Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Η ΚΟΣΜΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ


 Ασεβής υποβιβασμός τού ανθρώπου
  Προτού προχωρήσωμεν δια να μελετήσωμεν το μυστήριον τού θανάτου με οδηγόν την θείαν Αποκάλυψιν, την Αποστολικήν Παράδοσιν και την Πατερικήν σοφίαν της Εκκλησίας μας, πρέπει να ίδωμεν πως αντιμετωπίζουν το πρόβλημα τούτο άλλες θρησκείες και η εγκόσμιος φιλοσοφία. Διότι δια τον θάνατον ωμίλησαν όλοι οι φιλόσοφοι. Μερικοί επεχείρησαν να τον αγνοήσουν, αλλά δεν το επέτυχαν. Άλλωστε είναι αδύνατον να φιλοσοφήση κανείς, όταν παραβλέπη το γεγονός τού θανάτου και δεν εμβαθύνη εις αυτό. Δεν πρόκειται να εισέλθωμε εις τις λεπτομέρειες της διδασκαλίας των άλλων θρησκειών περί θανάτου, ούτε εις τον σκοτεινόν λαβύρινθον της ανθρωπίνης φιλοσοφίας. Θα ρίψωμεν μόνον σύντομον βλέμμα, ώστε να ίδωμεν την σύγχυσιν, τις φαντασιώσεις και γελοιότητες, εις τις οποίες κατέληξε το ανθρώπινον λογικόν, κάθε φοράν, που εδοκίμασε να ερμηνεύση τον θάνατον και να μελετήση την πέραν τού τάφου ζωήν με τις ιδικές του μόνον δυνάμεις. Έτσι θα εκτιμηθή και εις το πρόβλημα τούτο η αλήθεια, η σαφήνεια και το μεγαλείον τού λόγου της θείας Αποκαλύψεως.
Είναι γνωστόν ότι οι ανατολικές θρησκείες, οι οποίες περιφρονούν την παρούσαν ζωήν, περιφρονούν και τον άνθρωπον. Εις τον παρόντα κόσμον δεν βλέπουν παρά μόνον μίαν απάτην. Διά τούτο οι θρησκείες αυτές, όπως π. χ. ο Ινδουισμός, ο Βουδισμός κλπ. , κηρύττουν ότι ο θάνατος είναι η απελευθέρωσις από την εξορίαν και η λύτρωσις από την πτώσιν εις την μισητήν περιοχήν της πλάνης και τού ποικίλου πόνου. Και επειδή ο θάνατος -πάντοτε κατά τις θρησκείες αυτές- καταλύει την εφήμερον αθλιότητα των εγκόσμιων και μας βυθίζει μέσα εις το αιώνιον και αδιαφοροποίητον «πάν», μέσα εις την απέραντον μακαριότητα τού νιρβάνα, δηλαδή τού μηδενός, ο πιστός των θρησκειών αυτών ζη μόνον δια να αποθάνη! Ζητεί με επιμονήν τον θάνατον, διότι πιστεύει ότι η επίγειος ζωή του γίνεται εμπόδιον δια την ευτυχίαν. Διά τούτο οι θρησκείες αυτές καλλιεργούν τον ζωντανόν θάνατον. Λέγουν αφού ο θάνατος μας προσφέρει μίαν τόσον μεγάλην ευεργεσίαν, δεν έχομεν παρά να συντομεύσωμεν την παρούσαν ζωήν με την νέκρωσιν του σώματος και με την νέκρωσιν κάθε είδους ορμής. Έτσι, λέγουν, προγευόμεθα τις ευεργεσίες του θανάτου πριν από τον θάνατον, ο οποίος είναι το κατ' εξοχήν ευφρόσυνον γεγονός.
Παρόμοια στοιχεία περιφρονήσεως του άνθρωπου και της παρούσης ζωής περιέχει και ο Ο ρ φ ι κ ό ς  μ ύ θ ο ς, ο οποίος έφθασεν εις τις ελληνικές χώρες από την Θράκην. [Δεν κατωρθώθη μέχρι τώρα να διαπιστωθώ επακριβώς η καταγωγή τού Ορφισμού. Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι ιδέες αυτές εισήχθησαν από την Αίγυπτον. Άλλοι, νεώτεροι, υποστηρίζουν ότι ο Ορφισμός έχει Περσικήν ή Ινδικήν καταγωγήν. Αλλά τα επιχειρήματα όλων δεν είναι πειστικά. Το μόνον βέβαιον είναι, ότι ο Ορφισμός έφθασεν εις τις ελληνικές χώρες από την Θράκην κατά τον 7ον και 6ον αιώνα π. Χ. ως οργιαστική λατρεία τού Διονύσου.]
Ο Ηρόδοτος Ιστορεί ότι μία Θρακική φυλή υπεδέχετο τα νεογέννητα βρέφη με κλαυθμούς και οδυρμούς, ενώ συνώδευε τους νεκρούς εις τον τάφον με κραυγές και αλαλαγμούς χαράς, διότι λυτρώνονται από την παρούσαν ζωήν. Ο διάσημος Έλληνας ιατρός Φιλιστίων αναφέρει ότι μία φυλή, οι Καυσιανοί, «τους μεν γεννωμένους θρηνούσι, τους δε τελευτώντας (αυτούς δε που αποθνήσκουν) μακαρίζουσι».

Ο Ορφικός μύθος διδάσκει ότι η ψυχή με την γέννησιν κατεβαίνει εις τον υλικόν και αμαρτωλόν κόσμον ως ένας θείος ξένος. Εισέρχεται εις το σώμα, το οποίον γίνεται δι' αυτήν το «σήμα», δηλαδή ο τάφος της. Η ψυχή όμως πρέπει να ελευθερωθή από την φυλακήν αυτήν, ώστε να επιστρέψη και πάλιν εις την πνευματικήν της πατρίδα. Δι' αυτό οι Ορφικοί έβαζαν εις τα χέρια των νεκρών μικρές χρυσές πλάκες, εις τις οποίες εχάρασσαν το σύνθημα ή έμβλημα της πίστεώς των: «Αυτάρ έμοι γένος ουράνιον»• δηλαδή, εγώ έρχομαι μεν από την γην, αλλ' η ιδική μου καταγωγή είναι ουράνια. Οι νεκροί θα έδειχναν τις πλάκες αυτές ως ένα είδος. . . διαβατηρίου, μόλις θα έφθαναν εις τις πύλες τού άλλου κόσμου!
Η ψυχή όμως δεν θα μείνει εκεί πολύν χρόνον θα επανέλθη εις την γην και θα μετενσωματωθή. Θα φυλακισθή πάλιν εις σώμα ζώων ή ανθρώπων ή και εις φυτά αλλά και πάλιν θα μετανάστευση εις την αρχικήν της πατρίδα. Η ανακύκλησις αυτή θα συνεχίζεται με διαδοχικές και αλλεπάλληλες «γεννήσεις» και «θανάτους», μέχρις ότου η ψυχή εξαγνισθή. Με ελάχιστες διαφοροποιήσεις της ιδέας αυτής εξήταζαν το θέμα τούτο ο Πυθαγόρας και ο Ηράκλειτος. Δυστυχώς όμως και σήμερον κυκλοφορούν παρόμοιες Ιδέες και μάλιστα μεταξύ των μορφωμένων, που έχουν εμπλακή εις τα δίκτυα της Θεοσοφίας και της σκοτεινής θρησκείας του Τεκτονισμού ή Μασονισμού.

ΟΙ ΚΑΡΠΟΙ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΙΚΗΣ ΘΥΣΙΑΣ PATERIKH UEOLOGIA


Η Ευαγγελική ιστορία αναφέρει το θάνατο του Ιησού Χριστού με λίγες λέξεις. Τα κηρύγματα όμως και οι επιστολές των Αποστόλων εκθέτουν δια περισσοτέρων τους καρπούς του θανάτου του Κυρίου.

Έτσι ο απόστολος Παύλος απαριθμεί τους καρπούς που χάρισε στην ανθρωπότητα η λυτρωτική, σταυρική θυσία του Θεανθρώπου Κυρίου Ιησού.

«Εγεννήθη ημίν σοφία από Θεού. δικαιοσύνη τε και αγιασμός και απολύτρωσις» (Α' Κορ. Α' 30), διακηρύττει ο απόστολος των Εθνών.

«Εγεννήθη ημίν από Θεού σοφία».

Αλήθεια, που βρισκόμασταν οι άνθρωποι προ της ενανθρωπήσεως του Κυρίου; Ήμασταν χωρίς Θεό, χωρίς φως, χωρίς αλήθεια και θεογνωσία. Γι’ αυτό και λατρεύαμε την κτίση παρά τον Κτίσαντα, τα άψυχα είδωλα, τα άφωνα, τα άζωα, τα γελοία και μωρά κατασκευάσματα

των ανθρωπίνων χεριών, τα είδωλα-δαιμόνια, που κατατυραννούσαν τον άνθρωπο. Σκοτάδι και πλάνη και μωρία ήταν και η ζωή και η σοφία των ανθρώπων.

Αλλά ήλθε ο Κύριος και μας κήρυξε την αλήθεια, μας αποκάλυψε το Ευαγγέλιο, μας φανέρωνε το Θεό και Πατέρα Του, μας ανέσυρε από το σκοτάδι στο φως και από και από την πλάνη της θεογνωσίας.

Τώρα πια είμαστε οι άνθρωποι του φωτός και της αλήθειας. Τόσο σοφοί και εμείς διά του Χριστού, ώστε να γινόμεθα, παρά την αναξιότητα μας, μέτοχοι των επουρανίων, τών θείων καί σωτηρίων μυστηρίων Του.

« Εγεννήθη ημίν από Θεού σοφία» και προσθέτει ο Απόστολος για τους καρπούς της θυσίας του Χριστού:

«Εγεννήθη ημίν από Θεού... δικαιοσύνη».

Το σκοτάδι της άγνοιας και της πλάνης και ειδωλολατρικής μανίας είχε οδηγήσει τους
ανθρώπους στην αμαρτία, την ηθική αθλιότητα και κακοδαιμονία.

Άδικοι, αμαρτωλοί, ένοχοι, αηδείς, βδελυκτοί και αχρείοι για τις απαίσιες του αμαρτωλού βίου πράξεις τους γίνονταν οι άνθρωποι. Προκαλούσαν την οργή και την κατάρα του Θεού.

Ποιος μπορούσε να δει πρόσωπο Θεού; Ποιος να ατενίσει το θείο μεγαλείο; Ποιος να υψώσει βλέμμα προς τον κατακάθαρο ουρανό; Αμαρτωλοί, ένοχοι, ανάξιοι, υπόδικοι αιωνίου κολάσεως ήμασταν.

Αλλά να ο Κύριος, ο Εσταυρωμένος Λυτρωτής μας! Μπαίνει ανάμεσα στο Θεό και σε μας και αναλαμβάνει το βάρος των αμαρτιών μας, προσφέρεται εκουσίως σε σφαγή, σταυρώνεται, αποθνήσκει. Με τη σταυρική Του θυσία πληρώνει το χρέος των αμαρτιών μας με το πανάγιο Αίμα Του αποπλύνει τις ψυχές μας, και μας απαλλάσσει από την ενοχή και την κατάρα, μας δικαιώνει. Αίρει την αμαρτία, αίρει και την καταδίκη. Αφού επλήρωσε Εκείνος το χρέος το δικό μας, γίνεται πράγματι «δικαιοσύνη» για μας απέναντι του Θεού. Μας καθιστά δίκαιους και άξιους της χάριτος και της ευδοκίας του Θεού και Πατρός Του.

Ένας τρίτος καρπός της σταυρικής θυσίας του Χριστού είναι ότι:

«Εγεννήθη ημίν από Θεού...αγιασμός».

Η αμαρτία δεν είναι μόνο μία πράξη, που φέρει την ενοχή και επισύρει βαριά τη θεία οργή και καταδίκη. Η αμαρτία είναι και κατάσταση ψυχική άθλια και ελεεινή, είναι αρρώστια ηθική, που κατατυραννεί τον άνθρωπο, είναι πάθος, πάθη φοβερά και ολέθρια και τυραννικά, τα οποία μολύνουν και φθείρουν και εξαχρειώνουν τον άνθρωπο και τον καθιστούν ακάθαρτο και δυσώδη και βδελυρό στα μάτια του αγίου Θεού. Τέτοιοι εμπαθείς, αχρείοι, αποξενωμένοι τελείως της Χάριτος του Θεού ήμασταν οι αμαρτωλοί άνθρωποι.

Αλλά ο Κύριος με το σταυρό, τη θυσία και το θάνατο Του, δεν μας εξιλέωσε μόνο, δεν μας απάλλαξε μόνο από την ενοχή και καταδίκη, αλλά και μας καθάρισε, μας αγίασε, μας έδωσε ηθική χάρη και αξία, γέμισε τις ψυχές μας με την ηθική δόξα, ώστε απαλλαγμένοι από πάθη και κακίες και τις άλλες του κόσμου αθλιότητες, να έχομε αγαθές, υϊκές και τρυφερές σχέσεις με το Θεό και Πατέρα. Αυτός είναι ο αγιασμός που μας έφερε ό Κύριος. Μας το δώρησε με τη σταυρική Του θυσία. Τώρα έχομε τη δυνατότητα της διαρκούς κοινωνίας μαζί Του με την προσέλευση στα μυστήρια και κυρίως με τη Θεία Ευχαριστία, που είναι η συνέχιση της σταυρικής Του θυσίας, μία και μόνη και η αυτή θυσία, που μας εξι­λεώνει και μας καθαρίζει που μας αγιάζει γιατί μας χορηγεί τη δική Του αγιότητα.

Τώρα έχομε τη δυνατότητα της ανακτήσεως της προηγούμενης καταστάσεως από την οποία ξεπέσαμε.

Και συμπληρώνει ο Απόστολος στους καρπούς της θυσίας του Υιού του Θεού:

«Εγεννήθη ημίν από Θεού... απολύτρωσις».

Δηλαδή απελευθέρωση πλήρης και τελεία από την τυραννία των παθών της αμαρτίας. Απελευθέρωση από την οργή του Θεού και την κατάρα. Απολύτρωση από τα φοβερά δεινά της αιωνίου κολάσεως, που έφερε και φέρει πάντοτε η αμαρτία στον άπιστο, αμετανόητο και αμαρτωλό άνθρωπο. Από όλα αυτά μας έλυσε, μας απάλλαξε, μας ελευθέρωσε ο Κύριος πλήρως και τελείως, και από τα παρόντα και από τα μέλλοντα δεινά, με το σταυρό και την Ανάσταση Του και την πανένδοξο στους ουρανούς Ανάληψη Του.

Τώρα δεν έχομε να φοβόμαστε τίποτε, αρκεί να πιστεύομε ολόψυχα σ’ Αυτόν και να μετανοούμε για τις αμαρτίες μας. Τώρα δικαιωμένοι, αγιασμένοι, λυτρωμένοι με τη χάρη του Εσταυρωμένου Σωτήρα μας αναμένομε την πλήρη και τελεία ένωση μας μαζί Του, τη λαμ­πρή αποκατάσταση μας στην ουράνια βασιλεία Του.

Ακόμα μας έδωσε τη δυνατότητα της ανορθώσεως μας έπειτα από κάθε πτώση μας. Δεν μας άφησε καθηλωμένους στην αμαρτία, αλλά μας απολύτρωσε με τη συνεχή πορεία μας στην οδό της μετανοίας.

Με το σταυρικό θάνατο Του ο ενανθρωπήσας Θεός, ο άγιος και δίκαιος Ιησούς, ενέχει δύναμη και ισχυρή αποτελεσματικότητα στο να ελκύει τις ψυχές προς Αυτόν. Ο Εσταυρωμένος είναι μαγνήτης που ελκύει. Το είπε ο ίδιος ο Κύριος: « Εάν υψωθώ εκ της γης πάντας ελκύσω προς εμαυτόν» (Ίω. ΙΒ', 32). Όταν εγώ θα υψωθώ πάνω στο σταυρό και αποθάνω για τις αμαρτίες των ανθρώπων, τότε όλοι οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι θα με αναγνωρίσουν Θεό τους και θα έλθουν πλησίον Μου.

Γι’ αυτό και από την αρχή και μέχρι σήμερα ο σταυρός για τους απολυμένους είναι μωρία, για τους σωζόμενους όμως είναι σοφία και δύναμη.

Ναι. Ο σταυρός του Χριστού, ως άλλος αειφεγγής ήλιος θα λάμπει πάντα και θα ακτινοβολεί. Για όσους πιστεύουν στο Χριστό και βαδίζουν το δρόμο της σωτηρίας θα είναι δύναμη Θεού ακαταγώνιστη, η οποία θα τους σώζει. Νεκρώνεται και αφανίζεται με τη δύναμη του Εσταυρωμένου η δύναμη της αμαρτίας, ο παλαιός, ο αμαρτωλός εαυτός μας, που μας εξωθεί προς το κακό και την αμαρτία.

Γι’ αυτό και αγκαλιάζει το σταυρό του Χριστού ο απελπισμένος ναυαγός της ζωής και σώζεται. Προσέρχεται στο θρόνο της χάριτος συντετριμμένος ο αμαρτωλός και συγχωρείται. Λουσμένος στα δάκρυα του στρέφει το βλέμμα του προς Αυτόν ο αδικημένος, ο συκοφαντημένος, ο άρρωστος, ο εκπατρισμένος, ο βαθιά θλιμμένος, ο εγκαταλελειμμένος, και βλέπει και ακούει τον Ιησού από το σταυρό να του λέει: «Μη φοβού, μόνο πίστευε» και θα σωθείς. Αντί των εφήμερων και παροδικών πόνων που δοκιμάζεις, σου επιφυλάσσω δόξα και χαρά ανεκλάλητη.

Η Εκκλησία μας σ’ ένα θαυμάσιο σταυρώσιμο ύμνο συμπεριλαμβάνει όλο το μεγαλείο που περικλείει η δύναμη του σταυρού:



«Σταυρέ του Χριστού,

χριστιανών η ελπίς,

πεπλανημένων οδηγέ,

χειμαζόμενων λιμην,

εν πολέμοις νίκος,

οικουμένης ασφάλεια,

νοσούντων ιατρέ,

νεκρών η ανάστασις,

ελέησον ημάς».

Αμήν.

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ Ο ΑΠΡΟΣΩΠΟΛΗΠΤΟΣ ΕΚΒΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΓΕΝΟΥΣ




   Πρόβλημα συγκλονιστικόν

      Δύο είναι τα βαθύτερα, συγκλονιστικώτερα και περισσότερον μυστηριώδη γεγονότα τού ανθρωπίνου βίου, η γέννησις και ο θάνατος. Εν τούτοις ο θάνατος μας δημιουργεί δυνατώτερον συγκλονισμόν και βαθύτερα προβλήματα. Διότι τον συναντώμεν εις κάθε βήμα της ζωής μας. Είναι παρών τόσον, όσον παρούσα είναι και η ζωή! Είναι η σκιά καθενός γήινου όντος, το αναγκαίον και αναπόφευκτον τέλος του. Εφ' όσον εγεννήθημεν, δεν είναι δυνατόν παρά να αποθάνωμεν.
Εν τούτοις ο θάνατος απασχολεί μόνον τον άνθρωπον. Το ζώον περνά τις ημέρες του χωρίς καν να υποψιάζεται τον θάνατον του. Δι' αυτό δεν ασχολείται με τίποτε άλλο παρά με την ανάγκην της στιγμής. Ούτε διερωτάται διατί υπάρχει ο κόσμος, ούτε απορεί διατί ο κόσμος υπάρχει όπως υπάρχει ή τι γίνεται με τα δημιουργήματα, που εξαφανίζονται από την ζωήν. Με τον άνθρωπον όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αυτός, χάρις εις το λογικόν, με το οποίον τον επροίκισεν ο Θεός, είναι ο μόνος που έχει ζωηράν συνείδησιν τού φαινομένου της φθοράς του. Ο μόνος που γνωρίζει τον θάνατον του. Ο Πασκάλ παρομοιάζει τον άνθρωπον με καλάμι εύθραυστον , αλλά σκεπτόμενον, και συμπληρώνει: «Όταν όμως το σύμπαν θα έσπαζε τον άνθρωπον, ο άνθρωπος θα ήταν περισσότερον ευγενής από το σύμπαν, που τον θανατώνει, διότι γνωρίζει ότι αποθνήσκει (. . . ). Το σύμπαν δεν γνωρίζει τίποτε δι' αυτό». Ώστε ο άνθρωπος είναι το μόνον δημιούργημα επάνω εις την γην, το οποίον έχει την δυνατότητα να γνωρίζη και την ικανότητα να φιλοσοφή γύρω από το φαινόμενον τούτο της ζωής. Διά τον άνθρωπον ο θάνατος γίνεται το πλέον ατομικόν και το κατ' εξοχήν προσωπικόν και υπαρξιακόν γεγονός. Καθώς μάλιστα διαισθάνεται ότι αργά ή γρήγορα θα συναντηθή με τον θάνατον, το γεγονός τούτο καταντά το βαρύτερον και οδυνηρότερον φαινόμενον της ζωής του.


Αλλά το δράμα και η οδύνη μας απέναντι τού θανάτου αυξάνουν ακόμη περισσότερον, εάν λάβωμεν υπ' όψιν ότι το γεγονός αυτό δεν θέλομεν να το παραδεχθώμεν! Δεν θέλομεν να συμβιβασθώμεν με τον θάνατον! Δι' αυτό κάμνομεν το παν να τον απομακρύνωμεν όσον το δυνατόν περισσότερον, ενώ άλλοι προσπαθούν να. . . μη τον σκέπτωνται! Εν τούτοις κατανοούμεν ότι, όσα και αν επιτύχωμεν, δεν ημπορούμεν να αναβάλλωμεν επ' άπειρον το εξιτήριόν μας από το κρατητήριον της επιγείου ζωής μας. Όταν ο σουρρεαλιστής Ισπανός ζωγράφος Πάμπλο Πικάσσο, επάτησε την τελευταίαν δεκαετίαν τού αιώνος της ζωής του, τα έβαλε με την επιστήμην, επειδή αυτή δεν κατώρθωσε να παρατείνη τον βίον τού ανθρώπου. . . μέχρι τα 150 έτη! Αλλά και αν η επιστήμη το είχε κατορθώσει, πάλιν ο παράξενος Ισπανός θα παρεπονείτο, διότι δεν παρετείνετο η ζωή μέχρι τα 200! Αλλά και αν ακόμη επιτύχωμεν δια της επιστήμης να «παρατείνουμε την ζωή μας δύο ή τρεις αιώνες, ο θάνατος δεν θα νικηθή, γιατί η διάρθρωση τού σώματος τον κάνει αναγκαίο»2.
Επομένως κανείς δεν ημπορεί να αντιστρέψη την πορείαν της ζωής μας προς τον τάφον, παρ' όλες τις φιλότιμες προσπάθειες της Γεροντολογίας, τού νέου αυτού κλάδου της Ιατρικής, ο οποίος αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια. Και αρχίζουν οι γεροντολόγοι ιατροί να συνιστούν ορμόνες και βιταμίνες, να καθορίζουν δίαιταν κ. τ. ο. Και ο πολιτισμός μας, ένας πολιτισμός «που αρνιέται τον θάνατον» κάμνει πλέον σκοπόν τα σύγχρονα αυτά ελιξίρια. Ο Δάντης εις την «Θείαν Κωμωδίαν» του, εις την αρχήν τού τμήματος της καθόδου εις τον Άδην με οδηγόν τον Βιργίλιον, θεωρούσε τα τριάντα πέντε χρόνια ως τον μισόν δρόμον της ζωής. Οι σύγχρονοι μας προσβλέπουν από τα τριανταπέντε ή τα σαράντα χρόνια της ηλικίας των εις την φιλοσοφικήν λίθον της. . . Γεροντολογίας, δια να γίνουν αιωνόβιοι!

Αλλά που και πώς να φύγη ή να κρυφθή κανείς από τον θάνατον, τον «έσχατον εχθρόν» (Α' Κορ. ιε' 26), ο οποίος μας απειλεί με ποικίλες μορφές, μας καταδιώκει με τον φυσικόν μαρασμόν και έχει την ικανότητα να αναπηδά απρόσκλητος ενώπιον μας, να κόπτη το νήμα της ζωής μας με το φοβερόν του δρεπάνι, να κατεβάζη την αυλαίαν της ζωής μας και να μας οδηγή μακρυά από το θέατρον της γης; Δι' όλους αυτούς τους λόγους, χωρίς να παύσωμεν να ασχολούμεθα με την καταπολέμησιν της φθοράς, είναι φρονιμώτερον να προσπαθήσωμεν να μελετήσωμεν, να ερμηνεύσωμεν και να κατανοήσωμεν τον θάνατον. Άλλωστε τι ωφελεί να τον περιμένωμεν με αγωνίαν και τρόμον; Όταν έρχεται αιφνίδιος, ή ύστερα από επανειλημμένες προειδοποιήσεις, διατί να τον αντικρύζωμεν με απελπισίαν και φόβον; Εφ' όσον αδυνατούμεν να ανακαλύψωμεν το αλεξιθάνατον φάρμακον, δεν είναι φρονιμώτερον και χρησιμώτερον να συμφιλιωθώμεν με τον θάνατον;

Ασφαλώς! Τοσούτω μάλλον, καθ' όσον το μέγα τούτο γεγονός θέτει ενώπιον μας τα πλέον σοβαρά προβλήματα. Όταν εξετάσωμεν την ζωήν μας κάτω από το πρίσμα του θανάτου, διαπιστώνομεν ότι η αποστολή μας αποκτά τεράστιες διαστάσεις, διαστάσεις, οι οποίες εγγίζουν την αιωνιότητα. Κάτω από το πρίσμα τού θανάτου πολλά και βασανιστικά προβλήματα της ζωής αποκτούν ίδιαίτερον βάθος. Ο θάνατος μας φέρνει π. χ. αντιμέτωπους προς την τραγικότητα και την διάρκειαν των ετών της ζωής μας. Μας υποχρεώνει, είτε το θέλομεν είτε όχι, να συναισθανθώμεν την μηδαμινότητα της παρούσης ζωής. Να συνειδητοποιήσωμεν ότι είμεθα μικρή και ασήμαντη διάρκεια μέσα εις τον απέραντον ωκεανόν της αιωνιότητος.
Ο θάνατος, «ο ακολάκευτος αυτός δήμιος», όπως τον ονομάζει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, μας προκαλεί συνεχώς να ενθυμούμεθα ότι η παρούσα ζωή, όσον μακρά και αν είναι, είναι εφήμερος, προσωρινή, παροδική, φευγαλέα. Και παρά τις αντιδράσεις μας απέναντί του μας καλεί να συζητήσωμεν μαζί του! Ή να διαλεχθώμεν με τον εαυτόν μας και να τον ερωτήσωμεν: Διατί ο άνθρωπος «ως θύελλα επαίρεται, και ως κόνις εδαφίζεται; ως φλόξ αναρριπίζεται, και ως καπνός διαλύεται; ως άνθος ωραΐζεται, και ως χόρτος ξηραίνεται;» Δηλαδή• διατί ο άνθρωπος αλαζονεύεται ως θύελλα και κατόπιν πίπτει κατά γης ως σκόνη; διατί άναφλογίζεται, ζωηρεύει και ανερεθίζεται και υστέρα διαλύεται ως καπνός; διατί στολίζεται, καλλωπίζεται και καμαρώνει ως άνθος και εις το τέλος ξηραίνεται όπως το χορτάρι;
      Ακόμη ο θάνατος, ο «απροσωπόληπτος αυτός εκβιαστής τού γένους» μας, όπως τον ονομάζει ο θειος Χρυσόστομος, θέτει επί τάπητος, και μάλιστα με απαιτήσεις άμεσου απαντήσεως, το πρόβλημα της υπάρξεως τού Θεού και τού προορισμού μας. Ζητεί να λύσωμεν τα αινίγματα: Πού πηγαίνομεν μετά θάνατον; Ποιος κόσμος ή ποίου είδους ζωή μας περιμένει, μόλις μας καλύψη η πλάκα τού τάφου; Με μίαν φράσιν: Ο θάνατος θέτει ενώπιον μας προβλήματα υψίστης και ζωτικωτάτης σημασίας. Μάς προβληματίζει ασυγκρίτως περισσότερον από την ζωήν. Διότι την ζωήν δυνάμεθα, περίπου, να την ερευνήσωμεν, ενώ ο θάνατος καλύπτεται από το αδιαπέραστον σκοτάδι τού μυστηρίου. Θα ημπορούσε να λεχθή ότι «υπάρχει μία παράξενη συνωμοσία σιωπής γύρω από το βίαιο γεγονός του θανάτου. Το λείψανο το «φτιασιδώνουνε για να σκεπάσουν τη νέκρα του» [ΑLΕΧ. Z0ΗΜΕΜΑΝΝ, Για να ζήση ο κόσμος, μτφρ. Ζ. Λορεντζάτου, έκδ. «Αθηνά», Αθήνα 1970, σελ. 153] Από της επόψεως αυτής η ζωή χωρίς τον θάνατον είναι πτωχή, πτωχότατη. Χωρίς τον προβληματισμόν του θανάτου η ζωή μας καταντά όπως η ζωή των ζώων ή των φυτών, τα οποία αγνοούν ότι θα αποθάνουν.
 Ενώ ο θάνατος, ο αχώριστος συνοδοιπόρος μας, εμ-πλουτίζει την ζωήν του λογικού ανθρώπου με την προσδοκίαν της αιωνιότητος και με το αίσθημα του χρέους και της ευθύνης. Διότι χωρίς την αίσθησιν της αιωνιότητος δεν θα εγεννάτο εις τα βάθη της ψυχής μας το αίσθημα του χρέους απέναντι του Θεού και το αίσθημα της ευθύνης απέναντι τού συνανθρώπου μας.  Δι' όλους αυτούς τους λόγους ο άνθρωπος κάθε εποχής και κάθε φυλής απησχολήθη εντόνως με τον θάνατον και ανεζήτησε με αγωνίαν το νόημα του, δια να ειρήνευση την ταραγμένην ζωήν του. Είναι δε τόση η σπουδαιότης του προβλήματος τού θανάτου δια τον άνθρωπον, ώστε δεν υπάρχει θρησκεία, από την πλέον πρωτόγονον μέχρι τον Χριστιανισμόν, ο οποίος είναι η τελειότατη των θρησκειών, η οποία να μη απέδωσε σπουδαιότητα και σημασίαν εις τον θάνατον. Θα ημπορούσε μάλιστα κανείς να κάμη ένα κατάλογον των θρησκειών της ανθρωπότητος και να καθορίζη την θέσιν κάθε μιας αναλόγως της σπουδαιότητος, την οποίαν αυτή αποδίδει εις το πρόβλημα του θανάτου.

Μόνο εμείς και κανένας άλλος



Καθώς ό άνθρωπος άντικρύζει τό φαινόμενο τοΰ θανάτου στόν κόσμο- καθώς βλέπει τόν θάνατο νά άρπάζει τούς προσφιλείς του σέ ώριμη ή άωρη ήλικία, ρωτά: Γ ι α τ ί ό Θεός έπέτρεψε τόν θάνατο; Ώς παντογνώστης πού είναι, δέν έγνώριζε ότι ό άνθρωπος θά άμαρτήσει καί άρα θά έφαρμοσθεϊ ή άπειλή πού είπε στούς πρωτοπλάστους, «θανάτω άποθανεϊσθε»', (Γεν. β' 17). Μήπως μέ τό νά επιτρέψει τόν θάνατο καθίσταται υπαίτιος τού θανάτου, έστω καί έμμέσως, ό ϊδιος ό Θεός;
Όχι, άδελφέ μου μακριά άπό τέτοια βλασφημία! Ό Θεός έπλασε τόν άνθρωπο γιά νά έχει «πάσαν τιμήν» καί νά μή υστερεί καθόλου «τής τών άγγέλων διαγωγής». Ό φιλάνθρωπος Θεός δημιούργησε τό λογικό πλάσμα του γιά νά ζήσει μέσα στό φώς, στή χαρά καί τήν καθαρότητα τής δικής Του παρουσίας. Τόν δρόμο πρός τό φυσικό τέλος στό όποιο θά κατέληγε ό άνθρωπος μέ τή χάρη τού Θεού, δηλαδή τή θέωση, τόν άνακόψαμε έμεΐς οι ίδιοι  . Ή Εΰα φαντάσθηκε ότι θά γίνει ϊση μέ τόν Θεόν, όπερηφανεόθηκε μέ τήν ελπίδα τής ίσοθεΐας, διότι δέχθηκε τή συμβουλή τού διαβόλου. Γι’ αύτό έσπευσε νά φάγει άπό τόν άπαγορευμένο καρπό πρός τά έκεί κατηύθυνε καί τό λογικό καί τήν διάνοιά της, καί δέν άπησχολεΐτο μέ τίποτε άλλο παρά πώς νά άδειάσει μέχρι τέλους τό ποτήρι τοΰ δηλητηρίου, τό όποιο τής προσέφερε τή φοβερή εκείνη ώρα ό πονηρός. Ή πτώση όφείλετο, όπως τό άναπτύξαμε, άποκλειστικά στό ότι έκάμαμε κακή χρήση τής έλευθερίας μας άρχιεργάτης τής άμαρτίας, ό άνθρωπόλεθρος δράκων έπλάνησε τόν πρωτόπλαστο, δέν έξεβίασε όμως τήν έλευθερία καί τό αύτεξούσιό του

Επομένως ό φιλάνθρωπος Θεός είναι τελείως άναίτιος τού θανάτου. Ό αιώνιος καί άΐδιος Θεός «θάνατον ούκ έποίησεν», οΰτε τόν εύχαριστεί ούτε τόν τέρπει ή άπώλεια τών ζώντων. Αύτός έπλασε τόν άνθρωπο κινούμενος άπό άκρα άγαθότητα, γιά νά παραμένει άφθαρτος καί άθάνατος, καί τόν δημιούργησε εικόνα τής αίωνιότητός του (βλ. Σ. Σολ. α 13 β' 23). Ό Θεόφιλος, έπίσκοπος Άντιοχείας, μάς διδάσκει δτι, έπειδή ό Άδάμ παρήκουσε τόν Θεόν, έγινε αύτός ό ίδιος αίτιος στόν έαοτό του τού θανάτου3. Ό μέγας φωστήρ της Εκκλησίας τής Αλεξάνδρειάς σημειώνει ορθότατα ότι οί άνθρωποι, άφού άπέστρεψαν τό πρόσωπο άπό τά αιώνια καί μέ τήν ύπουλη συμβουλή τού διαβόλου έπέστρεψαν στήν κατάσταση τής φυσικής φθοράς, έγιναν οί ίδιοι στούς έαυτούς τους αίτιοι τής φθοράς πού τούς συμβαίνει μέ τόν θάνατο. Έάν οί προπάτορές μας δέν άμάρταναν, δέν θά έδέχοντο ώς επιτίμιο τής άμαρτίας τόν θάνατο5. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης τονίζει δτι ό άνθρωπος, έπειδή δέχθηκε έλεύθερα τήν προσφορά τού διαβόλου, έθεσε τόν εαυτό του έκτός τού Θεοΰ, ό όποιος είναι ή πηγή τής ζωής. Γι’ αύτό ό άνθρωπος βρήκε έθελοντικά κατά τοΰ εαυτού του πρωτότυπο εύρημα τό «παρά φύσιν», δημιουργώντας μέσα στήν προαίρεσή του τήν αίσθηση τοΰ κακού μέ τήν άποστροφή του πρός τήν άρετήβ. Αλλού διδάσκει ότι ό Άδάμ διάλεξε τόν εύκολο δρόμο προτίμησε νά ζήσει μακριά άπό τόν Θεόν, πού είναι ή «αύτοζωή», γι’ αύτό καί έπεσε στίς άγκάλες τού θανάτου. Καί γιά νά μή μάς μείνει καμμία άμφιβολία, γράφει: «Ό Θεός δέν έκαμε τόν θάνατο, άλλά πατέρας τοΰ θανάτου έγινε ό βασιλιάς τής κακίας (ό διάβολος), πού στέρησε τόν εαυτό του άπό τή ζωή. Διότι ό θάνατος εϊσήλθε στή ζωή άπό τόν φθόνο τοΰ διαβόλου .Ό Θεός έγνώριζε άσφαλώς τί έμελλε νά συμβεί μέ τό λογικό πλάσμα του.

Γιατί μπροστά στό παντέφορο βλέμμα του όλα είναι φανερά, γυμνά καί ξεσκεπασμένα (βλ. Έβρ. δ' 13). Έγνώριζε επομένως καί τή μέλλουσα πτώση τοΰ άνθρώπου, για’ αύτό καί τήν προεϊπε. Άλλά τό δτι τήν προεγνώριζε καί τήν προανήγγειλε ή δτι τήν έπέτρεψε δέν σημαίνει δτι καί τήν ένήργησε ό ’Ίδιος. Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς έφιστά τήν προσοχή τού άνθρώπου, ό όποιος διατυπώνει τίς άνωτέρω άπορίες, στούς θεόπνευστους λόγους τής Γενέσεως καί συμβουλεύει: Είναι δυνατόν σέ κείνους οί όποιοι άκούουν γνωστικά καί μέ προσοχή, νά διαπιστώσουν καί άπό τούς λύγους τούτους ότι ό Θεός δέν έδημιούργησε ούτε τόν ψυχικό οΰτε τόν σωματικό θάνατο. Διότι δέν έδωκε έκ προτέρου τήν προσταγή «θάνετε» (νά άποθάνετε) τήν ήμέρα πού θά φάγετε άπό τόν άπαγορευμένο καρπό- άλλ’ είπε «άποθανεισθε» (Γεν. β' 17), δηλαδή θά άποθάνετε. Οΰτε ειπε, τώρα άμέσως άπόθανε καί έπίστρεψε στή γή, άπό τήν όποία πλάσθηκες άλλ’ είπε «επιστρέφεις» (Γεν. γ' 19), δηλαδή θ ά έπιστρέψεις στή γή. Μέ τούς λόγους αύτούς ό Θεός προανήγγελλε καί έπέτρεπε καί δέν εμπόδιζε τίς δίκαιες συνέπειες τής παρακοής

Η πρώτη ανταρσία πάνω στη γή




Η έντολή τοΰ Θεοΰ πρός τούς πρωτοπλάστους, ή όποία έλεγε- άπό τό δένδρο «τού γινώσκειν καλόν καί πονηρόν, ού φάγεσθε απ' αυτού» (Γεν. β' 17), ήταν ένα άθλημα καί γύμνασμα άρετής. Μιά δοκιμασία τής έλεύθερης θελήσεώς τους. Έάν οί πρωτόπλαστοι τηρούσαν τήν έντολή, θά προχωρούσαν έλεύθερα πρός τήν ήθική τους τελειοποίηση καί θά έπετύγ-χαναν τό «καθ' όμοίωσιν». Δηλαδή νά γίνουν όμοιοι μέ τόν Θεόν κατά τήν άρετή. τήν όσιότητα καί άγιότητα, όσο είναι δυνατόν στό κτίσμα νά μοιάσει στόν Κτίστη του. Είναι προφανές ότι ό φιλάνθρωπος Θεός ήθελε έξ άρχής νά μάς δώσει τήν άθανασία. Ό Άδάμ δέν δημιουργήθηκε γιά νά πεθάνει, άλλά γιά νά καταστεί άθάνατος, «όδεύων πρός τήν άθανασίαν»2 μέ τή θέλησή του. Έπί πλέον ή έντολή πού τού δόθηκε ήταν εύκολη. Τοΰ ζητούσε νά μή φάγει άπό τούς καρπούς ενός μόνο δένδρου- όλα τά άλλα ήσαν στή διάθεσή του. Οί συνθήκες πάλι πού έπικρατοΰσαν στόν Παράδεισο δέν ήσαν άπλώς κατάλληλες- ήσαν οί πλέον άριστες, ώστε νά μπορέσει νά έπιτύχει τόν σκοπό τής κατά Θεόν τελειοποιήσεώς του.

Δυστυχώς όμως ό άνθρωπος έκαμε κακή χρήση τής έλευθερίας του. Έπεχείρησε νά ξεπεράσει τά όρια πού τοΰ έθεσε ό Θεός άπό άγάπη. Παρά τά άνασταλτικά μέτρα πού έλαβε ό Πλάστης γιά νά προφυλάξει τό πλάσμα του άπό τήν πτώση, ό Άδάμ «έφαντάσθη ίσοθεΐαν» χωρίς τόν Θεόν. Έπεχείρησε νά γίνει «ώς θεός» μέ τήν ύπόδειξη τοΰ πλάνου, τοΰ άπατεώνα καί άντιθέου διαβόλου. Καί έτσι ό Άδάμ πάνω στήν άφροσύνη του άρπαξε άμέσως τό δόλωμα πού τοΰ έρριξε μέ καταπληκτική τέχνη καί άφάνταστη ύπουλότητα ό άνθρωποκτόνος, ό όποιος παρουσιάσθηκε μπροστά του μέ τή μορφή φιδιού.

Ό διάβολος, ό όποιος άπεστάτησε πρώτος «τής όντως ζωής», δηλαδή άπό τόν Θεόν, έφθόνησε τόν Άδάμ, όταν τόν ειδε νά ζεϊ στόν Παράδεισο, «τό χωρίον τής άκηράτου (άμόλυντης, καθαρής) τρυφής», καί νά περιλάμπεται μέ θεοειδή δόξα καί νά «άνάγεται έκ γής πρός ούρανόν», άπό τόν όποιο ό ϊδιος είχε άπορριφθεΐ άπό τον δίκαιον Θεόν. Ό μισόκαλος διάβολος έφθόνησε γιά όλα αύτά τόν άνθρωπο καί «έμάνη» έναντίον του «μανίαν έσχάτην», ώστε νά τόν σπρώξει σέ άνταρσία καί νά τόν κάμει δούλο τού θανάτου καί τού 'Άδη. Γράφει ό θεοφόρος Μάξιμος: Ό διάβολος, φθονώντας εμάς καί τόν Θεόν καί παραπλανώντας τόν άνθρωπο ότι ό Θεός τόν φθονεί, τόν έκανε νά παραβεί την έντολή. Τόν Θεόν τόν έφθόνησε,γιά νά μήν έκδηλωθεΐ ή πανύμνητη δύναμή του νά θεώνει τόν άνθρωπο. Τόν άνθρωπο τόν έφθόνησε, γιά νά μή γίνει μέ τήν άρετή μέτοχος τής δόξας τού Θεού

 Όχι μόνο τό μίσος λοιπόν, άλλά καί ό φθόνος ήσαν έκείνα πού παρεκίνησαν τόν «μισάνθρωπον όφιν» νά άπατήσει τό λογικό πλάσμα τού Θεού. Καί έπειδή δέν είχε τό θάρρος νά προσβάλει κατά πρόσωπο τόν πρωτόπλαστο, χρησιμοποίησε τόν δόλο καί τήν πανουργία- παρουσιάσθηκε μέ τή μορφή «τού αισθητού όφεως» «ώς φίλος καί χρηστός σύμβουλος,ό δεινός καί όντως έχθρός καί έπίβουλος». Ό φθονερός διάβολος πλησίασε τήν Εΰα καί τής άπηύθυνε τόν γλυκύ, άλλά ψευδή καί ολέθριο λόγο: Τήν ημέρα πού θά φάγετε άπό τόν άπαγορευμένο καρπό, θά άνοιχθούν τά μάτια σας καί θά γίνετε «ώς θεοί». Θά μοιάσετε τοΰ Θεοΰ. Θά καταστείτε αύτόνομοι καί παντογνώστες. Θά γνωρίζετε τό καλό καί τό κακό, χωρίς νά έχετε τήν άνάγκη τοΰ Θεοΰ! (Γεν. γ' 5).
Ή Εΰα έγνώριζε ποιές συνέπειες θά είχε ή παράβαση τής έντολής τοΰ Θεοΰ, ό όποιος είχε προειδοποιήσει: Τήν ήμέρα πού θά φάγετε καρπό άπό τό δένδρο «τού γινώσκειν καλόν καί πονηρόν (...) θανάτω άποθανεϊσθε»  θά γίνετε θνητοί (Γεν. β' 16-17). Έγνώριζε ή πρώτη μητέρα τού γένους μας τήν άπέραντη αγάπη τοΰ Θεοΰ. Χάρη στά θεία δώρα πού τής χάρισε ό Δημιουργός, ήταν ικανή νά άντιληφθεί ότι ό όφις, δηλαδή ό διάβολος, μέ τά όσα τής έλεγε έψεύδετο άσύστολα. Ή Εΰα μπορούσε νά έννοήσει ότι ό διάβολος συκοφαντούσε καί ΰβριζε τόν Θεόν, μέ τό νά έπιμένει ότι ό Θεός τής άληθείας άπέκρυψε άπό τά πλάσματά του τήν άλήθεια, διότι τάχα τά φθονούσε καί δέν ήθελε νά γίνουν καί αύτά «ώς θεοί»! Καί έπεχείρησε μέν ή Εΰα κατ' άρχάς νά πει στόν άπρόσκλητο συνομιλητή της τό άκριβές περιεχόμενο τών λόγων τοΰ Θεοΰ, άλλά στή δεύτερη καί ούσιαστική έπίθεση τοϋ πονηροϋ (βλ. Γεν. γ' 2-5) δέν άντέδρασε. Άπό τή στιγμή πού ή Εΰα δέχθηκε νά συζητήσει μέ τόν Εωσφόρο, έπαθε βαθύτατη έσωτερική αλλοίωση. Ό πονηρός πέτυχε μέ δολιότητα καί πανουργία νά ύποδαυλίσει στήν ψυχή της τόν έγωιστικό πόθο τής ίσοθεΐας χωρίς τόν Θεόν. Έτσι τό βλέμμα της, τό άπλό καί άκακο, μέ τό όποιο έβλεπε έως τότε τόν πάντοτε ώραϊο καρπό τοΰ δένδρου τής γνώσεως τοϋ καλοΰ καί τοϋ κακοΰ, θόλωσε. Καί ένώ μέχρι τότε τό κάλλος τοΰ καρποΰ δέν τής προξενούσε ιδιαίτερη εντύπωση, τώρα περιεργάζεται τόν καρπό μέ τρόπο «εμπαθή» καί πονηρό, καί άνυπομονεϊ νά τόν γευθεϊ. Μέ τόν νοΰ σκοτισμένο άπό τήν έγωιστική επιθυμία, πιστεύει άπόλυτα σέ όσα τής είπε ό ψεύτης, ό πλάνος καί άπατεώνας. «Καί λαβούσα άπό τού καρπού αύτού έφαγε  καί έδωκε καί τώ άνδρί αυτής μετ' αύτής, και εφαγον» (Γεν. γ' 6).

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ - ΝΙΚΟΛΑΟΥ Π.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΣΟΡΜΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ



Η μακαρία ζωή των πρωτοπλάστων

Είσερχόμαστε πλέον στό μυστήριο τοΰ θανάτου μέ όδηγό τή θεία Αποκάλυψη καί χειραγωγούς τούς θεοφώτιστους Πατέρες τής Εκκλησίας μας. Γιατί καί στο μέγα τούτο ζήτημα ό Θεύς δέν μάς άφησε σε πλήρη άγνωσία. Μάς άπεκάλυψε καί περί τοΰ ζητήματος αύτοΰ εκείνο άκριβώς πού είναι συμφέρον νά γνωρίζουμε. καί αύτύ πού δέν μπορούσαμε νά τα βαστάσουμε λογω τής άνθρώπινης άδυναμίας μας, μάς τύ άπέκρυψε καί τό άπεσιώπησε. Σ’ αύτά θά άρκεσθοΰμε καί μεϊς καί σ’ αύτά θά μείνουμε, χωρίς νά μετακινούμε «όρια αιώνια» οΰτε νά προχωρούμε πέρα άπύ «τήν θείαν παράδοσιν».

Οταν ό ίερεύς προπέμπει τον νεκρύ στύν τάφο έκ μέρους τής στρατευόμενης Εκκλησίας, ρίχνει λίγο χώμα έπάνω στή σορό καί λέγει : «γή ει και είς γην άπελεύση» χώμα είσαι, άπό χώμα έχει πλασθεί τό σώμα σου, καί στό χώμα πρέπει νά έπιστρέψει πάλι- τό σώμα σου θά διαλυθεί στήν ύλη έκείνη, άπό τήν όποία έχεις πλασθεϊ. Έάν ό κεκοιμημένος είναι μοναχός, ψάλλεται ό ύμνος: Γή, πού χάσκεις μέ τόν άνοικτό τάφο, δέξαι αύτον ό όποιος έχει πλασθεϊ άπό τό χέρι τοΰ Θεοΰ, καί ό όποιος πάλι έπιστρέφει σέ σένα πού τύν γέννησες. Σύ (ή γη) δέξου τό σώμα ώς κάτι πού σοΰ άνήκει, διύτι τήν ψυχή του τήν παρέλαβε ό Δημιουργός. Οί λόγοι αύτοί, οί οποιοι είναι επανάληψη τών λόγων τοΰ Θεού πρύς τον Άδάμ (βλ. Γεν. γ' 19), μάς ύπενθυμίζουν δτι είμαστε «διφυείς», άπό σώμα καί ψυχή. Κατά δέ τήν ώρα τοΰ θανάτου ή ενότητά μας αύτή διαλύεται στά στοιχεία άπό τά όποια «συνετέθη» μέ τρόπο άνερμήνευτο καί μυστηριώδη.

«Και επλασεν ό Θεός τόν άνθρωπον, χούν άπό τής γης» (Γεν. β' 7), λέγει ό θεόπνευστος συγγραφεύς τής Π. Διαθήκης. Ή ύλική μας φύση,τό σώμα, πλάσθηκε άπό τό χώμα τής γής (βλ. Ίώβ λδ' [34] 15) κατόπιν ειδικής έπεμβάσεως τοΰ Τριαδικού Θεού (βλ. Γεν. α 27). Ή πράξη εκείνη τής θείας Αγάπης, ή όποία είναι άκατάληπτη στήν άνθρώπινη διάνοια, βεβαιώνεται έπανειλημμένα άπό τήν 'Αγία Γραφή. «Κύριος εκτισεν έκ γής άνθρωπον» (Σ. Σειρ. ιζ' [17] 1), οχι μόνο τόν πρωτόπλαστο, άλλά καί κάθε άπόγονό του διά μέσου τών αιώνων. Κάθε άπόγονος τού Αδάμ «διαρρυθμίζεται»(Β' Μακ. ζ' 22), δηλ. τακτοποιείται καί διασκευάζεται κατά τρόπο άνεξερεύνητο, σέ οργανισμό σύνθετο, ή τελειότητα τοΰ όποιου πιστοποιεί δτι είναι θείο τεχνούργημα. Καί τό σώμα είναι μέν ύλικό καί χοϊκό, άλλά ή άξία του είναι μέγιστη, σύμφωνα πρός τή βαρυσήμαντη διακήρυξη τοΰ Θεού: Όποιος χύνει αίμα άνθρώπου, θά τιμωρηθεί μέ τό χύσιμο τοϋ δικού του αίματος άπό άλλον άνθρωπο («ό φονιάς θά πάει σκοτωτός»). Διότι δημιούργησα τόν άνθρωπο «κατ' εικόνα Θεού» καί έπομένως κανείς δέν μπορεί καί κανείς δέν έχει τό δικαίωμα νά καταστρέψει τήν εικόνα αύτή (Γεν. θ' 6). Ώστε έκείνος πού φονεύει άνθρωπο, ιδιοποιείται δικαίωμα τό όποιο έχει μόνον ή θεία Μεγαλειότης.

Ασφαλώς τό άνθρώπινο σώμα δέν είναι μόνο άνυπολόγιστης αξίας ούτε μόνο τό τελειότερο ύλικό δημιούργημα ώς σύνθεση, άρμονία, κάλλος καί στάση. Είναι καί τό πλέον κατάλληλο κατοικητήριο τής ψυχής. Ή Άγία Γραφή τό ονομάζει «οικίαν», «σκηνήν» καί «ίμάτιον» τής ψυχής. Διότι στό ύλικό σώμα ό Θεός «ένεφύσησε πνοήν ζωής, κα εγένετο ό άνθρωπος είς ψυχήν ζώσαν» (Γεν. β' 7) φύσηξε στό πρόσωπο τού Άδάμ ζωτική ένέργεια, ζωοποιό δύναμη, καί έγινε ό άνθρωπος άπό νεκρό πλάσμα ύπαρξη ζωντανή μέ ψυχή λογική, ελεύθερη, άσώματη καί άθάνατη, ή όποία δίνει ζωή, κίνηση καί ένέργεια στό σώμα καί τά μέλη του.
Γράφει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης: Διπλή είναι ή φύση μας. Τό ένα μέρος της, ή ψυχή, είναι λεπτή καί νοερά καί άνάλαφρη καί εύκίνητη  τό άλλο, τό σώμα, είναι παχό, ύλικό καί βαρύ

Αλλά δέν πρόκειται νά έξερευνήσουμε τό άνεξερεύνητο μυστήριο μπμ περιβάλλει τήν ένότητα τού διφυούς άνθρώπου, γιατί αύτό δέν αποτελεί θέμα τού βιβλίου αύτού
Τούτο μόνο σημειώνουμε έδώ: απο τότε ό άνθρωπος, χάρη στό ύλικό σώμα καίτή ζώσα, λογική καί  αθάνατη ψυχή, μετέχει όχι μόνο τού ύλικοΰ άλλά καί τού πνευματικου κόσμου. Ό άνθρωπος, ένα άπό τά μεγάλα καί άνεξιχνίαστα θαύματα τού δημιουργού Θεού, άναστρέφεται στή γή ώς ενιαίο καί απηρτισμένο σύνολο. Καί ένώ ή ψυχή είναι δεμένη μέ τό σώμα καί δημιουργεί διά τού σώματος, δέν είναι σωματική

Νά χαίρωμεν όταν διαλύεται τό σώμα



Έρωτοϋν πολλοί: Πώς εϊναι δυνατόν νά άναστηθή τό σώμα, άφοϋ έχει διαλυθή;
Προτού άπαντήσωμεν είς τό έρώτημά των, πρέπει νά είπωμεν ότι οί άγιοι Πατέρες θεωρούν τήν διάλυσιν τού σώματος ώς μεγάλην εύεργεσίαν τού Θεού καί έπομένως ώς αιτίαν χαράς.
Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης χαρακτηρίζει τήν διάλυσιν τού σώματος ώς «υπερβολήν τής θείας ευεργεσίας». Τονίζει δέ οτι ή διάλυσις αύτή δέν βλάπτει καθόλου τήν «θείαν εικόνα» τού άνθρώπου, διότι μέ τόν θάνατον «λύεται (μέν) τό αισθητόν» (=τό σώμα), άλλά δέν «άφανίζεται»λ. Όταν ό γεωργός, λέγει ό θείος Χρυσόστομος, Ιδη τόν σπόρον νά διαλύεται είς τήν γήν, όπου τόν έσπειρε, χαίρει  ένώ φοβείται καί τρέμει, όταν τόν βλέπη νά μένη άδιάλυτος, διότι γνωρίζει οτι ή διάλυσις είναι άρχή τής μελλούσης καρποφορίας. Κατά παρόμοιον τρόπον χαίρομεν καί έμεϊς, «όταν σπαρή (=ταφή) ό άνθρωπος». Όρθώς ώνόμασεν ό θείος 'Απόστολος τήν ταφήν σποράν (πρβλ. Α' Κορινθ. ιε' 42-44), διότι ή σπορά τού σώματος είναι άνώτερη άπό άλλην σποράν. Επειδή τήν σποράν τού σπόρου διαδέχεται «φθορά καί θάνατος», ένώ τήν ταφήν τού σώματος, έάν ζώμεν κατά Θεόν, διαδέχονται «Αφθαρσία καί Αθανασία καί τά μύρια αγαθά.
’Αλλού ό θείος Χρυσόστομος βλέπει τήν διάλυσιν τού σώματος
ώς έργον τής άγαθής καί πανσόφου Προνοίας τοϋ Θεοϋ καί διά τούτο πρέπει νά χαίρωμεν περισσότερον, όταν αύτός, πού άπέθανε «σήπεται» καί γίνεται σκόνη. Καί συνεχίζει· όταν κανείς πρόκειται νά κτίση σπίτι, που έχει γίνει έτοιμόρροπον, πρώτον βγάζει έξω τούς ένοικους, κατόπιν κατεδαφίζει τό σπίτι καί τό άνοικοδομεϊ λαμπρότε- ρον. Ή έξωσις δεν λυπεί τούς ένοικους, διότι δέν σταματούν είς τήν κατεδάφισιν τού παλαιού σπιτιού, άλλά περιμένουν τήν άνοικοδόμησιν τού νέου, τό όποιον δέν βλέπουν μέν άκόμη, τό φαντάζονται όμως. Κατά παρόμοιον τρόπον ένεργεΤ καί ό πάνσοφος Θεός. Προκειμένου νά καταλύση τήν φθαρτήν οικίαν τοϋ σώματος καί νά τήν άνοικοδομήση λαμπροτέραν, πρώτον μέν βγάζει άπό αύτό τήν ψυχήν τήν διαχωρίζει μέ τον σωματικόν θάνατον. Όταν δέ άναστήση τό σώμα, θά τήν είσαγάγη καί πάλιν είς αύτό μέ περισσοτέραν δόξαν Μή προσέχωμεν λοιπόν είς τήν διάλυσιν τού σώματος, άλλ' άς ένδιαφερώμεθα διά τήν μέλλουσαν λαμπρότητα καί δόξαν .
"Αλλωστε, όπως παρατηρεί ό Ιερός Χρυσόστομος (καί έδώ συμφωνεί μέ τον άγιον Γρηγόριον Νύσσης), μέ τόν θάνατον δέν χάνεται «ή ουσία τοϋ σώματος». Λέγει:
Όπως άκριβώς όταν ίδωμεν άνδριάνχα νά διαλύεται μέσα είς τό χωνευτή ριον, δέν θεωροϋμεν ότι χάνεται τό μέταλλον, άλλ’ ότι τούτο γίνεται διά νά έπιτύχωμεν καλυτέραν κατασκευήν νέου άνδριάντος, έτσι πρέπει νά σκεπτώμεθα προκειμένου καί περί τού διαλυομένου σώματος. Όπως ή διάλυσις είς τό καμίνι δέν είναι έξαφά- νισις, άλλ’ άνακαίνισις τού άνδριάντος, έτσι καί ό θάνατος των σωμάτων μας· δέν είναι «απώλεια», δηλαδή έκμηδένισις, άλλ’ «άνανέωσις», δηλαδή άνακαίνισις, ξεκαινοόργωμα. Όταν λοιπόν βλέπης τήν σήψιν καί διάλυσιν τού σώματος, περίμενε τήν «άναχώνευσιν», τήν άνακατασκευήν. Προχώρησε όμως καί πέραν τού παραδείγματος αύτοΰ· διότι ό άγαλματοποιός, όταν ρίψη είς τό καμίνι χάλκινον άνδριάντα, θά σοΰ κατασκευάση καί πάλιν χάλκινον. Ό Θεός όμως διαλύει είς τήν γην τό πήλινον καί θνητόν σώμα, διά νά σοΰ κατασκευάση ανδριάντα χρυσόν καί άθάνατον. Διότι ή γη, άφοΰ έδέχθη τό φθαρτόν καί θνητόν σώμα, θά σοΰ άποδώση σώμα «άφθαρτον καί άκηρατον» · αφθαρτον, καθαρόν, άσπιλον, αιώνιον.
Ό θειος Χρυσόστομος άπαντά καί είς τήν άπορίαν έκείνων, οι όποιοι λέγουν: Διατί πρέπει νά σαπίση καί νά διαλυθή τό σώμα, διά νά γίνη ή άνανέωσίς του; "Επρεπε νά γίνεται τούτο χωρίς νά φθείρωνται τά σώματα νά μένουν άκέραια καί νά μετασκευάζωνται. Άπαντά λοιπόν:
α) Έάν έγίνετο αύτό, είς τίποτε δέν θά ώφελοΰσε· μάλλον θά έβλαπτε. Διότι έάν δέν έφθείροντο τά σώματα, θά έμενε τό μεγαλύτερον όλων των κακών, ό έγωϊσμός. Έάν σήμερον, πού τά σώματα άποσυντίθενται καί γίνονται τροφή τών σκωλήκων, τόσοι άνθρωποι άνακηρύσσονται ένεκα τοΰ έγωϊσμοΰ των θεοί, τί θά έγίνετο, άν δέν συνέβαινε τούτο; β)Έάν δέν διελύοντο τά σώματα, δέν θά έπίστευαν οί άνθρωποι ότι είναι γήινοι καί χωματένιοι. ’Αφού καί τώρα πολλοί άμφισβητοΰν τούτο, τί θά έλεγαν, έάν δέν έβλεπαν τήν πραγματικότητα αύτήν; γ) Έάν τά σώματα δέν διελύοντο, θά έγίνοντο πολύ άγαπητά καί πολλοί θά έγίνοντο σαρκικώτεροι καί ύλιστικώτεροι. δ) Οί άνθρωποι δέν θά έπεθύμουν μέ πόθον πολύν τήν μέλλουσαν ζωήν, ε) Όσοι ύποστηρίζουν  οτι ό κόσμος είναι άθάνατος, θά είχαν ισχυρότερα έπιχειρήματα καί δέν θά παρεδέχοντο οτι ό Θεός είναι δημιουργός του. στ) Δέν θά έγνώριζαν τήν άξίαν της ψυχής καί δέν θά έξετίμων τήν θέσιν καί τήν προσφοράν της είς τό σώμα, ζ) Πολλοί, άπό έκείνους πού θά έχαναν τούς συγγενείς των, θά έπήγαιναν νά κατοικήσουν είς τά μνήματα καί θά έγίνοντο ώς παράφρονες, άφού θά συνωμιλοΰσαν συνεχώς μέ τούς νεκρούς προσφιλείς των. Έάν τώρα πολλοί ζωγραφίζουν τούς οικείους των καί μένουν έκεΐ νά κυττάζουν τό σανίδι, οπου είναι ή ζωγραφιά, πόσα άτοπα θά έπινοούσαν, έάν είχαν έμπρός των τά άδιάλυτα σώματα; Δέν άποκλείεται νά έκτιζαν διά τά σώματα αύτά καί ναούς, νά έγίνοντο καί είδωλολάτραι καί νά τούς έξεμεταλλεύοντο οί δαίμονες, οπως κάμνουν σήμερα μέ τις νεκρομαντείες. Διά νά άφανίση λοιπόν ό Θεός ολα τά παραπάνω άτοπα, άφανίζει τά σώματα άπό τά μάτια μας. Έάν αύτά δέν έσήποντο, θά έπήρχετο μεγάλη σύγχυσις είς τήν ζωήν μας· κανείς δέν θά έφρόντιζε διά τήν ψυχήν του καί δέν θά έσκέπτετο τήν άθανασίαν καί τήν πέραν τοΰ τάφου ζωήν .
Πώς θά άναστηθή λοιπόν τό σώμα, άφού έχει διαλυθή;

Ή άνάστασις τών νεκρών σωμάτων

Βεβαίως σήμερον οί άπιστοι δέν δέχονται τήν άνάστασιν τών νεκρών. Τό ίδιον συνέβαινε καί κατά τούς πρώτους αίώνας τοΰ Χριστιανισμού μέ τούς έθνικούς φιλοσόφους, όπως άνεφέραμεν. Κατά τόν διωγμόν έπΐ Μάρκου Αύρηλίου οί είδωλολάτραι έκαιαν τά σώματα τών Χριστιανών Μαρτύρων, πού ησαν πεταμένα είς τούς δρόμους, έσκόρπιζαν τήν στάχτην των είς τό ρεύμα τοΰ Ροδανού ποταμού καί έλεγαν χλευαστικώς: Τώρα θά ίδωμεν, έάν θά άναστηθούν καί έάν δύναται δ Θεός νά τούς βοηθήση Οι Χριστιανοί ομως είχαν σταθερόν πίστιν εις την άνάστασιν τών νεκρών, όσον καί άν αυτή φαίνεται άκατανόητος εις τό άνθρώττινον λογικόν. Διότι τόσον ό Κύριος, όσον καί oi άγιοι 'Απόστολοι έδίδαξαν τήν άλήθειαν αύτήν. "Αλλωστε «όλος ό Χριστιανός καί τα μυστήρια τοΰ Χριστιανού πίστις έστί». Πίστις δέ άληθής είναι «ή Απερΐεργος συγκατάθεσις» είς όσα μάς άπεκάλυψεν ό Θεός διά τών θεοπνεύστων Γραφών. Έάν θέλωμεν νά περιεργαζώμεθα τούς λόγους καί τις έντολές τών θείων Γραφών, «άπολλύμεθα καί είς βυθόν Απιστίας ποντιζόμεθα». Έάν δέ έπιτρέψω μεν είς τόν Σατανάν νά σπείρη είς τις ψυχές μας «λογισμούς Απιστίας», δέν θά διστάση νά σπείρη παρομοίους λογισμούς καί περί αύτοϋ τούτου τού Θεού. Διά τούτο «καί τόν περί Αναστάσεως τών σωμάτων λόγον» άς τόν δεχθώμεν μέ πίστιν   .
Θά άναστηθοϋν λοιπόν οι νεκροί. Τούτο διδασκόμεθα άπό τά άκόλουθα:
α) Τήν άνάστασίν των έγγυάται ή τριήμερος έκ νεκρών Άνάστασις τοΰ Κυρίου μας, ό όποίος είναι καί ή «Απαρχή τών κεκοιμημένων» (Α' Κορ. ιε' 20). Ή λαμπροφόρος Άνάστασίς του είναι ό άρραβών τής άναστάσεως καί τών ίδικών μας σωμάτων. Τούτο προετύπωσεν ήδη είς τήν Π. Διαθήκην μέ τό παράδειγμα τοΰ προφήτου Ιωνά, τόν όποιον κατέπιε τό κήτος καί τόν έξήμεσε πάλιν ζωντανόν καί άκέραιον μετά τρεις ήμέρες. Επίσης ό Κύριος είχε βεβαιώσει τούς ’Ιουδαίους διά τήν Άνάστασίν του. Τούς είπε: «Λύσατε τόν ναόν τούτον, καί έν τρισίν ήμέραις έγερώ αυτόν»· ναόν δέ έλεγεν όχι τόν ναόν τοΰ Σολομώντος, άλλά τόν πανάγιον ναόν τοΰ πανακηράτου σώματός του. Περί τούτου έπείσθησαν πλήρως οί Μαθηταί, όταν πλέον άνεστήθη έκ νεκρών (Ίωάν. β' 19-22).
Ή άλήθεια αύτή άπετέλει τήν κεντρικήν διδασκαλίαν τοΰ άποστολικοϋ κηρύγματος. Είναι δέ καί ή πηγή τής άνεκφράστου χαράς, τήν όποίαν δοκιμάζει ή χριστιανική ψυχή, όταν ένθυμήται τό μέγα θαΰμα τής τριημέρου Άναστάσεως τοΰ Σωτήρος. Δι αύτό καί ψάλλει: «Σώτερ μου», «Αναστάς έκ τοΰ τάφου(.„) συνανέστησας παγγενή τόν Άδάμ» . Καρπός τής ζωηφόρου Άναστάσεώς σου. Κύριέ μου, είναι ή καθολική άνάστασις τοϋ γένους των άνθρώπων. Αυτή μας άνοιξε τις πύλες τοϋ Παραδείσου, πού έκλείσθησαν μέ τήν παράβασιν τών πρωτοπλάστων.

«Προσδοκώ άνάστασιν νεκρών»



Μετά θάνατον, μετά τόν χωρισμόν τού σώματος άπό τήν ψυχήν, ή ψυχή συνεχίζει νά ζή άναμένουσα τήν γενικήν έξανάστασιν τών νεκρών. "Επομένως, οταν όμιλοΰμεν περί άναστάσεως νεκρών, έννοούμεν άνάστασιν τών νεκρών σωμάτων. Αύτά είναι έκεϊνα, τά όποΤα θά άναστηθοϋν, διά νά ένωθοϋν καί πάλιν μέ τήν σύντροφόν των, τήν άθάνατον ψυχήν.
Όπως παρατηρεί ό Ιερομάρτυς Μεθόδιος ό Όλύμπου (t 311), ή λέξις «άνάστασις» λέγεται δι έκεΐνο, τό όποιον έχει πέσει κάτω αύτά άνίσταται· οπως οταν λέγη ό Προφήτης, «καί άναστήσω τήν σκηνήν Λαυίδ τήν πεπτωκυϊαν» ("Αμώς θ' 11). Έπεσε τό σώμα, «ή ποθητή σκηνή τής ψυχής», άφού έγονάτισε καί έλύγισεν «εις γήν χώματος» (Δαν. ιβ' 2). Πίπτει λοιπόν αύτά πού άποθνήσκεε άποθνήσκει δέ ή σάρκα, διότι ή ψυχή είναι άθάνατος1. Ό Ιερός Χρυσόστομος, έρμη νεύων τόν λόγον τού θείου Παύλου «δεϊτό φθαρτόν τοΰτο ένδύσασθαι Αφθαρσίαν» (Α' Κορινθ. ιε' 53), παρατηρεί: Ό θείος Απόστολος δεν έννοεί έδώ τήν ψυχήν, διότι αύτή δέν φθείρεται- ή λέξις «άνάστασις» λέγεται δι' αυτό πού έχει πέσει «έπεσε δέ το σώμα»    καί έπομένως αύτό είναι εκείνο, πού θα άναστηθή.
Ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, ό όποίος συγκεφαλαιώνει κατά τρόπον άκριβή τήν μέχρι τότε διδασκαλίαν τών θεοκινήτων Πατέρων, γράφει:
«Πιστεύομεν δέ καί εις άνάστασιν νεκρών· έσται γάρ όντως, έσται νεκρών άνάστασις». Όταν δέ λέγωμεν άνάστασιν έννοΰμεν τήν άνάστασιν τών σωμάτων. Επειδή άνάστασις είναι ή δεοτέρα άνόρθωσις αύτοΰ πού έχα πέσει διότι πώς θά άναστηθοΰν οί ψυχές, πού είναι άθάνατες; ’Εάν πράγματι όρίζουν τόν θάνατον ώς χωρισμόν της ψυχής άπό τό σώμα, τότε άνάστασις είναι όπωσδήποτε ένωσις πάλιν τής ψυχής καί τοΰ σώματος καί δευτέρα άνόρθωσις τής ζωντανής ύπάρξεως, πού διελύθη εις τά στοιχεία της καί έπεσε. Λοιπόν τό ίδιον σώμα, τό όποιον καταστρέφεται καί διαλύεται, τό Ιδιον θά άναστηθή καί πάλιν αφθαρτον .
Τήν άλήθειαν αύτήν μάς άπεκάλυψεν ό Θεός, όπως άνεφέραμεν, ήδη άπό τούς χρόνους τής Π. Διαθήκης. Ό προφήτης Ιεζεκιήλ είς τό 37ον κεφάλαιον τών Προφητειών του καλεϊ, έν όνόματι του Κυρίου, τά «ξηρά οστά» νό συναρμολογηθοΰν, νά λάβουν σάρκες, νά ένδυθοϋν σώμα, νά άνακτήσουν πάλιν τήν ζωτικότητά των καί άφοΰ λάβουν πνεύμα, να ζήσουν καί νά σταθούν είς τά πόδια των. Ή ζωηρά αύτή περιγραφή δηλοΐ τήν άνάστασιν τών σωμάτων, ή όποια πρόκειται να έπακολουθήση κατά τήν μεγάλην ήμέραν τής γενικής έξα ναστάσεως. Παρόμοια προφητεύει καί ό Εύαγγελιστής τής Π. Διαθήκης, ό προφήτης Ήσάίας, όταν λέγη θριαμβευτικώς  «άναστήσονται οί νεκροί, καί έγερθήσονται οί έν τοΐς μνημείοις» (Ήσ. κστ' 19). Ό δέ προφήτης Δανιήλ βεβαιώνει ότι θά έγερθοΰν οσοι κοιμούνται είς τό χώμα τής γής, άλλοι μέν «είς ζωήν αιώνιον» καί άλλοι «είς όνειδισμόν καί είς αισχύνην αιώνιον» (Δαν. ιβ' 2-3).
Εκεί όμως πού ή πίστις τών άνθρώπων τής Π. Διαθήκης είς τήν έκ νεκρών άνάστασιν κυριολεκτικώς λάμπει καί καταπλήττει τούς έχθρούς τοΰ λαού τού Θεού, είναι τό Β' βιβλίον τών Μακκαβαίων. Ό τρίτος υιός τής άγιας Σολομονής προβάλλει τήν γλώσσαν καί προτείνει τά χέρια του είς τόν δήμιον νά τά κόψη, καί λέγει είς τόν είδωλολάτρην βασιλέα μέ γενναϊον φρόνημα: Άπό τόν Θεόν τοϋ ούρανοϋ τά έλαβα· διά τόν άγιον νόμον του τώρα τά περιφρονώ, έλπίζω δέ άπό Αυτόν νά τά παραλάβω καί πάλιν κατά τήν άνάστασιν τών νεκρών (Β' Μακ. ζ' 10-11). ‘Από τό ίδιον βιβλίον μανθάνομεν ότι ό πρεσβύτερος Ραζίς, ό «φιλοπολίτης» καί «πατήρ τών ’Ιουδαίων», μετά τήν κατακρήμνισίν του άπό τό τείχος, αίμόφυρτος, μέ τά σπλάγχνα έξω άπό τήν κοιλιάν, έτρεξε καί έστάθη εις ένα βράχον. Άπό έκεϊ προέβαλε καί έδείκνυε τά σπλάγχνα του είς τόν όχλον καί τούς διώκτες του. Κατόπιν παρεκάλεσε τόν Κύριον, «τόν δεσπόζοντα τής ζωής και τοϋ πνεύματος», νά τοϋ άποδώση καί πάλιν αύτά κατά τήν άνάστασιν τών σωμάτων (Β' Μακ. ιδ' 37-46).
Τοιουτοτρόπως, όταν πλέον ό Θεάνθρωπος έκήρυσσε τό Εύαγγέλιον τής σωτηρίας, ή πίστις είς τήν άνάστασιν τών νεκρών ήταν κοινή πεποίθησις τών Ιουδαίων, ώστε ή Μάρθα εϊπεν είς τόν νεκρεγέρτην Κύριον διά τόν άδελφόν της Λάζαρον: Γνωρίζω ότι θά άναστηθή κατά τήν άνάστασιν, πού θά γίνη τήν τελευταίαν καί έσχάτην ήμέραν τοϋ παρόντος αίώνος, μετά άπό τόν όποϊον θά άρχίση ή ένδοξος καί αίωνία ζωή (Ίωάν. ια' 24). Έξαίρεσιν άπετέλεσαν μόνον οι Σαδδουκαΐοι καί βεβαίως oi έθνικοί . Διά τοϋτο, όταν οι Απόστολοι έκήρυτταν άνάστασιν νεκρών, άντιμετώπιζαν τήν άντίδρασιν τών άνθρώπων έκείνων, ό δέ Παύλος έδέχθη τήν ειρωνείαν τών Αθηναίων φιλοσόφων, οι όποιοι τόν ώνόμασαν «σπερμολόγον», άλλά καί τήν γνωστήν μεταχείρισιντών ήγεμόνων Φήλικος καί Άγρίππα (Πράξ. δ' 2" ιζ' 18-32· κδ' 21 · κστ' 8).
Ό Κύριος ύπήρξε πάντοτε σαφής είς τό θειον κήρυγμά του καί δέν άφήκε καμμίαν άμφιβολίαν περί τής άναστάσεως τών νεκρών. Ειπεν είς τούς καταπλήκτους Ιουδαίους: Έρχεται ώρα, κατά τήν όποιαν όλοι, όσοι άπέθαναν καί θά εύρίσκωνται έως τότε είς τά μνήματα, θά άκούσουν τήν φωνήν τοϋ ΥΙοϋ τοϋ Θεοϋ, ό όποίος θά τούς διατάσση νά άναστηθοϋν· καί τότε θά βγουν όλοι άττό τά μνήματα. Καί όσοι μέν έζησαν είς τήν γην σύμφωνα μέ τό Αγιον θέλημα τού Θεού, θά άναστηθοϋν διά νά Απολαύσουν ζωήν αιώνιον καϊ μακαρίαν όσοι δέ έζησαν μέσα είς τη άμαρτίαν, θά άναστηθοϋν διά νά δικασθοΰν καί κατακριθοϋν (Ίωάν. ε' 28-29).
Ότι τό σώμα είναι έκείνο, τό όποιον θά άναστηθή «έν τη έσχάτη ήμερα», πιστοποιείται καί άπό τοΰτο: Παντού, όπου ό Κύριος όμιλεΐ δι άνάστασιν νεκρών, έννοεί τήν άνάστασιν τών σωμάτων. "Αλλωστε καί τοΰ ίδιου τοΰ Κυρίου ή ένδοξος Άνάστασις ήταν άνάστασις τοΰ παναγίου Σώματός του.
Τήν μεγάλην καί σπουδαίαν άλήθειαν τής γενικής άναστάσεως τών νεκρών παρέλαβαν οΐ θεόπνευστοι Απόστολοι, οί όποϊοι τήν έδίδαξαν είς τά πέρατα τής οικουμένης. Ό θείος Παύλος βεβαιώνει ότι γινόμεθα ένα μέ τόν Χριστόν είς τό βάπτισμα, τό όποιον είναι όμοίωμα τοϋ θανάτου του· τοΰτο δέ έχει ώς φυσικήν συνέπειαν ότι θά γίνωμεν ένα καί είς τήν άνάστασιν του (Ρωμ. στ' 5), ή όποια εί¬ναι πρόδρομος καί τής Ιδικής μας άναστάσεως. Άναμένομεν, έγραφε, τήν τελειωτικήν καί ένδοξον φανέρωσιν τής υίοθεσίας, δηλαδή τήν άπελευθέρωσιν τοϋ σώματός μας άπό τήν φθοράν (Ρωμ. η' 23). Τούς Κορινθίους έπληροφοροΰσεν ότι, όταν ήχήση ή ύπερφυσική σάλπιγξ τοΰ άγγέλου, οί νεκροί θά άναστηθοϋν άφθαρτοι (Α' Κορ. ιε' 52· έπίσης Α' Θεσσαλ. δ' 16-17). Γνωρίζομεν δέ, συνεπλήρωνεν, ότι έάν ή έπίγειος κατοικία τής ψυχής μας, δηλαδή τό σώμα μας, διαλυθή μέ τόν θάνατον, έχομεν ώς άλλην οίκοδομήν, ή όποία μάς έτοιμάζεται άπό τόν Θεόν, τό νέον Αθάνατον σώμα (Β' Κορ. ε'1). Διότι ό Κύριος καί Σωτήρ μας θά δώση κατά τήν γενικήν έξανάστασιν νέαν ένδοξον μορφήν είς τό σώμα τής μικρότητος καί ταπεινότητός μας, τό όποϊον τώρα είναι φθαρτόν καί ύπόκειται είς πόνους καί Ασθένειες (Φιλιπ. γ' 20-21).
Ή άγία μας Εκκλησία, άκολουθοΰσα τούς θεοκινήτους Αποστόλους, ϋπεγράμμισεν Ανέκαθεν τήν άλήθειαν αύτήν τόσον, ώστε ήδη ό φιλόσοφος καί μάρτυς Ιουστίνος (Β' αιών) συνιστφ καί προτρέπει όσοι άρνοΰνται τήν άνάστασιν τών νεκρών νά μή θεωρούνται κάν Χριστιανοί, όπως άκριβώς καί οί Σαδδουκαϊοι, οί όποιοι άρνοΰνται τήν άνάστασιν, δέν όνομάζονται Ιουδαίοι . Τελικώς ή μητέρα Έκκλησία κατέγραψε την διδασκαλίαν αυτήν είς τό Ιερόν Σύμβολον τής πίστεώς μας μέ τις τρεις σαφείς καί κατηγορηματικές λέξεις: «Προσδοκώ άνάστασιν νεκρών».
Άττό τότε ο! θείοι Πατέρες, οι όποιοι έρμήνευσαν μέ τον θεολόγον νουν των τήν άγιοπνευματικήν διδασκαλίαν τής θεοπνεύστου Γραφής, δεν έπαυσαν νά ύπενθυμίζουν είς τούς πιστούς τό χαρμόσυνον τούτο γεγονός. Τότε, λέγει ό μέγας Πατήρ τής Καισαρείας, τό σώμα, τό όποιον διελύθη μέσα είς τούς τάφους, θά άναστηθή, ή δέ ψυχή, ή όποια λόγω τού βιολογικού θανάτου έχωρίσθη καί άπεκλείσθη τού σώματος, θά κατοικήση καί πάλιν είς αυτό . Ό Θεολόγος Γρηγόριος διδάσκει: Μετά θάνατον καί τήν Μέσην Κατάστασιν, ή ψυχή, άφοΰ άνακτήση τό άδελφικόν σώμα, μέ τό όποιον συνέζησε, συνεπολέμησε καί συνεφιλοσόφησεν, άπό τήν γήν, ή όποια καί τής τό έδωσε καί είς τήν όποιαν τό είχεν έμπιστευθή — καί τούτο θά γίνη μέ τρόπον, τόν όποιον γνωρίζει ό Θεός, πού συνέδεσε σώμα καί ψυχήν καί κατόπιν τό έχώρισε μέ τόν θάνατον — θά συγκληρονομήση μέ τό σώμα τήν έκεΐ ούράνιον δόξαν .
Τήν άλήθειαν αύτήν έπαναλαμβάνομεν είς τήν 'Ορθόδοξον 'Εκκλησίαν όταν ψάλλομεν τόν όγδοον 'Αναβαθμόν τού πλ. Δ' ήχου: «’Επί τήν μητέρα αύτοΰ γήν δύνων, πας αύθις αναλύσει, τού λαβεϊν βασάνους, ή γέρα των βεβιωμένων». Ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης είς τήν έρμηνείαν τού Αναβαθμού αύτοΰ γράφει μεταξύ άλλων:
«Πρέπει νά ήξεόρωμεν, οτι οί παλαιοί Τρισαγάθην τήν γήν ώνόμαζον· έπειδή έκ τής γής, ώς έκ μητρός έπλάσθημεν, έκ τής γής, ώς έκ τροφού άνετράφημεν καί είς τήν γήν πάλιν, ώς είς τάφον, άναλυόμεθα. Καί όταν μεν γεννώμεθα, είναι ωσάν νά άνατέλλωμεν· οταν δέ ένταφιαζώμεθα είναι ωσάν νά βασιλεύωμεν κατά τό παράδειγμα τοΰ ήλιου (...). Λέγει λοιπόν ό Μελφδός, οτι κάθε άνθρωπος, άφ’ ούδιά τοΰ θανάτου καί ένταφιασμοΰ δύση, ήγουν (δηλαδή) κρυφθή μέσα είς τήν μητέρα του τήν γήν, έχει πάλιν άπό έκεΐ νά άναλύση έν τώ καιρώ τής κοινής άναστάσεως τι δέ θέλει νά είπή τό άναλύσει; άκουσον. Άλλο είναι λύσις καί άλλο άνάλυσις. Παραδείγματος χάριν  ό τοίχος είναι συντεθειμένος άπό πέτρας καί λάσπην καί ξύλα όταν αυτός λυθή είς τάς πέτρας καί λάσπην καί ξύλα, άπό τά όποια συνετέθη, τότε λύσις τοΰ τοίχου λέγεται  οταν δέ πάλιν ό αυτός τοίχος συντεθή άπό τάς αΰτάς πέτρας καί λάσπην καί ξύλα, τότε λέγεται άνάλυσις·
ότι (διότι) ήλθε πάλιν ό διαλυθείς τοίχος εις την προτέραν του κατάστασιν· (διότι) <άναλύω> κυρίως θέλει νά είπή οτι επαναγυρίζω, έρχομαι δευτέραν φοράν (διότι) ή πρόθεσις άνά σημαίνει αυτό πού γίνεται πάλιν. 'Όταν λοιπόν ήμεΐς, πού έχομεν συντεθεί άπό «τά τέσσαρα στοιχεία: γην, ύδωρ, πυρ καί άέρα, διαλυθώμεν ύπό του θανάτου καί του ενταφιασμού» εις τά στοιχεία άπό τά όποια έχομεν συντεθή, «τότε λεγόμεθα ότι έλύθημεν όταν δε εν τή συντέλεια λάβωμεν τό σώμα τούτο, ούχί ομως καί τοιούτο, τότε λεγόμεθα οτι άνελύσαμεν ήλθομεν (δηλαδή) πάλιν εις την ζωήν» (...)· Διότι «ό καθένας έχει νά έλθη εις την ζωήν, κατά δύναμιν Θεού άρρητον»· δηλαδή νά λάβη τό σώμα καί νά άναστηθή. Καί έάν μέν είναι αμαρτωλός, «διά νά λάβη βάσανα αιώνια των πονηρών έργων όποΰ έπραξεν» είς τήν ζωήν αύτήν, έάν δέ είναι δίκαιος, διά νά λάβη άμοιβάς, βραβεία καί στεφάνους «των καλών έργων», πού έπραξεν είς τήν ζωήν αύτήν .


Τήν άνάστασιν των σωμάτων άπαιτεί ή δικαιοσύνη τοϋ Θεού

Τό νεκρόν σώμα πρέπει νά άναστηθή καί διότι ό άνθρωπος άποτελεϊ ψυχοσωματικήν ένότητα, ή όποια μέ τον θάνατον χωρίζεται π ρ ο σ ω ρ ι ν ώ ς. «Ό άνθρωπος ούκ έστι ψυχή μόνον, άλλά ψυχή καί σώμα». Έάν λοιπόν «ψυχή μόνον άνίσταται, έξ ήμισείας» ό άνθρωπος «άνίσταται, άλλ’ ούχ ολόκληρος»''. 'Επομένως ό άνθρωπος πρέπει νά ζήση καί πέραν τοϋ τάφου ώς ψυχοσωματική ένότης, διά νά άπολαύση τά άγαθά τοϋ Παραδείσου ή νά δεχθή τις τιμωρίες τής κολάσεως, ό δλος άνθρωπος, δηλαδή ή ψυχή καί τό σώμα.
Ότι ή άνάστασις τών σωμάτων θά γίνη, διότι τό άπαιτεϊ ή δικαιοσύνη τοϋ Θεοϋ, μάς τό άπεκάλυψε τό "Αγιον Πνεύμα διά τοϋ άποστόλου Παύλου: Όλοι έμεϊς, γράφει, πρέπει νά παρουσιασθώμεν έμπρός είς τό φοβερόν δικαστικόν βήμα τοϋ Χριστοϋ, διά νά άπολαύση ό καθένας μας έκεϊνα, πού έκαμε μέ τό σώμα, άναλόγως τών δσων έπραξεν, είτε άγαθές είναι οί πράξεις του είτε πονηρές (Β' Κορ. ε' 10). Είς τόν άποστολικόν αύτόν λόγον οί θείοι Πατέρες καί Εκκλησιαστικοί συγγραφείς έμβαθύνουν καί θεολογούν έπιτυχέστατα.
Ό άγιος ’Ιουστίνος, ό όποίος έλεγεν οτι όσοι πιστεύουν οτι δέν θα γίνη άνάστασις νεκρών δέν είναι Χριστιανοί , έπιμένει πολύ εις τό ότι θά άναστηθή τό σώμα, διότι ό άνθρωπος άποτελεί ένιαίαν ψυχοσωματικήν όντότητα, Γράφει:
Διότι τί είναι ό άνθρωπος, έάν δέν είναι λογικόν ζώον, πού άποτελεΐται άπό σώμα καί ψυχήν; Μήπως είναι άνθρωπος ή ψυχή καθ’ έαυτήν; Όχι· δέν είναι· είναι μόνον ή ψυχή του άνθρώπου. Μήπως λοιπόν ήτο δυνατόν νά όνομασθή καθ’ αυτό άνθρωπος τό σώμα; Όχι· δέν είναι· όνομάζεται μόνον σώμα τού άνθρώπου. Έάν λοιπόν τό καθ’ ένα χωριστά (ή ψυχή καί τό σώμα) δέν είναι άνθρωπος, άνθρωπος δέ όνομάζεται αύτό πού άποτελεΐται καί άπό τά δύο, τότε ό Θεός, ό όποίος έχει καλέσει εις ζωήν καί άνάστασιν τόν άνθρωπον, δέν έκάλεσε «τό μέρος» (μόνον τήν ψυχήν ή μόνον τό σώμα), άλλά έκάλεσε «τό δλον», τό όποιον είναι ή ψυχή καί τό σώμα .
Ό θείος Κύριλλος Ιεροσολύμων διδάσκει οτι πρέπει νά άναστηθή τό σώμα, διότι όλα τά έπράξαμεν μέ αύτό. «Βλασφημοϋμεν διά στόματος, προσευχόμεθα διά στόματος πορνεόομεν διά σώματος, άγνεόομεν διά σώματος· άρπάζομεν διά χειρός, έλεημοσύνας δίδομεν διά χειρός» κ.ο.κ. 'Επειδή λοιπόν είς ολα μάς ύπηρέτησε τό σώμα, διά τούτο καί είς τήν μέλλουσαν ζωήν θά συναπολαύση «των γενομένων» . Ό άγιος 'Ισίδωρος ό Πηλουσιώτης παρατηρεί: Έάν μέν ή ψυχή μόνη ήγωνίσθη καί έπέτυχε τήν άρετήν, τότε άς στεφανωθή μόνη της· έάν ομως είχε μερίδιον είς τούς άθλους τής άρετής καί τό σώμα, τότε «μετ’ αύτοο στεφανούσθω». Διότι τούτο είναι δίκαιον καί εύλογον καί φυσικόν καί πολύ πρέπον . 'Αλλά καί ό Θεολόγος Γρηγόριος, όμιλών περί τής άναστάσεως τού σώματος καί τής ένώσεώς του μέ τήν ψυχήν, μέ τήν όποιαν συνέζησε καί «συνεφιλοσόφησεν» έπί τής γής, προσθέτει κατ’ αύτόν τόν τρόπον τό σώμα «συγκληρονομεί» μαζί μέ τήν ψυχήν «τής έκείθεν δόξης». Διότι όπως άκριβώς έμοιράσθη μαζί του τις ταλαιπωρίες καί τούς κόπους, ένεκα τής ένώσεως μαζί του είς τήν γην, κατά παρόμοιον τρόπον καί τώρα μεταδίδει είς τό σώμα καί οσα τήν εύχαριστοΰν, τά όποια άπολαμβάνει είς τήν ζωήν τής αίωνιότητος. Καί ό άγιος άφήνει τόν πλούσιον συναισθηματικόν του κόσμον νά έκδηλωθή μέ τά συγκινητικά έρωτήματα: Διατί λοιπόν «μικροψυχώ περί τάς έλπίδας;» Διατί συμπεριφέρομαι καί σκέπτομαι, ώς έάν ή ζωή μου είναι πρόσκαιρος; Περιμένω τήν φωνήν τού άρχαγγέλου, τήν έσχάτην σάλπιγγα, τόν μετασχηματισμόν τού ούρανοΰ, (...) τήν άνανέωσιν δλου τοΰ κόσμου. Καί τότε θά άντικρύσω τόν άγαπημένον μου άδελφόν Καισάριον χωρίς νά άποθνήσκη πιά, χωρίς νά τόν πηγαίνωμεν εις τόν τάφον, χωρίς νά τόν πενθοΰμεν, χωρίς νά τόν λυπούμεθα. Τότε θά τόν ΐδω ((λαμπρόν, ένδοξον, υψηλόν». Τέτοιος, ώ φίλτατε εις έμέ άπό τούς άδελφούς μου, όπως μοΰ έπαρουσιάσθης πολλές φορές εις τό όνειρόν μου .
Ό Ιερός Χρυσόστομος διδάσκει:
Πρέπει τό φθαρτόν σώμα, τό όποιον έγεύθη τόν πόνον καί τόν θάνατον, νά δεχθη μέ τήν άνάστασιν καί τήν χαράν τών στεφάνων. Διότι, έάν δέν έπρεπε νά γίνη τούτο, τότε δέν έπρεπε ό Θεός νά δώση εις τόν άνθρωπον σάρκα, ούτε καί ό Υιός τοΰ Θεού θά έλάμβανε σάρκα . Εις άλλην όμιλίαν του, έμβαθύνων εις τόν λόγον τοΰ θείου Παύλου, πού άνεφέραμεν άνωτέρω, έν συνδυασμό) μέ τόν άλλον, «έάν είς τήν ζωήν αυτήν έχω μεν στηρίξει τις έλπίδες μας μόνον εις τόν Χριστόν, τότε εϊμεθα οί περισσότερον άθλιοι και άξιολύπητοι» (Α' Κορ. ιε' 19), παρατηρεί: Ή άθάνατος ψυχή άναμένει τήν άνάστασιν τοΰ σώματος, διότι χωρίς αύτό δέν πρόκειται νά λάβη τά «Απόρρητα αγαθά» τής βασιλείας, οπως έπίσης καί δέν πρόκειται νά τιμωρηθή χωρίς τό σώμα. Έάν δέν άνίσταται τό σώμα, τότε ή ψυχή μένει «άστεφάνωτος, έξω τής μακαριότητος έκείνης τής έν οΰρανοϊς». Έάν δέ συμβή τοΰτο, τότε καμμίαν άπολαβήν δέν θά έχωμεν έκεΐ. Καί έφ’ οσον ούδεμίαν άμοιβήν θά έχωμεν, άρα οί άμοιβές δίδονται είς τήν παροΰσαν ζωήν. Άλλ’ έν τοιαύτη περιπτώσει τί περισσότερον άθλιον καί άξιολύπητον άπό ήμάς;  Καί διά νά μή μείνη καμμία άμφιβολία είς τούς πιστούς, οτι τήν άνάστασιν τών σωμάτων, άπαιτεΐ ή δικαιοσύνη τοΰ Θεοΰ, λέγει: Δέν σάς διδάσκομεν ίδικές μας διδασκαλίες, άλλά διδασκαλίαν τοΰ Αγίου Πνεύματος. Λοιπόν τί λέγεις; Δέν συμμετέχει είςτά ούράνια βραβεία τό σώμα; Άλλ’είς μέν τόν κόπον καί τόν πόνον τής έπιγείου ζωής συμμετείχε, καί τώρα, πού είναι καιρός μισθού καί άνταποδόσεως δέν θά έχη μέρός; Καί οταν μέν έπρεπε νά άγωνίζεται, αύτό έδέχθη τό μεγαλύτερον
βάρος τού κόπου καί των Ιδρώτων, τώρα δέ, πού είναι καιρός στεφάνου καί άνταμοιβών, «μόνη ή ψυχή στεφανοϋται;»  Τήν σπουδαίαν αύτήν διδασκαλίαν τής ’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας μας συνοψίζει πολύ ώραϊα ό άγιος 'Ιωάννης ό Δαμασκηνός. Γράφει: Έάν ή ψυχή ήγωνίσθη μόνη της εις τούς άγώνες τής άρετής, μόνη καί θά στεφανωθή. Καί έάν μόνη έκυλίσθη είς τήν άμαρτίαν, δικαίως θά τιμωρηθή μόνη. Έφ’ όσον ομως σώμα καί ψυχή άπετέλουν ένωμένα τόν δλον άνθρωπον, καί έπειδή ή ψυχή «μήτε τήν άρετήν, μήτε τήν κακίαν» είργάσθη χωριστά άπό τό σώμα, δικαίως θά άπολαύσουν καί τά δύο μαζί τις άμοιβές

Υπάρχει καθαρτήριον πύρ;


Έάν όσοι άνεφέραμεν προηγουμένως πιστεύουν είς τήν μετενσάρκωσιν, οι Παπικοί, έπηρεασμένοι, χωρίς νά τό έννοοϋν, άπό παρόμοιες Ιδέες, κηρύττουν τό Πουργατόριον ή Καθαρτήριον πϋρ. Διδάσκουν δηλαδή οτι οι ψυχές, οι όποιες δέν έχουν έξαγνισθή, άλλα βαρύνονται μέ συγγνωστά άμαρτήματα, καθώς έπίσης καί άπό άμαρτίες, οι όποιες έχουν μέν συγχωρηθή μέ τήν μετάνοιαν, διά τις όποιες ομως δέν έπρόλαβαν νά ύποστοϋν, όσον χρόνον έζοΰσαν, τά έπιτίμια πού τούς έπεβλήθησαν, μεταβαίνουν μετά θάνατον είς κάποιον τόπον, όπου ύπάρχει τό Καθαρτήριον πϋρ. Έκεΐ περνούν άπό μίαν κατάστασιν ήθικής καθάρσεως, ή όποια έπιτυγχάνεται διά προσωρινών ποινών.
'Αλλά τό Ρωμαιοκαθολικόν τούτο δόγμα δέν έχει εύαγγελικήν θεμελίωσιν. Είναι δάνειον άπό διδασκαλίες τών άθέων Χαλδαίων, οΙ όποιοι έπίστευαν είς πΰρ καθαρτήριον, τό όποιον άναχωνεύει δήθεν ώς χρυσόν τις ψυχές έκείνων, οΐ όποιοι άπέθαναν. Είναι έπίσης δάνειον άπό τόν Ώριγένην, τήν σχετικήν διδασκαλίαν τού όποιου κατεδίκασεν ή άγια Ε' Οικουμενική Σύνοδος. Είναι έπΐ πλέον δάνειον άπό τόν μονοφυσίτην καί Πλατωνικόν Φιλόπονον (πρώτον ήμισυ τού ΣΤ' αίώνος), τόν όποιον ό Μέγας Φώτιος όνομάζει «ματαιόπονον» διά τις αίρετικές του διδασκαλίες.
Επειδή λοιπόν ή δοξασία αύτή τών Λατίνων είναι άστήρικτος Άγιογραφικώς, διά τούτο καί ή άγια ’Ορθόδοξος Εκκλησία μας ούδέποτε τήν έδέχθη . "Αλλωστε τό Παπικόν τούτο δόγμα είναι άπαράδεκτον καί διά τούς έξης λόγους:
α) Μέ τό Καθαρτήριον πϋρ τιμωρείται μόνον ή ψυχή· τό σώμα, τό όποιον έχρησιμοποιήθη ώς δργανόν της διά τήν διάπραξιν τής άμαρτίας, μένει άτιμώρητον, άφοΰ μετά θάνατον άποθνήσκει καί διαλύεται καί άρα δέν αίσθάνεται τίποτε. Ή τιμωρία ομως μόνον τής ψυχής άποδεικνύει άδικον τόν Θεόν.
β) Πολλοί, μέ τήν έλπίδα οτι θά διέλθουν άπό τό Καθαρτήριον πϋρ, άμαρτάνουν άφόβως· γίνονται θρασύτεροι είς τό κακόν, έφ' οσον είτε ούτως είτε άλλως, άφοΰ περάσουν άπό τό προσωρινόν αύ τό στάδιον, θά καθαρισθοΰν άπό τις άμαρτίες των.
γ)  Η αίρετική αυτή διδασκαλία άνατρέπει τήν μεγάλην άλήθειαν ή όποια λέγει: Ή ψυχή μετά θάνατον δέν δύναται νά μετατεθή άπό τήν μίαν κατάστασιν είς τήν άλλην καί μάλιστα χωρίς νά έχη ποθήσει καί χωρίς νά έχη άγωνισθή διά τήν ζωήν τής άγιότητος καί τής άρετής. Ούδείς στεφανοϋται χωρίς άγώνα. Πώς λοιπόν θά προσφερθοϋν βραβεία είς έκεΐνον, ό όποίος χλευάζει καί περιφρονεί «τόν καλόν άγώνα τής πίστεως»;
δ) 7ο Πουργατόριον είναι άσεβές δόγμα, έπειδή άναιρεΐ τό Μυστήριον τής Μετάνοιας καί τό άποδεικνύει άδύναμον. Διότι έφ' όσον ό άνθρωπος έξωμολογήθη είς τόν πνευματικόν καί μετενόησεν ειλικρινούς καί πραγματικώς, τοϋ έχουν συγχωρηθή τά άμαρτήματα, έστω καί άν έν τώ μεταξύ άπέθανε καί δέν έπρόφθασε νά έκτελέση τά έπιτίμια, πού τυχόν τού έπεβλήθησαν. Διότι τά έπιτίμια αύτά δέν είναι, όπως αύθαιρέτως έπιμένουν οί Παπικοί, «ποινές», οί όποίες Ικανοποιούν τήν θείαν Δικαιοσύνην διότι τί δύναται ό άμαρτωλός άνθρωπος νά προσφέρη πρός Ικανοποίησιν τής άπειρου δικαιοσύνης τοϋ Θεού; Τά έπιτίμια, πού έπιβάλλονται είς τόν έξομολογούμενον, είναι μέτρα παιδαγωγικά καί φάρμακα ιατρικά, τά όποΤα έπιβάλλει ό Ιερεύς ώς φιλόστοργος πατήρ καί πεπειραμένος πνευματικός Ιατρός, διά νά βοηθηθή αύτός πού μετανοεί είς τό νά καρποφορήση έργα άξια τής μετάνοιας. Έξ άλλου αύτά άλλοτε μέν έλαττώνονται, άλλοτε δέ αύξάνονται ή καί αίρονται έξ όλοκλήρου έκ μέρους τοϋ πνευματικού άναλόγως τής συντριβής, τής ειλικρίνειας καί τής σπουδής, τήν όποιαν δεικνύει αύτός, ό όποίος μετανοεί. Έφ' όσον λοιπόν ό άμαρτωλός έξομολογείται είλικρινώς, μετανοεί μέ συντριβήν καί προσπίπτει είς τό θειον έλεος, λαμβάνει άφεσιν άμαρτιών. Τοΰτο συνέβη μέ τόν τελώνην, ό όποίος, όπως είπεν ό Κύριος, «κατέβη» άπό τό Ιερόν «δεδικαιωμένος είς τόν οίκον αύτοϋ» (Λουκ. ιη' 14)· μέ τόν Ζακχαίον, μετά τήν μετάνοιαν τοϋ όποιου ό Κύριος ώμολόγησεν ότι «σήμερον σωτηρία τώ οΐκω τοϋτω έγένετο» (Λουκ. ιθ' 9)· μέ τόν μετανοήσαντα έπάνω είς τόν σταυρόν ληστήν, τόν όποιον ό Κύριος έβεβαίωσεν «άμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ έμοϋ εση έν τώ Παραδείσω» (Λουκ. κγ' 43).
ε) Τό παπικόν δόγμα περί Καθαρτηρίου πυρός είναι βλάσφημον καί άπαράδεκτον, διότι άμφισβητεΐ τήν άποτελεσματικότητα τής έξιλαστηρίου θυσίας τοϋ Κυρίου ήμών Ίησοΰ Χριστού. Μειώνει καί θεωρεί άνεπαρκή τήν άπειρου καί άνεκτιμήτου άξίας θυσίαν του Θεανθρώπου Λυτρωτοΰ, τοϋ Κυρίου ήμών Ίησοΰ Χριστοϋ. Διότι ό «Χριστός άπαξ», μίαν φοράν, διά παντός «περί άμαρτιών έπαθεν» έπί τοϋ Σταυρού δι  όλες τις άμαρτίες όλων τών άνθρώπων (Α' Πέτρ. γ' 18· πρβλ. καί Έβρ. θ' 28). Έβάστασεν έπάνω του τις άμαρτίες όλων, διά νά σώση όλους, οσοι θά ήθελαν νά οίκειοποιηθοϋν τήν άνεκτίμητον αυτήν προσφοράν του. ‘Η σταυρική λοιπόν θυσία του ύπερεκάλυψε «τό έκ τών άμαρτιών ήμών χρέος» .
‘Αλλά τό αίρετικόν τούτο δόγμα, οσον περισσότερον τό έλέγχει κανείς, τόσον καί περισσότερον άσύστατον καί βλάσφημον τό άποδεικνύει. Ό δέ άγιος Μάρκος δ Εύγενικός τό έπολέμησεν έπιτυχώς καί άπεστόμωσε τούς Λατίνους κατά τήν ψευδοσύνοδον τής Φερράρας  Φλωρεντίας (1438-1439) . Κατά συνέπειαν ήμεϊς οί "Ορθόδοξοι, έφ" οσον «ούδεμϊα Γραφή διαλαμβάνει» περί προσωρινού Καθαρτηρίου πυρός μετά θάνατον, δέν δεχόμεθα οτι ύπάρχει «πυρ καθαρτήριον», τό όποιον τιμωρεί τούς κεκοιμημένους πρό τής κοινής κρίσεως .
Καιρός ομως νά άφήσωμεν τις φλυαρίες καί βλασφημίες τών αιρετικών καί νά προχωρήσωμεν εις τό πώς θά γίνη ή άνάστασις τών νεκρών.

Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ – ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ



Ή μετενσάρκωσις είναι άνόητος και άφελής

Πρόσκαιροι είμεθα είς τόν κόσμον αύτόν. Πέραν τοϋ παρόντος κόσμου όμως θά είμεθα αιώνιοι. Ή έπίγειος ζωή μας, καρπός τής θείας 'Αγάπης καί Φιλανθρωπίας, άρχισε κάποτε κατά τρόπον άνεξιχνίαστον δι' ήμάς άλλά μετά θάνατον θά είναι διαρκής, άδιάκοπος, χωρίς τέλος. Ή ζωή άρχίζει μέ τήν γέννησίν μας, θά παρατείνεται ομως έπ' άπειρον είς τά βάθη τής χωρίς τέρμα αίωνιότητος. Επομένως ή ζωή, τήν όποιαν μάς έχάρισε κατά τήν άνεκδιήγητον άγάπην του ό φιλάνθρωπος Θεός, έχει τά άκόλουθα στάδια:
α) Τήν έπίγειον υλικήν ζωήν μας είς τόν κόσμον αύτόν.
 β) Τήν προσωρινήν περίοδον τοϋ χωρισμού σώματος καί ψυχής ένεκα τοϋ σωματικοϋ θανάτου. Ή περίοδος αυτή (ή Μέση Κατάστασις τών ψυχών) είναι περίοδος άναμονής άκόμη καί διά τούς "Αγίους, τούς Μάρτυρας καί τούς Όσίους, διότι καί αύτοί «προσδοκούν άνάστασιν νεκρών».
 γ) Τήν άνάστασιν τών σωμάτων,
δ) Τήν καθολικήν κρίσιν και
ε) τήν «ζωήν τοϋ μέλλοντος αίώνος», τά μυστήριον τής όγδόης ήμέρας. Ή προσωπικότης λοιπόν τοϋ καθενός μας, άπό τής στιγμής πού θά γεννηθή, άκολουθεΐ τά στάδια αύτά· άνεβαίνει τις βαθμίδες αυτές, άνεξαρτήτως τοϋ άν θά όδηγηθή τελικώς «εις άνάστασιν ζωής» ή «είς άνάστασιν κρίσεως» (Ίωάν. ε' 29)· δηλαδή άν θά άναστηθή διά νά άπολαύση ζωήν αιώνιον καί μακαρίαν ή διά νά δικασθή καί κατακριθή. Μέχρι τώρα ώμιλήσαμεν διά τά δύο πρώτα στάδια. ΕΙς τήν συνέχειαν θά όμιλήσωμεν διά τά άλλα τρία.
'Επειδή είμεθα ζυμωμένοι μέ τήν ύλην, τόν χρόνον καί τόν χώρον, δυσκολευόμεθα νά συλλάβωμεν όλα τά άνωτέρω. Διά τούτο πολλοί ή τά άρνοϋνται έντελώς ή προσπαθούν νά τά κατανοήσουν μέ έγκόσμια σχήματα. Οι πρώτοι είναι οι άπιστοι, οΐ ύλισταί, άθεοι. Οι  δεύτεροι είναι έκεΐνοι, οι όποϊοι έπεχείρησαν νά τά έρευνήσουν μέ τά λογικόν των, χωρίς τόν φωτισμόν τού 'Αγίου Πνεύματος. Διά τούτο κατέληξαν είς τά συμπέρασμα ότι ή ζωή τού άνθρώπου κινείται κυκλικώς, ή ότι μετά θάνατον διέρχεται άπό διάφορα στάδια τιμωρίας καί έξαγνισμοΰ.

 Αύτά έπίστευαν μέ έλαφρές διαφορές — οΐ 'Ορφικοί, οι Πυθαγόρειοι, ό Εμπεδοκλής, ό Σωκράτης, ό Πλάτων, οι Νεοπυθαγόρειοι, οι Στωϊκοί, ό Πλωτΐνος, oi Γνωστικοί, οΐ Μανιχαϊοι καί πριν άπό αύτούς άλλοι είδωλολάτραι, όπως π.χ. οι 'Ινδοί, οΐ Αιγύπτιοι, οΙ Βουδδισταί κλπ. Παρόμοια διδάσκουν σήμερον οι Θεοσοφισταί καί οι έμπνεόμενοι άπό τόν πονηρόν δαίμονα Πνευματισταί, οί όποιοι έπιμένουν είς τήν μετεμψύχωσιν ήόρθότερον τήν μετενσάρκωσιν . Διδάσκουν δηλαδή ότι οι ψυχές μετά θάνατον ένσαρκώνονται καί πάλιν είς διάφορα σώματα άνθρώπων, ζώων ή φυτών! Οί μετενσαρκώσεις αύτές είναι δήθεν άναγκαίες, προκειμένου ή ψυχή νά τιμωρηθή διά τις άμαρτίες της ή νά καθαρισθη ήθικώς. Ή μετενσάρκωσις δέ αύτή συνεχίζεται τάχα μέχρις ότου έπιτευχθή ή τελική κάθαρσις τής ψυχής.
'Αλλά τήν άφελή καί άρρωστημένην αύτήν όνειροπόλησιν, τόν δαιμονικόν τούτον 'πειρασμόν τής μετενσαρκώσεως άπέκρουσεν ήδη εύθύς έξ άρχής ό θεόπνευστος Παύλος καί μάλιστα κατά τρόπον άπόλυτον. "Εγραψεν: Όσοι είμεθα εις τά σώμα τούτο, τό όποιον όμοιάζει μέ σκηνήν, στενάζομεν ώσάν νά πιεζώμεθα άπό κάποιο φορτίον. Στενάζομεν, όχι διότι θέλομεν νά έκδυθώμεν τό ύλικόν σώμα, άλλά διότι θέλομεν νά ένδυθώμεν ούράνιον σώμα, τό αιώνιον καί άφθαρτον, διά νά άναλωθή καί δαπανηθή ή θνητότης καί ή φθορά τού σημερινού σώματός μας άπό τήν άφθαρτον ζωήν τού άλλου. Διότι όπως, όταν άνατέλλη τό φώς, άφανίζει τό σκοτάδι, κατά παρόμοιον τρόπον ή άνώλεθρος καί άφθαρτος ζωή άφανίζει τήν φθοράν καί θνητότητα. Τοιουτοτρόπως τό θνητόν καταπίνεται άπό τήν ζωήν ή όρθότερον μεταστοιχειούται εις άφθαρσίαν (Β' Κορ. ε' 4· Α' Κορ. ιε' 53). «Μέ τά λόγια αύτά» ό θείος Παύλος δέν «κατέφερε (μόνον) θανάσιμον πλήγμα έναντίον έκείνων, πού περιφρονοϋν τό σώμα»· άπέρριψε ταυτοχρόνους «μετ' άπολύτου άποφασιστικότητος» τον πειρασμόν τής μετενσαρκώσεως .

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος Πηγή: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου "Περί της του Χριστού Αναστάσεως"




Ένας από τους τρεις μόνο αγίους, που η Εκκλησία ονόμασε: "Θεολόγο", λόγω της εμπειρίας Θεού με την οποία τον στόλισε ο Θεός.
Στη Μικρασιάτικη Γαλάτεια της Παφλαγονίας το έτος 957 βλέπει το φως της ζωής ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος. Οι γονείς του, ευγενείς και διακεκριμένοι στην επαρχία που ζούσαν, ενδιαφέρονται για την παιδεία και την αγωγή του μικρού Συμεών. Για τον λόγο αυτό και τον στέλνουν 6 μόλις ετών στην Κωνσταντινούπολη σε συγγενικά τους πρόσωπα, τα οποία κατείχαν θέσεις μέσα στα ανάκτορα. Από αυτή την ηλικία δέχεται τα πρώτα μαθήματα και σύντομα επιδίδεται στην ταχυγραφία και καλλιγραφία.
Εκείνη ακριβώς την εποχή με τη βοήθεια του θείου του αποδέχεται το αξίωμα του σπαθαροκουβιλάριου, καθώς και τη διάκριση να γίνει μέλος της Συγκλήτου. Βέβαια ποτέ δεν τον έθελξαν τέτοιες κοσμικές θέσεις. Βέβαια ποτέ δεν τον έθελξαν τέτοιες κοσμικές θέσεις. Και αν εδέχθη κάτι τέτοιο, το έκανε για να μη δυσαρεστήσει τον θείο του. Η εφηβική καρδιά του Συμεών δεν συγκινείται από τη θέση που κατέχει ούτε από την εξέλιξη που προδιαγράφεται γι’ αυτόν. Η γνωριμία του με τον πνευματικό του, άγιο Συμεών τον Ευλαβή τον Στουδίτη, έχει ανοίξει άλλους ορίζοντες και διαφορετικούς πόθους στην καρδιά του. Γι’ αυτό και μόλις του δίνεται η κατάλληλη ευκαιρία, μετά τον θάνατο του Νικηφόρου Φωκά (969), εγκαταλείπει τη θέση του στα ανάκτορα και σε ηλικία 14 ετών πηγαίνει στην περίφημη Μονή του Στουδίου και αναζητεί να μείνει πλησίον του πνευματικού του πατρός. Ο πνευματικός του όμως δεν συμφωνεί με την παραμονή του στο μοναστήρι, γιατί κρίνει ότι η ηλικία του είναι ακατάλληλη για μια τόσο μεγάλη απόφαση, και του υπαγορεύει να επιστρέψει στο σπίτι του θείου του.
Λύπη κατακλύζει την καρδιά του Συμεών για το ανεκπλήρωτο της επιθυμίας του. Επιστρέφει παρόλα αυτά στο σπίτι του θείου του, όπου επιδίδεται στην προσευχή και στη μελέτη θεολογικών και πνευματικών κειμένων που του συνέστησε ο πνευματικός του.
Όπως σημειώνει ο μαθητής του Νικήτας Στηθάτος, ο οποίος και συνέταξε βιογραφία για τον άγιο Συμεών, όταν ο Συμεών βρισκόταν στην ηλικία των 20 ετών, δέχθηκε μια ιδιαίτερη ευλογία από τον Θεό. Μια νύχτα, και κατά την ώρα που με δάκρυα ήταν δοσμένος στο ιερό έργο της προσευχής, γέμισε το δωμάτιό του με άπλετο φως. Ο ίδιος κατελήφθη από έκσταση και ο νους του ανυψώθηκε στα ουράνια. Εκεί είδε να στέκεται μέσα στο φως ο πνευματικός του πατέρας Συμεών ο Ευλαβής. Η χαρά και η έκπληξη για τη θεία οπτασία πλημμυρίζουν την καρδιά του νεαρού Συμεών. Έχουν περάσει έξι ολόκληρα χρόνια από τότε που ο πνευματικός του του αρνήθηκε την είσοδο στον μοναχικό βίο. Τώρα όμως, μετά την παρέλευση τόσων ετών, πολύ δε περισσότερο με αυτή την εμπειρία, τρέφει πολλές ελπίδες ότι θα τον δεχθεί στο μοναστήρι. Για άλλη μια φορά όμως αποτρέπεται από κάτι τέτοιο.
Πέρασαν άλλα έξι χρόνια και ο Συμεών είδε για δεύτερη φορά παρόμοια θεία οπτασία. Και καθώς τώρα βρίσκεται σε ηλικία 26 χρόνων, του ανατίθεται μια υπηρεσιακή αποστολή στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Γαλάτη. Πριν την αναχώρηση του επισκέπτεται τον πνευματικό του πατέρα για να ζητήσει την ευλογία του, και δέχεται απ’ αυτόν κάτι ασύγκριτα μεγαλύτερο και απρόσμενο. Του ανακοινώνεται ότι είναι σε ηλικία που μπορεί να εισέλθει στο μοναχικό βίο. Η χαρά του Συμεών είναι ανέκφραστη. Ο πόθος τόσων χρόνων μπορεί τώρα να εκπληρωθεί. Αναχωρεί βεβαίως κατόπιν για την πατρίδα του τη Γαλάτη, όπου και ανακοινώνει τα σχέδιά του στους γονείς του.
Η αντίδραση των γονέων του και των συγγενών του υπήρξε έντονη. Ο πατέρας του φαίνεται ότι ήταν ιδιαίτερα πιεστικός και φορτικός στο να τον αποτρέψει, όμως δεν κατορθώνει καθόλου να τον επηρεάσει. Ο Συμεών μάλιστα προβαίνει και σε πράξεις που πιστοποιούν το αμετάκλητο της απόφασής του. Αρνείται εγγράφως κάθε διεκδίκησή του από την πατρική περιουσία και αναχωρεί για την Κωνσταντινούπολη.
Φθάνοντας εκεί πηγαίνει αμέσως στον γέροντά του στην ιερά Μονή Στουδίου και γίνεται δεκτός εκεί σε ηλικία 27 ετών. Τότε παίρνει και το μοναχικό όνομα Συμεών (το κατά κόσμον όνομά του ήταν Γεώργιος). Ηγούμενος της μονής τότε ήταν ο Πέτρος, και η μονή ακολουθούσε το κοινοβιακό σύστημα οργάνωσης. Εξαίτιας αυτού γεννάται και η πρώτη αντιξοότητα στον Συμεών. Η απόλυτη υπακοή του στον πνευματικό του πατέρα, καθώς αντιτίθεται προς το κοινοβιακό πνεύμα, σύμφωνα με το οποίο απόλυτη υπακοή ασκείται μόνο στον ηγούμενο, μαζί με το γεγονός ότι έχει εμφανή πνευματική πρόοδο, ξεσήκωσε τον φθόνο των υπόλοιπων μοναχών. Η διαβολή που του έγινε ανάγκασε τον ηγούμενο να τον διώξει από τη μονή.
Κατ’ εκείνη την περίοδο, λίγο δηλαδή πριν αναχωρήσει από τη Μονή του Στουδίου, ο Συμεών γεύεται την Τρίτη κατά σειράν θεία οπτασία.
Ο γέροντάς του κατόπιν των γεγονότων που έλαβαν χώρα στη Μονή του Στουδίου τον οδήγησε, δόκιμο ακόμη, στην πλησιόχωρη Μονή του αγίου Μάμαντος του Ξηροκέρκου, όπου ηγούμενος ήταν ο ενάρετος Αντώνιος.
Στο νέο του ησυχαστήριο άλλοι πειρασμοί ενοχλούν τον Συμεών. Κάποια στιγμή έρχεται από τη Γαλάτη ο κατά σάρκα πατέρας του, ο οποίος μαζί με άλλους Συγκλητικούς προσπαθεί να τον πείσει να επιστρέψει στα εγκόσμια. Μάταια όμως. Ο Συμεών συντάσσει επιστολή προς τον πατέρα του, στην οποία του εκθέτει το ύψος της κλήσεώς του και τον συμβουλεύει να μην αντιτίθεται σ’ αυτήν. Τη στιγμή της συντάξεώς της περιπίπτει σε νέα οπτασία. Είναι η τέταρτη κατά σειράν.
Κατόπιν και αυτού του πειρασμού, τον οποίο διεξήλθε ο Συμεών μέσα στη χάρη του Θεού, ο γέροντάς του Συμεών ο Ευλαβής τον έκειρε πλέον μοναχό σε ηλικία 29 ετών. Δεν πέρασαν παρά δύο χρόνια από τότε, και το έτος 988 απεβίωσε ο ενάρετος ηγούμενος της Μονής του αγίου Μάμαντος Αντώνιος. Όλοι οι μοναχοί τότε με τη σύμφωνη γνώμη του Πατριάρχη Νικολάου Β΄ του Χρυσοβέργη εκλέγουν ηγούμενο τον Συμεών. Κατόπιν αυτών χειροτονείται πρεσβύτερος και τοποθετείται ηγούμενος της Μονής. Κατά τη διάρκεια της χειροτονίας του και μάλιστα τη στιγμή που ο αρχιερέας ανέπεμπε τη χειροτονητήρια ευχή, είδε νέο όραμα· το πέμπτο κατά σειράν.
Ως ηγούμενος της Μονής του αγίου Μάμαντος ο Συμεών ο Νέος είχε να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα. Αρχικά τα οικοδομικά της Μονής, η οποία βρισκόταν σε ημιερειπωμένη κατάσταση. Αυτό τον ανάγκασε να κατεδαφίσει τα παλαιά κτίρια και να οικοδομήσει νέα μαζί με νεόκτιστο λαμπρό ναό. Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα με το οποίο κυριολεκτικά δεινοπάθησε ήταν η πνευματική καλλιέργεια και συγκρότηση των μοναχών. Ο Συμεών, θεωρητικός και νηπτικός καθώς ήταν, συχνά έκανε λόγο στους μοναχούς περί «θείου έρωτος», περί «θεωρίας» και περί «θείου φωτός». Οι μοναχοί όμως ήταν αμύητοι σε τέτοιου είδους διδασκαλία. Έφθασαν μάλιστα στο σημείο τριάντα περίπου μοναχοί κατά τη διάρκεια κατηχήσεως – ομιλίας του Συμεών εντός του ιερού ναού να ορμήσουν κυριολεκτικά εναντίον του με φωνές και απειλητικές διαθέσεις. Ο Συμεών τους αντιμετώπισε με γλυκύτητα, και εκείνοι έξαλλοι βγήκαν από τον ναό και με κραυγές προσέφυγαν στον Πατριάρχη Σισσίνιο απαιτώντας το δίκαιό τους.
Ο Πατριάρχης εκπλήσσεται κυριολεκτικά από την στάση αυτή των μοναχών και καλεί τον Συμεών στο Πατριαρχείο, όπου διαπιστώνει από την αντιπαράθεση τον φθόνο των μοναχών. Γι΄ αυτό και αποφασίζει να τους εξορίσει όλους. Τη στιγμή αυτή η συγχωρητικότητα του Συμεών και η παντελής έλλειψη κάθε μορφής εκδικήσεως λάμπουν σε όλο τους το μεγαλείο. Παρεμβαίνει στον Πατριάρχη και με έντονες παρακλήσεις τον κάμπτει, έτσι ώστε να μην τους εξορίσει.
Μετά από αυτό το περιστατικό ο Συμεών παραμένει στη θέση του ηγουμένου για 25 ολόκληρα χρόνια, και το 1013 παραδίδει την ηγουμενία στον μαθητή του Αρσένιο, ενώ ο ίδιος αποσύρεται σε κοντινό ησυχαστήριο. Βρίσκεται ήδη στην ηλικία των 57 ετών, και μέσα στην ησυχία επιδίδεται πλέον στο συγγραφικό του έργο.
Μέσα στις άλλες συγγραφές συντάσσει και ακολουθία προς τιμήν του πνευματικού του πατρός Συμεών του Ευλαβούς, του οποίου την αγιότητα αποδεχόταν και ήθελε να εορτάζει τη μνήμη του. Η πράξη του αυτή βρίσκει αντίθετο τον Μητροπολίτη Νικομηδείας Στέφανο, ο οποίος και κινεί τα νήματα εναντίον του και τελικά πείθει τον Πατριάρχη αφενός να του απαγορεύσει κάθε απόδοση τιμής στον Συμεών τον Ευλαβή και αφετέρου να τον εξορίσει στην περιοχή της Χρυσουπόλεως.
Ο άγιος Συμεών παίρνει τον δρόμο της εξορίας και εγκαθίσταται σε ένα ερημοκκλήσι της Αγίας Μαρίνας. Ο Πατριάρχης αργότερα τον αθωώνει και τον απαλλάσσει από την εξορία επιτρέποντας του να εγκατασταθεί όπου θέλει, με τον όρο να εορτάζει ιδιωτικά μόνο τη μνήμη του πνευματικού του πατρός Συμεών του Ευλαβούς. Ο Συμεών προτιμά την ερημία της αγίας Μαρίνας, προς τιμήν της οποίας ανήγειρε και νέο ναό, και σχηματίζει γύρω απ’ αυτόν μίκρο ποίμνιο. Παραμένει εκεί έως το 1037, όταν τον βρίσκει ο θάνατος σε ηλικία 79–80 ετών.
Η ημέρα του θανάτου του δεν του ήταν άγνωστη. Την προέβλεψε. Γι’ αυτό και ετοιμάστηκε κατάλληλα. Έβαλε τους μαθητές του, αφού κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων – όπως έκανε κάθε μέρα – να ψάλλουν τη νεκρώσιμη ακολουθία, και εκείνος, μόλις τελείωσε την προσευχή του, σταύρωσε τα χέρια, τακτοποίησε το σώμα του με ηρεμία και είπε: «Εις χείράς σου, Χριστέ Βασιλεύ, τό πνεύμά μου παρατίθημι».
Την προσωνυμία «Νέος Θεολόγος» την απέκτησε για την έμφαση που έδωσε με τη ζωή του πρωτίστως και με τα έργα του κατά δεύτερον στη μυστική αίσθηση της θείας αγάπης και του φωτός· έννοιες και καταστάσεις πνευματικές για τις οποίες κάνουν λόγο και οι άλλοι δύο Θεολόγοι, ο άγιος Ιωάννης ο ευαγγελιστής και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Από τους μαθητές του ο πιο διακεκριμένος, Νικήτας ο Στηθάτος, έκανε γνωστά τα έργα του, τα σημαντικότερα των οποίων είναι οι «Κατηχήσεις», οι «Ύμνοι Θείων Ερώτων» και τα «Πρακτικά και Θεολογικά Κεφάλαια».
Η μνήμη του εορτάζεται στις 12 Μαρτίου, ημέρα της κοιμήσεώς του, επειδή όμως συμπίπτει με τη νηστεία τη Μεγάλης Τεσσαρακοστής, μετατίθεται στις 12 Οκτωβρίου.


Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

Μνημόσυνα Η ωφέλεια από τα μνημόσυνα Οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού




Τα μνημόσυνα κατά τους αγίους Πατέρες

Όσοι αμελούν τα μνημόσυνα των αγαπημένων τους προσώπων, τα στερούν από τη μοναδική βοήθεια που μπορούν να τους δώσουν! Το παρακάτω κείμενο του Οσίου Ιωάννη του Δαμασκηνού, παρμένο από βιβλιάριο της Ι. Μ. Παρακλήτου, είναι διαφωτιστικό για το ζήτημα αυτό.

    Πρόλογος

    Η ωφέλεια από τα μνημόσυνα



Πρόλογος

Σύμφωνα με ομόφωνη αγιοπατερική μαρτυρία την οποία επιβεβαιώνει αδιάκοπη εκκλησιαστική παράδοση αιώνων, οι ειδικές ευχές για τους νεκρούς θεσπίστηκαν από τους αγίους αποστόλους. H θέσπιση αυτή έχει δύο βασικά δογματικά  θεμέλια: α) την έννοια της Εκκλησίας ως κοινωνίας αγίων, που αποτελείται όχι μόνο από τους ζωντανούς αλλά και τους «κεκοιμημένους» χριστιανούς και β) την πίστη στη μεταθανάτια ζωή, την ανάσταση και την τελική κρίση.

Επιπλέoν, η διδασκαλία και η διαχρονική πράξη της Εκκλησίας, μας προτρέπουν να εκδηλώνουμε  τη μέριμνα μας για την ανάπαυση μιας ψυχής όχι μόνο με προσευχές, αλλά και με έργα αγάπης. Έτσι, οι Αποστολικές Διαταγές παραγγέλνουν να προσφέρονται στους φτωχούς ορισμένα από τα υπάρχοντα του νεκρού στη μνήμη του.  Και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, συμβουλεύει να κάνουμε τέτοιες αγαθοεργίες, «ώστε, αν μεν ο νεκρός είναι αμαρτωλός, ν’ απαλλαγεί από τις αμαρτίες του· και αν είναι δίκαιος, να λάβει μεγαλύτερο μισθό και ανταπόδοση». Οι προσευχές, από το άλλο μέρος, για  τους νεκρούς περιλαμβάνουν τόσο την μνημόνευση των ονομάτων τους στις θείες λειτουργίες, όσο και την τέλεση ειδικών ακολουθιών, των μνημοσύνων.

Ήδη στις Αποστολικές Διδαχές βρίσκεται η διάκριση των μνημοσύνων σε «τρίτα», «ένατα», «τεσσαρακοστά» και ενιαύσια» (ετήσια), ανάλογα με το χρόνο τελέσεως τους από την ημέρα του θανάτου.

Πολλοί συμβολισμοί των επιμέρους μνημοσύνων αναφέρονται από τους πατέρες. Οι κυριότεροι είναι οι εξής: Τα «τρίτα» συμβολίζουν την ανάσταση του Κυρίου μετά την τριήμερη παραμονή Του στον τάφο και τελούνται με την ευχή ν’ αναστηθεί και ο νεκρός στην ουράνια βασιλεία.  Τα «ένατα» τελούνται για τα εννέα τάγματα των άυλων αγγέλων, με την ευχή να βρεθεί κοντά τους η άυλη ψυχή του νεκρού. Τα «τεσσαρακοστά» τελούνται για την ανάληψη του Κυρίου, που έγινε σαράντα μέρες μετά την ανάστασή Του. Με την ευχή να ν’ «αναληφθεί» και ο νεκρός, να συναντήσει το Χριστό στους ουρανούς και να ζήσει για πάντα μαζί Του. Τα «ενιαύσια» (ετήσια), τέλος, τελούνται την επέτειο ημέρα του θανάτου, σε ανάμνηση των γενεθλίων του νεκρού, καθώς, για τους πιστούς χριστιανούς, ημέρα της αληθινής γεννήσεως είναι η ημέρα του σωματικού θανάτου και της μεταστάσεως στην αιώνια ζωή. Μνημόσυνα, αντίστοιχα με τα παραπάνω, τελούνται τον τρίτο, έκτο και ένατο μήνα από την ημέρα του θανάτου («τρίμηνα», «εξάμηνα», «εννεάμηνα»).

Τη μεγαλύτερη ωφέλεια, πάντως, στους νεκρούς την προξενεί η τέλεση της θείας ευχαριστίας στη μνήμη τους, γιατί τότε, με τις μερίδες τους στο άγιο δισκάριο, «ενώνονται αόρατα με το Θεό και επικοινωνούν μαζί Του και παρηγορούνται και σώζονται και ευφραίνονται εν Χριστώ» (άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης).

Εκτός από τα ειδικά για κάθε νεκρό μνημόσυνα, η Εκκλησία έχει στις καθημερινές ακολουθίες της, γενικές δεήσεις για τους «κεκοιμημένους», όπως είναι λ.χ. το νεκρώσιμο μέρος του μεσονυκτικού και οι σχετικές αναφορές στις εκτενείς του εσπερινού, του όρθρου και της θείας λειτουργίας. Έχει, επίσης, καθιερώσει και ειδικές ημέρες μνημοσύνων. Τα Σάββατα σχεδόν όλου του εκκλησιαστικού έτους, και ιδιαίτερα τα προηγούμενα των Κυριακών της Απόκρεω και της Πεντηκοστής (Ψυχοσάββατα), είναι αφιερωμένα στη μνήμη των νεκρών.

Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί, αν και αυτονόητο, ότι η Εκκλησία τελεί μνημόσυνα μόνο για του χριστιανούς που κοιμήθηκαν μέσα στους κόλπους της.

Όσα συνοπτικά αναφέρθηκαν πιο πάνω για τα μνημόσυνα και, γενικότερα, την κοινωνία των ζωντανών με τα «κεκοιμημένα» μέλη της Εκκλησίας, δηλαδή όλων των μελών του θεανθρώπινου σώματος του Χριστού, είναι αφενός ενημερωτικά για τον «αμύητο» αναγνώστη και αφετέρου προοιμιακά της πραγματείας του οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού «Περί των εν πίστει κεκοιμημένων», αποσπάσματα της οποίας ακολουθούν σε ελεύθερη νεοελληνική απόδοση.

Μ’ αυτό το έργο του ο μεγάλος άγιος και θεολόγος του 8ου αιώνα συνοψίζει τη διδασκαλία της Εκκλησία μας για τα μνημόσυνα και, χρησιμοποιώντας πλήθος πατερικών μαρτυριών, απαντά σε πολλά ερωτήματα, που σχετίζονται με την ιστορική προέλευση, τη σημασία και τη σκοπιμότητά τους.

1). Και οι Ιουδαίοι πρόσφεραν θυσίες για την εξάλειψη των αμαρτιών «των μετ’ ευσεβείας κοιμωμένων» (Β΄ Μακ.12:45)

2) Σχετικός είναι και ο θεολογικός συμβολισμός των κολλύβων που προστίθενται σε κάθε μνημόσυνο. Το σιτάρι συμβολίζει την ταφή, την ανάσταση και την πέρα από τον τάφο  ζωή του ανθρώπου, καθώς, πέφτοντας στη γη, σαπίζει  και «πεθαίνει». Απ’ αυτόν το «θάνατό» του όμως βλασταίνει μια νέα ζωή.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ





Η ωφέλεια από τα μνημόσυνα

Ο διάβολος, ο άδειος από καθετί καλό και θεάρεστο, με πρόσχημα αλλόκοτο και παράδοξο και ολότελα άθεσμο, έπεσε πάνω σε κάποιους και τους φύτεψε την ιδέα ότι τάχα δεν ωφελούν σε τίποτα τους νεκρούς όλες οι θεάρεστες πράξεις, που γίνονται για τις ψυχές. Γιατί λένε, χρησιμοποιώντας αγιογραφικά χωρία για να στηρίξουν την άποψή τους, «Ο καθένας θα πάρει την αμοιβή του ανάλογα με τα όσα καλά ή κακά έπραξε σ’ αυτή τη ζωή» (Β΄ Κορ.5:10) και «Στον άδη ποιος θα μετανοήσει ενώποιόν Σου;» (πρβλ.Ψαλμ.6:6) και «Εσύ, Κύριε, θα αμείψεις ή θα τιμωρήσεις τον καθένα ανάλογα με τα έργα του» (Ψαλμ.61:13) και «ό,τι έσπειρε ο καθένας, αυτό και θα θερίσει». (πρβλ.Γαλ.6:7).

Αλλά, σοφοί μου, θα λέγαμε σ’ αυτούς, ερευνήστε και μάθετε, ότι όσο μεγάλος κι αν είναι ο φόβος που μας εμπνέει ο Θεός, ο Κύριος των όλων, πολύ πιο μεγάλη είναι η αγαθότητά Του. Και οι απειλές Του είναι, βέβαια φοβερές, μα και η φιλανθρωπία Του αφάνταστα μεγάλη. Και οι καταδίκες Του είναι φρικτές, μα και η ευσπλαχνία Του πέλαγος απέραντο.

Προσέξτε τι λέει η Αγία Γραφή:

Όταν στη Σιών, την πόλη του μεγάλου βασιλιά, ο Ιούδας ο Μακκαβαίος είδε το λαό του θανατωμένο από τους εχθρούς, έψαξε και βρήκε μέσα στους κόρφους τους μικρά είδωλα. Αμέσως, με κάθε ευλάβεια και αγάπη, πρόσφερε για τον καθένα τους εξιλαστήρια θυσία στον σπλαχνικό Κύριο. Γι’ αυτό και στη Γραφή θαυμάζεται για την πράξη του εκείνη, καθώς και για όλες τις άλλες (βλ. Β΄ Μακκ. 12:38-45).

Οι μαθητές του Σωτήρα μας, πάλι, οι μύστες και αυτόπτες του Λόγου, οι θείοι απόστολοι, που σαγήνεψαν τον κόσμο, θέσπισαν να γίνεται μνημόνευση των πιστών νεκρών κατά την τέλεση των αχράντων και ζωοποιών μυστηρίων. Από τότε μέχρι τώρα η αποστολική και καθολική Εκκλησία του Χριστού, σ’ όλα τα μέρη της γης, κρατάει σταθερά και αναντίρρητα αυτή την παράδοση, και θα την κρατάει ως τη συντέλεια του κόσμου.

Αυτό, οπωσδήποτε, δεν το θέσπισαν ούτε αλόγιστα ούτε άσκοπα ούτε τυχαία. Γιατί τίποτε ανώφελο δεν έχει παραλάβει η αλάθητη χριστιανική θρησκεία και τίποτε άχρηστο δεν έχει διατηρήσει σταθερά τόσους αιώνες. Όλα όσα έχει παραλάβει και διατηρήσει είναι και χρήσιμα και θεάρεστα και πολύ ωφέλιμα και πολύ σωτήρια.

Ας δούμε, όμως, τι έχουν πει γι’ αυτό το θέμα οι παλαιότεροι άγιοι πατέρες.

Ο μεγάλος και βαθύς γνώστης των θείων Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, στο έργο του για την εκκλησιαστική ιεραρχία, γράφει ακριβώς τα εξής: «Οι προσευχές των αγίων και σ’ αυτή  τη ζωή και, πολύ περισσότερο, μετά το θάνατο, επιδρούν σ’ εκείνους που είναι άξιοι ιερών ευχών, δηλαδή στους πιστούς». Και πάλι: «Ο πανάγαθος Θεός ζητάει να συγχωρήσει  όλα  τα πταίσματα, που οφείλονται στην ανθρώπινη αδυναμία, και να τους τοποθετήσει στη χώρα των ζωντανών, στους κόλπους του Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ιακώβ, απ’ όπου έχουν φυγαδευθεί ο πόνος, η λύπη και ο στεναγμός, παραβλέποντας με την αγαθότητα της θεαρχικής Του δυνάμεως τις αμαρτίες που έκανε ο νεκρός από ανθρώπινη αδυναμία, αφού, όπως λέει η Γραφή, κανένας δεν είναι καθαρός από αμαρτία.

Βλέπεις εσύ που αντιλέγεις, πώς βεβαιώνει ότι είναι ωφέλιμες οι δεήσεις γι’ αυτούς που πέθαναν με την ελπίδα τους στον Θεό;

Ο επώνυμος της θεολογίας, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, λέει για τη μητέρα του στον επιτάφιο λόγο του αδερφού του Καισαρίου: «Ακούστηκε κήρυγμα αξιοπρόσεκτο και ο πόνος της μητέρας γίνεται πιο ελαφρός με την καλή και θεάρεστη υπόσχεση, ότι θα τα δώσει όλα για χάρη του παιδιού, θα δώσει τον πλούτο του ως επιτάφιο δώρο γι’ αυτό». Και πιο κάτω: «Όσα, λοιπόν, εξαρτώνται από μας, είναι αυτά. Και άλλα τα κάναμε ήδη, αλλά θα τα κάνουμε στο μέλλον, προσφέροντας τις ετήσιες τιμές και τα μνημόσυνα, αν φυσικά μείνουμε στη ζωή».

Βλέπεις πώς βεβαιώνει και χαρακτηρίζει καλές και θεάρεστες τις προσφορές που γίνονται για όσους πέθαναν, και επιτρέπει τα ετήσια μνημόσυνα;

Μετά απ’ αυτόν, ο χρυσώνυμος και πραγματικά Χρυσόστομος Ιωάννης, στη θεοφώτιστη ερμηνεία του στο κατά Ιωάννη ευαγγέλιο, λέει: «Αν οι ειδωλολάτρες καίνε μαζί με τους νεκρούς και τα πράγματα  που τους ανήκουν, πόσο μάλλον εσύ, ο πιστός, πρέπει να συνοδέψεις μαζί με τον πιστό και τα πράγματα του, όχι για την στάχτη, όπως εκείνα των ειδωλολατρών, αλλά για να του εξασφαλίσεις μεγαλύτερη δόξα: Αν δηλαδή ο νεκρός είναι αμαρτωλός, για ν’ απαλλαγεί από τις αμαρτίες του· αν πάλι είναι δίκαιος για ν’ αυξηθούν ο μισθός και η ανταμοιβή του». Και στην ερμηνεία του στην προς Φιλιππησίους επιστολή γράφει: «Ας σοφιστούμε κάποιαν ωφέλεια γι’ αυτούς που έφυγαν. Ας τους προσφέρουμε κάθε δυνατή βοήθεια. Μιλάω για τις ελεημοσύνες και τις προσφορές, αυτές που πραγματικά τους εξασφαλίζουν πολλή ανακούφιση, μεγάλη απολαβή και ωφέλεια. Γιατί αυτά που νομοθετήθηκαν ούτε παραδοθήκαν έτσι άσκοπα και τυχαία στην Εκκλησία του Θεού από τους σοφούς μαθητές Του. Και δεν θα μας άφηναν εκείνη την παράδοση  να κάνει ευχή ο ιερέας, κατά την τέλεση των φρικτών μυστηρίων, για τους πιστούς που κοιμήθηκαν, αν δεν γνώριζαν ότι θα είχαν απ’ αυτό πολύ κέρδος και μεγάλη ωφέλεια.

Ο σοφός Γρηγόριος ο Νύσσης, πάλι γράφει:  «Τίποτα δεν παραδόθηκε ασυλλόγιστα και ανώφελα από τους μαθητές και κήρυκες του Χριστού, μα και τίποτα δεν διατηρήθηκε ασυλλόγιστα και ανώφελα σ’ ολόκληρη την Εκκλησία του Θεού. Το να μνημονεύουμε κατά τη θεία κι ολόλαμπρη μυσταγωγία εκείνους που κοιμήθηκαν ορθόδοξοι, είναι οπωσδήποτε ωφέλιμο και θεάρεστο».

Γιατί τα λόγια, «Εσύ, Κύριε, θ’ αμείψεις ή θα τιμωρήσεις τον καθένα ανάλογα με τα έργα του» (Ψαλμ. 61:13) και  «Ο καθένας θα θερίσει αυτό που έσπειρε» (πρβλ. Γάλ.6:7) και τα άλλα παρόμοια, έχουν λεχθεί οπωσδήποτε για τη Δευτέρα παρουσία του Κυρίου, τη φοβερή κρίση και τη συντέλεια του κόσμου. Τότε, βέβαια, δεν θα υπάρχει δυνατότητα βοήθειας. Τότε κάθε ικεσία θα είναι ανώφελη. Γιατί, όταν τελειώσει το παζάρι, δεν υπάρχει πια εμπόρευμα διαπραγματεύσιμο. Πραγματικά, πού θα είναι τότε οι φτωχοί; Πού θα είναι οι ιερείς για την τέλεση της λατρείας; Πού οι ψαλμωδίες; Πού οι ευεργεσίες; Πού οι αγαθοεργίες;

Γι’ αυτό, πριν έρθει εκείνη η ώρα, ας βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον και ας προσφέρουμε στον φιλάνθρωπο Θεό τα έργα της αγάπης μας στους αδερφούς. Γιατί δέχεται με ευχαρίστηση τις προσφορές μας για χάρη όσων δεν πρόλαβαν και έφυγαν, θα λέγαμε, απροετοίμαστοι. Τις δέχεται και τις λογαριάζει σαν πράξεις και προσφορές εκείνων. Έτσι θέλει ο φιλάνθρωπος Κύριος, να Του ζητάνε τα πλάσματά Του και να τους δίνει όσα είναι για τη σωτηρία τους. Και μάλιστα λυγίζει ολοκληρωτικά, όταν κάποιος δεν αγωνίζεται μόνο για την δική του ψυχή, αλλά ενδιαφέρεται και για την ψυχή του πλησίον του. Στην περίπτωση αυτή ο άνθρωπος γίνεται μιμητής του  Θεού και τις δωρεές των άλλων τις ζητάει σαν δικές του χάρες. Έτσι εκπληρώνει την προϋπόθεση της τέλειας αγάπης, εξασφαλίζει τον μακαρισμό («μακάριοι είναι όσοι δείχνουν έλεος στους άλλους, γιατί σ’ αυτούς θα δείξει ο Θεός το έλεος Του», Ματθ.5: 7) και, μαζί με την ψυχή του πλησίον, ευεργετεί πάρα πολύ και τη δική του ψυχή.

Ας περάσουμε τώρα απ’ αυτά σε άλλα παρόμοια και ισοδύναμα. Ο Παλλάδιος, στη Λαυσαϊκή Ιστορία του, αναφέρει με ακρίβεια τα θαύματα του μεγάλου Μακαρίου. Εκεί γράφει πως ο όσιος Μακάριος, ρωτώντας κάποτε το κρανίο ενός νεκρού έμαθε όλα τα σχετικά μ’ αυτούς που έχουν πεθάνει. Και στο τέλος τον ρώτησε: ‘‘Δεν βρίσκετε, λοιπόν, καμιά παρηγοριά;’’ Αυτή την ερώτηση την έκανε, γιατί συνήθιζε να προσεύχεται για τους νεκρούς και ήθελε να ξέρει αν πραγματικά τους ωφελούσε. Τότε ο φιλάνθρωπος Κύριος θέλησε ν’ αποκαλύψει την αλήθεια στο πιστό υπηρέτη Του. Τον πληροφόρησε, λοιπόν, μέσω του κρανίου: ‘‘Όταν προσφέρεις τις δεήσεις για τους νεκρούς, αισθανόμαστε μια μικρή ανακούφιση’’.

Κάποιος άλλος, πάλι, από τους οσίους πατέρες  είχε έναν μαθητή που ζούσε απρόσεκτα. Έτσι, μέσα στη ραθυμία, έφτασε στο τέλος της ζωής του. Ο πολυεύσπλαχνος και φιλάνθρωπος Κύριος φανέρωσε στο γέροντα, που τον παρακάλεσε με δάκρυα, ότι θα ρίξει τον μαθητή του στην φωτιά μέχρι το λαιμό, όπως τον πλούσιο της παραβολής του Λαζάρου (Λουκ. 16:23-24). Όταν ο όσιος γέροντας άρχισε να κτυπιέται και να ικετεύει κλαίγοντας το Θεό, Εκείνος του αποκάλυψε ότι θα τον βάλει στη φωτιά μόνο μέχρι τη ζώνη. Μα όταν και πάλι ο γέροντας Τον παρακάλεσε με μεγάλη επιμονή, ο Θεός του έδειξε σε όραμα ότι λύτρωσε τελείως το μαθητή  του από τη φωτιά της κολάσεως.

Αλλά ποιος θα μπορούσε να διηγηθεί με τη σειρά όλες τις μαρτυρίες, που βρίσκονται σκόρπιες μέσα στους βίους των αγίων, στα μαρτυρολόγια και στις ιερές αποκαλύψεις, απ’ όπου ολοφάνερα αποδεικνύεται ότι οι προσευχές, οι λειτουργίες και οι ελεημοσύνες για τους νεκρούς ωφελούν πολύ τις ψυχές τους; Γιατί, απ’ όσα δανείστηκαν στο Θεό, τίποτα δεν πάει χαμένο. Όλα τα ανταποδίδει ο Κύριος με το παραπάνω.

Όσο για το λόγο του προφήτη,  «Στον άδη ποιος θα μετανοήσει ενώπιον Σου;» (πρβ. Ψαλμ. 6:6), είπαμε ήδη πως οι απειλές του παντοκράτορα Θεού είναι, βέβαια, φοβερές, αλλά τελικά τις εξουδετερώνει η ανυπολόγιστη φιλανθρωπία Του. Άλλωστε, και μετά απ’ αυτόν τον λόγο του προφήτη, έγινε οπωσδήποτε μετάνοια στον άδη. Εννοώ τη μετάνοια εκείνων που πίστεψαν εκεί, όταν κετέβηκε ο Κύριος για να τους σώσει. Αλλά και στον άδη δεν τους έσωσε όλους ο Ζωοδότης. Έσωσε μόνο όσους τον πίστεψαν. Αυτό δεν σημαίνει ότι καταργείται η προφητεία. Όχι, ποτέ. Απλά αποδεικνύεται ότι ο πανάγαθος Κύριος νικιέται από την αγάπη Του στον άνθρωπο. Το ίδιο και με τον προφητικό λόγο του Ιωνά, «Η Νινευΐ θα καταστραφεί» (Ιων.3:4). Και όμως δεν καταστράφηκε, γιατί η αγαθότητα του Θεού  νίκησε τη δικαιοσύνη Του. Και στον Εζεκία είπε με το στόμα του προφήτη Ησαΐα: «Τακτοποίησε τις υποθέσεις  του σπιτιού σου, γιατί θα πεθάνεις. (Δ΄ Βασ. 20:1). Και όμως δεν πέθανε. Στον Αχαάβ, πάλι, έστειλε τον προφήτη Ηλία για να τον προειδοποιήσει: «θα σου στείλω συμφορές» (Γ΄ Βασ. 20:21). Και δεν του έστειλε. Γιατί; Το εξήγησε στον προφήτη. Είδες πως μετανόησε ο Αχαάβ; Γι’ αυτό δεν θα του στείλω συμφορές όσο ζει» (Γ΄ Βασ. 20:29). Πάλι, δηλαδή, η αγαθότητα Του νίκησε την απόφαση του, όπως έγινε και σε πάρα πολλές άλλες περιπτώσεις και όπως θα γίνεται μέχρι τη συντέλεια του κόσμου, τότε που θα τελειώσει το πανηγύρι, τότε που δεν θα είναι πια καιρός για βοήθεια αλλά κάθε άνθρωπος θα βρεθεί μόνος με το φορτίο του. Ενώ τώρα είναι ακόμα καιρός, καιρός για φροντίδα, καιρός για συναλλαγή, καιρός για κόπο και τρεχάματα και αγώνα. Και μακάριος είναι εκείνος που δεν απόκαμε, ούτε έχασε την ελπίδα του. Μα πιο μακάριος είναι εκείνος που αγωνίστηκε και για τον εαυτό του και για τον πλησίον του.

Γιατί αυτό, το να τρέχει δηλαδή ο καθένας σε βοήθεια του πλησίον, ευχαριστεί περισσότερο τον φιλεύσπλαχνο Κύριο. Αυτό θέλει και επιθυμεί, να ευεργετούμε ο ένας τον άλλο και στην παρούσα ζωή και μετά το θάνατο. Αν δεν έβλεπε σωστό κάτι τέτοιο, δεν θα μας έδινε το δικαίωμα να μνημονεύουμε τους νεκρούς στη θεία λειτουργία, καθώς και να τους κάνουμε μνημόσυνα  στις τρεις ημέρες, στις εννέα, στις σαράντα και στο χρόνο, όπως χωρίς καμιάν αντίρρηση τα τηρεί ο ευσεβέστατος λαός της. Αν, δηλαδή, αυτά ήταν μια κοροϊδία δίχως κέρδος και ωφέλεια, οπωσδήποτε σε κάποιον από τους πολλούς προγενέστερους θεοφόρους αγίους, πατριάρχες, πατέρες και διδασκάλους θα ερχόταν η φώτιση να σταματήσει την πλάνη. Κανένας τους, όμως, δεν δοκίμασε ποτέ να καταργήσει τα μνημόσυνα. Απεναντίας, μάλιστα, όλοι τα επικύρωσαν, κι έτσι καθημερινά η πρακτική αυτή όχι μόνο απλώνεται και ριζώνει, αλλά δέχεται και αλλεπάλληλες προσθήκες.

Ας δούμε, όμως τι λέει και ο Μέγας Αθανάσιος στον ωραιότατο λόγο του για τους κοιμηθέντες: «Κι αν ακόμα ο νεκρός τελείωσε τη ζωή του με ευσέβεια και τοποθετήθηκε στο ουρανό, μην αρνείσαι να προσφέρεις λάδι  και ν’ ανάβεις κεριά στον τάφο του, ζητώντας το έλεος του Χριστού. Γιατί αυτά είναι ευπρόσδεκτα από το Θεό και φέρνουν πλούσια την  ανταπόδοση Του, αφού το λάδι και το κερί είναι θυσία, η θεία λειτουργία είναι εξιλέωση, και η αγαθοεργία στους φτωχούς φέρνει κάθε αγαθή ανταπόδοση προσαυξημένη. Ο σκοπός, λοιπόν, εκείνου που κάνει την προσφορά για τον νεκρό, είναι ίδιος μ’ εκείνου που έχει ένα παιδί άλαλο, αδύναμο και άρρωστο, και για χάρη του προσφέρει  με πίστη  στον ιερό ναό, ως θυσία, κεριά, λιβάνι και λάδι. Αυτά, λοιπόν, δεν είναι σαν να τα κρατάει και να τα προσφέρει το ίδιο το παιδί; Κάτι ανάλογο δεν γίνεται και στο μυστήριο του θείου βαπτίσματος, οπότε ο ανάδοχος ‘‘αποτάσσεται τω σατανά’’ και ‘‘συντάσσεται τω Χριστώ’’ για λογαριασμό του νηπίου που βαπτίζεται; Όμοια πρέπει να κατανοούμε και την περίπτωση εκείνου που πέθανε πιστός στον Κύριο, ότι δηλαδή ο ίδιος κρατάει και προσφέρει τα κεριά, το λάδι και όλα όσα εμείς προσφέρουμε για την λύτρωση του. Έτσι, με τη χάρη του Θεού, η επιδίωξη, που συνοδεύεται από την πίστη, δεν θα ματαιωθεί. Γιατί οι θεολόγοι απόστολοι και οι μυσταγωγοί και οι πνευματοφόροι πατέρες, αφού πρώτα ενώθηκαν με το Θεό και έγιναν μέτοχοι της εκστατικής δυνάμεως Του, θέσπισαν θεάρεστα τις λειτουργίες, τις προσευχές και τις ψαλμωδίες, που γίνονται κάθε χρόνο στη μνήμη των νεκρών».

Έρχεται, όμως, ένας αντίθετος και λέει: ‘‘Αν είναι έτσι, όλοι  θα σωθούν και κανένας δεν θα κολαστεί’’.

Σωστά. Και μακάρι να γίνει κάτι τέτοιο. Είναι αυτό που ποθεί και θέλει  και επιδιώκει ο πανάγαθος Κύριος, είναι αυτό που Του δίνει χαρά και ευφροσύνη, το να μη στερηθεί κανείς τις θείες δωρεές Του. Μήπως τα βραβεία και τα στεφάνια τα ετοίμασε για τους αγγέλους; Μήπως ήρθε στη γη και σαρκώθηκε από την Παρθένο και έγινε άνθρωπος και έπαθε και πέθανε για να σώσει τις ουράνιες δυνάμεις; Μήπως στους αγγέλους θα πει, «Ελάτε, οι ευλογημένοι από τον Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία που σας έχει ετοιμαστεί» (Ματθ. 25:34); Δεν  μπορείς εσύ, ο αντιρρησίας, να ισχυριστείς ότι θα γίνει αυτό. Αφού όλα για τον άνθρωπο τα υπέφερε ο Χριστός, όλα για τον άνθρωπο και τα ετοίμασε.  Ποιος άλλωστε, καλώντας τους φίλους του σε πλούσιο γεύμα, δεν θέλει να έρθουν όλοι και να χορτάσουν απ’ τα καλά του; Για ποιο σκοπό, δηλαδή, ετοίμασε το φαγοπότι, αν όχι για να περιποιηθεί τους φίλους του; Αν, λοιπόν, αυτό θέλουμε εμείς, δεν θα το θέλει πολύ περισσότερο ο μεγαλόδωρος Θεός, που από τη φύση Του είναι πανάγαθος και φιλάνθρωπος και που, μοιράζοντας και δίνοντας δώρα, χαίρεται και αγάλλεται περισσότερο απ’ όσο εκείνος που τα παίρνει;

Κάθε άνθρωπος που απέκτησε μικρή ζύμη αρετών και, μολονότι ήθελε, δεν πρόφτασε να την κάνει ψωμί από ραθυμία ή αμέλεια ή αναβλητικότητα, κι έτσι μια μέρα, χωρίς να το περιμένει, τον θέρισε ο θάνατος, αυτός δεν θα λησμονηθεί από τον δίκαιο Κριτή. Ο Κύριος θα συγκινήσει τις ψυχές των οικείων του, για να τον βοηθήσουν, αναπληρώνοντας τα υστερήματα του νεκρού.

Απεναντίας, όποιος έζησε ζωή αμαρτωλή, όποιος δεν πορεύθηκε ποτέ σύμφωνα με τη συνείδηση του, αλλά κυλιόταν άφοβα και αδιάντροπα στις δυσωδίες των ηδονών, ικανοποιώντας όλες τις ορέξεις της σάρκας και αδιαφορώντας ολότελα για την ψυχή του, όταν θα φύγει απ’ αυτή την ζωή, από κανέναν δεν θα βοηθηθεί. Ο Θεός, επειδή δεν τον λογαριάζει για δικό Του, θα οικονομήσει να τον ξεχάσουν και η γυναίκα του και τα παιδιά του και τ’ αδέλφια του και οι φίλοι του.

   Εμένα, λοιπόν, όποιος είναι φίλος μου, εύχομαι να με βοηθήσει, αν είναι δυνατόν, ώστε να μην αφήσω πίσω μου κανένα υστέρημα. Αν, όμως, φτάσω στο τέλος της ζωής μου χωρίς να είμαι απόλυτα έτοιμος, παρακαλώ τον πολυέλαιο Κύριο να συγκινήσει τους  συγγενείς και τους φίλους μου και να θερμάνει τις καρδιές τους, ώστε, αν ως άνθρωπος αφήσω κάποιο υστέρημα, να με βοηθήσουν ολοπρόθυμα και να το αναπληρώσουν με καλά και θεάρεστα έργα. Έτσι, άλλωστε, διδάσκει και διακηρύσσει ο θεολόγος Χρυσόστομος, που τον ανέφερα  και πιο πάνω. «Αν δεν πρόλαβες», λέει, «να τακτοποιήσεις όλα τα ζητήματα της ψυχής σου όσο ζούσες, τότε, έστω και στα τελευταία σου, άφησε εντολή στους δικούς σου να στείλουν μαζί σου τα υπάρχοντα σου, όταν πεθάνεις, να σε βοηθήσουν δηλαδή με αγαθοεργίες, ελεημοσύνες και προσφορές. Έτσι θα κάνεις το Λυτρωτή να σε αντιμετωπίσει με επιείκεια, γιατί αυτά τα δέχεται με ευχαρίστηση».

Ο ίδιος, πάλι γράφει κάπου αλλού: «Στη διαθήκη σου βάλε συγκληρονόμο, μαζί με τα παιδιά και τους συγγενείς σου, και τον Κύριο. Ας έχει το χαρτί και το όνομα του Κριτή. Ας μην παραλείπει, ακόμα, ν’ αναφέρει και τους φτωχούς. Εγώ γίνομαι εγγυητής τους. Αυτό, βέβαια, δεν πρέπει να το χρησιμοποιήσει κανείς ως πρόφαση, για  να μην κάνει ελεημοσύνες όσο είναι ζωντανός. Και όσο ζει  να κάνει, αλλά και μετά το θάνατο να τις συνεχίζει. Το αντίθετο είναι τελείως παράλογο, βέβηλο και ασύμφωνο με το θέλημα του Θεού. Πολύ καλό και αρεστό και ευπρόσδεκτο απ’ το Θεό είναι το να καθαρίζει κάθε ευσεβής και φιλόχρηστος άνθρωπος τον εαυτό του με όλες τις αγαθοεργίες, να αποφεύγει κάθε αμαρτία και να τηρεί τις φωτεινές εντολές του Θεού, για να μπορέσει, όταν φτάσει στο τέλος της ζωής του, να πει θαρρετά στον Κύριο: ‘‘Έτοιμη είναι η καρδιά μου, Θεέ μου, έτοιμη είναι η καρδιά μου’’ (Ψαλ. 107:2). Και έτσι με χαρά να υποδεχτεί τους αγγέλους, που θα κατέβουν για να τον παραλάβουν».

Αυτό βέβαια, το κάνουν λίγοι και σε λίγες περιπτώσεις, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου, «αυτοί που θα σωθούν θα είναι λίγοι» (πρβλ. Λουκ. 13:23), λόγο που είπε ο Πάνσοφος με κάποια λύπη. Γνωρίζοντας, λοιπόν, ότι είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν άνθρωποι σ’ αυτή την πρώτη κατηγορία των σωζομένων, πάμε αναγκαστικά στη δεύτερη κατηγορία, σύμφωνα με τη διδασκαλία των αποστόλων και των πατέρων. Έτσι, με την αγαθότητα του Θεού, και οι νεκροί ωφελούνται και η φιλανθρωπία αυξάνει και η ελπίδα της αναστάσεως επιβεβαιώνεται και η προσευχή στο Θεό δυναμώνει και το εκκλησίασμα των ιερών ναών πυκνώνει και η αγαθοεργία στους φτωχούς απλώνεται.

Οι θεοφώτιστοι άνθρωποι λένε, πως οι πράξεις των ανθρώπων, στην ύστατη πνοή τους, δοκιμάζονται σαν σε ζυγαριά. Και αν η δεξιά πλάστιγγα είναι πιο πάνω από την αριστερή, είναι ολοφάνερο πως ο ετοιμοθάνατος θα παραδώσει την ψυχή του στους αγίους αγγέλους. Αν πάλι και οι δύο πλάστιγγες είναι ίσες, νικάει οπωσδήποτε η φιλανθρωπία του Θεού. Μα κι αν ακόμα η ζυγαριά γέρνει λίγο προς τα’ αριστερά, όπως λένε οι θεολόγοι, η ευσπλαχνία του Θεού θα αναπληρώσει όσο χρειάζεται. Να οι τρεις θείες κρίσεις του Κυρίου: η πρώτη είναι δίκαιη· η δεύτερη είναι φιλάνθρωπη· η Τρίτη είναι υπεράγαθη. Μετά απ’ αυτές έρχεται η τέταρτη, όταν οι εφάμαρτες πράξεις είναι πολύ βαρύτερες. Αλίμονο τότε, αδερφοί! Και αυτή όμως η κρίση του Θεού είναι δίκαιη και θεσπίζει δίκαια για τους ανθρώπους που κρίνονται.

Μετά απ’ αυτά, λοιπόν, ας στρέψουμε όλη μας την προσοχή στη φοβερή ημέρα της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου και ας αναρωτηθούμε, μήπως τότε κατηγορηθούμε, από τους συγγενείς μας ότι παραμελήσαμε τις υποχρεώσεις μας απέναντί τους.

Αλίμονο σ’ όλους, όσοι είναι σαν εμένα, που θα κληρωθούν εκείνη την ημέρα στ’ αριστερά του Κριτή. Μακάριοι εκείνοι, που ο Κύριος θα τους βάλει στα δεξιά Του και θ’ ακούσουν την ευλογημένη φωνή. «Ελάτε, οι ευλογημένοι απ’ τον Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία που σας έχει ετοιμαστεί  απ’ την αρχή  του κόσμου» (Ματθ. 25:34). Αυτή τη φωνή μακάρι ν’ αξιωθούμε να την ακούμε όλοι, όσοι θα φυλάξουμε την ορθόδοξη πίστη, και ν’ απολαύσουμε τ’ αγαθά που την ομορφιά τους «μάτι ανθρώπινο ποτέ δεν είδε και αυτί ποτέ δεν άκουσε και νους δεν μπόρεσε ποτέ να σκεφτεί». (Α΄ Κορ. 2:9).

Αμήν.