Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ (ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΝΗΤΕΣ ΤΗΣ)


Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
ΩΣ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΜΕ ΤΟ ΘΕΟ
ΚΑΙ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΦΗΤΕΙΩΝ

Ἐκ φυλλαδίου Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σύρου,
ἐκδοθέντος τὸν Ἀπρίλιο 2005
Σὰν μυτερὴ λόγχη καρφώθηκε στὴν καρδιὰ τοῦ Ἅδη ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ ἐνῶ ὁ στρατιώτης κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ «ἔνυξεν» τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ, τὸ θανατηφόρο χτύπημα δόθηκε, ἀόρατα καὶ ἀθέατα γιὰ τοὺς πολλούς, ὄχι στὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ - πὼς ἄλλωστε νὰ πεθάνει ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ζωῆς; - ἀλλὰ στὸν ἴδιο τὸ σατανᾶ καὶ τὸ βασίλειό του, ὁ ὁποῖος ἔκτοτε αἱμορραγεῖ καὶ μάλιστα θανάσιμα. Ὡς ἱστορικῶς ἀναμφισβήτητο γεγονὸς ὑψίστης σημασίας, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτέλεσε τὴν ἀρχὴ τῆς ἀναπλάσεως καὶ τῆς ζωῆς, γιὰ κάθε χωματένιο καὶ θαμμένο στὴν ἁμαρτία ἄνθρωπο, ἐὰν φυσικὰ αὐτὸς ὁ ἴδιος τὸ ἐπιθυμεῖ.
Ἡ σταυρικὴ θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸ Γολγοθᾶ ὑπῆρξε ἡ μεγαλύτερη ἐξιλαστήρια θυσία ὅλων τῶν αἰώνων καὶ γιὰ ὅλο τὸ Σύμπαν, γιὰ τὸν ὁρατό, μὰ καὶ τὸν ἀόρατο κόσμο. Γιατὶ μὲ τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, ἕνωσε ὁ Κύριος Ἰησοῦς γῆ καὶ οὐρανὸ καὶ συμφιλίωσε τὸν Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Μὲ τὴν ἀνάστασή Του ὁ μοναδικός Θεάνθρωπος τῆς ἰστορίας, ἔσχισε τὸ χειρόγραφο τῆς ἔχθρας πάνω στὸ σταυρό, ἀνακεφαλαίωσε τὰ πάντα στὸν ἑαυτό Του καὶ ἀνέστησε τὸν πεπτωκότα ἄνθρωπο, ποὺ βρισκόταν ὑπόδικος καὶ δέσμιος στὰ χέρια τοῦ «ἀντιδίκου» διαβόλου, ἤδη ἀπὸ τὴν στιγμὴ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Καὶ θυμίζει συμβολικὰ ἡ θυσία Του, τὸ τρύπημα τοῦ στήθους τῆς πελεκάνας μάνας μὲ τὸ ράμφος της, γιὰ νὰ θρέψει τὰ παιδιά της, ὅταν κινδυνεύουν νὰ πεθάνουν ἀπὸ πεῖνα. Θανατώθηκε ἑκούσια Ἐκεῖνος, ὁ ἀναμάρτητος, γιὰ νὰ ζωοποιηθοῦμε ἐμεῖς, οἱ ἁμαρτωλοί. Ὁ Ἀπ. Παῦλος γράφει: «ὁ Χριστὸς μᾶς ἐξαγόρασε ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ νόμου, μὲ τὸ νὰ γίνει ὁ ἴδιος γιὰ χάρη μας κατάρα» (Γαλ. γ´ 13). Ἀπὸ τὴν ἀνοιγμένη πλευρά Του προῆλθε ἡ νέα Εὔα, ἡ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι μία ἀστείρευτη πηγὴ ζωῆς. Τώρα πιὰ ὁ καθένας ἔχει τὴ δυνατότητα «νὰ μὴ χαθεῖ, ἀλλὰ νὰ ἔχει ζωὴ αἰώνια» (Ἰω. γ´ 16).
Μὲ τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἐκπληρώθηκαν καὶ ὁλοκληρώθηκαν κατὰ γράμμα ὅλες οἱ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ ἀφοροῦσαν στὸ πρόσωπό Του, γεγονός ποὺ ἕναν ἀντικειμενικὸ ἐρευνητὴ τὸν καθιστᾶ ἀπὸ ἄθεο, πιστὸ χριστιανό, ἢ ἀπὸ ἀπλὰ πιστό, συνειδητότερο καὶ πιὸ ὑπεύθυνο. Νά μερικὲς ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες αὐτὲς μαρτυρίες τῆς θεότητας τοῦ Χριστοῦ: «Τρύπησαν τὰ χέρια μου καὶ τὰ πόδια μου», ἀναφωνεῖ ὁ βασιλιᾶς Δαυΐδ (Ψαλμ. 21). Ποτὲ ὅμως ὁ Δαυῒδ δὲν σταυρώθηκε, οὔτε ὑπῆρχε στὴν ἐποχή του ἡ ποινὴ τῆς σταυρώσεως. Ἐμφανέστατα προφητεύει τὴν Σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ. «Δὲν θὰ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχή μου στὸν ᾅδη, οὔτε θὰ ἐπιτρέψεις νὰ γνωρίσει ὁ ἅγιός σου ῾διαφθορά᾿ (σωματικὴ ἀποσύνθεση)» (Ψαλμ. ιε´). Ὁ «προφητάναξ» ἀσφαλῶς ἐγνώριζε ὅτι τὸ σῶμα του μετὰ τὸ θάνατό του θὰ ἀκολουθοῦσε τοὺς νόμους τῆς φθορᾶς τῆς φύσεως. Δὲν μιλᾶ λοιπὸν γιὰ τὸ δικό του θάνατο, ἀλλὰ γιὰ τὸν τριήμερο θάνατο τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ «ἀναλλοίωτος βασιλεὺς» δὲν ἐγνώρισε σωματικὴ ἀποσύνθεση, ἀφοῦ εἶναι τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας ἐνσαρκωμένο καὶ Θεὸς ὁ ἴδιος.
Ξεκάθαρα ἀκόμη ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀποκαλύπτεται ἀπὸ τὸν ποιητή, προφήτη καὶ βασιλέα Δαυῒδ στὸν Ψαλμ. ρθ´, ποὺ θεωρεῖται γι᾿ αὐτὸ χριστολογικός, ὅταν λέγει: «Εἶπε ὁ Κύριος στὸν Κύριό μου: Κάθησε στὰ δεξιά μου μέχρις ὅτου κάνω τοὺς ἐχθρούς σου χαλάκι γιὰ τὰ πόδια σου». Ἀπὸ τὸ χωρίο αὐτὸ φαίνεται ὅτι ὁ Θεός-Πατέρας ἀπευθύνεται στὸν Θεό-Ὑιό του (καὶ οἱ δύο ἀποκαλοῦνται ἄλλωστε ἀπὸ τὸν Δαυῒδ μὲ τὸ ὄνομα «Γιαχβέ»), ὅτι ὁ δεύτερος Κύριος (ὁ Χριστός) ἤδη κάθεται στὰ δεξιὰ τῆς Θεότητας μετὰ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀνάληψή Του καὶ ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει ἐχθρούς, οἱ ὁποῖοι θὰ τὸν σταυρώσουν, θὰ τὸν θανατώσουν καὶ θὰ τὸν ἐμπαίξουν (διαχρονικῶς μὲ τὴν ἀθεΐα, τὶς αἰρέσεις καὶ τὴν ἀνηθικότητα) ἀλλὰ στὸ τέλος ὅμως (στὴ Δευτέρα Παρουσία Του) θὰ ὑποταχθοῦν στὸ θέλημά Του (θὰ γίνουν «ὑποπόδιον τῶν ποδῶν Του»).
Ὁ προφήτης Ἡσαΐας ὁλοκάθαρα ἀναφωνεῖ: «Αὐτὸς φέρει πάνω του τὶς ἁμαρτίες μας καὶ γιὰ μας ὑποφέρει» (κεφ. 53), ἔχοντας ἐνώπιόν του τοὺς λόγους τῶν παθῶν τοῦ Μεσσία. Μία ἄλλη μαρτυρία τοῦ προφήτη Ζαχαρία ἀφορᾶ στὸ σταυρικὸ θάνατο τοῦ ἐκλεκτοῦ: «Θὰ ἀτενίσουν ἐμένα τὸν ὁποῖον ἐλόγχισαν» Καὶ τέλος: «κόκκαλό του δὲν θὰ συντρίψετε» (Ἔξ. ιβ´ 10, Ἀριθ. θ´ 12). Πράγματι ἐνῶ οἱ στρατιῶτες ἐσπασαν τὰ μηριαῖα ὀστὰ τῶν δὺο ἄλλων κακούργων γιὰ νὰ ἐπιφέρουν γρηγορότερο θάνατο, τὸν Ἰησοῦ δὲν τὸν ἄγγιξαν, διότι εἶχε ἤδη ἐκπνεύσει. Ἀλλὰ καὶ ἡ προφητεία τοῦ τραγικοῦ ποιητῆ Αἰσχύλου πραγματοποιήθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου, ποὺ ἀναφέρεται στὸν «Προμηθέα Δεσμώτη» μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἑρμῆ, πρὸς τὸν δεμένο στὸν Καύκασο Προμηθέα: «Δὲν θὰ πάρουν τέλος τὰ βάσανά σου, μέχρις ὅτου κατέβει ἕνας θεὸς στὰ βάθη τοῦ ἅδη γιὰ νὰ πάρει πάνω του τὰ πάθη σου».
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ θανάτου Του (Παρασκευὴ 3μ.μ. ἕως Κυριακὴ πρωὶ) ὁ σωτήρας τῶν ὅλων (ἡ θεότητα μαζὶ μὲ τὴν ψυχή του) κήρυξε στὰ «ἐν τῇ φυλακῇ πνεύματα» τοῦ ᾅδη τὸ εὐαγγέλιο τῆς λύτρωσης. Αὐτὸν δηλαδὴ τὸν Ἴδιον. Καὶ ἔσωσε πολλούς (Α´ Πέτρ. γ´ 18-20), ἐνῶ τὰ εὐσεβῆ μέλη τοῦ Μ. Συνεδρίου, Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημος, ἀποκαθήλωναν καὶ ἔθεταν τὸ «ἄπνουν» ἔνδοξο σῶμα σὲ ἀμεταχείριστο καὶ καινούριο μνῆμα. Δεκαέξι ἔνοπλοι στρατιῶτες στὴ συνέχεια ἐπιτηροῦσαν τὴ σφραγισμένη εἴσοδο.
Γιὰ τὸν φιλόσοφο Ρενάν, πολὺ ὀρθὰ «ὁ Χριστιανισμός στηρίζεται πάνω στὸν ἄδειο τάφο τοῦ Ἰησοῦ». Γιατὶ «ἂν ὁ Χριστός δὲν ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς», ἐπισημαίνει ὁ ἀπ. Παῦλος, «εἶναι μάταιη ἡ πίστη μας καὶ κενὸ τὸ κήρυγμά μας». Μὰ ὁ Χριστός άληθινὰ «σηκώθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς», συνεχίζει, καὶ ἀποτελεῖ ἡ ἀνάστασή Του τὴν «ἀρχὴ τῆς ἀνάστασης ὅλων τῶν κεκοιμημένων» (Α´ Κορ. ιε´ 20). Ἡ ἀνάστασή Του ἔγινε ἡ «ἐγγύηση καὶ ἡ ἀφετηρία τῆς ἀνάστασης ὅλων. «Μέσα στὸν Χριστὸ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ ὅλοι θὰ ζωοποιηθοῦν» (Α´ Κορ. ιε´ 20-21), ἀφοῦ ἐκεῖνος εἶναι «ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» καὶ ὅποιος πιστεύει σ᾿ Αὐτὸν «κι ἂν ἀκόμη πεθάνει, θὰ ζήσει» (Ἰω. ια´ 25).
Πολλοὶ καὶ ἰδιαίτερα στοὺς αἰῶνες τοῦ Διαφωτισμοῦ (17ος, 18ος, 19ος αἰ.) ἀμφισβήτησαν τὴν πραγματικότητα τῆς «ἐκ νεκρῶν ἔγερσης» τοῦ θεανθρώπου καὶ οἱ κατηγορίες συνοψίζονται σὲ τρεῖς κυρίως:
1. Ὁ Ἰησοῦς δὲν πέθανε, ἰσχυρίζονται, ἀλλὰ λιποθύμησε πάνω στὸν Σταυρὸ. Ἀργότερα μέσα στὸν τάφο συνῆλθε, βγῆκε καὶ παρουσιάσθηκε στοὺς μαθητές του ὡς ἀνάστημένος.
2. Οἱ μαθητές του δῆθεν ἔκλεψαν τὸ πτῶμα του, τὸ ἔκρυψαν καὶ παρουσίασαν τὴν ὑπόθεση ὅτι ὁ δάσκαλός τους ἀναστήθηκε.3. Οἱ μυροφόρες καὶ οἱ μαθητές του «φαντάστηκαν» ἀνάστημένο τὸν Ἰησοῦ, γιατὶ τὸν ἀγαποῦσαν πολὺ καὶ τὸν εἶχαν πιστέψει ὅσο ζοῦσε.

1. Η ΔΗΘΕΝ ΛΙΠΟΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ

Ὅσον ἀφορᾶ στὴν πρώτη ἀντιχριστιανικὴ ἐπίθεση, ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε τὰ ἑξῆς:
  • Ὁ Χριστός δέχθηκε ἰσχυρὸ λόγχισμα πάνω στὸν Σταυρό, ἀπ᾿ τὴν πληγὴ τοῦ ὁποίου ἔτρεξε «ὕδωρ καὶ αἷμα». Ἀπόδειξη ὅτι εἶχε πεθάνει, ἀφοῦ ἐξηγεῖται θαυμάσια σήμερα ἀπὸ τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη, ὅτι μόνο σὲ ἕνα νεκρὸ σῶμα, μὲ τὸ πλῆγμα ποὺ δέχθηκε, θὰ μποροῦσε νὰ ἐμφανισθεῖ αἷμα καὶ νερὸ ἀπὸ τὴν ἀνοικτὴ πληγή.
  • Ὁ ἴδιος πρὸ τοῦ θανάτου του «κράξας φωνῇ μεγάλῃ» (Ματθ. κζ´ 50) ἀνεφώνησε «τετέλεσται», ποὺ σημαίνει ὅτι τὴν ὥρα ἐκείνη «κλίνας τὴν κεφαλήν παρέδωκε τὸ πνεῦμα» (Ἰω. ιθ´ 30).
  • Οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες ἧσαν οἱ πλέον ἔμπειροι στὸν σταυρικὸ θάνατο, λόγω τῶν, ἀπείρου πλήθους, σταυρωμένων ποὺ εἶχαν περάσει ἀπὸ τὰ χέρια τους καὶ ὥς ἐκ τούτου δὲν θὰ ξέφευγε ἀπ᾿ αὐτοὺς κανείς ζωντανός. Ἄλλωστε πιστοποίησαν διὰ τοῦ Κεντυρίωνος στὸν Πιλᾶτο ὅτι εἶχε πεθάνει ὁ Ἰησοῦς. Ἐκεῖνος τότε «ἐθαύμασε ποὺ εἶχε ἦδη πεθάνει καὶ παρέδωσε τὸ σῶμα γιὰ νὰ ταφεῖ».
  • Ποτὲ καὶ γιὰ κανένα σταυρωμένο δὲν ἀναφέρεται στὴν ἰστορία πὼς ἐπέζησε κατόπιν ἀπὸ τὸ μαρτύριο. Ὁ θάνατος ἐπερχόταν μετὰ ἀπὸ τρεῖς, ἢ τὸ ἀργότερο ἕξη ὧρες, ἐξαιτίας τοῦ πόνου καὶ τῆς άκατάσχετης αἱμορραγίας ἀπὸ τὰ σιδερένια καρφιὰ καὶ τὶς πληγές, ἀπὸ τὴν ἀσφυξία ποὺ προξενοῦσε τὸ σχῆμα τοῦ σώματος πάνω στὸ σταυρό, τὴν ἔλλειψη ὀξυγόνου στὸν ἐγκέφαλο καὶ τὴν διακοπὴ τῆς καρδιακῆς λειτουργίας.
  • Οἱ ἴδιοι οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν παραδεχτεῖ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἐγνωστοποίησαν στὸν Πιλᾶτο, ζητῶντας νὰ φυλάξουν στρατιῶτες τὸ μνῆμα, μήπως κλέψουν οἱ μαθητές του τὸ σῶμα του καὶ διαδώσουν ὅτι ἀναστήθηκε, ὅπως τὸ εἶχε ἀναγγείλει ὁ ἴδιος, ἐνῶ ἀκόμη ζοῦσε.
  • Καὶ ἂν ἀκόμη, ὑποθετικὰ μιλῶντας, εἶχε λιποθυμήσει ὁ Ἰησοῦς πάνω στὸν Σταυρό, θὰ πέθαινε σίγουρα ἀπὸ ἀσφυξία μέσα στὸν τάφο, φασκιωμένος καὶ περιτυλιγμένος μὲ σάβανα καὶ στὸ στόμα καὶ στὴ μύτη, χωρίς νὰ μπορεῖ νὰ άναπνεύσει ἀπὸ τὰ πολλὰ ἀρώματα, τὴν ἔλλειψη ὀξυγόνου καὶ ἀπὸ τὴν μεγάλη ταλαιπωρία, τὶς λιποθυμικὲς τάσεις καὶ τὶς πληγές ποὺ ὑπέστη. Ἀκόμη ἡ δροσερότητα τοῦ βράχου τοῦ τάφου, ποὺ θὰ ἔριχνε πολὺ περισσότερο τὴν έλάχιστη θερμοκρασία τοῦ σώματος, θὰ ἐπέφερε ἀσφαλῶς τὸν θάνατο. Ὅλα αὐτὰ ἀπομακρύνουν κάθε ὑποψία περὶ σοβαρότητας τοῦ ἐπιχειρήματος.
  • Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ξετυλιχθεῖ ἄλλωστε μόνος, ἐνῶ βρισκόταν σὲ ἡμιθανῆ κατάσταση και δεμένος χειροπόδαρα, νὰ μετακινήσει ἀκόμα τὸν τεράστιο ὀγκόλιθο ποὺ ἔκλεινε τὴν ὀπὴ τοῦ μνήματος γιὰ νὰ βγεῖ ἔξω;

2. Η ΔΗΘΕΝ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ Ή ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑΙΟΥΣ

Ὅσον ἀφορᾶ τὴν δεύτερη κατηγορία τῆς κλοπῆς τοῦ σώματος, ἀπαντοῦμε:
  • Τὸν τάφο φύλαγαν δεκαέξη ἔνοπλοι Ρωμαῖοι στρατιῶτες, γνωστοὶ γιὰ τὴν αὐστηρὴ πρὸς τὸ καθῆκον ὑπηρεσία τους. Γνώριζαν πόσο σκληρὰ θὰ τιμωροῦνταν σὲ περίπτωση ποὺ δὲν θὰ ἔκαναν καλὰ τὸ καθῆκον τους.
  • Δὲν συνέφερε τοὺς Ἰουδαίους νὰ κλαπῇ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, γιατὶ ἤθελαν νὰ σβηστῇ ἡ μνήμη του ἀπὸ προσώπου γῆς καὶ ὄχι νὰ φανερωθῇ στὴ συνέχεια ἄλλη φήμη, αὐτὴ τῆς ἀναστάσεώς του. Ἐξάλλου οἱ ἴδιοι παρεκάλεσαν γιὰ τὴν φύλαξη τοῦ τάφου. Ἄν εἶχαν ἀκόμη τὸ σῶμα ἐκεῖνοι, θὰ τὸ παρουσίαζαν στὸν κόσμο γιὰ νὰ καταρρίψουν τὴν ὑπόθεση περὶ ἀναστάσεως, ποὺ κήρυτταν οἱ μαθητές του. Πάντως, οἱ Ἰουδαῖοι πίστεψαν ἔμμεσα καὶ ἐκεῖνοι στὴν Ἀνάσταση, ἐφόσον δωροδόκησαν τοὺς φρουροὺς γιὰ νὰ διαδώσουν πὼς τὸν ἔκλεψαν οἱ μαθητές. Στὴν πράξη, δηλαδή, ὁμολόγησαν ὅτι τὸ σῶμα δὲν βρέθηκε ἐκεῖ.
  • Οἱ μαθητὲς δὲν θὰ διακινδύνευαν οὔτε κατὰ διάνοιαν μία κλοπὴ τοῦ σώματος τοῦ διδασκάλου τους, διότι πρῶτα–πρῶτα φοβόντουσαν πάρα πολὺ γιὰ τὴ ζωή τους, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι ὅλοι τους ἀρνήθηκαν τὸν Χριστὸ τὴν ὥρα τῆς ἀνάγκης του καὶ κλείστηκαν σὲ συγγενικὰ σπίτια. Ἔπειτα ἂν θὰ ἀνασταινόταν ὁ Ἰησοῦς, δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος κλοπῆς, ἐνῷ ἂν δὲν θὰ ἀνασταινόταν, ποιὸς ὁ λόγος νὰ ἐπιχειρήσουν νὰ πάρουν τὸ σῶμα του, μιᾶς καὶ διαψεύστηκαν οἱ ἐλπίδες τους καὶ βγήκε ἀναληθὴς ἐκεῖνος στὸν ὁποῖον πίστεψαν; Ἂν πράγματι φάνηκαν τόσο δειλοὶ οἱ μαθητές ὅσο ἀκόμα ζοῦσε ὁ Χριστός, μετὰ τὸ θάνατό του δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχαν χαθεῖ ἀπὸ προσώπου γῆς γιὰ νὰ μὴν συλληφθοῦν καὶ νὰ μὴν μποῦν σὲ θανατηφόρους μπελάδες ἀπὸ τὴν πανίσχυρη ρωμαϊκὴ ἐξουσία καὶ τὸ ἰουδαϊκὸ ἱερατεῖο;
  • Τὰ «ἐντάφια σπάργανα» μὲ τὰ ὁποῖα τυλίχτηκε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ βρέθηκαν κανονικὰ τακτοποιημένα καὶ διπλωμένα στὸν ἄδειο τάφο. Ἕνας ἢ περισσότεροι κλέφτες δὲν θἄκαναν κάτι τέτοιο, ἀλλὰ θἄφευγαν τὸ γρηγορότερο. Ἀκόμη, ἂν ἤθελαν κάποιοι νὰ τὸν κλέψουν, δὲν θὰ τὸν ἔκλεβαν γυμνό, γιατὶ θὰ ἔκαναν πράξη τὸσο ἀτιμωτική, ὅσο καὶ ἀνόητη. Ἀνόητη, γιατὶ θὰ δαπανοῦσαν πολὺ χρόνο νὰ ξεκολλήσουν ἀπὸ τὸ σῶμα τὰ ὀθόνια, τὰ ὁποῖα μὲ τὴν πολλὴ σμύρνα, ποὺ εἶχαν περιχυθεῖ, δὲν θὰ ἦταν καθόλου εὔκολο νὰ ξεκολλήσουν καὶ θὰ κινδύνευαν νὰ συλληφθοῦν ἐπ᾿ αὐτοφώρῳ.
  • Στὴν περίπτωση τῆς κλοπῆς, ἐρωτοῦμε: Δὲν θὰ βρισκόταν ἔστω καὶ ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ συνήργησαν, ὁ ὁποῖος θὰ πρόδιδε τὴν πράξη, εἴτε ἀπὸ ἔλεγχο τῆς συνείδησης, εἴτε ἀπὸ ἐλπίδα ἀμοιβῆς, ἥ πάνω σὲ μιὰ συζήτηση ὑποσυνείδητα ἀκόμη; Καὶ γιατί δὲν κατηγορήθηκαν καὶ δὲν φυλακίσθηκαν οἱ «κλέφτες μαθητές»; Γιατὶ δὲν τιμωρήθηκαν οἱ στρατιῶτες ποὺ δῆθεν δὲν φύλαξαν καλὰ τὸν τάφο καὶ «αὐτῶν κοιμωμένων», ἔκλεψαν τὸ θεῖο σῶμα; Ὅλα αὐτὰ μαρτυροῦν γιὰ τὸ ἀσύστατο τῆς κατηγορίας.

3. Η ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΗΘΕΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ
ΠΕΡΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Στὴν κατηγορία τῆς ὑποτιθέμενης φαντασιοπληξίας τῶν ἀκολούθων τοῦ Ναζωραίου ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἀνάστασή του, ἔχουμε νὰ ἀντιτείνουμε ὅτι:
  • Oἱ πρῶτοι μάρτυρες τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ὑπῆρξαν οἱ μυροφόρες γυναῖκες, Μαρία ἡ Μαγδαληνή, Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη, ὁταν χαράματα τῆς Κυριακῆς πήγαιναν στὸν τάφο τοῦ Ἰησοῦ γιὰ νὰ ἀλείψουν μὲ πολύτιμα ἀρώματα τὸ ζωοποιό Του σῶμα. Τὰ εὐαγγέλια ἀναφέρονται σ᾿ αὐτές, ποὺ πρῶτες εἶδαν τὸν κενὸ τάφο καὶ ἄκουσαν τὰ λόγια τοῦ ἀγέλου περὶ τοῦ Ἰησοῦ: «Ἀναστήθηκε, δὲν εἶναι ἐδῶ» (Ματθ. κζ´ 6). Ἄν δὲν ἦταν ἀληθινὸ τὸ γεγονός δὲν θὰ τὸ ἀνέφεραν κἄν. Ἀπλούστατα γιατὶ ὁ λόγος τῶν γυναικῶν δὲν ἐθεωρεῖτο τὸ ἴδιο ἔγκυρος μὲ ἐκεῖνον τῶν ἀνδρῶν. Θὰ ἦταν δηλαδὴ ντροπὴ νὰ πιστοποιήσουν πρῶτες αὐτὲς τὸ μέγιστο γεγονός τῆς ἀναστάσεως.
  • Ὁ ἀναστημένος θεάνθρωπος φανερωνόταν ἐπὶ 40 ἡμέρες, σὲ διαφορετικούς κάθε φορὰ χώρους καὶ ὅλες τὶς ὧρες τῆς ἡμέρας στοὺς μαθητές του, ποὺ ἂς σημειωθεῖ δὲν περίμεναν νὰ ἀναστηθῇ ὁ Χριστός καὶ ἦσαν πολὺ διστακτικοὶ στὸ νὰ παραδεχτοῦν μία τέτοια ἰδέα. Ἔτσι πῆραν γιὰ τρελλὲς τὶς μυροφόρες, ὁ Θωμᾶς δὲν πίστεψε στὰ λόγια τῶν ἄλλων καὶ στὸ δρόμο πρὸς Ἐμμαούς, ὁ Λουκᾶς καὶ ὁ Κλεόπας ἦσαν ἀπελπισμένοι γιὰ τὴν προδοσία τῶν ἰδεῶν τους. Ἡ ψυχολογία διδάσκει ὅτι παραισθήσεις ἢ ψευδαισθήσεις συμβαίνουν σὲ ὅσους ποθοῦν καὶ ἐλπίζουν διαρκῶς νὰ συμβῇ ἕνα ἀναμενόμενο γεγονός καὶ ὄχι σὲ ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν σ᾿ αὐτό. Οἱ μαθητές ὅμως τοῦ Θεανθρώπου δὲν περίμεναν συνειδητὰ τὴν ἀνάστασή Του. Οἱ εὐαγγελικὲς διηγήσεις παρουσιάζουν ἕνδεκα συνολικῶς «Χριστοφάνειες» μετὰ τὴν Ἀνάσταση: Στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή, στὶς Μυροφόρες γυναῖκες, στοὺς δύο μαθητὲς πρὸς Ἐμμαούς, στὸν Σίμωνα Πέτρο, στοὺς συγκεντρωμένους στὸ ὑπερῷον δέκα Μαθητὲς χωρίς τὸν Θωμᾶ, στοὺς ἕνδεκα παρόντος καὶ τοῦ Θωμᾶ, στοὺς ἑπτὰ Μαθητὲς στὴν θάλασσα τῆς Τιβεριάδος, σὲ πάνω ἀπὸ πεντακόσιους ἀδελφοὺς στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν καὶ τέλος στὸν Ἀπ. Παῦλο. Τόσες «ψευδαισθήσεις-παραισθήσεις» καὶ γιὰ τόσο μεγάλο διάστημα, δὲν μποροῦν νὰ συμβοῦν. Ἄλλωστε, γιατὶ οἱ παραισθήσεις σταμάτησαν μετὰ τὶς 40 ἡμέρες ἀπότομα (δηλαδὴ μετὰ τὴν Ἀνάληψή Του); Θἄπρεπε μὲ αὐτὴ τὴν λογικὴ νὰ συνεχιστοῦν καὶ μετά.
  • Ὁ Παῦλος ἀναφέρει στὶς ἐπιστολές του πολλές ἀπὸ τὶς προηγούμενες περιπτώσεις ἐμφανίσεων. Συγκεκριμένα ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν γράφει γιὰ ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστάντος στὸν Πέτρο, στοὺς 12, στὸν Ἰάκωβο, σὲ ὅλους τοὺς ἀποστόλους μαζὶ «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων» καὶ τελευταῖα σὲ ἐκεῖνον. Μᾶς ἐνδιαφέρει ἰδιαίτερα ἡ γνώμη καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ Παῦλου, γιατὶ κάποτε ὑπῆρξε ἀπηνὴς διώκτης τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὡς Σαῦλος, καὶ ἔσερνε τοὺς χριστιανούς στὶς φυλακὲς καὶ τὰ βασανιστήρια. Ὁ ἴδιος, σὲ μιὰ τέτοια ἐξόρμησή του πρὸς τὴ Δαμασκό, πίστεψε, ἀφοῦ τυφλώθηκε μέρα μεσημέρι ἀπὸ τὸ ἐκτυφλωτικὸ καὶ ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τρεῖς ὁλόκληρες ἡμέρες.
  • Ἀκόμη, ὁ Παῦλος γράφει τὸ 55 μ.Χ. Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε τὸ 33 μ.Χ. Ἀποκλείεται, λοιπόν, νὰ ψεύδεται ὁ Παύλος γιὰ τὶς ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου, γιατὶ θὰ ἔβρισκε τὴν ὁμόφωνη ἀντίδραση ὁλων τῶν ἄλλων ἀποστόλων καὶ χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ὡς γνήσιοι αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι μάρτυρες τῶν γεγονότων τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Δασκάλου τους, θὰ ὁμολογοῦσαν τὴν ἀλήθεια.
  • Οἱ εὐαγγελιστὲς δὲν μιλᾶνε γιὰ συγκεκριμένη ὥρα ἀνάστασης, ποὺ δὲν τὴν γνωρίζουν, γι᾿ αὐτὸ καὶ λένε τὴν ἀλήθεια.
  • Ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη πάντως ὑπὲρ τῆς ἀναστάσεως εἶναι ὁ μαρτυρικός θάνατος τῶν ἁγίων ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι δὲν θἄφηναν οἰκογένειες, περιουσίες, δὲν θὰ διακινδύνευαν τόσες ταλαιπωρίες καὶ μαστιγώσεις καὶ δὲν θὰ ἔβρισκαν τὴν ὑπεράνθρωπη δύναμη – αὐτοὶ οἱ ἁπλοὶ καὶ ἀδύναμοι ψαράδες – νὰ διαδώσουν, αντιμέτωποι μὲ τὶς ἀντίθεες ἐξουσίες τοῦ κόσμου τούτου, τὸ Εὐαγγέλιο σὲ ὅλα τὰ Ἔθνη, σφραγίζοντας τὴν δράση τους μὲ τὸ ἴδιο τους τὸ αἷμα, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ μαρτυρίου τους, ἂν δὲν ἦσαν ἀπόλυτα πεπεισμένοι γιὰ τὴν ἔγερση ἐκ νεκρῶν τοῦ Κυρίου τους. Πέρα ἀπ᾿ αὐτὰ θὰ ἐπέφεραν καὶ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ σὰν ψευδομάρτυρες μιᾶς ὑποτιθέμενης ἀνάστασης.
  • Ἄν δὲν εἶχαν δεῖ, συνομιλήσει, ψηλαφήσει καὶ διδαχθεῖ ἀπὸ τὸν ἀναστημένο Χριστὸ θὰ ἦσαν τρελλοὶ νὰ ξεχυθοῦν στοὺς δρόμους – 11 ἄνθρωποι δίχως φιλολογικὲς ἰκανότητες καὶ χωρίς ἰδιαίτερη σοφία - ἀρχίζοντας τὸ ἀναστάσιμο κήρυγμα ἀπὸ τὴν πόλη ποὺ τὸν σταύρωσε, περιμένοντας χίλιες δυὸ τιμωρίες, ἢ καὶ θάνατο, ἀφοῦ εἶχαν ἐξάλλου καὶ προηγούμενα παραδείγματα δραματικῆς ἀποτυχίας ἀνάλογων κινημάτων μὲ μεγαλύτερο πλῆθος ἀνθρώπων, ὅπως τοῦ Θευδᾶ καὶ τοῦ Ἰούδα. Τρελλοὶ ὅμως δὲν ἦσαν, ὅπως ἀπέδειξαν μὲ τὴν μοναδικὴ διδασκαλία τους, τὴν ἠθική τους ποιότητα καὶ τὰ ἀπαράμιλλα θαύματα, ποὺ μὲ τὴν δύναμη τοῦ ἀναστάντος ἔκαναν. Μετατράπηκαν ἔτσι σὲ διαπρύσιους κήρυκες τῆς λυτρωτικῆς διδασκαλίας Του, αὐτοί, ποὺ πρὶν τὴν ἔλευση τοῦ Παρακλήτου ἦσαν ἀνίσχυροι, δειλοί, ἀμόρφωτοι, ἄσημοι, πτωχοί, καὶ δὲν τολμοῦσαν οὔτε νὰ μιλήσουν σὲ γνωστούς τους ἀπὸ τὸ φόβο τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν Ῥωμαίων.
  • Ἄν δὲν τὸν ἔβλεπαν Ἀναστάντα καὶ δὲν τοὺς εἶχε στείλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως τοὺς ὑποσχέθηκε, ἀκόμη καὶ ἂν πίστευαν σὲ αὐτὸν ὅσο ἦταν ζωντανός, μετὰ τὸν θάνατό Του θὰ ἔπρεπε νὰ τὸν θεωρήσουν ἀπατεώνα ἐπειδὴ τοὺς ἐξαπάτησε καὶ τοὺς πρόδωσε, λέγοντάς τους πὼς θὰ κυριαρχήσουν στὴν οἰκουμένη. Φυσικό, λοιπόν, θἄταν νὰ τὸν ὀνομάζουν μάγο καὶ κακοῦργο καὶ ὄχι μὲ τὴν χάρη Του καὶ τὴν δύναμή Του νὰ τὰ βάλουν μὲ θηρία, νὰ περιγελάσουν τὴν φωτιά, νὰ καταφρονήσουν τὴν ἐπίγεια καὶ νὰ ἀνάζητήσουν τὴν μέλλουσα ζωή, οἱ Ἀπόστολοι καὶ τὸ νέφος τῶν ἁγίων, ὁμολογητῶν, μαρτύρων καὶ ἡρώων τῆς πίστεως.

Ο «ΠΑΣΧΩΝ ΔΟΥΛΟΣ» ΤΟΥ ΗΣΑΪΑ
ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Ἄν ἀνατρέξουμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, θὰ δοῦμε ὅτι πλῆθος προφητειῶν γιὰ τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία συγκλίνουν καὶ πραγματοποιοῦνται μὲ θαυμαστὴ ἀκρίβεια στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ πιὸ ἐντυπωσιακὴ προφητεία ὅμως γιὰ τὸ Μεσσία βρίσκεται στὸ βιβλίο τοῦ Ἡσαΐα (κεφ. νβ´ καὶ νγ´).
Πρόκειται γιὰ τὸν «πάσχοντα δοῦλο τοῦ Κυρίου», κείμενο τὸ ὁποῖο εὐλαβικὰ καὶ μὲ ὀδύνη οἱ χριστιανοὶ ἀναγνωρίζουν πὼς ἀναφέρεται στὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ: «Αὐτὸς εἶναι ὁ δοῦλος μου, λέγει ὁ Θεός... Ὁ Κύριος ἄφησε νὰ πέσουν πάνω του τὰ σφάλματά μας. Κακοποιημένος καὶ ταπεινωμένος, δὲν ἄνοιξε τὸ στόμα του. Σὰν ἀρνὶ ποὺ ὁδηγεῖται στὴ σφαγή, σὰν πρόβατο μπροστὰ σ᾿ αὐτὸν ποὺ τὸ κουρεύει... Καταδικάστηκε καὶ ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὴν παρουσία τῶν ἀνθρώπων... Μετὰ ἀπὸ μεγάλα βασανιστήρια θὰ δεῖ τὸ φῶς καὶ θὰ πληρωθεῖ ἀπὸ γνώση. Ὁ δίκαιος δοῦλός μου θὰ δικαιώσει πολλοὺς καὶ θὰ φορτωθεῖ τὰ σφάλματά τους. Θὰ τοῦ δώσω γιὰ ἀμοιβὴ τὰ πλήθη καὶ θὰ κατακτήσει τοὺς ἰσχυρούς ...Θὰ γονατίσουν μπροστά του ὅλες οἱ φυλὲς τοῦ κόσμου... ὅλοι οἱ μεγάλοι τῆς γῆς...».

* * *

Ἐφόσον, λοιπόν, ὅλες αὐτὲς οἱ προφητεῖες ἔγιναν πράξη στὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Θεανθρώπου, ἄρα πράγματι ἦταν ὁ ἐπηγγελμένος Μεσσίας καὶ ἐπομένως ἔμελλε μόνο νὰ ἐκπληρωθεῖ καὶ ἡ τελευταία προφητεία γιὰ τὴν Ἀνάστασή Του ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν ἴδιο, ὥστε νὰ καταλάβουν ὅλοι ὅτι εἶναι ὁ Ὑιὸς τοῦ Θεοῦ: «Γι᾿ αὐτὸ ὁ Πατέρας μὲ ἀγαπᾶ, γιατὶ θυσιάζω τὴν ζωή μου, γιὰ νὰ τὴν πάρω πάλι πίσω. Κανεὶς δὲν μοῦ τὴν ἀφαιρεῖ, ἀλλ᾿ ἐγὼ οἰκειοθελῶς τὴν θυσιάζω· ἔχω ἐξουσία νὰ τὴν θυσιάσω καὶ ἔχω ἐξουσία πάλι νὰ τὴν πάρω» (Ἰω. ι´ 17-18). Καὶ κυρίως: «Γκρεμίστε τὸν Ναὸ αὐτὸν καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ τὸν ἀνυψώσω καὶ πάλι» (Ἰω. β´ 19) τοὺς εἶπε κάποτε. Νόμιζαν τότε ὅτι ἀναφερόταν στὸ Ναὸ τῶν Ἰεροσολύμων καὶ τὸν πέρασαν γιὰ παράλογο. Ἐκεῖνος ὅμως ἀναφερόταν στὸ σῶμα του, ὅπως ἐξηγεῖ τὸ ἁγιογραφικὸ χωρίο. Μὲ τὴν ἐνσάρκωση, τὰ Ἅγια Πάθη καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡττήθηκαν πλέον οἱ φοβερότεροι ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ τὰ πάθη, ὁ θάνατος καὶ ὁ σατανᾶς, μὲ νικητὴ στοὺς αἰῶνες καὶ γιὰ ὅσους θελήσουν, τὸν Σωτῆρα Κύριο. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς, πιστὰ παιδιὰ Ἐκείνου, ἄς φροντίζουμε νὰ συμβάλλουμε, σὰν ἐπίγεια ὄργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στὴν ἑδραίωση τῆς ὑπέρλαμπρης βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀρνούμενοι ἐν μετανοίᾳ τὰ ἔργα τοῦ «ἀντιδίκου ἡμῶν» διαβόλου, ἀντλοῦντες δύναμη καὶ Χάρη ἀπὸ τὸν ἀναστάντα, γιὰ νὰ μᾶς συμπεριλάβει καὶ ἐμᾶς ὁ Κύριος στὴν δόξα καὶ μακαριότητα τοῦ Παραδείσου του, σ᾿ αὐτὴν ποὺ ἑτοίμασε ἀπὸ καταβολῆς κόσμου γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ συγκληρονόμους Του.
Τέλος, ἂν ὁ Χριστός ἀναστήθηκε μία φορά, ἐμεῖς πρέπει νὰ ἀναστηθοῦμε δύο. Ἡ μία ἀνάσταση ἂς εἶναι ἡ ἀπαλλαγή μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ποὺ μᾶς καθηλώνει στὴν ὕλη. Προϋπόθεση, γιὰ νὰ τὸ πετύχουμε, εἶναι ἡ μετάνοιά μας. Ἄς θυμηθοῦμε τὸ ληστὴ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ. Μὲ τὸ «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. κγ´ 42) καὶ τὴν γνήσια μετάνοιά του, ὁ ληστὴς αὐτός μεταμορφώθηκε στὸν πρῶτο μεγάλο θεολόγο τῆς Ἐκκλησίας καὶ πρῶτος ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους ἄνοιξε τὸν Παράδεισο καὶ μᾶς περιμένει, μέχρι νὰ ἐπακολουθήσει καὶ ἡ ἄλλη ἀνάσταση, τοῦ σώματός μας, ὅταν θὰ ἡχήσει ἡ σάλπιγγα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Εὐλογημένου κατὰ τὴν Δευτέρα Αὐτοῦ ἔλευση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου