Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ Ο ΑΠΡΟΣΩΠΟΛΗΠΤΟΣ ΕΚΒΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΓΕΝΟΥΣ




   Πρόβλημα συγκλονιστικόν

      Δύο είναι τα βαθύτερα, συγκλονιστικώτερα και περισσότερον μυστηριώδη γεγονότα τού ανθρωπίνου βίου, η γέννησις και ο θάνατος. Εν τούτοις ο θάνατος μας δημιουργεί δυνατώτερον συγκλονισμόν και βαθύτερα προβλήματα. Διότι τον συναντώμεν εις κάθε βήμα της ζωής μας. Είναι παρών τόσον, όσον παρούσα είναι και η ζωή! Είναι η σκιά καθενός γήινου όντος, το αναγκαίον και αναπόφευκτον τέλος του. Εφ' όσον εγεννήθημεν, δεν είναι δυνατόν παρά να αποθάνωμεν.
Εν τούτοις ο θάνατος απασχολεί μόνον τον άνθρωπον. Το ζώον περνά τις ημέρες του χωρίς καν να υποψιάζεται τον θάνατον του. Δι' αυτό δεν ασχολείται με τίποτε άλλο παρά με την ανάγκην της στιγμής. Ούτε διερωτάται διατί υπάρχει ο κόσμος, ούτε απορεί διατί ο κόσμος υπάρχει όπως υπάρχει ή τι γίνεται με τα δημιουργήματα, που εξαφανίζονται από την ζωήν. Με τον άνθρωπον όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αυτός, χάρις εις το λογικόν, με το οποίον τον επροίκισεν ο Θεός, είναι ο μόνος που έχει ζωηράν συνείδησιν τού φαινομένου της φθοράς του. Ο μόνος που γνωρίζει τον θάνατον του. Ο Πασκάλ παρομοιάζει τον άνθρωπον με καλάμι εύθραυστον , αλλά σκεπτόμενον, και συμπληρώνει: «Όταν όμως το σύμπαν θα έσπαζε τον άνθρωπον, ο άνθρωπος θα ήταν περισσότερον ευγενής από το σύμπαν, που τον θανατώνει, διότι γνωρίζει ότι αποθνήσκει (. . . ). Το σύμπαν δεν γνωρίζει τίποτε δι' αυτό». Ώστε ο άνθρωπος είναι το μόνον δημιούργημα επάνω εις την γην, το οποίον έχει την δυνατότητα να γνωρίζη και την ικανότητα να φιλοσοφή γύρω από το φαινόμενον τούτο της ζωής. Διά τον άνθρωπον ο θάνατος γίνεται το πλέον ατομικόν και το κατ' εξοχήν προσωπικόν και υπαρξιακόν γεγονός. Καθώς μάλιστα διαισθάνεται ότι αργά ή γρήγορα θα συναντηθή με τον θάνατον, το γεγονός τούτο καταντά το βαρύτερον και οδυνηρότερον φαινόμενον της ζωής του.


Αλλά το δράμα και η οδύνη μας απέναντι τού θανάτου αυξάνουν ακόμη περισσότερον, εάν λάβωμεν υπ' όψιν ότι το γεγονός αυτό δεν θέλομεν να το παραδεχθώμεν! Δεν θέλομεν να συμβιβασθώμεν με τον θάνατον! Δι' αυτό κάμνομεν το παν να τον απομακρύνωμεν όσον το δυνατόν περισσότερον, ενώ άλλοι προσπαθούν να. . . μη τον σκέπτωνται! Εν τούτοις κατανοούμεν ότι, όσα και αν επιτύχωμεν, δεν ημπορούμεν να αναβάλλωμεν επ' άπειρον το εξιτήριόν μας από το κρατητήριον της επιγείου ζωής μας. Όταν ο σουρρεαλιστής Ισπανός ζωγράφος Πάμπλο Πικάσσο, επάτησε την τελευταίαν δεκαετίαν τού αιώνος της ζωής του, τα έβαλε με την επιστήμην, επειδή αυτή δεν κατώρθωσε να παρατείνη τον βίον τού ανθρώπου. . . μέχρι τα 150 έτη! Αλλά και αν η επιστήμη το είχε κατορθώσει, πάλιν ο παράξενος Ισπανός θα παρεπονείτο, διότι δεν παρετείνετο η ζωή μέχρι τα 200! Αλλά και αν ακόμη επιτύχωμεν δια της επιστήμης να «παρατείνουμε την ζωή μας δύο ή τρεις αιώνες, ο θάνατος δεν θα νικηθή, γιατί η διάρθρωση τού σώματος τον κάνει αναγκαίο»2.
Επομένως κανείς δεν ημπορεί να αντιστρέψη την πορείαν της ζωής μας προς τον τάφον, παρ' όλες τις φιλότιμες προσπάθειες της Γεροντολογίας, τού νέου αυτού κλάδου της Ιατρικής, ο οποίος αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια. Και αρχίζουν οι γεροντολόγοι ιατροί να συνιστούν ορμόνες και βιταμίνες, να καθορίζουν δίαιταν κ. τ. ο. Και ο πολιτισμός μας, ένας πολιτισμός «που αρνιέται τον θάνατον» κάμνει πλέον σκοπόν τα σύγχρονα αυτά ελιξίρια. Ο Δάντης εις την «Θείαν Κωμωδίαν» του, εις την αρχήν τού τμήματος της καθόδου εις τον Άδην με οδηγόν τον Βιργίλιον, θεωρούσε τα τριάντα πέντε χρόνια ως τον μισόν δρόμον της ζωής. Οι σύγχρονοι μας προσβλέπουν από τα τριανταπέντε ή τα σαράντα χρόνια της ηλικίας των εις την φιλοσοφικήν λίθον της. . . Γεροντολογίας, δια να γίνουν αιωνόβιοι!

Αλλά που και πώς να φύγη ή να κρυφθή κανείς από τον θάνατον, τον «έσχατον εχθρόν» (Α' Κορ. ιε' 26), ο οποίος μας απειλεί με ποικίλες μορφές, μας καταδιώκει με τον φυσικόν μαρασμόν και έχει την ικανότητα να αναπηδά απρόσκλητος ενώπιον μας, να κόπτη το νήμα της ζωής μας με το φοβερόν του δρεπάνι, να κατεβάζη την αυλαίαν της ζωής μας και να μας οδηγή μακρυά από το θέατρον της γης; Δι' όλους αυτούς τους λόγους, χωρίς να παύσωμεν να ασχολούμεθα με την καταπολέμησιν της φθοράς, είναι φρονιμώτερον να προσπαθήσωμεν να μελετήσωμεν, να ερμηνεύσωμεν και να κατανοήσωμεν τον θάνατον. Άλλωστε τι ωφελεί να τον περιμένωμεν με αγωνίαν και τρόμον; Όταν έρχεται αιφνίδιος, ή ύστερα από επανειλημμένες προειδοποιήσεις, διατί να τον αντικρύζωμεν με απελπισίαν και φόβον; Εφ' όσον αδυνατούμεν να ανακαλύψωμεν το αλεξιθάνατον φάρμακον, δεν είναι φρονιμώτερον και χρησιμώτερον να συμφιλιωθώμεν με τον θάνατον;

Ασφαλώς! Τοσούτω μάλλον, καθ' όσον το μέγα τούτο γεγονός θέτει ενώπιον μας τα πλέον σοβαρά προβλήματα. Όταν εξετάσωμεν την ζωήν μας κάτω από το πρίσμα του θανάτου, διαπιστώνομεν ότι η αποστολή μας αποκτά τεράστιες διαστάσεις, διαστάσεις, οι οποίες εγγίζουν την αιωνιότητα. Κάτω από το πρίσμα τού θανάτου πολλά και βασανιστικά προβλήματα της ζωής αποκτούν ίδιαίτερον βάθος. Ο θάνατος μας φέρνει π. χ. αντιμέτωπους προς την τραγικότητα και την διάρκειαν των ετών της ζωής μας. Μας υποχρεώνει, είτε το θέλομεν είτε όχι, να συναισθανθώμεν την μηδαμινότητα της παρούσης ζωής. Να συνειδητοποιήσωμεν ότι είμεθα μικρή και ασήμαντη διάρκεια μέσα εις τον απέραντον ωκεανόν της αιωνιότητος.
Ο θάνατος, «ο ακολάκευτος αυτός δήμιος», όπως τον ονομάζει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, μας προκαλεί συνεχώς να ενθυμούμεθα ότι η παρούσα ζωή, όσον μακρά και αν είναι, είναι εφήμερος, προσωρινή, παροδική, φευγαλέα. Και παρά τις αντιδράσεις μας απέναντί του μας καλεί να συζητήσωμεν μαζί του! Ή να διαλεχθώμεν με τον εαυτόν μας και να τον ερωτήσωμεν: Διατί ο άνθρωπος «ως θύελλα επαίρεται, και ως κόνις εδαφίζεται; ως φλόξ αναρριπίζεται, και ως καπνός διαλύεται; ως άνθος ωραΐζεται, και ως χόρτος ξηραίνεται;» Δηλαδή• διατί ο άνθρωπος αλαζονεύεται ως θύελλα και κατόπιν πίπτει κατά γης ως σκόνη; διατί άναφλογίζεται, ζωηρεύει και ανερεθίζεται και υστέρα διαλύεται ως καπνός; διατί στολίζεται, καλλωπίζεται και καμαρώνει ως άνθος και εις το τέλος ξηραίνεται όπως το χορτάρι;
      Ακόμη ο θάνατος, ο «απροσωπόληπτος αυτός εκβιαστής τού γένους» μας, όπως τον ονομάζει ο θειος Χρυσόστομος, θέτει επί τάπητος, και μάλιστα με απαιτήσεις άμεσου απαντήσεως, το πρόβλημα της υπάρξεως τού Θεού και τού προορισμού μας. Ζητεί να λύσωμεν τα αινίγματα: Πού πηγαίνομεν μετά θάνατον; Ποιος κόσμος ή ποίου είδους ζωή μας περιμένει, μόλις μας καλύψη η πλάκα τού τάφου; Με μίαν φράσιν: Ο θάνατος θέτει ενώπιον μας προβλήματα υψίστης και ζωτικωτάτης σημασίας. Μάς προβληματίζει ασυγκρίτως περισσότερον από την ζωήν. Διότι την ζωήν δυνάμεθα, περίπου, να την ερευνήσωμεν, ενώ ο θάνατος καλύπτεται από το αδιαπέραστον σκοτάδι τού μυστηρίου. Θα ημπορούσε να λεχθή ότι «υπάρχει μία παράξενη συνωμοσία σιωπής γύρω από το βίαιο γεγονός του θανάτου. Το λείψανο το «φτιασιδώνουνε για να σκεπάσουν τη νέκρα του» [ΑLΕΧ. Z0ΗΜΕΜΑΝΝ, Για να ζήση ο κόσμος, μτφρ. Ζ. Λορεντζάτου, έκδ. «Αθηνά», Αθήνα 1970, σελ. 153] Από της επόψεως αυτής η ζωή χωρίς τον θάνατον είναι πτωχή, πτωχότατη. Χωρίς τον προβληματισμόν του θανάτου η ζωή μας καταντά όπως η ζωή των ζώων ή των φυτών, τα οποία αγνοούν ότι θα αποθάνουν.
 Ενώ ο θάνατος, ο αχώριστος συνοδοιπόρος μας, εμ-πλουτίζει την ζωήν του λογικού ανθρώπου με την προσδοκίαν της αιωνιότητος και με το αίσθημα του χρέους και της ευθύνης. Διότι χωρίς την αίσθησιν της αιωνιότητος δεν θα εγεννάτο εις τα βάθη της ψυχής μας το αίσθημα του χρέους απέναντι του Θεού και το αίσθημα της ευθύνης απέναντι τού συνανθρώπου μας.  Δι' όλους αυτούς τους λόγους ο άνθρωπος κάθε εποχής και κάθε φυλής απησχολήθη εντόνως με τον θάνατον και ανεζήτησε με αγωνίαν το νόημα του, δια να ειρήνευση την ταραγμένην ζωήν του. Είναι δε τόση η σπουδαιότης του προβλήματος τού θανάτου δια τον άνθρωπον, ώστε δεν υπάρχει θρησκεία, από την πλέον πρωτόγονον μέχρι τον Χριστιανισμόν, ο οποίος είναι η τελειότατη των θρησκειών, η οποία να μη απέδωσε σπουδαιότητα και σημασίαν εις τον θάνατον. Θα ημπορούσε μάλιστα κανείς να κάμη ένα κατάλογον των θρησκειών της ανθρωπότητος και να καθορίζη την θέσιν κάθε μιας αναλόγως της σπουδαιότητος, την οποίαν αυτή αποδίδει εις το πρόβλημα του θανάτου.


  Ο έμφυτος τρόμος τού θανάτου

    Ο άνθρωπος αναλόγως της μορφώσεως, της κοινωνικής τάξεως και των ενδιαφερόντων του διηρωτήθη ανέκαθεν περί διαφόρων προβλημάτων. Επί του προβλήματος όμως του θανάτου διηρωτήθησαν ο λ ο ι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως μορφώσεως, τάξεως και ενδιαφερόντων. Όλοι οι άνθρωποι, και αυτοί οι πλέον ψυχροί και φλεγματικοί, και αυτοί, που είναι κυριευμένοι από εγωκεντρισμόν και εγκλωβισμένοι ασφυκτικώς εις την ατομικότητα της υπάρξεως των και αυτοί, οι οποίοι κάμνουν το παν να αυτοκατοχυρωθούν και αυτοί, που είναι σπουδαίοι και πολυσυζητημένοι εις την εποχήν των. Ο αγγλόφωνος Ιρλανδός συγγραφέας Μπέρναρντ Σω, ο οποίος είχε την ικανότητα να γελά με όλα και να ειρωνεύεται όλα με το λεπτό χιούμορ του, έπαυσε να ευφυολογή και εμελαγχόλησε κατά τα δύο ή τρία τελευταία χρόνια της ζωής του! Και αυτοί ακόμη οι Στωικοί, οι οποίοι υποκρίνονται αδιαφορίαν, στέκονται όλοι με αγωνίαν και φρίκην εμπρός εις το αποκρουστικόν τούτο φαινόμενον.

Καθώς βλέπουν το σώμα, νεανικόν ή γερασμένον, υγιές ή καχεκτικόν, να χάνη το χρώμα του, να εγκαταλείπεται από τις δυνάμεις του και να σωριάζεται κατά γης εις μίαν εσχάτην εγκατάλειψιν εις τα κρύα χέρια του θανάτου, καθώς βλέπουν εκείνον, ο οποίος σήμερον είναι «εν πλούτω» αύριον να είναι «εν τάφω», αυτόν που σήμερον είναι στολισμένος με διαδήματα αύριον να είναι εις τα μνήματα, αυτόν που σήμερον είναι «εν θησαυροίς» αύριον να είναι «εν σοροίς», αυτόν που σήμερον περιστοιχίζεται από κόλακες να κατατρώγεται αύριον από σκώληκες [ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις το «Πλην μάτην ταράσσεται πάς άνθρωπος. . . », 1 PG 55,559.], πλήθος ερωτήματα αναπηδούν ενώπιον των: Τι είναι άραγε ο θάνατος; Είναι τέρμα ή αρχή; Αδιέξοδος ή διέξοδος προς άλλην ζωήν; Είναι εκμηδένισις και εξαφάνισις ή απαρχή νέας δημιουργίας; Και αυτός ακόμη ο θεωρός των μυστηρίων του Θεού, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, διερωτάται: «Τίτο περί ημάς τούτο γέγονε μυστήριον; πώς παρεδόθημεν τη φθορά, και συνεζεύχθημεν τω θανάτω;»[ΕΥΧΟΛΟΠΟΝ το ΜΕΓΑ, έκδ. «Αστήρ», Αθήναι 1970, Ακολουθία Νεκρώσιμος εις κοσμικούς, Ιδιόμελον 8ον, σελ. 414. ]
Τα ερωτήματα αυτά, και πλήθος άλλων, μας συγκλονίζουν κυριολεκτικώς. Λέγει ο Πασκάλ: Η αθανασία της ψυχής, πρόβλημα το οποίον σχετίζεται αμέσως με τον θάνατον, είναι ζήτημα, που τόσον πολύ μας ενδιαφέρει και τόσον βαθειά μας εγγίζει, ώστε θα έπρεπε να χάση κανείς κάθε αίσθησιν δια να μη τον ενδιαφέρη αυτό!. . . Πράγματι, πρέπει να είναι κανείς αναίσθητος, δια να μη τον συνταράσσουν τα ερωτήματα, που ανεφέραμεν.
    Είναι χαρακτηριστικόν ότι η ιστορία τού ανθρωπίνου γένους, όπως την διηγήται το θεόπνευστον βιβλίον της Γενέσεως, αρχίζει σχεδόν με τον θάνατον τού δικαίου Άβελ. Μέχρι τότε ο θάνατος δεν είχεν αιχμαλωτίσει ακόμη κανένα άνθρωπον. Τώρα μόλις συλλαμβάνει ως πρώτον αιχμάλωτον ένα δίκαιον και ένα μάρτυρα, τον Άβελ (Γεν. δ' 8). Και η απαρχή και το ξεκίνημα της τραγικής περιπέτειας τού άνθρωπου, ευθύς σχεδόν μετά την πτώσιν των πρωτοπλάστων, συνυφαίνεται με τις φοβερές τύψεις της συνειδήσεως και την φυγήν τού αδελφοκτόνου Κάϊν. Γράφει ο θεόπτης Μωϋσής: δεν ημπορούσε πλέον ο δολοφόνος να είναι «ενώπιον τού Θεού»-δι' αυτό «εξήλθε Κάιν από προσώπου Θεού και ήκησεν εν γη Ναΐδ κατέναντι Εδέμ» (Γεν. δ' 16).
Ο λόρδος Βύρων εις το δραματικόν έργον του «Κάϊν» φαντάζεται τον αδελφοκτόνον, μόλις αντίκρισε τον νεκρόν Άβελ και είδε το ωχρόν και ανέκφραστον πρόσωπόν του και εδοκίμασε να σηκώση τα παγερά χέρια τού αδελφού του, που έπεσαν κάτω ως μολύβι, να αναφωνή έντρομος: «Ο θάνατος ήλθεν εις τον κόσμον»!. . . Η διαπίστωσις αυτή αποτελεί ίσως την πλέον συγκλονιστικήν ανακάλυψιν ή, καλύτερα, διαπίστωσιν, που επραγματοποίησε ποτέ ο άνθρωπος. Έτσι ο Αδάμ και η Εύα είδαν έντρομοι την πραγματοποίησιν των λόγων τού Θεού. Ο δε πρωτότοκος υιός των, ο Κάϊν, αυτός τον οποίον η Εύα υπεδέχθη με τον ταπεινόν λόγον «εκτησάμην άνθρωπον δια τού Θεού» (Γεν. δ' 1), έφερα εις τον κόσμον άνθρωπον με την βοήθειαν τού Θεού, αρχίζει την οδοιπορίαν του εις την έρημον της ζωής «στενών και τρέμων επί της γης» (Γεν. δ' 12). Εστέναζεν ο δυστυχής Κάϊν, έτρεμε, επάνω εις την γην χωρίς να ευρίσκη κανένα άσυλον. Κυρίως όμως επλανάτο, με μόνιμον σύντροφον της ζωής του τον θάνατον!. . .
     Από τότε το πλέον σταθερόν δεδομένον τού βίου μας δεν είναι η ζωή, αλλ' ο θάνατος. Κάθε άνθρωπος γνωρίζει ότι πριν ακόμη ο θάνατος έλθη να τον συνάντηση, ο θάνατος είναι ήδη δοσμένος εις αυτόν ή ο άνθρωπος είναι δοσμένος εις τον θάνατον.
     Ήτο λοιπόν φυσικόν το γεγονός αυτό να συνυφανθή στενώτατα με την όλην ύπαρξίν μας και να αποτελέση ένα έμφυτον τρόμον. Και επειδή η τέχνη εκφράζει πάντοτε δια των ποικίλων εκδηλώσεων της όλα όσα συγκινούν τον άνθρωπον, δεν ήτο δυνατόν να παραμείνη αδιάφορος απέναντι τού θανάτου. Διά τούτο όλες οι μορφές της- ποίησις, μουσική, ζωγραφική, γλυπτική, αρχιτεκτονική-εξέφρασαν ανέκαθεν το έμφυτον τούτο δέος της ανθρωπίνης υπάρξεως. Η ποίησις ετεχνούργησεν ελεγεία, γεμάτα λυρισμόν, θρήνον, έκστασιν και φόβον. Η μουσική απέδωσε κατά τον πλέον δραματικόν τρόπον και με τους πλέον πενθίμους τόνους τις βαθειές και εσώτατες συγκινήσεις, τις οποίες δοκιμάζομεν εμπρός εις τον θάνατον. Η ζωγραφική άφηκε την φαντασίαν της να πετάξη ελευθέρα, ώστε να αντλήση εικόνες από την Αγίαν Γραφήν και από αλλού, δια να παραστήση τον θάνατον άλλοτε μεν ως πελώριον άγγελον άλλοτε ως άσαρκον σκελετόν, ο οποίος κρατεί μεγάλο δρεπάνι- άλλοτε ως μυστηριώδες φάντασμα μέσα εις βαθύ σκοτάδι, φάντασμα το οποίον προκαλεί εις την ψυχήν ρίγος, φρίκην, τρόμον άλλοτε ως αχόρταστον θηρίον με μονίμως ανοικτόν τον απαίσιον φάρυγγά του, δια να καταπιή τον άνθρωπον και άλλοτε ως κυνηγόν, ο οποίος απλώνει δίκτυα και στήνει παγίδες, δια να συλλαβή εις ανύποπτον χρόνον τα θύματα του.
     Η Αποκάλυψις τού ευαγγελιστoύ Ιωάννου, το ποιητικώτερον βιβλίον της Αγ. Γραφής, με το βαθύ και μυστηριώδες περιεχόμενον το βιβλίον, που γνωστοποιεί κατά τον πλέον μεγαλοπρεπή τρόπον το παρηγορητικόν και ευφρόσυνον μήνυμα της νίκης τού Αρνίου Χριστού κατά τού αντίχριστου, παρουσιάζει τον θάνατον ως ιππέα, ο οποίος Ιππεύει ίππoν «χλωρόν», δηλαδή κίτρινον, που υποδηλοί το χρώμα τού θανάτου. Και ο καβαλλάρης αυτός, δηλαδή ο θάνατος, με ρομφαίαν, πείναν και μολυσματικές ασθένειες αφαιρεί από τους ανθρώπους την ζωήν και τους παραδίδει εις το παμφάγον στόμα τού Άδου, ο οποίος ακολουθεί τον καβαλλάρην, ώστε να παραλαμβάνη αμέσως τους νεκρούς (Αποκ. στ' 7-8). Αλλά και η γλυπτική και η αρχιτεκτονική με τα θαυμάσια γλυπτά, τα ωραιότατα μαυσωλεία, τις ογκώδεις Πυραμίδες, τους τάφους των Φαραώ της αρχαίας Αιγύπτου, και τους κάθε είδους τάφους δεν κάμνουν τίποτε άλλο, παρά να αισθητοποιούν το έμφυτον τούτο δέος της ανθρωπίνης υπάρξεως, η οποία αντιμετωπίζει τον θάνατον.

   Μέγιστον μυστήριον της θείας Σοφίας

     «Αν πράγματι η ζωή είναι ποτάμι, που κυλά αδιάκοπα, έχει φυσικά δύο όχθες. Κάθε όμως άνθρωπος, που ακολουθεί, θέλοντας και μη, το ρεύμα τού πόταμου που λέγεται ζωή, γνωρίζει αισθητά τη μια του όχθη. Την άλλη όχθη θέλει να την αγνοή ή να μη την σκέπτεται»[Ι. Κ. ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ, Ψυχολογία και Πνευματική ζωή, έκδ. «Όρθ. Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 228]
Κατά συνέπειαν το μυστήριον τού θανάτου γίνεται περισσότερον μυστηριώδες και σκοτεινόν, διότι όλοι στεκόμεθα εις την μίαν όχθην τού τάφου. Και ο κόσμος που ευρίσκεται από την εδώ τού τάφου πλευράν, δηλαδή ο παρών κόσμος, είναι κόσμος «θνητός και χωρίον αποθνησκόντων». Χώρα πραγματικώς ζωντανών ανθρώπων είναι ο πέραν τού τάφου κόσμος• εκεί ούτε νύκτα υπάρχει ούτε ύπνος, «το του θανάτου μίμημα» (=ομοίωμα). [Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εις Ψαλμ. 114,5 ΡΘ 29,4920 και 493Β0.]
    Ο Θεός είναι ο δημιουργός της ζωής. Δι' αυτό η παρουσία και η ύπαρξις τού θανάτου εις τον χώρον της δημιουργίας κατά θείαν παραχώρησιν «αποτελεί μυστήριον της θείας πανσοφίας. Ο ανθρώπινος νους αδυνατεί παντελώς να είσδυση εις το μυστήριον τούτο», να το συλλαβή και να το ερμηνεύση[Ν. Ε. ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, Ο θάνατος. Πνευματικός - Σωματικός - Αιώνιος, Αθήναι 1973, σελ. 5]. Διότι ο θάνατος, ως γεγονός «φρικτόν και φόβου γέμου πολλού», είναι «της τού Θεού σοφίας μέγιστον μυστήριον».[ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις Ιωάν. Όμ. 83,1 PG 59,447- Εις Πράξ. Όμ. 21, 3-4 PG 60,168.] Ο Θεός, με την ανεξιχνίαστον και ακατάληπτον εις ημάς σοφίαν του προσδιορίζει τα όρια της παρούσης ζωής και μας μεταφέρει εις την άλλην ζωήν, όπως ψάλλει ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας Θεοφάνης ο Γραπτός: Ω Κύριε- «βάθει σοφίας αρρήτου σου, οροθετείς την ζωήν, και προβλέπεις τον θάνατον, και προς βίον έτερον, μετοικίζεις τους δούλους σου»[ΕΥΧΟΛΟΠΟΝ το ΜΕΓΑ, Ακολουθία Νεκρώσιμος εις Μοναχούς, σελ. 432]. Δηλαδή, ω Κύριε, με την άπειρον σοφίαν σου, της οποίας το βάθος είναι ανέκφραστον και ανεξιχνίαστον προσδιορίζεις όρια εις την ζωήν και προβλέπεις τον θάνατον, και μεταφέρεις και εγκαθιστάς τους δούλους σου εις άλλην ζωήν.
Επί πλέον το μυστήριον τού θανάτου είναι βαθύτατον, διότι κανείς άνθρωπος δεν δύναται να διηγηθή και να περιγράψη την πέτραν τού ιδικού του θανάτου. Την πέτραν αυτήν, απαραίτητον στοιχείον δια την μελέτην οιουδήποτε φαινομένου, την αποκτώμεν όταν. . . αποθάνωμεν! Αλλά τότε η πέτρα αύτη δεν μας χρησιμεύει εις τίποτε! Κανείς δεν ημπορεί να ζήση τον ιδικόν του θάνατον ως γεγονός της εγκόσμιου υπάρξεως του. Όταν ζήση το γεγονός αυτό, και το ζη μίαν μόνον φοράν, την πρώτην και τελευταία ν, παύει από τού να ΰπάρχη εις τον παρόντα κόσμον. Ώστε ο θάνατος είναι η δυνατότης της καθαυτό αδυνάτου υπάρξεως μας εις τον κόσμον!
Προς τούτοις κανείς δεν ημπορεί να απόσπαση από τον άλλον τον θάνατον του, δηλαδή κανείς δεν δύναται να εμποδίση τον άλλον, ώστε να αποθάνη με τον ιδικόν του θάνατον, όπως τον ώρισεν ο Θεός. Ημπορεί εγώ να αποθάνω εις την θέσιν ενός άλλου ημπορεί να αποθάνω χάριν ενός άλλου, δια να τον σώσω από τον θάνατον. Αλλ' αυτό δεν σημαίνει ότι αποθνήσκω με τον θάνατον τού άλλου. Απλούστατα, αποθνήσκω με τον ιδικόν μου θάνατον. Ώστε ο άνθρωπος αδυνατεί να συλλαβή και επομένως αδυνατεί να ερευνήση αντικειμενικώς το γεγονός τού θανάτου ως μίαν φάσιν της παρουσίας του εις τον κόσμον.

Ακόμη το μυστήριον τού θανάτου είναι απροσπέλαστον, διότι ένας βαρύς και αδιαπέραστος πέπλος αβεβαιότητος και αγνοίας καλύπτει την ώραν τού θανάτου μας, Αλλά και τον τόπον όπου μεταβαίνουν οι ψυχές και τον τρόπον, με τον οποίον ζουν. Άραγε που πηγαίνουν τώρα οι ψυχές; διερωτάται εις ένα ύμνον του Αναστάσιος ο Σιναΐτης. Άραγε πώς συζούν τώρα εκεί; «Επεθύμουν μαθείν το μυστήριον, αλλ' ουδείς ικανός διηγήσασθαι». Και εις άλλον ύμνον του διαπιστώνει: Όσοι φεύγουν δεν ημπορούν να επιστρέψουν, δια να μας ειπούν πως «διάγουσιν (=περνούν τον καιρόν των) οι ποτέ αδελφοί και τα εγγόνα», που έφυγαν πριν από ημάς. Δι' αυτό πολλές φορές διερωτώμεθα- άραγε είναι δυνατόν να ίδωμεν εκεί ο ένας τον άλλον; Άραγε είναι δυνατόν να ίδωμεν τους αδελφούς; Άραγε είναι δυνατόν να είπωμεν εκεί εις τον Άδην το Αλληλούια;

Τα φυσικά αυτά ερωτήματα, ελάχιστα από τα πολλά, φανερώνουν το σκοτεινόν μυστήριον, το οποίον καλύπτει το πρόβλημα τού θανάτου, όταν βεβαίως ζητήση κανείς να το ερευνήση έξω από την χριστιανικήν άλήθειαν. Είναι δε φυσικά, τα ερωτήματα αυτά, διότι την στιγμήν τού θανάτου οι συνήθεις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων διαλύονται. Αυτός που φεύγει στέκεται μόνος εμπρός εις το συγκλονιστικόν γεγονός τού θανάτου. Όλες τις άλλες στιγμές τού βίου μας υπάρχει η δυνατότης κάποιος να μας συντροφεύση, να μας απαλύνη τον πόνον, να μας παρηγόρηση, να μας στήριξη. Ενώ όταν ευρεθώμεν εμπρός εις τον θάνατον και κάμωμεν το μεγάλο άλμα, όλες οι γέφυρες ανατινάσσονται! Και εδώ μένουν όλοι γεμάτοι απορίες, άλαλοι, εμβρόντητοι, κάποτε «πιο πεθαμένοι κι από τους πεθαμένους», όπως έλεγε κάποιος εις την νεκρολογίαν τού φίλου του. Εις δε την αντίπεραν όχθην, το απέναντι μέρος, μένει εκείνος που έφυγε, Αλλά με άλλον πλέον κόσμον!. . .
Λέγει ένας ύμνος της Εκκλησίας μας τού αγίου Αναστασίου τού Σιναΐτου: Τι πικρά που είναι τα λόγια εκείνων, οι οποίοι αποθνήσκουν! Αδελφοί, φωνάζουν, εξορίζομαι από τους αδελφούς. Αφήνω όλους και φεύγω. Που πηγαίνω ή πως μέλλω να ζήσω εκεί; «Όταν ψυχή και σώμα χωρίζεται, φρικτόν το μυστήριον (. . . ) η μεν ψυχή θρηνωδώς πορεύεται, το δε σώμα καλύπτεται τη γη παραδοθέν».[Ενθ' άνωτ. , σσ. 455,449-450] Δια τούτο και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μελωδεί θρηνητικώς: «Θρηνώ και οδύρομαι, όταν εννοήσω τον θάνατον, και ίδω εν τοις τάφοις κειμένην την κατ' εικόνα Θεού, πλασθείσαν ημίν ωραιότητα, άμορφον, άδοξον, μη έχουσαν είδος», Κλαίω, θρηνολογώ και πενθώ όταν σκεφθώ και μελετήσω τον θάνατον και όταν ίδω να είναι ξαπλωμένη μέσα εις τους τάφους η ανθρωπινή ωραιότης, που επλάσθη κατ' εικόνα Θεού, όταν την ίδω χωρίς μορφήν, χωρίς δόξαν και λαμπρότητα, χωρίς ωραιότητα και κάλλος. Γεμάτος δε έκπληξιν αναφωνεί: «Τι το περί ημάς τούτο γέγονε μυστήριον; Πώς παρεδόθημεν τη φθορά, και συνεζεύχθημεν τω θανάτω;»[Ενθ. άνωτ. , σελ. 414.]
Τι είναι αυτό το μυστήριον, που συμβαίνει γύρω μας; Πώς έχομεν παραδοθή εις την φθοράν; Πως έχομεν συζευχθή, πως έχομεν συνδεθή στενά με τον θάνατον;
Και οι μεν άπιστοι η ολιγόπιστοι τρέχουν εις μάγους, μάντεις, μέντιουμ κ.τ.δ.,δια να λάβουν απαντήσεις και να εύρουν, όπως νομίζουν, κάποιαν παρηγορίαν ή να μάθουν κάτι δια τους προσφιλείς των. Εμείς όμως θα προσπαθήσωμεν να διεισδύσωμεν κατά το δυνατόν εις την πέραν τού τάφου ζωήν, με οδηγόν την θείαν Αποκάλυψιν. Διότι, εάν όλες οι άλλες θρησκείες έχουν να είπουν κάτι δια το μέγα τούτο θέμα, πολύ περισσότερον έχει να μας είπη ο ζων Τριαδικός Θεός, ο οποίος εκτρέφει και θάλπει την όλην χριστιανικήν μας ζωήν δια της πίστεως, ελπίδος και αγάπης, της ελπίδος, η οποία αναφέρεται κυρίως εις τις επαγγελίες τού Θεού «περί τού μέλλοντος και των έσχατων» [Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Τόμ. Γ', έκδ. «ο Σωτήρ», Αθήναι 1961, σελ. 366.] Θα προχωρήσωμεν λοιπόν με οδηγόν την Αγίαν Γραφήν και χειραγωγούς τους θεοφόρους Πατέρας, οι οποίοι την ερμήνευσαν φωτιζόμενοι από το Παράκλητον Πνεύμα.

Εις την προσπάθειάν μας αυτήν δεν λησμονούμε ότι «με πολλή δεξιότητα η παιδαγωγική σοφία της Εκκλησίας απέφυγε πάντοτε να εμπνεύση μία δογματική σύνθεση που να εξαντλή τα εσχατολογικά δεδομένα». Εκτός από τα άρθρα τού ιερού Συμβόλου της πίστεως μας (τού «Πιστεύω»), τα οποία ομιλούν δια την Δευτέραν Παρουσίαν, την μέλλουσαν κρίσιν και την ανάστασιν των νεκρών, «η Ορθοδοξία δεν διαθέτει ανάλογες δογματικές τυποποιήσεις». Γνωρίζομεν ότι και το μυστήριον του θανάτου, όπως και Αλλά ζητήματα «οι θεολόγοι τα τριγυρίζουν με δέος». [Π. ΕΥΔΟΚΙΜΩΦ, Η Ορθοδοξία, μτφρ. Α. Τ. Μουρτζοπούλου, έκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 435. ]
    Εν τούτοις, όπως γράφει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, εάν χαρακτηριστικόν γνώρισμα της σοφίας είναι το να συλλαμβάνη με την διάνοιαν την αλήθειαν δια τα πράγματα του παρόντος, και αν η προφητεία περικλείη την αποκάλυψιν (φανέρωσιν) των μελλόντων, τότε κανείς δεν είναι δυνατόν να κατέχη το πλήρωμα της σοφίας, εάν δεν περιλάβη, με την βοήθειαν της προφητείας, εις την γνώσιν του παρόντος και εκείνα, τα οποία πρόκειται να συμβούν εις το μέλλον. [ΓΡΗΓ. ΝΥΣΣΗΣ, Κατά Ευνομίου Λόγ. Γ' PG 45,5800]

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ
ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ Ο «ΣΩΤΗΡ» ΕΚΔΟΣΙΣ 17η - ΚΕΦΑΛΑΙΑ 1-2  (ΑΘΗΝΑΙ 2003)

Επιτρέπεται η ανδημοσίευση με αναφορά πηγης την Ιστοσελίδα

ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου