Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

ΕΡΕΥΝΑ - ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ - ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ


Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου δέν εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς εἰς ἄδην καταβάσεως: Τὸ νὰ ζωγραφίζουν τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ἐκ τοῦ τάφου τὸν Κύριον ἐξερχόμενον, καὶ τοὺς στρατιῶτες περὶ τὸν τάφον ὄντας καὶ φυλάττοντας, καὶ τὸν Ἄγγελον ἐπὶ τοῦ λίθου καθήμενον, καθὼς λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ ζωγραφίζοντας, τὸν μὲν Χριστὸν εἰς ἄδην καταβαίνοντα, τὸν δὲ Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα κρατουμένους ὑπὸ τῶν χειρῶν αὐτοῦ, καὶ τὰς πύλας καὶ κλεῖθρα τοῦ ἅδου συντετριμμένα... καὶ πάντας τούς Προπάτορας καὶ Προφήτας• τὰ ὁποία δὲν εἶναι εἰκὼν τῆς Ἀναστάσεως, ἀλλὰ εἰκὼν τῆς εἰς ἄδην καταβάσεως τοῦ Κυρίου. Ἀνάστασις δὲ καὶ εἰς ἄδην κατάβασις μεγάλη ἔχουσι τὴν διαφορά. Ἐν γὰρ τῇ εἰς ἄδην κατεβάσει, ΧΩΡΙΣΜΕΝΗ ἦτο ἡ ψυχὴ τοῦ Σωτῆρος ἀπὸ τὸ σῶμα• καὶ ἡ μὲν ψυχὴ μόνη κατῆλθεν εἰς τὸν ἄδην, τὸ δὲ σῶμα ἔκειτο νεκρὸν εἰς τὸν τάφον• ἐν δὲ τῇ Ἀναστάσει, ἡνώθη πάλιν ἡ ψυχὴ μετὰ τοῦ σώματος, καὶ τοῦτό ἐστιν ἡ Ἀνάστασις. (Πηδ. σελ.321). 

Η ΕΙΣ ΑΔΟΥ ΚΑΘΟΔΟΣ

Ἐκ τῶν ΕΙΚΟΝΩΝ τοῦ Εὐαγγελίου: Ἡ εἰκόνα τῆς εἰς ἅδην καθόδου τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία προσκυνεῖται ΜΟΝΟ κατά τήν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Αὐτή ἡ εἰκόνα, σὲ πολλὲς ἐκκλησίες σήμερα ἔχει ἀντικαταστήσει τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, μέσα ἀπό τήν προσπάθεια πού γίνεται ἀπό τούς Οἰκουμενιστές νὰ καταργήσουν τήν Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος καί νά παρουσίασουν τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, ὡς ἁπλό ἂνθρωπο (μέγα μύστη)! «Διὰ τοῦτο ὁ Πατὴρ μὲ ἀγαπᾷ, ὅτι ἔγω τίθημι τὴν ψυχήν μου, ἳνα πάλιν λάβω αὐτήν». (Ἰωάν. Ι΄17). 

Διὰ τῶν λόγων αὐτῶν ὁ Ἰησοῦς διαβεβαιώνει ὅτι κατ’ εὐδοκίαν τοῦ Πατρὸς ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ πεθάνει θεληματικῶς (οἱ Ἰουδαῖοι ἦταν ἀδύνατον νὰ τὸν φονεύσουν ἐὰν ἑκουσίως δὲν παρεδίδετο σὲ αὐτούς), γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, προεῖπε τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασίν Του, διότι ἀφοῦ ἀπέθανε ὡς Ἂνθρωπος (ἡ θεότητα Αὐτοῦ ἔμεινε ἀπαθής), κατῆλθε στὸν ἅδη, ὅπου κρατοῦντο δεμένες ὑπὸ τοῦ θανάτου οἱ ψυχὲς τῶν ἀπ’ αἰῶνος δικαίων. Ἐκεῖ ἀφοῦ ἐκύρηξε, ἔλυσε τὶς ψυχὲς ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου (Α΄Πετρ. Γ΄18-19). «Καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα κατὰ τὰς Γραφάς ἀνέστη τῇ δυνάμει τῆς Θεότητος Αὐτοῦ». («Ἑρμηνεία τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων» Βαρθολομαίου Γεωργιάδου, ἒτος 1883, σελ.725-726).

«Μηδεὶς φοβείσθω θάνατον ἠλευθέρωσε
 γὰρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος... 

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ποῦ σοῦ, θάνατε, τὸ κέντρον; Ποῦ σοῦ, ᾅδη, τὸ νῖκος; Ἀνέστη Χριστός, καὶ σὺ καταβέβλησαι. Ἀνέστη Χριστὸς, καί νεκρός οὐδεὶς ἐν τῷ μνήματι. Χριστός ἐγερθεῖς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημέ-νων ἐγένετο. Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν». (Λογ. Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Α΄Κορ. Ε΄20, σελ.35-58). Ἐκ τῶν εἰκόνων τοῦ Εὐαγγελίου: - Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ὅπως ἀκριβῶς ἀναφέρεται στά Εὐαγγέλια: Ἰωαν.Κ΄11-18, Ματθ.ΚΗ΄1-9, Μαρκ.ΙΣτ΄9-20, Λουκ.ΚΔ΄15,39

Οἱ Μυροφόρες, ὁ Ἄγγε-λος, ὁ Λογγῖνος μέ τούς στρατι-ῶτες μάρτυρες τοῦ γεγονότος καί ὁ Κύριος «ὡς Νυμφίος, ἐξερχόμενος τοῦ μνήματος», ὄχι κρατώντας λάβαρο, ἤ τήν σημαία τῶν σταυρο-φόρων τοῦ Πάπα, κάτι τό ὁποῖο δέν ἀναφέρεται πουθενά στά Εὐαγγέλια

-Ἡ σεπτὴ εἰκόνα τῆς Σταυρώσεως τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀναφέρεται στὰ Εὐαγγέλια: Ματθ. ΚΖ΄35-38, Μαρκ. ΙΕ΄25-28, Λουκ. ΚΓ΄33-38, Ἰωαν. ΙΘ΄18-24.

Η ΣΤΑΥΡΩΣΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


 «Γυμνὸς ἀπὸ ἁμαρτία», ἦταν ὁ Κύριος ἐπάνω στὸ Σταυρό, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωαννης ὁ Χρυσόστομος. Ὄχι ὅμως ἐντελῶς γυμνός, ὅπως πολλὲς φορὲς θέλει νὰ παριστάνει ἡ παπικὴ διαστροφὴ καὶ ἀνηθικότητα, διότι ὑπῆρχε αὐστηρή ἠθική τήν ἐποχή ἐκείνη! 

Ὁ Σταυρὸς τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖτο ἀπὸ δύο ξύλα, σταυροειδῶς προσαρμοσμένα καὶ χρησίμευε ὡς ρωμαϊκὸ ὄργανο θανατικῆς ἐκτελέσεως τῶν δούλων καὶ τῶν καταδίκων. Στὴν Καινὴ Διαθήκη, εἶναι σύμβολο ἐσχάτης αἰσχύνης καὶ ταπεινώσεως (Πραξ. Ε΄30, Ι΄39, ΙΓ΄29, Α΄Πετρ. Β΄24), μεταφορικῶς σημαίνει ὅτι βαστάζει τὰ παθήματα, τὶς δοκιμασίες, κλπ. (Ματθ. Ι΄38, Λουκ. Θ΄23 & ΙΔ΄27). Ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι: «ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ». (Α΄Κορ. Α΄17-18). Ἡ συνδιαλλαγὴ τῶν πάντων ἐγένετο «διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Σταυροῦ Αὐτοῦ» (Κολ. Α΄20), «προσηλώσας τὸ καθ’ ἡμῶν χειρό-γραφον ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ». (Κολ. Β΄14). 

Λέγει ὁ Εὐαγγελιστής: «Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἦλθε στὴ Βηθανία τῶν Ἱεροσολύμων, μετὰ 4 ἡμέρες ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Λαζάρου, λέγει στὴ Μάρθα: ”θ’ ἀναστηθεῖ ὁ ἀδελφὸς σου”. Τοῦ λέγει ἡ Μάρθα: ”Ξέρω ὅτι θ΄ἀναστηθεῖ κατὰ τὴν ἀνάσταση κατὰ τὴν ἐσχάτη ἡμέρα” ⁹ (Δευτέρα Παρουσία). Τῆς εἶπε ὁ Ἰησοῦς: “Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ ζωή. Ὅποιος πιστεύει σ’ Ἐμένα, καὶ ἂν πεθάνει⁹ (τὸν φυσικὸ θάνατο) θὰ ζεῖ (στὴ μέλλουσα ζωή). Καὶ καθένας, ποὺ ζεῖ καὶ πιστεύει σ’ ἐμένα, δὲν θὰ πεθάνει ποτέ. Πιστεύεις τοῦτο”; Τοῦ λέγει: “Ναί, Κύριε. Ἐγὼ ἔχω πιστεύσει, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Χριστὸς (ὁ Μεσσίας), ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀναμενόταν νὰ ἔλθει στὸν κόσμο”». (Ἰωάν. ΙΑ΄23-25). 

-------------------------- 

«Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἃπαξ ἀποθανεῖν, μετά δέ τοῦτο κρίσις». (Ἑβρ.Θ΄27). Κατά ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ ὁ θάνατος τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι βέβαιος. Ὁ θάνατος φέρει τὸ ΤΕΛΟΣ τῆς ταλαιπώρου ζωῆς τοῦ Ἀνθρώπου, τὸ τέλος τοῦ κόπου καὶ πόνου, τῶν παθῶν καὶ τῶν κακιῶν. (Ἱερεμ. Ζ΄6-7). Ὁ Ἄνθρωπος με τόν θάνατό του (Σοφ. Σολ. Ε΄9), χωρίζεται ἀπὸ τα ΠΡΟΣΚΑΙΡΑ ἀγαθά τοῦ ὑλικοῦ αὐτοῦ κόσμου ἀνεπιστρεπτεῖ. Ὅμως εἶναι ἀβέβαιη ἀφ’ ἕνος μὲν ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὸ εἶδος τοῦ θανάτου• δηλ. ἂν θὰ πεθάνει μέ φυσικό θάνατο, βίαιο, ἢ αἰφνίδιο. 

Γι’ αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ τὴν Σωτηρία μας, παρακινεῖ τὸν κάθε Χριστιανὸ νὰ εἶναι ΑΓΡΥΠΝΟΣ, κάθε στιγμὴ καὶ ΕΤΟΙΜΟΣ νὰ πορευθεῖ, τὴν ὁδὸ τὴν φέρουσα στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ, ἔχοντας ὁδηγὸ Ἄγγελο, ὅταν ὁ Θεός, ὁ ΚΥΡΙΟΣ τῆς ΖΩΗΣ καὶ τοῦ ΘΑΝΑΤΟΥ, εὐδοκήσει νὰ τὸν πάρει ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. (Ματθ.ΚΔ΄42 ). 

Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς ὃταν πιστεύει στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἀδιστάκτως, πιστεύει, ὅτι τὸ σῶμα τοῦ κεκοιμημένου κοιμᾶται, ἡ δὲ ψυχὴ ζεῖ καὶ γρηγορεῖ στὰ ἀγαπητὰ σκηνώματα τοῦ Κυρίου. Πιστεύει ὅτι ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος εἶναι πρόσκαιρος, διότι ἐλπίζει Ἀνάσταση νεκρῶν, δηλ. ὅτι κανείς ἐκ τῶν κεκοιμημένων δέν θὰ παραμείνει στά μνήματα ὡς γῆ καὶ στάχτη. Λοιπὸν Χριστιανέ, κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, ὅταν κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σὲ βοηθήσει, οὔτε ἰατρός, οὔτε συγγενής, οὔτε φίλος, μὴ λυπᾶσαι, διότι δὲν πεθαίνεις, ἀλλὰ μεταβαίνεις ἀπό τήν πρόσκαιρη καὶ πολυτάραχη αὐτή ζωή, σέ ΖΩΗ ἀληθινή, βέβαιη καὶ αἰώνια. Ἐκεῖ ἐστιν ἡ ΠΑΤΡΙΣ ἡμῶν, ἐκεῖ ἡ ἀληθὴς ἡμῶν ζωή. Δὲν ὑπάρχει θάνατος, ἀλλὰ μόνον ἀπέλευση πρὸς τὸν Θεό. 

Τὴν γλυκύτατη αὐτὴ παρηγορία, ἐλπίδα καὶ βεβαιότητα μᾶς κληροδότησε Αὐτὸς, ὁ Ἰησοῦς, ὁ Σωτῆρας τοῦ κόσμου, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού κατέβηκε στήν γῆ γιὰ τὴν Σωτηρία μας. Καὶ σέ Ποιόν ἄλλον παρὰ στὸν Σωτῆρα ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ ὀφείλουμε νὰ πιστεύσουμε; Ποιὸς πρὸ Αὐτοῦ ἢ τῶν μετ’ Αὐτὸν ἀποκάλυψε στοὺς Ἁγίους Αὐτοῦ Μαθητάς καὶ Ἀποστόλους ὑψηλότερες καὶ καθαρότερες ἀλήθειες; Ποιὸς ποτὲ ἔδωσε λαμπρότερο παράδειγμα ἁγιωτέρου βίου; Ποιὸς πρὸ Αὐτοῦ ἢ τῶν μετ’ Αὐτὸν ἔφερε τοὺς ἀνθρώπους σὲ βαθυτέρα γνώση τῆς ἰδίας αὐτῶν καρδίας καὶ κατέστησε σ’ αὐτοὺς καθαροτέρα τὴν ἀξία τους, καταφανέστερο τὸν ἀληθινό τους ΠΡΟΟΡΙΣΜΟ; Ἐκεῖ λοιπὸν πρὸς τὸν Οὐρανὸ καὶ ὄχι ἐδῶ στὴ γῆ, εἶναι ἡ Ἀληθινή μας Πατρίδα, αὐτός εἶναι ὁ ἀληθινός μας προορισμός, ὅπου ἡ ψυχή μας θὰ εὕρει τὴν ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ, κοντά στόν Θεό: «διότι ὁ Θεὸς ἡμῶν οὐκ ἔστι Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων». (Ματθ.ΚΒ΄32). (Βαρθολ. Γεωργιάδου, σελ.733). 

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ τῆς ἐκ νεκρῶν Ἀναστάσεως Του ἔδωσε τρανότατη ἀπόδειξη περὶ τῆς μελλούσης ζωῆς μετὰ θάνατον καί βεβαίωσε τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων «ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῆς συντελείας, τοῦ κόσμου αὐτοῦ». (Ἰω.Ε΄25, Στ΄54-57). Λαμπρὸ προεικόνισμα καί τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως, ὃπως αὐτήν ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας! «Πρῶτος ὁ Ἰησοῦς, ἡ αἰώνια αὐτὴ πηγὴ τῆς ζωῆς, ἐμπράκτως, βεβαίωσε τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων, ἀφ’ ἑνὸς μέν, διότι κατὰ τὴν ἐπίγεια διαμονὴ Του ἀνέστησε πολλούς, ἀφ’ ἑτέρου δὲ, διότι καὶ Αὐτὸς «Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων γενόμενος». (Α΄Κοριν. ΙΕ΄20). 

 Καὶ ἔτσι ἔλυσε διὰ παντὸς τὸ μυστηριῶδες αἴνιγμα, τὴν λύση τοῦ ὁποίου καὶ οἱ ἄριστοι τῶν φιλοσόφων ἀγωνίζονταν νὰ ἒβρουν, δηλ. περὶ τῆς μέλλουσας τύχης τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων μετὰ θάνατον. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ τῆς ἐκ νεκρῶν Αὐτοῦ Ἀναστάσεως, ἀπάλλαξε ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ΦΘΟΡΑ καὶ τὸν ΘΑΝΑΤΟ, καὶ τοὺς ἔδωσε τὸ δικαίωμα καὶ τὸ χάρισμα τῆς ἀναστάσεως, καὶ τὴν ἐπαγγελία, στοὺς μὲν εὐσεβεῖς καὶ καλὰ ἔργα πράττοντες, ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΟΥΡΑΝΙΑ καὶ ΑΙΩΝΙΑ, τοὺς δὲ ἀσεβεῖς καὶ πονηροὺς ἀπείλησε, ὅτι θὰ ἀποπέμψει στὴν αἰώνια κόλαση χωρὶς νὰ ἔχουν πλέον καμία ἐλπίδα ἀπαλλαγῆς καί σωτηρίας. 

Ὥστε, τὸ δόγμα τῆς ἀθανασίας καὶ τῆς ἀναστάσεως μας, ἔχει ὡς ἀπόδειξή του τό τετελεσμένο γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος: «Ἀναστάς ἔγινε ἡ ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων καὶ ἀναληφθείς τῇ ἀχράντῳ καὶ θεωθείσῃ σαρκὶ ἀνοιξε τὴν εἰς οὐρανούς ὁδό, καὶ παρέστη πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν ἐνώπιον τοῦ Οὐρανίου Πατρὸς». (Ἰωάν.ΙΔ΄ 2-3, Ἑβρ. Θ΄ 24). Ἰδού τί ἐνέχυρο, καὶ τί θεμέλιο ἐλπίδας ἔχουμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, οἱ ὀρθῶς πιστεύοντες στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ, ὁ ὁποῖος ἐκπλήρωσε ὅλα, ὅσα μᾶς ὑποσχέθηκε, καὶ μὲ πεποίθηση ὀφείλουμε νὰ προχωροῦμε πρὸς τὴν ἀθανασία διὰ τῶν σκιῶν τοῦ θανάτου, ἀφοῦ ὁ Ἀρχηγὸς καὶ τελειωτής μας Ἰησοῦς Χριστός, ἤδη Νικηφόρος, προγήθηκε σὲ αὐτὴ τὴν μετάβαση. 

Γι’ αὐτὸ ἄνθρωπε, προσδέχου τὴν μακάρια ἐλπίδα καὶ ἐπιφάνεια τῆς δόξης τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ μὴν ἀπατᾶσαι. Μὴ ἐξομοιωθεῖς πρὸς κτῆνος ἀνόητο, καὶ δουλεύεις ἐπιθυμίες καὶ ἡδονὲς ποικίλες, ἀφήνοντας νὰ πέσει στὸν βόρβορο τὸ σκῆπτρο τῆς διανοίας καὶ τῆς ΑΡΕΤΗΣ. «Σὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τῆς γῆς καὶ ὁ κληρονόμος τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν, τά ὁποία ὁ Θεὸς ἑτοίμασε γιά ὃσους τόν ἀγαποῦν». (Α΄Κοριν.Β΄ 9). (Βαρθολ. Γεωργιάδου, πρόλ., σελ. κ΄). Τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως,μαρτυροῦν τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια. Τὸ μαρτυρεῖ καὶ ὁ ἑκατόνταρχος Λογγῖνος, ποὺ διατάχθηκε ἀπὸ τὸν Πιλάτο, μὲ τοὺς στρατιῶτες του νὰ φυλάσσει τὸν τάφο τοῦ Ἰησοῦ. 

Ὁ μάρτυρας Λογγῖνος (16 Ὀκτωβρίου), εἶδε ὅλα τὰ γενόμενα κατὰ τὴν Σταύρωση, τὸν σεισμό, τὸ σκοτάδι, καὶ εἶπε μὲ δυνατὴ φωνή: «Ἀληθῶς, Θεοῦ Υἱὸς ἦν οὗτος». (Ματθ. ΚΖ΄54). Καὶ κατὰ τὴν Ἀνάσταση εἶδε, τόν μεγάλο σεισμό, τοὺς ἀνοικτοὺς τάφους καὶ τούς νεκροὺς ποὺ ἀναστήθηκαν. Μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ἦλθαν οἱ στρατιῶτες στὴ συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων καὶ τοὺς εἶπαν γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ ὅλα, ὅσα ἔγιναν. Καί οἱ ἂρχοντες τῶν Ἰουδαίων, τοὺς δωροδόκησαν γιὰ νὰ συκοφαντήσουν τὴν Ἀνάσταση. Οἱ στρατιῶτες δέχθηκαν τὰ χρήματα, ἐκτός ἀπό τόν ἑκατόνταρχο Λογγῖνο καί ἂλλους 2 στρατιῶτες, οἱ ὁποίοι δὲν ἔλαβαν αὐτὰ τὰ χρήματα, ἀλλὰ μὲ θάρρος κατηγόρησαν τὴν συκοφαντία τους, ἐναντίον τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ἴδιος ὁ Λογγῖνος κήρυξε στοὺς ἀνθρώπους τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ ὁ Πιλάτος καὶ οἱ ἔξαρχοι τῶν Ἰουδαίων, ἔστρεψαν ὅλο τὸ μίσος τους ἐναντίον του, μὲ κατηγορίες πρὸς τὸν Καίσαρα Τιβέριο καὶ μὲ πρόσταγμά του, πῆγαν ἄνθρωποι τοῦ Πιλάτου στὴν Καππαδοκία καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν, μαζί μέ τούς δύο συμμάρτυρές του στρατιῶτες καί ἔφεραν τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου, στὸν Πιλάτο, ὁ ὁποῖος τὴν ἔχωσε μέσα σὲ κοπριὰ ἐμπρὸς στὴν πόλη τῆς Ἱερουσαλήμ. 

 Τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως μαρτυρεῖ καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, καί λέγει: «ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, κατὰ τὶς Γραφὲς καὶ τάφηκε καὶ Ἀναστήθηκε τὴν τρίτη ἡμέρα, καὶ ἐμφανίσθηκε στὸν Πέτρο ¹⁰, ἔπειτα στοὺς Δώδεκα. Ἔπειτα ἐμφανίσθηκε σὲ περισσότερους ἀπὸ 500 ἀδελφοὺς συγχρόνως. Ἀπ’ αὐτοὺς μερικοὶ πέθαναν ἀλλ’ οἱ περισσότεροι ζοῦν ἕως τώρα. Ἔπειτα ἐμφανίσθηκε στὸν Ἰάκωβο, ὕστερα στοὺς Ἀποστόλους ὅλους, τελευταία δὲ, σὰν σὲ ἔκτρωμα ἐμφανίσθηκε σὲ μένα». (Α΄Κοριν. ΙΕ΄ 3-9). Μόνο ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, Ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν μέ τήν δύναμη τῆς Θεότητός Του καί κανένας ἂλλος ΘΝΗΤΟΣ ἂνθρωπος, οὒτε καί Ἃγιος (πολύ περισσότερο ἐπίγειος ΒΑΣΙΛΕΑΣ πού θά προσφέρει στούς ὑπηκόους δούλους του ΥΛΙΚΑ ΑΓΑΘΑ καί τραπέζια μέ χρυσά κουτάλια!!!), δέν μπορεῖ νά τόν μιμηθεῖ! (βλπ. καί αὐτόθι σελ. 98). Ἀνάσταση ΟΛΩΝ τῶν ἀνθρώπων θά γίνει μόνο κατά τή Δευτέρα Παρουσία! Αὐτό κυρήττει τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί αὐτό ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας, λέγοντας: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν, καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν»! 
--------------------- 

Ὁ Ἀναστάς Ἰησοῦς ἐμφανίσθηκε στή Μαρία τή Μαγδαληνή «ἀπ’τήν ὁποία εἶχε βγάλει ἑπτά δαιμόνια» (Μαρκ.ΙΣτ΄9), καί στόν Ἀπόστολο Πέτρο πρῶτο ἀπό τούς Ἀποστόλους. Ἡ Ἁγία Μαριά ἡ Μαγδαληνή γεννήθηκε τὸ ἲδιο ἔτος γεννήσεως μέ τήν Θεοτόκο, ἐπί τῆς μοναρχίας τοῦ Αὐγούστου Καίσαρος, δηλ. ἦταν 15-16 ἒτη μεγαλύτερη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, συνομήλικη καί φίλη τῆς Θεοτόκου, καί μαζί μέ τήν Σαλώμη (μητέρα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί κόρη τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Μνήστορος), διακονοῦσαν τήν Θεοτόκο στήν ἐπίγεια ζωή της. 


Η ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΗΣ ΕΙΣ ΑΔΟΥ ΚΑΘΟΔΟΥ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΚΦΡΑΖΕΙ ΟΛΟ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ........

ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
 ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΕΤΕΩΡΟΥ 1483μ.χ


Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ - ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ 
ΤΟΥ ΑΡΑΚΑ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΑΨΕΥΔΟΥΣ 1192μ.χ




1 ) Μελέτη του Γεωργίου Αντουράκη,Αρχαιολόγου Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών.....

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ - Ιστορική εξέλιξη


Το γεγονός της Αναστάσεως στη χριστιανική συνείδηση είναι συ­νέχεια του γεγονότος του Σταυρού. Όρθώς ή Εκκλησία διακηρύσσει ότι ό Χριστός «Σταυρόν ύπομείνας δι' ημάς, θανάτω θάνατον ώλεσεν» (Πεντηκοστάριον). Έτσι, από τους πρώτους χριστιανι­κούς αιώνες, ή Ανάσταση παραλληλίζεται ή καί συμβολίζεται με την εικόνα της Σταυρώσεως.

Μια τέτοια συμβολική παράστα­ση της Αναστάσεως συναντούμε σε σαρκο­φάγους του 4ου μ.Χ. αιώνα, οί όποιες φυ­λάσσονται στο μουσείο Λατερανού της Ρώμης. Πρόκειται για δύο από τίς λεγόμε­νες σαρκοφάγους των «Παθών» του Χρί­στου, στίς όποιες ή Ανάσταση απεικονίζε­ται στο κέντρο κάθε εικόνας.

Ή Ανάσταση των εν λόγω σαρκοφάγων παριστάνεται με το λάβαρο του Μ. Κωνσταντίνου: σταυρός στολισμένος με δάφνινο στεφάνι -στίς άκρες του οποίου παριστάνονται δύο πε­τεινοί- που περικλείει το μονόγραμμα του Χριστού, ενώ στη βάση απεικονίζονται δύο κοιμώμενοι στρατιώτες της κουστω­δίας πού είχαν τοποθετήσει στον τάφο του Χριστού, επειδή φοβόνταν την κλοπή του θείου σώματος από τους μαθητές, οι όποιοι θα έλεγαν μετά στο λαό ότι «ήγέρθη από των νεκρών» (Ματθ. 27, 64).


( Ο προφήτης Ιωνάς )

'Ενας άλλος συμβολικός τρόπος απεικονίσεως της Αναστάσεως, ήδη από την εποχή των κατακομβών, είναι ή παράσταση του προ­φήτη Ίωνά, ό όποιος αποβάλλεται -σώος καί αβλαβής- από την κοιλιά του κήτους. Βλέπε καί τη σχετική διήγηση (Ίωνά α' -δ'), ή οποία διαβάζεται ως προφητεία στον Εσπερινό του Μεγάλου Σαββάτου,ακριβώς ένεκα της βαθιάς συμβολικότητάς της.

Όρθώς ό Ίωνάς θεωρείται ως προεικόνιση του Χρίστου, άφού ό ίδιος ό Κύ­ριος εΐχε τονίσει, όταν έλεγε στους Φαρισαίους: «... ώσπερ γαρ έγένετο Ίωνάς ό προφήτης εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας καί τρεις νύκτας, ούτως εσται καί ό Υιός του Άνθρωπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας καί τρεις νύκτας» (Ματθ. 12,40). Μετά δε την τριήμερο ταφή, ό Χρι­στός ανέστη, όπως «καί ό Ίωνάς έκβήκεν από το κήτος τριήμερος» (άγ. Νικόδημος Αγιορείτης, Έορτοδρόμιον). Ένεκα τού­του, ό ιερός Δαμασκηνός γράφει (στον ειρμό της ς' ωδής του περίφημου κανόνα του Πάσχα), τα έξης: 


«Κατήλθες εν τοις κατωτατοις της γης καί συνετριψας μο­χλούς αιωνίους κατόχους πεπεδημένων Χριστέ, καί τριήμερος, ως εκ κήτους Ίωνάς, έξανέστης του τάφου» (Πεντηκο­στάριον).

Αξιοπρόσεκτο είναι καί το δί­πτυχο από ελεφαντόδοντο στο Μουσείο της Ραβέννας (αρχές του 6ου αιώνα), όπου με ιδιαίτερη ζωντάνια απεικονίζεται ό Ίωνάς με το κήτος. Γενικά, ή ιστορία του Ίωνά, πού συμβολίζει τη λύτρωση καί την ανάσταση των νεκρών, είναι ένα ιδιαίτερα αγαπητό θέμα στη ζωγραφική των κατα­κομβών καί των σαρκοφάγων.(Για τα θέματα αυτά βλέπε Γ.Β. Άντουράκη, Χριστιανική Ζωγραφική, "Αθήνα 2001, σσ. 34,65,76 κ.έ., οπού καί παραδείγματα εικόνων).

 
Κατά τον 6ο αιώνα, εμφανίστηκε -προς λειτουργική χρήση- ένας άλλος εικονογρα­φικός τύπος της Αναστάσεως. Είναι γνω­στός ως «Λίθος», οπού εικονίζονται οί Μυροφόρες στο «κενό μνημείο» ή καί ή εμφάνιση του Χριστού σε αυτές. 

Στό γνω­στό Ευαγγέλιο του Ραμπουλα (τέλη του 6ου αιώνα), κάτω από τη Σταύρωση έχουν εικονιστεί δύο παραστάσεις με θριαμβευτι­κό χαρακτήρα: οί Μυροφόρες μπροστά στο κενό μνημείο καί ό Χριστός, πού εμφανίζεται σ' αυτές, ντυμένος με το λευκό χιτώνα της Αναστάσεως. Στό κέντρο ακριβώς της συνθέσεως αυτής, υπάρχει το άδειο μνημείο καί οί κοιμώμενοι στρατιώτες, ό δε Τάφος του Χριστού ξεχω­ρίζει τίς δύο παραστάσεις αυτές.

Αξιο­πρόσεκτος είναι ένας άγγελος -ολόλευκα ντυμένος- καθήμενος πάνω στον άποκεκυ-λισθέντα λίθο. Με τη χαρακτηριστική του κίνηση λέγει στίς Μυροφόρες: «ήγέρθη, ουκ εστίν ώδε· ίδε ό τόπος οπού εθηκαν

Στήν άλλη παρασταση της εμφανίσεως του αναστημένου Χριστού (πού ευλογεί), οί Μυροφόρες παριστάνονται γονυπετείς στο έδαφος καί προσκυνούν τον Κύριο τους.Το θέμα των Μυροφόρων στον τάφο γνωρίζει μεγάλη διάδοση, άφού παριστάνεται - μαζί με άλλες σκηνές του Δωδεκαόρτου- καί σε κάλυμμα ξύλινης λειψανοθήκης στο παρεκκλήσιο του Λατερανού (σήμερα φυλάσσεται στα Βατικανό).

Αξιοπρόσεκτη είναι καί μία εξαίρετη παράσταση σε ελεφαντόδοντο (5ου αιώνα), με τίς Μυροφόρες στον Τάφο, σε αρχαϊκότερη βέβαια μορφή. Ή απλή ομορφιά αύτού του παλαιού έλαφαντοστού, στο φύλλο ενός δίπτυχου, χαρακτηρίζει τη μετάβαση από την κλασική στη χριστιανική τέχνη. 

Οί δύο επάλληλες σκηνές εικονίζουν δύο φάσεις του ίδιου έπεισοδίου. Στή μία φαίνονται οί κοιμώμενοι φρουροί καί στην άλλη ό άγγελος να χαιρετά τίς Μυροφόρες στην είσοδο του Τάφου. Στό εν λόγω έργο, ό αναστημένος Χριστός δεν εικονίζεται, άφοϋ ή χριστιανική τέχνη εκφράζεται ακόμη με συμβολι­σμούς.

Ό τάφος θυμίζει τη μικρή έκκλησία, πού χτίστηκε πάνω από τον Πανάγιο Τάφο (κατά τον 4ο αιώνα). Το έλεφαντό δοντο αυτό βρίσκεται σε ιδιωτική συλλογή του Μιλάνου (πρβλ. Παγκόσμια Ιστορία Τέχνης, τ. 4, σ. 142). Επίσης, μια εξαίρετη παράσταση των Μυροφόρων στον Τάφο του Χρίστου υπάρχει σε ψηφιδωτό του Αγίου Άπολλιναρίου του Νέου στη Ραβέννα (αρχές του 6ου αιώνα). Είναι το καλύτερο δείγμα του εικονογραφικού αυτοί τύπου (του έτους 526). Ή παράσταση αυτή συνυπάρχει με τις άλλες σκηνές των παραβολών, των θαυμάτων καί των Παθών του Χριστού, πού ιστορούνται στην ανώτερη(πάνω από τα παράθυρα) ζώνη ψηφιδοτών.

Ό ψηφιδογράφος καλλιτέχνης περνα αμέσως από την Προδοσία του Ίού-. στήν Ανάσταση του Χρίστου. Όπως και στην αρχαιότερη τέχνη, ό Χριστός δεν Εικονίζεται ταπεινωμένος, σταυρωμένος, ή την στιγμή που τον κατεβάζουν από το σταυρό. Στή λιτότατη παράσταση των Μύ­ροφόρων, τα πάντα έχουν συναρμοσθεί ,ώστε να δηλώνουν την απουσία του Χριστού, όπως: ή ανοικτή πύλη του προβεβλημένου τάφου, τα ανοικτά χέρια των δύο γυναικών, ή ευφρόσυνη αταραξία του αγγέλου. 

Επίσης, ή ένταση με την οποία διαγράφεται ό χώρος των νεκρών -ό κλα­σικός θόλος του τάφου- έχει ως αντίρροπο το αίσθημα απουσίας πού τον διαπνέει.Σημειωτέον ότι την πράσταση των Μυ­ροφόρων ακολουθεί ή «Ψηλάφηση του Θωμά», πού καί αυτή ανήκει στις ιστορι­κές μαρτυρίες της Αναστάσεως, ήδη κατά την πρώτη περίοδο της Χριστιανικής Εικονογραφίας (πριν καί μετά την Εικονο­μαχία).

Γεγονός όμως είναι ότι το μεγάλο θέμα της εις "Αδου Καθόδου του Χρίστου, καθώς καί οι «συμπληρωματικές» σκηνές της Αναστάσεως (Μυροφόρες, ή Ψηλάφη­ση του Θωμά κ.ά.), πολλαπλασιάζονται καί επικρατούν στην ορθόδοξη αγιογραφία της Ανατολής κυρίως, μετά το θρίαμ­βο καί την επικράτηση των ιερών εικόνων (843 κ.έ.) καί καθ' όλη τη βυζαντινή καί με­ταβυζαντινή περίοδο, αλλά καί μέχρι σήμε­ρα. Εννοείται ότι ή παρατήρηση αυτή ισχύει όχι μόνο για τα μεγάλα θέματα του Δωδεκαόρτου, αλλά για τα περισσότερα θέματα των εικονογραφικών κύκλων.



Έξέλιξη της εις Άδου Καθόδου ή Αναστάσεως

Ή είς 'Αδου Κάθοδος -ως ό κατεξοχήν βυζαντινός εικονογραφικός τύπος της ορθόδοξης Αναστάσεως- επικρατεί όριστικά στην Ανατολή, κυρίως από την επο­χή των Μακεδόνων και των Κομνηνών. Στήν περίοδο αυτή -και μάλιστα στους 11ο καί 12ο αιώνες- συναντούμε τα καλύτερα δείγματα σε ψηφιδωτά καί τοιχογραφίες. Ασφαλώς, ή είς Άδου Κάθοδος ιστο­ρείται μαζί με τις άλλες παραστάσεις του Δωδεκαόρτου, αλλά σχεδόν πάντοτε εΐναι δίπλα στη Σταύρωση (ως φυσικό επακό­λουθο της) ή σε μία ευθεία σχέση με αύτη (απέναντι).

Συνήθως ή Ανάσταση ιστο­ρείται στους χαμηλούς τοίχους (νότιο η βόρειο) των ορθοδόξων ναών, ανάλογα βέ­βαια με το μέγεθος τους.

Στίς μεγαλυτέρων διαστάσεων εκκλησίες, ζωγραφίζεται σε μεγαλύτερη κλίμακα -όπως καί ό Ευαγγε­λισμός, ή Μεταμόρφωση καί ή Σταύρωση-είναι όμως δυνατόν να συναντήσουμε την παράσταση της εις Αδου Καθόδου καί στο νάρθηκα ('Οσιος Λουκάς Βοιωτίας), σπα­νιότερα δε, στη βόρεια κόγχη του κυρίως ναού (Νέα Μονή Χίου). Το φαινόμενο αυτό δεν είναι ανεξήγητο, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι το Δωδεκάορτο (τουλάχι­στον τον 11ο αιώνα) ιστορείται καί στον κυρίως ναό και στο νάρθηκα.


Γεγονός όμως είναι ότι ή «αγιοκαταταξη» του Δωδεκαόρτου δεν έχει πάντοτε μια σταθερή θέση. Συνήθως ιστορείται στους τοξωτούς χαμηλούς τοίχους (καμάρες) των μικρότε­ρων καμαροσκεπών ναών, ενώ στους τρουλλαίους εγγεγραμμένους ναούς, στις υψηλότερες επιφάνειες. 

Ή εις 'Αδου Κά­θοδος, είτε είναι απόρροια ρωμαϊκών προ­τύπων είτε εμπνέεται από την κάθοδο του Ηρακλή στον 'Αδη, είναι μία παράσταση πού διακρίνεται όχι μόνο για την πολλα­πλότητα των έγκλειομένων εννοιών, αλλά καί για την πλούσια καί υψηλή της αισθητική απόδοση. Οι Μυροφόρες στον Τάφο ή ή παράσταση του «Λίθου» είναι ένας «ποι­ητικός» τύπος της Αναστάσεως, κυρίως της πρώϊμης βυζαντινής εποχής.

Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό -καί περισσότερο «ανθρώ­πινο» ή συναισθηματικό- είναι το υπέροχο ανοιξιάτικο τοπίο (φόντο) του «Λίθου» των Μυροφόρων. Ή φωτεινή αυτή σκηνή «ομιλεί» καί συγκινεί περισσότερο τις ψυχές των πιστών. Αντίθετα, ή εις 'Αδου Κάθοδος - "Ανάσταση του Χρίστου είναι ό δογματικός καί ό ιδιαίτερα αναγωγικός εικονογραφικός τύπος, ελεύθερος από τις συμβάσεις του χώρου καί του χρόνου,στους οποίους όμως αναφέρεται άμεσα. 

Ό συγκερασμός του πνευματικού καί της πράξεως, του μνημειώδους καί του τα­πεινού, του δυναμισμού καί της ιερα­τικής μεγαλοπρέπειας, συνετέλεσε στην ακτινοβολία του εικονογραφικού αυτού τύπου, ό όποιος ορθώς κατέστη προσφι­λέστατος καί επικράτησε να παρίσταται ως «Ανάστασις», όχι μόνο καθ' όλη τη βυζαντινή περίοδο, αλλά καί μετά την 'Αλωση (1453 κ.έ).

Αξιοπρόσεκτο εΐναι ότι κατά το 17ο αιώνα εμφανίζεται και στην ορθόδοξη εικονογραφία ό γνωστός δυτικός τύπος της Αναστάσεως, με το Χριστό να ξεπροβάλλει αλματωδώς από τον τάφο (κρατώ­ντας μάλιστα και σημαία!), ενώ ένας άγγε­λος φαίνεται να σηκώνει το λίθο του μνη­μείου, για να εξέλθει ό Ιησούς.

 'Ενα από τα παλαιότερα παραδείγματα μιας τέτοιας εικόνας της Αναστάσεως - με το Χριστό να προβάλλει από ένα λαρνακοειδή τάφο-βρίσκεται στο Βυζαντινό μας Μουσείο.Πρόκειται για μια φορητή εικόνα του Ηλία Μόσκου (του έτους 1657), ο όποιος, ως γνωστόν, ανήκει στην ομάδα εκείνη τών μεγάλων ζωγράφων της Κρητικής Σχολη; (Εμμανουήλ Τζάνε, Θ.Πουλάκη κ.α.), οι οποίοι δανείστηκαν στοιχεία από τη δυτι­κή τέχνη, σε μια προσπάθεια «δήθεν άνανεώσεως» της παραδοσιακής μας αγιογρα­φίας. 'Ομως, λίγα χρόνια αργότερα (το 1670), ό ίδιος ό Ηλίας Μόσκος επανήλθε στήν ορθόδοξη παράδοση, φιλοτεχνώντας την εις 'Αδου Κάθοδο, πού φυλάσσεται στο Μουσείο Μπενάκη.

Γεγονός εΐναι ότι κάποιοι μεταβυζαντινοί αγιογράφοι του του-18ου αιώνα, ακολουθώντας το «σύρ­ιο» της εποχής τους καί για να «βγάλουν το ψωμί τους», άλλοτε απεικόνιζαν καθα­ρά βυζαντινά πρότυπα καί άλλοτε δυτικά. Πάντως, πέρα από τη ζωηρή εντύπωση πού θέλει να προξενήσει ό δυτικός τύπος της Αναστάσεως, το πρόβλημα είναι πρω­τίστως πνευματικό καί δευτερευόντως αισθητικό. Όμως, ή άποκύλιση του λίθου «από της θύρας του μνημείου» -πού είναι κύριο χαρακτηριστικό του δυτικού τύπου τής Αναστάσεως- αναφέρεται όλους τους Ιερούς Ευαγγελιστές (πρβλ. Ματθ. 28, 2 Μάρκ. 16,4 Λουκ. 24, 2 Ίω. 20, 2), αλλά δέν έγινε για να... διευκολυνθεί ό Παντο­δύναμος Χριστός να βγει από τον τάφο! Έγινε για να διαπιστώσουν την Άνάστασή του, κυρίως οι Απόστολοι καί οι Μυ­ροφόρες.

Κατά την πίστη της Όρθοδοξίας, ό Χριστός αναστήθηκε «έσφραγισμένου του μνήματος...» (Κυριακή του Θωμά, Πεντηκοστάριον). Αυτή τη συνείδηση εΐχαν καί άλλοι υμνογράφοι, καθώς καί οι Πατέ­ρες της Εκκλησίας, εκφράζοντας το ορθό­δοξο φρόνημα των πιστών, Οπως ό Μ. Αθανάσιος (Ρ.υ. 25, 140), ό Ίουστίνος (Αμφιβαλλόμενα) Β.Ε.Π.Ε.Σ., τ. 4, σ. 129), ό Ιωάννης ό Χρυσόστομος (Όμιλία εις το κατά Ματθαίον, Ρ.υ. 58, 783) κ.λπ.Ό Φώτης Κόντογλου θεωρεί το δυτι­κό αυτό εικονογραφικό τύπο «έστερημένον πανταπασιν από το πνευματικόν καί μυστικόν νόημα οπού έχει ό βυζαντινός τύπος της Αναστάσεως» (Έκφρασις, τ.Α', σ. 181). «Ευχής έργον θα ήτο, εάν ό τύπος ούτος των Δυτικών, ως ανιστόρητος, απλώς εντυπωσιακός, αλλά καί ουσιαστικώς άντορθόδοξος, έγκατελείπετο, έπανήρχετο δε ή Εκκλησία ημών απο­κλειστικώς εις τον τύπον της σεβάσμιας αυτής παραδόσεως, ήτοι τον της εις "Αδου Καθόδου». Βλέπε Κ. Καλοκυρη, Ή Ζωγραφική της Όρθοδοξίας (σ. 144).

του Γεωργίου Αντουράκη,Αρχαιολόγου Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών.

 2) ΕΙΣΗΓΗΣΙΣ - ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΕΝΙΣΤΑΜΕΝΩΝ 
( ΠΑΤΡΙΟΝ ΕΟΡΤΟΛΟΛΙΟΝ )
   
Η ΙΕΡΑ ΕΙΚΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου