Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017

Ἐξαποστειλάρια ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΑ


Τὸ Α´.

Τοῖς μαθηταῖς συνέλθωμεν
ἐν ὄρει Γαλιλαίας,
πίστει Χριστὸν θεάσασθαι,
λέγοντα ἐξουσίαν
λαβεῖν τῶν ἄνω καὶ κάτω·
μάθωμεν πῶς διδάσκει,
βαπτίζειν εἰς τὸ ὄνομα
τοῦ Πατρὸς ἔθνη πάντα
καὶ τοῦ Υἱοῦ
καὶ ἁγίου Πνεύματος καὶ συνεῖναι
τοῖς μύσταις, ὡς ὑπέσχετο,
ἕως τῆς συντελείας.

ς συγκεντρωθοῦμε μαζὶ μὲ τοὺς μαθητὰς τοῦ Κυρίου στὸ ὄρος τῆς Γαλιλαίας, ὅπως τοὺς ὥρισε Ἐκεῖνος, καὶ μὲ πίστι πολλὴ ἂς κυττάξωμε τὸν ἀναστάντα Χριστὸ καὶ ἂς τὸν ἀκούσωμε νὰ λέη, ὅτι ἐπῆρε πλέον καὶ μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύσι του τὴν ἐξουσία τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς· νὰ μάθωμεν ἀκόμη κατὰ ποῖο τρόπο διδάσκει νὰ βαπτίζουν οἱ μαθηταί του ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀνήκουν ἀκόμη στὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· καὶ ὅτι θὰ μείνῃ μαζὺ μὲ τοὺς μαθητάς του καθὼς Ἐκεῖνος ἔδωκε τὴν ὑπόσχεσι, μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων.
ὰν φαντασθοῦμε μιὰ τέτοια κοινὴ συγκέντρωσι μὲ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς μαθητάς του, ἡ ψυχή μας σκιρτάει ἀπὸ ἀνέκφραστη χαρά. Εἶναι μικρὸ νὰ βλέπης τὸν ἀναστημένο Χριστὸ καὶ νὰ σοῦ ὁμιλῆ γιὰ τὴν δόξα του καὶ νὰ σὲ διδάσκη τὸ θέλημά του; Εὐσεβεῖς πόθοι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὑμνογράφου, θὰ εἰποῦν μερικοί. Καὶ ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι. Ἀρκεῖ νὰ σκεφθοῦμε τὴν εὐχαριστιακὴ σύναξι τῆς Κυριακῆς, δηλαδὴ τὴν συμμετοχή μας στὴν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς, γιὰ νὰ εἴμεθα ἀκριβῶς μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἁγιότητος καὶ τῆς πραγματικῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Στὸ ναό μας, κάθε Κυριακή, συγκεντρωμένοι μὲ τοὺς λειτουργοὺς τοῦ Κυρίου, συγκροτοῦμε τὴν Ἐκκλησία, μὲ κεφαλὴ τὸν Χριστό μας. Βαπτισμένοι στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ σὲ κοινωνία μὲ τὴν θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, περιμένομε τήν στιγμή, ποὺ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, θὰ μετατρέψῃ τὰ τίμια δῶρα σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κι ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγο θὰ γινώμεθα μέτοχοι τοῦ Ποτηρίου, θὰ ἔχωμε μέσα μας τὸ Χριστὸ σταυρωμένο καὶ ἀναστημένο, ὅπως τὸ εἶπε ὁ θεῖος Ἀπόστολος «ὁσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον πίνητε τὸν ἐμὸν θάνατον καταγγέλετε». (Α´ Κορ. ια´ 26). Νὰ λοιπὸν ἡ συνάντησι μὲ τὸν Χριστό, ἢ καλύτερα, ἡ ἕνωσι μετὰ τοῦ Χριστοῦ «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον». Ἀμήν.

Τὸ Β´.

Τὸν λίθον θεωρήσασαι
ἀποκεκυλισμένον
αἱ μυροφόροι ἔχαιρον·
εἶδον γὰρ νεανίσκον
καθήμενον ἐν τῷ τάφῳ
καὶ αὐτὸς ταύταις ἔφη·
Ἰδοὺ Χριστὸς ἐγήγερται·
εἴπατε σὺν τῷ Πέτρῳ
τοῖς μαθηταῖς·
Ἐν τῷ ὄρει φθάσατε Γαλιλαίας,
ἐκεῖ ὑμῖν ὀφθήσεται,
ὡς προεῖπε τοῖς φίλοις.

ταν οἱ μαθήτριες τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔφερναν τὰ μύρα γιὰ νὰ ἀλείψουν τὸ ἄχραντο Σῶμα Του, εἶδαν πὼς εἶχε μετακινηθῆ ὁ λίθος ἀπὸ τὸ μνημεῖο, ἐγέμισαν ἀπὸ χαρά· διότι συγχρόνως εἶδαν νὰ κάθεται ἐπάνω στὸν ἄδειο τάφο ἕνας λαμπροφορεμένος ἄγγελος καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε· Κυττάξτε, ὁ Χριστὸς ἔχει ἀναστηθῆ· ἀναγγείλατέ το στούς μαθητὰς καὶ στὸν Πέτρο μαζύ· καὶ τρέξετε ἀμέσως στὸ γνωστὸ ὄρος τῆς Γαλιλαίας, διότι ἐκεῖ πρόκειται νὰ ἐμφανισθῇ γιὰ χάρι σας, καθὼς προεῖπε στοὺς ἀγαπητούς του μαθητάς.
Τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου γνωστοποιεῖται γιὰ πρώτη φορὰ στὸ κύκλο τῶν προσφιλῶν του προσώπων. Οἱ ψυχές τους πλημμυρίζουν ἀπὸ χαρά. Οἱ ἐλπίδες τους ἀναπτερώνονται. Ὁ Πέτρος ξαναβρίσκει τὸν ἑαυτό του καὶ τρέχει πότε στὸν κενὸ τάφο καὶ πότε στὸ ὄρος τῆς Γαλιλαίας. Ἀπὸ στόμα σὲ στόμα ἡ Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου θὰ πληρώσῃ ὅλη τὴν Ἱερουσαλὴμ καί, μετὰ τὴν Πεντηκοστή, ὁλόκληρο τὸν κόσμο.
Αὐτὸ τὸ ἀναστάσιμο μήνυμα μᾶς φέρει καὶ σήμερα, ἡμέρα Κυριακή, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητὲ ἀναγνώστα. Ἐὰν αὐτὸ τὸ μήνυμα δὲν ἀνανεώνεται μέσα μας, τότε θὰ νεκρωθοῦμε ψυχικά. Ἡ Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀνάστασι τῆς ψυχῆς κάθε χριστιανοῦ. Εἶναι τόσοι οἱ πειρασμοί, εἶναι τόσοι οἱ τοξευμοὶ τοῦ διαβόλου, ὥστε, ἂν κυριαρχήσῃ ἡ ἁμαρτία, ὁ πνευματικὸς θάνατος θὰ εἶναι βέβαιος γιὰ μᾶς. Ἕνας χριστιανὸς ὅμως, μὲ ἀναστημένη ψυχή, ξέρει νὰ γρηγορῆ, νὰ ἀγωνίζεται, νὰ προσεύχεται, νὰ κοινωνῆ, νὰ μελετᾷ καὶ νὰ βρίσκεται πάντοτε, μὲ ἀνοιχτὰ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, μπροστὰ στὸ κενὸ τάφο τοῦ Κυρίου ἢ στὸ ὄρος τῆς Γαλιλαίας· γιὰ νὰ δῆ τὸν Χριστὸ ἀναστημένο καὶ παντοδύναμο, νὰ εὐλογῆ καὶ νὰ ἁγιάζῃ αὐτοὺς ποὺ τὸν πιστεύουν. Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ· ἀνάστασι τῶν ψυχῶν μας· κήρυγμα πανευφρόσυνο, ἀναλλοίωτο καὶ αἰώνιο· αὐτὴ ἡ χαρά μας, αὐτὴ καὶ ἡ ἐλπίδα μας.

Τὸ Γ´.

τι Χριστὸς ἐγήγερται
μή τις διαπιστείτω·
ἐφάνη τῇ Μαρίᾳ γάρ,
ἔπειτα καθωράθη
τοῖς ἐν ἀγρὸν ἀπιοῦσι·
μύσταις δὲ πάλιν ὤφθη
ἀνακειμένοις ἕνδεκα,
οὓς βαπτίζειν ἐκπέμψας
εἰς οὐρανούς,
ὅθεν καταβέβηκεν, ἀνελήφθη,
ἐπικυρῶν τὸ κήρυγμα
πλήθεσι τῶν σημείων.

ς μὴ ἀμφιβάλλῃ κανεὶς ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει ἀναστηθῆ ἐκ νεκρῶν· διότι ἐνεφανίσθη στὴ Μαρία, ἔπειτα παρουσιάσθηκε σὲ δυὸ ἀπὸ τοὺς μαθητάς ποὺ ἐπήγαιναν σὲ κάποιο ἀγρό· πάλιν δὲ ἐνεφανίσθη στοὺς ἕνδεκα μαθητὰς ποὺ εἶχαν συγκεντρωθῆ γιὰ νὰ συζητήσουν καὶ νὰ δειπνήσουν· ἀφοῦ δὲ ἔδωκε τὴν ἐντολὴ σ᾿ αὐτοὺς τούς μαθητὰς γιὰ νὰ βαπτίζουν, ἀνελήφθη στοὺς Οὐρανούς, ἀπὸ ὅπου εἶχε κατεβῆ, ἐπικυρώνοντας ἔτσι τὴν ἀναγγελία γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως μὲ πλήθη τέτοιων ἀποδεικτικῶν σημείων.
ποιος ἀμφιβάλλει γιὰ τὴν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, ἀμφιβάλλει αὐτομάτως γιὰ ὅλη τὴν προσωπική του πνευματική ὑπόστασι· καταδικάζει τὸν ἑαυτό του σὲ μιὰ πρόσκαιρη, ἐπίγεια ζωή, χωρὶς τὴν προέκτασι τῆς αἰωνιότητος, ποὺ μᾶς ἐχάρισε ὁ ἀναστημένος Χριστός. Τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια καὶ οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας μᾶς θυμίζουν τὰ συγκεκριμένα περιστατικὰ τῶν ἐμφανίσεων τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν Ἀνάστασί του, μὲ τοὺς αὐτόπτες μάρτυρες, καὶ κυρίως τοὺς Ἀποστόλους, πού, μετὰ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀναστάσιμη ἐμπειρία καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, ἐκήρυξαν σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο τὸ Εὐαγγέλιο.
Τί εἶναι ἡ Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, σὰν γεγονός, γιὰ τὴν δική μας ψυχή; Ἐνισχύει τὸ ἱεραποστολικό μας φρόνημα; Ἀνανεώνει πάντοτε μέσα μας τὴν ἐλπίδα γιὰ τὸν Οὐρανό; Δίνει φτερὰ στὰ πόδια μας γιὰ νὰ γίνωμε κήρυκες τῆς ἀγάπης; Mᾶς φέρνει στὴν ἀναστάσιμη λειτουργία τῆς Κυριακῆς, γιὰ νὰ τὴν ξαναζήσωμε μυστηριακά; Ἐὰν ἔχωμε τέτοια σκιρτήματα ψυχῆς, τότε σημαίνει πὼς ἡ φλόγα τῆς Ἀναστάσεως καίει μέσα στὴν ὕπαρξί μας, καὶ ὁ ἀναστὰς Χριστὸς κατευθύνει τὴν ζωή μας. Ὁ ὄρθρος τῆς Κυριακῆς μὲ τὰ Εὐλογητάρια, μὲ τὰ ἀναστάσιμα Ἐξαποστειλάρια καὶ τοὺς ὕμνους τῶν Αἴνων, ἂς εἶναι μιὰ νέα ἀφορμή, κάθε φορά, γιὰ τὴν εἴσοδο καὶ τὴν παραμονή μας στὸν ἀτέλειωτο λειτουργικὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μας.

Τὸ Δ´.

Ταῖς ἀρεταῖς ἀστράψαντες,
ἴδωμεν ἐπιστάντας
ἐν ζωηφόρῳ μνήματι
ἄνδρας ἐν ἀστραπτούσαις
ἐσθήσεσι μυροφόροις
κλινούσαις εἰς γῆν ὄψιν·
τοῦ οὐρανοῦ δεσπόζοντος
ἔγερσιν διδαχθῶμεν
καὶ πρὸς ζωὴν
ἐν μνημείῳ δράμωμεν σὺν τῷ Πέτρῳ,
καὶ τὸ πραχθὲν θαυμάσαντες,
μείνωμεν Χριστὸν βλέψαι.

Λαμπροφορεμένοι μὲ τὶς ἀρετὲς τοῦ Χριστοῦ, ἂς δοῦμε νὰ στέκωνται στὸ κενὸ σημεῖο, ἀπὸ ὅπου ἀνέτειλε ἡ νέα ζωή, δυὸ ἀγγέλους ντυμένους μὲ ἀστραφτερὰ φορέματα, μπροστὰ στὶς μυροφόρους, ποὺ ἔκλιναν τὸ πρόσωπό τους πρὸς τὴ γῆ, ἀπὸ τὴ λάμψι ποὺ ἀντίκρυσαν· τὴν ὥρα αὐτὴ ποὺ ἐδέσποζεν ὁ Οὐρανός, ἂς διδαχθοῦμε τὴν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἂς τρέξωμε μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο πρὸς τὸ μνημεῖο, ἐκεῖ ποὺ εὑρίσκεται ἡ ἀληθινὴ ζωή, καὶ ἀφοῦ θαυμάσωμε τὴν νέα αὐτὴ πραγματικότητα, ἂς παραμείνωμε γιὰ νὰ δοῦμε τὸν ἀναστημένο Χριστό.
Πόσο πηγαία καὶ εἰλικρινὴς εἶναι ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὑμνογράφου, νὰ βρεθῆ μπροστὰ στὸν κενὸ τάφο τοῦ Χριστοῦ! Ἔρχεται στὸ νοῦ ἡ εἰκόνα τῆς παρουσίας τῶν λαμπροφορεμένων ἀγγέλων, τῶν σεμνῶν καὶ φοβισμένων μυροφόρων· σκέπτεται ἔπειτα τὴν δύναμι τοῦ Οὐρανοῦ καὶ ζητεῖ νὰ τρέξωμε στὸν τάφο, γιὰ νὰ θαυμάσωμε τὴν Ἀνάστασι καὶ νὰ ἀντικρύσωμε τὸν Χριστό.
λο τὸ μυστικὸ γιὰ τὴν ἐπιτυχία αὐτῆς τῆς πορείας, ὁ ποιητής, τὸ περικλείει στὶς τρεῖς πρῶτες λέξεις τοῦ ὕμνου· «ταῖς ἀρεταῖς ἀστράψαντες». Γιὰ νὰ δοῦμε τὴν λαμπρότητα τῆς Ἀναστάσεως, πρέπει νὰ ἀστράφτωμε κι ἐμεῖς μὲ τὶς ἀρετές μας. Χωρὶς τὴν ἁγνότητα τῶν προθέσεων, χωρὶς τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς, χωρίς τὴν δύναμι τῆς πίστεως, χωρὶς τὸν ὁπλισμὸ τῆς ἀγάπης, χωρὶς τὸν φωτισμὸ τῆς καλωσύνης, πῶς μποροῦμε νὰ ἀντικρύσωμε τὸν κενὸ τάφο καὶ τὸν Χριστὸ; Ἂν λοιπόν τὴν καρδιά μας κατακαίη μιὰ τέτοια ἐπιθυμία, ἂς κυττάξωμε νὰ λαμπροστολιστοῦμε μὲ τὶς ἀρετές, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε μιᾶς τέτοιας μεγάλης τιμῆς.

Τὸ Ε´.

ζωὴ καὶ ὁδὸς Χριστὸς
ἐκ νεκρῶν τῷ Κλεόπᾳ
καὶ τῷ Λουκᾷ συνώδευσεν,
οἶσπερ καὶ ἐπεγνώσθη
εἰς Ἐμμαούς, κλῶν τὸν ἄρτον·
ὦν ψυχαὶ καὶ καρδίαι
καιόμεναι ἐτύγχανον,
ὅτε τούτοις ἐλάλει
ἐν τῇ ὁδῷ
καὶ Γραφαῖς ἡρμήνευεν, ἂ ὑπέστη·
μεθ᾿ ὧν, «ἠγέρθη», κράξωμεν,
«ὤφθη τε καὶ τῷ Πέτρῳ».

ἀναστημένος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ πραγματικὴ ζωὴ καὶ ἡ ὁδὸς συνώδευσε τοὺς δυὸ ἀποστόλους, τὸν Κλεόπα καὶ τὸ Λουκᾶ στήν πορεία πρὸς τὴν κωμόπολι Ἐμμαούς, ὅπου βεβαίως, ὅταν ἔφθασαν, ἀπεκαλύφθη σ᾿ αὐτούς, τὴν ὥρα ἀκριβῶς ποὺ ἔκοβε σὲ κομμάτια καὶ τοὺς ἐμοίραζε τὸν ἄρτο· αὐτῶν τῶν ἀποστόλων οἱ ψυχὲς καὶ οἱ καρδιὲς εἶχαν κυριευθῆ ἀπὸ τὴν φλόγα τοῦ θείου ζήλου καὶ τῆς ἀφοσιώσεως στὸ Χριστό, ὅταν ὡμιλοῦσε σ᾿ αὐτοὺς σὲ ὅλο τὸ διάστημα τῆς πορείας, καὶ τοὺς ἐξηγοῦσε μὲ τὶς ἅγιες Γραφές, ὅσα μαρτύρια ὑπέφερε κατὰ τὴν σταυρικὴ θυσία του· μαζὺ μ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀποστόλους ἂς φωνάξωμε χαρούμενα, ὅτι ἀνεστήθη ὁ Χριστὸς καὶ ἐνεφανίσθη καὶ στὸν Πέτρο.
Μπορεῖ νὰ μὴ τὸν ἀνεγνώρισαν ἀμέσως τὸν Χριστὸ οἱ δυὸ ἀπόστολοι, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα· ὅμως ἡ καρδιά τους ἐφλέγετο ἀπὸ τὸν θεῖο ζῆλο καὶ τὴν ἀφοσίωσι σ᾿ αὐτόν, ἐπειδὴ ἦτο ὁ Κύριός τους κι ὁ Διδάσκαλός τους. Κι ἔτσι ἀξιώθηκαν, ἔστω καὶ τὴν τελευταία στιγμή, νὰ τὸν δοῦν πάλι μπροστά τους καὶ νὰ μείνουν ἐκστατικοί, ὅταν τὸν ἔχασαν ἀπὸ τὰ μάτια τους. Μερικὲς φορὲς ζητοῦμε ὅλοι μας νὰ καταλάβωμε περισσότερα πράγματα ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ εἰσδύσωμε βαθύτερα στὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας του. Μὰ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ μόνο μὲ μαθηματικὲς ἀντιλήψεις καὶ λογικὰ σχήματα. Πρὶν ἀπ᾿ ὅλα χρειάζεται αὐτὸς ὁ θερμός ζῆλος καὶ ἡ ἀφοσίωσι στὸ Χριστό· τὸ ἀποστολικὸ φρόνημα καὶ ὁ θεῖος φόβος· τὸ δόσιμο τῆς καρδιᾶς στὸ Χριστό, καὶ ἡ ἔμπνευσι τῆς ζωῆς μας ἀπὸ τὴν Χάρι του· γιατὶ ἡ πίστι προηγεῖται ἀπὸ τὴν πεποίθησι καὶ τὴν γνῶσι· ἡ πίστι εἶναι δῶρο τοῦ οὐρανοῦ, ἐνῷ ἡ γνῶσι εἶναι ἀπόκτημα τοῦ ἀνθρώπου. Χρειάζεται ἡ πίστι γιὰ νὰ ἀποκαλυφθεῖ καὶ σὲ μᾶς ὁ Χριστὸς καὶ νὰ μᾶς ἐξηγήση ὁ ἴδιος τὸ Πάθος του καὶ τὴν Ἀνάστασί του. Θὰ ἦταν ὥρα εὐλογίας καὶ ἀνέκφραστης χαρᾶς, ὅταν παίρναμε κι ἐμεῖς τὴν πορεία πρὸς κάποιους Ἐμμαοὺς γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε, μὲ θερμὴ τὴν καρδιά μας ἀπὸ ἀγάπη στὸ Χριστό, νὰ τὸν δοῦμε νὰ τεμαχίζη τὸν ἄρτο καὶ νὰ μᾶς προσφέρη τὴν μερίδα μας.

Τὸ ΣΤ´.

Δεικνύων ὅτι ἄνθρωπος,
Σῶτερ, εἶ κατ᾿ οὐσίαν,
ἀναστὰς ἐκ τοῦ μνήματος,
βρώσεως συμμετέσχες,
καὶ μέσον στὰς ἐδίδασκες
μετάνοιαν κηρύσσειν·
εὐθὺς δὲ πρὸς οὐράνιον
ἀνελήφθης Πατέρα
καὶ μαθηταῖς
πέμπειν τὸν Παράκλητον ἐπηγγείλω·
ὑπέρθεε, Θεάνθρωπε,
δόξα τῇ σῇ ἐγέρσει.

ποδεικνύοντας ὅτι εἶσαι στὴν οὐσία τέλειος ἄνθρωπος, Ἰησοῦ Χριστὲ καὶ Σωτήρ μας, ἀφοῦ ἀνεστήθης ἀπὸ τὸ μνῆμα, ὅπου εἶχες ἐνταφιασθῆ, ἔλαβες μέρος στὸ φαγητό, ποὺ σοῦ παρέθεσαν οἱ μαθηταί σου· καὶ ἀφοῦ ἐστάθηκες στὸ μέσον τῆς συντροφιᾶς τους, τοὺς ἐδίδασκες νὰ κηρύττουν στὸν κόσμο τὴν μετάνοια· εὐθὺς ἀμέσως δὲ ἀνελήφθης στὸν Πατέρα ποὺ βρίσκεται στοὺς Οὐρανούς, ἐνῷ ὑπεσχέθης νὰ στείλης στοὺς μαθητὰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα γιὰ νὰ τοὺς ἐνισχύῃ· μοναδικὲ Θεέ μας καὶ Θεάνθρωπε, αἰωνία ἀνήκει σὲ σένα ἡ δόξα γιὰ τὴν Ἀνάστασί σου.
νώπιόν μας πάντοτε προβάλλεται τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου· ὁ Χριστὸς ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος, ἐκτὸς ἁμαρτίας, γιὰ τὴν σωτηρία μας. Ἕνα τέτοιο μυστήριο, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τὸ ξεπερνᾶ κανείς, ὅταν μάλιστα σκύβη νὰ μελετήση τὰ ἱερά μας κείμενα. Ὁ ποιητὴς τοῦ τροπαρίου, σχολιάζοντας τὸ γεγονὸς τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν Ἀνάστασί του, καὶ τὴν συμμετοχή του στὸ φαγητὸ τῶν Ἀποστόλων, τὸ βλέπει σὰν μιὰ πρόσθετη ἀπόδειξι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ οὐσίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἂν δὲν δεχθοῦμε αὐτὸ τὸ θεμελιακὸ δίδαγμα τῆς ἀνθρωπίνης οὐσίας τοῦ Λόγου, τότε δὲν μποροῦμε νὰ προχωρήσωμε σὲ καμμιὰ ἄλλη σκέψι, σχετικὴ μὲ τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας. Μὲ αὐτή, λοιπόν, τὴν ταυτόχρονη θεϊκὴ καὶ ἀνθρώπινη παρουσία του ὁ Χριστός, ἐδίδασκε τοὺς μαθητὲς νὰ κηρύσσουν τὴν μετάνοια καὶ λίγο πρὶν ἀναληφθῆ στοὺς Οὐρανούς, ὑπεσχέθη νὰ τοὺς στείλη τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ ἦλθε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, καὶ ἔκτοτε μένει στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἄραγε μέσα καὶ στὴ δική μας τὴν ὕπαρξι; Εἶναι ἕτοιμη ἡ ψυχή μας, ἔχομε κατάλληλο φρόνημα, ἔχομε ἀναστάσιμη χαρά, ὅπως οἱ μαθηταὶ τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ βρίσκῃ ὁ Παράκλητος τόπο διαμονῆς καὶ νὰ μᾶς ἐπισκιάζη; Κάθε μιὰ μέρα, σὰν τὴν σημερινή, ἂς εἶναι μιὰ ἀνανέωσι τῆς ψυχῆς μας, ὥστε μέσα στὴν ἀναστάσιμη χαρά, νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀγάπη του καὶ νὰ προσφέρωμε τὴν ψυχή μας γιὰ νά «σκηνώνη ἐν ἡμῖν» τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.

Τὸ Ζ´.

τι ἦραν τὸν Κύριον
τῆς Μαρίας εἰπούσης,
ἐπὶ τὸν τάφον ἔδραμον
Σίμων Πέτρος καὶ ἄλλος
μύστης Χριστοῦ, ὃν ἠγάπα·
ἔτρεχον δὲ οἱ δύο
καὶ εὗρον τὰ ὀθόνια
ἔνδον κείμενα μόνα,
καὶ κεφαλῆς
ἦν δὲ τὸ σουδάριον χωρὶς τούτων
διὸ πάλιν ἡσύχασαν,
τὸν Χριστὸν ἕως εἶδον.

ταν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ εἶπε στοὺς δύο μαθητὰς ὅτι ἐπῆραν τὸν Χριστὸ ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου τὸν εἶχαν θάψει, τότε αὐτοί, ὁ Σίμων Πέτρος δηλαδὴ καὶ ὁ ἄλλος ἀφωσιωμένος μαθητής του ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἰδιαιτέρως τὸν ἀγαποῦσε ὁ Χριστός, ἔτρεξαν πρὸς τὸν τάφο· ἔτρεχαν δὲ μαζὺ καὶ οἱ δύο καὶ - ὅταν ἔφθασαν - βρῆκαν τοὺς νεκρικούς ἐπιδέσμους, μὲ τοὺς ὁποίους εἶχαν τυλίξει τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, νὰ εἶναι στὴ θέσι τους, χωρὶς νὰ ἔχουν καθόλου ἀνακατωθῆ· ἀκόμη δὲ καὶ τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς του ἦταν χωριστὰ ἀπὸ τοὺς ἐπιδέσμους, τακτοποιημένο σὲ κάποια θέσι· μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονός, ποὺ ἔπειθε πὼς δὲν πῆρε κανεὶς τὸ Χριστό, ἀλλ᾿ ὅτι ἐκεῖνος ἀνεστήθη, οἱ μαθηταὶ ἔμειναν ἥσυχοι, μέχρις ὅτου, μάλιστα, τὸν εἶδαν, ὅταν ἐνεφανίσθη ἐνώπιόν τους ἀναστημένος.
Μαγδαληνὴ ἦταν ἀνήσυχη. Ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ ἀφοσίωσί της στὸ Διδάσκαλο, ἔφεραν τὰ βήματά της στὸ μνημεῖο, ποὺ τὸ βρῆκε κενό. Σὲ λίγο, οἱ δυὸ μαθηταί, ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης, ἔβλεπαν μὲ τὰ μάτια τους, πὼς ὁ τάφος ἦταν κενός, καὶ ὅλα ἔπειθαν πὼς ὁ Χριστὸς ἀνεστήθη. Βέβαιοι πλέον γιὰ τὴν Ἀνάστασι, περίμεναν μέχρι τὴν ὥρα ποὺ τὸν εἶδαν μέσα στό «ὑπερῶον» τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἡ ἀνησυχία τῆς Μαρίας καὶ τὸ τρέξιμο τῶν μαθητῶν στὸν τάφο, μᾶς δίνουν τὸ μέτρο τῆς δικῆς μας ἀνησυχίας καὶ τὸν δείκτη τοῦ δικοῦ μας δρόμου, γιὰ νὰ βρεθοῦμε στὸν κενὸ τάφο. Ἀπὸ κεῖ θὰ ἀντλήσωμε δύναμι ἀκατανίκητη καὶ φωτισμὸ πλούσιο, γιὰ νὰ βροῦμε τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἠρεμία τῶν λυτρωμένων παιδιῶν τοῦ Θεοῦ. Βεβαιωμένοι γιὰ τὴν ζωηφόρο Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, τρέχομε τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἀκούσωμε τὰ ἀναστάσιμα μηνύματα τοῦ λυτρωμοῦ καὶ τῆς χαρᾶς. Κανένας ἄλλος χῶρος, καὶ τοπικὰ καὶ πνευματικά, δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς δώσῃ, ὅ,τι μᾶς προσφέρει ὁ ναός μας, ἡ ἐκκλησία μας. Μόνον ἐκεῖ βρίσκει κανεὶς τὴν γαλήνη καὶ τὴν καθαρότητα. Μόνον ἐκεῖ βλέπει ζωντανὸ τὸν Χριστό, τὴν γλυκειὰ Παναγία καὶ τοὺς συμπαθεῖς Ἁγίους. Καὶ καθὼς ἀξιωνόμαστε νὰ δεχθοῦμε μέσα μας τὸν Χριστὸ μὲ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, περιμένομε τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ τὸν δοῦμε σ᾿ ὅλη του τήν δόξα μαζὶ μὲ τὴν Μητέρα του καὶ τοὺς Ἁγίους βρίσκοντας κοντά του τὴν αἰώνια χαρὰ καὶ τὴν εὐφροσύνη.

Τὸ Η´.

Δύο ἀγγέλους βλέψασα
ἔνδοθεν τοῦ μνημείου
Μαρία ἐξεπλήττετο,
καὶ Χριστὸν ἀγνοοῦσα
ὡς κηπουρὸν ἐπηρώτα·
«Κύριε, ποῦ τὸ σῶμα
τοῦ Ἰησοῦ μου τέθεικας»·
κλήσει δὲ τοῦτον γνοῦσα
εἶναι αὐτὸν
τὸν Σωτῆρα, ἤκουσε·
«Μή μου ἄπτου·
πρὸς τὸν Πατέρα ἄπειμι·
εἰπὲ τοῖς ἀδελφοῖς μου.

Καθὼς ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔβλεπε νὰ φρουροῦν τὸ κενὸ μνημεῖο δυὸ ἄγγελοι, ὁ ἕνας πρὸς τὸ μέρος τῆς κεφαλῆς καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδιῶν, κατεχόταν ἀπὸ μεγάλη κατάπληξι· καὶ ἐπειδὴ δὲν καταλάβαινε τὸν Χριστό, ποὺ ἦταν μπροστά της ἀναστημένος, τὸν ἐρωτοῦσε σὰν νὰ ἦταν ὁ κηπουρός· Κύριε, ποῦ ἔχεις βάλει τὸ ἄχραντο σῶμα τοῦ Διδασκάλου μου Ἰησοῦ; Ὅταν δὲ κατάλαβε ἀπὸ τὸν τόνο τῆς φωνῆς του, πὼς αὐτὸς ἦταν ὁ Χριστός, κι ὅταν εἶπε τὸ ὄνομά της, ἄκουσε (τόν Σωτῆρα Χριστὸ νὰ τῆς λέγη)· μὴ μὲ ἐγγίζης· πηγαίνω τώρα πρὸς τὸν Πατέρα μου· δόσε αὐτὴ τὴν ἀγγελία στοὺς ἀδελφούς μου καὶ μαθητάς μου.
Αὐτὴ ἡ ἀγάπη τῆς Μαγδαληνῆς στὸ Χριστό, τῆς ἐχάρισε τὴν μεγάλη τιμὴ νὰ τὸν δῆ καὶ νὰ τὸν ἀκούσῃ πρώτη μετὰ τὴν Ἀνάστασί του. Καθὼς διηγεῖται ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἐνῶ ἡ Μαγδαληνὴ εἶδε ἄδεια, ἀλλὰ στὴ θέσι τους, τὰ ὀθόνια καὶ τὸ σουδάριο καὶ ἔτρεξε νὰ τὸ πῆ στοὺς μαθητὰς Πέτρο καὶ Ἰωάννη, ποὺ ἦλθαν νὰ τὰ δοῦν κι αὐτοί, ἐκείνη ἔμενε ἔξω ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ ἔκλαιγε, γιατὶ δὲν ἤξερε, ποῦ μετέφεραν τὸν Χριστό. Ἐκεῖ, λοιπόν, ἀνάμεσα στὴ θλίψι καὶ στὰ δάκρυά της, στόν πόνο της καὶ στὴν ἐλπίδα, ἀντικρύζει τὸν Διδάσκαλο, ποὺ σὲ λίγο θὰ τὴν προσφωνήσῃ μὲ τὸ ὄνομά της. Ἂς μετρήσωμε ἐμεῖς τὴν ἀγάπη μας καὶ τὴν ἀφοσίωσί μας στὸ Χριστό. Πόσο τὸν ἀγαποῦμε; Πόσες φορὲς διερωτώμεθα ἂν εἶναι κοντά μας; Πόσες φορὲς τὸν ἀνακαλύπτομε μέσα στὴν ψυχή μας; Μήπως Ἐκεῖνος ἔρχεται, κι ἐμεῖς θολωμένοι ἀπὸ τὴν ἀθυμία, δὲν κατορθώνομε νὰ τὸν ἀναγνωρίσωμε; Ἂς ἀπαντήσωμε μὲ εἰλικρίνεια στὸν ἑαυτό μας. Ἐὰν θέλωμε νὰ ἀκούσωμε τὸ ὄνομά μας στὴ Βασιλεία μας καὶ νὰ βρεθοῦμε στὰ δεξιά του, ἂς τοῦ δείξωμε ὅλη τὴν ἀγάπη μας καὶ τὴν ἀφοσίωσί μας. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ω τῆς ζωῆς μας.

Τὸ Θ´.

Συγκεκλεισμένων, Δέσποτα,
τῶν θυρῶν ὡς εἰσῆλθες
τοὺς ἀποστόλους ἔπλησας
Πνεύματος Παναγίου,
εἰρηνικῶς ἐμφυσήσας,
οἷς δεσμεῖν τε καὶ λύειν
τὰς ἁμαρτίας εἴρηκας·
καὶ ὀκτὼ μεθ᾿ ἡμέρας
τὴν σὴν πλευρὰν
τῷ Θωμᾷ ὑπέδειξας καὶ τὰς χεῖρας,
μεθ᾿ οὗ βοῶμεν· «Κύριος
καὶ Θεὸς σὺ ὑπάρχεις».

νῷ οἱ πόρτες τοῦ ὑπερῴου εἶχαν κλεισθῆ καλά, Δέσποτα Ἰησοῦ Χριστέ, καθὼς ἐμπῆκες μέσα θαυματουργικά, ἐγέμισας τοὺς ἀποστόλους μὲ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ἀφοῦ ἐνεφύσισες σ᾿ αὐτοὺς τὴν εἰρήνη τὴν δική σου καὶ τοὺς εἶπες πὼς ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ δεσμεύουν καὶ νὰ συγχωροῦν τὶς ἁμαρτίες· μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ μέρες, στόν ἴδιο τόπο, ἔδειξες τὴν πλευρά σου καὶ μετὰ τὰ χέρια σου στὸ Θωμᾶ· μαζὶ μ᾿ αὐτὸν ὁμολογοῦμε μὲ δυνατὴ φωνή· σὺ ὑπάρχεις Κύριος καὶ Θεός μας.
Ποιὸ εἶναι τὸ δικό μας ὑπερῷο, ἀγαπητὲ ἀναγνώστα; Εἴτε εἶναι κλειστὲς εἴτε ὄχι οἱ θύρες τοῦ ναοῦ μας, ὁ Χριστὸς εὑρίσκεται πάντοτε ἐκεῖ· ἰδιαίτερα στὶς ὧρες τῆς θείας λατρείας καὶ στὴ θεία Εὐχαριστία τῆς Κυριακῆς ὁ Χριστὸς εἶναι «ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν», καὶ μᾶς εὐλογεῖ, μᾶς ἁγιάζει, μᾶς εἰρηνεύει. Μέσα στὸ ἱερὸ Ἀρτοφόριο, τοποθετημένο ἐπάνω στὴν ἁγία Τράπεζα, εὑρίσκεται τὸ Σῶμα του καὶ τὸ Αἷμα του, ποὺ προσφέρεται ἐκτάκτως στοὺς πιστοὺς καὶ ὅταν δὲν ἔχωμε τελέσει τὴν θεία Λειτουργία. Ὅλος ὁ ναὸς εἶναι πλημμυρισμένος ἀπὸ αὐτὴ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μᾶς χαριτώνει καὶ μᾶς ὁδηγεῖ «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν». Ὁ ναός μας, λοιπόν, ὁ ναὸς κάθε ἐνορίας, εἶναι καὶ ἕνα ὑπερῷο. Καθὼς ὅμως στὴν ὥρα τῆς κοινῆς λατρείας προβάλλει στὴν Ὡραία Πύλη ὁ λειτουργὸς τοῦ Θεοῦ, ἡ σκέψι μας πρέπει νὰ σταματᾶ στὴν ἐξουσία ποὺ ἔδωκε στοὺς ἱερεῖς του ὁ Χριστὸς νὰ λύουν ἢ νὰ δεσμεύουν τὶς ἁμαρτίες. Μὲ τὴν δύναμι τῆς μετανοίας οἱ πιστοὶ καταφεύγουν στὸν πνευματικό τους, καὶ ἐκεῖ, μέσα στὸ ἱερὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, ἀποθέτουν τὰ κρίματά τους, καὶ ἀνανεωμένοι τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, ξαναβρίσκονται στὴν ἀναστάσιμη χαρὰ τῆς Λειτουργίας καὶ γίνονται κοινωνοὶ τοῦ μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας· «Τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς ἄφεσίν σου ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν τὴν αἰώνιον».

Τὸ Ι´.

Τιβεριάδος θάλασσα
σὺν παιδὶ Ζεβεδαίου,
Ναθαναήλ, τῷ Πέτρῳ τε
σὺν δυσὶν ἄλλοις πάλαι,
καὶ Θωμᾶν εἶχε πρὸς ἄγραν·
οἵ, Χριστοῦ τῇ προστάξει,
ἐν δεξιοῖς χαλάσαντες
πλῆθος εἷλκον ἰχθύων·
ὃν Πέτρος γνοὺς
πρὸς αὐτὸν ἐνήχετο, οἷς τὸ τρίτον
φανείς, καὶ ἄρτον ἔδειξε
καὶ ἰχθὺν ἐπ᾿ ἀνθράκων.

θάλασσα τῆς Τιβεριάδος εἶχε ψαράδες τοὺς μαθητὰς τοῦ Κυρίου, καὶ συγκεκριμένα τὸν Ναθαναήλ, τὸν Θωμᾶ μαζὺ μὲ τοὺς υἱοὺς τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τὸν Πέτρο καὶ ἄλλους δύο ἀκόμη· αὐτοὶ οἱ μαθηταὶ μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἔρριξαν τὰ δίχτυα στὴ δεξιὰ πλευρὰ τοῦ πλοίου, ἔπιασαν πλῆθος ἀπὸ ψάρια· ὅταν ὁ Πέτρος κατάλαβε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Χριστὸς ἔπεσε στὴ θάλασσα καὶ ἐκολύμπησε πρὸς τὸ μέρος του· σ᾿ αὐτοὺς τοὺς μαθητάς, ἀφοῦ ἐφανερώθηκε γιὰ τρίτη φορὰ ὁ Χριστός, προσέφερε ψωμὶ καὶ ψάρι ποὺ ψηνόταν ἐπάνω στὰ κάρβουνα.
πογοητευμένοι οἱ μαθηταί, μετὰ τὰ τραγικὰ γεγονότα ποὺ ὡδήγησαν τὸν Χριστὸ στὸ θάνατο, καὶ παρ᾿ ὅτι εἶχαν μάθει γιὰ τὴν Ἀνάστασι, ἐπιδόθηκαν στὸ ψάρεμα. Ἐκείνη τὴν φορὰ ὁλόκληρη νύχτα ἐκουράστηκαν καὶ δὲν ἔπιασαν κανένα ψάρι. Ἀλλ᾿ ὅταν πῆραν τὴν ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Χριστό, γιὰ τὸ ποῦ θὰ ρίξουν τὰ δίχτυα, αὐτὰ σὲ λίγο γέμισαν τόσο πολὺ ἀπὸ τὰ πολλὰ ψάρια, ποὺ κατάπληκτοι οἱ μαθηταὶ ἀπὸ τὸ θέαμα, δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ πιστεύσουν. Ἐνθουσιασμένος ὁ Πέτρος ἔπεσε στὴ θάλασσα, γιὰ νὰ φθάσῃ πιὸ γρήγορα στὸν ἀναστάντα Χριστό. Τὸ ἐρώτημα, λοιπόν, εἶναι σαφές. Μποροῦμε μὲ τὴν ζωή μας καὶ μὲ τὸ φρόνημά μας νὰ ἔχωμε μαζύ μας τὸν Χριστὸ γιὰ ὁδηγὸ καὶ ἐμπνευστή; Μέχρι τώρα, πόσες φορὲς τοῦ ἀφήσαμε χῶρο γιὰ νὰ μᾶς δείξῃ, τί ἔπρεπε νὰ κάνωμε, γιὰ νὰ ἐπιτύχωμε στὶς τόσες καλὲς ἐπιδιώξεις τῆς ζωῆς μας; Ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήση ἐκεῖ ποὺ πρέπει· καὶ γιὰ τὰ πνευματικά, καὶ γιὰ τὰ ὑλικά. Πάντοτε, ὅμως, κατὰ τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς μας. Σὲ μᾶς ἀνήκει νὰ τοῦ προσφέρωμε τὴν θέλησί μας, τὴν καρδιά μας. Κι ὅταν καὶ στὶς ἐπιτυχίες καὶ στὶς ἀποτυχίες, τὰ δίχτυά μας εἶναι γεμᾶτα ἢ ἄδεια, ξέροντας πὼς γίνεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, συγκρατοῦμε τὸν ἐνθουσιασμό, λογικευόμεθα ἢ καὶ ὑπομένομε καρτερικά. Εὐλογημένη ποὺ εἶναι ἡ χριστιανικὴ ζωή, ὅταν τὴν κατευθύνη ὁ Ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς, ὁ Κύριος Ἰησοῦς!

Τὸ ΙΑ´.

Μετὰ τὴν θείαν ἔγερσιν
τρὶς τῷ Πέτρῳ «φιλεῖς με;»,
πυθόμενος ὁ Κύριος,
τῶν ἰδίων προβάτων
προβάλλεται ποιμενάρχην
ὃς ἰδὼν ὃν ἠγάπα
ὁ Ἰησοῦς ἑπόμενον,
ἤρετο τὸν Δεσπότην.
«Οὗτος δὲ τί»;
«Ἐὰν θέλω», ἔφησε, «μένειν τοῦτον,
ἕως καὶ πάλιν ἔρχομαι,
τί πρὸς σέ, φίλε Πέτρε;».

Μετὰ ἀπὸ τὴν θεία καὶ ἔνδοξη Ἀνάστασί του, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἔμαθε καὶ ἐβεβαιώθηκε, μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἀλλεπάλληλες ἐρωτήσεις μὲ τό «φιλεῖς με», γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Πέτρου πρὸς αὐτόν (ἔτσι ὁ Πέτρος ἀποκατεστάθη στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα), τὸν προβάλλει σὰν ἀρχηγὸ καὶ ποιμένα τῶν δικῶν του λογικῶν προβάτων· ὅταν, ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Πέτρος εἶδε τὸν Ἰωάννη, ποὺ τὸν ἀγαποῦσε ἰδιαιτέρως ὁ Χριστός, νὰ τὸν ἀκολουθῆ, τότε ἐρώτησε τὸν Δεσπότη Χριστό· «Κύριε, τὶ θὰ γίνῃ μ᾿ αὐτόν ἐδῶ καὶ τὶ τοῦ ἐπιφυλάσσεις»; Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπήντησε· «Κάμε τὴν ὑπόθεσι, ὅτι ἐγὼ θέλω νὰ μείνη ὁ Ἰωάννης σ᾿ αὐτὴ τὴν ζωή, ὥσπου νὰ ξανάρθω στὴ δευτέρα παρουσία μου· ἐσένα σὲ τὶ ἀφορᾷ καὶ τὶ θὰ κερδήσης, ἂν τὸ μάθης, ἀγαπητέ μου Πέτρε;».
Κάθε ἀναστάσιμο Ἐξαποστειλάριο, ἀντλεῖ τὸ περιεχόμενό του, ἀπὸ τὸ ἀντίστοιχο ἑωθινὸ Εὐαγγέλιο. Ἔτσι σήμερα τὸ θέμα εἶναι παρμένο, ἀπὸ ὅσα μᾶς διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὸ κα´ κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του. Στὸ διηγούμενο περιστατικό, ὁ Χριστός, μετὰ τὴν Ἀνάστασί του, ἀποκατέστησε τὸν Πέτρο στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα, γιατὶ ὁ ἐνθουσιώδης μαθητὴς εἶχε ἀπαρνηθῆ τρεῖς φορὲς τὸν Χριστὸ στὴν αὐλὴ τοῦ ἀρχιερέως. Ἔκλαψε ὅμως, τόσο πολύ, σὰν ἕνα μικρὸ παιδί· μετενόησε μὲ ὅλη τὴ δύναμι τῆς ψυχῆς του. Ἂν λοιπόν, κάποτε ἀρνηθήκαμε ἢ ἐπικράναμε τὸν Χριστό, ἂς ἀφήσουμε τὴν ψυχή μας νὰ κλάψῃ ἀπὸ ἀληθινὴ μετάνοια. Ἐκεῖνος θὰ μᾶς φορέση καὶ πάλι τὴν λαμπρὴ στολὴ τῆς ψυχῆς καὶ θὰ μᾶς ἐπαναφέρη στὴ προηγούμενη θέσι μας. Πόσο μεγάλη, πόσο δυνατὴ εἶναι ἡ μετάνοια! Κι ὅταν ἀπὸ κάποια περιέργεια ὁ Πέτρος ἐρωτοῦσε τὸν Χριστὸ γιὰ τὸν Ἰωάννη, ὁ Χριστὸς καὶ πάλι τοῦ ἀπηύθυνε τοὺς λόγους τῆς οἰκοδομῆς. Πρόσεχε, Πέτρε, μὴ νοιάζεσαι γιὰ τὸν Ἰωάννη καὶ γιὰ τὸ τί ἐγὼ τοῦ ἐπιφυλάσσω. Σὺ νὰ προσέχης γιὰ τὴν σωτηρία σου. Ἂς ἀφήσωμε, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, τὴν περιέργεια καὶ τὶς ἀνόητες θρησκευτικές ἀπορίες· ἂς ἀφήσωμε τὴν κατάκρισι εἰς βάρος τῶν ἄλλων καὶ ἂς κυττάξωμε, πῶς θὰ εἴμαστε πάντοτε κοντὰ στὸν Χριστό· πῶς θὰ πορευώμεθα τὸν δρόμο ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήση στὴ σωτηρία. Τὸ πιὸ μεγάλο ἔργο στὴ ζωή μας εἶναι νὰ δώσωμε τὸν ἑαυτό μας στὸ Χριστὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία του, γιὰ νὰ μᾶς ἁγιάσῃ καὶ νὰ μᾶς σώση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου