Σύμφωνα με ομόφωνη αγιοπατερική μαρτυρία την οποία επιβεβαιώνει αδιάκοπη εκκλησιαστική παράδοση αιώνων, οι ειδικές ευχές για τους νεκρούς θεσπίστηκαν από τους αγίους αποστόλους (1). H θέσπιση αυτή έχει δύο βασικά δογματικά θεμέλια: α) την έννοια της Εκκλησίας ως κοινωνίας αγίων, που αποτελείται όχι μόνο από τους ζωντανούς αλλά και τους «κεκοιμημένους» χριστιανούς και β) την πίστη στη μεταθανάτια ζωή, την ανάσταση και την τελική κρίση.
Επιπλέoν, η διδασκαλία και η διαχρονική πράξη της Εκκλησίας, μας προτρέπουν να εκδηλώνουμε τη μέριμνα μας για την ανάπαυση μιας ψυχής όχι μόνο με προσευχές, αλλά και με έργα αγάπης. Έτσι, οι Αποστολικές Διαταγές παραγγέλνουν να προσφέρονται στους φτωχούς ορισμένα από τα υπάρχοντα του νεκρού στη μνήμη του. Και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, συμβουλεύει να κάνουμε τέτοιες αγαθοεργίες, «ώστε, αν μεν ο νεκρός είναι αμαρτωλός, ν’ απαλλαγεί από τις αμαρτίες του· και αν είναι δίκαιος, να λάβει μεγαλύτερο μισθό και ανταπόδοση».
Οι προσευχές, από το άλλο μέρος, για τους νεκρούς περιλαμβάνουν τόσο την μνημόνευση των ονομάτων τους στις θείες λειτουργίες, όσο και την τέλεση ειδικών ακολουθιών, των μνημοσύνων.
Ήδη στις Αποστολικές Διδαχές βρίσκεται η διάκριση των μνημοσύνων σε «τρίτα», «ένατα», «τεσσαρακοστά» και ενιαύσια» (ετήσια), ανάλογα με το χρόνο τελέσεως τους από την ημέρα του θανάτου.
Πολλοί συμβολισμοί των επιμέρους μνημοσύνων αναφέρονται από τους πατέρες. Οι κυριότεροι είναι οι εξής: Τα «τρίτα» συμβολίζουν την ανάσταση του Κυρίου μετά την τριήμερη παραμονή Του στον τάφο και τελούνται με την ευχή ν’ αναστηθεί και ο νεκρός στην ουράνια βασιλεία (2). Τα «ένατα» τελούνται για τα εννέα τάγματα των άυλων αγγέλων, με την ευχή να βρεθεί κοντά τους η άυλη ψυχή του νεκρού. Τα «τεσσαρακοστά» τελούνται για την ανάληψη του Κυρίου, που έγινε σαράντα μέρες μετά την ανάστασή Του. Με την ευχή να ν’ «αναληφθεί» και ο νεκρός, να συναντήσει το Χριστό στους ουρανούς και να ζήσει για πάντα μαζί Του. Τα «ενιαύσια» (ετήσια), τέλος, τελούνται την επέτειο ημέρα του θανάτου, σε ανάμνηση των γενεθλίων του νεκρού, καθώς, για τους πιστούς χριστιανούς, ημέρα της αληθινής γεννήσεως είναι η ημέρα του σωματικού θανάτου και της μεταστάσεως στην αιώνια ζωή. Μνημόσυνα, αντίστοιχα με τα παραπάνω, τελούνται τον τρίτο, έκτο και ένατο μήνα από την ημέρα του θανάτου («τρίμηνα», «εξάμηνα», «εννεάμηνα»).
Τη μεγαλύτερη ωφέλεια, πάντως, στους νεκρούς την προξενεί η τέλεση της θείας ευχαριστίας στη μνήμη τους, γιατί τότε, με τις μερίδες τους στο άγιο δισκάριο, «ενώνονται αόρατα με το Θεό και επικοινωνούν μαζί Του και παρηγορούνται και σώζονται και ευφραίνονται εν Χριστώ» (άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης).
Εκτός από τα ειδικά για κάθε νεκρό μνημόσυνα, η Εκκλησία έχει στις καθημερινές ακολουθίες της, γενικές δεήσεις για τους «κεκοιμημένους», όπως είναι λ.χ. το νεκρώσιμο μέρος του μεσονυκτικού και οι σχετικές αναφορές στις εκτενείς του εσπερινού, του όρθρου και της θείας λειτουργίας. Έχει, επίσης, καθιερώσει και ειδικές ημέρες μνημοσύνων. Τα Σάββατα σχεδόν όλου του εκκλησιαστικού έτους, και ιδιαίτερα τα προηγούμενα των Κυριακών της Απόκρεω και της Πεντηκοστής (Ψυχοσάββατα), είναι αφιερωμένα στη μνήμη των νεκρών.
Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί, αν και αυτονόητο, ότι η Εκκλησία τελεί μνημόσυνα μόνο για του χριστιανούς που κοιμήθηκαν μέσα στους κόλπους της.
Όσα συνοπτικά αναφέρθηκαν πιο πάνω για τα μνημόσυνα και, γενικότερα, την κοινωνία των ζωντανών με τα «κεκοιμημένα» μέλη της Εκκλησίας, δηλαδή όλων των μελών του θεανθρώπινου σώματος του Χριστού, είναι αφενός ενημερωτικά για τον «αμύητο» αναγνώστη και αφετέρου προοιμιακά της πραγματείας του οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού «Περί των εν πίστει κεκοιμημένων», αποσπάσματα της οποίας ακολουθούν σε ελεύθερη νεοελληνική απόδοση.
Μ’ αυτό το έργο του ο μεγάλος άγιος και θεολόγος του 8ου αιώνα συνοψίζει τη διδασκαλία της Εκκλησία μας για τα μνημόσυνα και, χρησιμοποιώντας πλήθος πατερικών μαρτυριών, απαντά σε πολλά ερωτήματα, που σχετίζονται με την ιστορική προέλευση, τη σημασία και τη σκοπιμότητά τους.
(1) Και οι Ιουδαίοι πρόσφεραν θυσίες για την εξάλειψη των αμαρτιών «των μετ’ ευσεβείας κοιμωμένων» (Β΄ Μακ.12:45)
(2) Σχετικός είναι και ο θεολογικός συμβολισμός των κολλύβων που προστίθενται σε κάθε μνημόσυνο. Το σιτάρι συμβολίζει την ταφή, την ανάσταση και την πέρα από τον τάφο ζωή του ανθρώπου, καθώς, πέφτοντας στη γη, σαπίζει και «πεθαίνει». Απ’ αυτόν το «θάνατό» του όμως βλασταίνει μια νέα ζωή.
Η ωφέλεια από τα μνημόσυνα
Ο διάβολος, ο άδειος από καθετί καλό και θεάρεστο, με πρόσχημα αλλόκοτο και παράδοξο και ολότελα άθεσμο, έπεσε πάνω σε κάποιους και τους φύτεψε την ιδέα ότι τάχα δεν ωφελούν σε τίποτα τους νεκρούς όλες οι θεάρεστες πράξεις, που γίνονται για τις ψυχές. Γιατί λένε, χρησιμοποιώντας αγιογραφικά χωρία για να στηρίξουν την άποψή τους, «Ο καθένας θα πάρει την αμοιβή του ανάλογα με τα όσα καλά ή κακά έπραξε σ’ αυτή τη ζωή» (Β΄ Κορ.5:10) και «Στον άδη ποιος θα μετανοήσει ενώπιόν Σου;» (πρβλ.Ψαλμ.6:6) και «Εσύ, Κύριε, θα αμείψεις ή θα τιμωρήσεις τον καθένα ανάλογα με τα έργα του» (Ψαλμ.61:13) και «ό,τι έσπειρε ο καθένας, αυτό και θα θερίσει». (πρβλ.Γαλ.6:7).
Αλλά, σοφοί μου, θα λέγαμε σ’ αυτούς, ερευνήστε και μάθετε, ότι όσο μεγάλος κι αν είναι ο φόβος που μας εμπνέει ο Θεός, ο Κύριος των όλων, πολύ πιο μεγάλη είναι η αγαθότητά Του. Και οι απειλές Του είναι, βέβαια φοβερές, μα και η φιλανθρωπία Του αφάνταστα μεγάλη. Και οι καταδίκες Του είναι φρικτές, μα και η ευσπλαχνία Του πέλαγος απέραντο.
Προσέξτε τι λέει η Αγία Γραφή:
Όταν στη Σιών, την πόλη του μεγάλου βασιλιά, ο Ιούδας ο Μακκαβαίος είδε το λαό του θανατωμένο από τους εχθρούς, έψαξε και βρήκε μέσα στους κόρφους τους μικρά είδωλα. Αμέσως, με κάθε ευλάβεια και αγάπη, πρόσφερε για τον καθένα τους εξιλαστήρια θυσία στον σπλαχνικό Κύριο. Γι’ αυτό και στη Γραφή θαυμάζεται για την πράξη του εκείνη, καθώς και για όλες τις άλλες (βλ. Β΄ Μακκ. 12:38-45).
Οι μαθητές του Σωτήρα μας, πάλι, οι μύστες και αυτόπτες του Λόγου, οι θείοι απόστολοι, που σαγήνεψαν τον κόσμο, θέσπισαν να γίνεται μνημόνευση των πιστών νεκρών κατά την τέλεση των αχράντων και ζωοποιών μυστηρίων. Από τότε μέχρι τώρα η αποστολική και καθολική Εκκλησία του Χριστού, σ’ όλα τα μέρη της γης, κρατάει σταθερά και αναντίρρητα αυτή την παράδοση, και θα την κρατάει ως τη συντέλεια του κόσμου.
Αυτό, οπωσδήποτε, δεν το θέσπισαν ούτε αλόγιστα ούτε άσκοπα ούτε τυχαία. Γιατί τίποτε ανώφελο δεν έχει παραλάβει η αλάθητη χριστιανική θρησκεία και τίποτε άχρηστο δεν έχει διατηρήσει σταθερά τόσους αιώνες. Όλα όσα έχει παραλάβει και διατηρήσει είναι και χρήσιμα και θεάρεστα και πολύ ωφέλιμα και πολύ σωτήρια.
Ας δούμε, όμως, τι έχουν πει γι’ αυτό το θέμα οι παλαιότεροι άγιοι πατέρες.
Ο μεγάλος και βαθύς γνώστης των θείων Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, στο έργο του για την εκκλησιαστική ιεραρχία, γράφει ακριβώς τα εξής: «Οι προσευχές των αγίων και σ’ αυτή τη ζωή και, πολύ περισσότερο, μετά το θάνατο, επιδρούν σ’ εκείνους που είναι άξιοι ιερών ευχών, δηλαδή στους πιστούς». Και πάλι: «Ο πανάγαθος Θεός ζητάει να συγχωρήσει όλα τα πταίσματα, που οφείλονται στην ανθρώπινη αδυναμία, και να τους τοποθετήσει στη χώρα των ζωντανών, στους κόλπους του Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ιακώβ, απ’ όπου έχουν φυγαδευθεί ο πόνος, η λύπη και ο στεναγμός, παραβλέποντας με την αγαθότητα της θεαρχικής Του δυνάμεως τις αμαρτίες που έκανε ο νεκρός από ανθρώπινη αδυναμία, αφού, όπως λέει η Γραφή, κανένας δεν είναι καθαρός από αμαρτία.
Βλέπεις εσύ που αντιλέγεις, πώς βεβαιώνει ότι είναι ωφέλιμες οι δεήσεις γι’ αυτούς που πέθαναν με την ελπίδα τους στον Θεό;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου