ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ
Ο Χριστός ουδέποτε αρνήθηκε το δικαίωμα του ανθρώπου να εκφράζει τα συναισθήματα λύπης και συμπάθειας για τον χαμό κάποιου προσφιλούς προσώπου του. Μάλιστα ο Κύριος σπλαγχνίσθηκε την χήρα της Ναΐν που θρηνούσε το θάνατο του γιού της (Λουκ. 7, 13), βοήθησε τον Ιάειρο και ανέστησε την κόρη του (Μάρκ. 5, 22), λυπήθηκε και δάκρυσε για τον φίλο Του Λάζαρο (Ιωάνν. 11, 34).
Έτσι και οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν χαρακτηρίζουν την λύπη και το πένθος ως αμαρτήματα, αλλά συνιστούν να μην καταντούν συντριβή και απελπισία, προϊόντα δηλ. απιστίας. Ζητούν να καταπραΰνουν τον πόνο με βάλσαμο παρηγοριάς και τα επιχειρήματα που προβάλλουν είναι το γεγονός ότι ο θάνατος είναι κοινός για όλους μας, το χριστιανικό δόγμα της αθανασίας της ψυχής και της ανάστασης των σωμάτων καθώς και το αγαθό όνομα του εκλιπόντος. Συνιστούν την εγκαρτέρηση στην θλίψη και την ελπίδα στον Αναστάντα Χριστό.
Ο Μ. Βασίλειος στη χήρα του Αρινθαίου συνιστά να έχει μέτρο στον πόνο της ώστε να μην συντριβεί από την λύπη της (Migne 32, 1001). Ακόμα λέει ότι δεν επιτρέπονται τα μεγάλα πένθη, τα ουρλιαχτά και τα ξεφωνήματα, αλλά μόνο τα μικρά δάκρυα. Ο Θεοδώρητος λέει ότι η θλίψη μας για τον θανόντα πρέπει να μοιάζει με την θλίψη μας για κάποιον που αποχωριζόμαστε πρόσκαιρα και να μετριάζεται με την ελπίδα (Migne 83, 1189).
Ο Ιωάννης Χρυσόστομος δεν απαγορεύει την αθυμία, ούτε την λύπη και το πένθος, αλλά ζητά να μην αγανακτούμε και να μην πενθούμε υπέρμετρα (Migne 48, 1019). Εμποδίζει την βαρειά λύπη και το μανιακό και απρεπές πένθος, την απελπισία και αγανάκτηση και ζητά την ευχαριστία προς το Θεό. Με την αδημονία ο πενθών βρίζει τον θανόντα και εξοργίζει το Θεό, θεωρώντας Τον άδικο. Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός βρίσκει κοινό φάρμακο στους πενθούντες ότι βλέπουν ανθρώπους να προπέμπουν άλλους ανθρώπους (Migne 35, 1041).
Μ. Βασιλείου προς Νεκτάριον για τον θάνατο του γιου του (Migne 32, 237241): «. . . αν θελήσουμε να θρηνήσουμε κατά το μέγεθος του δυστυχήματος δεν θα μας φθάσει ο χρόνος του βίου και αν όλοι οι άνθρωποι στενάξουν μαζί μας, πάλι ο οδυρμός τους δεν θα είναι αρκετός για το μεγάλο πάθημά μας. Ας θελήσουμε να αναλογισθούμε το δώρο του Θεού, τον σώφρονα λογισμό. . . , ο οποίος επιτάσσει να μην λυπούμαστε για τους θανόντες. . . πρέπει με υπομονή να αποδεχόμαστε τις βουλές του Θεού έστω και αν είναι σκληρές. . . Όχι δεν στερήθηκες το γιό σου αλλά τον απέδωσες στον δημιουργό του, τον υποδέχθηκε ο ουρανός. Ας αναμείνουμε λίγο και θα είμαστε μαζί του, καθόσον όλοι πορευόμαστε προς το τέρμα της οδού που όλοι θα βαδίσουμε και όλους μας αναμένει το ίδιο κατάλυμα. Ας ευχόμαστε να μοιάσουμε με εκείνον στην αρετή, ώστε με το άδολο ήθος να τύχουμε της αναπαύσεώς του. . . ».
Μ. Βασιλείου προς την σύζυγο του Νεκταρίου για το θάνατο του γιου της (Migne 32, 241244): «. . . Γνωρίζω καλά ποια είναι τα μητρικά σπλάγχνα και κατανοώ το πόσο πονάς. . . αλλά όπως μάθαμε από το ιερό ευαγγέλιο τα ανθρώπινα δεν βαδίζουν χωρίς πρόνοια και γνώση του Θεού. . . ας μην ελέγχουμε την δίκαια κρίση Του. . . τώρα ο Θεός δοκιμάζει την αγάπη σου προς Αυτόν και τώρα σου δίνεται η ευκαιρία με την υπομονή να λάβεις το μερίδιο των μαρτύρων. . . Όταν έγινες μητέρα γνώριζες ότι είσαι θνητή και γέννησες θνητό. . . Δες τον κόσμο όλο που είναι θνητός και ας παρηγορηθείς από αυτό. . . μην αμελήσεις το σύζυγό σου, ας γίνει ο ένας παραμυθία του άλλου, μη καταπέσεις από το βάρος της δυστυχίας και μεγαλώσεις την συμφορά. . . ».
Αγ. Γρηγορίου προς τους γονείς του για τον θάνατο του αδελφού του Καισάριου (Migne 35, 755 κ. ε. ): «. . . δεχθείτε λοιπόν παρηγοριά οι Πρεσβύτεροι, από εμένα το τέκνο σας, οι γονείς. . . πόσο χρόνο θα ζήσουμε ακόμη να τον πενθούμε;. . . η ζωή είναι πρόσκαιρη. . . γεννιόμαστε χωρίς να προϋπάρχουμε. Και έπειτα πεθαίνουμε. . . είμαστε σαν όνειρο στιγμιαίο, σαν σκιά περαστική, ατμός, άνθος το οποίο μόλις φυτρώσει μαραίνεται (Ψαλμ. ρβ, 15).
Αγ. Γρηγορίου Νύσσης προς τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο για τον θάνατο της 8χρονης κόρης του Πουλχερίας (Migne 46, 889): «. . . αν έφυγε το παιδί από εσένα πήγε στο Δεσπότη των πάντων. Έκλεισε για σένα τα μάτια, αλλά τα άνοιξε στην λάμψη του αιωνίου φωτός, έφυγε από την τράπεζά σου, αλλά συμμετέχει σε αγγελική βασιλεία και πήγε στην Βασιλεία των Ουρανών. Λυπάσαι που δεν βλέπεις το φυσικό κάλλος της, γιατί δεν μπορείς να δεις το ψυχικό της κάλλος. . . πρέπει να χαίρεσαι που δεν έζησε δυσάρεστα πράγματα και δεν δοκίμασε λύπες. . . ».
Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, λόγος στο αποστολικό χωρίο της νεκρώσιμης Ακολουθίας: «. . . τους πεθαμένους αποκαλεί κεκοιμημένους, γιατί ο θάνατος είναι ύπνος μακρύς, και όπως κάποιος κοιμάται και ξυπνά, έτσι και εκείνοι θα ξυπνήσουν και θα αναστηθούν. Όπως ένα παλαιό σπίτι για να το ανακαινίσεις το αδειάζεις, έτσι και ο Θεός χαλάει το σώμα μας, το αδειάζει από τον ένοικό του, την ψυχή, και θα το ανακαινίσει την ημέρα της κοινής ανάστασης. Με τους οδυρμούς και τους θρήνους μιμείσαι τους άπιστους, οι οποίοι δεν έχουν ελπίδα. Όποιος δεν έχει πίστη και ελπίδα στην μετά θάνατον κρίση, αυτός δεν έχει καμία μεταθανάτιο ελπίδα. Η ελπίδα της Αναστάσεως παρηγορεί τον πενθούντα και δίνει θάρρος και πεποίθηση ότι θα ξανασυναντήσουμε τους αγαπημένους μας νεκρούς. . . ».
Το χαροποιόν πένθος
Ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης στο έργο του Κλίμαξ, το οποίο αποτελεί πνευματικό καθοδηγητή των χριστιανών, παραθέτει διάφορους λόγους του, οι οποίοι αποτελούν βαθμίδες ανόδου προς την υπέρτατη βαθμίδα της κλίμακας στην οποία βρίσκεται η Βασιλεία του Θεού, στην οποία όλοι κατατείνουμε.
Ο έβδομος λόγος του είναι περί του χαροποιού πένθους. Ο Όσιος Ιωάννης ορίζει το πένθος ως μονιμοποιημένη κατάσταση οδύνης στην ψυχή του μετανοούντα. Το κατά Θεόν πένθος είναι, λέγει, η σκυθρωπότητα της ψυχής, το χρυσό καρφί που καρφώνει στην καρδιά η λύπη για να την φρουρεί. Χαρακτηριστικό εκείνων που προόδευσαν κάπως στο μακάριο πένθος είναι η εγκράτεια και η σιωπή των χειλέων, εκείνων που προόδευσαν περισσότερο, η αοργησία και η αμνησικακία, ενώ αυτών που έφθασαν στην τελειότητα, η ταπεινοφροσύνη.
Ο Όσιος Ιωάννης προτρέπει τους πενθούντες να κρατούν σφιχτά τη μακάρια χαρμολύπη, η οποία προέρχεται από την ευλογημένη κατάνυξη. Να προσπαθούν να αποκτήσουν το χάρισμα του εσωτερικού δακρύου, να μην συμπεριφέρονται σαν εκείνους που μετά την ταφή των νεκρών, άλλοτε θρηνούν και άλλοτε μεθούν. Αν πενθείς, λέγει, να αυξήσεις το πένθος σου και το θρήνο, διότι εξ αιτίας των αμαρτιών σου άφησες την άνετη ζωή και αναγκάσθηκες να ασπασθείς το σκληρό (πένθιμο μοναχικό) βίο.
Ο Θεός δεν έχει ανάγκη από δάκρυα, ούτε επιθυμεί να πενθεί ο άνθρωπος από την οδύνη της καρδιάς του, αλλά μάλλον να τον βλέπει να αγάλλεται και να ευθυμεί εσωτερικά από αγάπη προς Αυτόν. Δεν κατέκτησε το κάλλος του πένθους εκείνος που πενθεί όταν θέλει, αλλά εκείνος που πενθεί για το λόγο που θέλει και όπως ο Θεός θέλει.
Κάθε Κληρικός, οποιαδήποτε μόρφωση και αν έχει και σε οποιαδήποτε διακονία της Εκκλησίας υπηρετεί, πόσο μάλλον στα ιερά κοιμητήρια, πρέπει πάντοτε να είναι πολύτιμος, ζηλωτής, εποικοδομητικός και ακαταπόνητος διάκονος του Εκκλησιαστικού έργου που του έχει εμπιστευθεί η Εκκλησία. Κύρια ευθύνη του είναι να μεριμνά με φλογερή πίστη για την σωτηρία των ψυχών του ποιμνίου, να είναι «τύπος των πιστών» και «μιμητής» των Αγίων Αποστόλων.
Με την δύναμη του Θεού και τη δική του προσπάθεια θα γίνει ικανός εργάτης στον αμπελώνα του Χριστού, άξιος να τύχει του ελέους Του κατά την ημέρα της κρίσεως.
περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ
Του Πρωτ. κ. Σπυρίδωνος Λόντου
Ο Χριστός ουδέποτε αρνήθηκε το δικαίωμα του ανθρώπου να εκφράζει τα συναισθήματα λύπης και συμπάθειας για τον χαμό κάποιου προσφιλούς προσώπου του. Μάλιστα ο Κύριος σπλαγχνίσθηκε την χήρα της Ναΐν που θρηνούσε το θάνατο του γιού της (Λουκ. 7, 13), βοήθησε τον Ιάειρο και ανέστησε την κόρη του (Μάρκ. 5, 22), λυπήθηκε και δάκρυσε για τον φίλο Του Λάζαρο (Ιωάνν. 11, 34).
Έτσι και οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν χαρακτηρίζουν την λύπη και το πένθος ως αμαρτήματα, αλλά συνιστούν να μην καταντούν συντριβή και απελπισία, προϊόντα δηλ. απιστίας. Ζητούν να καταπραΰνουν τον πόνο με βάλσαμο παρηγοριάς και τα επιχειρήματα που προβάλλουν είναι το γεγονός ότι ο θάνατος είναι κοινός για όλους μας, το χριστιανικό δόγμα της αθανασίας της ψυχής και της ανάστασης των σωμάτων καθώς και το αγαθό όνομα του εκλιπόντος. Συνιστούν την εγκαρτέρηση στην θλίψη και την ελπίδα στον Αναστάντα Χριστό.
Ο Μ. Βασίλειος στη χήρα του Αρινθαίου συνιστά να έχει μέτρο στον πόνο της ώστε να μην συντριβεί από την λύπη της (Migne 32, 1001). Ακόμα λέει ότι δεν επιτρέπονται τα μεγάλα πένθη, τα ουρλιαχτά και τα ξεφωνήματα, αλλά μόνο τα μικρά δάκρυα. Ο Θεοδώρητος λέει ότι η θλίψη μας για τον θανόντα πρέπει να μοιάζει με την θλίψη μας για κάποιον που αποχωριζόμαστε πρόσκαιρα και να μετριάζεται με την ελπίδα (Migne 83, 1189).
Ο Ιωάννης Χρυσόστομος δεν απαγορεύει την αθυμία, ούτε την λύπη και το πένθος, αλλά ζητά να μην αγανακτούμε και να μην πενθούμε υπέρμετρα (Migne 48, 1019). Εμποδίζει την βαρειά λύπη και το μανιακό και απρεπές πένθος, την απελπισία και αγανάκτηση και ζητά την ευχαριστία προς το Θεό. Με την αδημονία ο πενθών βρίζει τον θανόντα και εξοργίζει το Θεό, θεωρώντας Τον άδικο. Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός βρίσκει κοινό φάρμακο στους πενθούντες ότι βλέπουν ανθρώπους να προπέμπουν άλλους ανθρώπους (Migne 35, 1041).
Παραθέτουμε
κατωτέρω αποσπάσματα από λόγους παρηγοριάς ιερών πατέρων που μπορεί ο
ιερεύς να χρησιμοποιεί για την ανακούφιση των πενθούντων:
Μ. Βασιλείου προς Νεκτάριον για τον θάνατο του γιου του (Migne 32, 237241): «. . . αν θελήσουμε να θρηνήσουμε κατά το μέγεθος του δυστυχήματος δεν θα μας φθάσει ο χρόνος του βίου και αν όλοι οι άνθρωποι στενάξουν μαζί μας, πάλι ο οδυρμός τους δεν θα είναι αρκετός για το μεγάλο πάθημά μας. Ας θελήσουμε να αναλογισθούμε το δώρο του Θεού, τον σώφρονα λογισμό. . . , ο οποίος επιτάσσει να μην λυπούμαστε για τους θανόντες. . . πρέπει με υπομονή να αποδεχόμαστε τις βουλές του Θεού έστω και αν είναι σκληρές. . . Όχι δεν στερήθηκες το γιό σου αλλά τον απέδωσες στον δημιουργό του, τον υποδέχθηκε ο ουρανός. Ας αναμείνουμε λίγο και θα είμαστε μαζί του, καθόσον όλοι πορευόμαστε προς το τέρμα της οδού που όλοι θα βαδίσουμε και όλους μας αναμένει το ίδιο κατάλυμα. Ας ευχόμαστε να μοιάσουμε με εκείνον στην αρετή, ώστε με το άδολο ήθος να τύχουμε της αναπαύσεώς του. . . ».
Μ. Βασιλείου προς την σύζυγο του Νεκταρίου για το θάνατο του γιου της (Migne 32, 241244): «. . . Γνωρίζω καλά ποια είναι τα μητρικά σπλάγχνα και κατανοώ το πόσο πονάς. . . αλλά όπως μάθαμε από το ιερό ευαγγέλιο τα ανθρώπινα δεν βαδίζουν χωρίς πρόνοια και γνώση του Θεού. . . ας μην ελέγχουμε την δίκαια κρίση Του. . . τώρα ο Θεός δοκιμάζει την αγάπη σου προς Αυτόν και τώρα σου δίνεται η ευκαιρία με την υπομονή να λάβεις το μερίδιο των μαρτύρων. . . Όταν έγινες μητέρα γνώριζες ότι είσαι θνητή και γέννησες θνητό. . . Δες τον κόσμο όλο που είναι θνητός και ας παρηγορηθείς από αυτό. . . μην αμελήσεις το σύζυγό σου, ας γίνει ο ένας παραμυθία του άλλου, μη καταπέσεις από το βάρος της δυστυχίας και μεγαλώσεις την συμφορά. . . ».
Αγ. Γρηγορίου προς τους γονείς του για τον θάνατο του αδελφού του Καισάριου (Migne 35, 755 κ. ε. ): «. . . δεχθείτε λοιπόν παρηγοριά οι Πρεσβύτεροι, από εμένα το τέκνο σας, οι γονείς. . . πόσο χρόνο θα ζήσουμε ακόμη να τον πενθούμε;. . . η ζωή είναι πρόσκαιρη. . . γεννιόμαστε χωρίς να προϋπάρχουμε. Και έπειτα πεθαίνουμε. . . είμαστε σαν όνειρο στιγμιαίο, σαν σκιά περαστική, ατμός, άνθος το οποίο μόλις φυτρώσει μαραίνεται (Ψαλμ. ρβ, 15).
Αγ. Γρηγορίου Νύσσης προς τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο για τον θάνατο της 8χρονης κόρης του Πουλχερίας (Migne 46, 889): «. . . αν έφυγε το παιδί από εσένα πήγε στο Δεσπότη των πάντων. Έκλεισε για σένα τα μάτια, αλλά τα άνοιξε στην λάμψη του αιωνίου φωτός, έφυγε από την τράπεζά σου, αλλά συμμετέχει σε αγγελική βασιλεία και πήγε στην Βασιλεία των Ουρανών. Λυπάσαι που δεν βλέπεις το φυσικό κάλλος της, γιατί δεν μπορείς να δεις το ψυχικό της κάλλος. . . πρέπει να χαίρεσαι που δεν έζησε δυσάρεστα πράγματα και δεν δοκίμασε λύπες. . . ».
Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, λόγος στο αποστολικό χωρίο της νεκρώσιμης Ακολουθίας: «. . . τους πεθαμένους αποκαλεί κεκοιμημένους, γιατί ο θάνατος είναι ύπνος μακρύς, και όπως κάποιος κοιμάται και ξυπνά, έτσι και εκείνοι θα ξυπνήσουν και θα αναστηθούν. Όπως ένα παλαιό σπίτι για να το ανακαινίσεις το αδειάζεις, έτσι και ο Θεός χαλάει το σώμα μας, το αδειάζει από τον ένοικό του, την ψυχή, και θα το ανακαινίσει την ημέρα της κοινής ανάστασης. Με τους οδυρμούς και τους θρήνους μιμείσαι τους άπιστους, οι οποίοι δεν έχουν ελπίδα. Όποιος δεν έχει πίστη και ελπίδα στην μετά θάνατον κρίση, αυτός δεν έχει καμία μεταθανάτιο ελπίδα. Η ελπίδα της Αναστάσεως παρηγορεί τον πενθούντα και δίνει θάρρος και πεποίθηση ότι θα ξανασυναντήσουμε τους αγαπημένους μας νεκρούς. . . ».
Το χαροποιόν πένθος
Ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης στο έργο του Κλίμαξ, το οποίο αποτελεί πνευματικό καθοδηγητή των χριστιανών, παραθέτει διάφορους λόγους του, οι οποίοι αποτελούν βαθμίδες ανόδου προς την υπέρτατη βαθμίδα της κλίμακας στην οποία βρίσκεται η Βασιλεία του Θεού, στην οποία όλοι κατατείνουμε.
Ο έβδομος λόγος του είναι περί του χαροποιού πένθους. Ο Όσιος Ιωάννης ορίζει το πένθος ως μονιμοποιημένη κατάσταση οδύνης στην ψυχή του μετανοούντα. Το κατά Θεόν πένθος είναι, λέγει, η σκυθρωπότητα της ψυχής, το χρυσό καρφί που καρφώνει στην καρδιά η λύπη για να την φρουρεί. Χαρακτηριστικό εκείνων που προόδευσαν κάπως στο μακάριο πένθος είναι η εγκράτεια και η σιωπή των χειλέων, εκείνων που προόδευσαν περισσότερο, η αοργησία και η αμνησικακία, ενώ αυτών που έφθασαν στην τελειότητα, η ταπεινοφροσύνη.
Ο Όσιος Ιωάννης προτρέπει τους πενθούντες να κρατούν σφιχτά τη μακάρια χαρμολύπη, η οποία προέρχεται από την ευλογημένη κατάνυξη. Να προσπαθούν να αποκτήσουν το χάρισμα του εσωτερικού δακρύου, να μην συμπεριφέρονται σαν εκείνους που μετά την ταφή των νεκρών, άλλοτε θρηνούν και άλλοτε μεθούν. Αν πενθείς, λέγει, να αυξήσεις το πένθος σου και το θρήνο, διότι εξ αιτίας των αμαρτιών σου άφησες την άνετη ζωή και αναγκάσθηκες να ασπασθείς το σκληρό (πένθιμο μοναχικό) βίο.
Ο Θεός δεν έχει ανάγκη από δάκρυα, ούτε επιθυμεί να πενθεί ο άνθρωπος από την οδύνη της καρδιάς του, αλλά μάλλον να τον βλέπει να αγάλλεται και να ευθυμεί εσωτερικά από αγάπη προς Αυτόν. Δεν κατέκτησε το κάλλος του πένθους εκείνος που πενθεί όταν θέλει, αλλά εκείνος που πενθεί για το λόγο που θέλει και όπως ο Θεός θέλει.
Κάθε Κληρικός, οποιαδήποτε μόρφωση και αν έχει και σε οποιαδήποτε διακονία της Εκκλησίας υπηρετεί, πόσο μάλλον στα ιερά κοιμητήρια, πρέπει πάντοτε να είναι πολύτιμος, ζηλωτής, εποικοδομητικός και ακαταπόνητος διάκονος του Εκκλησιαστικού έργου που του έχει εμπιστευθεί η Εκκλησία. Κύρια ευθύνη του είναι να μεριμνά με φλογερή πίστη για την σωτηρία των ψυχών του ποιμνίου, να είναι «τύπος των πιστών» και «μιμητής» των Αγίων Αποστόλων.
Με την δύναμη του Θεού και τη δική του προσπάθεια θα γίνει ικανός εργάτης στον αμπελώνα του Χριστού, άξιος να τύχει του ελέους Του κατά την ημέρα της κρίσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου