Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ «ΠΡΟΣΛΗΜΜΑ»
Σέ
λίγες µέρες θά κληθοῦµε ἀπό τήν Ἐκκλησία µας νά συµµετάσχουµε στά
Πάθη καί στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ µας, µέ ἕναν ξεχωριστό τρόπο.
Οἱ
κατανυκτικοί ὕµνοι τῆς Μεγάλης Ἑβδοµάδος, µέ τήν ἁγιοπνευµατική
διεισδυτικότητά τους στήν ἀνθρώπινη ψυχή, µᾶς ἐξηγοῦν µέ κάθε
λεπτοµέρεια ποιά εἶναι τά Πάθη τοῦ Χριστοῦ, τό πῶς ἔπαθε καί ποιά εἶναι ἡ
σχέση τῶν Παθῶν αὐτῶν µέ τόν καθένα µας.
Μαθαίνουµε
ἀπό τούς ὕµνους αὐτούς ὅτι τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἑκούσιο, ἀλλά ὁ
νοῦς µας, µαθηµένος νά σκέπτεται βιωτικά καί γήϊνα, δέν μπορεῖ χωρίς
πνευματική χειραγωγία νά συλλάβη τό πῶς αὐτό τό «ἑκούσιον Πάθος» τοῦ Χριστοῦ μας ἀφορᾶ ἄμεσα ὅλους ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους καί καθορίζει ὁλόκληρο τό Μυστήριο τῆς Σωτηρίας µας.
Εἶναι
ἀπαραίτητη, λοιπόν, ἡ θεολογική χειραγωγία µας ὥστε νά εἴµεθα εἰς θέσιν
νά κατανοήσουµε τό πῶς κατεργάσθηκε ἡ Θεία Χάρις τήν Σωτηρία µας,
ἀναπληρώνοντας ὅλα τά κενά καί τίς ἐλλείψεις τῆς πεπτωκυΐας ἀνθρωπίνης
φύσεώς µας.
Ὁ
πνευματικός βηματισμός μας πρέπει νά εἶναι πολύ προσεκτικός γιατί στό
θέμα αὐτό ὑπάρχει μεγάλη θεολογική σύγχυση, ἀκόμη καί σέ
Πανεπιστημιακούς Καθηγητές Θεολογίας, πρᾶγμα πού ἔχει ἀπό τό 1989 γίνει
φανερό μέσῳ δημοσίου γραπτοῦ θεολογικοῦ διαλόγου, πού προκάλεσε εὐλαβής
καί παραδοσιακός καθηγητής τῆς Ἱστορίας τῶν Δογμάτων, ἐπικρίνοντας μέ
ἀντορθόδοξα ἐπιχειρήματα τό ἄρθρο μου «Διεκινδύνευσε ὁ Χριστός;»1,
μέ τό ὁποῖο εἶχα ἀνασκευάσει –ὅπως ἔγραφα τότε– «τίς ἐσφαλμένες
διατυπώσεις τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας κ. Στυλιανοῦ περί τῆς
Ἀνθρωπίνης Φύσεως τοῦ Χριστοῦ».
Ἡ
Ὀρθόδοξη Δογµατική µᾶς διδάσκει ὅτι ἡ Ἀνθρωπίνη Φύσις τοῦ Χριστοῦ ἔχει
ὡς Πρόσωπό της τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου καί γι’ αὐτό, λόγῳ αὐτῆς τῆς
Ὑποστατικῆς ἑνώσεως, ἡ Ἀνθρωπίνη Φύσις τοῦ Χριστοῦ ἐθεώθη «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» στήν κοιλία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί ὡς Θεωθεῖσα, δέν ἔφθειρε κατά τόν τοκετόν τήν παρθενία τῆς Παναγίας µας.
Ἡ
θεωθεῖσα ἀνθρώπινη φύση δέν ἐµποδίζεται οὔτε περιορίζεται ἀπό τόν χῶρο
καί τόν χρόνο, γι’ αὐτό καί κατά τήν Ἀνάστασή Του ὁ Χριστός ἐξῆλθε «ἐσφραγισµένου τοῦ µνήµατος» καί, λίγο ἀργότερα, «εἰσῆλθε τῶν θυρῶν κεκλεισµένων πρός τούς µαθητάς Του». Ἡ Ἀνθρωπίνη Φύσις τοῦ Χριστοῦ, ὑπῆρξε Τελεία «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» καί παρέµεινε Τελεία καθ’ ὅλη τήν ἐπίγεια Ζωή Του καί
κατά τήν Ἀνάστασή Του καί θά παραµένη Τελεία εἰς τούς ἀτελευτήτους
αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ὁ Χριστός, ἀπό τῆς συλλήψεώς Του κατά τόν Εὐαγγελισµό
τῆς Θεοτόκου µέχρι καί τῆς Ἀναστάσεώς Του παραµένει ὁ Αὐτός, Τέλειος
Θεός καί Τέλειος Ἄνθρωπος.
Αὐτό
πού διδάσκει ἡ Δογµατική, τό διακηρύσσει καί ἡ Ὑµνολογία τῆς Ἐκκλησίας
µας: «Κύριε, ἐσφραγισμένου τοῦ Τάφου ὑπό τῶν παρανόμων, προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος καθώς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου»,
ὥστε νά διαλυθῆ ἡ πλάνη πολλῶν Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν –ἀντίθετα
ἀπό τήν Ἐκκλησία µας– ὅτι ἡ Ἀνθρωπίνη Φύσις τοῦ Χριστοῦ ἐτελειοποιεῖτο
βαθµηδόν καί ὅτι ἡ τελειοποίηση αὐτή ὁριστικοποιήθηκε μέ τήν Ἀνάστασή
Του!
Ἡ
ἀντορθόδοξη αὐτή θεώρηση υἱοθετεῖται καί ἀπό ἀρκετούς νέους θεολόγους,
οἱ ὁποῖοι σήμερα χαρακτηρίζονται ἐπικριτικά ὡς Μεταπατερικοί, κατ’
οὐσίαν, ὅμως, συνεχίζουν τήν θεολογία πού σπούδασαν σέ παλαιοτέρους
καθηγητές Δογματικῆς μέ συγκεχυμένη Χριστολογία. Αὐτοί οἱ
Καθηγητές, στήν προσπάθειά τους νά τονίσουν τήν πραγματικότητα τῆς
Ἀνθρωπίνης Φύσεως τοῦ Χριστοῦ καί νά ἀποφύγουν τόν ἀφθαρτοδοκητισμό,
κατήντησαν νά δημιουργήσουν τήν θεολογία τῆς …πνευματικῆς «διακινδυνεύσεως τοῦ Χριστοῦ»(!), υἱοθετοῦντες τήν βλάσφημη ἐκδοχή ὅτι μποροῦσε ὁ Χριστός ἐπί τῆς γῆς νά ἁμαρτήση(!),
ἀφοῦ –κατά τή γνώμη τους– «ὁ Ἰησοῦς δέν ἦτο ἀδιάφορος ἔναντι τῆς
ἁμαρτίας οὔτε ἄτρωτος καί ἀπαθής, ἐν τῇ ἐννοίᾳ τοῦ Ὁμηρικοῦ Ἀχιλλέως. Ἡ
ἁμαρτία ἠνώχλει αὐτόν, ὅτε ἐπειράζετο ὑπ’ αὐτῆς, διαρκῶς δέ ἠγωνίζετο
κατ’ αὐτῆς»(!)2. Τελικά, κατ’ αὐτούς, ὁ Χριστός, νίκησε τήν ἁμαρτία …«ὡς κατόρθωμα τῆς προσωπικῆς του ἐλευθερίας»3!
Ἀκολουθῶντας τήν καταδικασμένη ἀπό τήν Ἑκκλησία θεολογία καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας, ἔγραψε τό 1989: «Ὅποιος
νομίζει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἔπεσε ἀπό τόν Οὐρανό τέλεια
καί ἀναμάρτητη, σάν μετέωρο μαγικοῦ αἰφνιδιασμοῦ… αὐτός δέν θά
καταλάβει ποτέ τό βαθμό τῆς κενώσεως πού καταδέχθηκε ὁ Θεός Λόγος»!
Βεβαίως,
δέν μᾶς ἐξήγησαν ποτέ, αὐτῶν τῶν ἀπόψεων οἱ θεολόγοι, πῶς μέ τέτοιες
θεολογικές τοποθετήσεις θά ἀποφύγουν τό «ἀνάθεμα» τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου «Εἴ τις ἀντιποιεῖται Θεοδώρου τοῦ ἀσεβοῦς τοῦ Μοψουεστίας, τοῦ εἰπόντος ἄλλον εἶναι τόν Θεόν Λόγον καί ἄλλον τόν Χριστόν, ὑπό παθῶν ψυχῆς καί τῶν τῆς σαρκός ἐπιθυμιῶν ἐνοχλούμενον καί τῶν χειρόνων κατά μικρόν χωριζόμενον... ἀνάθεμα!»;
Οὔτε ἔχουν δείξει μέχρι σήμερα μέ τά γραπτά τους διάθεση νά
συναριθμηθοῦν μέ τούς ὁμόφρονας τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, ἀφοῦ προϋπόθεση
γι’ αὐτήν τήν συναρίθμηση εἶναι ἡ ἀποδοχή τοῦ «Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας», τό ὁποῖο ἐν προκειμένῳ ἀποφαίνεται: «Τῶν
λεγόντων ὅτι ἡ σάρξ τοῦ Κυρίου, ἐξ αὐτῆς ἑνώσεως ὑπερυψωθεῖσα, καί
ἀνωτάτω πάσης τιμῆς ὑπερκειμένη, ὡς ἐξ ἄκρας ἑνώσεως ὁμόθεος
γενομένη, ἀμεταβλήτως, ἀναλοιώτως, ἀσυχγύτως, καί ἀτρέπτως, διά
τήν καθ’ Ὑπόστασιν Ἕνωσιν, καί ἀχωρίστως καί ἀδιασπάστως μένουσα τῷ
προσλαβομένῳ αὐτήν Θεῷ Λόγῳ, ἰσοκλεῶς αὐτοτιμᾶται καί προσκυνεῖται μιᾷ
προσκυνήσει, καί τοῖς βασιλικοῖς καί θεῖοις ἐγκαθίδρυται θρόνοις ἐκ
δεξιῶν τοῦ Θεοῦ καί Πατρός ὡς τά τῆς Θεότητος αὐχήματα τῷ τρόπῳ τῆς
ἀντιδόσεως, καταπλουτίσασα, σωζωμένων τῶν ἰδιοτήτων τῶν Φύσεων, Αἰωνία
ἡ μνήμη!».
Ἡ
Ὀρθόδοξη θεώρηση τῆς ἀνθρωπίνης Φύσεως τοῦ Χριστοῦ προϋποθέτει τήν
διάκριση μεταξύ τῆς Ἐναθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καί τῆς δευτέρας
συγκαταβάσεώς Του νά ἐνεργήση τά ἀδιάβλητα πάθη τῆς πεπτωκυΐας φύσεώς
μας, δηλαδή, τήν πεῖνα, τήν δίψα, τόν κόπον, τήν αἱμάτωση, τήν δειλία
τοῦ θανάτου, καί αὐτόν τόν θάνατον, χωρίς νά εἶναι ὑποχρεωμένος νά τά
ἐνεργήση λόγῳ τῆς «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» θεώσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως
πού ἔλαβε.
Ὁ
Χριστός εἶναι «ὁ νέος Ἀδάμ». Γεννᾶται χωρίς σπέρμα ἀνδρός, ὅπως ὁ
Πρωτόπλαστος Ἀδάμ καί, συνεπῶς, ἀφοῦ γεννᾶται χωρίς σπέρμα, δέν εἶναι
φορέας τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τό ὁποῖο κληροδοτεῖται διά τοῦ
σπέρματος σέ ὅλους ἐμᾶς τούς μεταπτωτικούς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτό, «ὡς νέος
Ἀδάμ» καί, μάλιστα χωρίς νά πέση ὅπως ὁ Ἀδάμ, ὁ Χριστός εἶναι ὁ μόνος
Τέλειος Ἄνθρωπος.
Νά
ὑπογραμμίσουμε καί πάλι «ὅταν ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Χριστός ἔγινε Τέλειος
Ἄνθρωπος, τοῦτο δέν σημαίνει ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε τά πρότυπά Του, ἀλλ’
ὅτι ἐμεῖς πρέπει νά μοιάσουμε σ’ Αὐτόν γιά νά γίνουμε τέλειοι. Ἐμεῖς
δέν εἴμαστε τέλειοι ἄνθρωποι. Εἴμαστε ἀτελεῖς, ἁμαρτωλοί, διεφθαρμένοι,
πεπτωκότες»4
Ὁ
Χριστός, ὅμως, εἶναι καί μείζων τοῦ προπτωτικοῦ Ἀδάμ, ὄχι μόνο γιατί
δέν μιμήθηκε τόν Ἀδάμ στήν πτώση του ἀλλά γιατί εἶναι καί Τέλειος Θεός,
ἀφοῦ ὡς Πρόσωπο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς Του ὁ Χριστός ἔχει τό Πρόσωπο τοῦ
Θεοῦ Λόγου.
Συνεπῶς, ὡς Τέλειος Θεός καί Τέλειος Ἄνθρωπος, ὡς Θεάνθρωπος ὁ Χριστός, δέν ὑπέκειτο σέ καμμία ἀνθρώπινη ἀνάγκη, δέν ἦταν ἀναγκασμένος νά ἐνεργήση τά ἀδιάβλητα πάθη μας,
τίς συνέπειες, δηλαδή, καί τά ἐπιτίμια τῆς παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων,
οὔτε ἦταν ἀναγκασμένος νά πεθάνη, ἀφοῦ ἀποκλειστική προϋπόθεση τοῦ
θανάτου εἶναι ἡ ὑποχρεωτική καί ἀναγκαστική λειτουργία τῶν ἀδιαβλήτων
παθῶν. Ἡ Ἀνθρωπίνη Φύσις τοῦ Χριστοῦ ὡς «καθαρά τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας οὐκ ἐχρεώστει δι’ ἑαυτήν θάνατον» (ἅγιος Μάξιμος καί Μ. Ἀθανάσιος). «Ὁ Χριστός ὡς ἄνθρωπος, μποροῦσε, ἐάν ἤθελε, νά μή ἀποθάνη»5.
Πρέπει,
λοιπόν, νά συνειδητοποιήσουμε πώς ἄν ὁ Χριστός ἔφθανε μόνο μέχρι τῆς
Ἐνανθρωπήσεώς Του, θά ἐθεώνετο μόνο ἡ ἀνθρώπινη Φύση Του, στήν Ὁποία δέν θά μποροῦσε νά συμμετάσχη κανείς ἀπό ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους,
ἀφοῦ προϋπόθεση συμμετοχῆς μας σέ Αὐτήν θά ἦταν ἡ παντελής ἀπουσία
ἀδιαβλήτων παθῶν, πρᾶγμα ἀδύνατον γιά ὅλους ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι ὡς ἀπόγονοι
τῶν πεπτωκότων Πρωτοπλάστων εἴμαστε ἀναγκασμένοι καί νά πεινᾶμε καί νά διψᾶμε καί νά αἱματώνουμε καί νά κουραζόμαστε καί νά πεθαίνουμε.
Ἐάν
ἤθελε ὁ Χριστός, μποροῦσε νά ζεῖ αἰωνίως ἐπί τῆς γῆς ὡς Θεάνθρωπος καί
νά λοιδορῆ τήν ἀνθρωπότητα δείχνοντάς μας τόν Ἑαυτόν Του καί λέγοντάς
μας: –Δεῖτε πῶς θά εἴσαστε ἄν δέ μέ παρακούατε! Τώρα δέν ὑπάρχει ἄλλη
ἐκδοχή ἀπό τήν καταδίκη σας σέ αἰώνιο θάνατο!
Ὅμως ὁ Φιλάνθρωπος Θεός μας δέν ἔφθασε μόνο μέχρι τῆς Ἐνανθρωπήσεώς Του. Δέν ἔλαβε μόνο τήν ἀνθρώπινη φύση μας ἀλλά προσέλαβε καί
τά ἀδιάβλητα πάθη μας καί τά ἐνήργησε χωρίς ὑπερβολές καί καταχρήσεις,
δηλαδή χωρίς ἁμαρτία. Αὐτή ἡ πρόσληψη τῶν ἀδιαβλήτων παθῶν μας
ἀποκαλεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας «πρόσλημμα» γιατί ἔλαβε ὡς κάτι ἐπί πλέον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, κάνοντας δεύτερη συγκατάβαση μετά τήν συγκατάβαση τῆς Ἐνανθρωπήσεώς Του.
Βεβαίως,
πρέπει νά διευκρινήσουμε ὅτι καί μετά τήν πρόσληψη τῶν ἀδιαβλήτων
παθῶν, τά πάθη αὐτά δέν ἦσαν ἀναγκαιότητα τῆς Ἀνθρωπίνης Φύσεως τοῦ
Χριστοῦ καί γι’ αὐτό τά ἐνεργοῦσε ὅταν καί ὅσο Αὐτός ἤθελε. Ὁ Ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός μᾶς ἐξηγεῖ τό πῶς ἐνεργοῦσε τά ἀδιάβλητα πάθη ὁ
Χριστός, ὥστε νά μήν πλανηθοῦμε οὔτε «ἐκ δεξιῶν» οὔτε «ἐξ ἀριστερῶν».
Οὔτε νά ἐννοήσουμε αὐτά ὅπως οἱ «Ἀφθαρτοδοκῆται», πού ἐπίστευαν ὅτι ὁ
Χριστός δέν ἐνεργοῦσε τά ἀδιάβλητα πάθη πραγματικά ἀλλά φαινομενικά,
οὔτε νά τά ἐννοήσουμε ὅπως οἱ ἑτερόδοξοι καί οἱ Μεταπατερικοί, δηλαδή ὡς
ὑποχρεωτικά καί ἀναγκαστικά διότι, κυρίως, σ’ αὐτό τό σημεῖο
προσκρούουν καί οἱ πιό παραδοσιακοί θεολόγοι μας, ταυτίζοντες τό πραγματικό μέ τό ἀναγκαστικό:
«Ἀμέλει (=χωρίς ἀμφιβολία) τά φυσικά ἡμῶν πάθη κατά φύσιν καί ὑπέρ
φύσιν ἦσαν ἐν τῷ Χριστῷ. Κατά φύσιν μέν γάρ ἐκινεῖτο ἐν αὐτῷ, ὅτε
παρεχώρει τῇ σαρκί παθεῖν τά ἴδια• ὑπέρ φύσιν δέ ὅτι οὐ προηγεῖτο ἐν τῷ Κυρίῳ τῆς θελήσεως τά φυσικά• οὐδέν γάρ ἠναγκασμένον ἐπ’ αὐτοῦ θεωρεῖται, ἀλλά πάντα ἑκούσια• θέλων γάρ ἐπείνασε, θέλων ἐδίψησε, θέλων ἐδειλίασε, θέλων ἀπέθανεν»6.
Ἡ
Θεολογία τῶν Ἁγ. Πατέρων μας ἑρμηνεύει μέ θεοπνευστία τίς δύο
συγκαταβάσεις τοῦ Θεοῦ Λόγου, βεβαιώνοντάς μας καί ὡς πρός τό ὅτι «ἐξ
ἄκρας ἑνώσεως» τοῦ Θεοῦ Λόγου μέ τήν ἀνθρώπινη Φύση ἐθεώθη ἡ Ἀνθρώπινη
Φύσις τοῦ Χριστοῦ καί ὡς πρός τό πῶς ἡ θεωθεῖσα φύσις ἐνεργοῦσε
ἀδιάβλητα πάθη, δεδομένου ὅτι ἡ Θέωσις σημαίνει πρωτίστως ἀναστολή τῶν
ἀδιαβλήτων παθῶν.
Αὐτή τή σύζευξη ἔκαμε ὁ Θεάνθρωπος Χριστός διότι τά ἀδιάβλητα πάθη ἐνεργοῦντο ἀπό Ἐκεῖνον μέ τήν θέλησή Του, ὅταν καί ὅσο Αὐτός ἤθελε
καί δέν ἐνεργοῦντο ἀναγκαστικά καί ὑποχρεωτικά. Αὐτό εἶναι στοιχεῖο τῆς
«ὑπερφυοῦς φυσιολογίας τοῦ Χριστοῦ», κατά τήν ὁρολογία τοῦ ἁγίου
Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου.
Πρέπει
νά προσθέσουμε ὅτι ὁ Θεός Λόγος «ἐξ ἄκρας ἑνώσεως» μέ τήν Ἀνθρώπινη
Φύση ἐθέωσε μέν τήν Φύση πού ἕνωσε μέ τόν Ἑαυτόν Του ἀλλά δέν τῆς ἔδωσε
ἀτρεψία, ὅπως καί ὁ Πρωτόπλαστος Ἀδάμ δέν ἦταν ἄτρεπτος. Ἡ μή πρόσληψις
τῆς ἀτρεψίας, δέν συνεπάγεται τήν φθορά οὔτε τήν ἀναγκαστική λειτουργία
τῶν ἀδιαβλήτων παθῶν ἀλλά τήν ἑκούσια λειτουργία τους.
Αὐτή
ἡ διάκριση μεταξύ Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς Προσλήψεως τῶν
ἀδιαβλήτων Παθῶν μας, τά ὁποῖα ἑκουσίως κατεδέχθη ὁ Χριστός «διά τήν
ἡμῶν σωτηρίαν», μᾶς ἀποκαλύπτει, ὅσον τό δυνατόν στήν ἀνθρώπινη
ἀναισθησία μας, τήν ἀπύθμενη ἀγάπη καί φιλανθρωπία τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ
μας, ὁ ὁποῖος δέν δίστασε νά μᾶς ἀκολουθήση ἀκόμη καί στήν κατάσταση τῶν ἐπιτιμίων μας γιά
νά λάβη ὡς ἀνταπόδοση τήν ἀσπλαχνία καί κακία μας, τούς «ἐμπτυσμούς καί
μάστιγας καί ραπίσματα καί κολαφισμούς καί Σταυρόν καί θάνατον»!
Ἡ
διάκριση μεταξύ Ἐνανθρωπήσεως καί προσλήψεως τῶν ἀδιαβλήτων παθῶν
μας ἑρμηνεύει καί τήν φράση τῆς Ἀκολουθίας τῆς Θ. Μεταλήψεως, «Ὁ τῇ ἐνδόξῳ Σου Ἀναλήψει τῆς σαρκός θεώσας τό πρόσλημμα»,
ἡ ὁποία ἄλλως θά ἦταν ἀκατανόητη, ἀφοῦ θά ἐρχόταν σέ ἀντίθεση μέ τήν
πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας περί τῆς «ἐξ ἄκρας Ἑνώσεως» θεώσεως τῆς
ἀνθρωπίνης Φύσεως τοῦ Χριστοῦ.
Κατά τήν Ἐνανθρώπηση ἐθεώθη μόνο ἡ Ἀνθρωπίνη Φύσις τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ κατά τήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ μας ἐθεώθη καί ἡ δική μας ἀνθρώπινη φύση,
ἡ ὁποία ἐνεργεῖ ἀναγκαστικά τά ἀδιάβλητα πάθη, ἀλλά χάριν τοῦ ὅτι ὁ
Θεάνθρωπος Χριστός ἐνήργησε ἑκουσίως καί ὄχι ἀναγκαστικῶς τά πάθη αὐτά,
ἔπαψαν νά ἀποτελοῦν ἐμπόδιο γιά τήν θέωσή μας.
Τά
ἑκούσια Πάθη τοῦ Χριστοῦ μας «ἐπήγασαν ἀπάθειαν, ζωήν καί ἀφθαρσίαν»
γιά ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος καί ἀποτελοῦν τήν κορυφαία ἔκφραση τῆς Φιλανθρωπίας καί τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μας. Σ’ αὐτήν τήν ἀγάπη ἀπαντήσαμε κάποτε μέ σκληροκαρδία. Μπορεῖ, ὅμως, ὁ καθένας μας νά παύση νά συμμετέχη σ’ αὐτό τό «κάποτε» μέ τό «τώρα» τῆς εὐγνωμοσύνης, τῆς ἀφοσιώσεως καί τοῦ ἀστείρευτου πόθου υἱικῆς ἀνταποκρίσεως στήν ἀνεξιχνίαστη Ἀγάπη τοῦ Οὐρανίου Πατέρα μας! Καλή Ἀνάσταση στίς ψυχές μας!
π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Αρ. Τεύχους 140
Ἀπρίλιος 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου