Ή μετενσάρκωσις είναι άνόητος και άφελής
Πρόσκαιροι είμεθα είς τόν κόσμον αύτόν. Πέραν τοϋ παρόντος κόσμου όμως θά είμεθα αιώνιοι. Ή έπίγειος ζωή μας, καρπός τής θείας 'Αγάπης καί Φιλανθρωπίας, άρχισε κάποτε κατά τρόπον άνεξιχνίαστον δι' ήμάς άλλά μετά θάνατον θά είναι διαρκής, άδιάκοπος, χωρίς τέλος. Ή ζωή άρχίζει μέ τήν γέννησίν μας, θά παρατείνεται ομως έπ' άπειρον είς τά βάθη τής χωρίς τέρμα αίωνιότητος. Επομένως ή ζωή, τήν όποιαν μάς έχάρισε κατά τήν άνεκδιήγητον άγάπην του ό φιλάνθρωπος Θεός, έχει τά άκόλουθα στάδια:
α) Τήν έπίγειον υλικήν ζωήν μας είς τόν κόσμον αύτόν.
β) Τήν προσωρινήν περίοδον τοϋ χωρισμού σώματος καί ψυχής ένεκα τοϋ σωματικοϋ θανάτου. Ή περίοδος αυτή (ή Μέση Κατάστασις τών ψυχών) είναι περίοδος άναμονής άκόμη καί διά τούς "Αγίους, τούς Μάρτυρας καί τούς Όσίους, διότι καί αύτοί «προσδοκούν άνάστασιν νεκρών».
γ) Τήν άνάστασιν τών σωμάτων,
δ) Τήν καθολικήν κρίσιν και
ε) τήν «ζωήν τοϋ μέλλοντος αίώνος», τά μυστήριον τής όγδόης ήμέρας. Ή προσωπικότης λοιπόν τοϋ καθενός μας, άπό τής στιγμής πού θά γεννηθή, άκολουθεΐ τά στάδια αύτά· άνεβαίνει τις βαθμίδες αυτές, άνεξαρτήτως τοϋ άν θά όδηγηθή τελικώς «εις άνάστασιν ζωής» ή «είς άνάστασιν κρίσεως» (Ίωάν. ε' 29)· δηλαδή άν θά άναστηθή διά νά άπολαύση ζωήν αιώνιον καί μακαρίαν ή διά νά δικασθή καί κατακριθή. Μέχρι τώρα ώμιλήσαμεν διά τά δύο πρώτα στάδια. ΕΙς τήν συνέχειαν θά όμιλήσωμεν διά τά άλλα τρία.
'Επειδή είμεθα ζυμωμένοι μέ τήν ύλην, τόν χρόνον καί τόν χώρον, δυσκολευόμεθα νά συλλάβωμεν όλα τά άνωτέρω. Διά τούτο πολλοί ή τά άρνοϋνται έντελώς ή προσπαθούν νά τά κατανοήσουν μέ έγκόσμια σχήματα. Οι πρώτοι είναι οι άπιστοι, οΐ ύλισταί, άθεοι. Οι δεύτεροι είναι έκεΐνοι, οι όποϊοι έπεχείρησαν νά τά έρευνήσουν μέ τά λογικόν των, χωρίς τόν φωτισμόν τού 'Αγίου Πνεύματος. Διά τούτο κατέληξαν είς τά συμπέρασμα ότι ή ζωή τού άνθρώπου κινείται κυκλικώς, ή ότι μετά θάνατον διέρχεται άπό διάφορα στάδια τιμωρίας καί έξαγνισμοΰ.
Αύτά έπίστευαν μέ έλαφρές διαφορές — οΐ 'Ορφικοί, οι Πυθαγόρειοι, ό Εμπεδοκλής, ό Σωκράτης, ό Πλάτων, οι Νεοπυθαγόρειοι, οι Στωϊκοί, ό Πλωτΐνος, oi Γνωστικοί, οΐ Μανιχαϊοι καί πριν άπό αύτούς άλλοι είδωλολάτραι, όπως π.χ. οι 'Ινδοί, οΐ Αιγύπτιοι, οΙ Βουδδισταί κλπ. Παρόμοια διδάσκουν σήμερον οι Θεοσοφισταί καί οι έμπνεόμενοι άπό τόν πονηρόν δαίμονα Πνευματισταί, οί όποιοι έπιμένουν είς τήν μετεμψύχωσιν ήόρθότερον τήν μετενσάρκωσιν . Διδάσκουν δηλαδή ότι οι ψυχές μετά θάνατον ένσαρκώνονται καί πάλιν είς διάφορα σώματα άνθρώπων, ζώων ή φυτών! Οί μετενσαρκώσεις αύτές είναι δήθεν άναγκαίες, προκειμένου ή ψυχή νά τιμωρηθή διά τις άμαρτίες της ή νά καθαρισθη ήθικώς. Ή μετενσάρκωσις δέ αύτή συνεχίζεται τάχα μέχρις ότου έπιτευχθή ή τελική κάθαρσις τής ψυχής.
'Αλλά τήν άφελή καί άρρωστημένην αύτήν όνειροπόλησιν, τόν δαιμονικόν τούτον 'πειρασμόν τής μετενσαρκώσεως άπέκρουσεν ήδη εύθύς έξ άρχής ό θεόπνευστος Παύλος καί μάλιστα κατά τρόπον άπόλυτον. "Εγραψεν: Όσοι είμεθα εις τά σώμα τούτο, τό όποιον όμοιάζει μέ σκηνήν, στενάζομεν ώσάν νά πιεζώμεθα άπό κάποιο φορτίον. Στενάζομεν, όχι διότι θέλομεν νά έκδυθώμεν τό ύλικόν σώμα, άλλά διότι θέλομεν νά ένδυθώμεν ούράνιον σώμα, τό αιώνιον καί άφθαρτον, διά νά άναλωθή καί δαπανηθή ή θνητότης καί ή φθορά τού σημερινού σώματός μας άπό τήν άφθαρτον ζωήν τού άλλου. Διότι όπως, όταν άνατέλλη τό φώς, άφανίζει τό σκοτάδι, κατά παρόμοιον τρόπον ή άνώλεθρος καί άφθαρτος ζωή άφανίζει τήν φθοράν καί θνητότητα. Τοιουτοτρόπως τό θνητόν καταπίνεται άπό τήν ζωήν ή όρθότερον μεταστοιχειούται εις άφθαρσίαν (Β' Κορ. ε' 4· Α' Κορ. ιε' 53). «Μέ τά λόγια αύτά» ό θείος Παύλος δέν «κατέφερε (μόνον) θανάσιμον πλήγμα έναντίον έκείνων, πού περιφρονοϋν τό σώμα»· άπέρριψε ταυτοχρόνους «μετ' άπολύτου άποφασιστικότητος» τον πειρασμόν τής μετενσαρκώσεως .
Δι' αυτό ή Εκκλησία τού Χριστού ούδέποτε έδέχθη τις φλυαρίες καί τα φαντασιοκοπήματα τής άνθρωπίνης «σοφίας» ή όρθότερον τις μωρίες περί μετενσαρκώσεως. Οί Άποστολικοί Πατέρες έπολέμησαν τήν μετενσάρκωσιν μέ σταθερότητα. Ό Θεόφιλος ’Αντιόχειας τήν θεωρεί «δεινόν καί άθέμιτον δόγμα» διά κάθε λογικόν άνθρωπον, ό όποίος δέν είναι δυνατόν νά δεχθή ποτέ οτι ό άνθρωπος θα γίνη καί πάλιν «λύκος ή κύων ή όνος ή άλλο τι κτήνος» .
Ό Μ. Βασίλειος εις τήν Έξαήμερόν του καταδικάζει τις ίδέες τού Έμπεδοκλέους περί μετενσαρκώσεως καί λέγει: Διώξε μακρυά τις φλυαρίες τών «σοβαρών» φιλοσόφων, πού δέν έντρέπονται νά ύποστηρίζουν ότι οι ψυχές των καί οί ψυχές τών σκύλων είναι όμοιες μεταξύ των πού λέγουν ότι οί ίδιοι ύπήρξαν κάποτε καί γυναίκες καί θάμνοι καί ψάρια. Έγώ μέν, προσθέτει ό θεοφάντωρ Βασίλειος, δέν λέγω ότι αύτοί ύπήρξαν ποτέ ψάρια λέγω όμως καί ύποστηρίζω έντόνως ότι, όταν έγραφαν αύτές τις ίδέες, ήσαν άλογώτεροι καί άπό τά ψάρια
Τήν ιδίαν στάσιν κατά τής μετενσαρκώσεως τηρεί καί ό Θεολόγος Γρηγόριος. Εις τόν Α' Θεολογικόν λόγον του, εις τον όποιον άναιρεί τις θέσεις τών Πυθαγορείων, τού Πλάτωνος καί άλλων έθνικών φιλοσόφων, γράφει:
Πολέμησε, άγαπητέ μου, τις θεωρίες τοΰ Πλάτωνος περί ιδεών καί περί τοΰ ότι οί ψυχές μετά θάνατον εισέρχονται είς άλλα σώματα καί ότι περιοδεύουν, καί ότι ένθυμοϋνται τήν προΰπαρξίν των .
Άλλα καί ό ιερός Χρυσόστομος έπετέθη έπανειλημμένως καί μέ πολλήν σφοδρότητα έναντίον των άνοήτων τούτων δοξασιών. ’Ελέγχων τούς πανθεϊστάς είδωλολάτρας, οΐ όποιοι έλεγαν ότι οι ψυχές είναι «έκ τής ουσίας του Θεοΰ», τονίζει ότι μέ τις διδασκαλίες των γενικώς μάς άποκλείουν «τάς οδούς τής θεογνωσίας» καί ότι μέ τήν μετενσάρκωσιν καταβιβάζουν «τον Θεόν εις άνθρώπους καί φυτά καί ξύλα». Διότι, λέγει, έάν ή ψυχή μας είναι «τής ουσίας του Θεού», όπως ύποστηρίζουν έκείνοι, «ή δε μετενσωμάτωσις» τής ψυχής καταλήγή εις πεπόνια καί κρεμμύδια καί μυϊγες καί κάμπιες καί άλογα ζώα, άρα ή ούσία τού Θεοΰ καταλήγει εις... πεπόνια! Καί δέν έντρέπονται, συνεχίζει ό ιερός Πατήρ, νά ύποστηρίζουν τέτοια πράγματα! Διότι έτσι όδηγούμεθα εις «τήνμετενσωμάτωσιν» όχι τής ψυχής, άλλα «τήν μετενσωμάτωσιν του Θεοΰ», πράγμα «όντως αισχρόν» Καί συμπεραίνει ή χρυσή γλώσσα: 'Επειδή οί φιλόσοφοι αύτοί έχουν στερηθή «τής του Πνεύματος βοήθειας», δέν κατώρθωσαν νά εϋρουν κάτι τό ύγιές «ούτε περί Θεοΰ ούτε περί κτίσεως». ’Εκείνα δέ τά όποια μία άπλοϊκή Χριστιανή χήρα γνωρίζει, αύτά ποτέ δέν τά έγνώρισεν ούτε αύτός ό Πυθαγόρας Διότι αύτός καί οι όμοιοι του είναι σκοτισμένοι εις τήν διάνοιαν, καί «καθάπερ όντες έν σκότω πάντα καί λέγουσι καί πράττουσι καί τά περί δογμάτων καί τά περί βίου» καθ' όσον εύρίσκονται ώσάν εις τό σκοτάδι λέγουν καί πράττουν τά πάντα καί τά περί δογμάτων καί τά περί ζωής.
’Ώστε ή διδασκαλία περί μετενσαρκώσεως, εις τήν όποιαν δέν πιστεύουν μόνον οΐ Ινδοί τής Β. ’Αμερικής, οϊ Νεοζηλανδοί, οί Λάπωνες, οί Μεξικανοί καί οί Ζουλοϋ, άλλά καί οί... «πολιτισμένοι» δαιμονοκίνητοι Πνευματισταί καί Θεοσοφισταί, είναι φαντασιοπληξία. Είναι μία άνόητος θρησκευτικοφιλοσοφική ιδέα, μία άφελής καί παιδαριώδης άντίληψις, ή όποια αύτοαναιρείται. Διότι δέν ύπάρχει καμμία ένδειξις, ή όποια νά παρουσιάζη έστω καί έλάχιστα πιθανήν μίαν τέτοιαν διδασκαλίαν. Πέραν αύτών «σήμερον άποδεικνύεται ότι αί άντιλήψεις καί άναμνήσεις τοϋ είδους», πού ύπεστήριζεν ό φιλόσοφος Πλάτων, διά νά στηρίξη τήν θεωρίαν του περί μετενσαρκώσεως, «είναι ένα άπό τά πλέον έντονα γνωρίσματα σχιζοφρενίας»..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου