Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

«Προσδοκώ άνάστασιν νεκρών»



Μετά θάνατον, μετά τόν χωρισμόν τού σώματος άπό τήν ψυχήν, ή ψυχή συνεχίζει νά ζή άναμένουσα τήν γενικήν έξανάστασιν τών νεκρών. "Επομένως, οταν όμιλοΰμεν περί άναστάσεως νεκρών, έννοούμεν άνάστασιν τών νεκρών σωμάτων. Αύτά είναι έκεϊνα, τά όποΤα θά άναστηθοϋν, διά νά ένωθοϋν καί πάλιν μέ τήν σύντροφόν των, τήν άθάνατον ψυχήν.
Όπως παρατηρεί ό Ιερομάρτυς Μεθόδιος ό Όλύμπου (t 311), ή λέξις «άνάστασις» λέγεται δι έκεΐνο, τό όποιον έχει πέσει κάτω αύτά άνίσταται· οπως οταν λέγη ό Προφήτης, «καί άναστήσω τήν σκηνήν Λαυίδ τήν πεπτωκυϊαν» ("Αμώς θ' 11). Έπεσε τό σώμα, «ή ποθητή σκηνή τής ψυχής», άφού έγονάτισε καί έλύγισεν «εις γήν χώματος» (Δαν. ιβ' 2). Πίπτει λοιπόν αύτά πού άποθνήσκεε άποθνήσκει δέ ή σάρκα, διότι ή ψυχή είναι άθάνατος1. Ό Ιερός Χρυσόστομος, έρμη νεύων τόν λόγον τού θείου Παύλου «δεϊτό φθαρτόν τοΰτο ένδύσασθαι Αφθαρσίαν» (Α' Κορινθ. ιε' 53), παρατηρεί: Ό θείος Απόστολος δεν έννοεί έδώ τήν ψυχήν, διότι αύτή δέν φθείρεται- ή λέξις «άνάστασις» λέγεται δι' αυτό πού έχει πέσει «έπεσε δέ το σώμα»    καί έπομένως αύτό είναι εκείνο, πού θα άναστηθή.
Ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, ό όποίος συγκεφαλαιώνει κατά τρόπον άκριβή τήν μέχρι τότε διδασκαλίαν τών θεοκινήτων Πατέρων, γράφει:
«Πιστεύομεν δέ καί εις άνάστασιν νεκρών· έσται γάρ όντως, έσται νεκρών άνάστασις». Όταν δέ λέγωμεν άνάστασιν έννοΰμεν τήν άνάστασιν τών σωμάτων. Επειδή άνάστασις είναι ή δεοτέρα άνόρθωσις αύτοΰ πού έχα πέσει διότι πώς θά άναστηθοΰν οί ψυχές, πού είναι άθάνατες; ’Εάν πράγματι όρίζουν τόν θάνατον ώς χωρισμόν της ψυχής άπό τό σώμα, τότε άνάστασις είναι όπωσδήποτε ένωσις πάλιν τής ψυχής καί τοΰ σώματος καί δευτέρα άνόρθωσις τής ζωντανής ύπάρξεως, πού διελύθη εις τά στοιχεία της καί έπεσε. Λοιπόν τό ίδιον σώμα, τό όποιον καταστρέφεται καί διαλύεται, τό Ιδιον θά άναστηθή καί πάλιν αφθαρτον .
Τήν άλήθειαν αύτήν μάς άπεκάλυψεν ό Θεός, όπως άνεφέραμεν, ήδη άπό τούς χρόνους τής Π. Διαθήκης. Ό προφήτης Ιεζεκιήλ είς τό 37ον κεφάλαιον τών Προφητειών του καλεϊ, έν όνόματι του Κυρίου, τά «ξηρά οστά» νό συναρμολογηθοΰν, νά λάβουν σάρκες, νά ένδυθοϋν σώμα, νά άνακτήσουν πάλιν τήν ζωτικότητά των καί άφοΰ λάβουν πνεύμα, να ζήσουν καί νά σταθούν είς τά πόδια των. Ή ζωηρά αύτή περιγραφή δηλοΐ τήν άνάστασιν τών σωμάτων, ή όποια πρόκειται να έπακολουθήση κατά τήν μεγάλην ήμέραν τής γενικής έξα ναστάσεως. Παρόμοια προφητεύει καί ό Εύαγγελιστής τής Π. Διαθήκης, ό προφήτης Ήσάίας, όταν λέγη θριαμβευτικώς  «άναστήσονται οί νεκροί, καί έγερθήσονται οί έν τοΐς μνημείοις» (Ήσ. κστ' 19). Ό δέ προφήτης Δανιήλ βεβαιώνει ότι θά έγερθοΰν οσοι κοιμούνται είς τό χώμα τής γής, άλλοι μέν «είς ζωήν αιώνιον» καί άλλοι «είς όνειδισμόν καί είς αισχύνην αιώνιον» (Δαν. ιβ' 2-3).
Εκεί όμως πού ή πίστις τών άνθρώπων τής Π. Διαθήκης είς τήν έκ νεκρών άνάστασιν κυριολεκτικώς λάμπει καί καταπλήττει τούς έχθρούς τοΰ λαού τού Θεού, είναι τό Β' βιβλίον τών Μακκαβαίων. Ό τρίτος υιός τής άγιας Σολομονής προβάλλει τήν γλώσσαν καί προτείνει τά χέρια του είς τόν δήμιον νά τά κόψη, καί λέγει είς τόν είδωλολάτρην βασιλέα μέ γενναϊον φρόνημα: Άπό τόν Θεόν τοϋ ούρανοϋ τά έλαβα· διά τόν άγιον νόμον του τώρα τά περιφρονώ, έλπίζω δέ άπό Αυτόν νά τά παραλάβω καί πάλιν κατά τήν άνάστασιν τών νεκρών (Β' Μακ. ζ' 10-11). ‘Από τό ίδιον βιβλίον μανθάνομεν ότι ό πρεσβύτερος Ραζίς, ό «φιλοπολίτης» καί «πατήρ τών ’Ιουδαίων», μετά τήν κατακρήμνισίν του άπό τό τείχος, αίμόφυρτος, μέ τά σπλάγχνα έξω άπό τήν κοιλιάν, έτρεξε καί έστάθη εις ένα βράχον. Άπό έκεϊ προέβαλε καί έδείκνυε τά σπλάγχνα του είς τόν όχλον καί τούς διώκτες του. Κατόπιν παρεκάλεσε τόν Κύριον, «τόν δεσπόζοντα τής ζωής και τοϋ πνεύματος», νά τοϋ άποδώση καί πάλιν αύτά κατά τήν άνάστασιν τών σωμάτων (Β' Μακ. ιδ' 37-46).
Τοιουτοτρόπως, όταν πλέον ό Θεάνθρωπος έκήρυσσε τό Εύαγγέλιον τής σωτηρίας, ή πίστις είς τήν άνάστασιν τών νεκρών ήταν κοινή πεποίθησις τών Ιουδαίων, ώστε ή Μάρθα εϊπεν είς τόν νεκρεγέρτην Κύριον διά τόν άδελφόν της Λάζαρον: Γνωρίζω ότι θά άναστηθή κατά τήν άνάστασιν, πού θά γίνη τήν τελευταίαν καί έσχάτην ήμέραν τοϋ παρόντος αίώνος, μετά άπό τόν όποϊον θά άρχίση ή ένδοξος καί αίωνία ζωή (Ίωάν. ια' 24). Έξαίρεσιν άπετέλεσαν μόνον οι Σαδδουκαΐοι καί βεβαίως oi έθνικοί . Διά τοϋτο, όταν οι Απόστολοι έκήρυτταν άνάστασιν νεκρών, άντιμετώπιζαν τήν άντίδρασιν τών άνθρώπων έκείνων, ό δέ Παύλος έδέχθη τήν ειρωνείαν τών Αθηναίων φιλοσόφων, οι όποιοι τόν ώνόμασαν «σπερμολόγον», άλλά καί τήν γνωστήν μεταχείρισιντών ήγεμόνων Φήλικος καί Άγρίππα (Πράξ. δ' 2" ιζ' 18-32· κδ' 21 · κστ' 8).
Ό Κύριος ύπήρξε πάντοτε σαφής είς τό θειον κήρυγμά του καί δέν άφήκε καμμίαν άμφιβολίαν περί τής άναστάσεως τών νεκρών. Ειπεν είς τούς καταπλήκτους Ιουδαίους: Έρχεται ώρα, κατά τήν όποιαν όλοι, όσοι άπέθαναν καί θά εύρίσκωνται έως τότε είς τά μνήματα, θά άκούσουν τήν φωνήν τοϋ ΥΙοϋ τοϋ Θεοϋ, ό όποίος θά τούς διατάσση νά άναστηθοϋν· καί τότε θά βγουν όλοι άττό τά μνήματα. Καί όσοι μέν έζησαν είς τήν γην σύμφωνα μέ τό Αγιον θέλημα τού Θεού, θά άναστηθοϋν διά νά Απολαύσουν ζωήν αιώνιον καϊ μακαρίαν όσοι δέ έζησαν μέσα είς τη άμαρτίαν, θά άναστηθοϋν διά νά δικασθοΰν καί κατακριθοϋν (Ίωάν. ε' 28-29).
Ότι τό σώμα είναι έκείνο, τό όποιον θά άναστηθή «έν τη έσχάτη ήμερα», πιστοποιείται καί άπό τοΰτο: Παντού, όπου ό Κύριος όμιλεΐ δι άνάστασιν νεκρών, έννοεί τήν άνάστασιν τών σωμάτων. "Αλλωστε καί τοΰ ίδιου τοΰ Κυρίου ή ένδοξος Άνάστασις ήταν άνάστασις τοΰ παναγίου Σώματός του.
Τήν μεγάλην καί σπουδαίαν άλήθειαν τής γενικής άναστάσεως τών νεκρών παρέλαβαν οΐ θεόπνευστοι Απόστολοι, οί όποϊοι τήν έδίδαξαν είς τά πέρατα τής οικουμένης. Ό θείος Παύλος βεβαιώνει ότι γινόμεθα ένα μέ τόν Χριστόν είς τό βάπτισμα, τό όποιον είναι όμοίωμα τοϋ θανάτου του· τοΰτο δέ έχει ώς φυσικήν συνέπειαν ότι θά γίνωμεν ένα καί είς τήν άνάστασιν του (Ρωμ. στ' 5), ή όποια εί¬ναι πρόδρομος καί τής Ιδικής μας άναστάσεως. Άναμένομεν, έγραφε, τήν τελειωτικήν καί ένδοξον φανέρωσιν τής υίοθεσίας, δηλαδή τήν άπελευθέρωσιν τοϋ σώματός μας άπό τήν φθοράν (Ρωμ. η' 23). Τούς Κορινθίους έπληροφοροΰσεν ότι, όταν ήχήση ή ύπερφυσική σάλπιγξ τοΰ άγγέλου, οί νεκροί θά άναστηθοϋν άφθαρτοι (Α' Κορ. ιε' 52· έπίσης Α' Θεσσαλ. δ' 16-17). Γνωρίζομεν δέ, συνεπλήρωνεν, ότι έάν ή έπίγειος κατοικία τής ψυχής μας, δηλαδή τό σώμα μας, διαλυθή μέ τόν θάνατον, έχομεν ώς άλλην οίκοδομήν, ή όποία μάς έτοιμάζεται άπό τόν Θεόν, τό νέον Αθάνατον σώμα (Β' Κορ. ε'1). Διότι ό Κύριος καί Σωτήρ μας θά δώση κατά τήν γενικήν έξανάστασιν νέαν ένδοξον μορφήν είς τό σώμα τής μικρότητος καί ταπεινότητός μας, τό όποϊον τώρα είναι φθαρτόν καί ύπόκειται είς πόνους καί Ασθένειες (Φιλιπ. γ' 20-21).
Ή άγία μας Εκκλησία, άκολουθοΰσα τούς θεοκινήτους Αποστόλους, ϋπεγράμμισεν Ανέκαθεν τήν άλήθειαν αύτήν τόσον, ώστε ήδη ό φιλόσοφος καί μάρτυς Ιουστίνος (Β' αιών) συνιστφ καί προτρέπει όσοι άρνοΰνται τήν άνάστασιν τών νεκρών νά μή θεωρούνται κάν Χριστιανοί, όπως άκριβώς καί οί Σαδδουκαϊοι, οί όποιοι άρνοΰνται τήν άνάστασιν, δέν όνομάζονται Ιουδαίοι . Τελικώς ή μητέρα Έκκλησία κατέγραψε την διδασκαλίαν αυτήν είς τό Ιερόν Σύμβολον τής πίστεώς μας μέ τις τρεις σαφείς καί κατηγορηματικές λέξεις: «Προσδοκώ άνάστασιν νεκρών».
Άττό τότε ο! θείοι Πατέρες, οι όποιοι έρμήνευσαν μέ τον θεολόγον νουν των τήν άγιοπνευματικήν διδασκαλίαν τής θεοπνεύστου Γραφής, δεν έπαυσαν νά ύπενθυμίζουν είς τούς πιστούς τό χαρμόσυνον τούτο γεγονός. Τότε, λέγει ό μέγας Πατήρ τής Καισαρείας, τό σώμα, τό όποιον διελύθη μέσα είς τούς τάφους, θά άναστηθή, ή δέ ψυχή, ή όποια λόγω τού βιολογικού θανάτου έχωρίσθη καί άπεκλείσθη τού σώματος, θά κατοικήση καί πάλιν είς αυτό . Ό Θεολόγος Γρηγόριος διδάσκει: Μετά θάνατον καί τήν Μέσην Κατάστασιν, ή ψυχή, άφοΰ άνακτήση τό άδελφικόν σώμα, μέ τό όποιον συνέζησε, συνεπολέμησε καί συνεφιλοσόφησεν, άπό τήν γήν, ή όποια καί τής τό έδωσε καί είς τήν όποιαν τό είχεν έμπιστευθή — καί τούτο θά γίνη μέ τρόπον, τόν όποιον γνωρίζει ό Θεός, πού συνέδεσε σώμα καί ψυχήν καί κατόπιν τό έχώρισε μέ τόν θάνατον — θά συγκληρονομήση μέ τό σώμα τήν έκεΐ ούράνιον δόξαν .
Τήν άλήθειαν αύτήν έπαναλαμβάνομεν είς τήν 'Ορθόδοξον 'Εκκλησίαν όταν ψάλλομεν τόν όγδοον 'Αναβαθμόν τού πλ. Δ' ήχου: «’Επί τήν μητέρα αύτοΰ γήν δύνων, πας αύθις αναλύσει, τού λαβεϊν βασάνους, ή γέρα των βεβιωμένων». Ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης είς τήν έρμηνείαν τού Αναβαθμού αύτοΰ γράφει μεταξύ άλλων:
«Πρέπει νά ήξεόρωμεν, οτι οί παλαιοί Τρισαγάθην τήν γήν ώνόμαζον· έπειδή έκ τής γής, ώς έκ μητρός έπλάσθημεν, έκ τής γής, ώς έκ τροφού άνετράφημεν καί είς τήν γήν πάλιν, ώς είς τάφον, άναλυόμεθα. Καί όταν μεν γεννώμεθα, είναι ωσάν νά άνατέλλωμεν· οταν δέ ένταφιαζώμεθα είναι ωσάν νά βασιλεύωμεν κατά τό παράδειγμα τοΰ ήλιου (...). Λέγει λοιπόν ό Μελφδός, οτι κάθε άνθρωπος, άφ’ ούδιά τοΰ θανάτου καί ένταφιασμοΰ δύση, ήγουν (δηλαδή) κρυφθή μέσα είς τήν μητέρα του τήν γήν, έχει πάλιν άπό έκεΐ νά άναλύση έν τώ καιρώ τής κοινής άναστάσεως τι δέ θέλει νά είπή τό άναλύσει; άκουσον. Άλλο είναι λύσις καί άλλο άνάλυσις. Παραδείγματος χάριν  ό τοίχος είναι συντεθειμένος άπό πέτρας καί λάσπην καί ξύλα όταν αυτός λυθή είς τάς πέτρας καί λάσπην καί ξύλα, άπό τά όποια συνετέθη, τότε λύσις τοΰ τοίχου λέγεται  οταν δέ πάλιν ό αυτός τοίχος συντεθή άπό τάς αΰτάς πέτρας καί λάσπην καί ξύλα, τότε λέγεται άνάλυσις·
ότι (διότι) ήλθε πάλιν ό διαλυθείς τοίχος εις την προτέραν του κατάστασιν· (διότι) <άναλύω> κυρίως θέλει νά είπή οτι επαναγυρίζω, έρχομαι δευτέραν φοράν (διότι) ή πρόθεσις άνά σημαίνει αυτό πού γίνεται πάλιν. 'Όταν λοιπόν ήμεΐς, πού έχομεν συντεθεί άπό «τά τέσσαρα στοιχεία: γην, ύδωρ, πυρ καί άέρα, διαλυθώμεν ύπό του θανάτου καί του ενταφιασμού» εις τά στοιχεία άπό τά όποια έχομεν συντεθή, «τότε λεγόμεθα ότι έλύθημεν όταν δε εν τή συντέλεια λάβωμεν τό σώμα τούτο, ούχί ομως καί τοιούτο, τότε λεγόμεθα οτι άνελύσαμεν ήλθομεν (δηλαδή) πάλιν εις την ζωήν» (...)· Διότι «ό καθένας έχει νά έλθη εις την ζωήν, κατά δύναμιν Θεού άρρητον»· δηλαδή νά λάβη τό σώμα καί νά άναστηθή. Καί έάν μέν είναι αμαρτωλός, «διά νά λάβη βάσανα αιώνια των πονηρών έργων όποΰ έπραξεν» είς τήν ζωήν αύτήν, έάν δέ είναι δίκαιος, διά νά λάβη άμοιβάς, βραβεία καί στεφάνους «των καλών έργων», πού έπραξεν είς τήν ζωήν αύτήν .


Τήν άνάστασιν των σωμάτων άπαιτεί ή δικαιοσύνη τοϋ Θεού

Τό νεκρόν σώμα πρέπει νά άναστηθή καί διότι ό άνθρωπος άποτελεϊ ψυχοσωματικήν ένότητα, ή όποια μέ τον θάνατον χωρίζεται π ρ ο σ ω ρ ι ν ώ ς. «Ό άνθρωπος ούκ έστι ψυχή μόνον, άλλά ψυχή καί σώμα». Έάν λοιπόν «ψυχή μόνον άνίσταται, έξ ήμισείας» ό άνθρωπος «άνίσταται, άλλ’ ούχ ολόκληρος»''. 'Επομένως ό άνθρωπος πρέπει νά ζήση καί πέραν τοϋ τάφου ώς ψυχοσωματική ένότης, διά νά άπολαύση τά άγαθά τοϋ Παραδείσου ή νά δεχθή τις τιμωρίες τής κολάσεως, ό δλος άνθρωπος, δηλαδή ή ψυχή καί τό σώμα.
Ότι ή άνάστασις τών σωμάτων θά γίνη, διότι τό άπαιτεϊ ή δικαιοσύνη τοϋ Θεοϋ, μάς τό άπεκάλυψε τό "Αγιον Πνεύμα διά τοϋ άποστόλου Παύλου: Όλοι έμεϊς, γράφει, πρέπει νά παρουσιασθώμεν έμπρός είς τό φοβερόν δικαστικόν βήμα τοϋ Χριστοϋ, διά νά άπολαύση ό καθένας μας έκεϊνα, πού έκαμε μέ τό σώμα, άναλόγως τών δσων έπραξεν, είτε άγαθές είναι οί πράξεις του είτε πονηρές (Β' Κορ. ε' 10). Είς τόν άποστολικόν αύτόν λόγον οί θείοι Πατέρες καί Εκκλησιαστικοί συγγραφείς έμβαθύνουν καί θεολογούν έπιτυχέστατα.
Ό άγιος ’Ιουστίνος, ό όποίος έλεγεν οτι όσοι πιστεύουν οτι δέν θα γίνη άνάστασις νεκρών δέν είναι Χριστιανοί , έπιμένει πολύ εις τό ότι θά άναστηθή τό σώμα, διότι ό άνθρωπος άποτελεί ένιαίαν ψυχοσωματικήν όντότητα, Γράφει:
Διότι τί είναι ό άνθρωπος, έάν δέν είναι λογικόν ζώον, πού άποτελεΐται άπό σώμα καί ψυχήν; Μήπως είναι άνθρωπος ή ψυχή καθ’ έαυτήν; Όχι· δέν είναι· είναι μόνον ή ψυχή του άνθρώπου. Μήπως λοιπόν ήτο δυνατόν νά όνομασθή καθ’ αυτό άνθρωπος τό σώμα; Όχι· δέν είναι· όνομάζεται μόνον σώμα τού άνθρώπου. Έάν λοιπόν τό καθ’ ένα χωριστά (ή ψυχή καί τό σώμα) δέν είναι άνθρωπος, άνθρωπος δέ όνομάζεται αύτό πού άποτελεΐται καί άπό τά δύο, τότε ό Θεός, ό όποίος έχει καλέσει εις ζωήν καί άνάστασιν τόν άνθρωπον, δέν έκάλεσε «τό μέρος» (μόνον τήν ψυχήν ή μόνον τό σώμα), άλλά έκάλεσε «τό δλον», τό όποιον είναι ή ψυχή καί τό σώμα .
Ό θείος Κύριλλος Ιεροσολύμων διδάσκει οτι πρέπει νά άναστηθή τό σώμα, διότι όλα τά έπράξαμεν μέ αύτό. «Βλασφημοϋμεν διά στόματος, προσευχόμεθα διά στόματος πορνεόομεν διά σώματος, άγνεόομεν διά σώματος· άρπάζομεν διά χειρός, έλεημοσύνας δίδομεν διά χειρός» κ.ο.κ. 'Επειδή λοιπόν είς ολα μάς ύπηρέτησε τό σώμα, διά τούτο καί είς τήν μέλλουσαν ζωήν θά συναπολαύση «των γενομένων» . Ό άγιος 'Ισίδωρος ό Πηλουσιώτης παρατηρεί: Έάν μέν ή ψυχή μόνη ήγωνίσθη καί έπέτυχε τήν άρετήν, τότε άς στεφανωθή μόνη της· έάν ομως είχε μερίδιον είς τούς άθλους τής άρετής καί τό σώμα, τότε «μετ’ αύτοο στεφανούσθω». Διότι τούτο είναι δίκαιον καί εύλογον καί φυσικόν καί πολύ πρέπον . 'Αλλά καί ό Θεολόγος Γρηγόριος, όμιλών περί τής άναστάσεως τού σώματος καί τής ένώσεώς του μέ τήν ψυχήν, μέ τήν όποιαν συνέζησε καί «συνεφιλοσόφησεν» έπί τής γής, προσθέτει κατ’ αύτόν τόν τρόπον τό σώμα «συγκληρονομεί» μαζί μέ τήν ψυχήν «τής έκείθεν δόξης». Διότι όπως άκριβώς έμοιράσθη μαζί του τις ταλαιπωρίες καί τούς κόπους, ένεκα τής ένώσεως μαζί του είς τήν γην, κατά παρόμοιον τρόπον καί τώρα μεταδίδει είς τό σώμα καί οσα τήν εύχαριστοΰν, τά όποια άπολαμβάνει είς τήν ζωήν τής αίωνιότητος. Καί ό άγιος άφήνει τόν πλούσιον συναισθηματικόν του κόσμον νά έκδηλωθή μέ τά συγκινητικά έρωτήματα: Διατί λοιπόν «μικροψυχώ περί τάς έλπίδας;» Διατί συμπεριφέρομαι καί σκέπτομαι, ώς έάν ή ζωή μου είναι πρόσκαιρος; Περιμένω τήν φωνήν τού άρχαγγέλου, τήν έσχάτην σάλπιγγα, τόν μετασχηματισμόν τού ούρανοΰ, (...) τήν άνανέωσιν δλου τοΰ κόσμου. Καί τότε θά άντικρύσω τόν άγαπημένον μου άδελφόν Καισάριον χωρίς νά άποθνήσκη πιά, χωρίς νά τόν πηγαίνωμεν εις τόν τάφον, χωρίς νά τόν πενθοΰμεν, χωρίς νά τόν λυπούμεθα. Τότε θά τόν ΐδω ((λαμπρόν, ένδοξον, υψηλόν». Τέτοιος, ώ φίλτατε εις έμέ άπό τούς άδελφούς μου, όπως μοΰ έπαρουσιάσθης πολλές φορές εις τό όνειρόν μου .
Ό Ιερός Χρυσόστομος διδάσκει:
Πρέπει τό φθαρτόν σώμα, τό όποιον έγεύθη τόν πόνον καί τόν θάνατον, νά δεχθη μέ τήν άνάστασιν καί τήν χαράν τών στεφάνων. Διότι, έάν δέν έπρεπε νά γίνη τούτο, τότε δέν έπρεπε ό Θεός νά δώση εις τόν άνθρωπον σάρκα, ούτε καί ό Υιός τοΰ Θεού θά έλάμβανε σάρκα . Εις άλλην όμιλίαν του, έμβαθύνων εις τόν λόγον τοΰ θείου Παύλου, πού άνεφέραμεν άνωτέρω, έν συνδυασμό) μέ τόν άλλον, «έάν είς τήν ζωήν αυτήν έχω μεν στηρίξει τις έλπίδες μας μόνον εις τόν Χριστόν, τότε εϊμεθα οί περισσότερον άθλιοι και άξιολύπητοι» (Α' Κορ. ιε' 19), παρατηρεί: Ή άθάνατος ψυχή άναμένει τήν άνάστασιν τοΰ σώματος, διότι χωρίς αύτό δέν πρόκειται νά λάβη τά «Απόρρητα αγαθά» τής βασιλείας, οπως έπίσης καί δέν πρόκειται νά τιμωρηθή χωρίς τό σώμα. Έάν δέν άνίσταται τό σώμα, τότε ή ψυχή μένει «άστεφάνωτος, έξω τής μακαριότητος έκείνης τής έν οΰρανοϊς». Έάν δέ συμβή τοΰτο, τότε καμμίαν άπολαβήν δέν θά έχωμεν έκεΐ. Καί έφ’ οσον ούδεμίαν άμοιβήν θά έχωμεν, άρα οί άμοιβές δίδονται είς τήν παροΰσαν ζωήν. Άλλ’ έν τοιαύτη περιπτώσει τί περισσότερον άθλιον καί άξιολύπητον άπό ήμάς;  Καί διά νά μή μείνη καμμία άμφιβολία είς τούς πιστούς, οτι τήν άνάστασιν τών σωμάτων, άπαιτεΐ ή δικαιοσύνη τοΰ Θεοΰ, λέγει: Δέν σάς διδάσκομεν ίδικές μας διδασκαλίες, άλλά διδασκαλίαν τοΰ Αγίου Πνεύματος. Λοιπόν τί λέγεις; Δέν συμμετέχει είςτά ούράνια βραβεία τό σώμα; Άλλ’είς μέν τόν κόπον καί τόν πόνον τής έπιγείου ζωής συμμετείχε, καί τώρα, πού είναι καιρός μισθού καί άνταποδόσεως δέν θά έχη μέρός; Καί οταν μέν έπρεπε νά άγωνίζεται, αύτό έδέχθη τό μεγαλύτερον
βάρος τού κόπου καί των Ιδρώτων, τώρα δέ, πού είναι καιρός στεφάνου καί άνταμοιβών, «μόνη ή ψυχή στεφανοϋται;»  Τήν σπουδαίαν αύτήν διδασκαλίαν τής ’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας μας συνοψίζει πολύ ώραϊα ό άγιος 'Ιωάννης ό Δαμασκηνός. Γράφει: Έάν ή ψυχή ήγωνίσθη μόνη της εις τούς άγώνες τής άρετής, μόνη καί θά στεφανωθή. Καί έάν μόνη έκυλίσθη είς τήν άμαρτίαν, δικαίως θά τιμωρηθή μόνη. Έφ’ όσον ομως σώμα καί ψυχή άπετέλουν ένωμένα τόν δλον άνθρωπον, καί έπειδή ή ψυχή «μήτε τήν άρετήν, μήτε τήν κακίαν» είργάσθη χωριστά άπό τό σώμα, δικαίως θά άπολαύσουν καί τά δύο μαζί τις άμοιβές

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου