Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018

Άγιο Φως: Η μέγιστη απόδειξη της αλήθειας της ορθόδοξης πίστης

Άγιο Φως: Η μέγιστη απόδειξη της αλήθειας της ορθόδοξης πίστης

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα θρησκευτική,ιστορική αλλά και επιστημονική μελέτη για το μέγα θαύμα του Αγίου Φωτός από τον Πανάγιο Τάφο του Ιησού Χριστού στα Ιεροσόλυμα αποτελεί ένα βιβλίο που πριν λίγα χρόνια κυκλοφόρησε και φέρει τον τίτλο « Άγιον Φως.

Το θαύμα του Μεγάλου Σαββάτου στον Τάφο του Χριστού» του Χ.Σκαρλακίδη.Παρακάτω παραθέτουμε αρχικά ένα απόσπασμα από την εισαγωγική παρουσίαση του συγκεκριμένου βιβλίου από τον αιδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο και καθηγητή της θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Θεόδωρο Ζήση,και στη συνέχεια επιλεγμένες, ιδιαιτέρως σημαντικές πληροφορίες, που το συγκεκριμένο πόνημα μάς προσφέρει για το διαρκές αυτό θαύμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
"....Τις Άγιες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδος ο κ. Χαράλαμπος Σκαρλακίδης, Αρχιτέκτων και καθηγητής σχεδιαστικών προγραμμάτων μέσω Η/Υ, εδώρησε στην εκκλησιαστική Ιστορία των Ιεροσολύμων, αλλά και σε κάθε πιστό Χριστιανό, ιδίως τους Προσκυνητές της Αγίας Γης, ένα πολύτιμο δώρο: το νέο βιβλίο του με τίτλο το «Άγιον Φως. Το θαύμα του Μεγάλου Σαββάτου στον Τάφο του Χριστού? σαράντα δύο ιστορικές μαρτυρίες (9ος - 16ος αι.)», το οποίο είναι καρπός πολυετούς και βαθείας μελέτης και διασταυρώσεως ιστορικών πηγών, κυρίως παλαιοτέρων, σχετικώς με το θαύμα του Αγίου Φωτός του Παναγίου Τάφου του Κυρίου, το οποίο μαρτυρεί¬ται καθ' έκαστον έτος, το Μέγα Σάββατο, στη γνωστή ιεροσολυμιτική ιερή Τελετή.
Σημαντικότατο επίτευγμα του βιβλίου σε 270 σελίδες: η απόδειξη και ιστορική τεκμηρίωση τόσον της επενέργειας θαυμαστών παραγόντων στην αφή του Αγίου Φωτός εντός του Παναγίου Τάφου και των κυκλόθεν εκτός αυτού κανδηλών, όσον και μερικών παρομαρτούντων φαινομένων, δηλαδή της αρχικής ακαΐας του Αγίου Φωτός και της ανεξήγητης - κατ' άνθρωπον - δημιουργίας της σχισμής του κεντρικού κίονος εκ των τριών δυτικών κιόνων της Κεντρικής Θύρας του συγκροτήματος του Ναού της Αναστάσεως.




Ποιοι όμως μαρτυρούν περί τούτων;
Μήπως οι ίδιοι οι Αγιοταφίται;
Μήπως τίποτε «θρησκόληπτοι» και «ευσυγκίνητοι» Προσκυνηταί;
Μήπως τίποτε παράγοντες «οικονομικής εκμεταλλεύσεως» του θαύματος;
Μήπως μόνον οι «συναισθηματικοί και μυστικοπαθείς»(κατά μερικούς δυσπίστους η ορθολογιστές Καθηγητές) Ρώσοι;
Όχι.
 Μαρτυρούν 42  συγγραφείς του Μεσαίωνος, μερικοί πολύ σημαινουσών θέσεων, Άραβες και Πέρσες Μουσουλμάνοι, Γάλλοι, Ρωμηοί, Γερμανοί, Ρώσοι, Ισλανδοί, Άγγλοι, Αρμένιοι, ένας Σύριος, ένας Μολδαβός, ένας Ελβετός και ένας Ιταλός ιστορικός σε επίσημα ιστορικά κείμενα, αρκετοί αυτών γενόμενοι αυτόπται του θαύματος, και μολονότι η εχθρική στάση των περισσοτέρων αυτών έναντι της Ορθοδόξου Ρωμηοσύνης των Φυλάκων του Παναγίου Τάφου, κάθε άλλο παρά θα δικαιολογούσε την υπ' αυτών ιστορική καταγραφή ενός θαύματος, που - σύμφωνα με τους περισσοτέρους από τους συγγραφείς - μόνο μετά την προσευχή του Ορθοδόξου Πατριάρχου των Ιεροσολύμων μπορούσε να λάβει χώρα.


Οι σχετικές μαρτυρίες των Αγίων της Εκκλησίας μας, όπως του Αγίου Γρηγορίου του Φωτιστού των Αρμενίων (σωτηρίου έτους 330 μ.Χ.), του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του Αγίου Θεοδώρου του Σαββαΐτου (σ.έ. 836) και του σοφού Αρέθα Καισαρείας είτε περί του ακτίστου Φωτός του Παναγίου Τάφου εν γένει είτε και της ιδίας της Τελετής του Αγίου Φωτός, μεταγενεστέρως, είναι ιδιαιτέρας σημασίας ως προς την αποδοχή του θαύματος αυτού, βάσει της consensusPatrum («ομοφωνίας των Πατέρων») η οποία κυρίως καταδεικνύει την consensumEcclesiae («ομοφωνίαν της Εκκλησίας»).
  Πέραν τούτων, ο κ. Σκαρλακίδης ενσωμάτωσε στη μελέτη του και τρεις πολύ σημαντικές γνώμες συγχρόνων επιστημόνων:

Ανέστη ο Κύριος όντως!Απάντηση στους αρνητές της Ανάστασης (μέρος Β)


(Από το βιβλίο: Απολογητικαί Μελέται τόμος Ε, Παναγιώτη Τρεμπέλα,εκδ. ο Σωτήρ σελ. 548-617)

Β) Η αξιοπιστία των μαρτύρων της Αναστάσεως.
Μολονότι δι’ όσων είπομεν αι περί της αναστάσεως μαρτυρίαι παρουσιάζονται ανώτεραι πάσης υπονοίας και αδιάσειστοι εις κύρος ιστορικόν και εις αυθεντίαν γνησιότητος, δεν θεωρούμεν περιττόν να εξετάσωμεν και τας αντιρρήσεις, τας οποίας εκάστοτε προέβαλον οι πολέμιοι του ιστορικού γεγονότος της αναστάσεως, παρέχοντες ούτω την ευκαιρίαν εις τον φίλον· αναγνώστην, ίνα κρίνη μόνος περί του ποία πλάστιγξ κρατεί της αληθείας το άσταθμον βάρος.
Δύο τίνα  ενδέχεται να συμβαίνουν, καθ’ ην περίπτωσιν η μαρτυρία περί της αναστάσεως δεν είναι κατά πάντα αληθής. Οι μάρτυρες της αναστάσεως ή από σκοπού και εκ προ μελέτης λαλούσι το ψεύδος, οπότε δεν είναι παρά ελεεινοί ψεύσται, ανάξιοι όχι μόνον της εμπιστοσύνης μας, αλλά και οιασδήποτε δικαιολογίας ή επιεικείας· ή απεπλανήθησαν και αυτοί, εν χρηστώ δε συνειδότι πλέον λαλούσι περί εκείνου, το οποίον υποκειμενικώς μεν, όσον αφορά εις αυτούς, είναι αληθές, αντικειμενικώς όμως δεν είναι πραγματικόν. Εις την τελευταίαν ταύτην περίπτωσιν είναι μεν ανάξιοι της εμπιστοσύνης μας, συγχρόνως όμως δεν παύουσι να είναι άξιοι των συμπαθειών μας, αυτού ακόμη του θαυμασμού μας. Εάν επλανήθησαν, η πολιτεία των όμως υπήρξε πολιτεία ανθρώπων ευσυνειδήτων.
Ας εξετάσωμεν τας υποθέσεις ταύτας και ας ίδωμεν κατά πόσον εκάστη εξ αυτών δύναται να στηριχθή επί βάσεως βεβαίας η έστω και πιθανής.
α) Οι μάρτυρες της Αναστάσεως δεν είναι ψεύσται.
Την πρώτην εκ των ανωτέρω υποθέσεων υιοθέτησαν πρώτοι οι Ιουδαίοι, οίτινες κατά τον Ματθαίον έπεισαν τους εις τον τάφον του Ιησού φρουρήσαντας στρατιώτας να είπωσιν, ότι «οι μαθηταί αυτού νυκτός ελθόντες έκλεψαν αυτόν ημών κοιμωμένων» (Ματθ. κη' 13). Εκ των νεωτέρων ο Reimarus (εις τα Wolfenbuetteler Fragmente eines ungenanntenn), μολονότι αναγνωρίζει, ότι η υπό των μαθητών κλοπή του σώματος του Ιησού είναι όλως απίθανος ([1]), εν τούτοις διατείνεται, ότι οι μαθηταί επενόησαν τον μύθον της αναστάσεως δια να αναστηλώσωσι το οικοδόμημα των ελπίδων αυτών, τας οποίας έβλεπον κατερειπουμένας δια του θανάτου του Διδασκάλου των. Κατά τους μετέπειτα χρόνους η υπόθεσις αυτή παρουσιάσθη υπό διαφόρους μορφάς. Ούτω η υπεξαίρεσις του σώματος του Ιησού υπό μεν του Renan απεδόθη εις Μαρίαν την Μαγδαληνήν, υπό δε των Oskar Holtzmann ([2]), Η. Holtzmann ([3]) και W. Heitmuller ([4]) εις τον Ιωσήφ τον από Aριμαθαίας, συγκατατεθέντα μεν όπως προσωρινώς τοποθετηθή εν τω οικογενειακώ του τάφω το σώμα του Ιησού, αλλά μη θελήσαντα εν τέλει να τηρηθή εκεί διαπαντός το πτώμα ενός κατάδικου ή και επιζητήσαντα να ασφαλίση αυτό κατά πάσης βεδηλώσεως, δι’ ο και εφρόντισεν όπως μεταφερθή τούτο εις Αριμαθαίαν· και υπό του Α. Reville ([5]) εις τούς Ιουδαίους ή εις τους ανθρώπους του συνεδρίου επί τω σκοπώ όπως προληφθή να καταστή ο τάφος τόπος προσκυνήματος υπό των μαθητών και άλλων θιασωτών του Ιησού.
Αλλ’ η περί κλοπής ή υπεξαιρέσεως του σώματος θεωρία ουδ' ως αξία συζητήσεως υπόθεσις δύναται να θεωρηθή, ως άλλως τε εμφαίνεται εκ του ότι και αυτοί οι ριζοσπαστικώτεροι των νεωτέρων ορθολογιστών απεκήρυξαν ταύτην ([6]). Θα ηδύνατο εν τούτοις να παρατηρηθή κατά της υποθέσεως ταύτης, ότι:
1) Εμπεριέχει αντίφασιν.
Αφού οι στρατιώται εκοιμώντο, πώς θα ήτο δυνατόν να χρηματίσωσι μάρτυρες αξιόπιστοι, αφού ούτε είδον, ούτε ήκουσαν, ούτε άλλως πως δια των αδρανουσών υπό το κράτος του ύπνου αισθήσεων αυτών αντελήφθησαν, τι συνέβη δια να κενωθή ο τάφος; ([7]).
2) Aπoκηρύττεται από την στάσιν των αρχόντων.

Περί αναστάσεως νεκρών – Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Αργά βαδίζει ο Χριστός
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Περί αναστάσεως νεκρών
Γιά τούς φοβισμένους άπο τό θάνατο καί άπαράκλητους άπό τή ζωή
Δέν θά σέ δοξάζουν οί νεκροί. Κύριε, ούτε όλοι όσοι κατεβαίνουν στόν  ‘Άδη.
Άλλά έμεϊς οί ζώντες θά ευλογούμε τόν Κύριο άπό τώρα καί έως τούς αιώνες.
Ψαλμός 113,25-26
Εφόσον ή πεποίθηση στην αθανασία είναι τόσο απαραίτητη γιά τήν ύπαρξη τού άνθρωπου, τότε οπωσδήποτε αύτη είναι καί ή φυσική κατάσταση τής άνθρωπότητας, καί έάν είναι έτσι, τότε καί ή ‘ίδια ή αθανασία της ψυχής τού άνθρώπου ύπάρχει άναμφισβήτητα. Μέ μία λέξη, ή ‘ιδέα περί άθανασίας είναι ή ϊδια ή ζωή, ή ζωντανή ζωή, ή τελική της μορφή καί ή κύρια πηγή τής άλήθειας καί τής όρθής γνώσης γιά τήν άνθρωπότητα. Ή ότγάττη πρός τήν άνθρωπότητα είναι τελείως αδιανόητη καί τελείως αδύνατη χωρίς τήν πίστη στήν αθανασία τής ψυχής τού άνθρώπου.
Ντοστογιέβσκι

Όλα  τα  βλεμματα  σας  στρέφονται  σέ  μένα,  αγαπητά  άδέλφια,  έκφράζοντας σήμερα μόνο μία μοναδική έρώτηση: Υπάρχει άνάσταση νεκρών; Αύτή τήν έρώτηση ύποβάλατε πολλές φορές στήν έπιστήμη, στή φιλοσοφία, στήν τέχνη, στήν Ιστορία, στόν πνευματισμό καί στή χειρομαντεία. Μέ τήν ψυχή γεμάτη άπό διάφορες άβέβαι-ες άπαντήσεις άμφιταλαντεύεστε καί άπευθύνε-στε σήμερα στήν Έκκλησία μέ τήν ϊδια έρώτηση: Υπάρχει άνάσταση τών νεκρών;
Βιάζεστε γιά τήν άπάντηση, γιατί ό θάνατος βιάζεται νά σάς συναντήσει· κάθε μέρα περιπλανιέται σ’ αύτή τήν πόλη καί παίρνει μαζί του άνεπιστρεπτί έναν άρκετά μεγάλο άριθμό μικρών καί μεγάλων. Είστε όλοι τοποθετημένοι σάν σέ κλήρωση σ’ αύτή τή ζωή· ό θάνατος κάνει βόλτα στά διαμερίσματά σας καί μαζεύει τά κέρδη πού τού κληρώθηκαν. Τά κέρδη του είναι οί γονείς σας,τά παιδιά σας, οί φίλοι σας καί έσείς οί ίδιοι. Τούς πιό άγαπημένους σας, αύτούς πού είναι γεμάτοι ζεστασιά καί σημασία,γεμάτοι γλυκιά τρυφερά -δα, έλξη καί χρώμα, ό θάνατος τούς μετατρέπει μπροστά στά μάτια σας σέ σκληρές κέρινες φιγούρες. Βαριέστε τήν σημερινή μέρα καί είστε άνυπόμονοι νά τήν άλλάξετε μέ τήν αύριανή, ξεχνώντας ότι κάθε μέρα ό τροχός τής τύχης τού θανάτου είναι όλο καί πιό κοντά στόν άριθμό σας. Θά βγει τελικά καί ό δικός σας άριθμός, καί ό θάνατος θά τόν κοιτάξει μέ άδιάφορα μάτια,χορτασμένα μέ άνθρώπους, θά τόν κοιτάξει καί θά τόν πάρει. Καί έσύ, φίλε μου, θά κείτεσαι μπροστά άπό τούς φίλους σου σάν κέρινη φιγούρα. Καί οί φίλοι σου θά σού βάλουν στά κρύα χέρια κερί καί θά στέκουν σέ κύκλο γύρω άπό τό κεφάλι σου. Θά στέκουν καί θά θλίβονται:
« Κοίτα τόν φίλο μας, πού ήταν τόσο εύκίνητος, φωτεινός, ζεστός καί άγαπητός! Κοίτα πώς κείτεται τώρα μπροστά μας σάν μιά μάζα άπό κύτταρα, άκίνητος καί σιωπηλός! Ή άλλοτε φωτεινή ι ου ψυχή έχει λιγότερο φώς κι άπ’ αύτό τό λεπτό κερί στά χέρια του· ή άλλοτε ζεστή του καρδιά t χει λιγότερη ζεστασιά κι άπ’ αύτή τή μικρή ταλα-ντευόμενη φλογίτσα τοϋ κεριού.
βλέποντας τόν νεκρό έσείς όλοι, άδέλφια, άναρωτιέστε: Υπάρχει όντως άνάσταση νεκρών;  Ακόμα  καί  όταν  άπομακρυνθείτε  άπό  τόν  νεκρό  καί  όταν  ό  κρύος ιδρώτας έχει στεγνώσει στό με τωπο καί τά δάκρυα στά μάτια, όταν έχετε φύγει άκολουθώντας τίς καθημερινές σας δουλει-t1, καί φροντίδες,όταν υφαίνετε ή ράβετε ή διαβάζετε ή γράφετε ή χτίζετε ή διοικείτε τή χώρα, συχνά ανάμεσα στίς συνήθεις σκέψεις εισχωρεί καί ή σκέψη περί θανάτου καί άνάστασης τών νεκρών.
Μία μητέρα μέ ρώτησε πρόσφατα: ‘Υπάρχει ανάσταση τών νεκρών; Ό γιός της μαχόταν νότια του Μπίτολ καί σκοτώθηκε. Εκείνη περπατούσε στό πεδίο τής μάχης καί ξέθαβε τόν ένα τάφο
μετά τόν άλλο,γιά νά βρει τόν γιό της. Οι νεκροί κείτονταν ήδη πολύ καιρό κάτω άπό τό χώμα καί ήταν όλοιϊδιοι μεταξύ τους και ϊδιοι μέ τό χώμα. Ή μητέρα γνώρισε τόν γιό της άπό ένα περιλαίμιο στό στήθος. Δέν μπορούσε πιά νά τόν γνωρίσει άπό τό πρόσωπο. Άκόμα καί τό ρούχο φαινόταν πιό άθάνατο άπό τόν άνθρωπο πού τό φορούσε. Ή μητέρα δέν μπορούσε νά κλάψει: ή καταστροφική φρίκη τού θανάτου έκανε γυαλί τά μάτια της καί πάγωσε τήν ψυχή της. Μπροστά της ύπήρχε ένα άνατριχιαστικό μυστήριο. Μία ζωή ειχε  γίνει  κάρβουνο  καί πηλός. Άπό άνθρώπινο πλάσμα, πού κάποτε ήταν σύνθετο μέρος τοϋ σώματος της καί τής ψυχής της, άπό τόν άνθρωπο πού τήν άποκαλοϋσε μάνα,πού κουβαλούσε τύ όπλο καί μαχόταν στίς μάχες, φάνηκε μπροστά στά μάτια της μιά χοϊκή, άμορφη μάζα, πού ανακατευόταν μέ τό χώμα- μιά άνενεργή χωμάτινη μάζα, πού δέν αισθανόταν πιά συγγένεια μέ κανέναν εκτός άπό τό χώμα. Μύλις πού τύλμησε ή μητέρα νά πιάσει τόν γιό μέ τά χέρια. ‘Ήθελε τουλάχιστον νά χαϊδέψει αύτή τή σκληρή άνάμνηση τοϋ όμορφου γιοϋ της. Όμως τραβήχτηκε σάν άπό άσχημο όνειρο: τά δάχτυλα δέν μπορούσαν νά κρατηθούν στήν έπιφάνεια, άλλά άμέσως βυθίστηκαν βαθιά στό σαπισμένο σώμα όπως σέ σάπια κολοκύθα. Φόβος περιέλαβε τή μητέρα. Αισθάνθηκε έναν άξεπέραστο γκρεμό άνάμεσα σ’ έκείνη καί τόν γιό της. Τίποτα δικό της καί τίποτα άγαπητό δέν μπορούσε νά δει σ’ αύτό τόν άνοιχτό τάφο, σ’ αύτύ τό σκοτεινό, ύπόγειο χημικό έργαστήριο. Ήρθε άποκαμωμένη, καί όταν μοϋ διηγήθηκε τό φοβερό θέαμα, μέ ρώτησε : «Υπάρχει άνάσταση τών νεκρών;».
Μοϋ έθεσε ή θλιμμένη μητέρα τήν ϊδια έρώτηση, πού μοϋ βάζετε έσεϊς, άδέλφια, σήμερα μέ τά βλέμματά σας

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΡΙΗΜΕΡΟΥ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ


ANASTASH
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

 Ιωάννη Ελ. Σιδηρά
Θεολόγου-Εκκλησιαστικού Ιστορικού-Νομικού

Ο θεοφόρος και θεόπνευστος πατέρας της εκκλησίας μας Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης στην ομιλία του υπό τον τίτλο: ‘’Περί της τριημέρου προθεσμίας της Αναστάσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού’’ κάνει διαφόρους υπολογισμούς για να βεβαιώνει την τριήμερη παραμονή του Ιησού Χριστού στον Άδη, στα κατώτατα και καταχθόνια του κράτους του θανάτου, όπου τελετουργείται και μυσταγωγείται το μέγα μυστήριο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους με τη νίκη επί του θανάτου εν Χριστώ Ιησού, τω Θεώ ημών.
Γράφει θεολογώντας ο της εκκλησίας μέγας θεολόγος Γρηγόριος ο Νύσσης: ‘’Αυτή την ημέρα χτίζεται και ο αληθινός άνθρωπος που έγινε κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού. Βλέπεις ποιού κόσμου έγινε αρχή ‘’αυτή η ημέρα, που δημιούργησε ο Κύριος’’ για την οποία λέγει ο προφήτης ότι δεν είναι ‘’ούτε ημέρα όπως οι άλλες ημέρες, ούτε νύκτα όπως οι άλλες νύκτες’’….Αυτή κατήργησε την ωδίνη του θανάτου, αυτή έγινε η μαία του πρωτοτόκου από τους νεκρούς, αυτή την ημέρα συντρίφθηκαν οι σιδερένιες πύλες του θανάτου, αυτή την ημέρα τσακίστηκαν οι χάλκινοι μοχλοί του Άδου. Σήμερα ανοίγει το δεσμωτήριο του θανάτου, σήμερα κηρύσσεται η άφεση στους αιχμαλώτους, σήμερα οι τυφλοί ξαναβλέπουν, σήμερα αυτούς που κάθονται στο σκότος και τη σκιά του θανάτου τους επισκέπτεται η ουράνια ανατολή.
Θέλετε να μάθετε κάτι και για το διάστημα των τριών ημερών; Φτάνει να πω τόσο μόνα, ότι δηλαδή σε τόσο μικρό χρονικό μπόρεσε να φθάσει η παντοδύναμη σοφία στην καρδιά της γης και να καταμωράνει τον μεγάλο εκείνο νου που ζούσε εκεί (εννοεί τον διάβολο)…. Γι’ αυτό πηγαίνει ο Κύριος στην καρδιά της γης, που είναι η κατοικία του πονηρού εκείνου νου για να μωράνει τη σκέψη του, όπως λέγει η προφητεία, να συλλάβει τον σοφό πάνω στην πανουργία του και ν’ αντιστρέψει στο αντίθετο τα σοφά επιχειρήματά του. Επειδή δηλαδή ήταν αδύνατο να προσλάβει ο άρχοντας του σκότους καθαρή την παρουσία του φωτός αφού δεν είδε σ’ αυτό ίχνος σάρκας, γι’ αυτό μόλις είδε την θεοφόρο σάρκα και είδε και τα θαύματα που ενεργούσε με αυτή τη θεότητα, ήλπισε ότι, αν νικούσε τη σάρκα με το θάνατο, θα νικούσε και όλη τη δύναμή της. Και γι’ αυτό καταπίνοντας το δόλωμα της σάρκας, πιάστηκε στο αγκίστρι της θεότητος κι έτσι σύρθηκε ο δράκοντας με το αγκίστρι…

Ομιλία περί Ταφής και Αναστάσεως του Κυρίου (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)


theologia
ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
(Ματθ. 27, 62- 28, 10)
«Την δε επομένην ημέραν, μετά την Παρασκευήν, συνεκεντρώθησαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι εις τον Πιλάτον και του είπαν· Κύριε, ενεθυμήθημεν ότι εκείνος ο πλάνος είπεν, όταν ακόμη εζούσε, μετά τρεις ημέρας θα αναστηθώ. Δώσε λοιπόν διαταγήν να ασφαλισθή ο τάφος έως την τρίτην ημέραν, μήπως έλθουν οι μαθηταί Του και τον κλέψουν και ειπούν εις τον λαόν ότι ανεστήθη από τους νεκρούς, οπότε η τελευταία αυτή απάτη θα είναι χειροτέρα από την πρώτη»
Παντού η πλάνη συγκρούεται με τον εαυτό της και άθελά της συνηγορεί υπέρ της αληθείας. Πρόσεξε όμως. Έπρεπε να πιστευθή ότι απέθανεν, ότι ετάφη και ότι ανέστη. Και όλα αυτά γίνονται από τους εχθρούς. Κύτταξε λοιπόν ότι τα λόγια αυτά βεβαιώνουν όλα αυτά. «Ενεθυμήθημεν», λέγει, «ότι εκείνος ο πλάνος είπεν ενώ ακόμη εζούσεν»· άρα απέθανεν· «Ότι μετά από τρεις ημέρας θα αναστηθώ. Δώσε λοιπόν διαταγήν να σφραγισθή ο τάφος»· άρα ετάφη· «Μήπως έλθουν οι μαθηταί του και τον κλέψουν». Άρα, εάν ο τάφος σφραγισθή δε θα γίνη καμμία απάτη. Δεν έγινε λοιπόν. Επομένως η απόδειξις της αναστάσεως, με όσα επροτείνατε σεις, έγινεν αναντίρρητος. Διότι αφού εσφραγίσθη, δεν συνέβη καμμία απάτη. Εάν δε δεν έγινε καμμία απάτη, ευρέθη όμως κενός ο τάφος, είναι φανερόν ότι ανέστη σαφώς και αναντιρρήτως.
Είδες ότι και χωρίς να το θέλουν υποστηρίζουν την απόδειξιν της αληθείας; Συ δε κάνε μου την χάριν να προσέξης την φιλαλήθειαν των μαθητών· ότι δεν αποκρύπτουν τίποτε από όσα λέγουν οι εχθροί, και όταν ακόμη λέγουν πράγματα υβριστικά. Να που τον ονομάζουν και πλάνον και αυτοί δεν το αποσιωπούν. Αυτά δε δείχνουν και την σκληρότητα εκείνων, αφού ούτε με τον θάνατον απέβαλαν την οργήν, και αυτών την απλότητα και φιλαλήθειαν.
Αξίζει δε να αναζητήσωμεν και τούτο, που είπεν ότι «μετά τρεις ημέρας θα αναστηθώ;» Διότι δεν θα το εύρη κανείς πουθενά να λέγεται τόσον σαφώς, εκτός από το παράδειγμα του Ιωνά. Ώστε λοιπόν εγνώριζαν αυτά που έλεγαν και ηθελημένως τα παραποιούσαν. Τι απαντά δε ο Πιλάτος; «Έχετε φρουράν, ασφαλίσατέ τον όπως γνωρίζετε. Και τον ησφάλησαν σφραγίσαντες τον λίθον μαζί με την φρουράν». Διατί αφήνει μόνους τους στρατιώτας να τον σφραγίσουν; Διότι, επειδή είχε μάθει τα σχετικά με Αυτόν, δεν ήθελε πλέον να συμπράξη με αυτούς. Αλλά διά να απαλλαγή από αυτά ανέχεται και τούτο και λέγει· Σφραγίσατέ τον όπως θέλετε σεις, διά να μη ημπορήτε να κατηγορήτε άλλους. Διότι εάν τον εσφράγιζαν μόνοι οι στρατιώται, θα ημπορούσαν να ειπούν (αν και θα ήσαν απίθανα και ψευδή όσα θα έλεγαν, αλλ’ όμως, όπως εις τα άλλα έδειχναν αναισχυντίαν, έτσι θα ημπορούσαν να ειπούν και εις την περίπτωσιν αυτήν), ότι οι στρατιώται επιτρέψαντες να κλαπή το σώμα, έδωσαν το δικαίωμα εις τους μαθητάς να πλάσουν το κήρυγμα της αναστάσεως. Τώρα όμως που οι ίδιοι εσφράγισαν τον τάφον, ούτε αυτό ημπορούν να ειπούν.
Είδες πώς πασχίζουν άθελά τους υπέρ της αληθείας; Διότι αυτοί προσήλθαν εις τον Πιλάτον, αυτοί εζήτησαν να ασφαλισθή ο τάφος, αυτοί τον εσφράγισαν μαζί με την φρουράν, ώστε να είναι κατήγοροι και ελεγκταί των εαυτών των. Αν και πότε θα ημπορούσαν να τον κλέψουν; Το Σάββατον; Και με ποίον τρόπον, αφού ούτε να εξέλθουν ήτο δυνατόν; Εάν πάλιν παρέβαιναν τον νόμον, πώς θα ετόλμων να εξέλθουν αυτοί οι τόσον δειλοί; Πώς ακόμη θα ημπορούσαν να πείσουν το πλήθος; Τί θα έλεγαν; Τί θα έκαναν; Με ποίαν διάθεσιν θα ετάσσοντο με το μέρος του νεκρού; Ποίαν επί τέλους αντιμισθίαν θα επερίμεναν; Ποίαν ανταμοιβήν; Ενώ ακόμη ήτο ζωντανός, και μόνον όταν τον είδαν να συλλαμβάνεται, έφυγαν. Και θα ωμιλούσαν με θάρρος μετά τον θάνατόν Του υπέρ Αυτού εάν δεν είχεν αναστηθή;
Και πώς θα ημπορούσαν αυτά να δικαιολογηθούν; Διότι ότι ούτε εσκέφθησαν ούτε ημπορούσαν να πλάσουν μίαν ανάστασιν η οποία δεν έγινεν, είναι φανερόν από τα εξής: Πολλά τους είχεν ειπεί και συνεχώς τους έλεγε περί της αναστάσεως, όπως είπαν και αυτοί οι ίδιοι ότι «μετά τρεις ημέρας θα αναστηθώ». Εάν όμως δεν ανίστατο, είναι ολοφάνερον ότι, επειδή αυτοί είχαν απατηθή και είχαν παρασυρθή εξ αιτίας Του εις πόλεμον προς ολόκληρον το έθνος, και είχαν μείνει χωρίς οικογένειαν και χωρίς πατρίδα, θα τον απεστρέφοντο και δεν θα ήθελαν να του προσδώσουν τοιαύτην δόξαν, καθόσον είχαν απατηθή και είχαν περιέλθει εις έσχατον κίνδυνον δι΄ Αυτόν.

Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης Μελέτη Εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου


Μελέτη, εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου, 
εἰς τήν ὁποίαν χρεωστοῦμεν νά συγχαρῶμεν.
Α. Μέ τόν ἀναστάντα Χριστόν
Β’ Μέ τήν ἁγιωτάτην Μητέρα Του
Γ’ Μέ τό σῶμα μας.
Ανάσταση Κυρίου, Ανάσταση Νεκρών, Ζωή ΑιώνιοςΣυλλογίσου ἀγαπητέ, ὅτι παρακινούμενοι ἡμεῖς ἀπό τόν προφήτην Δαυίδ ὅπου λέγει νά ἀγαλλώμεθα εἰς τήν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. «Αὕτη ἡ ἡμέρα, ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα καί εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ» (Ψαλμ. ριζ’ 23) ἔχομεν χρέος ἐν πρώτοις νά συγχαρῶμεν τόν Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ Ὁποῖος εἰς τήν χαρμόσυνόν Του Ἀνάστασιν ἀπέκτησε πάλιν μέ κέρδος ἄπειρον ὅλα ἐκεῖνα ὅπου εἶχε χάσει εἰς τό πάθος Του. Τέσσαρα πράγματα εἶχε χάσει τότε: τήν χαράν, τήν ὡραιότητα, τήν τιμήν καί τήν ζωήν. Τώρα δέ ὅπου ἀνέστη ἀνέλαβε τήν ζωήν, ἀλλά τί λογῆς ζωήν; Μίαν ζωήν ὅπου ἐθανάτωσε τελείως τόν θάνατον καί διά τοῦτο θέλει εἶναι διά πάντα ζωή μοναχή, χωρίς νά φοβῆται νά λάβῃ ἄλλην μίαν φοράν θάνατον. «Χριστός ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν οὐκ ἔτι ἀποθνήσκει. Θάνατος αὐτοῦ οὐκ ἔτι κυριεύει» (Ρωμ. στ’ 9). Ἀνέλαβε τήν τιμήν καί ἐξουσίαν, ἐπειδή Ἐκεῖνος ὁ ἴδιος ὅπου πρό ὀλίγου ἐλογίζετο ὀλιγώτερον παρά ἄνθρωπος καί ἐκαταφρονεῖτο χειρότερον παρά ἕνας σκώληξ, τώρα ἀνασταίνεται καί ἀρχίζει νά βασιλεύῃ ἐν τῷ οὐρανῷ καί ἐν τῇ γῇ.
Διά τοῦτο καί ἔλεγε μετά τήν Ἀνάστασιν. «ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς» (Ματθ. κη’ 18). Ἀνέλαβε τήν χαράν, ἐπειδή διερράγησαν πλέον τά μεσότοιχα ὅπου ἐκρατοῦσαν πρότερον ἐκεῖνο τό πέλαγος τῆς χαρᾶς εἰς μόνον τό ἀνώτερον μέρος τῆ ψυχῆς τοῦ Κυρίου καί τώρα, ὅλον τό πλήρωμα τῆς χαρᾶς ἐκείνης ὅπου ἐκρατεῖτο τριαντατρεῖς χρόνους, ἔτρεξεν εἰς τό νά κατακλύσῃ τάς κατωτέρας δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί τά μέλη τοῦ Λυτρωτοῦ. Διά τοῦτο καί ὅταν ἀνέστη ἀπό τόν τάφον, ὁ πρῶτος λόγος ὅπου ἔβγαλεν ἀπό τό ἅγιον στόμα Του, ἦτο δηλωτικός ταύτης Του τῆς χαρᾶς: «καί ἰδού ὁ Ἰησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων χαίρετε» (Ματθ. κη’ 9). Ἀνέλαβε καί τήν ὡραιότητα καί τήν δόξαν, διότι Ἐκεῖνος ὅπου ἦτο χθές καί προχθές ἄμορφος, ἄδοξος, ἀνίδεος, τώρα ἀνέστη ἐκ τοῦ μνήματος, ὡσάν ἕνας νυμφίος ἀπό τόν θάλαμόν του: Ὅλος ὡραιότατος, ὅλος δεδοξασμένος, ὅλος ἡλιόμορφος, ἐπειδή ἡ χάρις καί ἡ δόξα τοῦ ἀναστηθέντος σώματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόσον ὑπερβολική, ὅπου εἰς τόν οὐρανόν αὐτή θέλει εἶναι ἡ ἀνωτάτη μακαριότης τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος καί ὅλων τῶν αἰσθήσεών μας. Καί θέλει εἶναι ἀρκετή νά εἰδοποιήσῃ εἰς ὅλους τούς μακαρίους, τόσον ἀγγέλους ὅσον καί ἀνθρώπους ἕνα Παράδεισον, εἰς τόν ὁποῖον ἔχουν νά εὐφραίνωνται ἀχόρταστα εἰς πάντας τούς αἰῶνας.
Θέλεις νά τό καταλάβῃς καλλίτερα; Σχημάτισαι μέ τόν νοῦν σου ἕνα ἥλιον τόσον λαμπρόν, ὅπου μέ τό φῶς του νά σκεπάζῃ μυριάδας ἡλίους, καθώς καί οὗτος ὁ αἰσθητός ἥλιος σκεπάζει ὅλους τούς ἀστέρας. Τώρα ἕνας ἥλιος τόσον λαμπρός, βέβαια ἤθελεν εἶναι ἕνα μικρόν κάρβουνον συγκρινόμενος μέ τό ἔνδοξον σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, τό ὁποῖον μέ τήν ὑπερβολικήν λάμψιν του θέλει καταρροφήσει τήν λάμψιν τόσων μυριάδων μακαρίων σωμάτων τῶν Ἁγίων, ἀπό τά ὁποῖα τό κάθε ἕνα θέλει εἶναι λαμπρότερον ἀπό τοῦτον τόν ἥλιον, ὡς γέγραπται: «τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρός αὐτοῦ» (Ματθ. ιγ’ 43), ὅπου τό, «ὡς», δέν δηλοῖ ὁμοίωσιν, ἀλλ᾽ ὑπεροχήν, ἤγουν λάμψουσιν ὑπέρ τόν ἥλιον, καθώς ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος καί αὕτη εἶναι ἡ δόξα ἐκείνη καί ὡραιότης ὅπου ἐζητοῦσεν ὁ Χριστός μέ τόσην παρακάλεσιν ἀπό τόν οὐράνιόν του Πατέρα πρό τοῦ πάθους Του, λέγων: «Δόξασόν με πάτερ παρά σεαυτῷ τῇ δόξῃ, ᾗ εἶχον πρό τοῦ τόν κόσμον εἶναι παρά σοί» (Ἰω. ιζ’ 5). Μέ τά ὁποῖα λόγια δείχνει ὅτι ἐζήτει καί ἤθελε νά ἐξαπλωθῇ ἡ δόξα τῆς θεότητός Του διά νά δοξάσῃ πληρέστατα καί τήν ἀνθρωπότητά Του, ἐπειδή χωρίς αὐτήν τήν δόξαν καί ὡραιότητα τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κᾀνένας δέν ἠδύνατο νά γίνῃ δεκτικός τῆς τοῦ Θεοῦ δόξης καί μακαριότητος καί ἀκολούθως κᾀνένας δέν ἠδύνατο νά γίνῃ ποτέ μακάριος, οὔτε ἄγγελος οὔτε ἄνθρωπος. Διότι ἡ ἀνθρωπότης τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐστάθη ὡσάν ἕνα μεθόριον ἀνάμεσα εἰς τόν Κτίστην καί εἰς τά λοιπά κτίσματα καί πέρνουσα αὐτή εἰς τόν ἑαυτόν της ὅλον τό πλήρωμα τῆς τοῦ Θεοῦ δόξης καί μακαριότητος τό συγκερνᾷ τρόπον τινά καί οὕτω διά μέσου ἑαυτῆς μεταδίδει τήν δόξαν ταύτην καί μακαριότητα εἰς ὅλους τούς μακαρίους ἀγγέλους τε καί ἀνθρώπους. Ἀλλ᾽ ὄχι καθώς αὐτή τήν λαμβάνει ἀπό τόν Θεόν ἄκρατον, διότι εἶναι ἀδύνατον νά τήν δεχθῇ ἔτσι ἄκρατον, κανένα κτίσμα ψιλόν. Ἀλλά συγκεκραμένην καί μετριωτέραν διά νά γίνωνται ταύτης δεκτικοί οἱ μακάριοι τόσον οἱ ἄγγελοι ὅσον καί οἱ ἄνθρωποι.
Ὅτι μέν οὖν οἱ ἄγγελοι λαμβάνουσι τήν δόξαν καί μακαριότητα διά μέσου τοῦ ἀναστάντος Ἰησοῦ Χριστοῦ, μάρτυς ὁ Ἀρεοπαγίτης Διονύσιος λέγων, ὅτι αἱ τάξεις τῶν Ἀγγέλων μετέχουσι τῆς τοῦ Ἰησοῦ φωτοδοσίας, ὄχι μέ εἰκόνας τινάς ἀλλά μέ πρώτην μετουσίαν τῆς γνώσεως, τῶν θεουργικῶν αὐτοῦ φώτων 1. Καί ὁ σοφός Θεοδώρητος ὁ Κύρου λέγει: «μετά τήν σάρκωσιν ὤφθη (ὁ Θεός) καί τοῖς ἀγγέλοις οὐκ ἐν ὁμοιώματι τῆς δόξης ἀλλ᾽ ἀληθεῖ καί ζῶντι χρησάμενος ὡς περιβολῇ τῆς σαρκός τῷ καλύμματι» (Διάλογ. α’. κατά Εὐτυχ.). Μάλιστα δέ ὁ ἅγιος Ἰσαάκ λέγων ὅτι πρό τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ δέν ἦτο δυνατόν εἰς τούς ἀγγέλους νά ἔμβουν εἰς τά ὑψηλότερα μυστήρια τῆς θεότητος. Ὅτε δέ ἐσαρκώθη ὁ Λόγος ἠνοίχθη αὐτοῖς θύρα ἐν τῷ Ἰησοῦ. (Λόγος πδ’. σελ. 478). Καί πάλιν: «καί αὐτή ἡ πρώτη τάξις θαρροῦσα λέγει ὅτι οὐκ ἀφ᾽ ἑαυτῆς, ἀλλά διδάσκαλον ἔχει τόν μεσίτην Ἰησοῦν ἐκεῖνον, ὑφ᾽ οὗ ὑποδέχεται καί τοῖς κάτω ἐπιδίδωσιν» (αὐτόθ. 477). Ὅτι δέ καί οἱ μακάριοι ἅγιοι διά μέσου τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Ἰησοῦ βλέπουσι τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, ἐδήλωσεν ὁ Κύριος εἰπών: «Πάτερ οὕς δέδωκάς μοι θέλω ἵνα ὅπου εἰμί ἐγώ, κᾀκεῖνοι ὦσι μετ᾽ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τήν δόξαν τήν ἐμήν». Καί δέν στέκει ἕως ἐδῶ ἀλλά προσθέτει: «Ἥν δέδωκάς μοι» διά νά φανερώσῃ μέ τοῦτο τήν δόξαν ὅπου ἐδόθη εἰς τήν ἀνθρωπότητά Του (βλ. Ἰω. ιζ’ 24).
Ὤ δόξαις! Ὤ λαμπρότηταις! Ὤ μεγαλεῖα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου! Ὄντως αὕτη εἶναι ἡ ἡμέρα ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος. Διότι τήν μέν δευτέραν καί τρίτην ἡμέραν ἐποίησε τό πρωτόγονον ἐκεῖνο φῶς καί τήν τετάρτην καί πέμπτην καί ἕκτην καί ἑβδόμην ἐποίησεν τόν ἐν τῇ δ’ ἡμέρα γενόμενον ἥλιον. Τήν δέ Κυριακήν καί πρώτην ταύτην ἡμέραν, καί ἐν τῇ κοσμογενεσίᾳ, μόνος ὁ Κύριος ἀμέσως ἐποίησεν ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι (τό γάρ ἐν αὐτῇ γεγονός φῶς οὐχί ἀπό τό πρωΐ, ἀλλά ἀπό μεσημβρίας ἤρξατο, κατά τούς Θεολόγους) καί τώρα πάλιν μόνος ὁ νοητός Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Χριστός ταύτην ἐποίησεν ἀπό τοῦ μνήματος ὡς ἀπό ὁρίζοντος ἀναστάς. Καί αὐτή ἡ Κυριακή, τώρα μέν εἶναι εἰκών τοῦ μέλλοντος αἰῶνος

Περί της του Χριστού Αναστάσεως Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου


Ο κόπος της νηστείας και η χαρά της αναστάσεως
Αδελφοί και πατέρες, ήδη πέρασε το Πάσχα, αυτή η χαρμόσυνη ημέρα, η αιτία κάθε χαράς και ευθυμίας. Η ανάσταση του χριστού, καθώς τη γιορτάζουμε κάθε χρόνο, ή μάλλον καθώς συντελείται καθημερινά και αδιάλειπτα μέσα σ’ αυτούς που τη βιώνουν μυστικά, γέμισε τις καρδιές μας με ανέκφραστη χαρά και αγαλλίαση, δίνοντας συγχρόνως τέλος και στον κόπο της πάνσεπτης νηστείας, ή καλύτερα χαρίζοντας στις ψυχές μας την τελείωση και παρηγοριά μαζί· γι’ αυτό και όπως βλέπετε, προσκάλεσε όλους από κοινού τους πιστούς σε ανάπαυση από αυτόν τον αγώνα και σε ευχαριστία. Ας ευχαριστήσουμε λοιπόν τον Κύριο, διότι εκείνος μας αξίωσε να διαπλεύσουμε το πέλαγος της νηστείας και να φθάσουμε με χαρά στο λιμάνι της αναστάσεώς του. Ας τον ευχαριστήσουμε όλοι, και όσοι διατρέξαμε το στάδιο της νηστείας σωστά και πρόθυμα, με μεγάλο ζήλο και πνευματικούς αγώνες, αλλά και όσοι υστερήσαμε σ’ αυτά από αμέλεια και αδύναμη προαίρεση. Γιατί αυτός είναι εκείνος που και τους επιμελείς πλουσιοπάροχα στεφανώνει και ανταμείβει επάξια για τα έργα τους, και τους ασθενέστερους πάλι συγχωρεί ως ελεήμων και φιλάνθρωπος. Διότι βλέπει περισσότερο τις ψυχικές μας διαθέσεις και την προαίρεσή μας παρά τους σωματικούς κόπους που καταβάλλουμε όταν γυμνάζουμε τον εαυτό μας στην αρετή, είτε επιτείνοντας την άσκηση από ζήλο ψυχής είτε από αδυναμία σώματος μετριάζοντάς την συγκριτικά με την άσκηση των δυνατών. Ανάλογα λοιπόν με τη διάθεσή μας απονέμει στον καθένα τα βραβεία και τα χαρίσματα του Πνεύματος· και μπορεί κάποιον απ’ όσους έδειξαν ζήλο να τον χαριτώσει και να τον δοξάσει ή να τον αφήσει ακόμη στα χαμηλά, καθώς θα χρειάζεται πιο επίπονο αγώνα για την κάθαρση του από την αμαρτία.
Η ανάσταση του Χριστού στην ψυχή μας
Αλλ’ ας δούμε λοιπόν, αν θέλετε, κι ας εξετάσουμε προσεκτικά ποιο είναι το μυστήριο της αναστάσεως του Χριστού και Θεού μας, το οποίο πάντοτε συντελείται μέσα μας μυστικά, εάν θέλουμε, και πώς ο Χριστός θάπτεται μέσα μας σαν σε μνήμα και πώς ενώνεται με τις ψυχές μας και ανίσταται, ανασταίνοντας κι εμάς μαζί με τον εαυτό του. Αυτός άλλωστε είναι και ο σκοπός της παρούσης ομιλίας.
Ο Χριστός και Θεός μας κρεμάστηκε επάνω στον σταυρό και κάρφωσε σ’ αυτόν την αμαρτία του κόσμου. Και αφού γεύθηκε τον θάνατο κατήλθε στα κατώτατα μέρη του άδη. Όπως ακριβώς λοιπόν, αφού ανήλθε πάλι από τον άδη, εισήλθε στο άχραντο σώμα του, από το οποίο ως Θεός καθόλου δεν χωρίστηκε όταν κατέβηκε εκεί, και αμέσως ανέστη εκ των νεκρών κι έπειτα ανήλθε στους ουρανούς με δόξα πολλή και με δύναμη, έτσι τώρα συμβαίνει και μ’ εμάς: Όταν δηλαδή εμείς εξερχόμαστε από τον κόσμο και εισερχόμαστε στο μνήμα της μετάνοιας και ταπεινώσεως διά της μιμήσεως των παθημάτων του Κυρίου, ο ίδιος ο Χριστός κατέρχεται από τον ουρανό, εισέρχεται στο σώμα μας σαν σε τάφο, ενώνεται με τις ψυχές μας και τις ανασταίνει από τον πνευματικό θάνατο, στον οποίο ομολογουμένως μέχρι τότε ήταν παραδομένες. Και τότε παρέχει τη δυνατότητα σ`αυτόν που έτσι αναστήθηκε μαζί με τον Χριστό, να βλέπει τη δόξα της μυστικής του αναστάσεως.
Η δική μας ανάσταση
Η ανάσταση λοιπόν του Χριστού είναι η δική μας ανάσταση, που είμαστε πεσμένοι κάτω, στην αμαρτία. Διότι εκείνος που δεν έπεσε ποτέ στην αμαρτία, όπως μαρτυρεί η Γραφή, και δεν αλλοτριώθηκε από τη δόξα του ούτε κατά το ελάχιστον, γιατί ν’ αναστηθεί ή να δοξαστεί, αυτός που είναι αϊδίως περιβεβλημένος με υπερβάλλουσα δόξα και παραμένει υπεράνω κάθε μορφής εξουσίας, χωρίς να είναι ποτέ δυνατόν να εκπέσει; Η ανάσταση και η δόξα του Χριστού, είναι, όπως μόλις είπαμε, η δική μας δόξα. Αυτή πραγματοποιείται, όταν συντελεσθεί μέσα μας η ανάστασή του. Και τότε γίνεται φανερή και έκδηλη επάνω μας. Διότι από τη στιγμή που προσέλαβε τη φύση μας, όσα ο ίδιος ενεργεί μέσα μας, αυτά και τα προσάπτει στον εαυτό του.
Η μυστική ένωση με τον Θεό
Η ανάσταση εξάλλου της ψυχής είναι η ένωση με τη ζωή. Διότι όπως ακριβώς το νεκρό σώμα δεν λέμε ότι ζει ούτε και είναι δυνατόν να ζει αν δεν δεχθεί μέσα του την ψυχή, η οποία το ζωοποιεί, και αν δεν ενωθεί με αυτήν αχώριστα, έτσι και η ψυχή δεν μπορεί από μόνη της να έχει ζωή, εάν δεν ενωθεί αρρήτως και ασυγχύτως με τον Θεό, που είναι η όντως αιώνια ζωή. Η ψυχή δηλαδή, πριν από την ένωσή της με τον Θεό — που συντελείται με τη βιωματική γνώση και τη μυστική όραση και αίσθηση — είναι νεκρή, παρόλο που είναι νοερά και φύσει αθάνατη. Γιατί δεν έχει κανείς αυτή τη γνώση, εάν δεν αισθάνεται νοερώς. Με αυτό που λέω εννοώ την όραση και τη συνδεδεμένη με αυτή γνώση και αίσθηση – αναφέρομαι στη σφαίρα της πνευματικής ζωής· διότι στη σωματική ζωή υπάρχει αίσθηση και χωρίς όραση. Ας αναφέρω ένα παράδειγμα: Ο τυφλός, όταν σκοντάψει σε μία πέτρα, το αισθάνεται αυτό, ο νεκρός όμως όχι. Αντίθετα, στην πνευματική ζωή, εάν ο νους δεν δει όσα είναι πέρα από κάθε διανοητική κατάληψη, δεν αισθάνεται τη μυστική αναγεννητική ενέργεια της θείας χάριτος μέσα του. Επομένως, όποιος ισχυρίζεται ότι έχει πνευματική αίσθηση πριν φθάσει στη θεωρία όσων υπερβαίνουν τον νου και τον λόγο και κάθε έννοια, μοιάζει με τον τυφλό που αισθάνεται όσα καλά ή κακά του συμβαίνουν, αγνοεί όμως όσα είναι δίπλα του και όσα είναι γι’ αυτόν υπόθεση ζωής του θανάτου. Διότι δεν αντιλαμβάνεται καθόλου όσα κακά ή καλά τον πλησιάζουν, καθώς έχει χάσει τη δύναμη και την αίσθηση της οράσεως· γι’ αυτό και συμβαίνει πολλές φορές να σηκώνει το ραβδί του για να αμυνθεί ενάντια σε κάποιον που έρχεται να τον βλάψει, και αντί γι’ αυτόν να χτυπήσει ενίοτε τον φίλο του, ενώ ο εχθρός στέκεται μπροστά στα μάτια του και τον περιγελά.
Η θέαση της αναστάσεως
Στην ανάσταση του Χριστού πιστεύουν μεν οι περισσότεροι άνθρωποι, ελάχιστοι όμως τη βλέπουν κιόλας καθαρά. Και όσοι βέβαια δεν τη δούν, δεν μπορούν και να προσκυνήσουν τον Χριστό Ιησού ως άγιο και Κύριο. Διότι λέει: «Οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν, εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» και αλλού «Πνεῦμα ὁ Θεός, καί τούς προσκυνοῦντας αὐτόν ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν». Ούτε λέει η ιερότατη ευχή του κάθε μέρα αυτήν την περίοδο φέρουμε στο στόμα μας: Ανάστασιν Χριστού πιστεύσαντες· αλλά τι λέει; «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν ἅγιον Κύριον Ἰησοῦν, τόν μόνον ἀναμάρτητον».
Πώς λοιπόν το Πνεύμα το Άγιον μας προτρέπει να λέμε τώρα «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι» - σαν να την είδαμε, ενώ στην πραγματικότητα δεν την έχουμε δει – ενώ ο Χριστός μια και μόνη φορά αναστήθηκε πριν από χίλια χρόνια, και μάλιστα ούτε τότε τον είδε κανείς να ανίσταται; Μήπως η ιερά ευχή θέλει να λέμε ψέματα; Κάθε άλλο! Μας παρακινεί να λέμε την αλήθεια, ότι δηλαδή μέσα στον καθένα από εμάς τους πιστούς πραγματοποιείται η ανάσταση του Χριστού· κι αυτό όχι μια φορά, αλλά – θα έλεγα - κάθε ώρα ο ίδιος ο Δεσπότης Χριστός ανίσταται μέσα μας λαμπροφόρος, ακτινοβολώντας το εκτυφλωτικό φως της αφθαρσίας και της θεότητος.
Διότι η φωτοφόρος παρουσία του Πνεύματος μας φανερώνει σαν αυγή την ανάσταση του Δεσπότου, ή καλύτερα μας αξιώνει να βλέπουμε τον ίδιο τον αναστημένο Χριστό. Γι’αυτό και λέμε: «Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν». Και υποδηλώνοντας τη Δευτέρα του παρουσία προσθέτουμε και τα εξής: «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». Σ’ όσους λοιπόν φανερωθεί ο αναστημένος Χριστός, αυτοί με πνευματικό οπωσδήποτε τρόπο τον βλέπουν, με τα μάτια της ψυχής. Γιατί όταν έλθει μέσα μας διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, μας ανασταίνει εκ των νεκρών και μας ζωογονεί και μας αξιώνει να τον βλέπουμε μέσα μας ολοζώντανο αυτόν που είναι αθάνατος και άφθαρτος· κι όχι μόνον αυτό, αλλά και μας δίνει τη χάρη να αντιλαμβανόμαστε ξεκάθαρα ότι μας καθιστά μετόχους της αναστάσεως και της δόξης του, καθώς η θεία Γραφή το μαρτυρεί στο σύνολό της.
Η κρυμμένη δύναμη της πίστεως
Αυτά λοιπόν είναι τα θεία μυστήρια των χριστιανών, αυτή είναι η κρυμμένη δύναμη της πίστεώς μας, την οποία οι άπιστοι ή δύσπιστοι ή καλύτερα ημίπιστοι δεν βλέπουν – κι ούτε βέβαια είναι δυνατόν κάπως να δουν. Άπιστοι, δύσπιστοι και ημίπιστοι είναι όσοι δεν φανερώνουν την πίστη τους με έργα. Γιατί χωρίς έργα και οι δαίμονες πιστεύουν και ομολογούν ότι ο Δεσπότης Χριστός είναι Θεός. Διότι λένε: «Οἴδαμεν σε τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ»· και αλλού: "Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν». Αλλ’ όμως τέτοια πίστη δεν θα ωφελήσει ούτε τους δαίμονες ούτε τους ίδιους τους ανθρώπους. Δεν έχει κανένα όφελος αυτή η πίστη, διότι είναι νεκρή κατά τον θείο απόστολο: «Ἡ πίστις γάρ δίχα τῶν ἔργων νεκρά ἐστιν»· όπως και τα έργα χωρίς πίστη. Και γιατί είναι νεκρή; Επειδή δεν έχει μέσα της τον Θεό, που ζωογονεί τα πάντα· επειδή δεν έκανε δικό της αυτόν που είπε: «Ὁ ἀγαπῶν με τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσει, καί ἐγώ καί ὁ Πατήρ ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ ̓ αὐτῷ ποιησόμεθα», ώστε με την παρουσία του να αναστήσει εκ νεκρών όποιον έχει τέτοια πίστη και να τον ζωογονήσει και να τον αξιώσει να δει καθαρά αυτόν που αναστήθηκε μέσα του και ανέστησε και τον ίδιο. Γι’ αυτό τον λόγο λοιπόν είναι νεκρή μια τέτοια πίστη, ή καλύτερα είναι νεκροί όσοι χωρίς έργα έχουν αυτή την πίστη. Γιατί η πίστη, η πίστη στον Θεό είναι πάντοτε ζωντανή, και ως τέτοια μεταδίδει την πνευματική ζωή σ’ όσους με καλή διάθεση πλησιάζουν να την εγκολπωθούν. Αυτή και πριν από την εργασία των εντολών πολλούς ανέσυρε από τον θάνατο στη ζωή και τους φανέρωσε τον Χριστό και Θεό. Και αν είχαν μείνει σταθεροί σ’ αυτές και τις είχαν φυλάξει αποφασισμένοι και για θάνατο προκειμένου να μην τις παραβούν, θα είχαν διαφυλαχθεί και οι ίδιοι από αυτές – με άλλα λόγια θα είχαν παρεμείνει στο ύψος στο οποίο τους είχε ανεβάσει μόνη η πίστη. Επειδή όμως λύγισαν σαν στραβό τόξο και περιεπλάκησαν ξανά στις προηγούμενες πράξεις τους, αμέσως και σε ναυάγιο της πίστεως τους κατέληξαν, όπως ήταν επόμενο, και τον εαυτό τους δυστυχώς απεστέρησαν από τον αληθινό πλούτο, που είναι ο Χριστός και Θεός. Για να μην το πάθουμε κι εμείς αυτό, ας τηρήσουμε, παρακαλώ, τις εντολές του Θεού με όση δύναμη έχουμε, για να απολαύσουμε και τα παρόντα και τα μέλλοντα αγαθά – κι εννοώ αυτή την ίδια τη θέα του Χριστού. Αυτή μακάρι όλοι να επιτύχουμε χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.

Περί τής Αναστάσεως τών Σωμάτων Αγογραφικές και Αγιοπατερικές αναλύσεις



Πηγή: Το παρόν τεύχος εκδόθηκε εις μνήμην του δούλου του Θεού Πέτρου δαπάναις του τέκνου του Γεωργίου. Εύχεσθε υπέρ αυτού.
 
Το παρόν εξαιρετικό βιβλιάριο, (η γλώσσα και η ορθογραφία τού οποίου μαρτυρεί ότι είναι αρκετά παλιό), βρήκαμε σε μορφή pdf χωρίς καν εξώφυλλο, (γι' αυτό και ο τίτλος που χρησιμοποιούμε είναι δικός μας). Λόγω όμως τής εξαιρετικής ανάλυσης που κάνει για το θέμα τής Αναστάσεως, θεωρήσαμε καλό να το παρουσιάσουμε στο Ίντερνετ υπό τύπον άρθρου.

Εισαγωγή
Το αναστησόμενον σώμα, κατά τον ιερόν Χρυσόστομον, θα είναι «το αυτό και ουκ αυτό», προς το εν τω τάφω διαλυθέν σώμα.
Το νέον σώμα, το οποίον θα προέλθη εκ της αναστάσεως δεν θα είναι μια νέα δημιουργία, που δεν έχει καμμίαν οργανικήν σχέσιν με το σώμα το οποίον διελύθη εις τον τάφον. Μεταξύ των δύο τούτων σωμάτων υπάρχει και ταυτότης, αλλά και διαφορά.
Ο θείος Χρυσόστομος εξηγεί (ομιλία 41) εις την Α' προς Κορινθίους επιστολήν του Αποστόλου Παύλου, ότι ο εκ του σπειρομένου κόκκου του σίτου προερχόμενος στάχυς είναι ο αυτός μεν προς τον σπαρέντα κόκκον, διότι «η αυτή ουσία εστίν, ουχί δε ο αυτός», διότι ο στάχυς είναι καλύτερος, αλλά και μεγαλυτέρας ευπρεπείας. Έτσι και εις την ανάστασιν «ουχί άλλη ουσία σπείρεται εν τω τάφω, άλλη δε εγείρεται, αλλά η αυτή βελτίων και λαμπροτέρα».
Ο δε Τερτυλλιανός βεβαιοί, ότι οπουδήποτε και αν διαλυθή τις, οιαδήποτε ύλη και αν καταστρέψη, καταπίη, αφανίση η εις το μηδέν περιαγάγη το σώμα, θα αποδώση τούτο κατά την ανάστασιν.
Και ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων εις την ιη' Κατήχησιν λέγει: «Θα αναστηθούμε και θα έχουμε όλοι αιώνια σώματα. Αλλά δεν θα είναι ίδια όλων τα σώματα. Αν κάποιος είναι δίκαιος, θα λάβη επουράνιον σώμα, δια να δύναται επάξια να συναναστρέφεται με τους αγγέλους. Κι αν κάποιος είναι αμαρτωλός, θα λάβη σώμα που αιώνια θα τιμωρείται δια τας αμαρτίας του, ώστε, μολονότι θα καίγεται σ' αιώνια φωτιά, να μη δυνηθή ποτέ να αφανισθή.
Πολύ δίκαια ο Θεός παραχωρεί αυτά και δια τις δύο μερίδες, των δικαίων και των αδίκων. Διότι τίποτε δεν κάναμε, χωρίς να συμμετέχη το σώμα μας. Βλασφημούμε με το στόμα, προσευχόμαστε με το στόμα, πορνεύουμε με το σώμα, ζούμε αγνή ζωή με το σώμα.
Αρπάζουμε με τα χέρια, δίνουμε ελεημοσύνες με τα χέρια και όλα τα υπόλοιπα. Επειδή λοιπόν σε όλα, όσα κάναμε, μας υπηρέτησε το σώμα, παίρνει και αυτό μέρος εις τις απολαβές της μελλούσης ζωής».
Το ίδιο νόημα δίδεται και εις το Ε' Κεφάλαιον των Αποστολικών Διατάξεων: «Θα μας αναστήση ο παντοδύναμος Θεός δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, σύμφωνα με την αδιάψευστη υπόσχεσίν του και θα μας αναστήση μαζύ με όλους τους άλλους, που δια μέσου των αιώνων κοιμήθηκαν με τον ίδιον τρόπον, με την μορφήν που έχουμε τώρα, χωρίς να έχουμε τίποτε το λειψό ή το φθαρμένο, διότι θα αναστηθούμε άφθαρτοι.
Και είτε πεθάνουμε εις το πέλαγος, είτε διασκορπιστούμε εις την γην, είτε σπαραχθούμε από θηρία ή όρνεα, θα μας αναστήση με την δύναμίν του, επειδή ο κόσμος ολόκληρος συγκρατείται με το χέρι του Θεού και λέγει ότι ούτε τρίχα από την κεφαλήν μας δεν θα χαθή» (Λουκάς 21, 18).
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης δέχεται εις το κζ' Κεφάλαιον «Περί κατασκευής του ανθρώπου», ότι κατά την ανάστασιν θα λάβη χώραν μια μεταποίησις, εις τρόπον ώστε να μη παραμείνη βάρος εις το σώμα, αλλά θα μεταστοιχειωθή προς θειοτέραν κατάστασιν:
«Επειδή η ψυχή διάκειται με κάποιαν φυσικήν σχέσιν και στοργήν προς το σώμα που ήταν σύνοικό της, υπάρχει εις αυτήν δια της συνανακράσεως με το οικείον σώμα κάποια μυστική σχέσις και επίγνωσις, σαν σημεία που έχουν επιτεθη από την φύσιν, δια των οποίων η κοινότης μένει ασύγχυτη, διακρινόμενη από τα ιδιάζοντα. Αφού λοιπόν η ψυχή ελκύει πάλι προς τον εαυτόν της το συγγενές και το ιδικόν της, ποια δυσκολία θα υπήρχε εις την θείαν δύναμιν, που να εμποδίζη την συνδρομήν των οικείων στοιχείων, καθώς τρέχουν προς το ιδικόν τους με μια άρρητη έλξι της φύσεως;».
Περί δε της μεταβολής του σώματος μετά την ανάστασιν μας επληροφόρησεν πρώτος αυτός ο Κύριος, ειπών: «εν γαρ τη αναστάσει ούτε γαμούσιν, ούτε εκγαμίζονται, αλλ' ως άγγελοι Θεού εν ουρανώ εισί» (Ματθαίος Κβ' 30). Και πάλιν «ούτε αποθανείν έτι δύνανται· ισάγγελοι γαρ εισί και υιοί του Θεού, της αναστάσεως υιοί όντες» (Λουκάς Κ' 36).
Καταργείται επομένως η διάκρισις του ανθρωπίνου γένους εις άρρεν και θήλυ εις το αναστησόμενον σώμα και οι άνθρωποι θα ζουν ως άγγελοι κατά το απαθές και αφιλήδονον. Επί πλέον, κατά την βεβαίωσιν του θείου Παύλου, ο Θεός και τα βρώματα και την κοιλίαν θα κατάργηση.
Αξιοσημείωτος είναι και η είσοδος του Κυρίου εις το ανώγεον όπου ήσαν συνηγμένοι δια τον φόβον των Ιουδαίων και των θυρών κεκλεισμένων. Εδειξεν εις αυτούς τας χείρας και την πλευράν δια να ιδούν τα σημάδια των πληγών και πεισθούν, ότι αυτός ήτο ο σταυρωθείς Διδάσκαλός των. Και είπεν προς αυτούς ο Κύριος: Έχετε εδώ τίποτε φαγώσιμον δια να φάγω και δια να πεισθήτε έτσι ακόμη περισσότερον, ότι δεν είμαι πνεύμα; Αυτοί δε του έδωκαν ένα τεμάχιον από ψάρι ψημένον και ολίγην κηρήθραν, «και λαβών ενώπιον αυτών έφαγεν» (Λουκάς ΚΔ.' 42).
Έφαγε μεν ο Κύριος μετά την ανάστασιν, κατά την βεβαίωσιν του Αποστόλου Λουκά, αλλά έφαγε προς πίστωσιν, ότι αυτός είναι και αυτό είναι το κατά το πάθος προσηλωθέν επί του Σταύρου σώμα Του.
Και «υπερφυώς έφαγε» καθώς και «υπερφυώς ανάλωσεν, όπερ έφαγε».
Το αναστημένο σώμα θα διακρίνεται σαφώς από της ψυχής μετά της οποίας συνάπτεται. Και η ψυχή θα ενδυθή αυτό ως οικητήριον πλέον ουράνιον. Η δόξα των αναστησομένων σωμάτων των πιστών περιγράφεται υπό του Αποστόλου Παύλου: «Οίος ο χοϊκός, τοιούτοι και οι χοϊκοί, και οίος ο επουράνιος, τοιούτοι και οι επουράνιοι» (Α' Κορινθίους ιε' 48).
Εφ' όσον το νέον περιβάλλον και η νέα κατάστασις, εις την οποίαν θα εισέλθουν οι άνθρωποι μετά την ανάστασιν, θα είναι ξένον προς την φθοράν και παχυλότητα του παρόντος κόσμου, είναι αναγκαίον τα αναστησόμενα σώματα να είναι τέτοια που να προσαρμόζονται πλήρως προς το περιβάλλον και την νέαν κατάστασιν.
Άγιον Πάσχα 2005
 
Περί της αναστάσεως του σώματος
«… Και αναπαύσεται επ' αυτόν, πνεύμα του Θεού, πνεύμα σοφίας, και συνέσεως, πνεύμα βουλής και Ισχύος, πνεύμα γνώσεως, και ευσέβειας και φόβου Θεού».
Η δύναμις της αναστάσεως του Χριστού χαρίζει εις όλους τους ανθρώπους την ανάστασιν των σωμάτων αυτών. Θα αναστηθούν δηλαδή και όσοι πιστεύουν εις τον Χριστόν, άλλα και εκείνοι οι οποίοι δεν πιστεύουν.
Το άγιον Βάπτισμα το οποίον λαμβάνομεν είναι τύπος του θανάτου και της Αναστάσεως του Χριστού.
Δια τούτο λέγει ο Απόστολος Παύλος: «όσοι εβαπτίσθημεν εις Χριστόν Ιησούν, εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν» (Ρωμαίους στ' 3). Εγίναμεν δια του βαπτίσματος μέτοχοι του σταυρικού του θανάτου και ο παλαιός άνθρωπος της αμαρτίας εσταυρώθη και απέθανεν, όπως ο Χριστός επί του σταυρού.
Εθαφθήκαμε λοιπόν μαζύ με τον Χριστόν δια του βαπτίσματος, το οποίον μας έκανε συγκοινωνούς του θανάτου του, ίνα καθώς ακριβώς ανεστήθη ο Χριστός εκ νεκρών δια της ενδόξου δυνάμεως του Πατρός, έτσι και εμείς θα αναστηθώμεν εις νέαν ενάρετον και Αγίαν ζωήν και θα συμμορφώσωμεν την διαγωγήν μας προς τας απαιτήσεις της νέας ζωής, «εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμαίους Στ' 4).
Η ανάστασις του Χριστού μας χαρίζει μια νέαν ζωήν. Έχομεν γίνει ένα με τον Χριστόν δια του βαπτίσματος, που είναι ομοίωμα του θανάτου Του και κατά φυσικήν συνέπειαν θα γίνωμεν ένα και με την ανάστασίν Του. «Ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι τον θανάτου αυτού, άλλα και της αναστάσεως εσόμεθα» (Ρωμαίους Στ' 5).
Αλλά ο πολυεύσπλαγχνος Κύριος δεν ηθέλησε με τον τύπον της αναστάσεως Του, το βάπτισμα δηλαδή, να συγχώρηση μόνον το προπατορικόν αμάρτημα, άλλα με την πραγματικήν ανάστασίν Του εξαλείφει την ποινήν και το αποτέλεσμα του προπατορικού αμαρτήματος» το οποίον είναι ο θάνατος. Τούτο διασαλπίζει ο θεηγόρος Παύλος λέγων: «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α' Κορινθίους ιε΄ 26).
Ο νέος Αδάμ, ο Χριστός, με την δύναμιν της αναστάσεως αυτού ανεκαίνισε όλη την φύσιν των ανθρώπων. Θα αναστηθούν κατά την κοινήν ανάστασίν όλα τα σώματα των πιστών, αλλά και των απίστων.
Δεν έβλαψε τόσον πολύ η παράβασις του Αδάμ, όσον μας ωφέλησε και μας ευηργέτησε η Χάρις που μας έφερεν ο Χριστός. Διότι, εάν δια του παραπτώματος του ενός, ήτοι του Αδάμ, απέθανον οι πολλοί, δηλαδή η εξ αυτού καταγόμενη ανθρωπότης, ασυγκρίτως περισσότερον επερίσσευσεν η Χάρις που εξησφάλισε δια της αναστάσεώς Του ο Χριστός εις τους πολλούς.
«Ώσπερ γαρ δια της παρακοής του ενός ανθρώπου αμαρτωλοί κατεστάθησαν οι πολλοί, ούτω και δια της υπακοής του ενός δίκαιοι κατασταθήσονται οι πολλοί» (Ρωμαίους ε΄ 19).
Και ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί: «Ο Χριστός αφάνισεν το πρόσωπον του θανάτου και την προσφώνησιν αυτού μετέβαλεν. Δια της αναστάσεως αυτού μύρια αγαθά έχει φέρει εις εμάς. Με εκείνα τα μέσα που μας ενίκησε ο διάβολος, με εκείνα κατενίκησεν αυτόν ο Χριστός. Αι ουράνιοι αγγελικαί Δυνάμεις αγάλλονται δια την κοινήν σωτηρίαν του γένους των ανθρώπων.
Αμάρτησε ο Αδάμ και απέθανε. Δεν αμάρτησεν ο Χριστός και απέθανεν. Δια του τρόπου αυτού και ο Αδάμ που αμάρτησε και απέθανε, θα δυνηθή δια του μη αμαρτήσαντος και αποθανόντος Ιησού Χριστού, να ελευθερωθή από τον θάνατον και τα δεσμά» (Ιωάν. Χρυσοστόμου Έργα, ΕΠΕ, Τόμος 36, σελ. 70-82).
 
Ποία η διαφορά της αναστάσεως των σωμάτων των δικαίων και των αμαρτωλών
Κοινή θα είναι η ανάστασις όλων των ανθρώπων.
Θα αναστηθούν και τα σώματα των απίστων, διότι φυσικώς μεταφέρουν την αμαρτίαν του Αδάμ και όχι προαιρετικώς. Επειδή όμως δεν ηθέλησαν να πιστεύσουν εις τον Χριστόν, δια τούτο τα σώματα αυτών θα έχουν ασύγκριτον διαφοράν από τα αναστηθησόμενα σώματα των ενάρετων ανθρώπων. «Η μεν ανάστασις κοινή πάντων, η δε δόξα ουκέτι κοινή, αλλ' οι μεν εν τιμή, οι δε εν ατιμία, και οι μεν εις βασιλείαν, οι δε εις κόλασιν αναστήσονται» (Ιωάν. Χρυσοστόμου Έργα, ΕΠΕ, Τόμος 19, σελ. 280).
Την διαφοράν αυτήν των αναστηθησομένων σωμάτων την περιγράφει πολύ καθαρά και ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης: «Τα σώματα των αμαρτωλών θα είναι σκληρά, βαριά, άσχημα, άτιμα, μαύρα, σκοτεινά, ψυχρά και χονδρά και αυτά τα άθλια ιδιώματα έχουν να αυξάνουν ή να ολιγοστεύουν εις αυτά, κατά αναλογίαν της απιστίας αυτών και κακίας».
Τα δε σώματα των πιστών και Ορθοδόξων θα είναι: «μαλακά, ελαφρά, ωραία, ένδοξα, διαφανή, φωτεινά, θερμά και πνευματικά. Και αυτά όλα τα μακαριστά ιδιώματα, έχουν να αυξάνουν ή να ολιγοστεύουν εις αυτά κατά την αναλογίαν της πίστεως και της αρετής αυτών» (Νικόδημου του αγιορείτου, Πνευματικά Γυμνάσματα, σελ. 282).
Ο ιερός Χρυσόστομος ερμηνεύοντας την Α' προς Κορινθίους επιστολήν του Αποστόλου Παύλου χρησιμοποιεί το παράδειγμα του σίτου που σπείρεται εις την γην και διαλύεται. «Ούτω και η ανάστασις των νεκρών, σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία· σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη· σπείρεται εν ασθενεία, εγείρεται εν δυνάμει· σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν» (Α' Κορινθίους ιε΄ 42-44).
Το ότι λοιπόν ανίστανται μεν τα σώματα, το απέδειξε με το παράδειγμα του σίτου, το ότι δεν θα είναι της ίδιας λαμπρότητος όλα, το αποδεικνύει εδώ. Διότι, όπως η απιστία εις την ανάστασιν κάμνει τους ανθρώπους αμελείς, έτσι πάλιν τους κάμνει ράθυμους και νωθρούς με το να νομίζουν ότι όλοι θα αξιωθούν τα ίδια. Δι' αυτό διορθώνει και τα δύο. Και διέκρινε δύο τάξεις ανθρώπων, των δικαίων και των αμαρτωλών.
Και αυτάς πάλι τας διακρίνει εις πολλά μέρη, δια να δείξη ότι ούτε δίκαιοι και αμαρτωλοί θα αξιωθούν τα ίδια, αλλ' ούτε οι δίκαιοι με δικαίους όλοι θα δοξασθούν το ίδιον, ούτε οι αμαρτωλοί με τους αμαρτωλούς θα κολασθούν εξ ίσου.
Και ο ιερός Χρυσόστομος κάμνει μίαν διάκρισιν μεταξύ των δικαίων και αμαρτωλών με τους λόγους:
«σώματα επουράνια, και σώματα επίγεια» (Α' Κορινθίους ιε΄ 40). Και υπαινίσσεται με τα επίγεια μεν τους αμαρτωλούς, με τα επουράνια δε τους δικαίους. Και μετά ανεβαίνει εις τον ουρανόν και ερμηνεύει τον στίχον 41: «άλλη δόξα ηλίου, και άλλη σελήνης, και άλλη δόξα αστέρων· αστήρ γαρ αστέρος διαφέρει εν δόξη». Όπως δηλαδή υπάρχει διαφορά εις τα επίγεια σώματα, έτσι και εις τα επουράνια μεταξύ ηλίου και σελήνης και αστέρων προς άλλους αστέρας (Ιωάν. Χρυσοστόμου Έργα, ΕΠΕ, Τόμος 18Α, σελ. 683).
 
Ποίον είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά;
1. Αν και όλοι οι δίκαιοι εισέρχονται εις την Βασιλείαν του Θεού, δεν θα αξιωθούν όλοι τα ίδια. Και εάν όλοι οι αμαρτωλοί εισέρχονται εις την γέενναν, δεν θα υποστούν όλοι τα ίδια. Ούτω και η ανάστασις των νεκρών. Θα υπάρχη τόσον μεγάλη διαφορά μεταξύ των αναστηθέντων σωμάτων. Τούτο εννοών ο Κύριος έλεγεν: «εν τη οικία τον Πατρός μου μοναί πολλοί εισιν» (Ιωάν. ιδ' 2).
2. Το ίδιον σώμα το οποίον ετάφη, το ίδιον και ανίσταται, διότι η ανάστασις αναφέρεται εις αυτό που ετάφη. Η μεν ουσία του σώματος παραμένει η ιδία, η δε ωραιότης μεγαλυτέρα. Απόδειξις είναι ο γυμνός κόκκος του σίτου.
3. Η ανάστασις είναι προϋπόθεσις του βαπτίσματος, διότι το βάπτισμα είναι σύμβολον της ταφής και της αναστάσεως. Το βάπτισμα αποδεικνύει την ανάστασιν των σωμάτων.
4. Η ανάστασις των σωμάτων είναι αξιοθαύμαστον γεγονός. Προκαλεί δε έκστασιν και απορίαν, διότι θα συμβούν τόσα θαυμαστά πράγματα που υπερβαίνουν κάθε σκέψιν και νουν και μάλιστα γίνονται εις μίαν στιγμήν, δηλαδή ακαριαίως. Δια να είναι αξιόπιστος ο λόγος του, ο Απόστολος Παύλος εμφανίζει τον άγγελον, ο οποίος θα το κάνη αυτό και λέγει: «Και θα γίνη η αλλαγή αυτή, όταν θα ακουσθή η εσχάτη υπερφυσική σάλπιγγα, εις μίαν στιγμήν, όσον χρειάζεται κανένας να ανοιγοκλείση το βλέφαρόν του» (Κορινθίους ιε΄ 52).
5. «Θα αλλάξωμεν, διότι πρέπει το φθαρτόν αυτό σώμα να ενδυθή αφθαρσίαν και το θνητόν αυτό σώμα να ενδυθή αθανασίαν» (Α' Κορινθίους ιε΄ 53).
Δια να μη νομίση λοιπόν κανείς, επειδή ήκουσεν ότι σαρξ και αίμα δεν θα κληρονομήσουν την βασιλείαν του Θεού, ότι τα σώματα δεν ανίστανται, προσέθεσεν και αυτό: «δει γαρ το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν».
Φθαρτόν δε λέγει το σώμα και θνητόν πάλι το σώμα. Ώστε το σώμα και μετά την ανάστασιν παραμένει. Παραμένει, αλλά ενδύεται την αφθαρσίαν και την αθανασίαν. Το σώμα αποβάλλει την θνητότητα και την φθοράν που καταργούνται πλέον και έρχεται εις αυτό η αθανασία και η αφθαρσία.
6. Μη λοιπόν αμφιβάλης αδελφέ ότι το σώμα σου θα ζη αιωνίως μαζύ με την ψυχήν σου.
Όταν δε η φθαρτή αυτή φύσις μας ενδυθή την αφθαρσίαν και η θνητή αυτή φύσις μας ενδυθή την αθανασίαν, τότε θα πραγματοποιηθή και ο λόγος του Προφήτου Ησαΐου «κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος. Πού σου, θάνατε, το κεντρον; Πού σου, Άδη, το νίκος;» (Ησαΐας κε΄ 8).
7. Βλέπετε πώς πανηγυρίζει ο Απόστολος Παύλος. Με μεγάλον ενθουσιασμόν, ενώ βλέπει τα μέλλοντα ωσάν να έχουν γίνη, κραυγάζει την επινίκιαν κραυγήν και καταπατή τον θάνατον που έχει καταργηθεί και λέγει: «Πού είναι, θάνατε, το κεντρί σου; Πού είναι Άδη η νίκη σου;» (Α' Κορινθίους ιε΄ 55).
Ο Χριστός όχι μόνον αφώπλισε τον θάνατον και τον ενίκησεν, δια της αναστάσεως αυτού, αλλά και τον εξηφάνισε και τον κατέστησε ανύπαρκτον. «Το κεντρί του θανάτου είναι η αμαρτία, η δε δύναμις της αμαρτίας ο νόμος».
Διότι εάν το να αμαρτάνη ο άνθρωπος ήτο αίτιον του θανάτου, ο δε Χριστός αφού ήλθεν κατέλυσεν την αμαρτίαν και μας απήλλαξεν από αυτήν δια του βαπτίσματος και μαζύ με την αμαρτίαν κατέπαυσε και την ισχύν του νόμου.
8. Ας ευχαριστούμεν τον Θεόν, που μας δίδει την νίκην δια του Ιησού Χριστού, διότι με το τρόπαιον της νίκης το οποίον έστησεν, μας έκανε κοινωνούς εις την απόλαυσιν των αιωνίων αγαθών, όχι από υποχρέωσιν, αλλά μόνον από φιλανθρωπίαν. «Ώστε, αδελφοί μου αγαπητοί, εδραίοι γίνεσθε, αμετακίνητοι, περισσεύοντες εν τω έργω τον Κυρίου πάντοτε, ειδότες ότι ο κόπος υμών ουκ εστί κενός εν Κυρίω» (Α' Κορ. ιε΄ 58).
Ας μη μένωμεν αδρανείς, αλλά ας εργαζώμεθα το αγαθόν με περισσότερον ζήλον, γνωρίζοντες ότι ο κόπος αυτός δεν είναι εν Κυρίω μάταιος.
9. Διότι εάν γίνωμεν ράθυμοι ούτε δίκαιος, ούτε προφήτης, ούτε Απόστολος μπορεί να μας βοηθήση όταν θα κρινώμεθα. Δεν υπάρχει κανείς να μας βοηθήση, άλλα αναγκαστικά θρηνούντες, οδυρόμενοι και βασανιζόμενοι θα οδηγηθώμεν εις το πυκνόν εκείνο σκότος και εις τας τιμωρίας εκείνας που δεν έχουν λύτρωσιν.
Εάν όμως αγωνισθώμεν με προσοχήν, τότε τα έργα μας θα συνηγορήσουν υπέρ ημών, θα απέλθωμεν με θάρρος και θα επιτύχωμεν τα αγαθά που αναμένουν αυτούς που αγαπούν τον Θεόν, τα οποία είθε να επιτύχωμεν με την Χάριν και φιλανθρωπίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας. Αμήν.
* * *
«Νεοποιείς τους γηγενείς ο πλαστουργός χοϊκός χρηματίσας, και σινδών και τάφος υπεμφαίνουσι το συνόν σοι, Λόγε, μυστήριον ο ευσχήμων γαρ βουλευτής την του σε φύσαντος βουλήν σχηματίζει εν σοι μεγαλοπρεπώς καινοποιούντος με». (Τροπάριον του Κανόνος του Μ. Σαββάτου).
 
Ευχαριστία προς τον αναστάντα Ιησούν Χριστόν
Πώς να ευχαριστήσωμεν και πώς να δοξολογήσωμεν τον αναστάντα Ιησούν Χριστόν, ο Οποίος δεν ηθέλησε να είναι Αυτός μόνος αθάνατος και μακάριος, αλλά ηθέλησε και τα ιδικά μας σώματα να αναστηθούν και να θριαμβεύσουν κατά του θανάτου!
Είχε μεγάλον πόθον και επιθυμίαν ο αναστάς Κύριος να ευρεθούμε κοντά Του εις την Βασιλείαν των ουρανών, με αθάνατα και άφθαρτα σώματα και να λάμπουν και τα ιδικά μας σώματα από την δόξαν που θα λαμβάνουν από την ιδικήν Του απερίγραπτον δόξαν.
Δια τούτο λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Πρέπει να πιστεύωμεν, ότι και ο Θεός εκείνους που απέθαναν ενωμένοι δια της Πίστεως με τον Ιησούν, θα τους φέρη ενδόξως εις την αιωνίαν ζωήν μαζί με Αυτόν» (Α' Θεσ. Α΄ 14).
Δεν είναι δυνατόν να ευχαριστήσωμεν, ως αρμόζει, τον γλυκύτατον ημών Νυμφίον και Δεσπότην, ούτε να κατανοήσωμεν πλήρως την δόξα που θα απολαμβάνουν και τα ιδικά μας σώματα, δια μέσου του θανάτου και της αναστάσεως αυτού.
Πώς είναι δυνατόν να κατανοήσωμεν, ότι, όταν το σώμα μας επιτύχη της αναστάσεως της ζωής κατά την κοινήν ανάστασιν θα έχη μεγάλην αναλογίαν και ομοιότητα προς το ιδικόν του δεδοξασμένον σώμα;
«Και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως» (Ιωάν. ε΄ 29).
Αυτό όμως μας το βεβαιώνει ο ουρανοφάντωρ Απόστολος Παύλος λέγοντας: «μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης αυτού κατά την ενέργειαν του δύνασθαι αυτόν και υποτάξαι αυτώ τα πάντα» (Φιλιπ. Γ' 21).
Αυτός ο Κύριος και Σωτήρ μας θα δώση νέαν ένδοξον μορφήν εις το σώμα της μικρότητος και ταπεινότητάς μας, που είναι τώρα φθαρτόν και υπόκειται εις πόνους και ασθενείας. Θα μεταμορφώση αυτό, ώστε να γίνη όμοιον προς το δοξασμένον σώμα Του και να απαίτηση την αυτήν ένδοξον και άφθαρτον μορφήν προς αυτό. Την μεταμόρφωσιν δε αυτήν θα την κάμη δια της πανισχύρου ενεργείας Του, δια της οποίας δύναται και να υποτάξη τα πάντα εις τον εαυτόν Του.
Μας το υπόσχεται αυτό και ο ίδιος ο Κύριος, καθώς είναι γραμμένον: «Τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του Πατρός αυτών. Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω» (Ματθαίος ιγ' 43). Είναι δυνατόν να αμφιβάλη κανείς εις τον λόγον του Χριστού; Όχι βέβαια· αλλά πρέπει να προετοιμαζώμεθα αναλόγως δια την δόξαν αυτήν.
Ο αναστάς Κύριος, ο ήλιος της δικαιοσύνης, θα σκορπά τας ακτίστους ακτίνας του αενάου θείου φωτός και θα αντιφεγγίζουν και τα ιδικά μας αναστηθέντα άφθαρτα σώματα, ωσάν άλλοι ήλιοι. Το φως της Αγίας Τριάδος θα καταυγάζη όλους τους δικαίους, οι οποίοι θα απολαμβάνουν την θείαν μακαριότητα εις αιώνας αιώνων.
Ω ασύγκριτα χαρίσματα που μας δωρίζει ο γλυκύτατος Ιησούς Χριστός! Ω θαυμαστά, ακατανόητα και θεοπρεπή χαρίσματα που δίδει εις αυτό το ταπεινόν και χωματένιο σώμα μας! Και εις όλα αυτά αιτία είναι η Ζωηφόρος ανάστασις του Χριστού μας.
Πώς λοιπόν δι' όλα αυτά να ευχαριστήσωμεν τον αναστάντα Ιησούν Χριστόν; Τι υπερβολή αγάπης είναι αυτή όπου ηθέλησε δια του πάθους του Σταυρού και της αναστάσεως Αυτού, να χαρίση εις το σώμα μας τόσον μεγάλην δόξαν και τιμήν!
Και τι είναι το σώμα μας; γη και σποδός· ένα σκεύος γεμάτο δυσωδία και ακαθαρσία. Και μόνον αυτό;
Είναι όργανο που, επειδή πολλές φορές δεν επροσέξαμε, επράξαμε με αυτό τις κακές ορέξεις μας και τα αμαρτωλά μας θελήματα.
Αυτήν την υπερβολήν της αγάπης του Χριστού, όπου έδειξε δια την ανάστασιν και την δόξαν του ιδικού μας σώματος δεν μπορούμε να την εξαγοράσωμεν με οποιαδήποτε μαρτύρια και θλίψεις και αν υπομείνωμεν.
Τούτο δε κάνει τον Απόστολον Παύλον να αναφωνή: «Λογίζομαι γαρ ότι ουκ άξια τα παθήματα τον νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς» (Ρωμαίους Η' 18).
Αυτή η μεγάλη ελπίδα της αναστάσεως και της δόξης της αιωνίου ζωής μας δίδει την δύναμιν να περιφρονούμε και να καταφρονούμε κάθε πειρασμόν και κάθε δοκιμασίαν δια να δοξασθούν τα σώματα μας κατά την μέλλουσαν κρίσιν.
Όσον περισσότερον καθαρίσωμεν το σώμα μας από τα σαρκικά πάθη με την μετάνοιαν, τόσον ενδοξότερον και λαμπρότερον και ωραιότερον θα ευρεθή κατά την κοινήν ανάστασιν. Θα αστράφτη μαζύ με την ψυχήν και θα ακτινοβολή την Χάριν του Αγίου Πνεύματος που είναι δυνατόν να χωρέση μέσα του.
Κάθε θλίψις και ταλαιπωρία και αδικία και στενοχώρια που υπομένουμε τώρα δια το όνομα του Χριστού, όλα αυτά θα αποτελούν τα στολίδια του άφθαρτου σώματός μας. Οι πληγές και όλα τα παθήματα που υπέμειναν οι Μάρτυρες δια τον Χριστόν, θα είναι δι' αυτούς η μεγαλυτέρα δόξα και ο ωραιότερος καλλωπισμός αυτών.
Κάθε όμως αμαρτία που διαπράττομε με το σώμα μας θα εμφανισθή επάνω στον χιτώνα της ψυχής μας και αυτό θα αποτελή την μεγαλύτερα αισχύνη της ψυχής μας.
Εφ' όσον ο Χριστός υπέμεινε τόσα βάσανα επάνω εις τον Σταυρόν, πώς είναι δυνατόν εμείς να περάσωμεν την ζωήν μας χωρίς θλίψεις και δοκιμασίες; «ουχί ταύτα έδει παθείν τον Χριστόν και εισελθείν εις την δόξαν αυτού;» (Λουκάς κδ΄. 26).
Μία θαυμασίαν σκηνήν περιγράφει ο Ιωάννης ο Θεολόγος εις την Αποκάλυψιν. Είδε τον άγιον Θεόν, καθήμενον επί του θρόνου. Τριγύρω από τον θρόνον του Θεού εστέκοντο οι άγγελοι, καθώς και οι εικοσιτέσσαρες Πρεσβύτεροι και τα τέσσαρα ζώα. Μετά είδε ο Ιωάννης να εισέρχεται πλήθος λαού από κάθε έθνος, οι οποίοι εφορούσαν λευκά ενδύματα και εκρατούσαν εις τας χείρας των φοίνικας, σύμβολα της νίκης των κατά της αμαρτίας.
Ο Ιωάννης ερώτησεν έναν από τους πρεσβυτέρους:
Ποίοι είναι αυτοί που φορούν λευκά ενδύματα και από που ήλθον; Και μου είπεν: Αυτοί είναι οι πιστοί και οι μάρτυρες, που έρχονται από την θλίψιν την μεγάλην, η οποία εκπροσωπεί όλους τους διωγμούς και τας θλίψεις, μέχρι της δευτέρας Παρουσίας του Χριστού.
Και όλοι αυτοί με μια φωνή έλεγαν: Η σωτηρία ημών, που αποτελούμεν την εν ουρανοίς θριαμβεύουσαν Εκκλησίαν, οφείλεται όχι εις ημάς, άλλα εις τον Θεόν μας, που κάθηται επάνω εις τον θρόνον και εις την απολυτρωτικήν θυσίαν του Αρνίου. Δηλαδή όλοι αυτοί οι Άγιοι έπλυναν τα ενδύματά των και τα ελεύκαναν με το αίμα του Αρνίου. Με άλλα λόγια η αγιότης των και η καθαρότης των προέρχεται από την Σταυρικήν θυσίαν του Χριστού (Αποκ. Ζ' 9-14).
Αλλοίμονο εις την ψυχήν η οποία δεν θα προφθάση από τον κόσμον αυτόν να εκδυθή το σκοτεινόν ένδυμα της αμαρτίας όπου εφόρεσε και να ενδυθή τα φωτεινά ενδύματα των αρετών. Κατά την κοινή ανάστασιν η ψυχή θα φέρη επάνω εις το σώμα της τους τύπους και τα σχήματα όλων των αμαρτιών αυτής. Εννοείται ότι θα είναι τυπωμένα με βαφήν ανεξίτηλον εις τον χιτώνα της ψυχής τα αμαρτήματα τα οποία δεν επρόφθασε ή δεν ηθέλησε ο άνθρωπος να εξομολογηθή.
Όποιος από την παρούσαν ζωήν δεν αξιωθή να αναστηθή, αυτός δεν θα δοξασθή κατά την ανάστασιν του σώματος, άλλα θα κολασθή και με το σώμα και με την ψυχήν. «Μακάριος και άγιος ο έχων μέρος εν τη αναστάσει τη πρώτη· επί τούτων ο δεύτερος Θάνατος ουκ έχει εξουσίαν» (Αποκ. Κ' 6).
Η πρώτη ανάστασις είναι της ψυχής, την οποίαν ενεργεί η Χάρις του Αγίου Πνεύματος εις την παρούσαν ζωήν. Η Χάρις έρχεται όταν ο άνθρωπος καθαρισθή από τα σαρκικά και ψυχικά πάθη. Αυτή είναι η πρώτη ανάστασις.
Η δευτέρα ανάστασις είναι του σώματος, η οποία θα γίνη κατά την μέλλουσαν κρίσιν.
Αιτία επομένως του πρώτου και του δευτέρου θανάτου, δηλαδή του πρόσκαιρου και του παντοτεινού θανάτου είναι η αμαρτία.
Η αληθινή ζωή είναι η αρετή, δηλαδή η ένωσις με τον Θεόν, η οποία αρχίζει από την παρούσαν ζωήν και θα συνεχίζεται εις αιώνας αιώνων εις την Βασιλείαν των Ουρανών.
 
Πώς θα πραγματοποιήσωμεν αυτήν την μεγάλην ελπίδα της αναστάσεως;
  • Όταν μισούμε και αποστρεφώμεθα τον παλαιόν άνθρωπον. «Μισούντες τον από της σαρκός εσπιλωμένον χιτώνα» (Ιούδα 23).
  • Όταν ετοιμαζώμεθα με ένα τέτοιον λογισμόν και με αυτή την ελπίδα να καθαρίσωμεν τας αισθήσεις της ψυχής και του σώματος από κάθε μολυσμόν. «Πας ο έχων την ελπίδα ταύτην επ' αυτώ αγνίζει εαυτόν, καθώς εκείνος αγνός εστί» (Α' Ιωάν. Γ' 3).
Δόξα τω απείρω ελέει Σου Παντοδύναμε και Πανάγαθε Κύριε. Αμήν.
Η εμοί αδυναμία ταύτα εσημείωσε. μ. μ.
 
Η υπόστασις του ανθρώπου μετά θάνατον δεν καταργείται
Ο άνθρωπος από την δημιουργίαν του αποτελεί μία ιδιαιτέρα προσωπικότητα, η οποία δεν καταργείται με τον θάνατον. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι η ένωσις της ψυχής και του σώματος γίνεται από την αρχήν της πλάσεως. «Έχει πλασθή συγχρόνως το σώμα και η ψυχή» (Ιωάν. Δαμασκηνού Έργα, ΕΠΕ, Τόμος 1, σελ. 211).
Αυτή η υπόστασις του ανθρώπου δεν διασπάται ούτε και με τον θάνατον. Έστω και αν χωρίζεται η ψυχή από το σώμα με τον θάνατον, εν τούτοις η υπόστασις παραμένει η ιδία.
Κάθε άνθρωπος αποτελεί μια μοναδικήν και ανεπανάληπτον προσωπικότητα. Αυτή η ιδιαιτέρα ατομικότης, αυτό το ιδιαίτερον πρόσωπον ουδέποτε παύει να υπάρχη. Δια τούτο ο Κύριος εις την παραβολήν του Πλουσίου και του Λαζάρου λέγει ότι ο Πλούσιος είδε τον Λάζαρον εις τους κόλπους του Αβραάμ και όχι απλώς την ψυχήν του Λαζάρου.
Ο σκοπός της Θείας ενανθρωπήσεως είναι να οδηγηθή ο εκπεσών άνθρωπος εις την κληρονομίαν της Βασιλείας των ουρανών. Δια τούτο κηρύττεται από όλους τους Πατέρας, ότι ο σκοπός της σαρκώσεως του Θεού Λόγου είναι η θέωσις της ανθρώπινης φύσεως.
Όταν όμως λέγωμεν θέωσιν της ανθρώπινης φύσεως, δεχόμεθα μεν, ότι οι δίκαιοι γίνονται κοινωνοί της Θείας φύσεως, πάντοτε όμως υπό την προϋπόθεσιν, ότι η ανθρώπινη φύσις δεν εκμηδενίζεται, αλλά κατά τα πεπερασμένα μέτρα αυτής μετέχει της θείας δόξης του απροσίτου Θεού.
Με άλλα λόγια η ατομικότης κάθε ανθρώπου διατηρείται, εξυψώνεται δια της αναστάσεως και προσεγγίζει προς την Θείαν δόξαν, παραμένει όμως πεπερασμένη.
Και όλα αυτά εξαρτώνται από την ενανθρώπησιν του Θεού Λόγου. Ο Ιησούς Χριστός, το δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, προσέλαβε την ανθρωπίνην φύσιν και ηνώθη μετ' αυτής εις ένα Πρόσωπον και εις μίαν υπόστασιν. Και αι δύο φύσεις παρέμειναν ασύμφυρτοι. Και η σάρκα θεωθείσα δεν έχασε την οικείαν αυτής φύσιν. Αυτός είναι ο Θεάνθρωπος Ιησούς, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Επάνω εις το δόγμα των δύο φύσεων και της μιας υποστάσεως του Χριστού έγιναν όλοι οι αγώνες με τους μονοφυσίτας.
Οι δίκαιοι, χάριτι και όχι ουσία μετέχουν της Θείας δόξης και κοινωνίας, άλλα δεν παύει έκαστος να διατηρή την ιδίαν αυτού προσωπικότητα. Εδώ όμως κρύπτεται το μεγαλείον και η άπειρος Θεία σοφία και φιλανθρωπία.
Ο Λόγος ως άπειρος Θεός είναι «φως οικών απρόσιτον» (Α' Τιμ. στ' 16), και ουδείς δύναται να προσεγγίση προς την θείαν αυτού λαμπρότητα, όμως προς την θείαν αυτού ανθρωπίνην φύσιν ενούμεθα όλοι οι σεσωσμένοι Χριστιανοί, συναποτελούντες το σώμα αυτού «το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφ. Α' 23). Εφ' όσον ο Χριστός είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας και εμείς τα μέλη, τότε το σώμα γίνεται τέλειον, όταν όλοι είμεθα ενωμένοι με τον Χριστόν. Η Εκκλησία είναι το σώμα Του, το συμπλήρωμα του Χριστού ως ανθρώπου.
Είναι αρκετά αυτά έως εδώ δια να μας αποδείξουν ότι ο ενανθρωπήσας Θεός Λόγος είναι η αιτία που ο άνθρωπος διατηρεί την προσωπικότητα αυτού και μετά θάνατον. Αυτό θα γίνη περισσότερον κατανοητόν από την διδασκαλίαν των Αγίων Πατέρων.
Αυτήν την αδιάλυτον υπόστασιν της ψυχής και του σώματος μας περιγράφει ο Θεολόγος Γρηγόριος εις τον επιτάφιον λόγον προς Καισάριον τον αδελφόν του: «περιμένω την φωνήν του αρχαγγέλου, τήν εσχάτην σάλπιγγα, τον μετασχηματισμόν του ουρανού, την μεταβολήν της γης, την απελευθέρωσιν των στοιχείων, την ανανέωσιν του κόσμου. Τότε θα αντικρύσω τον ίδιον τον Καισάριον, χωρίς να αποθνήσκη πια, χωρίς να τον πηγαίνωμεν εις τον τάφον, χωρίς να τον πενθούμε, χωρίς να τον λυπούμεθα. Θα είναι λαμπρός, ένδοξος, υψηλός… » (Γρηγορίου Θεολόγου Έργα, ΕΠΕ, Τόμος 6, σελ. 412).
Την άποψιν ότι ο χωρισμός της ψυχής από του σώματος δεν καταργεί την υπόστασιν του ανθρώπου, δέχεται και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Εις τον διάλογον με την αδελφήν του Μακρίνα χρησιμοποιεί δύο ωραιότατα παραδείγματα και με μια απίθανη παραστατικότητα αποδεικνύει ότι η ψυχή πάντοτε αναγνωρίζει το ιδικόν της σώμα, όπως όταν ήτο συνηνωμένον μετά του όλου σώματος και μετά την διάλυσιν αυτού.
Χρησιμοποιεί ένα παράδειγμα από την ζωγραφικήν.
Ο ζωγράφος δια να ζωγραφίση ένα αντικείμενον αναμειγνύει τα διάφορα χρώματα μεταξύ τους, αλλά και μπορεί να διακρίνη την ανάμειξιν που έκανε.
Χρησιμοποιεί και δεύτερον παράδειγμα από την κεραμικήν τέχνην και αποδεικνύει πάλι, ότι η ψυχή δεν δυσκολεύεται να διακρίνη το ιδικόν της σώμα, όταν αυτό ευρίσκεται ανακατεμένο με άλλα ξένα στοιχεία.
Τα διάφορα κεραμικά αντικείμενα πλάθονται από τον ίδιο πηλό. Ο κεραμεύς κατασκευάζει διάφορα αντικείμενα τα οποία δεν έχουν το ίδιον σχήμα, ούτε την ιδίαν χρησιμότητα. Άλλο είναι πιθάρι, άλλο αμφορεύς, άλλο πινάκιον ή κάτι άλλο. Όλα αυτά τα αντικείμενα έχουν την ιδιομορφίαν τους και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, από τα οποία αναγνωρίζονται από τους κατόχους τους.
Αν πάλι συντριβούν και ανακατευθούν και πάλιν αναγνωρίζονται, ποιο τμήμα ανήκει εις τον αμφορέα, ή εις το πιθάρι, η εις το ποτήριον. Και εάν τέλος τα συντριβέντα αντικείμενα αναμειχθούν με τον ακατέργαστον πηλόν, τότε η διάγνωσις των κατειργασμένων γίνεται βεβαιοτέρα από τον κάτοχον (Γρηγορίου Νύσσης Έργα, ΕΠΕ, Τόμος 1, σελ. 285 και 289).
Από τα ανωτέρω κατανοούμε πολύ καθαρά, ότι ο θάνατος, δηλαδή ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, δεν καταργεί την υπόστασιν του ανθρώπου. Ο άνθρωπος παραμένει ο ίδιος.
Ο χωρισμός της ψυχής από του σώματος είναι προσωρινός και διαρκεί όσον καιρόν θα ευρίσκωνται εις αυτό που ονομάζομε, μέση κατάστασις των ψυχών.
Κατά την Δευτέραν Παρουσίαν του Χριστού θα γίνη η ένωσις ψυχής και σώματος. Θα αναστηθούμε με νέον άφθαρτον σώμα, όπως μας διδάσκη ο Απόστολος Παύλος. Ο Κύριος «θα μετασχηματίση το σώμα της ταπεινώσεως ημών εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης αυτού» (Φιλιπ. Γ' 21).
Και ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος με πολλήν σαφήνειαν δηλώνει το αδιάλυτον της ανθρώπινης φύσεως: «Κατά την ανάστασιν όλα τα μέλη ανασταίνονται και ούτε μία τρίχα δεν χάνεται, όπως έχει γραφή: "Και ούτε τρίχα από την κεφαλήν σας δεν θα χαθή" (Λουκάς κα', 18). Και όλα γίνονται φωτοειδή, όλα βυθίζονται εις το φως και εις την φωτιά και μεταβάλλονται, και όχι, όπως λένε μερικοί, ότι διαλύεται και γίνεται φωτιά και δεν υπάρχει η φύσις τους. Διότι ο Πέτρος είναι ο Πέτρος και ο Παύλος ο Παύλος και ο Φίλιππος ο Φίλιππος. Ο καθένας παραμένει εις την ιδικήν τον φύσιν και υπόστασιν, γεμάτος από το Άγιον Πνεύμα» (Μακάριος ο Αιγύπτιος, Φιλοκαλία των Νηπτικών, σελ. 243).
Το παρόν τεύχος εκδόθηκε εις μνήμην του δούλου του Θεού Πέτρου δαπάναις του τέκνου του Γεωργίου. Εύχεσθε υπέρ αυτού.
Τους αναγινώσκοντας και προετοιμαζόμενους δια την εκδημίαν αυτών εκ του παρόντος κόσμου, να αξιώση της «Αναστάσεως ζωής» (Ιωάν. ε΄