Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ |
Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου δέν εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς εἰς ἄδην καταβάσεως: Τὸ νὰ ζωγραφίζουν τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ἐκ τοῦ τάφου τὸν Κύριον ἐξερχόμενον, καὶ τοὺς στρατιῶτες περὶ τὸν τάφον ὄντας καὶ φυλάττοντας, καὶ τὸν Ἄγγελον ἐπὶ τοῦ λίθου καθήμενον, καθὼς λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ ζωγραφίζοντας, τὸν μὲν Χριστὸν εἰς ἄδην καταβαίνοντα, τὸν δὲ Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα κρατουμένους ὑπὸ τῶν χειρῶν αὐτοῦ, καὶ τὰς πύλας καὶ κλεῖθρα τοῦ ἅδου συντετριμμένα... καὶ πάντας τούς Προπάτορας καὶ Προφήτας• τὰ ὁποία δὲν εἶναι εἰκὼν τῆς Ἀναστάσεως, ἀλλὰ εἰκὼν τῆς εἰς ἄδην καταβάσεως τοῦ Κυρίου. Ἀνάστασις δὲ καὶ εἰς ἄδην κατάβασις μεγάλη ἔχουσι τὴν διαφορά. Ἐν γὰρ τῇ εἰς ἄδην κατεβάσει, ΧΩΡΙΣΜΕΝΗ ἦτο ἡ ψυχὴ τοῦ Σωτῆρος ἀπὸ τὸ σῶμα• καὶ ἡ μὲν ψυχὴ μόνη κατῆλθεν εἰς τὸν ἄδην, τὸ δὲ σῶμα ἔκειτο νεκρὸν εἰς τὸν τάφον• ἐν δὲ τῇ Ἀναστάσει, ἡνώθη πάλιν ἡ ψυχὴ μετὰ τοῦ σώματος, καὶ τοῦτό ἐστιν ἡ Ἀνάστασις. (Πηδ. σελ.321).
Η ΕΙΣ ΑΔΟΥ ΚΑΘΟΔΟΣ |
Ἐκ τῶν ΕΙΚΟΝΩΝ τοῦ Εὐαγγελίου:
Ἡ εἰκόνα τῆς εἰς ἅδην καθόδου τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία προσκυνεῖται ΜΟΝΟ
κατά τήν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Αὐτή ἡ εἰκόνα, σὲ πολλὲς
ἐκκλησίες σήμερα ἔχει ἀντικαταστήσει τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, μέσα ἀπό
τήν προσπάθεια πού γίνεται ἀπό τούς Οἰκουμενιστές νὰ καταργήσουν τήν
Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος καί νά παρουσίασουν τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, ὡς
ἁπλό ἂνθρωπο (μέγα μύστη)!
«Διὰ τοῦτο ὁ Πατὴρ μὲ ἀγαπᾷ, ὅτι ἔγω τίθημι τὴν ψυχήν μου, ἳνα πάλιν λάβω αὐτήν». (Ἰωάν. Ι΄17).
Διὰ τῶν λόγων αὐτῶν ὁ Ἰησοῦς διαβεβαιώνει ὅτι κατ’ εὐδοκίαν τοῦ Πατρὸς ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ πεθάνει θεληματικῶς (οἱ Ἰουδαῖοι ἦταν ἀδύνατον νὰ τὸν φονεύσουν ἐὰν ἑκουσίως δὲν παρεδίδετο σὲ αὐτούς), γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, προεῖπε τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασίν Του, διότι ἀφοῦ ἀπέθανε ὡς Ἂνθρωπος (ἡ θεότητα Αὐτοῦ ἔμεινε ἀπαθής), κατῆλθε στὸν ἅδη, ὅπου κρατοῦντο δεμένες ὑπὸ τοῦ θανάτου οἱ ψυχὲς τῶν ἀπ’ αἰῶνος δικαίων. Ἐκεῖ ἀφοῦ ἐκύρηξε, ἔλυσε τὶς ψυχὲς ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου (Α΄Πετρ. Γ΄18-19). «Καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα κατὰ τὰς Γραφάς ἀνέστη τῇ δυνάμει τῆς Θεότητος Αὐτοῦ». («Ἑρμηνεία τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων» Βαρθολομαίου Γεωργιάδου, ἒτος 1883, σελ.725-726).
Ποῦ σοῦ, θάνατε, τὸ κέντρον; Ποῦ σοῦ, ᾅδη, τὸ νῖκος; Ἀνέστη Χριστός, καὶ σὺ καταβέβλησαι. Ἀνέστη Χριστὸς, καί νεκρός οὐδεὶς ἐν τῷ μνήματι. Χριστός ἐγερθεῖς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημέ-νων ἐγένετο. Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν». (Λογ. Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Α΄Κορ. Ε΄20, σελ.35-58). Ἐκ τῶν εἰκόνων τοῦ Εὐαγγελίου: - Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ὅπως ἀκριβῶς ἀναφέρεται στά Εὐαγγέλια: Ἰωαν.Κ΄11-18, Ματθ.ΚΗ΄1-9, Μαρκ.ΙΣτ΄9-20, Λουκ.ΚΔ΄15,39.
Οἱ Μυροφόρες, ὁ Ἄγγε-λος, ὁ Λογγῖνος μέ τούς στρατι-ῶτες μάρτυρες τοῦ γεγονότος καί ὁ Κύριος «ὡς Νυμφίος, ἐξερχόμενος τοῦ μνήματος», ὄχι κρατώντας λάβαρο, ἤ τήν σημαία τῶν σταυρο-φόρων τοῦ Πάπα, κάτι τό ὁποῖο δέν ἀναφέρεται πουθενά στά Εὐαγγέλια!
Διὰ τῶν λόγων αὐτῶν ὁ Ἰησοῦς διαβεβαιώνει ὅτι κατ’ εὐδοκίαν τοῦ Πατρὸς ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ πεθάνει θεληματικῶς (οἱ Ἰουδαῖοι ἦταν ἀδύνατον νὰ τὸν φονεύσουν ἐὰν ἑκουσίως δὲν παρεδίδετο σὲ αὐτούς), γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, προεῖπε τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασίν Του, διότι ἀφοῦ ἀπέθανε ὡς Ἂνθρωπος (ἡ θεότητα Αὐτοῦ ἔμεινε ἀπαθής), κατῆλθε στὸν ἅδη, ὅπου κρατοῦντο δεμένες ὑπὸ τοῦ θανάτου οἱ ψυχὲς τῶν ἀπ’ αἰῶνος δικαίων. Ἐκεῖ ἀφοῦ ἐκύρηξε, ἔλυσε τὶς ψυχὲς ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου (Α΄Πετρ. Γ΄18-19). «Καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα κατὰ τὰς Γραφάς ἀνέστη τῇ δυνάμει τῆς Θεότητος Αὐτοῦ». («Ἑρμηνεία τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων» Βαρθολομαίου Γεωργιάδου, ἒτος 1883, σελ.725-726).
«Μηδεὶς φοβείσθω θάνατον ἠλευθέρωσε
γὰρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος...
Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ |
Ποῦ σοῦ, θάνατε, τὸ κέντρον; Ποῦ σοῦ, ᾅδη, τὸ νῖκος; Ἀνέστη Χριστός, καὶ σὺ καταβέβλησαι. Ἀνέστη Χριστὸς, καί νεκρός οὐδεὶς ἐν τῷ μνήματι. Χριστός ἐγερθεῖς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημέ-νων ἐγένετο. Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν». (Λογ. Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Α΄Κορ. Ε΄20, σελ.35-58). Ἐκ τῶν εἰκόνων τοῦ Εὐαγγελίου: - Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ὅπως ἀκριβῶς ἀναφέρεται στά Εὐαγγέλια: Ἰωαν.Κ΄11-18, Ματθ.ΚΗ΄1-9, Μαρκ.ΙΣτ΄9-20, Λουκ.ΚΔ΄15,39.
Οἱ Μυροφόρες, ὁ Ἄγγε-λος, ὁ Λογγῖνος μέ τούς στρατι-ῶτες μάρτυρες τοῦ γεγονότος καί ὁ Κύριος «ὡς Νυμφίος, ἐξερχόμενος τοῦ μνήματος», ὄχι κρατώντας λάβαρο, ἤ τήν σημαία τῶν σταυρο-φόρων τοῦ Πάπα, κάτι τό ὁποῖο δέν ἀναφέρεται πουθενά στά Εὐαγγέλια!