Η μακαρία ζωή των πρωτοπλάστων
Είσερχόμαστε πλέον στό μυστήριο τοΰ θανάτου μέ όδηγό τή θεία Αποκάλυψη καί χειραγωγούς τούς θεοφώτιστους Πατέρες τής Εκκλησίας μας. Γιατί καί στο μέγα τούτο ζήτημα ό Θεύς δέν μάς άφησε σε πλήρη άγνωσία. Μάς άπεκάλυψε καί περί τοΰ ζητήματος αύτοΰ εκείνο άκριβώς πού είναι συμφέρον νά γνωρίζουμε. καί αύτύ πού δέν μπορούσαμε νά τα βαστάσουμε λογω τής άνθρώπινης άδυναμίας μας, μάς τύ άπέκρυψε καί τό άπεσιώπησε. Σ’ αύτά θά άρκεσθοΰμε καί μεϊς καί σ’ αύτά θά μείνουμε, χωρίς νά μετακινούμε «όρια αιώνια» οΰτε νά προχωρούμε πέρα άπύ «τήν θείαν παράδοσιν».
Οταν ό ίερεύς προπέμπει τον νεκρύ στύν τάφο έκ μέρους τής στρατευόμενης Εκκλησίας, ρίχνει λίγο χώμα έπάνω στή σορό καί λέγει : «γή ει και είς γην άπελεύση» χώμα είσαι, άπό χώμα έχει πλασθεί τό σώμα σου, καί στό χώμα πρέπει νά έπιστρέψει πάλι- τό σώμα σου θά διαλυθεί στήν ύλη έκείνη, άπό τήν όποία έχεις πλασθεϊ. Έάν ό κεκοιμημένος είναι μοναχός, ψάλλεται ό ύμνος: Γή, πού χάσκεις μέ τόν άνοικτό τάφο, δέξαι αύτον ό όποιος έχει πλασθεϊ άπό τό χέρι τοΰ Θεοΰ, καί ό όποιος πάλι έπιστρέφει σέ σένα πού τύν γέννησες. Σύ (ή γη) δέξου τό σώμα ώς κάτι πού σοΰ άνήκει, διύτι τήν ψυχή του τήν παρέλαβε ό Δημιουργός. Οί λόγοι αύτοί, οί οποιοι είναι επανάληψη τών λόγων τοΰ Θεού πρύς τον Άδάμ (βλ. Γεν. γ' 19), μάς ύπενθυμίζουν δτι είμαστε «διφυείς», άπό σώμα καί ψυχή. Κατά δέ τήν ώρα τοΰ θανάτου ή ενότητά μας αύτή διαλύεται στά στοιχεία άπό τά όποια «συνετέθη» μέ τρόπο άνερμήνευτο καί μυστηριώδη.
«Και επλασεν ό Θεός τόν άνθρωπον, χούν άπό τής γης» (Γεν. β' 7), λέγει ό θεόπνευστος συγγραφεύς τής Π. Διαθήκης. Ή ύλική μας φύση,τό σώμα, πλάσθηκε άπό τό χώμα τής γής (βλ. Ίώβ λδ' [34] 15) κατόπιν ειδικής έπεμβάσεως τοΰ Τριαδικού Θεού (βλ. Γεν. α 27). Ή πράξη εκείνη τής θείας Αγάπης, ή όποία είναι άκατάληπτη στήν άνθρώπινη διάνοια, βεβαιώνεται έπανειλημμένα άπό τήν 'Αγία Γραφή. «Κύριος εκτισεν έκ γής άνθρωπον» (Σ. Σειρ. ιζ' [17] 1), οχι μόνο τόν πρωτόπλαστο, άλλά καί κάθε άπόγονό του διά μέσου τών αιώνων. Κάθε άπόγονος τού Αδάμ «διαρρυθμίζεται»(Β' Μακ. ζ' 22), δηλ. τακτοποιείται καί διασκευάζεται κατά τρόπο άνεξερεύνητο, σέ οργανισμό σύνθετο, ή τελειότητα τοΰ όποιου πιστοποιεί δτι είναι θείο τεχνούργημα. Καί τό σώμα είναι μέν ύλικό καί χοϊκό, άλλά ή άξία του είναι μέγιστη, σύμφωνα πρός τή βαρυσήμαντη διακήρυξη τοΰ Θεού: Όποιος χύνει αίμα άνθρώπου, θά τιμωρηθεί μέ τό χύσιμο τοϋ δικού του αίματος άπό άλλον άνθρωπο («ό φονιάς θά πάει σκοτωτός»). Διότι δημιούργησα τόν άνθρωπο «κατ' εικόνα Θεού» καί έπομένως κανείς δέν μπορεί καί κανείς δέν έχει τό δικαίωμα νά καταστρέψει τήν εικόνα αύτή (Γεν. θ' 6). Ώστε έκείνος πού φονεύει άνθρωπο, ιδιοποιείται δικαίωμα τό όποιο έχει μόνον ή θεία Μεγαλειότης.
Ασφαλώς τό άνθρώπινο σώμα δέν είναι μόνο άνυπολόγιστης αξίας ούτε μόνο τό τελειότερο ύλικό δημιούργημα ώς σύνθεση, άρμονία, κάλλος καί στάση. Είναι καί τό πλέον κατάλληλο κατοικητήριο τής ψυχής. Ή Άγία Γραφή τό ονομάζει «οικίαν», «σκηνήν» καί «ίμάτιον» τής ψυχής. Διότι στό ύλικό σώμα ό Θεός «ένεφύσησε πνοήν ζωής, κα εγένετο ό άνθρωπος είς ψυχήν ζώσαν» (Γεν. β' 7) φύσηξε στό πρόσωπο τού Άδάμ ζωτική ένέργεια, ζωοποιό δύναμη, καί έγινε ό άνθρωπος άπό νεκρό πλάσμα ύπαρξη ζωντανή μέ ψυχή λογική, ελεύθερη, άσώματη καί άθάνατη, ή όποία δίνει ζωή, κίνηση καί ένέργεια στό σώμα καί τά μέλη του.
Γράφει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης: Διπλή είναι ή φύση μας. Τό ένα μέρος της, ή ψυχή, είναι λεπτή καί νοερά καί άνάλαφρη καί εύκίνητη τό άλλο, τό σώμα, είναι παχό, ύλικό καί βαρύ
Αλλά δέν πρόκειται νά έξερευνήσουμε τό άνεξερεύνητο μυστήριο μπμ περιβάλλει τήν ένότητα τού διφυούς άνθρώπου, γιατί αύτό δέν αποτελεί θέμα τού βιβλίου αύτού
Τούτο μόνο σημειώνουμε έδώ: απο τότε ό άνθρωπος, χάρη στό ύλικό σώμα καίτή ζώσα, λογική καί αθάνατη ψυχή, μετέχει όχι μόνο τού ύλικοΰ άλλά καί τού πνευματικου κόσμου. Ό άνθρωπος, ένα άπό τά μεγάλα καί άνεξιχνίαστα θαύματα τού δημιουργού Θεού, άναστρέφεται στή γή ώς ενιαίο καί απηρτισμένο σύνολο. Καί ένώ ή ψυχή είναι δεμένη μέ τό σώμα καί δημιουργεί διά τού σώματος, δέν είναι σωματική. Τό σώμα ψαύεται, βλέπεται, παρακολουθεϊται ή ψυχή δέν είναι προσιτή στίς αισθήσεις μας Αν καί είναι ένωμένη μέ τό σώμα, άποτελεί φύση χωριστή καί εντελως διαφορετική άπό έκείνη τού σώματος φύση ή όποία έχει τίς δικές της άναζητήσεις,τούς δικούς της πόθους καί νοσταλγίες. Παρά ταύτα ό άνθρωπος άναστρέφεται ώς ενιαία ψυχοσωματική ύπαρξη κ«( απευθύνεται πρός τόν Θεόν μέ τό ώραϊο έκεϊνο- «ό Θεός, ό Θεός μου (...) έδίψησέ σε ή φυχή μου, ποσαπλώς σοι ή σάρξ μου έν γή ερήμω και άβάτω και ανύδρω» (Ψαλ. ξβ' [62] 2) ώ Θεέ, πού είσαι ό μόνος Θεός μου πού λατρεύω καί στόν όποιον άνήκω,Σέ έπόθησε μέ δύναμη καί Σέ έδίψασε ή ψ υ χή μου άλλά πόσες φορές Σέ έδίψασα καί ή σάρκα μου μακριά άπό τό ιερό σου, μέσα στήν έρημο,στήν όποία ούτε νά βαδίσει κανείς εύκολα μπορεί ούτε νερό βρίσκει γιά νά σβήσει τή δίψα του. Επομένως σώμα καί ψυχή άπολαμβάνουν μαζί τή χαρά τής ζωής ή συμπάσχουν στά λυπηρά γεγονότα, όπως Λέγει ό Ίώβ: «αί σάρκες ήλγησαν. ή δέ φυχή αύτοϋ έπένθησεν» (Ίώβ ι.δ 14 22 οί σ ά ρ κ ε ς τού άνθρώπου, δηλαδή τό σώμα, πονούν, ένώ ή ψ υ χή του πενθεί καί λυπεϊται.
Ό άνθρωπος άπό τήν πρώτη ήμέρα τής δημιουργίας του άπετέλεσε μόνιμο άντικείμενο τής άπέραντης άγάπης καί τής πάνσοφης πρόνοιας τού Θεού. Επιπλέον, όλος ό ύλικός κόσμος, κατ’ έντολήν τού Θεού, υποτάχθηκε στόν άνθρωπο (βλ. Γεν. α' 28). Ό Θεός κατέστησε τόν άνθρωπο «άρχοντα» όλων τών βλεπομένων «άρχοντα χειροτονητόν» (διορισμένο) όλων «τών άλογων καί τών άψύχων», δηλαδή τών μή έμβιων οντων. Ό πρωτόπλαστος άναστρεφόταν σ’ έναν κόσμο ειρηνικό καί άταλαίπωρο χωρίς φροντίδες ή λύπες ή πόνους χωρίς καμμία ανάγκη. «Οΰτε ίματίου» είχε ανάγκη ό Άδάμ, «οΰτε ορόφου, ούκ άλλης τίνος τοιαύτης κατασκευής», άλλ’ ήταν μάλλον όμοιος μέ τούς άγγέλους.
Ήταν λοιπόν ό Άδάμ γεμάτος άπό εύτυχία- «ού λύπη. ούκ οδύνη, ού στεναγμός» υπήρχε στόν μακάριο εκείνο τόπο, τόν οποιο ό θεόπνευστος Μωϋσής ονόμασε άλληγορικά Παράδεισο6. Καί ούτε Ιδρώτες οΰτε κόποι οΰτε άθυμία ούτε «άλλο τι τών τοιούτων έλύπει παθών» τούς πρωτοπλάστους7. Διότι, όπως γράφει ό Μ. Βασίλειος, τότε δέν υπήρχε στόν φυτικό κόσμο (οΰτε καί στά ζώα βέβαια) τίποτε τό άποτυχημένο εϊτε άπό άπειρία τών γεωργών εϊτε άπό άσχημο καιρό εϊτε άπό καμμιά άλλη αιτία άπό αύτές πού καταστρέφουν τά γεννήματα. Δέν ύπήρχε άκόμη ώς έμπόδιο στήν εύφορία τής γής ή καταδίκη τών πρωτοπλάστων. Όλα αύτά είναι άρχαιότερα τής άμαρτίας, ένεκα τής όποιας καταδικασθήκαμε νά κερδίζουμε καί νά τρώμε τό ψωμί μας μέ τόν ιδρώτα τού προσώπου μας (βλ. Γεν. γ' 19 8.)
Έξ άλλου ό Άδάμ ήταν γεμάτος άπό άνείπωτη σοφία καί προικισμένος μέ «προφητικόν χάρισμα». Ή σοφία του φαίνεται άπό τό ότι ό Άδάμ έδωκε ονόματα σ’ όλα τά θηρία, σ’ όλα τά πετεινά καί σ’ όλα τά άλογα ζώα (Γεν. β' 19-20). Τό προφητικό χάρισμα φαίνεται άπό τήν πολύ «θαυμαστήν προφητείαν» πού προφήτευσε γιά τή γυναίκα. Ό Θεός, όπως ιστορεί ό θεόπνευστος Μωϋσής, «ώκοδόμησε την πλευράν», τήν όποία «ελαβεν άπό τοϋ Άδάμ, είς γυναίκα» (Γεν. β' 22). Δηλαδή ό παντοδύναμος καί άριστοτέχνης Θεός «δέν έπλασε άλλην πλάσιν», άλλά έλαβε «μίαν τών πλευρών» τού Άδάμ έλαβε «τό μέρος»,τό κομμάτι, ένα κομμάτι, καί έκείνη τήν πλευρά πού ειχε ήδη πλασθεϊ τή μετέπλασε καί τή μορφοποίησε σέ τέλεια καί ολοκληρωμένη προσωπικότητα, τή γυναίκα, δημιούργημα έλεύθερο, λογικό καί ομότιμο πρός τόν Άδάμ. Κατόπιν ό φιλάνθρωπος Θεός οδήγησε τή γυναίκα στόν Άδάμ, άφού ό τελευταίος είχε πλέον ξυπνήσει, καί δταν αυτός ειδε τή γυναίκα είπε: «Τούτο νΰν», τό δημιούργημα αύτό, ή γυναίκα,ή όποία πλάσθηκε μέ τόν τρόπο αύτό τώρα μόνο, γιά πρώτη καί τελευταία φορά (στό εξής άνδρας καί γυναίκα θά γεννώνται άπό τή συνεύρεση άνδρός καί γυναικός) είναι όστουν έκ τών όστέων μου καί σάρξ έκ της σαρκός μου»' αύτή θά όνομασθεϊ «γυνή», διότι προήλθε άπό τόν άνδρα της (Γεν. β' 23). Κνώ λοιπόν ό Άδάμ δέν είχε λάβει μέχρι τής στιγμής εκείνης καθόλου γνώση τοϋ γεγονότος, άφοϋ κοιμόταν καί βρισκόταν σέ έκσταση, τώρα πού ξύπνησε καί άντίκρυσε γιά πρώτη φορά τή γυναίκα του, διηγείται τό γεγονός μέ άκρίβεια καί λεπτομέρεια!
Τούτο, παρατηρεί ό ιερός Χρυσόστομος, φανερώνει ότι όσα ειπε ό Άδάμ τήν ώρα έκείνη,τά είπε διά προφητικού χαρίσματος. Τά είπε άκούοντας τή διδασκαλία τοϋ Αγίου Πνεύματος.
Κοντά σ’ αύτά τά θεία καί έξοχα χαρίσματα τής σοφίας καί τής ιψοφητείας, μέ τά όποια ήταν προικισμένος ό Άδάμ, κοντά στή θαυμαστή εύτυχία πού δοκίμαζε στόν Παράδεισο τής τρυφής, ειχε και την άνεκλάλητη χαρά νά συνομιλεί μέ τόν Δημιουργό του καί νά είναι φωνής θείας άκροατής», διότι ό μεγαλόδωρος Θεός έγινε «ομόγλωσσος» μέ τόν άνθρωπο
Στόν Παράδεισο λοιπόν τής τρυφής βασίλευε ασκίαστη καθαρότητα. Οί πρωτόπλαστοι έπλεαν σέ πελάγη πνευματικής χαράς καί μκχαριότητος. Ταυτοχρόνως έπαιρναν εύλογία καί χάρη άπό τήν άέναη καί ούράνια πηγή τών άκτιστων ένεργειών τής θείας Χάριτος.Ησαν άπαθείς, πάμφωτοι, χωρίς άμαρτία. Παρουσίαζαν ολόγλυφη τη βασιλική εύγένεια τής άνθρώπινης φύσεως καί τής ουράνιας καταγωγης τους. Άπελάμβαναν τήν παρουσία τοϋ άγαθοϋ Δεσπότου καί πλουσιόδωρου Πλάστη τους, εκείνη τήν άνεκλάλητη τρυφή, έκείνα τά ανέκφραστα κάλλη καί τήν ωραιότητα πού είχαν τά άνθη τοϋ Παραδείσου, τήν άφρόντιστη καί άκοπίαστη ζωή, τή συναναστροφή τών Αγγέλων, πού άνέβαιναν καί κατέβαιναν σ’ αύτούς.
Δυστυχώς ομως δέν συνεχίσθηκε ή άταλαίπωρη εκείνη ζωή, γιατί εισόρμησε στόν κόσμο ή άμαρτία, άποτέλεσμα τής όποιας ήταν καί ό θάνατος. «Έπελθών γάρ ό θάνατος ταϋτα πάντα έξηφάνισται»
διότι δταν ήλθε καί μάς κυρίευσε ό θάνατος, ολα αύτά έξαφανίσθηκαν, δπως ψάλλει ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, ή παναρμόνιος αύτή κιθάρα τού Παρακλήτου.
Εξηρτάτο από την ελεύθερη θέληση μας
Ο θάνατος ήταν άγνωστος στόν πρωτόπλαστο. «Ύπεραγαπών τόν εύεργέτην» του ζούσε στόν Παράδεισο βίο άταλαίπωρο καί μακάριο, μέ άκακία, μέ άφελότητα καί εύθύτητα καρδίας. Ήταν πλήρης «πάσης σοφίας καί συνέσεως», καί κάτοχος τής άληθινής θεογνωσίας. Είχε έξουσία ομοια μέ εκείνη τών άγγέλων, ήταν «όμοδίαιτος» μέ τούς άρχαγγέλους καί άκροατής τής φωνής τού Θεού2. Ή φράση τής Γενέσεως οτι ό Θεός «περιεπάτει έν τώ Παραδείσω» (Γεν. γ' 8) καί συνομιλούσε στοργικά μέ τό πλάσμα του, ύποδηλώνει οτι Θεός καί άνθρωπος βρίσκονταν σέ άμεση καί προσωπική κοινωνία. Καί ένώ οί «άγγελοι έτρεμον καί τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ» δέν τολμούσαν οΰτε νά κοιτάξουν κατά πρόσωπο τόν Θεόν, «ούδέ άντιβλέψαι έτόλμων, αύτός (ό Άδάμ) ώσανεί φίλος πρός φίλον διελέγετο» μέ τόν Θεόν:. Όλα αύτά ήταν ένδείξεις άθανασίας, διότι «έξ άρχής» ό Θεός ήθελε νά πλάσει άθάνατο τόν άνθρωπο.
Τό οτι ό Θεός ήθελε έξ άρχής νά μάς πλάσει άθάνατους άποδεικνύεται καί άπό τό γεγονός δτι μάς χάρισε καί «τήν ουσίαν (υπόσταση) τής ψυχής»,γιά νά είμαστε «άθάνατοι είς τό διηνεκές», αιωνίως. Ή ψυχή είναι μέν δημιούργημα τοΰ Θεού, άλλά είναι άσώματη, λογική καί άθάνατη. Ώς τέτοια ξεχωρίζει άπό τό σώμα καί τό ζωοποιεί.
Κατά τόν άγιο Γρηγόριο Νύσσης, τό γεγονός δτι ό άνθρωπος δημιουργήθηκε γιά τή ζωή καί τήν άθανασία άποδεικνύεται καί άπό το οτι ό Θεός έφύτευσε στή μέση τοΰ Παραδείσου «τό ξύλον τοΰ γινώσχειν καλόν καί πονηρόν» (Γεν. β' 17) δηλαδή ένα δένδρο, τοΰ οποίου οί καρποί θά γνωστοποιούσαν έμπειρικώς τό ηθικό κακό ο τούς πρωτοπλάστους. Τοΰτο τό έκαμε ή θεία Αγαθότητα γιά νά μπορέσει ό άνθρωπος, προοδεύοντας ήμέρα μέ τήν ημέρα, νά σταθεί «»ποιηθεί τελικά στή ζωή. «Ή έντολή τοΰ Θεού ζωής ήν νόμος,τό μή αποθανεΐν παραγγέλλουσα»
Τό σώμα τοΰ Άδάμ, τό όποιο πλαστούργησε ό Δημιουργός, έμοιαζε μέ χρυσό άνδριάντα «λαμπρόν καί άποστίλβοντα», ό όποιος μόλις βγήκε άπό τό ούράνιο χωνευτήριο. Οΰτε ή θλίψη οΰτε ό πόνος ούτε ό κόπος οΰτε ή φθορά οΰτε ό θάνατος κατέστρεφαν τό θεόπλαστο έκεΐνο σώμα. Παρά ταΰτα τό άνθρώπινο σώμα ήταν βέβαια έξοχο καί λαμπρό καί άπαλλαγμένο άπό κάθε πόνο, δέν ήταν όμως άφθαρτο καί άθάνατο. Ήταν έπιδεκτικό καί φθοράς καί Αφθαρσία.
Έδώ όμως πρέπει νά κάνουμε δύο βασικές διευκρινίσεις:
Πρ ώ τ ο ν, ή άθανασία τής ψυχής δέν είναι φυσικό της γνώρισμα είναι δωρεά τής χάριτος τοΰ Θεού. Δεύτερον,ή κατ’ αύτόν τόν τρόπο δημιουργία τοΰ σώματος καί τής ψυχής, ή όποία είναι έργο τής ασύλληπτης θείας Αγάπης, άποδεικνύει καί τήν άβυσσο τής θείας Σοφίας καί τής θείας περί τόν άνθρωπο οικονομίας. Καί ιδού γιατί: Έάν ό Θεός δημιουργούσε τόν άνθρωπο άθάνατο, τότε θά έπρεπε ό Ανθρωπος νά είναι συγχρόνως καί άπτωτος (δηλαδή σταθερός, νά μή μπορεί νά πέσει σέ άμαρτία). Διότι έάν θά έπεφτε στήν άμαρτία, τό Κακό θά διαρκούσε αιώνια- θά γινόταν καί τό κακό άθάνατο! Έξ Αλλου, έάν ό Θεός δημιουργούσε τόν άνθρωπο άθάνατο, άρα καί Απτωτο, τότε θά περιόριζε τήν ελευθερία τού άνθρώπου- τότε ό Ανθρωπος δέν θά ήταν έλεύθερος. Έάν πάλι ό Θεός τόν δημιουργούσε θνητό, τότε ό Πλάστης θά ήταν ό «αίτιος τοΰ θανάτου» τοΰ πλάσματός του! ’Ή, όπως τό λέγει πολύ ωραία ό Θεόφιλος Αντιόχειας : Ο Θεός οΰτε άθάνατο δημιούργησε τόν άνθρωπο ούτε όμως καί θνητό, άλλά τόν δημιούργησε δεκτικό καί τών δύο- έτσι ώστε, έάν κλίνει πρός έκείνα πού έχουν σχέση μέ τήν άθανασία, άφοΰ τηρήσει τήν εντολή τοΰ Θεοΰ,νά λάβει ώς μισθό άπό τόν Θεόν τήν άθανασία καί νά γίνει θεός (κατά χάριν) έάν όμως κλίνει καί προχωρήσει σ’ έκεϊνα πού έχουν σχέση πρός τόν θάνατο, άφού παρακούσει τήν εντολή τού Θεοΰ, νά γίνει αύτός (ό άνθρωπος) αίτιος τού θανάτου του. Διότι ό Θεός έπλασε τόν άνθρωπο έλεύθερο καί αύτεξούσιο.
Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης μάς διδάσκει ότι στόν Παράδεισο ύπήρχαν γιά τόν άνθρωπο καί οί δύο δυνατότητες: ή δυνατότητα τής ζωής καί ή δυνατότητα τής άθανασίας. Στή μέση του Παραδείσου «τό ξύλον τού γινώσχειν καλόν καί πονηρόν» (Γεν. β' 17) έδιδε στόν άνθρωπο καί τή ζωή καί τόν θάνατο". ’Άρα ή άθανασία δόθηκε στόν άνθρωπο ώς «δυνατότητα». Τελικά θά γινόμασταν άθάνατοι, άν κάναμε καλή καί ορθή χρήση τής έλευθερίας μας.
Ό άνθρωπος λοιπόν πλάσθηκε, κατά θεία οικονομία, δεκτικός καί τής θνητότητος καί τής άθανασίας- πλάσθηκε «οΰτε θνητός όλοσχερώς οΰτε άθάνατος τό καθόλου (ολοκληρωτικά)». Έτσι, έάν άπεφάσιζε νά τηρήσει τήν έντολή τοΰ Θεού έλεύθερα καί άβίαστα, θά έλάμβανε ώς μισθό καί τήν άθανασία τοΰ σώματος έάν όμως παρέ-βαινε τή θεία έντολή, θά γινόταν ό ’ίδιος αίτιος τοΰ θανάτου του.
Ό ιερός Χρυσόστομος, άναφερόμενος στόν θάνατο πού μάς έπε-βλήθηκε μετά τήν παράβαση, άπευθύνεται έκ μέρους τοΰ Θεού πρός τούς πρωτοπλάστους καί λέγει: Τό σώμα θά γίνει πάλι χώμα, άφού είναι πλασμένο άπό χώμα. Γιά νά μή συμβεΐ αύτό, σάς είπα νά μή έγγίσετε τό δένδρο. Ώστε ό θάνατος ήταν έξ ολοκλήρου άγνωστος στόν Παράδεισο. ’Ηταν γεγονός ξένο πρός τήν έλεύθερη καί θεόπλαστη φύση τοΰ άνθρώπου. Έάν οί πρωτόπλαστοι, μέ τά πλούσια δώρα πού έλαβαν καί τήν έμφυτη δυνατότητα τής άθανασίας πού είχαν, συμμορφώνονταν πρόθυμα καί έλεύθερα πρός τό θείο θέλημα-καί έάν μέ τήν ύπακοή στόν Θεόν σταθεροποιούσαν τήν έλεύθερη θέλησή τους στό άγαθό, θά έπετύγχαναν τήν άθανασία. Θάνατο δέν θά δοκίμαζαν. Προαγόμενοι στήν άρετή θά εξασφάλιζαν τό «καθ’ όμοίωσιν», θά γίνονταν «θεοί κατά χάριν» καί θά ζοΰσαν αιωνίωςμαζί μέ τόν Θεόν.
Πώς ακριβώς θά γινόταν αύτό είναι ακατανόητο σ’ έμάς, οί όποιοι ζοϋμε μετά την πτώση. Διότι βρισκόμαστε πλέον κάτω άπό τήν εξουσία τού θανάτου ή θέλησή μας έχει έξασθενίσετ ή διάνοιά μας είναι σκοτισμένη, γι’ αύτό καί φερόμαστε «έπιμελώς έπί τά πονηρά (έργα) έκ νεότητος ημών» (Γεν. η' 21). Γι’ αύτό είναι άδύνατο νά έννοήσουμε τό κλϊμα τής θείας Χάριτος, μέσα στό όποιο ζούσαν οί προπάτορές μας. ’Αδυνατούμε νά έννοήσουμε τό μέγεθος καί τήν έκταση τής θείας εύνοίας πού περιέβαλλε τούς πρωτοπλάστους, ώστε νά έχουν τό αύτεξούσιο,τήν ελευθερία,τήν άπουσία τής λύπης καί τών δυσκολιών έτσι ώστε ή ζωή τους νά κυλά κάτω άπό θείες συνθήκες καί ή διάνοιά τους νά είναι πάντοτε στραμμένη πρός τό άγαθό. Σήμερα, μέ τή φθορά ώς μόνιμο σύντροφο τής ζωής μας, τίς άτέλειωτες καί επείγουσες άνάγκες τού πολυτάραχου βίου μας, είναι άδύνατο νά φαντασθοΰμε καν τήν άγγελομίμητη παραδεισιακή ζωή τους. Όπως άκριβώς εκείνοι δέν ήταν δυνατό νά συλλάβουν τήν έκταση τής συμφοράς πού θά έπέφερε ή πτώση τους, έτσι κι έμεΐς δέν μπορούμε νά φαντασθοΰμε τή ζωή τους μέσα στήν άφθαρσία καί μακαριότητα.
Ό εύσπλαγχνος Θεός μάς είχε προειδοποιήσει σαφώς γιά τή φοβερή συμφορά πού θά προκαλοϋσε ή τυχόν άφροσύνη μας. Γι’ αύτό έδωσε στόν Άδάμ τήν έντολή: Άπό κάθε δένδρο πού είναι φυτευμένο μέσα στόν Παράδεισο μπορείτε νά φάγετε. Άπό τό δένδρο όμως τοϋ όποιου οί καρποί θά σάς γνωστοποιήσουν πειραματικώς τό ηθικό κακό, τόσο σύ όσο καί ή γυναίκα σου (πού θά δημιουργηθεΐ εντός ολίγου) δέν θά φάγετε. Τήν ήμέρα πού τυχόν θά παραβειτε τήν έντολή αύτή καί θά φάγετε άπό τόν άπαγορευμένο καρπό, θά άποθάνετε έξάπαντος μέ θάνατο πνευματικό θά χωρισθεϊτε δηλαδή άπό εμένα, τόν Θεόν. Καί ώς άποτέλεσμα τού θανάτου αύτοϋ θά έλθει κατόπιν καί ό σωματικός θάνατος, ό χωρισμός τού σώματος άπό τήν ψυχή (Γεν. β' 16-17).
Καί τώρα εισερχόμαστε πλέον στό τραγικό δράμα τού άνθρωπίνου γένους. Ό θάνατος εισορμά στυγνός καί άκάθεκτος στόν κόσμο, γιά νά μεταβάλει ριζικά τή ζωή μας νά μάς στερήσει άπό τή μακάρια κοινωνία μέ τόν Θεόν καί νά άνακόψει τήν πορεία μας πρός τήν αιώνια καί άφθαρτη ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου