Τό σῶμα τοῦ Κυρίου δέν μποροῦσε νά κρατηθεῖ παντοτεινά στή φυσική νέκρωση. Δέν μποροῦσε νά ἀποσυντεθεῖ καί νά διαλυθεῖ. ῾Η φθορά φυσικά εἶναι φαινόμενο καθολικό τῆς πεσμένης φύσεως, καρπός τοῦ θανάτου πού ἦταν τό ἀλγεινό τίμημα τῆς ἁμαρτίας. Τό πανακήρατο ὅμως σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἄν καί πραγματικά νεκρωμένο, δέν μποροῦσε ὡστόσο νά παραδοθεῖ καί στή διαφθορά, νά λυώσει στό μνῆμα καί νά γίνει χῶμα· γιατί δέν ἦταν, ὅπως ἐπανειλημμένα ἐτονίσαμε, ἕνα κοινό σῶμα ἀνθρώπινο, ὑπήκοο στίς συνέπειες τῆς φυσικῆς νεκρώσεως καί τοῦ θανάτου. ῏Ηταν τό σῶμα τοῦ Θεοῦ, πού τό διαπεροῦσε ἡ θεότητα καί τό ἔκανε νά σφύζει ἀπό ζωήν ἡ θεία ἐνέργεια. ῞Ενα τέτοιο σῶμα ἦταν ἀπρόσβλητο στή διαφθορά. Καί πέθανε μέν πραγματικά στό σταυρό καί χωρίς πνοή κατατέθηκε στό μνῆμα· ἡ νέκρωση ὅμως αὐτή ἦταν προσωρινή, διαρκέσασα τόσο, ὅσο ἀπαιτοῦσε ἡ οἰκονομία τῆς λυτρώσεως. ῎Εμεινε νεκρωμένο στόν τάφο τρεῖς μέρες καί τρεῖς νύχτες, ὅσο δηλαδή χρειαζόταν ἡ ψυχή του γιά νά σκυλεύσει τό βασίλειο τοῦ ῞Αδη219.
Σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τῶν Γραφῶν, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀναστήθηκε τήν τρίτη ἡμέρα ἐκ τῶν νεκρῶν. Τό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως τή θεία ἀλήθεια στηρίζει στή μαρτυρία τῆς ἁγίας Γραφῆς («κατά τάς Γραφάς»), ἡ ὁποία γιά τήν ᾿Ορθόδοξη Καθολική ᾿Εκκλησία, μαζί μέ τήν ἱερά Παράδοση, ἀποτελεῖ τήν αὐθεντική πηγή τῆς πίστεώς της. Εἶναι ὁ γραπτός λόγος τοῦ Θεοῦ, στόν ὁποῖον τό Πνεῦμα τό ἅγιο κατέγραψε τό περιεχόμενο τῆς λυτρωτικῆς θείας ἀλήθειας, πού ἀπεκάλυψε στόν κόσμον ὁ ἔνσαρκος Λόγος τοῦ Θεοῦ. Σ᾿ αὐτήν ὑπάρχει φῶς, δύναμη καί ζωή. ῾Υπάρχει ἡ ἀλήθεια ἡ ὁποία μπορεῖ νά λυτρώσει ἀπό τά δεινά του τόν ταλαιπωρημένον ἄνθρωπο. Εἶναι πηγή τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία διοχετεύει σ᾿ αὐτούς πού τή διαβάζουν μέ ταπείνωση καί ἀνεπιτήδευτη καρδιά, μέ καθαρμένο νοῦ καί αἴσθηση μεταποιημένη ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι πηγή ἀφθαρσίας καί ἀθανασίας.
῾Ο λόγος τῆς Γραφῆς εἶναι αὐθεντικός καί ἀλάθητος, στό μέτρο πού ἀλάθητο εἶναι καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πού πνέει σ᾿ αὐτήν. ῾Η ἁγία Γραφή εἶναι βιβλίο θεόπνευστο220, ἀπαλλαγμένο ἀπό τή σχετικότητα καί τό ἐπισφαλές τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας. Δέν ὑπάρχει πλάνη σ᾿ αὐτήν. Τήν ἁγία Γραφή φυλάσσει καί αὐθεντικῶς ἑρμηνεύει ἡ ᾿Εκκλησία, ἀποκρούουσα τίς αἱρετικές παρεκδοχές καί ἑρμηνεῖες της. Παράλληλα ὅμως καί ἡ Γραφή μαρτυρεῖ διά τήν ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας. ῎Ετσι Γραφή καί Παράδοση221 ἀποτελοῦν τά δύο ἀκλόνητα βάθρα ἐπάνω στά ὁποῖα στηρίζεται ἡ ὅλη ζωή καί τό ἔργο τῆς ᾿Εκκλησίας. Στήν ᾿Ορθοδοξία ἡ ἁγ. Γραφή διαποτίζει τήν εὐσέβεια καί τή λατρεία της, ζωογονεῖ τό ἦθος καί τήν πνευματικότητά της, εἶναι ὁ δείκτης πού τήν προσανατολίζει καί τήν καθοδηγεῖ στή λυτρωτική διακονία της. ῾Η ἁγ. Γραφή εἶναι τό βιβλίο τοῦ κόσμου καί τῆς κτίσεως.
῾Η ᾿Ανάσταση τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τήν ἔμπρακτη πιστοποίηση καί τό ἐπιστέγασμα τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Σωτῆρος. ῎Αν στό σταυρό νικήθηκε ὁ θάνατος καί στόν ῞Αδη καταλύθηκε τό κράτος τῆς φθορᾶς, στήν ᾿Ανάσταση τό ἔργο αὐτό πιστοποιεῖται ἔμπρακτα, φαίνεται στίς φωτεινές καί ὁλοκάθαρες διαστάσεις του. ῾Η ἀποτίναξη τῆς φθορᾶς καί ἡ κατάποση τοῦ θανάτου ἀποτυπώνονται στό ἀφθαρτοποιημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού ἀστράφτει ἀπό λαμπρότητα καί ἄφθαρτη φωταύγεια. Στό ἀναστημένο σῶμα τοῦ Κυρίου ἀπορρίφθηκε ὁλότελα ἡ σωματική ὑλικότητα. ᾿Ελεύθερο ἀπό τά ὑλικά τῆς φύσεως δεσμά, εἰσέρχεται κεκλεισμένων τῶν θυρῶν στό χῶρο πού ἦσαν συγκεντρωμένοι οἱ μαθητές222. ῎Εχει δέ ἀπορρίψει καί ὅλα τά ἀδιάβλητα πάθη τῆς φύσεως. Δέν ἔχει πλέον ἀνάγκες φυσικές. Μπαίνει σέ μία νέα οἰκονομία ζωῆς, στό στάδιο τῆς ἀδιάφθορης δόξας, ἀπό τήν ὁποίαν ποτέ πιά δέν πρόκειται ν᾿ ἀποχωριστεῖ. Καί εἶναι μέν γεγονός ὅτι καί μετά τήν ᾿Ανάστασή του ὁ Σωτήρ ἔφαγε ἐνώπιον τῶν μαθητῶν. Αὐτό ὅμως δέν σήμαινε ὅτι τό ἀναστημένο σῶμα του εἶχεν ἀνάγκη λήψεως ὑλικῆς τροφῆς. ῾Η βρώση ἐκείνη ἦταν βρώση «κατ᾿ οἰκονομίαν». ῎Εφαγε γιά νά πιστοποιήσει τήν ᾿Ανάστασή του, στήν ὁποία δυσπιστοῦσαν οἱ φοβισμένοι μαθητές, ὅτι δηλαδή αὐτός πού ἔβλεπαν μπροστά τους ἦταν ὁ πραγματικός τους διδάσκαλος καί ὄχι κάποιο πνεῦμα (φάντασμα), ὅπως στήν ἀρχή νόμιζαν223. Τί ἀπέγινε βέβαια ἡ τροφή πού ἔφαγεν ὁ Κύριος, ἡ ὁποία δέν ἦταν δυνατόν νά ὑποβληθεῖ στή διεργασία τῆς πέψεως καί τῆς ἀποβολῆς, δέν γνωρίζουμε.
῾Η ᾿Ανάσταση τοῦ Κυρίου ἦταν πανηγυρική πιστοποίηση τῆς θεότητος καί τῆς θείας παντοδυναμίας του. ῾Ο Χριστός ὡς Θεός ἀνέστησε αὐτός ἑαυτόν, ἐγείρας ἐκ τοῦ τάφου τό πρόσλημμα. Στή Γραφή ἡ ᾿Ανάσταση ἀποδίδεται καί στόν Πατέρα224. Τό δόγμα τῆς ᾿Αναστάσεως εἶναι ἀλήθεια πολύ σκληρή διά τή φυσική τοῦ ἀνθρώπου διάνοια. ῾Ο λόγος ταράσσεται στή θύμησή του. ᾿Αλήθεια, πῶς εἶναι δυνατό ν᾿ ἀναστηθεῖ ἀπό τό μνῆμα ἕνα σῶμα νεκρό καί ἀκίνητο; Αὐτό ὅμως πού δέν μπορεῖ ν᾿ ἀποδεχτεῖ ὁ ἀνθρώπινος λόγος, γίνεται ἀποδεκτό ἀπό τή φλογισμένη πίστη πού βλέπει τά πάντα δυνατά στήν παντοδύναμη θεία ἐνέργεια, στήν παντοκρατορική βουλή τοῦ ῾Υψίστου. «῞Οπου γάρ βούλεται Θεός νικᾶται φύσεως τάξις». Καί ἄν αὐτό ἔχει καθολικήν ἰσχύ στή φυσική τάξη τῶν πραγμάτων, στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, στήν ὁποίαν κατοικοῦσε τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς225, στή φύση τή θεοποιημένη καί θεοϋπόστατη, ἡ θεία παντοδυναμία ἦταν κάτι πού ἀνέβλυζεν οἴκοθεν στό θεανθρώπινο θαῦμα, ὥστε ἡ ᾿Ανάσταση τοῦ Κυρίου, τό μέγιστο θαῦμα, νά εἶναι μία φυσιολογική συνέπεια τοῦ χριστολογικοῦ μυστηρίου, τῆς ὑποστατικῆς τῶν φύσεων ἑνώσεως.
Στήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου θάλλει στήν ἀρχέγονή της ὀμορφιά καί εὐγένεια. ῾Η εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού τόση φθορά ὑπέστη στή σήψη τῆς ἀποστασίας, ἀπέβαλε τά αἴσχη τῆς ἁμαρτίας, ἀπετίναξε τή μελάνωση τῆς φθορᾶς, ἀναλαβοῦσα καί πάλι καθαρούς καί ἐράσμιους τούς φωτοειδεῖς χαρακτῆρες της, τούς ὁποίους ἐζόφωσε ἡ βρωμερή πνοή τοῦ ἀρχαίου δράκοντα226. ῾Η θέωση στήν ἀφθαρτοποιημένη σάρκα τοῦ Κυρίου καθορᾶται στίς πλήρεις καί τέλειες διαστάσεις της. Τό πλάσμα ἐγκαθίσταται ἀμετακίνητα πλέον στόν Θεό, φωσφορίζον στή δόξα τῆς Τριάδος, ὁμόθρονο μέ τή θεότητα, ἀπό τήν ὁποίαν διαπερᾶται καί φλογίζεται. ῾Η ᾿Ανάσταση εἶναι ἡ θεοποίηση τοῦ καθαρμένου ὄντος!
῾Η ᾿Ανάσταση εἶναι ἡ γιορτή τῆς ᾿Ορθοδοξίας πού ἐκφράζει ὅσο τίποτε ἄλλο τή χριστόμορφη οὐσία της. Τή γιορτή αὐτή οἱ ᾿Ορθόδοξοι πανηγυρίζουν μέ κύματα ἱεροῦ ἐνθουσιασμοῦ καί ἑόρτιας χαρᾶς. Γι᾿ αὐτούς τό ὑπερφυές γεγονός εἶναι «ἑορτῶν ἑορτή καί πανήγυρις πανηγύρεων»227. Εἶναι ἡ γιορτή τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων, τό πανηγύρι τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Σ᾿ αὐτήν τά πάντα εἶναι φωτοειδῆ καί φωτόμορφα, λάμπουν στή θεοείδεια τῆς ἀνακαινισμένης φύσεως. Γῆ καί οὐρανός συγχορεύουν στό ἀπερινόητο θαῦμα, εὐφραίνονται στή σωτήρια ἀκτίνα τῆς θείας εὐδοκίας. Τίποτε τό σκιερόν δέν ὑπάρχει σ᾿ αὐτήν. ῞Ολα εἶναι φῶς228 στό ἀναστημένο θαῦμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παρθένου. ῾Η ᾿Ανάσταση εἶναι τό Πάσχα τό μέγα καί ἱερότατο, ἡ διάβαση ἀπό τήν πικρή περιοχή τῆς δουλείας τοῦ διαβόλου, στή γῆ τοῦ Θεοῦ «τήν ρέουσαν μέλι καί γάλα». Εἶναι δέ ἡ ᾿Ανάσταση τό Πάσχα πού περνάει πιασμένο χέρι – χέρι μέ τό Πάσχα τοῦ σταυροῦ, τό «σταυρώσιμο Πάσχα». Σταυρός καί ᾿Ανάσταση εἶναι τά δύο φωτεινά σήμαντρα τῆς λυτρώσεως, πού ὁ Θεός θέλησε νά περάσει ἀπό τόν Γολγοθᾶ καί τό ἀνοικτό μνημεῖο τῆς ῾Ιερουσαλήμ. Σ᾿ αὐτά βρίσκουν τό νόημά τους ἄγγελοι καί ἄνθρωποι, τά δημιουργηθέντα ὄντα καί ἡ κτίση ὁλόκληρη. ᾿Αλήθεια, πόσο χαμηλός καί ἐπιπόλαιος πρέπει νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πού, παρά τό ὑπέροχο θαῦμα τῆς ζωῆς, προσπαθεῖ νά νοηματοδοτήσει τή ζωή του στά ἄχυρα καί τά σκουπίδια τῆς φθορᾶς· πού ἐξακολουθεῖ νά χαράζει τό δρόμο του ἐνάντια στήν ἀλήθεια, στή σκοτεινή περιοχή τοῦ θανάτου, ὄν δυστυχισμένο καί ἄρριζο, πού ποτέ δέν βάζει μυαλό ἀπό τήν κόλαση καί τή φρίκη τοῦ ὑπαρξιακοῦ χαλασμοῦ τῆς ζωῆς του!
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
219. Τήν τριήμερη ταφή τοῦ Κυρίου στήν ὁποίαν ἀκολούθησε ἡ ἔνδοξή του ἀνάσταση, προτυπώνει ἡ τριήμερη παραμονή τοῦ ᾿Ιωνᾶ στήν κοιλία τοῦ θαλάσσιου κήτους, τό ὁποῖο, μετά τρεῖς μέρες ἀπό τήν κατάποση τοῦ προφήτη, τόν ἐξήμεσε στή στεριά.
220. 2 Τιμ. 3,16· «πᾶσα γραφή θεόπνευστος». ῾Η θεοπνευστία τῆς Γραφῆς σημαίνει ὅτι σ᾿ αὐτήν ὁμιλεῖ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί ὅτι δέν ὑπάρχει στό γράμμα της ἀντίφαση καί ἀναλήθεια. Οἱ συγγραφεῖς τῶν βιβλίων τῆς ἁγ. Γραφῆς ἐμπνέονται μέν ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο, χωρίς ὡστόσο νά περιέρχονται σέ ἔκσταση κατά τήν ὥρα τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπνεύσεως. Αὐτό κυρίως τονίστηκε ἀπό τούς Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας κατά τήν περίοδο τῶν ἐκστατικῶν φαινομένων καί τῆς ἐκκεντρικότητος τῆς Μοντανιστικῆς προφητείας. ῾Η θεοπνευστία φυσικά δέν εἶναι ἡ «κατά λέξιν» ἔμπνευση τῶν θείων ἀληθειῶν (ἡ κατά γράμμα θεοπνευστία). Σ᾿ αὐτό ἀντιβαίνουν· ὁ προσωπικός χαρακτήρας κάθε ἱεροῦ συγγραφέα, ὁ ὁποῖος διατηρεῖται ἀκέραιος στή θεόπνευστη συγγραφή· ἡ διαφορά (ὄχι ἀντίθεση ἤ ἀντίφαση) στήν ἔκθεση τῶν αὐτῶν πραγμάτων τῆς εὐαγγελικῆς διηγήσεως· καί, τέλος, οἱ μεταφράσεις τῶν βιβλίων τῆς ἁγ. Γραφῆς, πού 174
στήν περίπτωση τῆς «κατά λέξιν» θεοπνευστίας, θά ἦσαν ἀδιανόητες. ᾿Επίσης δέν εἶναι ὀρθή ἡ θεωρία ἡ τοποθετοῦσα τή θεοπνευστία στά οὐσιώδη μόνον μέρη τῆς ἁγ. Γραφῆς, δεχομένη δέ διά τά ἱστορικά ἁπλῆ ἐπιστασία τοῦ ἁγ. Πνεύματος. ῞Οπως ἀσύστατη εἶναι καί ἡ γνώμη, ὅτι ἡ θεοπνευστία περιορίζεται μονάχα στή δογματική καί ἠθική διδασκαλία καί γενικά σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στή σωτηρία. ῾Η Γραφή ἀποτελεῖ σύνολο ἑνιαῖο, τό ὁποῖο δέν μπορεῖ κανείς νά τό κομματιάζει σύμφωνα μέ τίς προσωπικές του ἀρέσκειες, ὅπως κάνουν ὀρθολογιστές θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι οὔτε τήν ἱερά Παράδοση δέχονται οὔτε καί τήν αὐθεντία τῆς ᾿Εκκλησίας, πού εἶναι ἡ μόνη πού μπορεῖ νά διακρίνει καί νά καθορίζει ποιά ζητήματα εἶναι οὐσιώδη καί ποιά ἐπουσιώδη καί δευτερεύοντα στήν ἁγία Γραφή (Βλ. Χρήστου ᾿Ανδρούτσου, Δογματική (1907), σ. 4 ἑξ.).
221. ῾Υπερβολική τιμή πού φτάνει τά ὅρια τῆς λατρείας, ἀποδίδουν στή Γραφή οἱ Προτεστάντες, τήν ὁποία θεωροῦν ὡς τή μόνη πηγή τῆς θείας ἀλήθειας καί ὡς τό μόνο ρυθμιστικό παράγοντα τῆς εὐσεβείας καί τοῦ ἔργου τους. ῾Ο σεβασμός βέβαια αὐτός –ἄν καί ὑπερβολικός– εἶναι δικαιολογημένος. Δυστυχῶς ὅμως οἱ ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις τους δέν τούς ἐπέτρεψαν νά κρατήσουν, παράλληλα μέ τή Γραφή, καί τήν ἱερά Παράδοση, πού γιά μᾶς τούς ᾿Ορθοδόξους, ἀποτελεῖ τήν ἄλλη ἰσότιμη καί ἰσόκυρη πηγή τῆς θείας ἀποκαλύψεως. ῎Ετσι στερήθηκαν τή ζωτική δύναμη πού διοχετεύει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στή συνείδηση τῆς ᾿Εκκλησίας, πού τόσο πλούσια ἐκφράζεται στή βιωμένη της ἀλήθεια, ὅπως αὐτή ἀποτυπώνεται στήν ἱερή της παράδοση.
222. ᾿Ιω. 20,19.
223. Λουκ. 24,37.
224. Πράξ. 2,24. 13,34.
225. «᾿Εν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. 2,9).
226. Τή φθορά τῆς φύσεως καί τήν κατάλυσή της διά τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ ὡραιότατα περιγράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης· «Χρυσῆ τις τό καταρχάς ἡ ἀνθρώπινη φύσις, καί λάμπουσα τῇ πρός τό ἀκήρατον ἀγαθόν ὁμοιότητι· ἀλλά δύσχρους καί μέλαινα μετά τοῦτο τῇ ἐπιμιξίᾳ τῆς κακίας ἐγένετο… ἧς θεραπεύων τήν δυσμορφίαν ὁ πάντα ἐν σοφίᾳ τεχνιτεύων Θεός, οὐ καινόν τι κάλλος ἐπ᾿ αὐτήν μηχανᾶται, ὅ μή πρότερον ἦν, ἀλλ᾿ ἐπί τήν πρώτην ἐπανάγει χάριν, δι᾿ ἀναλύσεως τήν τῷ κακῷ μελανθεῖσαν μηχανεύων πρός τό ἀκήρατον» (Εἰς τά ἄσμ. τῶν ἀσμ., Ρὒ 44,832 ΑΒ).
227. Κανών Κυριακῆς τοῦ Πάσχα (᾿ῼδή Η´. ῾Ο Εἱρμός).
228. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά ὑποχθόνια». (Κανών Κυρ. τοῦ Πάσχα, ᾿ῼδή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου