ζωή των πολλών. 
 
Επομένως, το ερώτημα ποια είναι η σημασία της Ανάστασης για τον σημερινό άνθρωπο φαντάζει δυσκολοαπάντητο. Όσο κι αν η γλώσσα της θεολογίας δίνει περιγραφές του γεγονότος και φανερώνει σημεία, η πλειοψηφία των ανθρώπων ακούει το "Χριστός Ανέστη" και διασκορπίζεται!  Είμαστε όμως τα παιδιά του Αναστημένου Θεού. Ο Χριστός δεν είναι ένα κήρυγμα ηθικής, δεν είναι ένας κοινωνικός αναμορφωτής, δεν είναι ένας απλός επαναστάτης, ένας από τους πολλούς που πέρασαν από την ιστορία. Είναι ο Θεός που γίνεται άνθρωπος, κρατώντας τη Θεότητά Του, για να μας κάνει θεούς κατά χάριν, δηλαδή να ζούμε αιώνια, να μας απαλλάξει από τον θάνατο και τη φθορά. Για μας που πιστεύουμε σ' Αυτόν, αλλά και για όλο τον κόσμο, και γι' αυτούς ακόμη που δεν τον πίστεψαν και δεν θα τον πιστέψουν, ο Χριστός έφερε αυτή την καινούρια δημιουργία, την Εκκλησία. 
 
Σ' αυτήν και το τελευταίο φυλλαράκι έχει αξία, καθώς και μέσα απ' αυτό μπορούμε να θαυμάσουμε την ομορφιά της ζωής, που ο Θεός έπλασε. Μπορούμε να θαυμάσουμε το μυστήριο της αγάπης, την μεταμόρφωση του καθενός που πιστεύει κι αγωνίζεται, την δύναμη της μετάνοιας, της αγιότητας που αγκαλιάζει τον Άλλο και όλο τον κόσμο, εκείνη που κάνει την Εκκλησία να προχωρά, χωρίς να την καταστρέφουν τα λάθη όσων την απαρτίζουν, την πίστη να αυξάνεται μέσα από τους διωγμούς. Την δύναμη, τελικά,  που δίνει ελπίδα και στον τελευταίο άνθρωπο της γης! 
 
Αν τα πάντα γίνονται καινά, αν η φθορά και ο θάνατος καταργούνται, αυτό μπορούμε να το ζήσουμε μόνο με το να δούμε τον Χριστό ως Σταυρωμένο, Αναστημένο και ερχόμενο για μας προσωπικά. Όσοι ζούμε το φως που ανατέλλει από τον Πανάγιο Τάφο, όσοι ζούμε την Ανάσταση στις καρδιές μας πιστεύοντας, συγχωρώντας, κοινωνώντας με το Χριστό και τον συνάνθρωπο δεν αγνοούμε τον ταραγμένο κόσμο μας. Αγωνιζόμαστε να τον καλυτερέψουμε. Η ελπίδα μας όμως είναι η Αναστάσιμη Ελευθερία. 
 
Ξεφεύγουμε από ό,τι μας θανατώνει, ζώντας στον πλημμυρισμένο από το Φως του Χριστού έσω άνθρωπο. Και γευόμαστε στην αναστάσιμη και σε κάθε Θεία Λειτουργία την μετάληψη του Φωτός, την μετάληψη του Χριστού, ζώντας τη χαρά στο πρόσωπο του αδελφού μας και προγευόμαστε την στιγμή όταν  ο Αναστημένος Χριστός θα μας αρπάξει στην ουράνια βασιλεία Του, περνώντας με το Πάσχα του θανάτου στην χαρά της άλλης βιοτής, της αιώνιας, της Αναστάσιμης, της μοναδικά ελεύθερης. 
 
Γινόμαστε οι χριστιανοί το προζύμι που φτιάχνει τον άρτο της ζωής, την Εκκλησία, την Ελπίδα, την Αλήθεια. Την Ελευθερία της Ανάστασης!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
Στο φύλλο της Τετάρτης 11 Απριλίου 2018
 

«Ανέστη Χριστός, και νεκρός ουδείς εν τω μνήματι»


«Ο δε λέγει αυταίς• μη εκθαμβείσθε• Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον Εσταυρωμένον• ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε• ίδε ο τόπος όπου έθηκαν Αυτόν» (Μαρκ. ιστ  6). Τους λέγει: Μη εκπλήττεσθε και μη φοβείσθε. Γνωρίζω ποιόν ζητάτε. Ζητάτε τον Ιησού τον Ναζαρηνό, τον Εσταυρωμένον. Ανεστήθη. Δεν είναι εδώ. Ιδού, είναι αδειανό το μέρος, όπου τον έβαλαν.
«Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος» ψάλλουμε την Ανάσταση.
• Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στα Πνευματικά Γυμνάσματα, εξηγεί:
«Όντως αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού» (Ψαλμ. ριζ’ 23). Οι εχθροί Του δαίμονες, ο εχθρός Του θάνατος, ο εχθρός Του η αμαρτία, ο εχθρός Του άδης, οι εχθροί Του Ιουδαίοι οι τούτον σταυρώσαντες και μισούντες Αυτόν. Όντως εκινδύνευε το καράβι να πνιγή και να πλέη δεν ηδύνατο, όπου ερρίφθη ο Ιωνάς εις την θάλασσαν και κατεπόθη από το κήτος. Καράβι είναι ο κόσμος, όπου δεν ηδύνατο να υπάγη εμπρός εις το αγαθόν. Θάλασσα είναι τα πάθη και αι θλίψεις του κόσμου. Ιωνάς ο Χριστός, κήτος ήτον ο θάνατος και ο άδης. Ερρίφθη ο Χριστός εις την θάλασσαν και τα πάθη. Κατεπόθη από τον θάνατον και τον άδην. Και επειδή η ζωοποιός θεότης δεν εχωρίσθη ούτε από το νεκρωθέν σώμα το κείμενον εις τον τάφον ούτε από την ψυχήν την καταβάσαν εις άδην δια τούτο ενέκρωσε και τον άδην και ανέστη τριήμερος και ούτως ο κόσμος όπου εκινδύνευε διεσώθη «ώσπερ γαρ ην Ιωνάς εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, ούτως έσται ο υιός του ανθρώπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας και τρεις νύκτας» (Ματθ. ιβ  40).
• Εις τον Συναξαριστήν του Πεντηκοσταρίου αναφέρεται: Όλοι αδελφοί, που πιστεύουμε στον Χριστό, πρέπει να χαρούμε. «Εάν τε ουν ζώμεν εάν τε αποθνήσκωμεν, του Κυρίου εσμέν» (Ρωμ. ιδ  8). Και όταν ημείς οι Χριστιανοί είμεθα του Κυρίου τέκνα και ζώντες και τεθνεώτες, τότε δεν είμεθα και αθάνατοι και ζώντες εις αιώνα αιώνος; Ο Χριστός είναι βέβαια ως Θεός αληθινός, και αθάνατος και ζων• «Εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή» (Ιωάν. ια  25). Λοιπόν και ημείς οι οποίοι είμεθα ιδικοί του και αθάνατοι και ζώντες είμεθα• και οι νεκροί εγερθήσονται άφθαρτοι και ημείς αλλαγησόμεθα. Ω κοσμοχαρμόσυνος και παμφαεστάτη ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου μας! Ω αναστάσιμος ημέρα, η οποία μας προμηνύει την ιδικήν μας ανάστασιν! Ω Κυρία ημέρα της Κυρίας των ημερών η παρούσα ημέρα, η οποία μας εχάρισε μεγάλην χαράν, διότι δεν αποθνήσκομεν!
• Αναφωνεί ο Ηλίας Μηνιάτης:
«Ανέστη Χριστός, και ενεκρώθη ο θάνατος. Ανέστη Χριστός, και ελύθη η φθορά. Ανέστη Χριστός και έπαυσεν η κατάρα• Ανέστη Χριστός και ανέτειλεν η αθανασία. Ανέστη Χριστός και πάλιν ηνέωκται ο Παράδεισος. Που σου, θάνατε, νυν το κέντρον; Που σου, Άδη, το νίκος; Ημείς πίπτομεν ως θνητοί, αλλ’ ημείς ανασταινόμεθα ως αθάνατοι• ημείς κλειόμεθα εις φυλακήν σκοτεινού μνήματος, αλλ’ εκεί φθάνει να μας ζωογονήση της Δεσποτικής Αναστάσεως το μακάριον φως. Ημείς αναμένομεν θάνατον, αλλ’ ημείς προσδοκώμεν αθάνατον ζωήν, ης αρραβώνα μας έδωκεν η Ανάστασις του Σωτήρος. Χριστός ανέστη».
• Λέγει ο Απ. Παύλος «Νυνί δε Χριστός εγήγερται  εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο» (Α  Κορ. 20).
Ένα θαυμαστό γεγονός ευρίσκουμε στο Γεροντικό του Αγίου Όρους:
«Οι Πατέρες της Νέας Σκήτης μου διηγήθηκαν το ακόλουθο θαύμα, που έγινε στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου.
Επί ηγουμενίας του αρχιμανδρίτη Σεραφείμ, κατά το έτος 1935 με 36 όταν, το άγιο Πάσχα όλοι οι Πατέρες και αδελφοί της Μονής, 60 τον αριθμόν, κατά την Παράδοση βγήκαν έξω στο προαύλιο να κάνουν την Ανάσταση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μετά το «Χριστός Ανέστη», ο Καθηγούμενος Σεραφείμ, σε ένα από τα πιο αγαθά, απλά, αλλά και πιστά γεροντάκια, τον αδελφό της Μονής και πρόθυμο εργάτη της υπακοής Γέρο – Θωμά είπε: «Γέρο Θωμά, πήγαινε σε παρακαλώ κάτω στο οστεοφυλάκιο να ειπείς στα κόκκαλα εκεί των Πατέρων το «Χριστός Ανέστη».
Ο Γέρο – Θωμάς πρόθυμος, χωρίς να σκεφτεί καθόλου που θα πάει, είπε «Νάναι ευλογημένο Γέροντα» αμέσως ξεκίνησε και πήγε στα οστά και είπε μεγαλοφώνως: «Ο ηγούμενος μ’ έστειλε να σας ειπώ το «Χριστός Ανέστη» Πατέρες και Αδελφοί». Αμέσως όλα τα οστά έτριξαν, χόρεψαν κι αναπήδησαν, μία νεκροκεφαλή μάλιστα σηκώθηκε ως ένα μέτρο ψηλά κι απήντησε στο χαιρετισμό του Γέροντα και είπε: «Αληθώς ανέστη ο Κύριος» και αμέσως έγινε και πάλι νεκρική σιγή στα οστά.
Ο Γέρο – Θωμάς γύρισε και σε ερώτηση του ηγουμένου, του είπε όσα είδε και άκουσε. Έφριξαν όλοι οι Πατέρες που το άκουσαν και όλοι μ’ ένα στόμα δόξασαν το Θεό, που η Πίστη μας είναι ζωντανή, αληθινή και παναγία!
• Ένα πνευματικό παιδί του Αγίου Πορφυρίου όταν εκοιμήθη ο Άγιος απουσίαζε στο εξωτερικό και δεν πληροφορήθηκε την κοίμησή του.
Όταν λοιπόν επέστρεψε στην Αθήνα, αντιμετώπισε ένα οικογενειακό πρόβλημα και θέλησε να συμβουλευτεί, όπως πάντα, το Γέροντα. Σήκωσε το τηλέφωνο, σχημάτισε τον αριθμό του τηλεφώνου, που ήταν στο δωμάτιο του Γέροντος, και ακούει να του απαντά ο ίδιος ο Γέρων Πορφύριος.
Αφού τον χαιρέτησε και ζήτησε την ευχή του, του μίλησε για το πρόβλημά του και του ζήτησε τη συμβουλή του. Ο Γέρων Πορφύριος του είπε τι έπρεπε να κάνει και τι ν’ αποφύγει. Το πνευματικό αυτό τέκνο του τον ευχαρίστησε και του είπε: «Θα έρθω, Γέροντα, να σας δω μόλις μπορέσω». Του λέει τότε ο Γέρων Πορφύριος: «Να μη ξαναπάρεις στο τηλέφωνο, διότι έχω αποθάνει» (Γέροντος Πορφυρίου «Ανθολόγιο Συμβουλών»).
«Ανέστη Χριστός εκ νεκρών, λύσας θανάτου τα δεσμά»

Χαίρετε ἄνθρωποι», τοῦ Αὐτοκράτορος Θεοδώρου Δούκα τοῦ Λάσκαρι “ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΜΕΓΑ ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ

Pasha 01
 
«Χαίρετε ἄνθρωποι»
“Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν” · αὐτὸ εἶπε ὁ ἄγγελος· αὐτὸ εἶδαν καὶ οἱ γυναῖκες· αὐτὸ μαρτυροῦν καὶ οἱ σφραγίδες τοῦ Πιλάτου· ὁ ἄδειος τάφος τὸ φωνάζει δυνατά· τὸ μαρτυρεῖ ὁ κυλισμένος λίθος· οἱ φύλακες ἐλέγχονται μὲ τὴν φυγή τους· ἡ κουστωδία (φρουρὰ) τὸ ὁμολογεῖ καὶ λαμβάνει τὰ χρήματα· οἱ ἀρχιερεῖς (Ἄννας καὶ Καϊάφας) ἀποδεικνύονται ἔνοχοι· ὁ Πιλάτος αἰσθάνεται ἐντροπή· ὁ κεντυρίων (ἑκατόνταρχος), μὲ τὸ σχίσιμο τοῦ καταπετάσματος, πιστεύει· ὁ ἥλιος τὸ ἐδίδαξε (ἔδειξε) πρίν, σκοτεινιάζοντας εἰς τὸν Σταυρό· τὰ ἀναστημένα σώματα τῶν νεκρῶν τὴν ἀλήθεια διετράνωσαν· ὅλη ἡ φύσι τὴν Ἀνάστασι ἐμαρτύρησε, ποὺ ἔγινε εἰς τὸ τέλος τοῦ Σαββάτου πρὸς τὴν ἀρχὴ τῆς πρώτης ἡμέρας.
Χαίρετε ἄνθρωποι· Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν· ἡ μαρτυρία εἶναι παναληθής· ἀγαλλιάσθε, ἐλευθερωθήκατε· ὁ Ἅδης ἐδεσμεύθη εὐφραίνεσθε· Ἀναστάσεως ἡμέρα, ὑψώσατε τὴν φωνή· ὁ ἀρχηγὸς τῆς σωτηρίας μας ἀνέστη ἐκ νεκρῶν· χαῖρε ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ· ἰδού, ἁρμονία μεταξὺ ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, διὰ τῆς Ἀναστάσεως· χαίρετε τὰ φυτά· ἡ νέκρωσι τοῦ Χριστοῦ ἔγινε εἰς τὸν Σταυρό, ἀλλὰ δι’ αὐτοῦ συνετελέσθη ἡ Ἀνάστασι· συνανέστησε τὸν Ἀδάμ· ἡ Εὔα ἐλύθη ἀπὸ τὰ δεσμά της· οἱ προφῆτες προπορεύονται ἀπὸ τὸν Δεσπότη· οἱ βασιλεῖς, Σολομῶν καὶ Δαυίδ, προσφέρουν τοὺς ἐπινίκιους ὕμνους.
Χαίρετε ἄνθρωποι· ἐμειώθη τὸ σκότος, εἰσῆλθε τὸ φῶς· ἔφυγε τροχάδην ἡ σκιά, ἐπῆλθε ἡ χάρις· τὸ ἔαρ (ἄνοιξι) τῆς ζωῆς ἀνέτειλε. Μήπως κανεὶς πρέπει νὰ διδάξη τὸν Κύριο; μά, δὲν Τὸν γνωρίζουν ὅλοι ἀναστημένο ἐκ τῶν νεκρῶν; Ὁ Πιλάτος γιατί μαίνεται ὀργισμένος; ὁ Καϊάφας σκέπτεται, ποῦ νὰ λάβει χώρα τὸ συμβούλιο τῶν βουλευτῶν.
Εὐφραίνου καὶ σύ, ὁ ληστής, καὶ εἴσελθε, μὲ τὴν συνέλευσι ὅλων, εἰς τὸν παράδεισο· ἰδού, ἡ φλογίνη ρομφαία ἔστρεψε τὰ νῶτα· ὁ προπάτωρ ἐλευθερώθη· τὰ παιδιά του, εὐφραίνεσθε. Ἀπὸ τὴν προμήτορα Εὔα προῆλθε ἡ πτῶσι, ἀπὸ τὴν ἁγνὴ Θεομήτορα ἡ ἀνόρθωσι· μὲ τὴν παρακοὴ ἐπῆλθε ὁ θάνατος, μὲ τὴν ταπείνωσι τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἐδόθη, ὡς βραβεῖο, ἡ Ἀνάστασι.
Καὶ πάλι λέγω: Χαίρετε ἄνθρωποι· ἐδεσμεύθη ὁ Ἅδης· πρὸς τὰ ἄνω τρέχετε γρήγορα· κάθε φιλόθεος καὶ φιλάρετος ἂς τρέξει νὰ ἰδεῖ τὴν Ἀνάστασι· ἂς μὴ νικήσει ἡ ὀλιγωρία τῶν γυναικῶν, ἀλλ’ ἂς προλάβει ἡ ἀνδρεία· οἱ γυναῖκες κραυγάζουν: Χαίρετε εἰς τὸ ἑξῆς· σὰν θερμοτέρες εἰς τὸν ζῆλο, κινοῦνται· κι ἐμεῖς, ἂς μὴ ναρκωθοῦμε· γιατί δὲν εἶναι χάριν τοῦ θεάτρου ἡ ὁδοιπορία, ἀλλὰ χάριν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὁ ἦχος τῶν σαλπίγγων· εἰς τὶς πανηγύρεις ἤδη ἀντηχεῖ τῶν γυναικῶν ὁ λόγος, ποὺ ἐλέχθη πρὶν εἰς τὴν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ γυναίκα προῆλθε ἡ πτῶσι καὶ μὲ γυναίκα κηρύσσεται ἡ Ἀνάστασι.
Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν· οἱ νεφέλες ἂς ράνουν (ραντίσουν) μὲ νερὸ ἀγαλλιάσεως, τὰ φυτὰ ἂς φέρουν χλωρὰ φύλλα κι ἂς δώσει ἡ γῆ τὸν καρπό της· ὁ Δημιουργὸς τῶν πάντων ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ σεῖς βλαστήσατε· τῆς ἀρετῆς οἱ κλάδοι ἀνθήσατε, γιατί ὁ Ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. Ποιὸς δὲν χαίρει σήμερα; ποιὸς δὲν ἐνθουσιάζεται; ποιὸς δὲν τέρπεται; καὶ ποιός, γιὰ νὰ τὸ εἰπῶ ἔτσι, δὲν εὐφραίνεται;
Ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ τοῦ Ἅδου τὸ βασίλειο κατέλυσε· ἀνέστη, καὶ τὸν διάβολο κατήργησε· ἀνέστη, καὶ τὴν ἁμαρτία ἐξήλειψε· ἀνέστη, καὶ τὴν εἰδωλομανία ἐμείωσε· ἀνέστη, καὶ τὴν πλάνη ἀπεδίωξε· ἀνέστη, καὶ τὸν Ἀδὰμ διέσωσε· ἀνέστη καὶ τοὺς ἀγγέλους ἔκαμε ἀμετακίνητους πρὸς τὸ κακό· ἀνέστη, καὶ τὸν ἄνθρωπο ἔσωσε· ἀνέστη, καὶ τὰ οὐράνια συνέδεσε μὲ τὰ ἐπίγεια, ὑποδεικνύοντας τὸν Ἑαυτὸ Του παγκόσμιο βασιλέα καὶ ὑπέρτατο Δεσπότη ὅλων: τῶν ἀγγέλων, τῶν ἀνθρώπων, τῶν στοιχείων, τῶν στοιχειωτῶν καί, πρωτοφανές, τῶν δαιμόνων.
Χαίρετε, λοιπόν, μὲ ἀνεκλάλητη χαρά· ὅσοι ἀκούετε ὅτι, ὁ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, εὐφραίνεσθε· ποιὸς δὲν προσκυνεῖ τὸν Πρῶτο καὶ τὸν Ἔσχατο, κατὰ τὴν θεηγόρο φωνή· ποιὸς δὲν Τὸν δοξάζει; Διελύθη τὸ σκοτάδι· ἐλευθερωθήκαμε ἀπὸ τὰ δεσμά· πρὸς τὴν ἄνω βασιλεία ὑψωθήκαμε.
Ἀναστάσεως ἡμέρα· καὶ ποιὸς δὲν θὰ λάβει πνευματικὴ κινύρα (κιθάρα) γιὰ νὰ ψάλει ἐπαναλαμβανόμενο μέλος (ἄσμα), μὲ ὠδὲς καὶ ψαλμοὺς καὶ ἀγαλλίασι μεγάλη, καὶ μὲ διαπεραστικὴ μελωδία νὰ ἀλαλάξει καὶ νὰ βοήσει τό, ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν; Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. Φύγε μακριὰ μας κάθε δαιμονικὴ φάλαγγα· κι ὁ ἀρχηγὸς τοῦ σκότους, μὲ τὴν στρατιά σου κάτελθε πρὸς τὰ τάρταρα· γιατί ἀνέστη ὁ Ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς καὶ τὸ βασίλειό σου ἐσκύλευσε·
Κανείς, ὢ πιστοί, μὲ πενιχρὰ ἐνδύματα ἂς μὴ συνδράμει (συντρέξει) εἰς τὴν ἑορτή· ἂς λαμπροφορήσωμε, οἱ ὀρθόδοξοι, στὶς αἰσθητὲς αἰσθήσεις μας καὶ στὶς νοητές, τῶν ἀρετῶν· ἂς λαμπροφορήσωμε, οἱ ὀρθόδοξοι· ὁ ἀντικείμενος (διάβολος) ἀπέθανε· ὁ Δεσπότης ἀνέστη· ἡ χθεσινὴ λύπη, ἀπὸ χαρὰ διεβιβάσθη πρὸς χαρά· τί μᾶς ἐμποδίζει νὰ συμψάλωμε μὲ τοὺς μαθητές; νὰ ψάλωμε τὰ ἐπινίκια μαζὶ μὲ τὶς Μαρίες; Ἡ θεία οἰκονομία συνετελέσθη· ἡ συγκατάβασι, ἡ σύλληψι, ὁ τόκος ὁ ἐκ Παρθένου, τὸ Βάπτισμα, οἱ θεοσημεῖες, τὰ Πάθη καὶ ἡ Ἀνάστασι, Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν· χαίρετε λαοὶ καὶ ἀγαλλιάσθε.
Ἔτσι, λοιπόν, κι ἐμεῖς κατὰ τὸ μέγα Σάββατο, μὲ θεῖο ὕμνο μελωδοῦμε τὸν Δεσπότη Χριστόν, τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν· τὸν ἀληθῶς ἀναστάντα· τὸν ἀληθῶς καὶ πέραν πάσης ἀμφισβητήσεως…
 
Τοῦ Αὐτοκράτορος Θεοδώρου Δούκα τοῦ Λάσκαρι
“ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΜΕΓΑ ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ”

Ανάσταση σημαίνει νίκη

Anastasis
1νάσταση σημαίνει νίκη της ζωής επί του θανάτου, της αφθαρσίας επί της φθοράς, της ελπίδας επί της απελπισίας, της Πίστης επί της αμφιβολίας. Ανάσταση του Κυρίου για εμάς τους Ορθοδόξους σημαίνει τη μεγαλύτερη εορτή, σπουδαιότερη και από τα Χριστούγεννα και από κάθε άλλη πανήγυρη. Στη Χριστιανική Δύση τιμούν περισσότερο τα Χριστούγεννα, διότι τους εντυπωσιάζει το θαύμα της ενανθρωπήσεως του Θεού. Στην Ελληνορθόδοξη Παράδοση η Ανάσταση είναι το μείζον γεγονός. Βεβαίως είναι εξόχως τιμητικό για μας ότι ο Υιός του Θεού γίνεται Άνθρωπος, αλλά είναι ακόμη πιο σπουδαίο ότι παθαίνει, σταυρώνεται, θανατώνεται και ανασταίνεται για να μας σώσει. Η δυτική Χριστιανοσύνη τη Μεγάλη Εβδομάδα στέκεται περισσότερο στα Πάθη, στον πόνο και στο μαρτύριο της ανθρώπινης φύσης του Θεού. Η Ορθόδοξη καθ’ ημάς Ανατολή τονίζει και υμνεί περισσότερο την Ανάσταση. Τη νίκη του Θεού επί της αμαρτίας, τη νίκη του θαύματος επί του στεγνού ορθολογισμού.
Ανάσταση σήμαινε νίκη και για τους υποδούλους Έλληνες επί Τουρκοκρατίας. Όταν ερχόταν το Πάσχα γιόρταζαν διπλά. Τη νίκη του Χριστού και Σωτήρος , αλλά και την Ελευθερία που ποθούσαν και περίμεναν από χρόνο σε χρόνο. Γιόρταζαν την διπλή ελπίδα. Όπως μετά την Σταύρωση του Χριστού ήλθε η θριαμβευτική Ανάσταση, έτσι και μετά την μακροχρόνια Σταύρωση του Γένους ήλπιζαν ότι θα έλθει η Ανάσταση. Και η Ανάσταση ήλθε, διότι προηγήθηκε Αντίσταση. Καμιά νίκη πνευματική, εθνική, προσωπική δεν έρχεται αν δεν προηγηθεί Αντίσταση. Αν παραδοθούμε στην απελπισία, στον ενδοτισμό, στη μοιρολατρεία, τότε ας μην περιμένουμε την Ανάσταση. Ανά-σταση, αντί-σταση βασίζονται ετυμολογικά στην «στάση». Εκφράζουν μία στάση ζωής. Στέκομαι απέναντι στη ζωή, με διάθεση νίκης και όχι υποταγής. Διότι αν δεν πιστέψω εγώ ο ίδιος στην Ανάσταση τότε στερώ από τον εαυτό μου τη μεγάλη ελπίδα. Ο Χριστός θα αναστηθεί, αλλά εγώ θα μείνω κλεισμένος στο καβούκι της απόγνωσης ή της αδιαφορίας μου.
Ανάσταση σημαίνει νίκη για κάθε Ορθόδοξο λαό που ταλαιπωρήθηκε, βασανίσθηκε, καταδιώχθηκε για την Πίστη του. Επί πολλές δεκαετίες στην Ρωσία το άθεο καθεστώς κατεδάφιζε εκκλησίες, δίδασκε υποχρεωτικά τον αθεϊσμό, φυλάκιζε ιερείς, έδιωχνε από τις δουλειές όσους έκαναν τον Σταυρό τους. Κι όμως μετά τα Πάθη ήλθε η Ανάσταση. Τα ιδεολογήματα του ιστορικού υλισμού και της δικτατορίας του προλεταριάτου κατέρρευσαν παταγωδώς και μέσα από την σκόνη των υπογείων του Κρεμλίνου ο ρωσικός Ορθόδοξος λαός ξέθαψε με δέος ένα κιβώτιο με άγια λείψανα. Σεραφείμ Σαρόφσκι έγραφε το χαρτάκι. Ο Άγιος Σεραφείμ της μονής του Σάρωφ έκανε ζωντανή την παρουσία του, ξαναβαπτίζοντας τους Ρώσους στο άγγελμα της Αναστάσεως. ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΟΣΚΡΕΣΕ ! Χριστός Ανέστη, η Ορθοδοξία Ανέστη!
Ανάσταση σημαίνει νίκη του Ανθρώπου ως ψυχοσωματικής οντότητος απέναντι σε κάθε ιδεολογία που προσπαθεί να τον περιορίσει στα στενά όρια της ύλης ή της ψυχρής λογικής. Αν δεν πιστέψεις στο ανέλπιστο, τίποτε δεν μπορείς να επιτύχεις, έλεγε ο αρχαίος σοφός Ηράκλειτος. Κι όμως στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων διάφορες ιδεολογίες προσπάθησαν να περιορίσουν , να εγκλωβίσουν τον άνθρωπο μέσα σε πολύχρωμα κλουβιά με βαρύγδουπα ονόματα. Νεωτερικότητα, Μετανεωτερικότητα, Σοσιαλισμοί και άλλοι –ισμοί, άφησαν τον άνθρωπο χωρίς πνευματικό περιεχόμενο, χωρίς ελπίδα. Ανάσταση σημαίνει νίκη του Ανθρώπου απέναντι σε όλες αυτές τις ιδεολογίες που τον αποκόπτουν από την παράδοση του παρελθόντος του και από την αισιοδοξία για το μέλλον του. Ανάσταση σημαίνει νοηματοδότηση του Ανθρώπου με την πραγματική έννοια της λέξεως Άνθρωπος: Ο άνω θρώσκων, εκείνος που ατενίζει ψηλά, θέλει να ξεφύγει από τα χοϊκά του όρια. Ανάσταση σημαίνει την ελπίδα εκατομμυρίων Χριστιανών της Ευρώπης ότι αξίζει να αγωνισθούν για αρχές και αξίες δίνοντας διέξοδο στα αδιέξοδα του «επαναστατικού» άθρησκου κράτους, του etat laique.
Ανάσταση σημαίνει ότι μπορούμε να ελπίζουμε, όπως και ο Μακρυγιάννης, στη μαγιά που ανέφερε προσφάτως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μας. Όλα τα θεριά προσπαθούν να μας φάνε, δαγκώνουν από δω, δαγκώνουν από κει, αλλά η μαγιά πάντα μένει. Αυτή είναι η ελπίδα του Ελληνισμού ζυμωμένη με την Ορθόδοξη Χριστιανική μας ρίζα. Πάντα η πορεία του Ελληνισμού ήταν Σταυροαναστάσιμη. Σκοντάφτουμε, αλλά ξανασηκωνόμαστε όρθιοι. Και ελπίζουμε. Διότι πιστεύουμε πραγματικά ότι ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ.
Κωνσταντίνος Χολέβας, Πολιτικός Επιστήμων

Αληθώς Ανέστη! Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου



Σε Μετάφραση



Η πλάνη πάντα αυτοκαταστρέφεται και, παρόλο που δεν το θέλει, στηρίζει σε όλα την αλήθεια. Πρόσεξε: Έπρεπε ν' αποδειχθεί ότι ο Χριστός πέθανε και τάφηκε και αναστήθηκε. Ε, λοιπόν όλα αυτά τα κατοχυρώνουν οι ίδιοι οι εχθροί! Εφ' όσον έφραξαν με τον βράχο και σφράγισαν και φρούρησαν τον τάφο, δεν ήταν δυνατό να γίνει καμιά κλοπή. Αφού όμως δεν έγινε κλοπή και εν τούτοις ο τάφος βρέθηκε άδειος, είναι ολοφάνερο και αναντίρρητο ότι αναστήθηκε. Είδες πως και μη θέλοντας στηρίζουν την αλήθεια;

Αλλά και πότε θα τον έκλεβαν οι μαθηταί; Το Σάββατο; Μα αφού δεν επιτρεπόταν από τον νόμο να κυκλοφορήσουν. Κι αν υποθέσουμε ότι θα παραβίαζαν τον νόμο του Θεού, πώς θα τολμούσαν αυτοί οι τόσο δειλοί να βγουν έξω απ' το σπίτι; Και με ποιο θάρρος θα ριψοκινδύνευαν για ένα νεκρό; Προσμένοντας ποιαν ανταπόδοση; Ποιαν αμοιβή;

Και στ' αλήθεια, πού στηρίζονταν; Στη δεινότητα του λόγου τους; Αλλά ήταν απ' όλους αμαθέστεροι. Στα πολλά τους πλούτη; Αλλά δεν είχαν ούτε ραβδί ούτε υποδήματα. Μήπως στην ένδοξη καταγωγή τους; Αλλά ήταν οι ασημότεροι του κόσμου. Μήπως στο πλήθος τους; Αλλά δεν ξεπερνούσαν τους ένδεκα, που κι αυτοί εσκόρπισαν.

Αν ο κορυφαίος τους φοβήθηκε τον λόγο μιας γυναίκας θυρωρού κι όλοι οι άλλοι, όταν είδαν τον Διδάσκαλό τους δεμένο, σκόρπισαν και διαλύθηκαν, πώς θα τους περνούσε καν απ' τον νου να τρέξουν στα πέρατα της οικουμένης και να φυτέψουν πλαστό κήρυγμα αναστάσεως; Αφού φοβήθηκαν τη γυναικεία απειλή και τη θέα μόνο των δεσμών, πώς θα μπορούσαν να τα βάλουν με βασιλείς και άρχοντες και λαούς, όπου ξίφη και τηγάνια και καμίνια και μύριοι θάνατοι κάθε μέρα, αν δεν είχαν απολαύσει και οικειοποιηθεί τη δύναμη και την έλξη του Αναστάντος;

Αλλά γι' αυτά πρέπει να επανέλθουμε. Ας ξαναρωτήσουμε όμως τώρα τους Εβραίους: Πώς έκλεψαν το σώμα του Χριστού οι μαθηταί, ώ ανόητοι; Επειδή η αλήθεια είναι λαμπρή και ολοφάνερη, το ιουδαϊκό ψέμα δεν μπορεί ούτε σαν σκιά να σταθεί. Πώς θα το έκλεβαν, πες μου; Μήπως δεν ήταν σφραγισμένος ο τάφος; Δεν τον έζωναν τόσοι φρουροί και στρατιώτες και Ιουδαίοι, που είχαν την υποψία και αγρυπνούσαν και πρόσεχαν;

Μα και για ποιο λόγο θα το έκλεβαν; Για να πλάσουν το δόγμα της Αναστάσεως; Και πώς τους ήρθε να πλάσουν κάτι τέτοιο αυτοί οι δειλοί; Και πώς κύλησαν τον ασφαλισμένο βράχο; Πώς ξέφυγαν από τόσους άγρυπνους κι άγριους φρουρούς;

Πρόσεξε όμως πως με όσα κάνουν οι Εβραίοι πιάνονται πάντα στα ίδια τους τα δίχτυα. Να, αν δεν πήγαι­ναν στον Πιλάτο κι αν δεν ζητούσαν την κουστωδία, πιο εύκολα θα μπορούσαν να λένε τέτοια ψεύδη οι αδιάντροποι. Μα τώρα όχι. (Υπήρχε η κουστωδία. Κανείς δεν μπορούσε να γλυτώσει απ' την άγρυπνη προσοχή της κι απ' τα ξίφη της). Κι έπειτα γιατί να μην κλέψουν το σώμα νωρίτερα; Ασφαλώς αν είχαν σκοπό να κάνουν κάτι τέτοιο, θα το έκαναν όταν δεν εφρουρείτο ο τάφος, τότε που ήταν και ακίνδυνο και σίγουρο, δηλ. την πρώτη νύχτα· γιατί το Σάββατο πήγαν οι Εβραίοι στον Πιλάτο και ζήτησαν την κουστωδία και φρούρησαν τον τάφο, ενώ την πρώτη νύχτα δεν ήταν κανένας εκεί.

Και τι γυρεύουν στο έδαφος τα σουδάρια τα ποτισμένα με τη σμύρνα, που βρήκαν, τυλιγμένα μάλιστα, ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι; Είχε πάει πρώτη η Μαγδαληνή Μαρία. Κι όταν γύρισε και ανήγγειλε τα θαυμαστά συμβάντα στους αποστόλους, εκείνοι χωρίς καθυστέρηση τρέχουν αμέσως στο μνημείο και βλέπουν κάτω τα οθόνια. Αυτό ήταν σημείο Αναστάσεως. Γιατί αν ήθελαν κάποιοι να τον κλέψουν, δεν θα τον έκλεβαν βέβαια γυμνό. Αυτό θα ήταν όχι μόνο ατιμωτικό αλλά και ανόητο. Δεν θα κοίταζαν να ξεκολλήσουν τα σουδάρια, να τα τυλίξουν με επιμέλεια και να τα βάλουν τακτοποιημένα σ' ένα μέρος. Αλλά τι θα έκαναν; Θ' άρπαζαν όπως-όπως το σώμα και θάφευγαν γρήγορα.

Γι' αυτό άλλωστε προηγουμένως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είπε ότι τον έθαψαν με πολλή σμύρνα που κολλάει τα οθόνια πάνω στο σώμα, όπως το μολύβι τα μέταλλα, και δεν ήταν καθόλου εύκολο να ξεκολλήσουν ώστε όταν ακούσεις ότι τα σουδάρια βρέθηκαν μόνα τους, να μην ανεχθείς εκείνους που λένε ότι εκλάπη. Θα πρέπει να ήταν βέβαια πολύ ηλίθιος ο κλέφτης, ώστε να σπαταλήσει για ένα περιττό πράγμα τόση προσπάθεια. Για ποιο σκοπό θ' άφηνε τα σουδάρια; Και πώς ήταν δυνατό να ξεφύγει την ώρα που θα έκανε αυτή τη δουλειά; Γιατί ασφαλώς θα δαπανούσε πολύ χρόνο και ήταν φυσικό καθυστερώντας να συλληφθεί επ' αυτοφώρω.

Αλλά και τα οθόνια γιατί κείτονται χωριστά και χωριστά το σουδάριο, τυλιγμένο μάλιστα; Για να βεβαιωθείς ότι δεν ήταν έργο βιαστικών ούτε ανήσυχων κλεφτών το να τοποθετήσουν χωριστά εκείνα και χωριστά τούτο τυλιγμένο. Κι από εδώ λοιπόν αποδεικνύεται απίθανη η κλοπή. Άλλωστε και οι ίδιοι οι Εβραίοι τα σκέφθηκαν όλα αυτά και γι' αυτό έδωσαν χρήματα στους φρουρούς λέγοντας: «Πείτε σεις πως τον έκλεψαν, κι εμείς θα τα κανονίσουμε με τον ηγεμόνα».

Υποστηρίζοντας ότι οι μαθηταί τον έκλεψαν επικυρώνουν και μ' αυτό πάλι την Ανάσταση, γιατί έτσι ομολογούν πάντως ότι το σώμα δεν ήταν εκεί. Όταν όμως αυτοί οι ίδιοι βεβαιώνουν ότι το σώμα δεν ήταν εκεί, ενώ από την άλλη μεριά η κλοπή αποδεικνύεται ψευδής και απίθανη από τη σχολαστική φρούρηση και τις σφραγίδες του τάφου και τα οθόνια και το σουδάριο και τη δειλία των μαθητών, αναμφισβήτητα προβάλλει και από τα δικά τους τα λόγια η απόδειξη της Αναστάσεως.

Ρωτάνε όμως πολλοί: Γιατί μόλις αναστήθηκε να μη φανερωθεί αμέσως στους Ιουδαίους; Αυτός ο λόγος είναι περιττός. Αν υπήρχε ελπίδα να τους ελκύσει στην πίστη, δεν θ' αμελούσε να φανερωθεί σε όλους. Αλλά ότι δεν υπήρχε τέτοια ελπίδα το απέδειξε η ανάσταση του Λαζάρου: Αν και ήταν ήδη τέσσερις μέρες νεκρός και είχε αρχίσει να μυρίζει και να σαπίζει, τον ανέστησε μπροστά στα μάτια όλων. Παρά ταύτα, όχι μόνο δεν ελκύσθηκαν στην πίστη, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον του Χριστού, ώστε ήθελαν να σκοτώσουν κι Αυτόν και τον Λάζαρο.

Αφού λοιπόν άλλον ανέστησε και όχι μόνο δεν πίστεψαν, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον του, αν ο ίδιος μετά την Ανάστασή του τους φανερωνόταν, δεν θα εξαγριώνονταν πολύ περισσότερο τυφλωμένοι από το μίσος και την απιστία τους;

Αλλά για ν' αφοπλίσει τον άπιστο από κάθε αμφιβολία, όχι μόνο σαράντα ολόκληρες ήμερες εμφανιζόταν στους μαθητάς του και έτρωγε μάλιστα μαζί τους, αλλά παρουσιάσθηκε και σε πάνω από πεντακόσιους αδελφούς, δηλ. σε πλήθος ολόκληρο. Στο Θωμά μάλιστα που δυσπιστούσε, έδειξε τα σημάδια απ' τα καρφιά και το τραύμα απ' τη λόγχη.

Και γιατί, λένε, να μην κάνει μετά την Ανάστασή του μεγάλα κι εντυπωσιακά θαύματα, αλλά μόνο έφαγε και ήπιε; Γιατί αυτή καθ' εαυτήν η Ανάσταση ήταν το μέγιστο θαύμα, και η πιο ισχυρή απόδειξη της Αναστάσεως ήταν ότι έφαγε και ήπιε.

Μα, για σκέψου, αν οι απόστολοι δεν έβλεπαν τον Χριστό Αναστάντα, πώς τους ήρθε να φαντασθούν ότι θα κυριέψουν την οικουμένη; Μήπως τρελάθηκαν ώστε να νομίζουν ότι θα κατόρθωναν κάτι τέτοιο;

Αν όμως ήταν στα λογικά τους, όπως έδειξαν και τα πράγματα, πώς, χωρίς αξιόπιστα εχέγγυα από τους ουρανούς και χωρίς θεία δύναμη, πώς, πες μου, θ' αποφάσιζαν να βγουν σε τόσους πολέμους, να τα βάλουν με στεριές και θάλασσες και, δώδεκα όλοι κι όλοι, ν' αγωνισθούν με τόση γενναιότητα για να μεταβάλουν όλης της οικουμένης τα έθνη, που ήταν επί τόσα χρόνια νεκρά απ' την αμαρτία;

Και αν ακόμη ήταν ένδοξοι και πλούσιοι και δυνατοί και μορφωμένοι, ούτε τότε θα ήταν λογικό να ξεσηκωθούν για τόσο μεγαλεπήβολα σχέδια. Αλλά επί τέλους θα είχε κάποιο λόγο η προσδοκία τους. Αυτοί όμως είχαν περάσει τη ζωή τους άλλοι στις λίμνες, άλλοι κατασκευάζοντας σκηνές κι άλλοι στα τελωνεία. Απ' αυτά τα επαγγέλματα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε πιο άχρηστο και για τη φιλοσοφία και για να πείσεις κάποιον να σκέπτεται ανώτερα, όταν μάλιστα δεν έχεις να του επιδείξεις ανάλογο προηγούμενο. Πόσο μάλλον που οι απόστολοι, όχι μόνο δεν είχαν ανάλογα παραδείγματα απ' το παρελθόν, ότι θα επικρατήσουν, αλλά αντίθετα είχαν παραδείγματα, και μάλιστα πρόσφατα, ότι δεν θα επικρατήσουν.

Είχαν επιχειρήσει πολλοί να εισαγάγουν καινούργιες διδασκαλίες, αλλά απέτυχαν. Κι όχι με δώδεκα ανθρώπους, μα με πολύ πλήθος. Ο Θευδάς κι ο Ιούδας1 π.χ. έχοντας ολόκληρες μάζες ανθρώπων χάθηκαν μαζί με τους οπαδούς των.

Ο φόβος εκείνος θα ήταν αρκετός να τους διδάξει. Αλλά ας υποθέσουμε ότι περίμεναν να κυριαρχήσουν. Με ποιες ελπίδες θα έμπαιναν σε τέτοιους κινδύνους, αν δεν απέβλεπαν στα μέλλοντα αγαθά; Τι κέρδος προσδοκούσαν με το να οδηγήσουν όλους στον μη αναστάντα, καθώς ισχυρίζονται οι εχθροί; Αν τώρα άνθρωποι που πίστεψαν στη βασιλεία των ουρανών και στα αμέτρητα αγαθά δύσκολα δέχονται να κινδυνέψουν, πώς εκείνοι θα υπέμεναν τα πάνδεινα ματαίως ή μάλλον για κακό τους; Γιατί αν δεν έγινε η Ανάσταση, που έγινε, κι ο Χριστός δεν ανέβηκε στον ουρανό, τότε προσπαθώντας να τα πλάσουν όλα αυτά και να πείσουν τους άλλους, έμελλαν οπωσδήποτε να προκαλέσουν την οργή του Θεού και να περιμένουν μύριους κεραυνούς απ' τον ουρανό.

Άλλωστε κι αν ακόμη είχαν μεγάλη προθυμία όταν ζούσε ο Χριστός, θα έσβηνε μόλις πέθανε. Αν δεν τον έβλεπαν Αναστημένο, τι θα ήταν ικανό να τους βγάλει σ' εκείνο τον πόλεμο; Αν δεν είχε αναστηθεί, όχι μόνο δεν θα ριψοκινδύνευαν γι' αυτόν, μα θα τον θεωρούσαν απατεώνα: Τους είχε πει «μετά τρεις ημέρες θ' αναστηθώ» και τους υποσχέθηκε τη βασιλεία των ουρανών. Τους είπε ότι αφού λάβουν το Άγιο Πνεύμα θα κυριαρχήσουν στην οικουμένη κι ακόμη τόσα άλλα υπερφυσικά και ουράνια. Αν τίποτε απ' αυτά δεν γινόταν, όσο κι αν τον πίστευαν ζωντανό, πεθαμένο δεν θα τον υπάκουαν φυσικά, αν δεν τον έβλεπαν Αναστάντα.

Και με το δίκιο τους, γιατί θα έλεγαν: «Μετά τρεις ημέρες», μας είπε, «θ' αναστηθώ», και δεν αναστήθηκε. Υποσχέθηκε να μας στείλει Πνεύμα Άγιο, και δεν το έστειλε. Πώς λοιπόν να τον πιστέψουμε για τα μέλλοντα, αφού διαψεύδονται τα παρόντα;

Αλλά για πες μου, σε παρακαλώ, για ποιο λόγο, χωρίς ν' αναστηθεί, κήρυτταν ότι αναστήθηκε; Γιατί, λέει, τον αγαπούσαν. Μα το λογικό θα ήταν να τον μισούν τώρα, επειδή τους εξαπάτησε και τους πρόδωσε. Ενώ τους ξεμυάλισε με χίλιες δυο ελπίδες και τους χώρισε απ' τα σπίτια τους κι απ' τους γονείς τους κι απ' όλα και ξεσήκωσε κι ολόκληρο το ιουδαϊκό έθνος εναντίον τους, ύστερα τους πρόδωσε. Κι αν μεν ήταν από αδυναμία, θα τον συγχωρούσαν. Τώρα όμως ήταν σωστό κακούργημα: Έπρεπε να τους είχε πει την αλήθεια και όχι να τους υποσχεθεί τον ουρανό, αφού ήταν θνητός.

Ώστε λοιπόν ήταν φυσικό να κάνουν το εντελώς αντίθετο: Να κηρύττουν την απάτη και να τον λένε απατεώνα και μάγο. Έτσι θα γλύτωναν κι από τους κινδύνους κι από τους πολέμους των αντιπάλων. Όλοι ξέρουν ότι οι Ιουδαίοι αναγκάστηκαν να δωροδοκήσουν τους στρατιώτες, για να πουν ότι έκλεψαν το σώμα· αν λοιπόν πήγαιναν οι ίδιοι οι μαθηταί κι έλεγαν, «εμείς το κλέψαμε, δεν αναστήθηκε», πόσες τιμές δεν θ' απολάμβαναν; Ώστε ήταν στο χέρι τους και να τιμηθούν και να στεφανωθούν! Ε, λοιπόν δεν αναρωτιέσαι γιατί ν' ανταλλάξουν όλα αυτά με τις ατιμίες και τους κινδύνους, αν δεν ήταν μια θεία δύναμη που τους βεβαίωνε, δυνατώτερη απ' όλα αυτά τα γήινα αγαθά;

Κι αν με όλα αυτά δεν σε πείσαμε, σκέψου και τούτο: Έστω ότι δεν είχε γίνει η Ανάσταση. Κι αν ακόμη οι απόστολοι ήταν αποφασισμένοι να διδάξουν τον κόσμο, επ' ουδενί λόγω θα κήρυτταν στο όνομά του. Γιατί είναι γνωστό, πως όλοι μας δεν θέλουμε ούτε τα ονόματα ν' ακούσουμε, όσων μας εξαπάτησαν. Άλλωστε γιατί θα διατυμπάνιζαν το όνομά του; Ελπίζοντας να επικρατήσουν μ' αυτό; Μα θα έπρεπε να περιμένουν το αντίθετο, γιατί κι αν έμελλαν να κυριαρχήσουν θα χάνονταν φέρνοντας στη μέση το όνομα ενός απατεώνα.

Ας θυμηθούμε εξ άλλου ότι η αγάπη των μαθητών προς τον Διδάσκαλο, ενώ ζούσε ακόμη, μαραινόταν σιγά-σιγά απ' τον φόβο του επικειμένου μαρτυρίου. Όταν τους προανήγγειλε τα δεινά που θ' ακολουθούσαν και τον σταυρό, πάγωσαν απ' τον φόβο τους κι έσβησαν τελείως. Ένας μάλιστα δεν ήθελε ούτε καν να τον ακολουθήσει στην Ιουδαία, επειδή άκουσε για κινδύνους και για θανάτους. Αν μαζί με τον Χριστό φοβόταν τον θάνατο, χωρίς αυτόν και τους άλλους μαθητάς, μόνος δηλ., πώς θ' αποτολμούσε;2

Επί πλέον: Πίστευαν ότι θα πεθάνει μεν, αλλά θ' αναστηθεί κι όμως υπέφεραν τόσο. Αν δεν τον έβλεπαν Αναστημένο, πως δεν θα εξαφανίζονταν και δεν θα ζητούσαν ν' ανοίξει η γη να τους καταπιεί απ' την απελπισία τους για την απάτη κι απ' τη φρίκη για τα επερχόμενα; Θ' αντιμετώπιζαν τώρα την κατακραυγή για την αδιαντροπιά τους. Τι θα είχαν να πουν; Το πάθος το ήξερε όλος ο κόσμος: Τον κρέμασαν σε ψηλό ικρίωμα, ήταν μέρα μεσημέρι, μέσα στην πρωτεύουσα και στην πιο μεγάλη γιορτή που κανένας δεν ήταν δυνατό ν' απουσιάζει.

Την Ανάσταση όμως δεν την είδε κανείς απ' τους άλλους. Κι αυτό δεν ήταν μικρό εμπόδιο για να τους πείσουν. Πώς λοιπόν θα μπορούσαν να βεβαιώσουν στεριά και θάλασσα για την Ανάσταση; Και γιατί, πες μου, αφού σώνει και καλά ήθελαν να το κάνουν αυτό, δεν εγκατέλειπαν την Ιουδαία αμέσως, να πάνε στις ξένες χώρες; Αλλά δεν θαυμάζεις ότι έπεισαν πολλούς και μέσα στην Ιουδαία;

Είχαν την τόλμη να παρουσιάσουν τα τεκμήρια της Αναστάσεως στους ίδιους τους φονείς, σ' εκείνους που τον σταύρωσαν και τον έθαψαν, στην ίδια την πόλη όπου αποτολμήθηκε το φοβερό κακούργημα. Ώστε και όλοι οι έξω ν' αποστομωθούν. Γιατί όταν οι «σταυρώσαντες» γίνονται «πιστεύσαντες», τότε και η παρανομία της σταυρώσεως βεβαιώνεται και λάμπει η απόδειξη της Αναστάσεως.

Για να ελκύονται όμως τα πλήθη σημαίνει πως οι μαθηταί έκαναν θαύματα. Αν όμως δεν αναστήθηκε και μένει νεκρός, πώς οι απόστολοι θαυματουργούσαν στο όνομα του; Πως πάλι, αν δεν έκαναν θαύματα, έπειθαν; Και αν μεν έκαναν -και βεβαίως έκαναν- είχαν Θεού δύναμη. Αν όμως δεν έκαναν και εν τούτοις κυριαρχούσαν παντού, θα ήταν ακόμη πιο αξιοθαύμαστο, θα ήταν το μέγιστο θαύμα, αν χωρίς θαύματα διέσχιζαν και κυρίευαν την οικουμένη δώδεκα φτωχοί και αγράμματοι άνθρωποι.

Ασφαλώς ούτε με τα πλούτη ούτε με τη σοφία τους επικράτησαν οι ψαράδες. Ώστε και χωρίς να θέλουν κηρύττουν ότι μέσα τους ενεργούσε η θεία δύναμη της Αναστάσεως. Γιατί είναι τελείως αδύνατο ανθρώπινη δύναμη να κατορθώσει ποτέ τέτοια εκπληκτικά πράγματα.

Προσέξτε με πολύ εδώ, γιατί αυτά είναι αναμφισβήτητες αποδείξεις της Αναστάσεως. Γι' αυτό και θα επαναλάβω: Αν δεν αναστήθηκε, πώς έγιναν αργότερα στο όνομά του μεγαλύτερα θαύματα; Κανείς βέβαια δεν κάνει μετά τον θάνατό του μεγαλύτερα θαύματα απ' όσα όταν ζούσε. Ενώ εδώ μετά τον θάνατο του Χριστού γίνονται θαύματα μεγαλύτερα και κατά τον τρόπο και κατά τη φύση: Κατά τη φύση ήταν μεγαλύτερα, γιατί ποτέ η σκιά του Χριστού δεν θαυματούργησε. Ενώ οι σκιές των αποστόλων έκαναν πολλά θαύματα3. Κατά τον τρόπο πάλι ήταν μεγαλύτερα, επειδή τότε μεν ο ίδιος ο Κύριος πρόσταζε και θαυματουργούσε. Μετά τη Σταύρωση όμως και την Ανάστασή του οι δούλοι του επικαλούμενοι απλώς το σεβάσμιο και άγιο όνομά του μεγαλύτερα και εκπληκτικότερα επιτελούσαν. Έτσι δοξαζόταν κι ακτινοβολούσε πιο πολύ η δύναμή του.



Γι' αυτό οι άγιοι Πατέρες όρισαν να διαβάζονται αμέσως μετά τον σταυρό και την Ανάστασή του, οι «Πράξεις» που περιγράφουν τα θαύματα των αποστόλων και κατ' εξοχήν επικυρώνουν την Ανάσταση, για να έχουμε σαφή και αναμφισβήτητη της Αναστάσεως την απόδειξη: Δεν τον είδες Αναστάντα με τα μάτια του σώματος; Αλλά τον βλέπεις με τα μάτια της πίστεως. Δεν τον είδες με τα «όμματα» τούτα; Θα τον δεις με τα θαύματα εκείνα. Των θαυμάτων η επίδειξη σε χειραγωγεί στης Αναστάσεως την απόδειξη.



Θέλεις όμως να δεις και τώρα θαύματα; Θα σου δείξω. Και μάλιστα πιο μεγάλα απ' τα προηγούμενα: Όχι ένα νεκρό ν' ανασταίνεται, όχι ένα τυφλό να ξαναβλέπει, αλλά τη γη ολόκληρη να εγκαταλείπει το σκοτάδι της πλάνης.



Μέγιστη απόδειξη της Αναστάσεως είναι ότι ο Εσφαγμένος Χριστός έδειξε μετά τον θάνατο τόση δύναμη, ώστε έπεισε τους ζωντανούς να περιφρονήσουν και πατρίδα και σπίτι και φίλους και συγγενείς και την ίδια τη ζωή τους για χάρη του και να προτιμήσουν μαστιγώσεις και κίνδυνους και θάνατο. Αυτά δεν είναι κατορθώματα νεκρού κλεισμένου στον τάφο, αλλά αναστημένου και ζωντανού.

Πρόσεξε παρακαλώ· Οι απόστολοι, όταν μεν ζούσε ο Διδάσκαλος από τον φόβο τους τον πρόδωσαν κι εξαφανίσθηκαν όλοι. Ο Πέτρος μάλιστα τον αρνήθηκε με όρκο τρεις φορές. Όταν όμως πέθανε ο Χριστός, αυτός που τον αρνήθηκε τρεις φορές και πανικοβλήθηκε μπροστά σε μιαν υπηρετριούλα, τόσο απότομα άλλαξε, ώστε ν' αψηφήσει ολόκληρο λαό και μέσ' στη μέση του Ιουδαϊκού όχλου να διακηρύξει ότι ο σταυρωθείς και ταφείς αναστήθηκε εκ νεκρών την τρίτη ήμερα και ότι ανέβηκε στα ουράνια. Και τα κήρυξε όλα αυτά χωρίς να υπολογίσει τη φοβερή μανία των εχθρών και τις συνέπειες.

Πού βρήκε αυτό το θάρρος; Πού αλλού παρά στην Ανάσταση. Τον είδε και συνομίλησε μαζί του και άκουσε για τα μέλλοντα αγαθά, κι έτσι έλαβε δύναμη να πεθάνει γι' Αυτόν και να σταυρωθεί με την κεφαλή προς τα κάτω.

Το εξόχως σπουδαίο είναι ότι όχι μόνο ο Πέτρος και ο Παύλος και οι λοιποί απόστολοι, αλλά και ο Ιγνάτιος, που ούτε καν τον είδε ούτε απόλαυσε τη συντροφιά του, έδειξε τόση προθυμία για χάρη του, ώστε γι' Αυτόν πρόσφερε θυσία τη ζωή του.

Και μόνο ο Ιγνάτιος και οι απόστολοι; Και γυναίκες καταφρονούν τον θάνατο, που, πριν αναστηθεί ο Χριστός, ήταν φοβερός και φρικώδης ακόμη και σε άνδρες και μάλιστα αγίους.

Ποιος τους έπεισε όλους αυτούς να περιφρονήσουν την παρούσα ζωή; Φυσικά δεν είναι κατόρθωμα ανθρώπινης δυνάμεως να πεισθούν τόσες μυριάδες, όχι μόνο ανδρών, αλλά και γυναικών και παρθένων και μικρών παιδιών, να πεισθούν να θυσιάσουν την παρούσα ζωή, να τα βάλουν με θηρία, να περιγελάσουν τη φωτιά, να καταπατήσουν κάθε είδος τιμωρίας και να σπεύσουν προς τη μέλλουσα ζωή!



Και ποιος, παρακαλώ, τα κατόρθωσε όλ' αυτά; Ο νεκρός; Αλλά τόσοι νεκροί υπήρξαν και κανένας δεν έκανε τέτοια πράγματα. Μήπως ήταν μάγος και αγύρτης; Πλήθος μάγοι και αγύρτες και πλάνοι πέρασαν, αλλά ξεχάστηκαν όλοι, χωρίς ν' αφήσουν το παραμικρό ίχνος· μαζί με τη ζωή τους έσβησαν κι οι μαγγανείες τους. Η φήμη όμως κι η δόξα κι οι πιστοί του Χριστού κάθε μέρα αυξάνουν κι απλώνονται σ' όλη την οικουμένη.



Οι άπιστοι φρίττουν κι οι πιστοί διακηρύττουν:

Χριστός ανέστη! Αληθώς Ανέστη!

«Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».




Σάββατο 27 Απριλίου 2019

Ο θρήνος της Παναγίας μας




Μήτηρ του Θεού, Θεοτόκος, Χώρα του Αχωρήτου, Ζωοδόχος Πηγή, Αγία Σκέπη, Γλυκοφιλούσα, Γοργοϋπήκοος, Παραμυθία, η Παναγία μας ή απλώς η Μητέρα όλων. Στη συνείδηση του απλού ορθόδοξου λαού η Παναγία δεν είναι ένα απόμακρο, απόκοσμο πρόσωπο σε κάποιο θρόνο κι ας τη λέει Παντάνασσα εικονίζοντας τη δόξα της. Ούτε είναι ισόθεος, αλλά οι ορθόδοξοι την τιμούν ιδιαιτέρως. Περισσότερο την αισθάνονται ως τον πιο δικό τους άνθρωπο στον οποίο μπορούν να καταφύγουν σε κάθε δύσκολη στιγμή. Η φράση «Παναγία μου» εκφέρεται πρώτη στο στόμα του κόσμου. Στην Παναγία τρέχουν ασθενείς και πεφορτισμένοι για να βρουν ανάπαυση και στην Παναγία εναποθέτουν οι πιστοί τις ελπίδες τους. Ξέρουν ότι η γλυκύτατη Μητέρα του Χριστού δεν παραβλέπει τις αιτήσεις μας και γίνεται ο καλύτερος πρεσβευτής μας ενώπιον του Θεού και Υιού της.

Τέτοιες ημέρες των παθών, της Σταύρωσης και του θανάτου του Χριστού μας, ο λαός στρέφεται προς το πρόσωπο της Παναγίας του συναισθανόμενος τον σπαραγμό της πάναγνης ψυχής της βλέποντας τον γυιο της να χύνει το άμωμο αίμα Του για να μας σώσει. Η υμνωδία της Εκκλησίας αλλά και η λαϊκή μούσα αναπαράγει εις τους αιώνες τον πόνο και τον θρήνο της, τον πόνο και τον θρήνο της μάνας που βλέπει το τέλος του γυιου της, που παρά την φύσιν των πραγμάτων θάβει πρώτη εκείνη το σπλάχνο της.

Η δημοτική μας παράδοση μάς κατέλιπε μέσω του στόματος του απλού λαού -ο οποίος δεν θεολογεί αλλά αισθάνεται βαθύτατα τη θλίψη της Μητέρας του και συμπονεί- μερικά από τα συγκλονιστικότερα μοιρολόγια. Όπως είναι φυσικό δεν αναμένουμε ούτε μια πεζή ιστορική καταγραφή των γεγονότων, ούτε μια θεολογική προσέγγιση. Με το ύφος του δημοτικού τραγουδιού και την επιτρεπόμενη ανθρωποκεντρική υπερβολή, το μοιρολόι της Παναγίας συγκλονίζει τον πιστό Έλληνα ακόμη και σήμερα. Όπως γράφει η Μιράντα Τερζοπούλου (δίσκος: Δόμνα Σαμίου, Τα Πασχαλινά):

Το ευρύτατα διαδεδομένο σ' όλο τον ελληνικό χώρο Μοιρολόι ή Καταλόι της Παναγιάς είναι ένα μεσαιωνικό μακροσκελές ομοιοκατάληκτο στιχούργημα λόγιας προέλευσης, αλλά εντυπωσιακά πλατιάς λαϊκής αποδοχής. Επηρεασμένο από τις σχετικές περικοπές των Ευαγγελίων και την υμνογραφία της Εκκλησίας αποτελεί έναν ανθρωποκεντρικό αφηγηματικό θρήνο για τη μαρτυρική πορεία του Χριστού προς τον σταυρικό θάνατό Του, ιδωμένη μέσα από τα μάτια και τα συναισθήματα της τραγικής του μάνας. Τραγουδισμένο από τις γυναίκες γύρω από τον «τάφο» του Χριστού, κατά το ήθος και το ύφος των οικείων τους κοσμικών μοιρολογιών, εκφράζει τη συμπόνοια, την ταύτισή τους με τη μητρική, ανθρώπινη πλευρά της Παναγιάς. Ωστόσο ο τρόπος της τελετουργικής του επιτέλεσης αποκαλύπτει τις προχριστιανικές ρίζες του εθίμου.
Αν και υπάρχουν κατά τόπους διαφορές, σε επί μέρους στοιχεία του τραγουδιού ή στη μελωδική του εκφορά, η δομή και η φόρμα του Μοιρολογιού καθώς και η λειτουργία του παρουσιάζουν εντυπωσιακές ομοιότητες από την Κάτω Ιταλία μέχρι τον Πόντο και την Κύπρο.


Επιπρόσθετα μαθαίνουμε πως στην Κύπρο
Ο θρήνος της Παναγίας τραγουδιόταν τη νύχτα της Μ. Παρασκευής μετά την περιφορά του Επιταφίου, μέσα ή στο προαύλιο της εκκλησίας. Τον τραγουδούσαν μέσα από χειρόγραφα τετράδια δύο-τρία άτομα (συνήθως πάντα τα ίδια) ο ένας μετά τον άλλο με θρηνώδες ύφος, παρασέρνοντας σε δάκρυα τους πιστούς που συμμετείχαν με τον τρόπο αυτόν στον πόνο της Μητέρας του Θεού, μα και στον ανθρώπινο πόνο της μάνας Μαρίας. (δίσκος: Μιχάλης Τερλικκάς, Των Γεννών τζαι της Λαμπρής: Θρησκευτικά τραγούδια της Κύπρου και ύμνοι).
Μέσα σ' αυτό το λαϊκό πνεύμα κινούνται και οι στίχοι του Κώστα Βάρναλη που μελοποιήθηκαν από τον Λουκά Θάνου και έγιναν γνωστοί με μοναδική φωνή του Ξυλούρη.

Πού να σε κρύψω γιόκα μου 
να μη σε φτάνουν οι κακοί 
σε ποιο νησί του ωκεανού 
σε πια κορφή ερημική. 

Δεν θα σε μάθω να μιλάς 
και τ' άδικο φωνάξεις 
ξέρω πως θα 'χεις την καρδιά 
τόσο καλή τόσο γλυκή 
που μες τα βρόχια της οργής 
ταχιά, ταχιά θε να σπαράξεις. 

Συ θα'χεις μάτια γαλανά 
θα 'χεις κορμάκι τρυφερό 
θα σε φυλάω από ματιά κακή 
και από κακό καιρό 

Από το πρώτο ξάφνιασμα 
της ξυπνημένης νιότης 
δεν είσαι συ για μάχητες 
δεν είσαι συ για το σταυρό 
εσύ νοικοκερόπουλο 
όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης 

Κι αν κάποτε τα φρένα σου 
το δίκιο φως της αστραπής 
κι αν η αλήθεια σου ζητήσουνε 
παιδάκι μου να μην τα πεις 

Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν 
το φως να το σηκώσουν 
δεν είναι η αλήθεια πιο χρυσή
απ' την αλήθεια της σιωπής 
χίλιες φορές να γεννηθείς
τόσες, 
τόσες θα σε σταυρώσουν.



Επιτρέψτε μου, όμως, λίγο λόγω καταγωγής, λίγο λόγω ερμηνείας και μελωδίας και λίγο λόγω άλλων συνειρμών, να θέλω να κλείσω με μια κυπριακή παραλλαγή του θρήνου της Παναγίας τραγουδημένη από την Κυριακού Πελαγία.

Αδέ μαντάτο σκοτεινόν τζαι μέρα λυπημένη
όπου μου ήρτε σήμερα στην πολλοπικραμένη
επιάσαν τον υιούλην μου τζι είμαι φαρμακωμένη
τζαι πώς με κλαίεις ουρανέ τζαι γη σκοτεινιασμένη.

Θωρώντας πως επιάσασιν τον Ποιητήν του κόσμου
τα φύλλα της καρδούλας μου, τα μάθκια μου, το φως μου
μανάδες κουβεντιάστε με, πέτε μου πού 'ν' ο γυιος μου!
Άγιε Γιάννη τίμιε τζαι μαθητή του γυιου μου
δείξε μου τον υιούλην μου τζαι σέν' τον δάσκαλόν σου.

Θαυμάζουμε σε Δέσποινα τα λόγια που μου λέεις
εβύζασες, ενίωσες τζαι δεν Τον ιγνωρίζεις
τζι εγιώ ο φτωχός ο μαθητής πώς θα τον ιγνωρίσω;
Εβάλαν με στα βάσανα να μεν το 'μολοήσω,
μ' αφού 'σαι η Κυρία μου θα σου το μαρτυρήσω!

Βλέπεις Τον τζείνον τον χλομό στη μέση σταυρωμένον
τζείνος εν ο υιούλης σου τζαι μέν' ο δάσκαλός μου! 
Βρίσκεται πάνω στο σταυρό νεκρός τζαι σταυρωμένος
να σώσει ορθόδοξον λαόν όπου 'ναι κολασμένος.

Ως το δρικά η Δέσποινα έγειρεν τζι ελιώθην
τρία κανιά ροδόσταμμαν αγγέλοι μυροφόροι
όσον τζαι πολλιώσαν την τζι εσύφφερεν τον νουν της
επολοήθην Δέσποινα τζαι λέει του υιού της:

Τζαι πού μασιαίριν να σφαώ, λάκκον να δώσω μέσα
τζαι πού κρεμμόν κρεμμύτερον να πάω να κρεμμίσω
τον γυιον μου τον μονογενήν να τον 'πολησμονήσω!

Οι μυροφόρες του Χριστού εστέκασιν κοντά της
η μι' έπιανε τα χέρια της τζι η άλλη τα γόνατά της
τζείνη έδερνε τα στήθη της τζι ετράβαν τα μαλλιά της!