Εικ. από Ουράνια Ιθάκη |
Η
εορτή της Μεταμορφώσεως δεν είναι μια απλή ή συνηθισμένη εορτή,
ανάμεσα στις τόσες άλλες που έχει η Εκκλησία μας. Σ’ αυτήν δεν
γιορτάζουμε απλώς την ανάμνηση ενός θαύματος του Χριστού ή αν
θέλετε ενός εντυπωσιακού περιστατικού της ζωής του, το οποίο λόγω
της ιδιαιτερότητας του παραμένει ζωντανό στη μνήμη της εκκλησίας
ως αξιομνημόνευτο.
Στη Μεταμόρφωση του Χριστού, γιορτάζουμε ένα γεγονός της
ζωής του, το οποίο έχει την ίδια σημασία για την σωτηρία μας με
την ενσάρκωση του και την ανάσταση του. Δηλαδή όσο μεγάλη και
βασική δια την σωτηρία μας είναι η γιορτή των Χριστουγέννων και
της Αναστάσεως, τόσο μεγάλη και βασική είναι η εορτή της
Μεταμορφώσεως. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας την τοποθέτησε
εορτολογικά στο κέντρο του διαστήματος από το Πάσχα μέχρι τα
Χριστούγεννα. Έτσι οι τρεις αυτές γιορτές -οι οποίες απέχουν
μεταξύ τους περίπου το ίδιο διάστημα 4 μήνες- να δεσπόζουν του
ετησίου εορτολογίου καί να αποτελούν τους βασικούς πνευματικούς
σταθμούς της ανθρώπινης ψυχής.
Και επειδή είναι μεγάλη εορτή, προτάσσεται νηστεία πριν απ’
αυτήν, όπως ακριβώς τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Διότι, αυτό που
λέμε νηστεία του 15Αυγούστου,
δεν είναι μόνο νηστεία για την κοίμηση της Θεοτόκου αλλά και
νηστεία για τη γιορτή της Μεταμορφώσεως. Είναι δύο νηστείες
χωριστές· οι οποίες όμως, επειδή είναι συνεχόμενες, επεκράτησαν
στη συνείδηση του λαού σαν νηστεία του 15Αυγούστου.
Επίσης η εορτή έχει προεόρτιους και μεθεόρτιους ύμνους, όπως
γίνεται στις μεγάλες εορτές. Η Εκκλησία υμνεί και γιορτάζει το
γεγονός στις καθημερινές της ακολουθίες και προ και μετά της 6ης
Αυγούστου.
Μεγάλη, λοιπόν, η εορτή της Μεταμορφώσεως και όπως είπαμε
βασικής σημασίας για τον άνθρωπο. Και το πόσο σημαντική είναι για
τον άνθρωπο, για την ευτυχία του, για τον προορισμό του, για το
αιώνιο μέλλον του, το βλέπουμε εάν εξετάσουμε το ιστορικό υπόβαθρο
της εορτής.
O Kύριος γυμνώνοντας το Φως Του
Εάν μελετήσουμε τους τρεις ευαγγελιστές, τον Ματθαίο στο 17ο κεφάλαιο, και τον Λουκά και το Μάρκο
στο 9ο κεφάλαιο των ευαγγελίων τους, βλέπουμε ότι λίγο πριν
εισέλθει ο Χριστός στην Ιερουσαλήμ, για τελευταία φορά, για να
οδηγηθεί στο σταυρό, παρέλαβε τους τρεις πιο στενούς και
αγαπημένους μαθητές του, τον Πέτρο τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και
ανέβηκαν στο όρος Θαβώρ κατά την παράδοση, διότι η αγία Γραφή δεν
αναφέρει πουθενά το όνομα του, για να προσευχηθούν όπως διασώζει ο
ευαγγελιστής Λουκάς. Και εκεί κάποια στιγμή, ο Χριστός
παρουσιάσθηκε, για λίγο, όχι όπως φαινόταν μέχρι τότε αλλά με τη
θεία του δόξα. Τη θεία του δόξα που είχε ως Θεός αλλά και ως
άνθρωπος και που μέχρι τότε την κρατούσε κρυμμένη.
Το
πρόσωπο του έλαμψε σαν ήλιος και τα ρούχα του σαν φως. Το φως
αυτό, όπως λένε οι πατέρες της Εκκλησίας, δεν προερχόταν από έξω
αλλά από μέσα του, από την φύση του, ήταν δικό του φως. Δεν είχε καμμία σχέση με το φως του ηλίου και ήταν αφάνταστα πιο λαμπρό, πιο φωτεινό, πιο θερμό. Ήταν το άκτιστο φως
που εξέπεμπε η θεότητα του Χριστού και όχι το κτιστό φως του
ηλίου. Η αγία Γραφή λέγει ότι ο Χριστός έλαμψε σαν ήλιος το
πρόσωπό του και σαν φως τα ρούχα του, απλώς για να πάρουμε μια
ιδέα εμείς που δεν είδαμε το γεγονός, ώστε να σχηματίσουμε κάποια
εικόνα της λαμπρότητας που είδαν οι μαθητές.
Δίπλα του παρουσιάσθηκαν ο Μωυσής και ο Ηλίας, οι μεγαλύτεροι των προφητών, οι οποίοι και συζητούσαν μαζύ του. Για τι συζητούσαν μας το λέγει ο Λουκάς. Συζητούσαν για την «έξοδον αυτού ην έμελλε πληρούν εν Ιερουσαλήμ». Δηλαδή
για το θάνατο του που θα συνέβαινε σε λίγο στα Ιεροσόλυμα. Ο
Ηλίας βέβαια δεν είπε τίποτα για τον Χριστό· αλλά η ζωή του η
ίδια είναι μια προφητεία. Όπως και ο Ιωνάς δεν είπε τίποτα για τον
Χριστό, αλλά υπήρξε τύπος Χριστού, έτσι και ο Ηλίας με την
ανάληψη του εις τους ουρανούς, χωρίς να γνωρίσει θάνατο,
προτυπώνει την ανάσταση και την ανάληψη του Χριστού εις τους
ουρανούς. Είναι ο προάγγελος της αναστάσεως και της αναλήψεως του
Χριστού.
Η παρουσία λοιπόν των δυο ανδρών θυμίζει ότι όλα όσα θα
συμβούν έχουν ήδη προφητευθεί. Επίσης ότι ο Χριστός δεν είναι ούτε
ο Μωυσής ούτε ο Ηλίας -όπως λέγανε κάποιοι- και ότι είναι
ανώτερος τους· Θεός και Κύριος τους. Σ’ αυτόν έχουν την αναφορά
τους και σ’ αυτόν υποτάσσονται και καλά θα κάνουν, όσοι λέγουν ότι
τους τιμούν και τους σέβονται, να μιμηθούν το παράδειγμα τους.
Επίσης η παρουσία των δυο ανδρών αποκαλύπτει ότι ο Χριστός είναι
Κύριος νεκρών και ζώντων και ότι οι νεκροί δεν χάνονται αλλά
υπάρχουν.
Και ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, φωνή ακούσθηκε από τον ουρανό
να λέγει· «Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ώ ευδόκησα αυτού
ακούετε». Και νεφέλη φωτεινή τους επεσκίασε. Δεύτερη φορά είναι
που ακούγεται αυτή η φωνή. Η πρώτη ήταν στη βάπτιση του Χριστού.
Και τις δυο φορές έχουμε φανέρωση της Αγίας Τριάδος και φανέρωση
της θεότητας του Χριστού. Που είναι οι χιλιαστές; Που είναι όσοι
λένε ότι ο Χριστός είναι ένας καλός άνθρωπος, ένας φιλόσοφος, ένας
ηθικολόγος, ένας επαναστάτης; Ναι είναι άνθρωπος αλλά είναι και
Θεός. Υιός Θεού έχων την ίδια εξουσία και δύναμη με τον Θεό
πατέρα.
Η σημασία του γεγονότος
Αυτό είναι το γεγονός της Μεταμορφώσεως δια του οποίου ο Χριστός
έδειξε την αληθινή του ταυτότητα. Έκανε μια παρουσία του
δοκιμαστική, θα λέγαμε, αποδεικτική του πως θα έλθει στην δευτέρα
παρουσία. Έδειξε την δόξα του την εκτυφλωτική, την ανείπωτη
γλυκύτητα και απόλαυση που νοιώθουν όσοι αξιώνονται να την δουν.
Έδειξε ότι είναι Θεός και Κύριος νεκρών και ζώντων. Ότι είναι ο
προφητευθείς και προαγγελθείς Μεσσίας. Και ήθελε μ’ αυτήν την
συγκλονιστική θεοφάνεια, κάτω από την εκτυφλωτική ακτινοβολία του
ακτίστου φωτός, να δείξει στους μαθητές του πως ότι θα
επακολουθήσει, τα πάθη του και η σταύρωση του, δεν τα υπομένει από
αδυναμία. Επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Αλλά από
αγάπη για τον άνθρωπο. Δεν χρειάζεται λοιπόν να φοβηθούν, να
κλονισθούν, να τα χάσουν. Ο θάνατος του δεν σημαίνει τέλος του
έργου του αλλά απαρχή λαμπρής περιόδου.
Έδειξε λοιπόν την θεότητα του και την δόξα του ως Θεός.
Παρουσίασε την αληθινή του ταυτότητα. Αλλά συγχρόνως έδειξε και
την δόξα της ανθρώπινης του φύσεως. Το ανθρώπινο πρόσωπο και το
ανθρώπινο σώμα -που αργότερα σταυρώθηκε και θάφτηκε- αυτό έλαμπε,
αυτό ακτινοβολούσε. Συνεπώς στη Μεταμόρφωση, φάνηκε εκτός από την
θεότητα του και η δόξα της ανθρωπίνης του φύσεως. Η ανθρώπινη του
φύση ήταν μεν δοξασμένη από τα σπλάχνα της Θεοτόκου, αλλά μέχρι
τότε δεν φαινόταν. Εκρατούντο τα μάτια τους και δεν την έβλεπαν.
Τώρα όμως, για πρώτη φορά άνοιξαν, για να δουν αυτό που είχε ο
Χριστός από τη στιγμή που ενανθρώπησε. Δηλαδή στην πραγματικότητα
δεν μεταμορφώθηκε ο Χριστός, αλλά μεταμορφώθηκαν τα μάτια των
μαθητών του πνευματικά, ώστε να μπορούν να δουν το άκτιστο φως.
Και με την πράξη του αυτή ήταν σαν να έλεγε ο Χριστός·
«Προσέξτε· έτσι όπως λάμπω τώρα, έτσι θα λάμψετε και εσείς οι
άνθρωποι. Όλοι οι πιστοί και αφοσιωμένοι χριστιανοί». Αυτό που
είχε πει κάποτε σ’ ένα κήρυγμα του ότι «οι δίκαιοι εκλάμψουσι ως ο
ήλιος εν τη βασιλεία του πατρός αυτών» (Ματθ. 13,43), έρχεται
τώρα να το πιστοποιήσει και να το αποδείξει εμπειρικά.
π. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
***
Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Μία
από τις μεγάλες Δεσποτικές λεγόμενες εορτές είναι η Μεταμόρφωση του
Κυρίου: εκεί που στο όρος Θαβώρ ο Κύριος, έχοντας πάρει μαζί Του τους «προκρίτους των μαθητών», τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, «μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών»,
δηλαδή το πρόσωπό Του έλαμψε σαν τον ήλιο, τα ενδύματά Του έγιναν
λευκά σαν το φως, δίπλα Του φάνηκαν οι προφήτες Μωϋσής και Ηλίας, ενώ
ακούστηκε άνωθεν, από τον ουρανό, η φωνή του Θεού Πατέρα, η οποία έλεγε «Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, αυτού ακούετε».
Όλη αυτή η θεοφάνεια, η οποία βεβαίως θυμίζει και το «σκηνικό» της
Βάπτισης του Κυρίου, πραγματοποιήθηκε μέσα σε ένα νέφος το οποίο
περιέλαμψε τους μαθητές, οι οποίοι μη αντέχοντας το θέαμα έπεσαν
πρηνείς, ενώ κάποια στιγμή ο Πέτρος, «μη ειδώς ο ελάλει», βλέποντας και τους Μωϋσή και Ηλία να συνομιλούν με τον Κύριο, είπε σ’ Αυτόν: «Κύριε, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι».
Μετά από λίγο, το συγκλονιστικό αυτό θέαμα και άκουσμα τελείωσε, κι ο
Κύριος παίρνοντας τους έκθαμβους μαθητές τούς είπε να μην ειπούν
τίποτε, έως ότου αναστηθεί εκ των νεκρών, προλέγοντας ταυτοχρόνως και
τα γεγονότα του Πάθους Του.
Θα έλεγε κανείς ότι σ’
αυτό το γεγονός έχουμε συμπυκνωμένη τη θεολογία της Εκκλησίας μας,
περί της φύσεως του Ιησού Χριστού, περί του σκοπού της ενανθρωπήσεώς
Του, περί της ανακαινίσεως του σύμπαντος κόσμου, περί της σχέσεώς Του
με την Παλαιά Διαθήκη, θέματα με τα οποία ασχολήθηκαν οι Πατέρες μας ιδίως του 14ου αι., και μάλιστα ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν
δόθηκε η αφορμή από αιρετικούς, οι οποίοι αναφάνηκαν και αλλοίωσαν τη
θεολογία της Εκκλησίας, και τα οποία η Εκκλησία μας πάντοτε τα ζει και
τα προβάλλει στην πνευματική της ζωή. Ορισμένα από αυτά θα σχολιάσουμε
στη συνέχεια:
1. Καταρχάς
θα πρέπει να διευκρινίσουμε αυτό που τονίζει η Πατερική μας παράδοση: Η
Μεταμόρφωση του Χριστού στην πραγματικότητα είναι Μεταμόρφωση των ίδιων των μαθητών: ο Χριστός, ων πάντοτε Θεός και άνθρωπος, έχοντας ενωμένες τις δύο Του φύσεις «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως»
στη μία Του θεϊκή υπόσταση-προσωπικότητα, δεν αλλάζει ποτέ: παραμένει
πάντοτε ο Ίδιος. Στο γεγονός της Μεταμορφώσεως λοιπόν δεν προσλαμβάνει
κάτι που δεν το είχε, αλλά αυτό που ήταν, το δίνει «κατά μέρος», να το
δουν και να το νιώσουν και οι τρεις μαθητές Του. Κι αυτό που τους
αποκαλύπτει είναι η θεϊκή Του δόξα. Μέχρι τότε οι μαθητές ζούσαν τον
Κύριο ως άνθρωπο, ενώ ελάχιστα διαισθάνονταν τη θεϊκή Του προέλευση. Στο
όρος Θαβώρ ικανώνονται από το Πνεύμα του Θεού, το Οποίο
ως νέφος τους περιέλαμψε και τους άνοιξε τους πνευματικούς οφθαλμούς –
έχουμε και πνευματικές αισθήσεις που λειτουργούν ή όχι ανάλογα με τη
σχέση που έχουμε με τον Θεό – να δουν με «μετασκευασμένους» οφθαλμούς
τη θεϊκή λάμψη, το «άκτιστον φως» του Χριστού. Η Μεταμόρφωση
λοιπόν είναι Μεταμόρφωση των μαθητών, που με άλλα μάτια είδαν τα
συγκλονιστικά του όρους Θαβώρ, δηλαδή τον Χριστό, αλλά και στη θεϊκή
Του διάσταση. Την πραγματικότητα αυτή η Εκκλησία μας διαρκώς τη
διαλαλεί, καθημερινά, όταν μεταξύ των άλλων μας επισημαίνει: «Εν τω φωτί Σου, Κύριε, οψόμεθα φως».
Μόνον όταν ο άνθρωπος λάβει το φως του Θεού, μπορεί τότε να δει το φως
του Θεού. Ο άνθρωπος «βλέπει» ανάλογα με ό,τι έχει μέσα του.
2. Όπως είπαμε, αυτά που είδαν οι μαθητές για τον Χριστό ήταν ό,τι μπορούσαν να αντέξουν. Κατά το κοντάκιο της εορτής, «Επί του όρους μετεμορφώθης, και ως εχώρουν οι μαθητές Σου, την δόξαν Σου, Χριστέ ο Θεός, εθεάσαντο».
Κι είναι ευνόητο: Ο άνθρωπος είναι πεπερασμένος και ο Θεός είναι
άπειρος. Επομένως ο άνθρωπος, όπως και όλη η δημιουργία, ακόμη και οι
άγγελοι, όχι μόνον δεν μπορεί να δει και να μετάσχει στην ουσία του Θεού
– αυτό είναι μόνο για την αγία Τριάδα – αλλά μπορεί να δει και να
μετάσχει σ’ αυτό που λέμε ενέργεια του Θεού, αλλιώς στη
χάρη ή τη δόξα ή το φως Του, μόνον εκ μέρους, όσο αντέχει. Αυτό που
λαμβάνει όμως από τον Θεό ως παροχή της χάρης Του είναι ό,τι ανώτερο
για εκείνον. Κάτι παραπάνω θα τον «διέλυε» και θα τον «σκότωνε». «Κανείς
δεν μπορεί να δει τον Θεό και να ζήσει».
3.
Γιατί ο Κύριος θέλησε να τους δώσει αυτήν τη χάρη, να δουν τη θεϊκή
Του δόξα; Διότι μετά από λίγο ακολουθούν τα γεγονότα του Πάθους, άρα
έπρεπε οι μαθητές να κατανοήσουν ότι το Πάθος ήταν εκούσιο, ότι ήταν η
επιλογή του ενανθρωπήσαντος Θεού, για να σώσει το ανθρώπινο γένος,
αίροντας την αμαρτία του επί του Σταυρού. Όπως το επισημαίνει το
κοντάκιο και πάλι: «ίνα όταν Σε ίδωσι σταυρούμενον, το μεν πάθος
νοήσωσιν εκούσιον, τω δε κόσμω κηρύξωσιν ότι συ υπάρχεις αληθώς του
Πατρός το απαύγασμα». Ο Χριστός «έδει παθείν»,
διότι η αμαρτία του ανθρωπίνου γένους ήταν τέτοια, που μόνον ο λόγος,
το κήρυγμα δεν ήταν ικανό να σώσει τους ανθρώπους. Έπρεπε να πάθει ο
Ίδιος ο Θεός εν σαρκί, γεγονός που φανερώνει την τραγικότητα στην οποία
είχε περιέλθει η ανθρωπότητα, αλλά και το άπειρο μέγεθος της αγάπης του
Θεού απέναντι σ’ αυτήν.
4.
Στη μέσα στο φως της λάμψης του Θεού θέα του προσώπου του Χριστού, οι
μαθητές συνειδητοποιούν και την προοπτική του ανθρώπου, μετά τον ερχομό
Εκείνου. Όπως φανερώθηκε ο Χριστός, σαν ήλιος πρωϊνός,
έτσι θα φανερωθούμε κι εμείς κατά τη Δευτέρα Του Παρουσία, όταν
ακολουθούμε τον Χριστό. Μη ξεχνάμε ότι ο Χριστός ενσωμάτωσε τον άνθρωπο
στον ίδιο Του τον εαυτό, κάτι που ενεργοποιείται έκτοτε δια του αγίου
βαπτίσματος και βιώνεται αυξητικά μέσα στην Εκκλησία διά των μυστηρίων
και της εφαρμογής των εντολών Του, κι αυτή η ενσωμάτωση τον έκανε μέλος
Του, δηλαδή δική Του προέκταση, επομένως ό,τι Εκείνος ζει, αυτό
αποτελεί και θα αποτελέσει ζωή και των πιστών ανθρώπων. Όταν ο άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι Πατέρες των Συνόδων του 14ου αι.
τόνιζαν την πραγματικότητα μετοχής στο άκτιστο φως του Θεού, κατά
αναλογία με ό,τι συνέβη στο όρος Θαβώρ με τους τρεις μαθητές, ήδη από
τη ζωή αυτή, ας φανταστούμε την ασύλληπτη μέθεξη του πιστού σ’ αυτό το
φως μετά τον ερχομό Του για δεύτερη φορά, όταν ο άνθρωπος όχι μόνον ως
ψυχή, αλλά και με το σώμα του θα μετέχει σ’ Εκείνον. Τότε
θα λάμψουν οι άγιοι ως ήλιος, όπως έλαμψε κι ο Χριστός. Με τη
Μεταμόρφωση λοιπόν αποκαλύπτεται και το μεγαλείο της προοπτικής του
ανθρώπου, αυτό που οι άγιοί μας το ονομάζουν «θέωση».
5. Σ’ αυτήν
την ένθεη κατάσταση μετοχής στο φως του Χριστού βλέπουμε ότι
ανακαινίζεται μαζί με τον άνθρωπο και η ίδια η φύση. Πώς το βλέπουμε
αυτό; Μέσα από τα ενδύματα του Χριστού. Και αυτά έλαμψαν και έγιναν
λευκά σαν το χιόνι. Δηλαδή, η χάρη του Χριστού μεταγγίστηκε κατά κάποιο
τρόπο και στα υλικά πράγματα, σημείο μετοχής και της φύσεως, όπως
είπαμε, στη δόξα του Θεού. Και τούτο γιατί η φύση δεν είναι κάτι κακό ή
κατώτερο και συνεπώς αποβλητέο, αλλά στη χριστιανική πίστη
αναβαθμίζεται και αυτή, βρίσκοντας την πραγματική της θέση: να είναι
βοηθός του ανθρώπου στη σωτηρία του. Η φύση ανήκει στον Θεό και την
έδωσε στον άνθρωπο για να είναι ο χώρος κατοικίας του, που σημαίνει ότι
η φύση προσέβλεπε στον άνθρωπο ως τον βασιλιά της. Ξέπεσε στην αμαρτία
ο άνθρωπος λοιπόν, ξέπεσε και η φύση. Και με την αποκατάσταση του
ανθρώπου εν Χριστώ, αποκαθίσταται και αυτή. «Η προσμονή της φύσεως, μας
λέει ο απόστολος Παύλος, είναι να σωθεί ο άνθρωπος, ώστε με τη σωτηρία
αυτού να σωθεί και εκείνη». Έτσι η Μεταμόρφωση είναι μία ισχυρή
απάντηση σ’ όλους εκείνους που ήθελαν και
θέλουν να βλέπουν τον χριστιανισμό ως μία πνευματοκρατία ή ως ένα
ιδεαλισμό, με υποτίμηση και άρνηση της φύσεως.
6.
Φάνηκαν όμως ο Μωϋσής και ο Ηλίας στο όρος Θαβώρ, πρόσωπα της Παλαιάς
Διαθήκης, που έζησαν αιώνες πολλούς προ Χριστού. Τι σημαίνει τούτο;
Πρώτον, ότι ο Κύριος είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου. Το γεγονός
ότι οι μαθητές βλέπουν αυτούς τους αγίους, κεκοιμημένους από τόσο παλιά,
είναι μία ισχυρότατη απόδειξη ότι αυτοί ζουν εν Θεώ. Ο θάνατος δεν
είναι το τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος εναποθέτει το σώμα
του, αλλά η ψυχή του, με τη χάρη του Θεού, συνεχίζει να ζει. Κι αυτό το
σώμα, όπως η δυναμική της αναστάσεως του Κυρίου έφερε, θα αναστηθεί για
να ενωθεί με την ψυχή και πάλι. Ο θάνατος λοιπόν με τον Χριστό έγινε
μία απλή δίοδος, που μας οδηγεί μέσα στην αγκαλιά του Χριστού, πολύ πιο
έντονα και άμεσα όμως: «πρόσωπον προς πρόσωπον». Μία
προεικόνιση αυτού του γεγονότος είναι και η παρουσία των προφητών αυτών
στο Θαβώρ. Κι από την άλλη: ο Κύριος φανερώνεται ότι αποτελεί το κέντρο
και της Παλαιάς Διαθήκης. Η Παλαιά Διαθήκη, που συγκεφαλαιώνεται στον
Νόμο και τους Προφήτες – τον Μωϋσή και τον Ηλία – συνιστά την πρώτη
αποκάλυψη του Χριστού, με αποκορύφωση τον ερχομό Του στην Καινή. Παλαιά
και Καινή αποτελούν ένα ενιαίο γεγονός, που δεν μπορεί κανείς να
ξεχωρίσει, χωρίς να διαστρεβλώσει και τα δύο. Η Μεταμόρφωση λοιπόν δίνει
απάντηση και στο θέμα αυτό. Η Παλαιά Διαθήκη έχει χριστοκεντρικό
χαρακτήρα. Ο Κύριος συνιστά το νόημα και εκείνης.
Η
θεολογία της Μεταμορφώσεως του Κυρίου είπαμε από την αρχή ότι
συγκεφαλαιώνει όλη την πνευματική ζωή της Εκκλησίας. Αποκαλύπτει εκτός
από τον Χριστό και τον άνθρωπο στην προοπτική του. Αλλά προϋποθέτει αυτό
που προϋποθέτουν όλα τα πνευματικά γεγονότα στην Εκκλησία: την
ετοιμότητα του ανθρώπου αποδοχής του πλούτου που περιέχει. Ποτέ δηλαδή
κανένα πνευματικό γεγονός δεν προσφέρεται στον άνθρωπο, χωρίς εκείνος να
μπορεί πνευματικά να το αντέξει. Όπως ένα πλουσιότατο γεύμα δεν μπορεί
να προσφερθεί σε ένα βρέφος, κατά τον ίδιο τρόπο ο πλούτος της χάριτος
του Θεού, που τονίζεται στη Μεταμόρφωση απαιτεί τον «ενηλικιωμένο»
χριστιανό. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας «τρέμει» μπροστά
σε φαινόμενα νεανικού ενθουσιασμού, δηλαδή όταν νεαροί που ακούνε για
«άκτιστον φως», νομίζουν ότι μπορούν χωρίς κόπο, εύκολα, μπορούν να το
αποκτήσουν. Και δυστυχώς τα αποτελέσματα είναι τραγικά. Τα λεγόμενα
«νεανικά ναυάγια» δεν είναι μόνο σε θέματα ηθικής, αλλά δυστυχώς και σε
θέματα πνευματικά. Κι εκείνο που πολύ καθαρά μας δίνει τις
προϋποθέσεις βιώσεως της χορηγίας χάρης της Μεταμορφώσεως είναι ο ύμνος
που λέει: «καὶ ἡμεῖς ἀστράψωμεν, ταῖς θείαις ἀλλοιώσεσιν, αὐτὴν κατασπαζόμενοι (την θείαν Μεταμόρφωσιν). Ὄρος ὑψηλότατον τὴν καρδίαν, κεκαθαρμένην ἐκ παθῶν, ἔχοντες ὀψόμεθα, Χριστοῦ τὴν Μεταμόρφωσιν, φωτίζουσαν τὸν νοῦν ἡμῶν».
Δηλαδή: Ας αστράψουμε κι εμείς από τις θείες αλλοιώσεις (της
Μεταμορφώσεως), καταφιλώντας την (μέσα στην αγκαλιά μας). Έχοντας την
καρδιά μας ως υψηλότατο όρος, καθαρισμένη από τα πάθη, θα δούμε τη
Μεταμόρφωση του Χριστού να φωτίζει τον νου μας. Η κάθαρση της καρδιάς
μας, δια της μετανοίας και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού, είναι η
προϋπόθεση για να δούμε κι εμείς το φως του Χριστού να λάμπει μέσα
μας. Γένοιτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου