Δευτέρα 3 Απριλίου 2017

Άγιος Επιφάνιος Επίσκοπος ΚύπρουΗ Κάθοδος του Κυρίου στον Άδη (αφιέρωμα στον λόγο του Αγίου Επιφανείου Κύπρου)




Η Κάθοδος του Κυρίου στον Άδη 
Αφιέρωμα στον λόγο του Αγίου Επιφανείου Κύπρου
«Λόγος εις την Θεόσωμον ταφήν του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και εις τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας, και εις την εν τω Άδη του Κυρίου κατάβασιν, μετά το σωτήριον πάθος, παραδόξως γενομένην. Το αγίω και μεγάλω Σαββάτω»
Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου
Σε Μετάφραση
Α. Τι είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα; Μεγάλη σιωπή είναι απλωμένη στη γη. Μεγάλη σιωπή και ηρεμία. Μεγάλη σιωπή γιατί κοιμάται ο Βασιλιάς. Η γη φοβήθηκε και ησύχασε επειδή ο Θεός με το σώμα κοιμήθηκε, και ανέστησε αυτούς που κοιμόνταν απ’ την αρχή των αιώνων. Ο Θεός με το σώμα πέθανε, και τρόμαξε ο Άδης. Ο Θεός για λίγο κοιμήθηκε, και ανέστησε αυτούς που βρίσκονταν στον Άδη.

Β. Που είναι τώρα, οι πριν από λίγο ταραχές και οι φωνές και οι θόρυβοι, που ξεσηκώνατε, παράνομοι, εναντίον του Χριστού; Που είναι οι συγκεντρώσεις σας και οι αντιρρήσεις σας, και οι φρουρές, και τα όπλα και τα δόρατα; Που είναι οι βασιλείς και οι ιερείς κι' οι καταδικασμένοι δικαστές; Που είναι οι λαμπάδες και τα μαχαίρια κι' οι άτακτες κραυγές; Που είναι οι όχλοι και η λύσσα και η αδιάντροπη φρουρά; Στ' αλήθεια χάθηκαν γιατί στ' αλήθεια αυτοί οι όχλοι έκαναν σχέδια ανόητα και μάταια. Έπεσαν με ορμή επάνω στον ακρογωνιαίο λίθο τον Χριστό, αλλά συντρίφθηκαν αυτοί οι ίδιοι. Χτύπησαν με δύναμη στη στερεά πέτρα, αλλά αυτοί τσακίστηκαν, και τα κύματα τους διαλύθηκαν στον αφρό. Χτύπησαν επάνω στο σκληρό αμόνι, και οι ίδιοι κομματιάστηκαν. Ύψωσαν επάνω στο ξύλο —του Σταυρού— την πέτρα της ζωής, κι' αυτή κατρακυλώντας τους θανάτωσε. Έδεσαν τον πανίσχυρο Σαμψών, δηλαδή τον Ήλιο Θεό, αλλά Αυτός αφού έλυσε τα παμπάλαια δεσμά εξόντωσε τους εχθρούς και τους παράνομους. Έδυσε ο Θεός, ο Ήλιος Χριστός κάτω απ’ τη γη, και βαθύ σκοτάδι έπεσε επάνω στους Ιουδαίους.

Γ. Σήμερα ήλθε η σωτηρία σ' αυτούς που βρίσκονται στη γη και σ' αυτούς που απ’ την αρχή των αιώνων βρίσκονται κάτω απ’ τη γη. Σήμερα ήλθε η σωτηρία στον ορατό και αόρατο κόσμο. Είναι διπλή σήμερα η παρουσία του Δεσπότη, διπλή η σωτηρία, διπλή η φιλανθρωπία, διπλή η κατάβαση μαζί και συγκατάβαση, διπλή η επίσκεψη προς τους ανθρώπους. Κατεβαίνει ο Θεός από τον ουρανό στη γη κι' από τη γη στα καταχθόνια. Ανοίγονται οι πύλες του Άδη. Γεμίστε με αγαλλίαση εσείς που κοιμάσθε απ’ την αρχή των αιώνων, υποδεχτείτε το μέγα φως όσοι κάθεστε στο σκοτάδι και τη σκιά του θανάτου. Έρχεται ο Δεσπότης ανάμεσα στους δούλους. Έρχεται ο Θεός ανάμεσα στους νεκρούς. Έρχεται η ζωή ανάμεσα στους νεκρούς. Έρχεται ο αθώος ανάμεσα στους ενόχους. Έρχεται το φως που δεν σβήνει ανάμεσα σ' αυτούς που βρίσκονται στο σκοτάδι. Έρχεται ο ελευθερωτής ανάμεσα στους αιχμαλώτους. Έρχεται Αυτός που βρίσκεται πιο πάνω από τους ουρανούς, μεταξύ αυτών που βρίσκονται κάτω απ’ τη γη. Ήλθε ο Χριστός στη γη και πιστέψαμε. Κατέβηκε ο Χριστός στους νεκρούς, ας κατέβουμε μαζί Του κι' ας δούμε τα μυστήρια που έγιναν εκεί. Ας γνωρίσουμε Αυτόν που κρύφτηκε — στον Άδη— τα κρυμμένα κάτω απ’ τη γη θαυμάσια έργα Του. Ας μάθουμε πως έλαμψε το κήρυγμα και στους κατοίκους του Άδη.

Δ. Τι συνέβη λοιπόν; Κατεβαίνοντας ο Θεός στον Άδη σώζει όλους χωρίς εξαίρεση; Όχι βέβαια, αλλά κι' εκεί σώζει όσους πίστεψαν. Χθες είδαμε το έργο της σωτηρίας, σήμερα την εκδήλωση της εξουσίας. Χθες είδαμε την αδυναμία, σήμερα την κυριαρχία Του. Χθες φάνηκαν τα σημάδια της ανθρώπινης φύσης Του, σήμερα της θεϊκής φύσης. Χθες Τον ράπιζαν, σήμερα ραπίζει με την αστραπή της θεότητος τον χώρο του Άδη. Χθες Του έβαζαν δεσμά, σήμερα Αυτός δένει τον τύραννο - διάβολο με άλυτα δεσμά. Χθες καταδικαζόταν, σήμερα χαρίζει ελευθερία στους κατάδικους. Χθες Τον περιγελούσαν οι υπηρέτες του Πιλάτου, σήμερα οι θυρωροί του Άδη όταν Τον είδαν γέμισαν φρίκη.

Ε. Άκουσε όμως τον υψηλό λόγο για το πάθος του Χριστού. Άκουσε και ύμνησε. Άκουσε και δόξασε. Άκουσε και κήρυξε τα μεγάλα θαύματα του Θεού. Πώς υποχωρεί ο νόμος, και Πώς ανθίζει η χάρη; Πώς παρέρχονται οι τύποι και Πώς διαβαίνουν οι σκιές; Πώς ο ήλιος γεμίζει την οικουμένη; Πώς αχρηστεύθηκε η Παλαιά Διαθήκη και Πώς επικυρώνεται η Καινή Διαθήκη; Πώς πέρασαν τα παλιά κι' άνθισαν τα καινούργια;

ΣΤ. Δύο λαοί ήταν παρόντες στην Ιερουσαλήμ κατά τον χρόνο του πάθους του Χριστού. Ο Ιουδαϊκός μαζί με τον ειδωλολατρικό. Δύο βασιλείς, ο Πιλάτος και ο Ηρώδης. Δύο αρχιερείς, ο Άννας και ο Καϊάφας. Για να γιορτασθούν μαζί τα δύο Πάσχα, το Ιουδαϊκό που παύει και το Χριστιανικό που αρχίζει. Δύο θυσίες γίνονταν εκείνο το απόγευμα, επειδή πραγματοποιούνταν δύο σωτηρίες, εννοώ των ζωντανών και των νεκρών. Και ο μεν Ιουδαϊκός λαός έδενε τον αμνό για να τον θυσιάσει σφάζοντας τον, οι δε ειδωλολάτρες δέχονταν τον Θεό που σαρκώθηκε. Και ο μεν ένας ατένιζε τη σκιά, ο δε άλλος έτρεχε πρόθυμα στον Ήλιο Θεό. Και οι μεν Ιουδαίοι δένοντας τον Χριστό Τον έδιωχναν, οι δε ειδωλολάτρες Τον δέχονταν με προθυμία. Και οι μεν πρώτοι πρόσφεραν θυσία ζώου, οι δε δεύτεροι θυσία του Θεού που σαρκώθηκε. Άλλα, οι μεν Ιουδαίοι πρόσφεραν τη θυσία φέρνοντας στη μνήμη τους τη διάβαση τους από την Αίγυπτο, οι δε εθνικοί προανήγγελαν με αυτή τη λύτρωση από την πλάνη των ειδώλων.

Ζ. Και όλα αυτά που συνέβαιναν; Στη Σιών, την πόλη του μεγάλου Βασιλιά στην οποία πραγματοποίησε τη σωτηρία στο κέντρο της γης, ο Ιησούς, ο Υιός του Θεού που έγινε γνωστός ανάμεσα σε δύο ζώα. Ανάμεσα στον Πατέρα και το Πνεύμα, των δύο ζωντανών Υπάρξεων. Αυτός είναι η ζωή, που προέρχεται από τη ζωή και χορηγεί τη ζωή, που γεννήθηκε μεταξύ Αγγέλων και ανθρώπων στη φάτνη. Και είναι ανάμεσα στους δύο λαούς ο ακρογωνιαίος λίθος —που τους ενώνει—. Είναι Αυτός που προφητεύθηκε μεταξύ του Νόμου και των Προφητών, και εμφανίστηκε στο όρος Θαβώρ μεταξύ του Μωυσή και του Ηλία. Κι' ανάμεσα στους δύο ληστές αναγνωρίσθηκε ως Θεός από τον ευγνώμονα ληστή. Και ανάμεσα από την παρούσα και τη μέλλουσα ζωή κάθεται ως κριτής. Και σήμερα ανάμεσα σε ζωντανούς και νεκρούς χαρίζει διπλή ζωή και σωτηρία. Λέω πάλι διπλή ζωή διπλή γέννηση μαζί και αναγέννηση, και άκουσε τα γεγονότα της διπλής γεννήσεως του Χριστού και χειροκρότησε τα θαύματα.

Η. Άγγελος ευαγγελίσθηκε στη Μαρία τη γέννηση του Χριστού ως ανθρώπου, και Άγγελος ευαγγελίσθηκε στη Μαγδαληνή Μαρία τη φοβερή ανάσταση από τον τάφο. Νύχτα γεννιέται ο Χριστός στη Βηθλεέμ και πάλι νύχτα ξαναγεννιέται στη Σιών από τον τάφο. Με σπάργανα καταδέχεται να τυλιχθεί στη γέννηση, με σπάργανα και στην ταφή ξανατυλίγεται. Δέχεται σμύρνα όταν γεννήθηκε, σμύρνα και αλόη στην ταφή καταδέχεται. Εκεί άνδρας της Μαρίας ονομάζεται αυτός που δεν είναι άνδρας της, και εδώ ο Ιωσήφ που είναι απ’ την Αριμαθαία αναδεικνύεται ο κηδευτής της ζωής μας. Στη Βηθλεέμ και σε φάτνη ο τόπος της γεννήσεως, αλλά και στον τάφο σαν σε φάτνη ο τόπος της αναστάσεως. Πρώτοι από όλους οι ποιμένες ευαγγελίζονται τη γέννηση του Χριστού, αλλά και πρώτοι από όλους ποιμένες του Χριστού οι μαθητές ευαγγελίσθηκαν την αναγέννηση του Χριστού από τους νεκρούς. Εκεί φώναξε το χαίρε ο Άγγελος προς την Παρθένο, και εδώ το χαίρετε ανέκραξε προς τις γυναίκες ο Άγγελος της μεγάλης αποφάσεως του Θεού, ο Χριστός. Στην πρώτη γέννηση ο Χριστός μετά από σαράντα ημέρες μπήκε στην επίγεια Ιερουσαλήμ, στον ναό, και πρόσφερε ως πρωτότοκος στον Θεό ένα ζευγάρι τρυγόνια, αλλά και στην ανάσταση από τους νεκρούς ο Χριστός, μετά από σαράντα ημέρες, ανέβηκε στην ουράνια Ιερουσαλήμ, απ’ όπου δεν είχε αποχωρισθεί ως Θεός, στα πραγματικά Άγια των Αγίων ως άφθαρτος πρωτότοκος από τους νεκρούς, και πρόσφερε στον Θεό και Πατέρα σαν δυο πάναγνα τρυγόνια, την ψυχή και τη σάρκα τη δική μας. Και εκεί τον υποδέχτηκε σαν άλλος Συμεών, ο Παλαιός των ήμερων Θεός και Πατέρας, στους κόλπους Του, σαν σε αγκάλες, με απερίγραπτο τρόπο. Και εάν αυτά τα ακούς σαν μύθους και όχι με πίστη, σε κατηγορούν οι απαραβίαστες σφραγίδες του Δεσποτικού της αναγεννήσεως του Χριστού μνήματος. Διότι, όπως ο Χριστός γεννήθηκε από Παρθένο, αφήνοντας σφραγισμένες τις κλειδαριές της παρθενίας, που εκ φύσεως είναι κλειστές και τις ανοίγει η μητρότητα, έτσι ακριβώς πραγματοποιήθηκε η αναγέννηση του Χριστού από τον τάφο, χωρίς να ανοίξουν οι σφραγίδες του. Για το πώς στον τάφο και πότε και από ποιους ενταφιάζεται ο Χριστός, η ζωή, ας ακούσουμε τι λένε τα ιερά γράμματα:

Θ. Όταν βράδιασε, ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ. Αυτός τόλμησε και παρουσιάστηκε μπροστά στον Πιλάτο, και του ζήτησε το σώμα του Ιησού. Παρουσιάστηκε ένας θνητός μπροστά σε έναν θνητό ζητώντας να λάβει τον Θεό. Ζήτα τον Θεό των θνητών. Ο πηλός μπροστά στον πηλό, ζητά να λάβει τον πλάστη των όλων. Το χορτάρι, ζήτα από το χορτάρι την ουράνια φωτιά. Η τιποτένια σταγόνα, παίρνει από την τιποτένια σταγόνα τον απύθμενο ωκεανό. Ποιος είδε, ποιος ποτέ άκουσε αυτό το απίστευτο; Ένας άνθρωπος να χαρίζει σε άλλον άνθρωπο τον δημιουργό των ανθρώπων. Ένας άνομος άρχοντας σ' έναν άνθρωπο του νόμου υπόσχεται να χαρίσει τον νομοθέτη. Ένας άκριτος κριτής τον Κριτή των κριτών επιτρέπει να τον θάψουν ως κατάδικο.

Ι. Όταν βράδιασε, ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ. Πραγματικά πλούσιος, αφού πήρε ολόκληρη τη σύνθετη υπόσταση του Κυρίου. Αληθινά πλούσιος, αφού έλαβε από τον Πιλάτο τη διπλή ουσία του Χριστού. Πλούσιος διότι αξιώθηκε να πάρει τον πολύτιμο μαργαρίτη. Πραγματικά πλούσιος γιατί κράτησε το βαλάντιο που ήταν γεμάτο με τον θησαυρό της θεότητος. Πώς να μην είναι πλούσιος αυτός που απέκτησε τη ζωή και τη σωτηρία του κόσμου; Πώς να μην είναι πλούσιος ο Ιωσήφ, αφού δέχτηκε για δώρο Αυτόν που τρέφει και είναι Δεσπότης όλων; Όταν βράδιασε. Επομένως είχε δύσει πια στον Άδη ο ήλιος της δικαιοσύνης. Γι' αυτό ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ από την Αριμαθαία που κρυβόταν γιατί φοβόταν τους Ιουδαίους. Ήλθε και ο Νικόδημος που ήλθε στον Ιησού κάποια νύχτα.

ΙΑ. Αυτό είναι απόκρυφο μυστήριο των μυστηρίων. Δυο κρυφοί μαθητές, έρχονται να κρύψουν τον Ιησού στον τάφο, διδάσκοντας με τη δική τους απόκρυψη το κρυφό μυστήριο του Άδη του Θεού που κρύφτηκε κάτω απ’ τη σάρκα, ξεπερνώντας ο ένας τον άλλον στη θερμή διάθεση. Προς τον Χριστό. Ο μεν Νικόδημος μεγαλόψυχος προσφέροντας σμύρνα και αλόη, ο δε Ιωσήφ αξιέπαινος στην τόλμη και το θάρρος προς τον Πιλάτο. Διότι αυτός διώχνοντας κάθε φόβο με τόλμη παρουσιάστηκε στον Πιλάτο ζητώντας το σώμα του Ιησού. Και όταν παρουσιάστηκε φέρθηκε με μεγάλη σοφία για να επιτύχει αυτό που ήθελε. Γι' αυτό δεν χρησιμοποιεί μπροστά στον Πιλάτο υπερήφανα και υψηλά λόγια, για να μη του ανάψει την οργή και χάσει το ζητούμενο. Ούτε του λέει: Δος μου το σώμα του Ιησού, που σκοτείνιασε πριν από λίγο τον ήλιο, που έσχισε τις πέτρες, που έσεισε τη γη και άνοιξε τους τάφους και έσχισε το καταπέτασμα του ναού. Τίποτε τέτοιο δεν λέει στον Πιλάτο.

IB. Αλλά τι του λέει; Ένα τιποτένιο αίτημα, και για όλους μικρό, άρχοντα μου ήλθα να σου ζητήσω. Ένα πολύ μικρό αίτημα. Το εξής: Δος μου να θάψω το νεκρό σώμα εκείνου που καταδικάστηκε από εσένα, του Ιησού του Ναζωραίου, του Ιησού του φτωχού, του Ιησού του αστέγου, του Ιησού που κρέμεται —στον Σταυρό— γυμνός και περιφρονημένος, του Ιησού του γιου του ξυλουργού, του Ιησού του δέσμιου, που έμενε στο ύπαιθρο, του ξένου, του αγνώριστου μεταξύ των ξένων, του περιφρονημένου, και κοντά σε όλα και κρεμασμένου στον Σταυρό. Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί τι σε ωφελεί το σώμα αυτού του ξένου; Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί ήλθε εδώ από μακρινή χώρα για να σώσει τον άνθρωπο που αποξενώθηκε από τον Θεό. Γιατί κατέβηκε στη σκοτεινή γη για να ανεβάσει τον ξένο. Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί αυτός είναι ο μόνος -πραγματικά- ξένος. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τη χώρα αγνοούμε εμείς οι ξενιτεμένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τον Πατέρα αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τον τόπο και τη γέννηση και τον τρόπο — της ζωής Του— αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο που έζησε ζωή και βίο ξενιτεμένου στα ξένα. Δος μου αυτόν τον ξένο Ναζωραίο του Οποίου τη γέννηση και τον τρόπο αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δος μου αυτόν που με τη θέληση Του είναι ξένος και εδώ δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι. Δος μου αυτόν τον ξένο, που σαν ξένος σε ξένη χώρα, άστεγος γεννήθηκε στη φάτνη. Δος μου αυτόν τον ξένο που απ’ αυτήν ακόμη τη φάτνη έφυγε ως ξένος από τον Ηρώδη. Δος μου αυτόν τον ξένο, που απ’ τα σπάργανα Του ακόμη ξενητεύθηκε στην Αίγυπτο, και δεν είχε πόλη, ούτε χωριό, ούτε σπίτι ούτε τόπο να μείνει, ούτε συγγενή, αλλά σε ξένη χώρα Αυτός είναι ξένος. Δος μου, άρχοντα μου αυτόν τον γυμνό που κρέμεται στο ξύλο —του Σταυρού— να τον σκεπάσω, γιατί Αυτός σκέπασε τη γύμνωση της φύσεως μου. Δος μου αυτόν τον νεκρό που είναι μαζί και Θεός, να σκεπάσω Αυτόν που κάλυψε τις δικές μου ανομίες. Δος μου, άρχοντα μου τον νεκρό που έθαψε μέσα στον Ιορδάνη τη δική μου αμαρτία. Για έναν νεκρό σε παρακαλώ, που αδικήθηκε από όλους, που πουλήθηκε από φίλο, που προδόθηκε από μαθητή, που διώχθηκε από τους αδελφούς του, που ραπίσθηκε από δούλο. Για έναν νεκρό σε θερμοπαρακαλώ, ο Οποίος καταδικάστηκε από αυτούς που ο Ίδιος ελευθέρωσε από τη δουλεία, ο οποίος ποτίσθηκε με ξύδι, τραυματίσθηκε απ’ αυτούς που θεράπευσε, που εγκαταλείφθηκε από τους μαθητές Του και στερήθηκε την ίδια τη Μητέρα Του. Για τον νεκρό, άρχοντα μου, σε ικετεύω, Αυτόν τον άστεγο που κρέμεται στο ξύλο -του Σταυρού—. Διότι επάνω στη γη δεν έχει να Του συμπαρασταθεί ούτε πατέρας, ούτε φίλος, ούτε μαθητής, ούτε συγγενής, ούτε κανένας να Τον θάψει, αλλά είναι μόνος, μονογενής Υιός του μόνου —Πατέρα—, Θεός στον κόσμο και κανένας άλλος.

ΙΓ. Μ' αυτά τα λόγια και μ' αυτόν τον τρόπο αφού παρακάλεσε ο Ιωσήφ τον Πιλάτο, διέταξε ο Πιλάτος να του δοθεί το πανάγιο σώμα του Ιησού. Και ήλθε στον Γολγοθά και αποκαθήλωσε τον σαρκοφόρο Θεό από το ξύλο —του Σταυρού— και Τον τοποθέτησε κάτω στη γη, σαρκοφόρο Θεό γυμνό, αλλά όχι απλό άνθρωπο. Και Τον βλέπει κανείς να βρίσκεται ξαπλωμένος κάτω, Αυτός που όλους τους ανέσυρε προς τον ουρανό. Και μένει για λίγο χωρίς πνοή, Αυτός που είναι η ζωή και η πνοή όλων. Και φαίνεται να μη βλέπει Αυτός που δημιούργησε τα πολυόμματα Χερουβίμ. Και κείτεται ξαπλωμένος, Αυτός που είναι η ανάσταση όλων. Και νεκρώνεται ο σαρκωμένος Θεός, Αυτός που ανασταίνει τους νεκρούς. Και σιωπά για λίγο κατά το σώμα η βροντή του Θεού Λόγου. Και Τον σηκώνουν ανθρώπινες παλάμες, Αυτόν που κρατά στην παλάμη Του ολόκληρη τη γη.


Άγιος Επιφάνιος Επίσκοπος Κωνσταντίας και Αρχιεπίσκοπος Κύπρου

ΙΔ. Άραγε, Ιωσήφ, ζητώντας και παίρνοντας, ξέρεις καλά ποιόν πήρες; Άραγε πλησιάζοντας στον Σταυρό και αποκαθηλώνοντας τον Ιησού, ξέρεις καλά ποιόν κράτησες στα χέρια σου; Εάν πραγματικά γνωρίζεις καλά Ποιόν κρατάς, τώρα έγινες πλούσιος. Γιατί πώς αλλιώς κάνεις αυτή τη θεόσωμη και φρικωδέστατη κηδεία του Ιησού; Είναι αξιέπαινος ο πόθος σου, αλλά πιο αξιέπαινος είναι ο τρόπος της ψυχής σου. Άραγε δεν φρίττεις, κρατώντας στα χέρια σου Αυτόν που φρίττουν τα Χερουβίμ; Με ποιο φόβο θα αφαιρούσες από το θείο αυτό σώμα το μικρό ρούχο που το σκέπαζε; Πώς δεν θα έκλεινες τα μάτια από ευλάβεια; Δεν θα τρόμαζες ατενίζοντας και αποκαλύπτοντας τη σωματική φύση του υπερφύσιν Θεού; Πες μου, Ιωσήφ, άραγε έθαψες στραμμένο προς την ανατολή τον νεκρό που είναι η Ανατολή των ανατολών; Άραγε έκλεισες με τα δάχτυλα σου, όπως γίνεται στους νεκρούς τα μάτια του Ιησού, ο Οποίος με το αμόλυντο δάχτυλο Του άνοιξε τα μάτια του τυφλού; Άραγε έκλεισες το στόμα Εκείνου που άνοιξε το στόμα του κωφαλάλου; Άραγε έδεσες τα χέρια Εκείνου που άπλωσε τα παράλυτα χέρια; Η έδεσες τα πόδια Εκείνου, όπως γίνεται στους νεκρούς, ο Οποίος θεράπευσε, για να βαδίζει, τα πόδια του παραλύτου; 

Άραγε σήκωσες επάνω σε κρεβάτι Αυτόν που διέταξε τον παράλυτο λέγοντας του: Σήκωσε το κρεβάτι σου και περπατά; Άραγε άδειασες μύρα επάνω στο σώμα Εκείνου που είναι το ουράνιο μύρο και εκκένωσε τον εαυτό Του αγιάζοντας τον κόσμο; Άραγε τόλμησες να σφογγίσεις τη θεόσωμη εκείνη πλευρά του Ιησού που ακόμη αιμορροούσε, του Θεού που θεράπευσε την αιμορροούσα; Άραγε έπλυνες με νερό το σώμα του Θεού, που έπλυνε —τις αμαρτίες— όλων και έδωσε την κάθαρση; Άραγε τι είδους λαμπάδες άναψες μπροστά στο αληθινό φως που φωτίζει κάθε άνθρωπο; Και ποιους επιτάφιους ύμνους έψαλες σ' Αυτόν που ανυμνείται χωρίς διακοπή από όλες τις ουράνιες αγγελικές στρατιές; Άραγε και έχυσες δάκρυα για τον νεκρό Ιησού, που δάκρυσε για τον νεκρό Λάζαρο και τον ανέστησε μετά από τέσσερις ημέρες; Άραγε θρήνησες Αυτόν που έδωσε σ' όλους χαρά και διέλυσε τη λύπη της Εύας;

ΙΕ. Όμως μακαρίζω τα χέρια σου, Ιωσήφ, που υπηρέτησαν και ψηλάφισαν τα θεόσωμα χέρια και πόδια του Ιησού, που έσταζαν ακόμη αίμα. Μακαρίζω τα χέρια σου, που άγγιξαν την αιμορροούσα πλευρά του Θεού πριν από τον πιστό - άπιστο Θωμά που είχε αξιέπαινη περιέργεια. Μακαρίζω το στόμα σου που γέμισε αχόρταγα και ασπάσθηκε το στόμα του Ιησού κι' από εκεί γέμισε με Άγιο Πνεύμα. Μακαρίζω τα μάτια σου που ενώθηκαν με τα μάτια του Ιησού, και από εκεί πήραν το αληθινό φως. Μακαρίζω το πρόσωπο σου που πλησίασε το πρόσωπο του Θεού. Μακαρίζω τους ώμους σου που σήκωσαν Αυτόν που βαστάζει όλους. Μακαρίζω το κεφάλι σου που το άγγιξε ο Ιησούς, η κεφαλή των πάντων. Μακαρίζω τα χέρια σου στα οποία βάσταξες Αυτόν που βαστάζει τα πάντα. Μακαρίζω τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο, γιατί έγιναν Χερουβίμ μπροστά στα Χερουβίμ σηκώνοντας και μεταφέροντας επάνω τους τον Θεό. Γιατί έγιναν υπηρέτες του Θεού μπροστά στα εξαπτέρυγα Σεραφίμ, όχι με τα φτερά, αλλά με τα σεντόνια καλύπτοντας και τιμώντας τον Κύριο. Αυτόν που τρέμουν τα Χερουβίμ Τον μεταφέρουν επάνω στους ώμους τους ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος και γεμίζουν από έκσταση όλες οι τάξεις των ασωμάτων Αγγέλων.

ΙΣΤ. Ήλθε ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος. Επομένως έτρεξε μαζί τους και όλος ο χορός των Αγγέλων. Και προφταίνουν τα Χερουβίμ, και τρέχουν μαζί τα Σεραφίμ και βαστάζουν μαζί οι Θρόνοι, και καλύπτουν τα Εξαπτέρυγα, και φρίττουν τα Πολυόμματα βλέποντας τον Ιησού αόμματο, και καλύπτουν μαζί οι Δυνάμεις, και ψάλλουν οι Αρχές και φρίττουν οι Τάξεις, και γεμίζουν έκσταση όλες οι στρατιές των ουρανίων ταγμάτων και γεμάτες θαυμασμό ρωτούν με μεγάλη απορία. Τι είναι αυτός ο φοβερός λόγος και ο φόβος και ο τρόμος και ο τρόπος; Τι είναι αυτό το μεγάλο και παράδοξο και ακατανόητο θέαμα; Αυτός που στον ουρανό σ' εμάς τους ασωμάτους ως απλός Θεός είναι αθεώρητος, εδώ κάτω στη γη τον βλέπουν οι άνθρωποι γυμνό.

ΙΖ. Αυτόν, που μπροστά Του στέκονται τα Χερουβίμ με ευλάβεια, τον κηδεύουν με θάρρος ο Ιωσήφ κι' ο Νικόδημος. Πότε κατέβηκε Αυτός που δεν εγκατέλειψε τον ουρανό; Πώς βγήκε έξω, Αυτός που βρίσκεται μέσα; Πώς ήλθε επάνω στη γη Αυτός που με την παρουσία Του όλα τα γεμίζει; Πώς γυμνώθηκε Αυτός που ντύθηκε όλους; Αυτός που βρίσκεται αδιάκοπα ως Θεός στον ουρανό μαζί με τον Πατέρα, τώρα ζει μαζί με τη Μητέρα Του αδιάκοπα ως αληθινός άνθρωπος.

ΙΗ. Αυτός που ποτέ δεν εμφανίστηκε —ως Θεός— στους ανθρώπους, Πώς εμφανίζεται ως άνθρωπος και συγχρόνως ως φιλάνθρωπος Θεός; Πώς έγινε ορατός ο αόρατος; Πώς σαρκώθηκε ο άυλος; Πώς έπαθε ο απαθής; Πώς ο Κριτής στάθηκε στο δικαστήριο; Πώς η ζωή γεύθηκε τον θάνατο; Πώς ο αχώρητος χώρεσε στον τάφο; Πώς κατοικεί στο μνήμα, Αυτός που δεν εγκατέλειψε τον κόλπο του Πατέρα; Πώς εισέρχεται από την πύλη του σπηλαίου, Αυτός που άνοιξε τις πύλες του παραδείσου, και ενώ δεν διέρρηξε τις πύλες της παρθενίας της Μαρίας, Πώς συνέτριψε τις πύλες του Άδη; Πώς ενώ δεν άνοιξε τις πύλες του υπερώου στην περίπτωση του Θωμά, όμως άνοιξε στους ανθρώπους τις πύλες της βασιλείας, και τις πύλες του τάφου και τις σφραγίδες τις άφησε να ανοίξουν μόνες τους; Πώς υπολογίζεται με τους νεκρούς, Αυτός που είναι ελεύθερος μεταξύ των νεκρών; Πώς το φως που ποτέ δεν σβήνει, έρχεται στα σκοτεινά και στη σκιά του θανάτου; Πού πηγαίνει; Που πορεύεται Αυτός που ο θάνατος δεν μπορεί να Τον κρατήσει; Ποιος είναι ο λόγος και ο τρόπος κι' ο σκοπός που κατεβαίνει στον Άδη; Μήπως κατεβαίνει για να ανεβάσει τον κατάδικο Αδάμ, τον σύνδουλό μας; Πραγματικά, πηγαίνει για να αναζητήσει τον πρωτόπλαστο σαν το χαμένο πρόβατο. Οπωσδήποτε θέλει να επισκεφθεί αυτούς που βρίσκονται μέσα στο σκοτάδι και τη σκιά του θανάτου. Οπωσδήποτε πορεύεται για να ελευθερώσει τον αιχμάλωτο Αδάμ και τη συναιχμάλωτη Εύα ο Θεός και υιος τους.

ΙΘ. Όμως, ας κατεβούμε μαζί με τον Χριστό, ας χορέψουμε μαζί, ας σπεύσουμε, ας σκιρτήσουμε μαζί, ας ανυμνήσουμε, ας βιαστούμε βλέποντας τη συμφιλίωση του Θεού με τους ανθρώπους, την απελευθέρωση των καταδίκων εκ μέρους του αγαθού Δεσπότου. Γιατί πορεύεται Αυτός που από τη φύση Του είναι φιλάνθρωπος για να βγάλει —από τον Άδη— αυτούς που είναι δέσμιοι από την αρχή των αιώνων, με πολλή δύναμη και εξουσία, αυτούς που βρίσκονται στους τάφους νεκροί και τους κατάπιε τυραννικά ο πικρός και αχόρταγος θάνατος και τους τυράννησε, αφού τους άρπαξε από τον Θεό και τους μάζεψε όλους μαζί. Αυτούς πορεύθηκε ο Χριστός να ελευθερώσει και να τους βάλει μαζί με τους ζωντανούς, που κατοικούν στη γη.

Εκεί βρίσκεται ο Αδάμ ο πρωτόπλαστος και πρωτογέννητος, και είναι πιο κάτω από όλους τους κατάδικους. Εκεί είναι ο Άβελ που πρώτος πέθανε στη γη, ο πρώτος δίκαιος ποιμένας, τύπος της άδικης σφαγής του Ποιμένα Χριστού.

Εκεί είναι ο Νώε ο τύπος του Χριστού, του κτιστού της μεγάλης κιβωτού του Θεού, της Εκκλησίας, η οποία διέσωσε με το περιστέρι του Αγίου Πνεύματος, όλα τα θηριώδη έθνη από τον κατακλυσμό της ασεβείας και έδιωξε από αυτήν τον διάβολο κόρακα.


Εκεί είναι ο Αβραάμ ο πρόγονος του Χριστού ο θύτης του γιου του, που πρόσφερε στον Θεό την υπέροχη θυσία θυσιάζοντας με μαχαίρι και χωρίς μαχαίρι θανατώνοντας και μη θανατώνοντας τον γιό του.

Εκεί κάτω βρίσκεται ο δέσμιος Ισαάκ, που την παλαιά εποχή δέθηκε από τον πατέρα για τη θυσία, τύπος του Χριστού και της θυσίας Του.

Εκεί κάτω και ο Ιακώβ καταλυπημένος στον Άδη όπως πριν ήταν καταλυπημένος επάνω για τον Ιωσήφ.

Εκεί ο φυλακισμένος Ιωσήφ, που φυλακίστηκε στην Αίγυπτο και προτύπωνε τον Χριστό όντας δεσμώτης και δεσπότης.

Εκεί κάτω στα σκοτεινά ο Μωϋσής, όπως επάνω στη γη ήταν βρέφος μέσα στο σκοτεινό καλάθι.

Εκεί ο Δανιήλ στον λάκκο του Άδη, όπως κάποτε επάνω στη γη, μέσα στον λάκκο των λιονταριών.

Εκεί ο Ιερεμίας στον λάκκο του Άδη και της φθοράς του θανάτου όπως κάποτε ήταν ριγμένος από τους συμπατριώτες του μέσα στον λάκκο του βορβόρου. Εκεί μέσα στο κήτος του Άδη που δέχεται όλον τον κόσμο βρίσκεται ο Ιωνάς, που είναι ο τύπος του Χριστού ο Οποίος είναι ο προαιώνιος Ιωνάς που θα υπάρχει και στους ατέλειωτους αιώνες. Κι' ακόμη εκεί και ο πρόγονος του Θεανθρώπου, ο Δαβίδ, από τον όποιο κατά σάρκα γεννήθηκε ο Χριστός. Και γιατί λέω για τον Δαβίδ και τον Ιωνά και τον Σολομώντα; 

Εκεί βρισκόταν και ο Ίδιος ο μέγας Ιωάννης, ο μεγαλύτερος από όλους τους προφήτες, κηρύττοντας στον Άδη σ' όλους από πριν τον Χριστό σαν μέσα από σκοτεινή μήτρα —όπως κάποτε βρέφος μέσα από την κοιλιά της μητέρας του Ελισάβετ—. Αυτός είναι διπλός πρόδρομος και κήρυκας προς τους ζωντανούς και τους νεκρούς. Αυτός από τη φυλακή του Ηρώδη παραπέμφθηκε -με τον αποκεφαλισμό του- στην πανανθρώπινη φυλακή του Άδη των δικαίων και αδίκων κεκοιμημένων που βρίσκονταν εκεί από την αρχή των αιώνων.

Κ. Από εκεί, απ’ τον Άδη, όλοι οι προφήτες και οι δίκαιοι με θερμές και συνεχείς προσευχές προς τον Θεό μέσα από την καρδιά τους, ζητώντας λύτρωση από την πολύ οδυνηρή και σκοτεινή και κάτω από την εξουσία του εχθρού διαβόλου, ζοφερή και κατασκότεινη νύχτα. Και ο μεν ένας έλεγε προς τον Θεό: Από την κοιλιά του Άδη άκουσε την κραυγή της φωνής μου. Και ο άλλος: Μέσα απ’ τα βάθη της καρδίας μου έκραξα προς Εσένα, Κύριε. Κύριε άκουσε με προσοχή τη φωνή μου. Και άλλος. Φανέρωσε το πρόσωπο Σου και θα σωθούμε . Και άλλος: Εσύ που κάθεσαι επάνω στον Χερουβικό θρόνο, εμφανίσου. Και άλλος: Ντύσου τη μεγάλη Σου δύναμη και έλα να μας σώσεις. Και άλλος: Κύριε, ας μας προφθάσει η ευσπλαχνία Σου. Και άλλος: Γλύτωσε την ψυχή μου απ’ τον βαθύτατο Άδη Και άλλος: Κύριε, βγάλε την ψυχή μου από τον Άδη. Και άλλος: Κύριε, μη εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον Άδη Και άλλος: Ας ανεβεί η ζωή μου απ’ τη φθορά προς Εσένα, Κύριε και Θεέ μου.

ΚΑ. Όλους αυτούς άκουσε ο πολυεύσπλαγχνος Θεός ο Χριστός, και δεν έκρινε δίκαιο το να εκδηλώσει τη φιλανθρωπία Του μόνο προς αυτούς που ζούσαν κατά την εποχή Του η μετά από αυτήν, αλλά και προς εκείνους που πριν από την ενανθρώπηση Του βρίσκονταν στον Άδη και κάθονταν στο σκοτάδι και τη σκιά του θανάτου. Και γι' αυτό αυτούς που ζούσαν επάνω στη γη τους επισκέφθηκε ο Θεός Λόγος με το έμψυχο σώμα, τις δε ψυχές που ήταν στον Άδη χωρίς σώμα τις επισκέφθηκε με την ένθεη κι' αμόλυντη ψυχή Του χωρίς το σώμα, όχι όμως και χωρίς τη Θεότητα Του.

KB. Λοιπόν, ας τρέξουμε γρήγορα με τον νου κι' ας βαδίσουμε στον Άδη για να δούμε Πώς εκεί με πανίσχυρη δύναμη νικά ολοκληρωτικά τον τύραννο των σκλαβωμένων ψυχών και Πώς με μεγάλη πανστρατιά, με τη λάμψη Του αιχμαλωτίζει χωρίς χέρια τις αθάνατες φάλαγγες των δαιμόνων. Τις θύρες που δεν είναι θύρες σηκώνει από τη μέση και τις πύλες που δεν είναι ξύλινες τις σπάζει με το ξύλο του Σταυρού ο Χριστός που είναι η θύρα. Και με τα θεϊκά καρφιά συντρίβει και κομματιάζει τους αιώνιους μοχλούς. Και με τα δεσμά των θεϊκών χεριών Του λειώνει σαν το κερί τις άλυτες αλυσίδες. Και με τη λόγχη που χτύπησε τη θεϊκή πλευρά Του, διατρυπά την άσαρκη καρδιά του τυράννου. Εκεί συνέτριψε τη δύναμη των τόξων του, όταν τέντωσε σαν τόξο επάνω στον Σταυρό τα θεία Του χέρια. Γι' αυτό αν ακολουθήσεις με ησυχία τον Χριστό, θα δεις τώρα, που έδεσε τον τύραννο και που κρέμασε το κεφάλι του. Πώς ανέσκαψε τη φυλακή —του Άδη— και ελευθέρωσε τους φυλακισμένους. Πώς πάτησε το φίδι και που κρέμασε το κεφάλι του. Πώς ελευθέρωσε τον Αδάμ και Πώς ανέστησε την Εύα. Πώς γκρέμισε τον ενδιάμεσο τοίχο, και Πώς καταδίκασε τον δηλητηριώδη δράκοντα, και Πώς έστησε ανίκητα τρόπαια. Πού θανάτωσε τον θάνατο και Πώς έφθειρε τη φθορά και Πώς επανέφερε τον άνθρωπο στο αρχικό του αξίωμα.

ΚΓ. Αυτός που χθες από συγκατάβαση δεν ήθελε να Τον βοηθήσουν οι λεγεώνες των Αγγέλων, και έλεγε στον Πέτρο: δεν μπορώ να παρακαλέσω τον Πατέρα μου και να μου στείλει για συμπαράσταση περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες Αγγέλων; σήμερα κατεβαίνει κάτω στον Άδη και τον θάνατο, όπως αρμόζει σε Θεό και σε Δεσπότη για να πολεμήσει με τον θάνατο Του τον τύραννο ως αρχηγός των αθανάτων και ασωμάτων στρατευμάτων και αοράτων ταγμάτων, όχι μόνο με δώδεκα λεγεώνες, αλλά με μύριες μυριάδες και χίλιες χιλιάδες Αγγέλων, Εξουσιών, Θρόνων χωρίς θρόνους, Εξαπτερύγων χωρίς φτερά, Πολυομμάτων χωρίς μάτια, ουρανίων ταγμάτων, τα όποια ως Δεσπότη τους και Βασιλιά προ-πέμπουν και περιβάλλουν και τιμούν τον Χριστόν. Όχι ως σύμμαχοι. Μη γένοιτο! Διότι ο παντοδύναμος Χριστός από ποια συμμαχία έχει ανάγκη; Αλλά τον συνοδεύουν γιατί αυτό Του το οφείλουν και αγαπούν να βρίσκονται κοντά στον Δεσπότη Θεό. Αυτές οι Αγγελικές τάξεις είναι σαν έμπιστοι δορυφόροι οπλίτες λαμπροί κρατώντας σκήπτρα της θείας βασιλικής εξουσίας του Κυρίου, και μόνο στο θείο νεύμα Του τρέχουν να προλάβουν με γρηγοράδα η μια την άλλη και κάνοντας έργο και πράξη τη διαταγή Του. Και είναι καταστεφανωμένες με το στεφάνι της νίκης εναντίον των παρατάξεων των εχθρών και των παρανόμων. Γι' αυτό και κατεβαίνουν τότε στους δρόμους και είναι μαζί συνοδοιπόροι του Θεού και Δεσπότη στα μέρη του Άδη και τα υπόγεια του, που είναι βαθύτερα απ’ όλη τη γη, και κατοικητήρια υπόγεια των κεκοιμημένων από την αρχή των αιώνων, και έρχεται για να τους βγάλει με εξουσία αυτούς τους αλυσοδεμένους.

ΚΔ. Μόλις, λοιπόν, έφτασε στα κατάκλειστα και ανήλια και κατασκότεινα δεσμωτήρια του Άδη, και κατοικητήρια και υπόγεια και σπήλαια, η θεϊκή και λαμπρότατη παρουσία του Κυρίου, προχωρεί πριν από όλους ο αρχιστράτηγος Γαβριήλ, γιατί βέβαια όντας από συνήθεια εκείνος που φέρνει στους ανθρώπους τις αγγελίες της χαράς, με δυνατή φωνή αρχαγγελικότατη και στρατηγικότατη, έντονη και σαν του λιονταριού λέει προς τις εχθρικές - δαιμονικές δυνάμεις: Ανοίξτε, άρχοντες τις πύλες σας. Μαζί του φωνάζει κι' ο Μιχαήλ: Και γκρεμιστείτε αιώνιες πύλες. Μετά οι Δυνάμεις προσθέτουν: Φύγετε μακριά παράνομοι θυρωροί. Κι' οι Εξουσίες λένε μ' όλη τους την εξουσία: Σπάστε άλυτες -για αιώνες-, αλυσίδες. Και άλλος Άγγελος: Ντροπή σας, αντίθετοι κι' εχθροί. Και άλλος: Φοβηθείτε, τύραννοι και παράνομοι, —γι' αυτό που θα πάθετε.

ΚΕ. Και όπως γίνεται όταν εμφανιστεί μια φοβερή κι' ανίκητη, παντοδύναμη βασιλική νικηφόρα παράταξη του στρατού, και κυριεύει μια φρίκη και ταραχή και οδυνηρός φόβος τους εχθρούς του ακαταγώνιστου Στρατηγού, έτσι συνέβη ξαφνικά και σ' εκείνους που ήταν στον Άδη κάτω απ’ τη γη με την παράδοξη εκεί εμφάνιση του Χριστού. Από επάνω ερχόταν μια δυνατή λάμψη που τύφλωνε και σκότιζε τα πρόσωπα των εχθρικών δυνάμεων του Άδη, κι' ακούγονταν βροντερές φωνές και φωνές στρατών που διέταζαν και έλεγαν: Ανοίξτε, άρχοντες, τις πύλες σας. Όχι μη τις ανοίγετε, αλλά βγάλτε τις απ’ τα θεμέλια τους, ξεριζώστε τις και πετάξτε τις μακριά, ώστε να μη ξανακλείσουν. Βγάλτε, άρχοντες, τις πύλες σας, όχι γιατί δεν μπορεί να το κάνει ο Κύριος, που όταν θέλει διατάζει και μπαίνει απ’ τις κλεισμένες πόρτες, αλλά διατάζει εσάς τους δραπέτες δούλους να σηκώσετε τις αιώνιες πύλες και να τις μεταφέρετε και να τις κατακομματιάσετε. Γι' αυτό και δεν διατάζει τους όχλους σας, αλλά εσάς που λέτε ότι είσαστε άρχοντες τους: Σηκώστε, οι άρχοντες, τις πύλες σας.

ΚΣΤ. Είσασταν άρχοντες αυτών και όχι άλλων. Μέχρι τώρα όμως. Και εάν και μέχρι τώρα κακώς είσασταν άρχοντες των κεκοιμημένων από την αρχή των αιώνων, όμως δεν θα είσαστε πλέον άρχοντες ούτε αυτών, ούτε άλλων, ούτε και του ίδιου του εαυτού σας. Γιατί παρουσιάστηκε ο Χριστός, η ουράνια θύρα. Ανοίξτε δρόμο σ' Αυτόν που πάτησε το πόδι Του στη φυλακή του Άδη. Το όνομά Του είναι Κύριος, και ως Κύριος μπορεί να περάσει τις πύλες του θανάτου. Εσείς φτιάξατε την είσοδο του θανάτου, Αυτός όμως ήλθε για να την διαπεράσει. Γι' αυτό μη αργοπορείτε. Ανοίξτε τις πύλες και κάνετε γρήγορα. Ανοίξτε και μη αναβάλλετε. Και εάν νομίζετε Πώς θα σας περιμένουμε, σας λέμε Πώς θα διατάξουμε και θα ανοίξουν αυτόματα χωρίς να χρησιμοποιήσουμε το χέρι μας: Και γκρεμισθείτε αιώνιες πύλες.

ΚΖ. Και μόλις οι Αγγελικές δυνάμεις είπαν με δυνατή φωνή αυτά τα λόγια, αμέσως άνοιξαν οι πύλες, αμέσως έσπασαν οι αλυσίδες και οι μοχλοί. Έπεσαν οι κλειδαριές αμέσως και σείσθηκαν τα θεμέλια της φυλακής, και οι εχθρικές δυνάμεις τράπηκαν σε φυγή και έσπρωχνε ο ένας τον άλλον, και μπερδεύονταν τα πόδια του ενός στα πόδια του άλλου και φώναζε ο καθένας στον άλλον να φύγει. Έφριξαν, κλονίσθηκαν, θαύμασαν, ταράχθηκαν, άλλαξε το χρώμα τους, φοβήθηκαν, σταμάτησαν και γέμισαν με έκσταση, απόρησαν μαζί και τρόμαξαν. Και ο ένας στεκόταν μ' ανοιχτό το στόμα, κι' ο άλλος έκρυψε το πρόσωπο του στα γόνατα του. Και ο άλλος έπεσε κάτω απολιθωμένος και άλλος σαν νεκρός και σαν κολώνα, κι' άλλος κυριεύθηκε με δέος και άλλος έπεσε κάτω με πρόσωπο τρομαγμένο στη θέα των ουρανίων Αγγέλων, και άλλος έτρεξε να κρυφτεί σε βαθύτερο μέρος.

ΚΗ. Τότε εκεί ο Χριστός έκοψε τα κεφάλια των σαστισμένων τυράννων. Εκεί θορυβήθηκαν γι' Αυτόν, εκεί χαλάρωσαν τα χαλινάρια τους και έλεγαν: Ποιος είναι Αυτός ο δοξασμένος Βασιλιάς; Ποιος είναι Αυτός ο μέγας, Αυτός που ήλθε με τόσο μεγάλη συνοδεία, κάνοντας τόσο μεγάλα θαύματα; Ποιος είναι Αυτός ο ένδοξος Βασιλιάς που κάνει τώρα στον Άδη αυτά που δεν έγιναν ποτέ; Ποιος είναι Αυτός που βγάζει από εδώ τους κεκοιμημένους από την αρχή των αιώνων; Ποιος είναι Αυτός που διέλυσε και κατέστρεψε το ανίκητο θάρρος και τη δύναμη μας, Αυτός που έβγαλε από τη φυλακή του Άδη αυτούς που ήταν φυλακισμένοι από την αρχή των αιώνων;

ΚΘ. Προς αυτούς οι Αγγελικές δυνάμεις του Κυρίου απαντούσα και έλεγαν: Θέλετε να μάθετε, παράνομοι τύραννοι, ποιος είναι Αυτός ο δοξασμένος Βασιλιάς; Είναι ο δυνατός και παντοδύναμος Κύριος. Ο δυνατός και ισχυρός και ανίκητος στους πολέμους Κύριος. Αυτός είναι Εκείνος, ελεεινοί και παράνομοι τύραννοι που σας εξόρισε και σας έριξε κάτω από τις ουράνιες αψίδες. Αυτός είναι Εκείνος που στα νερά του Ιορδάνη έσπασε τα κεφάλια των δρακόντων σας. Αυτός είναι Εκείνος που επάνω στον Σταυρό σας έκανε θέατρο, σας διαπόμπευσε και σας αφαίρεσε τη δύναμη. Αυτός είναι Εκείνος που σας έδεσε και σας έριξε στο πυκνό σκοτάδι και την άβυσσο. Αυτός είναι Εκείνος που θα σας ρίξει στην αιώνια φωτιά και τη γέενα και θα σας εξοντώσει. Λοιπόν, μη αργοπορείτε και μη περιμένετε, αλλά τρέξτε γρήγορα και βγάλετε τους φυλακισμένους, τους οποίους μέχρι τώρα κακώς έχετε καταπιεί. Από τώρα και μπρος καταργείται το κράτος σας. Παύει η τυραννική σας εξουσία. Η αλαζονεία σας καταργείται οικτρά. Η καύχηση σας έφτασε στο τέλος της, και η δύναμη σας καταπατήθηκε και χάθηκε.

Λ. Αυτά έλεγαν οι νικήτριες Αγγελικές δυνάμεις του Κυρίου στις εχθρικές δυνάμεις και συγχρόνως ενεργούσαν με βιασύνη. Και άλλοι γκρέμιζαν τη φυλακή απ’ τα θεμέλια της. Άλλοι καταδίωκαν τις εχθρικές εξουσίες που έφευγαν από τα εξωτερικά μέρη προς τα βαθύτερα του Άδη για να σωθούν. Και άλλοι ερευνούσαν τα υπόγεια και τα φρούρια και τα σπήλαια, και έτρεχαν. Και άλλοι έφερναν δεσμώτες από διάφορες κατευθύνσεις στον Κύριο, και άλλοι έδεναν με άλυτα δεσμά τον τύραννο, και άλλοι ελευθέρωναν τους φυλακισμένους από την αρχή των αιώνων. Και άλλοι μεν έδιναν διαταγές, και άλλοι υπηρετούσαν στα γρήγορα. Και άλλοι έτρεχαν πριν από τον Κύριο που προχωρούσε βαθύτερα, και άλλοι Τον ακολουθούσαν ως νικηφόρο βασιλιά και Θεό.

ΛΑ. Καθώς, λοιπόν, αυτά έτσι γίνονταν στον Άδη και λέγονταν και όλα θορυβούνταν και σείονταν, και ο Κύριος κόντευε να φτάσει στα πιο κατώτερα μέρη, ο Αδάμ, αυτός που δημιουργήθηκε πριν από όλους, ο πρωτόπλαστος και πρωτόθνητος, που βρισκόταν πιο βαθειά από όλους, δεμένος πολύ γερά, άκουσε τα βήματα του Κυρίου, που ερχόταν προς τους φυλακισμένους και αναγνώρισε τη φωνή Του καθώς περπατούσε μέσα στο δεσμωτήριο. Στράφηκε τότε προς όλους όσοι ήταν μαζί του για αιώνες δέσμιοι και τους είπε: Ακούω τον ήχο των βημάτων Κάποιου που έρχεται προς εμάς. Και εάν πραγματικά μας αξίωσε Εκείνος να έλθει εδώ, τότε εμείς θα ελευθερωθούμε απ’ τα δεσμά μας. Εάν Τον δούμε πραγματικά ανάμεσα μας, τότε εμείς θα σωθούμε από τον Άδη.

ΛΒ. Και καθώς ο Αδάμ αυτά και άλλα σαν αυτά έλεγε προς όλους τους συγκαταδίκους του, μπαίνει ο Κύριος κρατώντας το νικηφόρο όπλο του Σταυρού. Μόλις Τον είδε ο πρωτόπλαστος Αδάμ, χτύπησε το στήθος του γεμάτος έκπληξη και φώναξε με δυνατή φωνή προς όλους λέγοντας: Ο Κύριος μου ας είναι μαζί με όλους. Και αποκρίθηκε ο Χριστός και είπε στον Αδάμ: Ας είναι μαζί και με το δικό σου πνεύμα. Και τον πιάνει από το χέρι και τον σηκώνει και του λέει: Σήκω εσύ που κοιμάσαι και αναστήσου από τους νεκρούς, και θα σε φωτίσει ο Χριστός. Εγώ ο Θεός σου, που για χάρη σου έγινα γιος σου, που για χάρη σου κι' αυτούς που κατάγονται από εσένα λέω τώρα δίνοντας τους με την εξουσία μου την ελευθερία απ’ τα δεσμά τους: Βγείτε έξω. Και σ' όσους βρίσκονται στο σκοτάδι λέω: Λάβετε φως. Και στους κεκοιμημένους λέω: Αναστηθείτε. Και εσένα, Αδάμ, προστάζω: Σήκω εσύ που κοιμάσαι, γιατί δεν σε δημιούργησα γι' αυτό, για να μένεις δηλαδή φυλακισμένος στον Άδη. Αναστήσου από τους νεκρούς. Εγώ είμαι η ζωή των νεκρών. Αναστήσου δικό μου πλάσμα, αναστήσου εσύ η δική μου μορφή που σε δημιούργησα σύμφωνα με τη δική μου εικόνα. Σήκω να φύγουμε από εδώ. Γιατί εσύ είσαι μέσα σε μένα και εγώ μέσα σ' εσένα. Εγώ ως άνθρωπος κι' εσύ έχουμε την αυτή φύση. Για χάρη σου εγώ ο Θεός σου έγινα γιος σου. Για χάρη σου εγώ ο Δεσπότης έλαβα τη δική σου μορφή του δούλου. Για χάρη σου εγώ που βρίσκομαι υψηλότερα από τους ουρανούς, ήλθα επάνω στη γη και κατέβηκα πιο κάτω από τη γη. Για σένα τον άνθρωπο έγινα σαν αβοήθητος άνθρωπος αφημένος ανάμεσα στους νεκρούς. Για σένα που βγήκες μέσα απ’ τον κήπο — της Εδέμ—, παραδόθηκα στους Ιουδαίους μέσα στον κήπο —της Γεθσημανής— και μέσα στον κήπο σταυρώθηκα.

ΛΓ. Δες στο πρόσωπο μου τα φτυσίματα, που δέχτηκα για χάρη σου για να σε αποκαταστήσω όπως ήσουν όταν σου είχα δώσει το εμφύσημα μου. Δες τα ραπίσματα που δέχτηκα στα σαγόνια μου, που τα καταδέχτηκα για να επαναφέρω την αλλοιωμένη μορφή σου στο κατ' εικόνα μου. Δες στη ράχη μου το μαστίγωμα που το καταδέχτηκα για να διαλύσω το φορτίο των αμαρτιών σου που είχες επάνω στην πλάτη σου. Δες τα καρφωμένα μου χέρια που καλώς τα άπλωσα επάνω στο ξύλο του Σταυρού για σένα που κακώς άπλωσες τα χέρια σου στο απαγορευμένο ξύλο - δέντρο. Δες τα πόδια μου που τρυπήθηκαν και καρφώθηκαν στο ξύλο του Σταυρού γιατί τα δικά σου πόδια κακώς έτρεξαν προς το δέντρο της παρακοής την έκτη ημέρα κατά την οποία βγήκε εναντίον σου η καταδικαστική απόφαση, και πάλι κατά την έκτη ημέρα εργάζομαι για την ανάπλαση σου και για το άνοιγμα του παραδείσου.

ΛΔ. Γεύθηκα για χάρη σου τη χολή για να σου θεραπεύσω την πικρή ηδονή που γεύθηκες από τον γλυκό εκείνο καρπό. Γεύθηκα το ξύδι, για να κατάργηση από εσένα το δριμύ κι' αφύσικο ποτήριο του θανάτου. Δέχτηκα τον σπόγγο για να σβήσω το χειρόγραφο που έγραφε τις αμαρτίες σου. Δέχτηκα το καλάμι, για να υπογράψω την ελευθερία του ανθρωπίνου γένους. Ύπνωσα επάνω στον Σταυρό και τρυπήθηκα με λόγχη στην πλευρά, για σένα που σε ύπνωσα στον παράδεισο και έβγαλα από την πλευρά σου την Εύα. Η δική μου πλευρά θεράπευσε τον πόνο της πλευράς σου. Ο δικός μου ύπνος θα σε βγάλει έξω από τον ύπνο σου στον Άδη. Η λόγχη που με τρύπησε σταμάτησε τη ρομφαία που στρεφόταν εναντίον σου.

ΛΕ. Σήκω, λοιπόν, ας φύγουμε από εδώ. Σε έβγαλε ο εχθρός από τον γήινο παράδεισο. Σε αποκαθιστώ, όχι πλέον στον παράδεισο, αλλά σε ουράνιο θρόνο. Σε εμπόδισα να φας από το τυπικό δέντρο της ζωής, τώρα όμως ενώθηκα μαζί σου εγώ που είμαι η Ζωή. Διέταξα τα Χερουβείμ να σε φρουρούν σαν δούλο. Τώρα κάνω τα Χερουβείμ να σε προσκυνήσουν ως Θεό. Κρύφτηκες τότε από τον Θεό γιατί ήσουν γυμνός, να όμως τώρα που έκρυψες μέσα σου γυμνό τον Θεό. Ντύθηκες τον δερμάτινο χιτώνα της ντροπής, αλλά εγώ οντάς Θεός ντύθηκα τον ματωμένο χιτώνα της σάρκας. Γι' αυτό σηκωθείτε, ας φύγουμε από εδώ, από τον θάνατο στη ζωή, από τη φθορά στην αφθαρσία, από το σκοτάδι στο αιώνιο φως. Σηκωθείτε, να φύγουμε από εδώ, από την οδύνη στην ευφροσύνη, από τη δουλεία στην ελευθερία, από τη φυλακή στην άνω Ιερουσαλήμ, από τα δεσμά στην άνεση, από τη σκλαβιά στην τρυφή του παραδείσου, από τη γη στον ουρανό.

ΛΣΤ. Γι' αυτόν τον σκοπό πέθανα και αναστήθηκα, για να γίνω Κύριος νεκρών και ζωντανών. Σηκωθείτε, να φύγουμε από εδώ, διότι ο ουράνιος Πατέρας μου περιμένει το χαμένο πρόβατο. Τα ενενήντα εννιά πρόβατα των Αγγέλων περιμένουν τον σύνδουλό τους Αδάμ πότε να αναστηθεί, και πότε να ανέβει, και πότε να επιστρέψει προς τον Θεό. Ο Χερουβικός θρόνος έχει ετοιμαστεί. Αυτοί που θα σας ανεβάσουν είναι γρήγοροι και βιάζονται. Ο χώρος του γάμου έχει προετοιμαστεί. Το δείπνο είναι στρωμένο. Οι αιώνιες σκηνές και οι τόποι διαμονής είναι έτοιμοι.. Έχουν ανοιχτεί οι θησαυροί των αγαθών, έχει ετοιμαστεί η βασιλεία των ουρανών πριν από αιώνες. Τα αγαθά που περιμένουν τον άνθρωπο δεν τα έχει δει μέχρι τώρα μάτι και αυτιά δεν άκουσαν γι' αυτά, και δεν τα έβαλε νους ανθρώπου.

ΛΖ. Αυτά και άλλα σαν αυτά είπε ο Κύριος. Και ανασταίνεται ο Χριστός και ο ενωμένος μαζί Του Αδάμ κι' ανασταίνεται μαζί και η Εύα. Αναστήθηκαν και πολλά άλλα σώματα δικαίων που είχαν πεθάνει από την αρχή των αιώνων, κηρύττοντας την τριήμερη ανάσταση του Κυρίου, την οποία, οι πιστοί ας την υποδεχτούμε κι ας τη δούμε κι' ας την αγκαλιάσουμε, χορεύοντας μαζί με τους Αγγέλους και γιορτάζοντας μαζί με τους Ασωμάτους και δοξάζοντας μαζί τους τον Χριστό που μας ανέστησε από τη φθορά και μας ζωοποίησε. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη, μαζί με τον χωρίς αρχή Πατέρα Του και το Πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα Του, τώρα και πάντοτε και στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.

(Η μετάφραση είναι απο το βιβλίο «Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΤΕΒΗΚΕ ΣΤΟΝ ΑΔΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΑΝΑΣΤΗΘΗΚΕ» του Γεωργίου Β. Μαυρομάτη. Εκδ'οσεις Επέκταση 1998).

«Τῷ ἁγίῳ καὶ μεγάλῳ Σαββάτῳ» ἤτοι Εἰς τήν Θεόσωμον Ταφήν τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί εἰς τόν ᾿Ιωσήφ τόν ἀπό ᾿Αριμαθαίας, καί εἰς τήν ἐν τῷ ͺ῞Αδη τοῦ Κυρίου κατάβασιν, μετά τό σωτήριον πάθος παραδόξως γεγενημένην (ΒΕΠΕΣ 77, σελ. 139-157)



Η Εις Άδου Κάθοδος του Κυρίου
Κωνσταντίνου Οικονόμου, δασκάλου

Ο ΑΓΙΟΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΚΥΠΡΟΥ: Διαβάζουμε από το κείμενο του Αγίου Επιφανίου για τη σημερινή μέρα: «Γιατί απέραντη σιωπή βασιλεύει σήμερα στη γη; Μεγάλη σιωπή, γιατί ο βασιλεύς κοιμάται. Η γη φοβήθηκε και ησύχασε, γιατί ο Θεός με το σώμα (...) πέθανε και ο Άδης ετρόμαξε. Ο Θεός αυτούς που κοιμόνταν αιώνες, από τον Άδη ανέστησε (…). Σήμερα σώζεται όλος ο κόσμος, ορατός και αόρατος.

Σήμερα είναι διπλή η παρουσία του Δεσπότου Χριστού. Από τον ουρανό στη γη και από τη γη στα κατοχθόνια κατεβαίνει ο Χριστός. Οι πύλες του Άδου ανοίγονται. Χαρήτε όλοι εσείς που κοιμάσθε από τους πανάρχαιους αιώνες. Από επάνω φωνές που διέταζαν: Άρατε πύλας όχι ανοίξετε, αλλά ξερριζώστε τις από τα θεμέλια, βγάλτε τις τελείως από τον τόπο τους. ώστε να μην μπορούν πια να ξανακλείσουν. Άρατε πύλας, γιατί ήρθε ο Χριστός, η ουράνια θύρα. Ο Αδάμ ο πρωτοδημιούργητος και πρωτόπλαστος και πρωτόθνητος που βρισκόταν δεμένος γερά, άκουσε τα βήματα του Κυρίου, και αμέσως ανεγνώρισε την φωνή Του, καθώς επερπατούσε μέσα στη φυλακή.

Εισέρχεται ο Κύριος, κρατώντας το νικηφόρο όπλο του Σταυρού. Ύστερα τον πιάνει από το χέρι, τον σηκώνει επάνω και του λέει: Σήκω συ που κοιμάσαι και ανάστα από τους νεκρούς! Εγώ ο Θεός, που για χάρι σου έγινα υιός σου, δίνω ελευθερία και λέω στους φυλακισμένους: εξέλθετε. Αδάμ, δεν σε έπλασα, για να μένεις φυλακισμένος στον Άδη. Ανάστα εκ των νεκρών.»


Η Κάθοδος του Κυρίου στον Άδη Κατά τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου
Έρευνα - ομιλία: Μιχάλης Μαυροφοράκης
Απομαγνητοφώνηση: Ν. Μ.

Απομαγνητοφώνηση από εκπομπή της Πειραϊκής Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: «Ορθοδοξία και Αίρεση», του Β' Βιβλικού και των συνεργατών του. (Εκφωνήθηκε για πρώτη φορά: 23-10-1992). Ομιλία Νο 42.

Κατά τους χρόνους εκείνους, ο Άδης ήταν μια σκοτεινή φυλακή όπου οδηγούντο δέσμιες οι ψυχές των νεκρών, όταν κατά τον βιολογικό θάνατο αποχωρίζονταν τα οικεία τους σώματα ανεξαρτήτως αν οι ψυχές αυτές ήταν δικαίων ή αδίκων, Ιουδαίων ή Εθνικών, πιστών ή απίστων.

Βεβαίως υπήρχε τεράστια διαφορά στην κατάστασή τους, αναφορικά με τις προσδοκίες και τις ελπίδες τους, διότι οι μεν ψυχές των δικαίων και πιστών ανθρώπων, ανέμεναν τον Λυτρωτή και Σωτήρα να τις ελευθερώσει από τα αιώνια δεσμά του σκότους και του θανάτου, ενώ οι ψυχές των ανόμων ήταν βουτηγμένες στο σκοτάδι της απελπισίας.

Ο Λυτρωτής λοιπόν φάνηκε, και Αυτός δεν ήταν άλλος, από τον Ίδιο τον Κύριο του ουρανού και της γης, που δεν δίστασε να λάβει 
«δούλου μορφήν», και να υποστεί σταυρικό θάνατο κατά σάρκα, ώστε να γίνει «Κύριος και του Άδου και του θανάτου», να καταλύσει το κράτος τους, και να κηρύξει «ημέραν σωτηρίας» και στον κόσμο των «υποκάτω της γης».

Αυτό επετελέσθη, 
«ίνα εν τω ονόματι του Ιησού, παν γόνυ κάμψει, επουρανίων, και επιγείων και καταχθονίων, και πάσα γλώσσα εξομολογήσηται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός» (Φιλιππισίους 2/β: 10,11), ή όπως περιγράφει ο απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης στο βιβλίο της Αποκαλύψεως, «παν κτίσμα ο (το οποίον ήταν) εν τω ουρανώ και επί της γης, και υποκάτω της γης, και της θαλάσσης, και τα εν αυτοίς πάντα, ήκουσα λέγοντας: Τω καθημένω επί τω θρόνω και τω Αρνίω, η ευλογία και η τιμή και η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. (Αποκάλυψις 5/ε: 13 και 20/κ: 13).

Ο Κύριος λοιπόν του ουρανού, έλαβε δούλου μορφήν, και ενωμένος με το πρόσλημμα της ανθρώπινης υποστάσεως, αποκαλύφθη και εκήρυξε το ευαγγέλιο της σωτηρίας, όχι μόνο στους εν σαρκί επί γης ζωντανούς, αλλά και στους προ-αποθανώντες νεκρούς στον Άδη, όταν κατέβηκε προς αυτούς ως άσαρκος ψυχή, προς τις άσαρκες ψυχές των νεκρών.

Στον περιορισμένο χώρο των άρθρων αυτής της σειράς, θα μεταφερθούμε σε κείμενα αρχαίων Χριστιανών συγγραφέων για να διαπιστώσουμε τη γνώμη και την αντίληψη της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας, πάνω σε αυτό το τόσο σημαντικό ζήτημα της σωτηρίας του ανθρώπου.

Αρχίζουμε την περιήγησή μας, από τον λόγο του αγίου Επιφανείου, αρχιεπισκόπου Κύπρου, «Λόγος εις την Θεόσωμον ταφήν του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και εις τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας, και εις την εν τω Άδη του Κυρίου κατάβασιν, μετά το σωτήριον πάθος, παραδόξως γενομένην. Το αγίω και μεγάλω Σαββάτω». Υπενθυμίζουμε, ότι ο άγιος Επιφάνειος Κύπρου, έζησε από το 315 ως το 403 μ.Χ.


Ξεκινάμε την ανάγνωση του λόγου, ο οποίος βρίθει από εικόνες γεμάτες ποίηση και ομορφιά:

Τι τούτο; σήμερον σιγή πολλή εν τη γη· σιγή πολλή και ηρεμία λοιπόν· σιγή πολλή, ότι ο Βασιλεύς υπνοί·

γη εφοβήθη και ησύχασεν, ότι ο Θεός σαρκί ύπνωσε, και τους απ' αιώνος υπνούντας ανέστησεν. Ο Θεός εν σαρκί τέθνηκε, και ο άδης ετρόμαξεν. Ο Θεός προς βραχύ ύπνωσε, και τους εν τω άδη εξήγειρε.

Πού ποτε νυν εισιν αι προ βραχέος ταραχαί, και φωναί, και θόρυβοι κατά του Χριστού, ω παράνομοι; που οι δήμοι, και ενστάσεις, και τάξεις, και τα όπλα, και δόρατα; που οι βασιλείς και ιερείς και κριταί οι κατάκριτοι; που αι λαμπάδες και μάχαιραι και οι θρύλλοι οι άτακτοι; που οι λαοί, και το φρύαγμα, και η κουστωδία η άσεμνος; αληθώς όντως, επεί και όντως αληθώς λαοί εμελέτησαν κενά και μάταια.

Προσέκοψαν τω ακρογωνιαίω λίθω Χριστώ, αλλ' αυτοί συνετρίβησαν· προσέρηξαν τη πέτρα τη στερεά, αλλ' αυτοί συνετρίβησαν, και εις αφρόν τα κύματα αυτών διελύθησαν· προσέκοψαν τω αηττήτω άκμονι, και αυτοί κατεκλάσθησαν· ύψωσαν επί ξύλου την πέτραν της ζωής, και κατελθούσα αυτούς εθανάτωσεν· εδέσμησαν τον μέγαν Σαμψών ήλιον Θεόν· αλλά λύσας τα απ' αιώνος δεσμά, τους αλλοφύλους και παρανόμους απώλεσεν. Έδυ Θεός ήλιος Χριστός υπό γην, και σκότος πανέσπερον Ιουδαίοις πεποίηκεν.

Σήμερον σωτηρία τοις επί γης, και τοις απ' αιώνος υποκάτω της γης· σήμερον σωτηρία τω κόσμω, όσος ορατός, και όσος αόρατος. ∆ιττή(διπλή) σήμερον του ∆εσπότου παρουσία, διττή η οικονομία, διττή φιλανθρωπία, διττή η κατάβασις ομού και συγκατάβασις, διττή προς ανθρώπους επίσκεψις· απ' ουρανού επί την γην, από της γης υποκάτω της γης ο Θεός παραγίνεται· πύλαι άδου ανοίγονται. Οι απ' αιώνος κεκοιμημένοι, αγάλλεσθε· οι εν σκότει και σκιά θανάτου καθήμενοι, το μέγα φως υποδέξασθε.

Μετά των δούλων ο ∆εσπότης· μετά των νεκρών ο Θεός· μετά των θνητών η ζωή· μετά των υπευθύνων ο ανεύθυνος· μετά των εν σκότει το ανέσπερον φως· μετά των αιχμαλώτων ο ελευθερωτής· και μετά των κατωτάτων ο υπεράνω των ουρανών.

Χριστός επί γης, πεπιστεύκαμεν· Χριστός εν νεκροίς, συγκατέλθωμεν και θεάσωμεν και τα εκεί μυστήρια· γνώμεν κρυπτού κρυπτά υπό γην θαυμάσια· μάθωμεν πώς και τοις εν άδου επεφάνη το κήρυγμα.

Τι ουν; (τι λοιπόν;) πάντας απλώς σώζει επιφανείς εν άδη Θεός; Ουχί, αλλά κακεί (και εκεί) τους πιστεύσαντας. Χθές τα της οικονομίας, σήμερον τα της εξουσίας· χθές τα της ασθενείας, σήμερον τα της αυθεντίας· χθές τα της ανθρωπότητος, σήμερον τα της θεότητος ενδείκνυται. Χθές εραπίζετο, σήμερον τη αστραπή της θεότητος το του άδου ραπίζει οικητήριον· χθές εδεσμείτο, σήμερον αλύτοις δεσμοίς (με άλυτα δεσμά) καταδεσμεί τον τύραννον· χθές κατεδικάζετο, σήμερον τοις καταδίκοις ελευθερίαν χαρίζεται· χθές υπουργοί του Πιλάτου αυτώ ενέπαιζον, σήμερον οι πυλωροί του άδου ιδόντες αυτόν, έφριξαν.

Αλλά γαρ άκουσον του Χριστού πάθους τον λόγον ανώτερον· άκουσον, και ύμνησον· άκουσον, και δόξασον· άκουσον, και κήρυξον Θεού μεγάλα θαυμάσια· Πώς ο νόμος υποχωρεί· Πώς η χάρις επανθεί· Πώς οι τύποι παρέρχονται· Πώς αι σκιαί διαβαίνουσιν· Πώς ο ήλιος την οικουμένην πληροί· Πώς η Παλαιά πεπαλαίωται· Πώς η Καινή βεβαιούται· Πώς τα αρχαία παρήλθεν, και Πώς τα νέα επήνθησε.

∆ύο λαοί εν Σιών κατά του Χριστού πάθους καιρόν παραγεγόνασι· ο εξ Ιουδαίων ομού, και ο εξ εθνών· δύο βασιλείς, Πιλάτος και Ηρώδης· δύο αρχιερείς, Άννας και Καϊάφας· ίνα τα δύο ομού πάσχα γένωνται, το μεν καταπαυόμενον, το δε του Χριστού εναρχόμενον· δύο θυσίαι κατ' αυτήν την εσπέραν επετελούντο· επειδή και σωτηρίαι, ζώντων λέγω και νεκρών, επραγματεύοντο. Και ο μεν Ιουδαίος εδέσμει θύων αμνόν επί σφαγήν, ο δε εξ εθνών Θεόν εν σαρκί. Και ο μεν τη σκιά ητένιζεν· ο δε τω ηλίω Θεώ προσέτρεχε, Και οι μεν δήσαντες Χριστόν απεπέμποντο, οι δε εξ εθνών προθύμως αυτόν εδέχοντο. Και οι μεν κτηνόθυτον, οι δε θεόσωμον θυσίαν προσέφερον. Αλλ' οι μεν Ιουδαίοι την εξ Αιγύπτου διάβασιν εμνημόνευον, οι δε εξ εθνών την εκ της πλάνης λύτρωσιν προεκηρύττοντο.

Και ταύτα που; εν Σιών τη πόλει του Βασιλέως του μεγάλου· εν ή ειργάσατο σωτηρία εν μέσω της γης, εν μέσω δύο ζώων γνωσθείς Ιησούς ο θεόπαις· εν μέσω Πατρός και Πνεύματος των δύο ζώων, ζωή εκ ζωής, φησί, ζωός γνωριζόμενος, και εν μέσω αγγέλων και ανθρώπων τη φάτνη τικτόμενος· και εν μέσω δύο λαών λίθος ακρογωνιαίος κείμενος· και εν μέσω νόμου και προφητών ομού κηρυττόμενος· και εν μέσω Μωϋσή και Ηλία επί του όρους οπτανόμενος· και εν μέσω των δύο ληστών Θεός τω ευγνώμονι ληστή γνωριζόμενος· και εν μέσω της παρούσης ζωής και της μελλούσης κριτής αιώνιος καθεζόμενος· και εν μέσω σήμερον ζώντων και νεκρών διττήν ζωήν και σωτηρίαν ποιησάμενος. ∆ιττήν πάλιν λέγω ζωήν, διττήν γέννησιν ομού και αναγέννησιν.


Και περιγράφοντας με αντιθετικές εικόνες την «ένσαρκον οικονομίαν» του Χριστού, αναφέρει και τα εξής:

Και άκουσον Χριστού διττού τόκου τα πράγματα, και κρότει τα θαύματα:

Άγγελος μεν τη Μαρία μητρικήν του Χριστού γέννησιν ευηγγελίσατο· άγγελος δε τη Μαρία τη Μαγδαληνή την εκ του τάφου φρικτήν αναγέννησιν ευηγγελίσατο. Νυκτί Χριστός εν Βηθλεέμ γεννάται· νυκτί πάλιν εν τη Σιών αναγεννάται. Σπάργανα εις την γέννησιν καταδέχεται· σπάργανα και ενταύθα κατατυλίττεται. Σμύρναν γεννηθείς εδέξατο σμύρναν και εν τη ταφή και αλοήν καταδέχεται. Εκεί Ιωσήφ άνανδρος ανήρ της Μαρίας (δηλαδή ο άνδρας εκείνος που δεν ήταν άνδρας της) προσηγόρευται· αλλ' ώδε Ιωσήφ ο εξ Αριμαθαίας κηδευτής της ζωής ημών αναδείκνυται. Εν Βηθλεέμ και εν φάτνη ο τόπος· αλλά και εν τω τάφω ως επί φάτνης ο τόπος. Πρώτοι πάντων ποιμένες την Χριστού ευηγγελίζοντο γέννησιν· αλλά και πρώτοι πάντων ποιμένες Χριστού μαθηταί ευηγγελίσθησαν του Χριστού την εκ νεκρών αναγγέννησιν. Εκεί, Χαίρε, ο άγγελος τη Παρθένω εβόησε· και ενταύθα, Χαίρετε, ο της μεγάλης βουλής άγγελος Χριστός ταις γυναιξί ανακέκραξεν. Εν τη πρώτη γεννήσει Χριστός μετά τεσσαράκοντα ημέρας εισήλθεν εις την επίγειον Ιερουσαλήμ, εις τον ναόν, και προσήγαγεν ως πρωτότοκος ζεύγος τρυγόνων Θεώ· (κατά τον Νόμο ως Πρωτότοκος) αλλά και εν τη εκ νεκρών αναστάσει Χριστός μετά τεσσαράκοντα ημέρας ανήλθεν εις την άνω Ιερουσαλήμ, όθεν ουκ εχωρίζετο, και εις τα όντως Άγια των αγίων ως πρωτότοκος άφθαρτος εκ νεκρών, και προσήγαγε τω Θεώ και Πατρί ως δύο αμώμους τρυγόνας, την ψυχήν και την σάρκα την ημετέραν· ον (τον οποίον) και υπεδέξατο, ως Συμεών τις, ο Παλαιός των ημερών Θεός και Πατήρ, ως εν αγκάλαις εν ιδίοις κόλποις απεριγράπτως.

Εάν δε μυθικώς ταύτα και ου πιστώς ακούης, κατηγορούσί σου αι άλυτοι σφραγίδες του ∆εσποτικού της αναγεννήσεως Χριστού μνήματος. Ώσπερ γαρ εσφραγισμένων των πανεμφύτων μητρανοίκτων κλείθρων της παρθενικής φύσεως Χριστός εκ Παρθένου γεγέννηται· ούτως αδιανοίκτων όντων των του τάφου σφραγίδων η Χριστού αναγέννησις πέπρακται.

Πώς δε εν τάφω και πότε, και υπό τίνων Χριστός η ζωή κατατίθεται, των ιερών λογίων ακούσωμεν. Οψίας γενομένης, φησίν, ήλθεν άνθρωπος πλούσιος τούνομα Ιωσήφ· ούτος τολμήσας εισήλθεν προς Πιλάτον, και ητήσατο παρ' αυτού το σώμα του Ιησού. Εισήλθεν βροτός προς βροτόν, αιτούμενος λαβείν τον Θεόν· τον Θεόν των βροτών αιτείται· πηλός προς πηλού λαβείν τον πάντων πλαστουργόν· ο χόρτος παρά χόρτου κομίσασθαι το ουράνιον πυρ· η σταγών η οικτρά παρά σταγόνος οικτράς λαμβάνει την άβυσσον.

Τις ίδε; τις ήκουσε πώποτε; Άνθρωπος ανθρώπω τον ποιητήν των ανθρώπων χαρίζεται· άνομος των ανόμων τον όρον και του νόμου υπισχνείται χαρίζεσθαι· κριτής άκριτος ως κατάκριτον τον κριτήν των κριτών εις ταφήν αφίησιν.

Οψίας γενομένης, φησίν, ήλθεν άνθρωπος πλούσιος τούνομα Ιωσήφ. Όντως πλούσιος, πάσαν την σύνθετον του Κυρίου υπόστασιν κομισάμενος· αληθώς πλούσιος, ότι την διττήν ουσίαν του Χριστού παρά Πιλάτου έλαβε· και γαρ πλούσιος, ότι τον ατίμητον μαργαρίτην ηξιώθη κομίσασθαι. πλούσιος· βαλάντιον γαρ εβάστασε γέμον του θησαυρού της θεότητος. Πώς γαρ ου πλούσιος ο την του κόσμου ζωήν και σωτηρίαν κτησάμενος; Πώς δε ου πλούσιος Ιωσήφ, δώρον δεξάμενος τον πάντα τρέφοντα και πάντα δεσπόζοντα;

Οψίας γενομένης· ην γαρ λοιπόν δύσας εν άδη ο της δικαιοσύνης ήλιος. ∆ιό ήλθεν άνθρωπος πλούσιος τούνομα Ιωσήφ από Αριμαθαίας, ος ην κρυβόμενος, δια τον φόβον των Ιουδαίων. Ήλθε δε και Νικόδημος, ο ελθών προς τον Ιησούν νυκτός. Μυστήριον μυστηρίων απόκρυφον. ∆ύο κρυπτοί μαθηταί κατακρύψαι Ιησούν εν τάφω έρχονται, το κρυπτόν εν τω άδη μυστήριον του κρυπτού Θεού εν σαρκί δια της ιδίας κρύψεως διδάσκοντες. Έτερος δε τον έτερον υπερβάλλων τη προς Χριστόν διαθέσει. Ο μεν γαρ Νικόδημος εν τη σμύρνη, και εν τη αλόη μεγαλόψυχος· ο δε Ιωσήφ εν τη προς Πιλάτον τόλμη και παρησία αξιέπαινος. Ούτος γαρ πάντα φόβον αποριψάμενος, τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον, αιτούμενος το σώμα του Ιησού· και εισελθών πανσόφως εχρήσατο, ίνα του ποθουμένου σκοπού εντός γένηται. ∆ιό ουκ εχρήσατο προς Πιλάτον κόμποις τισί και υψηλοίς ρήμασιν, ίνα μη εις οργήν τούτον εξάψας εκπέση της αιτήσεως· ουδέ λέγει προς αυτόν· ∆ος μοι το σώμα του Ιησού, του προ βραχέως τον ήλιον σκοτίσαντος, τας πέτρας ρήξαντος, και την γην δονήσαντος, και τα μνημεία ανοίξαντος, και το καταπέτασμα του ναού σχίσαντος. Ουδέν τοσούτον προς Πιλάτον λέγει. Αλλά τι; αίτησίν τινα οικτράν, και τοις πάσι μικράν. Ω κριτά, αιτούμενος παρά σου ελήλυθα αίτησιν πάνυ μικράν.

Και ούτως· ∆ος μοι νεκρόν προς ταφήν·
το σώμα εκείνου του παρά σου κατακριθέντος Ιησού του Ναζαρινού, Ιησού του πτωχού, Ιησού του αοίκου, Ιησού του κρεμαμένου, του γυμνού, του ευτελούς, Ιησού του τέκτονος υιού, Ιησού του δεσμίου, του αιθρίου, του ξένου, και επί ξενία αγνωρίστου, του ευκαταφρονήτου, και επί πάσι κρεμαμένου. ∆ος μοι τούτον τον ξένον· τι γαρ σε ωφελεί το σώμα τούτου του ξένου; ∆ος μοι τούτον τον ξένον· εκ μακράς γαρ ήλθεν ώδε της χώρας, ίνα σώση τον ξένον· κατήλθε γαρ εις την σκοτεινήν ανενέγκαι τον ξένον. ∆ος μοι τούτον τον ξένον· αυτός γαρ και μόνος υπάρχει ξένος. ∆ος μοι τούτον τον ξένον, ούτινος την χώραν αγνοούμεν οι ξένοι. ∆ος μοι τούτον τον ξένον, ούτινος τον πατέρα αγνοούμεν οι ξένοι. ∆ος μοι τούτον τον ξένον, ούτινος τον τόπον και τον τόκον, και τον τρόπον αγνοούμεν οι ξένοι. ∆ος μοι τούτον τον ξένον, τον ξένην ζωήν και βίον ζήσαντα επί ξένα. ∆ος μοι τούτον τον Ναζωραίον ξένον [ου τον τόκον και τον τρόπον αγνοούμεν οι ξένοι. ∆ος μοι τούτον τον εκούσιον ξένον], τον μη έχοντα ώδε που την κεφαλήν κλίνη. ∆ος μοι τούτον τον ξένον, τον ως ξένον επί ξένης άοικον, επί φάτνης τεχθέντα. ∆ος μοι τούτον τον ξένον, τον εξ αυτής της φάτνης ως ξένον εξ Ηρώδου φυγόντα. ∆ος μοι τούτον τον ξένον, τον εξ αυτών των σπαργάνων εν Αιγύπτω ξενωθέντα, ου πόλιν έχοντα, ου κώμην, ουκ οίκον, ου μονήν, ου συγγενή· επ' αλλοδαπής δε χώρας τυγχάνει ούτος ο ξένος.

∆ος μοι, ω ηγεμών, τούτον τον επί ξύλου γυμνόν· σκεπάσω τον της εμής φύσεως σκεπάσαντα γύμνωσιν. ∆ος μοι τούτον τον νεκρόν ομού και Θεόν· σκεπάσω τον τας εμάς ανομίας καλύψαντα. ∆ος μοι, ω ηγεμών, νεκρόν, τον επί Ιορδάνου την εμήν αμαρτίαν ενθάψαντα. Υπέρ νεκρού παρακαλώ υπό πάντων αδικηθέντος, υπό φίλου πραθέντος, υπό μαθητού προδοθέντος, υπό αδελφών διωχθέντος, και υπό δούλου ραπισθέντος. Υπέρ νεκρού πρεσβεύω, του υπό των υπ' αυτού εκ δουλείας ελευθερωθέντων κατακριθέντος, του υπ' αυτού όξος ποτισθέντος, του υπό των ιαθέντων υπ' αυτού τραυματισθέντος, του υπό των μαθητών καταλειφθέντος, και αυτής της μητρός αποστερηθέντος.

Υπέρ νεκρού, ω ηγεμών, δυσωπώ, του επί ξύλου κρεμαμένου αοίκου. Ου γαρ πάρεστι τούτω ου πατήρ επί γης, ου φίλος, ου μαθητής, ου συγγενής, ουκ ενταφιαστής· αλλ' αυτός μόνος του μόνου μονογενής, εν κόσμω Θεός, και άλλος ουδείς.

Τούτων ούτως υπό Ιωσήφ προς Πιλάτον ειρημένων, εκέλευσεν ο Πιλάτος δοθήναι αυτώ το πανάγιον σώμα του Ιησού. Και ελθών επί τον Γολγοθά τόπον, καθείλε Θεόν εν σαρκί από του ξύλου, και τίθησιν επί γην· Θεόν εν σαρκί γυμνόν, και άνθρωπον ου ψιλόν. Και οράται κείμενος κάτω, ο πάντας ελκύσας άνω· και γίνεται προς βραχύ άπνους, η πάντων ζωή και πνοή· και οράται αόμματος, ο κτίσας τα πολυόμματα· και κείται ύπτιος, η πάντων ανάστασις· και νεκρούται σαρκί Θεός, ο τους νεκρούς ανιστών· και σιγά προς βραχύ η του Θεού λόγου βροντή· και αίρεται παλάμαις, ο την γην κατέχων δρακί.

Άρα γαρ, άρα, ω Ιωσήφ, αιτήσας και λαβών, οίδας ον είληφας; άρα προσελθών τω σταυρώ, καθελών Ιησούν, οίδας τίνα εβάστασας; Ει όντως οίδας ον κρατείς, νυν γέγονας πλούσιος. Πώς δε άρα και την θεόσωμον ταύτην και φρικωδεστάτην Ιησού επιτελείς κηδείαν; Επαινετός σου ο πόθος· αλλ' επαινετώτερος ο της ψυχής σου τρόπος.

Άρα γαρ, άρα ου φρίττεις, ον τα χερουβίμ φρίττουσιν, επί χειρών βαστάζων; ή ποίω φόβω πάντως της θείας εκείνης σαρκός απογυμνοίς το λέντιον; Πώς δε δη ευλαβώς το όμμα κατέστελλες; ου φρίττεις ενατενίζων, ανακαλύπτων φύσιν σαρκός Θεού, του υπέρ φύσιν; Άρα γαρ, άρα, ειπέ μοι, ω Ιωσήφ, και προς ανατολάς καταθάπτεις νεκρόν, την ανατολήν των ανατολών; άρα δε και τοις σοίς δακτύλοις νεκροπρεπώς Ιησού κατακλείεις τα όμματα του τω αχράντω δακτύλω του τυφλού ανοίξαντος όμμα; άρα δε και το στόμα περικλείεις του το μογιλάλου ανοίξαντος στόμα; άρα δε και χείρας περιστέλλεις του εκτείναντος τας ξηρανθείσας χείρας; ή και τους πόδας νεκροπρεπώς καταδεσμείς του το βαδίζειν δόντος τοις ακινήτοις ποσίν; άρα και επί κλίνης αίρεις τον τω παραλύτω κελεύσαντα: Άρον σου τον κράβατον, και περιπάτει; άρα δε και μύρα κενοίς τω ουρανίω μύρω τα εαυτού κενώσαντι, και κόσμον αγιάσαντι; άρα και την θεόσωμον έτι αιμοροούσαν εκείνην Ιησού εκμάξαι τολμάς πλευράν, του την αιμοροούσαν ιασαμένου Θεού; άρα δε και ύδατι καταπλύνεις σώμα Θεού, του πάντας εκπλύναντος, και την κάθαρσιν δόντος;

Ποίας δε άρα και λαμπάδας υπανάψεις τω φωτί τω αληθινώ, τω φωτίσαντι πάντα άνθρωπον; ποίας δε και άσεις επιταφίους ωδάς τω ασιγήτως αινουμένω υπό πάσης ουρανίου στρατιάς; άρα δε και δακρυροείς ως νεκρόν τον δακρύσαντα, και νεκρόν τετραήμερον τον Λάζαρον αναστήσαντα; άρα δε και θρήνους ποιείς τω την χαράν πάσι διδόντι, και την λύπην της Εύας διαλύσαντι;

Όμως μακαρίζω σου τας χείρας, ω Ιωσήφ, υπουργησάσας, και ψηλαφησάσας έτι αιμοροούσας τας θεοσώμους Ιησού χείρας και πόδας· μακαρίζω σου τας χείρας προσεγγισάσας τη του Θεού αιμοροούση πλευρά, προ Θωμά του πιστού απίστου και επαινουμένου περιέργου· μακαρίζω σου το στόμα εμπλησθέν απλήστως και ενωθέν προς Ιησού το στόμα, και Πνεύματος αγίου εκείθεν πληρωθέν· μακαρίζω σου τους οφθαλμούς προστεθέντας τοις του Ιησού οφθαλμοίς, και το φως το αληθινόν εκείθεν μεταλαχόντας· μακαρίζω σου το πρόσωπον προσπελάσαν προς το του Θεού πρόσωπον· μακαρίζω σου τους ώμους βαστάσαντας τον πάντας βαστάζοντα· μακαρίζω σου την κεφαλήν εν ή προσήγγισεν Ιησούς πάντων κεφαλή· μακαρίζω σου τας χείρας, εν αις εβάστασας τον βαστάζοντα πάντα· μακαρίζω Ιωσήφ και Νικόδημον. Γεγόνασι γαρ προ των χερουβίμ Θεόν εν εαυτοίς υψώσαντες και φέροντες· γεγόνασι προ των εξαπτερύγων Θεού υπουργοί, ου πτέρυξιν, αλλά σινδόσι τον Κύριον καλύψαντες, και τιμήσαντες. Όν τα χερουβίμ τρέμουσι, τούτον επί των ώμων Ιωσήφ και Νικόδημος φέρουσι, και πάσαι αι των ασωμάτων τάξεις εξίστανται.

Ήλθε γαρ Ιωσήφ και Νικόδημος· ουκούν συνέδραμε πας και ο των αγγέλων θεόδημος· και προφθάνει χερουβίμ, και συντρέχει σεραφίμ, και συμβαστάζουσι θρόνοι, και καλύπτουσι τα εξαπτέρυγα, και φρίττουσι τα πολυόμματα, ορώντα εν σαρκί Ιησούν αόμματον, και συγκαλύπτουσι δυνάμεις, και άδουσιν αι αρχαί, και φρίττουσιν αι τάξεις, και εξίστανται πάσαι αι στρατιαί των μεταρσίων ταγμάτων, και θαμβούμεναι προς εαυτάς διαπορούσι, και λέγουσι· Τις ούτος ο φοβερός λόγος, και φόβος, και τρόμος, και τρόπος; τι τούτο το μέγα, και παράδοξον, και ακατάληπτον θέαμα; Ο άνω ημίν τοις ασωμάτοις ως Θεός γυμνός, αθεώρητος, κάτω βροτοίς γυμνός ευθεώρητος. Ω παρίστανται χερουβίμ μετ' ευλαβείας, τούτον Ιωσήφ και Νικόδημος κηδεύουσι μετ' αδείας.

Και συνεχίζει το λόγο του για την κάθοδο του Κυρίου μας ο άγιος Επιφάνειος, με ρητορικές ερωτήσεις:

Πότε κατήλθεν ο τα άνω μη λιπών; Πως εξήλθεν ο έσω ων; Πως ήλθεν επί γης ο τα πάντα πληρών; Πως εξέδυ ο πάντας λαθών; Ο άνω μετά Πατρός ως Θεός ανελλειπής, κάτω μετά της μητρός ως βροτός αληθώς ανελλειπώς. Ο ου πώποτε ημίν εκφανείς, Πώς ανθρώποις ως άνθρωπος ομού και φιλάνθρωπος Θεός επιφαίνεται; Πώς ο αόρατος ωράθη; Πώς ο άϋλος εσαρκώθη; Πώς ο απαθής έπαθε; Πώς ο κριτής εις κριτήριον παρέστη; Πώς η ζωή θανάτου εγεύσατο; Πώς ο αχώρητος εν τάφω χωρείται; Πώς οικεί το μνήμα ο μη λιπών (Αυτός που δεν εγκατέλειψε) τον κόλπον τον πατρικόν; Πώς σπηλαίου πύλην εισέρχεται ο πύλας του παραδείσου ανοίξας, τας δε πύλας της Παρθένου μη διαρήξας, αλλά πύλας του άδου συντρίψας; ο πύλας επί Θωμά μη ανοίξας, αλλά πύλας της βασιλείας ανθρώποις διανοίξας, τας δε πύλας του τάφου και σφραγίδας αδιανοίκτους σώζων; Πώς δε εν νεκροίς λογίζεται ο εν νεκροίς ελεύθερος; Πώς το φως το ανέσπερον εν σκοτεινοίς και σκιά θανάτου παραγίνεται;

Πού πορεύεται; πού παραγίνεται ο υπό θανάτου κρατηθήναι μη δυνάμενος; Τις ο λόγος; τις ο τρόπος; τις η βουλή της εν τω άδη αυτού καταβάσεως; Τάχα τον Αδάμ τον κατάδικον και ημών σύνδουλον ανενέγκαι κατέρχεται; (Μήπως κατέρχεται για να σηκώσει τον Αδάμ;)

Όντως τον πρωτόπλαστον ως απολωλός πρόβατον επιζητήσαι πορεύεται. Πάντως και τους εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένους βούλεται επισκέψασθαι· πάντως τον αιχμάλωτον Αδάμ, και την συναιχμάλωτον Εύαν των οδυνών λύσαι πορεύεται ο Θεός, και υιος αυτής όθεν και υιος αυτού αναδέδεικται. Αλλά συγκατέλθωμεν, αλλά συγχορεύσωμεν, αλλά σπεύσωμεν, αλλά συσκιρτήσωμεν, αλλά προπέμψωμεν, αλλά ανυμνήσωμεν, αλλά ταχύνωμεν, Θεού καταλλαγάς προς ανθρώπους βλέποντες, καταδίκων απόλυσιν εξ αγαθού ∆εσπότου γινομένην. Πορεύεται γαρ ο φύσει φιλάνθρωπος εξάξαι (να βγάλει έξω) τους απ' αιώνος δεσμίους εν ανδρεία και εξουσία πολλή, τους κατοικούντας εν τάφοις, ους κατέπιεν τυραννικώς ο πικρός και ακόρεστος θάνατος τυραννήσας, και εκ Θεού αποσυλήσας ομού τε και σωρεύσας, τοις άνω κατοικούσιν ελευθερώσας συναριθμήσαι.

Εκεί δέσμιος Αδάμ ο πρωτόπλαστος, και πρωτογέννητος πάντων κατωτάτων καταδίκων κατώτερος. Εκεί Άβελ ο πρωτόθυτος, (αυτός που θυσιάστηκε πρώτος) και πρωτοδίκαιος ποιμήν Χριστού ποιμένος τύπος της αδίκου σφαγής. Εκεί Νώε ο Χριστού τύπος, της μεγάλης κιβωτού Θεού Εκκλησίας κτιστής, της τα θηριώδη έθνη πάντα εκ κατακλυσμού ασεβείας δια περιστεράς, αγίου Πνεύματος, διασωσάσης, και τον ζοφερόν κόρακα (διάβολον) εκ ταύτης εξορισάσης. (τον εξώρισε) Εκεί Αβραάμ ο Χριστοπάτωρ θύτης, ο την ξιφάξιφον ομού, και θνητάθνητον Θεώ θύσας θυσίαν πανόλβιον. (Δηλαδή, εκεί είναι ο Αβραάμ, ο προπάτορας του Χριστού, που προσέφερε ως θύτης στον Θεό θυσία τρισμακάρια, τον γιο του Ισαάκ, με ξίφος, αλλά και χωρίς ξίφος, θυσιάζοντά τον, και θανατώνοντάς τον χωρίς να τον θανατώσει, επειδή επετέλεσε τη θυσία στην καρδιά του, και ο Θεός δεν επέτρεψε και την πραγματοποίησή της στον Ισαάκ) Εκεί κάτω δέσμιος Ισαάκ ο πάλαι δέσμιος Χριστό τύπος υπό Αβραάμ γενόμενος άνω. Εκεί Ιακώβ ενάδη κατώδυνος κάτω πριν δια Ιωσήφ κατώδυνος άνω. (δηλαδή στη γη) Εκεί Ιωσήφ ο δέσμιος, ο εν Αιγύπτω γεγονώς εν τω δεσμωτηρίω εις Χριστού τύπον δεσμώτης και δεσπότης. Εκεί Μωϋσής εν σκοτεινοίς κάτω, ο ποτέ εν τη θήκη εν σκοτεινοίς άνω. Εκεί ∆ανιήλ εν άδη τω λάκκω, ο εν τω λάκκω ποτέ των λεόντων άνω. Εκεί Ιερεμίας ως εν λάκκω βορβόρου, εν τω λάκκω του άδου και της φθοράς του θανάτου. Εκεί εν τω κοσμοδόχω κήτει του άδου κείται εις τύπον Ιωνάς Χριστού του αιωνίου και προαιωνίου Ιωνά του ζώντος εις αιώνα, και εις τους αιώνας των αιώνων και επ' αιώνα. Και έτι εκεί ∆αβίδ ο Θεοπάτωρ, εξ ου το κατά σάρκα Χριστός.

Και τι λέγω ∆αβίδ και Ιωνάν και Σολομώντα; Εκεί και αυτός ο πολύς Ιωάννης, ο μείζων πάντων των προφητών, ως εν τη σκοτεινή μήτρα Χριστόν προκηρύττων τοις εν άδη άπασιν· ο διττός (διπλός) πρόδρομος, και κήρυξ ζώντων και νεκρών· ο εκ φυλακής Ηρώδου τη πανδήμω (γεμάτη κόσμο) φυλακή παραπεμφθείς του άδου όθεν των απ' αιώνος δικαίων τε και αδίκων κεκοιμημένων.

Οι δε προφήταί τε και δίκαιοι άπαντες λιτάς αλήκτους κρυφιομύστως Θεώ εκείθεν προσέφερον, (προσέφεραν όλοι οι δίκαιοι και οι προφήτες στον Θεό μυστικά δεήσεις χωρίς τέλος) λύτρωσιν εξαιτούντες της πανωδύνου εκείνης και κατηφούς εχθροκράτου ζοφεράς, και πανεσπέρου παννυξίας.

Και ο μεν προς Θεόν έλεγε· Εκ κοιλίας άδου κραυγής μου άκουσον, φωνής μου· (Ιωνάς 2/β: 3), ο δ' άλλος· Εκ βαθέων εκέκραξά σοι, Κύριε· Κύριε, εισάκουσον της φωνής μου· (Ψαλμός ρκθ:1,2), και άλλος· Επίφανον το πρόσωπόν σου, και σωθησόμεθα· (Ψαλμός οθ: 4), και έτερος· Ο καθήμενος επί των χερουβίμ, εμφάνηθι (Ψαλμός οθ:2)· και άλλος· Εξέγειρον την δυναστείαν σου, και ελθέ εις το σώσαι ημάς (Ψαλμός οθ:3)· και έτερος· Ταχύ προκαταλαβέτωσαν ημάς οι οικτιρμοί σου, Κύριε· (Ψαλμός οη: 8), και άλλος· ρύσαι την ψυχήν μου εξ άδου κατωτάτου· (Ψαλμός πε: 13), και έτερος· Κύριε, ανάγαγε εξ άδου την ψυχήν μου· (Ψαλμός κθ: 4) και άλλος· Μη εγκατάλιπε την ψυχήν μου εις άδην· (Ψαλμός ιε: 10), και έτερος· Αναβήτω εκ φθοράς η ζωή μου προς σε, Κύριε ο Θεός μου (Ιωνάς β: 7). Ων (των οποίων) δη απάντων υπακούσας ο πανοικτίρμων Θεός ο Χριστός ου δίκαιον κέκρικε (δεν έκρινε δίκαιο) τοις επ' αυτού και μετ' αυτόν της οικείας μεταδούναι μόνοις φιλανθρωπίας· αλλά και τοις προ της αυτού επιδημίας εν άδη κατεχομένοις, και καθημένοις εν σκότει, σκιά θανάτου.

∆ιό ανθρώπους μεν εν σαρκί όντας δια σαρκός εμψύχου ο Θεός Λόγος επεσκέψατο· ψυχαίς δε σωμάτων απηλλαγμέναις δια της ενθέου και αχράντου αυτού ψυχής εν άδη επέφανε, σώματος αλλ' ου θεότητος απηλλαγμένης. Ουκούν σπεύσωμεν τω νώ, και επί τον άδην βαδίσωμεν, όπως ίδωμεν πώς εκεί ποτε τον τω κράτει κραταιόν κατά κράτος κρατεί του κράτους κρατοτύραννον, και λαώ πανστρατί τη αυτού αστραπή τας αθανάτους εκείνας των φαλάγγων αχειρί 43.456 χειρούται τάξεις· θύρας αθύρους άρας εκ μέσου, και πύλας αξύλους τω ξύλω του σταυρού Χριστός η θύρα κατακλάσας, ήλοις τε τοις ενθέοις μοχλούς αιωνίους συντρίψας και συνθλάσας· και δεσμοίς χειρενθέοις τας αλύτους αλύσεις ως κηρόν διαλύσας· και λόγχη τη θεοπλεύρω καρδίαν του τυράννου την άσαρκον διατρήσας. Εκεί συνέτριψε τα κράτη των τόξων, ότε τω σταυρώ τοξότας χειροθέους νευράς διέτεινε.

(Στη συνέχεια, μας προτρέπει να ακολουθήσουμε την κάθοδο του Χριστού στον Άδη, για να παρακολουθήσουμε όσα συνέβησαν εκεί:)

∆ιό εάν μεθ' ησυχίας ακολουθήσης Χριστώ, νυν όψη (τώρα θα δεις) που μεν τον τύραννον έδησε· που δε την τούτου κεφαλήν ανήρτησε· Πώς δε το δεσμωτήριον ανέσκαψε, που δε τους δεσμώτας εξήγαγε, πώς δε τον όφιν επάτησε, και πού την κάραν εκρέμασε· Πώς δε τον Αδάμ ηλευθέρωσε, και πώς την Εύαν ανέστησε, και πώς το μεσότοιχον έλυσε, και πώς τον πικρόν κατεδίκασε δράκοντα, και πώς τα αήττητα έστησε τρόπαια· που δε τον θάνατον εθανάτωσε, και πώς την φθοράν κατέφθειρε, και πού τον άνθρωπον εις το αρχαίον κατέστησεν αξίωμα.

Ο χθές τοίνυν οικονομικώς τας λεγεώνας των αγγέλων παραιτούμενος, και λέγων τω Πέτρω· Ου δύναμαι άρτι παραστήσαι πλείους ή δώδεκα λεγεώνας αγγέλων; σήμερον θεοπρεπώς ομού τε και πολεμικώς, και δεσποτικώς κάτεισι κάτω του άδου και θανάτου· και τύραννον δια θανάτου τας αθανάτους των ασωμάτων στρατευμάτων και ταγμάτων αοράτων ου δώδεκά τινας λεγεώνας, αλλά μυρίας μυριάδας και χιλίας χιλιάδας έχων αγγέλων, εξουσιών, θρόνων αθρόνων, εξαπτερύγων, απτερύγων, πολυομμάτων, αομμάτων, ουρανίων ταγμάτων· άτε δη άτε ως οικείον ∆εσπότην, και βασιλέα προπεμπούσας, και δορυφορούσας, και τιμώσας Χριστόν· ου συμμάχους· άπαγε!

Ποίας γαρ και συμμαχίας ο παντοδύναμος επιδέεται Χριστός; Αλλ' οφειλούσας ομού και φιλούσας τω εαυτών αεί παρίστασθαι ∆εσπότη τω Θεώ φερέγγειοί τινες δορυφόροι, οπλίται και σκηπτούχοι λαμπροί της θείας οξείς δεσποτικής σκηπτουχίας, νεύματι μόνω σπουδή τω θείω τάχει αλλήλας προφθανούσας, ομού εις έργον αγούσας τη κελεύσει την πράξιν, και τη νίκη κατεστεμμένας προς εχθρών και παρανόμων παρατάξεις. ∆ιό δη και κατιούσας τότε δρόμοις ομού τε και σύνδρομοι τω Θεώ και ∆εσπότη επί τα εν άδου και υπόγεια, και γης απάσης βαθύτερα, των απ' αιώνος κεκοιμημένων υποχθόνια οικητήρια, εξάγων εν ανδρεία τους απ' αιώνος πεπεδημένους.

Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν, πώς περιγράφει τα γεγονότα της καθόδου του Χριστού στον Άδη ο άγιος Επιφάνειος, στηριζόμενος σε αγιογραφικές μαρτυρίες, και μαρτυρίες από τη ζωντανή παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας:

Ως γουν τα παντόθυρα, και ανήλια, και πανέσπερα του άδου δεσμωτήρια και οικητήρια, καταδύσεις και σπήλαια η θεόδημος του ∆εσπότου κατέλαβεν αιγληφόρος παρουσία, προφθάνει πάντας Γαβριήλ αρχιστράτηγος· άτε δη άτε εξ έθους ων χαράς ευαγγέλια ανθρώποις φέρειν και ρήσίν τινα ισχυράν αρχαγγελικωτάτων και στρατηγικωτάτων λαμπράν και λεοντιαίαν φωνήν προς τας εναντίας δυνάμεις, και λέγει:

(Δηλαδή, μόλις κατεβαίνει ο ένδοξος και φωτοφόρος Δεσπότης με την ανθρώπινη ψυχή στις ανήλιες και σκοτεινές, και ερμητικά κλειστές φυλακές του Άδη, τον προλαβαίνει ο αρχιστράτηγος Γαβριήλ, ο οποίος και συνηθίζει να προφθαίνει τα χαρμόσυνα Ευαγγέλια, και βρωντοφωνάζει με λαμπρή αρχαγγελικότατη φωνή προς τις ενάντιες δυνάμεις, αυτό που αναγράφεται προφητικά στον 23ο Ψαλμό κατά τους Εβδομήκοντα:)

Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών· μεθ' ον (με τον οποίον) βοά και Μιχαήλ· Και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι (Ψαλμός κγ: 7). Είτα (έπειτα) και αι δυνάμεις φασίν· (λέγουν) Απόστητε, πυλωροί οι παράνομοι· είτα και εξουσίαι (αγγελικά τάγματα) μετ' εξουσίας· Συντρίβητε, αι αλύσεις αι άλυτοι· και άλλος· Αισχύνθητε, εναντίοι πολέμιοι· και έτερος· Φοβήθητε, τύραννοι οι παράνομοι. Και καθάπερ επί τινος φοβεράς και αηττήτου παντοδυνάμου βασιλικής τροπαιούχου στρατού παρατάξεως φρίκη τις και τάραχος και φόβος κατώδυνος τοις του ακαταγωνίστου ∆εσπότου επιπίπτει εχθροίς· ούτω δη και επί τοις εν άδου εκείνοις και παραδόξου Χριστού εν τοις καταχθονίοις παρουσίας εξαίφνης εγένετο· άνωθεν αστραπής η αμαύρωσις των εναντίων του άδου δυνάμεων τας όψεις σκοτίζουσα και βροντοφώνων βοών ακουόντων και στρατών κελευόντων λέγοντας· (δηλαδή, μόλις επισυμβαίνει η ξαφνική και παράδοξη, και ένδοξη του Χριστού Παρουσία στο σκοτεινό Άδη, μια αστραπή από ψηλά μαυρίζει τις όψεις των εναντίων δυνάμεων, και ακούγονται κάποιες βροντόφωνες βοές στρατών που διατάζουν:) 


Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών. Ου γαρ ανοίξατε, (όχι μόνο να τις ανοίξετε)αλλ' εξ αυτών θεμελίων ταύτας άρατε, (από τα ίδια τους τα θεμέλια να τις σηκώσετε) εκριζώσατε, μεταστήσατε εις το μηκέτι κλείεσθαι·(μετατοπίστε τις, ώστε να μην ξανακλειστούν ποτέ) Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών. Ουχ ως αδυνατούντος του παρόντος ∆εσπότου και θυρών κεκλεισμένων ότε κελεύει εισέρχεσθαι, (σηκώστε τις πύλες, όχι επειδή αδυνατεί ο παρών Δεσπότης να εισέλθει, όταν είναι κλειστές) αλλά δραπετοδούλως υμίν επιτρέποντος την των πυλών των αιωνίων έπαρσιν και μετάστασιν και κατάκλασιν. (αλλά σαν σε δούλους που δραπετεύουν, επιτρέπει για εσάς την απομάκρυνση των αιωνίων πυλών) ∆ιό ουδέ τοις δήμοις υμών, αλλ' αυτοίς τοις δοκούσι παρ' υμών είναι άρχουσιν, αυτοίς επιτρέπει λέγων: Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών. (γι' αυτό δεν απευθύνεται σ' εσάς που είσαστε άρχοντες και δούλοι, αλλά σ' αυτούς που νομίζουν ότι είναι ανάμεσά σας άρχοντες, σ' αυτούς επιτρέπει την απομάκρυνση των πυλών, διατάζοντάς τους) Υμών, αλλ' ουκ άλλων τινών.

Λοιπόν άρχοντες. Ει γαρ και μέχρι του νυν των απ' αιώνος κεκοιμημένων κακώς ήρξατε· αλλ' ουκέτι λοιπόν αυτών, αλλ' ουδ' άλλων, αλλ' υμών, αλλ' ουδ' αυτών υμών έσεσθε άρχοντες. (Δηλαδή, δεν θα είσαστε πλέον άρχοντες άλλων, αν και μέχρι τώρα κακώς κυβερνούσατε τους απ' αιώνος κεκοιμημένους. Δεν θα είσαστε πλέον άρχοντες αυτών, ούτε άλλων, αλλά ούτε και των ιδίων σας των εαυτών) Πάρεστι γαρ (επειδή παρευρίσκεται) Χριστός η ουράνιος θύρα· Οδοποιήσατε τω επιβεβηκότι επί των του άδου δυσμών. Κύριος όνομα αυτού, και του Κυρίου αι διέξοδοι των του θανάτου πυλών. (Φωνάζει λοιπόν, ν' ανοίξουν τις πύλες σ' Αυτόν που δεν τον συγκράτησαν τα δεσμά του Άδου, του οποίου το όνομα είναι Κύριος, μια και του Κυρίου είναι οι διέξοδοι των πυλών του θανάτου) Υμείς εποιήσατε τας εισόδους· τας διεξόδους αυτός ποιήσαι παραγέγονεν. (Εσείς φτιάξατε τις εισόδους των πυλών αυτών, ενώ ο Κύριος ήρθε για να ποιήσει τις διεξόδους τους) ∆ιό (γι' αυτό) μη μέλλετε·

Άρατε πύλας και ταχύνατε· άρατε, και μη αναβάλλετε. Ει δε αναμένειν νομίζετε, αυταίς ταις πύλαις αχειρί (χωρίς χέρι) και αυτοματί αίρεσθαι επιτρέπομεν. Και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι.

Άμα (την ίδια στιγμή) αι δυνάμεις εβόησαν, άμα αι πύλαι επήρθησαν, άμα αι αλύσεις ελύθησαν, άμα οι μοχλοί κατεκλάσθησαν, άμα τα κλείθρα (τα κλειδιά) εξέπεσαν, άμα τα θεμέλια του δεσμωτηρίου εδονήθησαν, άμα αι εναντίαι δυνάμεις εις φυγήν ετράπησαν, έτερος έτερον συνωθούμενος, και άλλος προς άλλον συμποδιζόμενος, και έτερος τω ετέρω φεύγειν φθεγγόμενος· έφριξαν, εσαλεύθησαν, κατεπλάγησαν, εταράχθησαν, ηλλοιώθησαν, εθροήθησαν, έστησαν ομού (μαζί) και εξέστησαν, ηπόρησαν ομού και ετρόμαξαν. Και ο μεν κεχηνώς ίστατο, ο δε τοις γόνασι το πρόσωπον συνεκάλυπτε· και άλλος πρηνής ανεπήγνυτο, και έτερος ωσεί νεκρός απεστηλούτο, και άλλος τω θάμβει κατείχετο, και έτερος ουρανίων ηλλοιωμένος κατέκειτο, και άλλος ενδότερον έφευγεν.

Εκεί γαρ τότε διέκοψε Χριστός εν εκστάσει κεφαλάς δυναστών· εκεί εσείσθησαν εν αυτώ, εκεί διήνοιξαν χαλινούς αυτών λέγοντες· Τις εστιν ούτος (Ποιος είναι αυτός) ο βασιλεύς της δόξης; τις εστιν ούτος ο τοσούτος, ο μετά τοσούτων (εννοεί το πλήθος των αγγελικών δυνάμεων) τοιαύτα ενταύθα επιτελών θαύματα; Τις ούτός εστιν ο βασιλεύς της δόξης, ο εν άδη ποιών νυν τα ουδέποτε εν άδη γενόμενα; τις ούτος ο εξάγων ένθεν (που βγάζει από εδώ) τους απ' αιώνος κεκοιμημένους; τις εστιν ούτος ο λύσας και καταλύσας ημών των αηττήτων το θράσος και το κράτος, και εξάγων εκ της του άδου φυλακής τους απ' αιώνος πεπεδημένους;

Πρός ους (προς τους οποίους) ανέκραζον αι του ∆εσπότου δυνάμεις λέγουσαι· Μαθείν βούλεσθε, (θέλετε να μάθετε) ω παράνομοι τύραννοι, τις εστιν ούτος βασιλεύς της δόξης; Κύριος κραταιός και δυνατός· Κύριος δυνατός και ισχυρός και αήττητος εν πολέμοις. Ούτος εκείνός εστιν ο εκ των ουρανίων αψίδων εξορίσας και απορίψας υμάς, ω δείλαιοι και παράνομοι τύραννοι!

Εκείνος ούτός εστιν ο εν ύδασι Ιορδάνου συντρίψας τας κεφαλάς των δρακόντων υμών. Ούτος εκείνός εστιν ο δια σταυρού στηλιτεύσας, και θριαμβεύσας, και νεκρώσας υμάς. Εκείνος ούτός εστιν ο δήσας, και ζοφώσας, και τη αβύσσω παραπέμψας υμάς. Ούτος εκείνός εστιν ο πυρί αιωνίω και γεέννη παραπέμπων και απολλών υμάς. Λοιπόν μη μέλλετε, μηδέ αναμένετε, αλλά σπεύσατε, και τους δεσμίους εξάξατε, ους μέχρι και νυν κακώς κατεπίετε. Το γαρ υμέτερον κράτος λοιπόν καταλέλυται· η υμών τυραννίς λοιπόν πέπαυται· το υμέτερον φρύαγμα δεινώς κατήργηται· η υμών μεγαλαυχία εις τέλος εκλέλοιπεν· η υμών ισχύς πεπάτηται και απόλωλε.

Ταύτα αι δεσποτικαί του ∆εσπότου δυνάμεις ταις εναντίαις δυνάμεσιν έλεγον, ομού τε και κατέσπευδον. Και οι μεν το δεσμωτήριον (δηλαδή τον Άδη) εξ αυτών των θεμελίων κατέσκαπτον· οι δε τας εναντίας εξουσίας κατεδίωκον εκ των εξωτέρων ταμείων φευγούσας ενδότερον. Και άλλοι τας καταδύσεις, και τα φρούρια, και τα σπήλαια διερεύνων, και έτρεχον. (Δηλαδή, στην αγγελική επέλαση στη σκοτεινή φυλακή του Άδη, οι δαιμονικές δυνάμεις, που μέχρι τότε ήταν εξουσιαστές του χώρου, έτρεχαν κυνηγημένοι προς τα ενδότερα και σκοτεινότερα μέρη του Άδη, όπως ανάγλυφα και με ζωηρά χρώματα μας περιγράφει ο άγιος Επιφάνειος) Και έτεροι άλλος άλλον άλλοθεν δέσμιον τω ∆εσπότη προσέφερον, και άλλοι τον τύραννον δεσμοίς αλύτοις έδεον, και έτεροι τους απ' αιώνος δεσμίους απέλυον· και άλλοι επέταττον, και έτεροι υπούργουν ως τάχιστα· και οι μεν εισερχομένου του ∆εσπότου ενδότερον προέτρεχον, οι δε ως βασιλεί και Θεώ νικηφόρω παρείποντο.


Και συνεχίζει το λόγο του ο άγιος Επιφάνειος, περιγράφοντας την απελευθέρωση του Αδάμ:

Τούτων δη λοιπόν ούτως, αλλά και υπέρ τούτων εν τω άδη γινομένων τε και βοωμένων, θρυλλουμένων απάντων και σειομένων, ως η παρουσία του ∆εσπότου αυτά τα κατώτατα των κατωτάτων καταλαμβάνειν έμελλεν, (έμελλε να καταλάβει) ο Αδάμ εκείνος, ο πάντων ανθρώπων πρωτόκτιστος, και πρωτόπλαστος, και πρωτόθνητος ενδότερος πάντων, μετά πολλής της ασφαλείας δέσμιος κατεχόμενος, ήκουε των του ∆εσπότου ποδών προς τους δεσμίους εισερχομένων, και εγνώρισε την φωνήν αυτού εν τω δεσμωτηρίω περιπατούντος, (όπως κάποτε στον παράδεισο τον άκουσε «περιπατούντα εν τω Παραδείσω» - Γένεσις 3/γ: 8,) και στραφείς προς άπαντας τους συν αυτώ απ' αιώνος δεσμίους φησί:

Φωνήν ποδών τινος ακούω προς ημάς εισερχομένου· (ακούω τα πόδια και την φωνή κάποιου που έρχεται προς εμάς,) και εάν όλως ενταύθα εκείνος παραγενέσθαι κατηξίωσεν, ημείς των δεσμών ηλευθερώθημεν· εάν όλως εκείνον μεθ' ημών οψόμεθα, ημείς του άδου λυτρούμεθα.

Ταύτα και τα τοιαύτα του Αδάμ προς πάντας τους συγκαταδίκους αυτού λέγοντος, εισήλθεν ο ∆εσπότης προς αυτούς, το νικητικόν όπλον του σταυρού κατέχων. Όν (τον οποίον) ιδών ο Αδάμ ο πρωτόπλαστος, και τη εκπλήξει το στήθος τύψας, εβόησε προς πάντας, και είπεν: Ο Κύριός μου μετά πάντων!

Και αποκριθείς ο Χριστός, λέγει τω Αδάμ: Και μετά του πνεύματός σου· και κρατήσας αυτού της χειρός ανίστησι, λέγων: (και κρατώντας τον από το χέρι, τον ανέστησε λέγοντας:) Έγειρε, ο καθεύδων, και ανάστα εκ των νεκρών, και επιφαύσει σοι ο Χριστός (Εφεσίους 5/ε: 14) (Σήκω πάνω εσύ που κοιμάσαι, και αναστήσου από τους νεκρούς, και θα σε φωτίσει ο Χριστός). Εγώ ο Θεός σου, ο δια σε γενόμενος υιος σου, ο δια σε και τους από σου, (για εσένα και για τους απογόνους σου) νυν λέγων και κατ' εξουσίαν επιτρέπων τοις εν δεσμοίς· Εξέλθετε, και τοις εν σκότει· Φωτίσθητε, (Ψαλμός 2/β: 3) και τοις κεκοιμημένοις· Ανάστητε·

Σοί διακελεύομαι: (Εσένα προστάζω:) Έγειρε, ο καθεύδων· ου γαρ δια τούτό σε πεποίηκα, ίνα εν άδη κατέχη δέσμιος. (δεν σε έπλασα γι' αυτό, για να είσαι δέσμιος στον Άδη) Ανάστα εκ των νεκρών· εγώ ειμι η ζωή των νεκρών. Ανάστα, πλάσμα το εμόν, ανάστα, μορφή η εμή, και κατ' εικόνα εμήν γεγενημένη. Έγειρε, άγωμεν εντεύθεν· (Σήκω να φύγουμε από 'δω) συ γαρ εν εμοί, καγώ εν σοί, εν και αδιαίρετον υπάρχομεν πρόσωπον· δια σε ο Θεός σου γέγονα υιος σου· δια σε ο ∆εσπότης, έλαβον την σήν μορφήν του δούλου· δια σε ο υπεράνω των ουρανών ήλθον επί γης και υποκάτω γης· δια σε τον άνθρωπον γέγονα ωσεί άνθρωπος αβοήθητος, εν νεκροίς ελεύθερος· δια σε τον από κήπου εξελθόντα από κήπου (εννοεί τον κήπο της Γεθσημανή) Ιουδαίοις παρεδόθην, και εν κήπω εσταυρώθην.

Ίδε του προσώπου μου τα εμπτύσματα, άπερ (τα οποία ακριβώς) δια σε κατεδεξάμην, ίνα σε αποκαταστήσω εις το αρχαίον εμφύσημα. Ίδε μου των σιαγόνων τα ραπίσματα, α κατεδεξάμην, ίνα σου την διαστραφείσαν μορφήν επανορθώσω εις το κατ' εικόνα μου. Ίδε μου του νώτου την φραγγέλλωσιν, (τα μαστιγώματα στην πλάτη) ην κατεδεξάμην, ίνα σκορπίσω των αμαρτιών σου το φορτίον το επί του νώτου κείμενον. Ίδε μου τας προσηλωθείσας χείρας εν τω ξύλω (του σταυρού) καλώς, δια σε τον εκτείναντα την χείρα εν τω ξύλω (το απαγορευμένο δένδρο στον παράδεισο) κακώς.
Ίδε μου τους προσηλωθέντας, και ορυχθέντας τω ξύλω (του σταυρού) πόδας, δια τους σούς πόδας τους κακώς δραμόντας επί το ξύλον (που κακώς έτρεξαν προς το ξύλο του απαγορευμένου καρπού) της παρακοής τη έκτη ημέρα, ή η απόφασις γέγονεν, και την σήν ανάπλασιν, και παραδείσου άνοιξιν πεπόνημαι. (δηλαδή την 6η ημέρα συνετελέσθη η απόφαση της εξώσεώς σου από τον Παράδεισο, την 6η ημέρα της εβδομάδος, [διότι Παρασκευή πέθανε ο Κύριος] την ανάπλασή σου και το άνοιγμα του Παραδείσου ποίησα) Εγευσάμην δια σε χολήν, ίνα ιάσωμαί σοι(για αν σου γιατρέψω) την δια βρώσεως εκείνης της γλυκείας πικράν ηδονήν. (γιατί πάντα πικρή είναι η ηδονή της γλυκειάς αμαρτίας)Εγευσάμην όξους, ίνα καταργήσω του σου θανάτου το δριμύ, και παρά φύσιν ποτήριον. Εδεξάμην σπόγγον, ίνα εξαλείψω το χειρόγραφόν σου της αμαρτίας. Εδεξάμην κάλαμον, ίνα υπογράψω ελευθερίαν τω γένει των ανθρώπων.
Ύπνωσα εν τω σταυρώ, και ρομφαία ενύχθην την πλευράν, δια σε τον εν παραδείσω υπνώσαντα, και την Εύαν εκ πλευράς εξενέγκαντα. Η εμή πλευρά ιάσατο το άλγος της πλευράς· ο εμός ύπνος εξάξει σε εκ του εν άδη ύπνου· η εμή ρομφαία έστησε την κατά σου στρεφομένην ρομφαίαν.

Λοιπόν έγειρε, άγωμεν εντεύθεν. Εξήγαγέ σε ο εχθρός από γης παραδείσου· αποκαθιστώ σε ουκέτι εν παραδείσω, αλλ' εν ουρανίω θρόνω. Εκώλυσά σε του ξύλου του τυπικού της ζωής, αλλ' ιδού αυτός εγώ ηνώθην σοι η ζωή. Έταξα τα χερουβίμ δουλοπρεπώς φυλάττειν σε· ποιώ τα χερουβίμ θεοπρεπώς προσκυνήσαί σε. Εκρύβης από Θεού ως γυμνός· αλλ' ιδού έκρυψας εν εαυτώ Θεόν γυμνόν. Ενεδύθης τον της αισχύνης δερμάτινον χιτώνα· αλλ' ενεδύθην Θεός ων τον της σής σαρκός αιμάτινον χιτώνα.

∆ιό εγείρεσθε, άγωμεν εντεύθεν, από του θανάτου εις την ζωήν, από της φθοράς εις αφθαρσίαν, από του σκότους εις το αιώνιον φως. Εγείρεσθε, άγωμεν εντεύθεν, από της οδύνης εις ευφροσύνην, από δουλείας εις ελευθερίαν, από φυλακής εις την άνω Ιερουσαλήμ, από των δεσμών επί την άνεσιν, από της κατοχής επί την του παραδείσου τρυφήν, από της γης εις τον ουρανόν. Επί τούτο γαρ απέθανον, και ανέστην, ίνα και νεκρών και ζώντων κυριεύσω.

Εγείρεσθε, άγωμεν εντεύθεν· ο γαρ Πατήρ μου ο ουράνιος το απολωλός εκδέχεται πρόβατον. Τα εννενήκοντα εννέα των αγγέλων πρόβατα τον σύνδουλον αναμένουσιν Αδάμ, πότε αναστή, και πότε ανέλθη και προς Θεόν επανέλθη. Χερουβικός θρόνος ηυτρέπισται· οι αναφέροντες οξείς τε και έτοιμοι· ο νυμφών παρεσκεύασται· εδέσματα έτοιμα· αι αιώνιοι σκηναί και μοναί έτοιμοι· οι θησαυροί των αγαθών ανεώχθησαν, η των ουρανών βασιλεία προ αιώνων ητοίμασται· α οφθαλμός ουκ οίδεν, και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α αγαθά τον άνθρωπον περιμένουσι.
Ταύτα και τα τοιαύτα του ∆εσπότου λέγοντος, ανίστανται συν αυτώ ο εν αυτώ ηνωμένος Αδάμ, και συνανίσταται και η Εύα· και άλλα πολλά σώματα πίστει απ' αιώνος κεκοιμημένα ανέστησαν κηρύττοντα του ∆εσπότου τριήμερον ανάστασιν, ην φαιδρώς, οι πιστοί, υποδεξώμεθα, και οψώμεθα, και περιπτυξώμεθα μετά αγγέλων χορεύοντες, μετά των ασωμάτων εορτάζοντες, ομού και συνδοξάζοντες τον υμάς εκ της φθοράς Χριστόν αναστήσαντα, και ζωοποιήσαντα· ω η δόξα, και το κράτος συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι· νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


Βίντεο: ο Βίος του Αγίου Επιφανίου Κύπρου (12 Μαΐου)
Ο Άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε από πάμπτωχη οικογένεια Ιουδαίων αγροτών, στο χωρίο Βησανδούκη (ή Βησανδούκ), κοντά στην Ελευθερούπολη της Παλαιστίνης το 310 μ.Χ. (Κυπριακή λαϊκή παράδοση αναφέρει, πως ο Άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε στον Καλοπαναγιώτη της Κύπρου, ένα χωριό της Μαραθάσας και μεγάλωσε στη Βησανδούκη). Οι γονείς του είχαν ακόμη ένα παιδί, την Καλλίτροπο.

Μετά το θάνατο των γονέων του και σε ηλικία δέκα ετών, ο Επιφάνιος προσελκύεται στο χριστιανισμό από δύο περίφημους για τις γνώσεις και τον ασκητισμό μοναχούς, το Λουκιανό και τον Ιλαρίωνα. Επτά μέρες ύστερα από το βάπτισμα του, ο Επιφάνιος τακτοποίησε την αδελφή του σ' ένα γυναικείο μοναστήρι κι έφυγε για την έρημο της Παλαιστίνης. Εκεί ζει κοντά στους επιφανέστερους ασκητές, ασκούμενος στην εγκράτεια, την άσκηση και στη μελέτη των Θείων Γραφών, γενόμενος υπόδειγμα για τους συνασκητές του.

Η φήμη του και οι αρετές του δεν άργησαν να διαδοθούν και αναδείχθηκε επίσκοπος Κωνσταντίας της Κύπρου το 367 μ.Χ., στην οποία κατέφυγε με θαυματουργικό τρόπο, όταν το πλοίο του, που επέπλεε προς την Παλαιστίνη, λόγω τρικυμίας, έφθασε στην Κύπρο.Από τη θέση αυτή, ο Άγιος άρχισε τον ευαγγελισμό του ποιμνίου του και αγωνίστηκε με θερμότατο ζήλο για την διατήρηση και ενίσχυση των ορθοδόξων δογμάτων, καταπολεμώντας όλες τις αιρετικές δοξασίες και πλάνες της εποχής του και ιδιαίτερα εκείνες του Ωριγένη. Κάνοντας συνεχή χρήση των λόγων της Αγίας Γραφής και γράφοντας πλήθος αντιαιρετικά συγγράμματα, αγωνίστηκε για να κρατήσει τούς πιστούς στην ανόθευτη χριστιανική πίστη.

Καλή Ανάσταση...
Σοφία Ντρέκου / Αέναη επΑνάσταση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου