Οι χριστιανοί έχουμε μια πολύ σοβαρή σχέση με τους νεκρούς μας. Συχνά μιλάμε μαζί τους και συνεχώς μιλάμε στο Θεό γι’ αυτούς.
Για την ακρίβεια, για μας, αυτοί που
έχουν αφήσει το σώμα τους δεν είναι νεκροί αλλά ζωντανοί (μεταφορικά
τους ονομάζουμε «κεκοιμημένους» = αυτοί που έχουν κοιμηθεί) και έτσι
τους αντιμετωπίζουμε, ως ζωντανούς, που απλά έχουν φύγει και μένουν σε
ένα άλλο μέρος. Τον τόπο, στον οποίο θάβουμε τα σώματά τους, τον
ονομάζουμε «κοιμητήριο» (χώρο ύπνου).
Αντίθετα, νεκρούς θεωρούμε τους
ανθρώπους που έχουν βγάλει έξω από την καρδιά τους το Θεό, την αγάπη Του
και τη χάρη Του, είτε ζουν ανάμεσά μας είτε έχουμε μετακομίσει στον
τόπο των ψυχών. Αυτός είναι ο πραγματικός θάνατος, η έξωση του Θεού από
την καρδιά μας, ενώ, όταν Του επιτρέπουμε να μπαίνει στην καρδιά μας,
είμαστε εντελώς ζωντανοί, είτε εδώ είτε στον τόπο των ψυχών.
Όταν λέμε ότι ο Θεός μπαίνει στην καρδιά
μας δεν εννοούμε ότι μας καταλαμβάνει και διώχνει το πνεύμα μας και
καταργεί την ελευθερία μας (αυτό ποτέ δεν το κάνει ο Θεός, το κάνουν
μόνο ύποπτα πνεύματα). Εννοούμε ότι μπαίνει μέσα μας η χάρη του Θεού (η
ζωοποιός αδημιούργητη, αιώνια και φωτεινή ενέργειά Του) και μας
μεταμορφώνει φέρνοντάς μας πιο κοντά Του. Η μεταμόρφωση αυτή σχετίζεται
άμεσα με τα μυστήρια της χριστιανικής Εκκλησίας, όπως θα δούμε παρακάτω.
Θα δούμε παρακάτω, Θεού θέλοντος, τι ξέρουμε για τους κεκοιμημένους.
Ο Χριστός και οι νεκροί
Όταν ο Χριστός πέθανε πάνω στο σταυρό, η
ανθρώπινη ψυχή Του μεταφέρθηκε στον τόπο των νεκρών (στα ελληνικά
«Άδης»), όπου μίλησε στους νεκρούς, όπως είχε κάνει και στους ζωντανούς
(δες γι’ αυτό την ορθόδοξη εικόνα «Εις Άδου κάθοδος», αλλά και
τη μαρτυρία του μεγάλου και αγίου αποστόλου Πέτρου, μαθητή του Χριστού,
στην πρώτη επιστολή του, που βρίσκεται μέσα στην Καινή Διαθήκη, κεφ. 3,
στίχοι 19-20). Τότε πήρε τις ψυχές των νεκρών από τον Άδη και τις έφερε
στον τόπο όπου πηγαίνουν οι ψυχές τώρα, τόπο που τον ονομάζουμε
«ουρανό». Εκεί οι ψυχές των προ Χριστού νεκρών και οι ψυχές των ανθρώπων
που έζησαν μετά το Χριστό, μαζί, περιμένουν την ανάσταση, για να ζήσουν
στη βασιλεία του Θεού παίρνοντας πάλι τα σώματά τους, αλλά ως αθάνατα
και φωτεινά πλέον σώματα.
Οι άνθρωποι που έζησαν σ’ αυτό τον κόσμο
έχοντας προχωρήσει προς το Χριστό με καθαρή καρδιά, στον ουρανό, τον
τόπο των ψυχών, προγεύονται την απερίγραπτη ευτυχία που προκαλεί η σχέση
με το Χριστό, η θέα του ουράνιου κάλλους Του και του άκτιστου Φωτός
Του. Η ευτυχία αυτή είναι ανάλογη με την καλοσύνη τους και θα
ολοκληρωθεί μετά την ανάσταση όλων των ανθρώπων. Την ονομάζουμε
«παράδεισο».
Αντίθετα, εκείνοι που έζησαν σ’ αυτό τον
κόσμο περιορίζοντας την αγάπη τους στον εγωιστικό εαυτό τους, στον
ουρανό προγεύονται την οδύνη που προκαλεί η σχέση με το Χριστό (τον
οποίο δεν αγαπούν), η θέα του ουράνιου κάλλους Του και του άκτιστου
Φωτός Του. Η οδύνη αυτή είναι ανάλογη με την παραμόρφωση που έχει
προκαλέσει ο εγωισμός τους και θα ολοκληρωθεί μετά την ανάσταση όλων των
ανθρώπων. Την ονομάζουμε «κόλαση».
Μια αναφορά στην ανάσταση και την τελική
κατάσταση, στην οποία θα ζουν όλοι οι άνθρωποι, όλων των λαών και των
εποχών, αλλά και όλων των θρησκειών, βρίσκουμε στα λόγια του ίδιου του
Χριστού, στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, κεφ. 25, 31-46. Την περιγραφή αυτή
πρέπει να την κατανοήσουμε μέσα στα πλαίσια της αγάπης του Θεού προς
όλους τους ανθρώπους και προς όλα τα πλάσματα. Ο Θεός δεν «στέλνει στην
κόλαση» τους αμετανόητους αμαρτωλούς, αλλά η ίδια η κατάσταση της ψυχής
τους είναι η κόλαση. Η κατάσταση, που δεν τους επιτρέπει να γευτούν την
απερίγραπτη ευτυχία του παραδείσου.
Οι κεκοιμημένοι άγιοι
Με το να γίνει άνθρωπος, ο Χριστός
ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση και πρόσφερε σε κάθε άνθρωπο τη δυνατότητα
να ενωθεί με Αυτόν. Επειδή όμως ο Χριστός είναι και Θεός, ο άνθρωπος
που ενώνεται μαζί Του ενώνεται συγχρόνως και με το Θεό. Γι’ αυτό η ένωση
με το Χριστό κάνει τον άνθρωπο «θείο πλάσμα», δηλαδή άγιο.
Ξέρουμε από την πείρα όλων των γενεών
του χριστιανισμού, και ιδίως από την πείρα των αγίων διδασκάλων μας, ότι
η ένωση με το Χριστό δεν γίνεται μόνο με το να είμαστε «καλοί
άνθρωποι», αλλά προϋποθέτει τη θεία χάρη, γι’ αυτό μας δόθηκαν τα άγια
μυστήρια της Εκκλησίας (βάπτισμα, εξομολόγηση, θεία Μετάληψη κ.λ.π.), με
τα οποία ο άνθρωπος προετοιμάζει τον εαυτό του κατάλληλα και καλεί το
Θεό να του στείλει τη χάρη Του.
Κάθε απλός άνθρωπος, που δέχεται μέσα
του τη χάρη του Θεού και ανταποκρίνεται σ’ αυτήν αγαπώντας το Θεό και το
συνάνθρωπό του και συγχωρώντας εκείνους που θέλουν να του κάνουν ή του
έχουν ήδη κάνει κακό, πλησιάζει το Θεό τόσο, όσο έχει προοδεύσει σ’ αυτό
το δρόμο. Γίνεται δηλαδή «λίγο άγιος». Ενώ εκείνοι που έχουν προχωρήσει
πολύ σ’ αυτό το δρόμο και φτάνουν να αγαπούν το Θεό και τους άλλους,
μέχρι και τους εχθρούς τους, πολύ περισσότερο από τον εαυτό τους, είναι
οι κατ’ εξοχήν άγιοι, εκείνοι που συχνά αποκτούν από το Θεό το χάρισμα
να κάνουν ακόμη και θαύματα.
Οι θερμές, ειλικρινείς και επίμονες
προσευχές των ανθρώπων προς τον αληθινό Θεό εισακούονται, στο χρόνο και
με τον τρόπο που Εκείνος θέλει. Οι προσευχές των αγίων εισακούονται
περισσότερο, όχι μόνο όταν ζουν εδώ, ανάμεσά μας, αλλά κι όταν οι ψυχές
τους έχουν φύγει για τον ουρανό και προγεύονται τον παράδεισο. Γι’ αυτό,
όταν ο Θεός αποκαλύψει ότι ένας χριστιανός που κοιμήθηκε είναι άγιος,
μιλάμε σ’ αυτόν (μέσω της προσευχής μας αλλά και με τις εκκλησιαστικές
τελετές που γίνονται την ημέρα της μνήμης του) και τον παρακαλούμε να
μεσιτεύει στο Θεό για μας και για όλο τον κόσμο. Επίσης, απευθυνόμαστε
σ’ αυτόν ζωγραφίζοντας την εικόνα του ή αφιερώνοντας ένα ναό στο όνομά
του. Υπάρχουν αναρίθμητες περιπτώσεις, που φανερώνουν ότι οι άγιοι
ανταποκρίνονται από τον ουρανό και απαντούν στις προσευχές μας. Αυτό
εννοούσα πριν, λέγοντας ότι συχνά μιλάμε με τους νεκρούς μας.
Ο Θεός αποκαλύπτει ότι ένας άνθρωπος
είναι άγιος με διάφορους τρόπους: για παράδειγμα, τα οστά του μπορεί να
ευωδιάζουν ή και να αναβλύζουν άρωμα (μύρο) ή να γίνονται θεραπείες
ασθενειών ή άλλα θαύματα μέσω αυτών. Μπορεί να εμφανίζεται ο άγιος σε
όνειρα ή οράματα ανθρώπων με καθαρή καρδιά κ.λ.π. Πάντα βέβαια
προσέχουμε, ώστε να είναι αληθινές αυτές οι αποκαλύψεις, γιατί μπορεί να
πρόκειται για απάτη ή για παγίδα του εχθρού, δηλαδή πονηρών πνευμάτων,
που θέλουν να παραπλανήσουν τους ανθρώπους και να τους κάνουν οπαδούς
τους. Όταν είναι σίγουρο πως πρόκειται για αληθινή αποκάλυψη ενός αγίου,
η Εκκλησία κατατάσσει τον άγιο και επίσημα στο ημερολόγιο και ορίζει
μία μέρα αφιερωμένη στη μνήμη του. Συνήθως είναι η ημέρα της κοίμησής
του και ονομάζεται «γενέθλιος ημέρα», γιατί εκείνη την ημέρα σα να
γεννήθηκε στον ουρανό.
Η ύπαρξη των αγίων και οι παρεμβάσεις
τους στη ζωή μας από τον ουρανό αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει
μετενσάρκωση, ούτε και κάποτε θα «αφανιστούν» οι ψυχές, αλλά οι ψυχές
των ανθρώπων είναι αιώνιες και παραμένουν πάντα οι ψυχές των
συγκεκριμένων ανθρώπων, με το συγκεκριμένο όνομα, προσωπικότητα,
αναμνήσεις, συναισθήματα κ.τ.λ. Και θα παραμένουν έτσι μέχρι να
αναστηθούν και να ξαναπάρουν, άφθαρτο και αιώνιο, το σώμα τους, για να
ζήσουν αιώνια ως ψυχοσωματικά όντα, χωρίς να ξαναπεθάνουν ποτέ πια.
Ακόμη κι ένας άνθρωπος που δεν είναι
μεγάλος και θαυματουργός άγιος, αλλά που όμως η ψυχή του είναι καθαρή
και προγεύεται τον παράδεισο, μπορεί να βοηθήσει τους ζωντανούς
μεσιτεύοντας στο Θεό γι’ αυτούς. Μια τέτοια περίπτωση καταγράφεται στον Ευεργετινό,
ένα αρχαίο ορθόδοξο βιβλίο, όπου ένας άγνωστος κεκοιμημένος άντρας
(προφανώς ευρισκόμενος στην πρόγευση του παραδείσου) εμφανίστηκε και
θεράπευσε το χτυπημένο πόδι ενός ταξιδιώτη, που είχε βρει το πτώμα του
στο δρόμο και το είχε θάψει. Οι άνθρωποι που προγεύονται τον παράδεισο
βλέπουν το δικό μας κόσμο, επειδή ο παράδεισος είναι η πιο στενή σχέση
με όλα τα πλάσματα. Όμως οι άνθρωποι που προγεύονται την κόλαση δε
βλέπουν το δικό μας κόσμο, επειδή η κόλαση είναι μια κατάσταση μοναχική,
αφού ο εγωισμός των ανθρώπων εκείνων ουσιαστικά τους απομόνωσε αιώνια
στον εαυτό τους.
Οι ψυχές και εμείς
Τις ψυχές των κεκοιμημένων δεν τις
λατρεύουμε, γιατί ξέρουμε ότι λατρεία πρέπει να αποδίδουμε μόνο στον
Τριαδικό Θεό. Οι ψυχές των ανθρώπων, όπως μας διδάσκει η Αγία Γραφή και
όλοι οι άγιοι χριστιανοί διδάσκαλοι, δεν είναι από την ίδια ουσία με το
Θεό, αλλά είναι δημιουργήματα του Θεού, δημιουργημένες από το μηδέν,
όπως και τα σώματά μας και όλος ο υλικός και πνευματικός κόσμος. Μόνο η
Αγία Τριάδα είναι αδημιούργητη. Ο Πατέρας προαιώνια γεννά τον Υιό και
εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα –Τους φέρνει σε ύπαρξη μέσα από την ουσία Του,
δεν Τους δημιουργεί. Αντίθετα, τις ψυχές τις δημιουργεί, όταν ο άνθρωπος
συλλαμβάνεται μέσα στη μήτρα της μητέρας του.
Οι ψυχές λοιπόν δεν είναι θεϊκές. Είναι
ό,τι κι εμείς, που ζούμε εδώ: δημιουργήματα του Θεού, που κι αυτές
λατρεύουν το Θεό και μόνον Αυτόν. Τους ανθρώπους τους αγαπάμε, είτε
είναι εδώ είτε στον ουρανό, προσευχόμαστε στο Θεό γι’ αυτούς ή
απευθυνόμαστε σ’ αυτούς, αν έχει αποκαλυφθεί από το Θεό ότι είναι άγιοι,
αλλά δεν τους λατρεύουμε. Ούτε τους αγίους λατρεύουμε. Μόνο το Θεό.
Όταν λοιπόν ένας άνθρωπος φύγει από αυτό
τον κόσμο για τον ουρανό, αρχίζουμε αμέσως να μιλάμε στο Θεό γι’ αυτόν.
Προσπαθούμε έτσι να βοηθήσουμε την κατάσταση της ψυχής του, ώστε, αν
δεν ήταν τόσο καλή ώστε να προγεύεται τον παράδεισο, ίσως την
ανακουφίσουμε με τις προσευχές μας. Επειδή η κόλαση συνδέεται με πλήρη
μοναξιά, δεν είναι παράξενο που το ενδιαφέρον των ζωντανών για τις ψυχές
μπορεί, αν είναι θερμό, ειλικρινές και επίμονο, να προκαλέσει ρωγμές σ’
αυτή τη μοναξιά και ανακούφιση στην κατάσταση των ψυχών αυτών.
Το όραμα του αγίου Μακάριου του Αιγύπτιου, που είναι γραμμένο στο Γεροντικό
(ένα αρχαίο βιβλίο που παραθέτει τις ιστορίες των αγίων ασκητών της
ερήμου), το αποδεικνύει αυτό. Ο άγιος Μακάριος, βαδίζοντας στην έρημο,
ξέθαψε κατά λάθος με το ραβδί του ένα κρανίο. Έσκυψε λοιπόν, το έθαψε με
σεβασμό και προσευχήθηκε για τον άνθρωπο, στον οποίο ανήκε. Τότε του
εμφανίστηκε η ψυχή και τον πληροφόρησε ότι, όταν ζούσε, ήταν λάτρης των
δαιμόνων (ιερέας της Ίσιδος) και τώρα βρισκόταν στην κόλαση. «Και πώς
είναι εκεί;» ρώτησε ο άγιος. «Τα πάντα βρίσκονται μέσα στη φωτιά»
απάντησε η ψυχή. «Κι εμείς είμαστε δεμένοι πλάτη με πλάτη. Όμως, όταν
εσύ προσεύχεσαι για μας, βλέπουμε λίγο ο ένας τον άλλο, όση ώρα διαρκεί η
προσευχή».
Ξέρουμε από τους αγίους χριστιανούς
διδασκάλους ότι η φωτιά, που ανέφερε η ψυχή, είναι το Φως του Θεού, στο
οποίο λούζονται τα πάντα στον άλλο κόσμο. Η αίσθηση που βιώνουν από Αυτό
το Φως εκείνοι που το βλέπουν μέσα από την παραμόρφωση του εγωισμού
είναι αυτό που περιγράφεται ως «πυρ της κολάσεως».
Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος ήταν τόσο
καλός, ώστε, όταν μια νέα γυναίκα που είχε μείνει έγκυος από κάποιον
κρυφό εραστή, τον συκοφάντησε ότι το παιδί ήταν δικό του, εκείνος το
δέχτηκε, υπέμεινε κάθε είδους προσβολές από τον πληθυσμό εκείνου του
τόπου και άρχισε να δουλεύει διπλάσια, για να συντηρήσει και τη γυναίκα
με το παιδί της. Και, όταν αργότερα αποκαλύφθηκε η συκοφαντία, έφυγε
κρυφά και δε ζήτησε ποτέ το δίκιο του.
Επίσης η περίπτωση του αγίου Γρηγορίου
του Διαλόγου (καθώς και άλλες περιπτώσεις) αποδεικνύει ότι η θερμή,
ειλικρινής και επίμονη προσευχή των ζωντανών για τους νεκρούς μπορεί
ακόμη και να μετατρέψει την κατάσταση μιας ψυχής από κόλαση σε
παράδεισο, τουλάχιστον αν η συγκεκριμένη ψυχή έχει τις προϋποθέσεις για
τη μετατροπή αυτή (αν δηλαδή δεν είναι απόλυτα διεφθαρμένη). Ο άγιος
προσευχήθηκε θερμά, «χύνοντας ποταμούς δακρύων», για τη σωτηρία της
ψυχής του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού, όταν πληροφορήθηκε μια πράξη
φιλανθρωπίας που είχε κάνει. Και αργότερα πληροφορήθηκε από το Θεό ότι
οι προσευχές του εισακούστηκαν.
Μιλώντας στο Θεό για τις ψυχές
Όλοι βέβαια ελπίζουμε ότι οι ψυχές των
αγαπημένων μας προσώπων βρίσκονται στην κατάσταση της πρόγευσης του
παραδείσου, αλλά μόνο για τους αγίους μπορούμε να είμαστε σίγουροι.
Έτσι, όπως είπαμε, όταν η ψυχή ενός ανθρώπου φύγει από αυτό τον κόσμο,
αρχίζουμε αμέσως να μιλάμε στο Θεό γι’ αυτόν. Δηλαδή να προσευχόμαστε.
Για μας, όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι,
επομένως τα παρακάτω ισχύουν για όλους, άντρες, γυναίκες ή παιδιά,
ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση.
Αν ο άνθρωπος αυτός δεν είναι ορθόδοξος
χριστιανός, το μόνο που μπορεί να γίνει είναι η προσωπική ή ομαδική
προσευχή μας γι’ αυτόν, που μπορεί και να συνοδεύεται από νηστεία ή άλλη
μικρή ή μεγάλη θυσία, που θα κάνει την καρδιά μας πιο καθαρή και
επομένως πιο κατάλληλη για να εκτοξεύσεις τις προσευχές μας προς το Θεό.
Δεν κάνουμε γι’ αυτόν κάποια «επίσημη» τελετή στους ναούς μας, γιατί το
πρώτο βήμα και η απαραίτητη προϋπόθεση, για να έχουν αποτέλεσμα αυτές
οι τελετές, είναι το άγιο βάπτισμα στο όνομα της Αγίας Τριάδας. Αυτό
«κεντρίζει» τον άνθρωπο στην «καλή ελιά», στην «αληθινή άμπελο», στο
Χριστό. Αν λοιπόν δεν υπάρχει το βάπτισμα, υπάρχει από πλευράς μας η
αγάπη, η προσευχή, με όση θέρμη και δύναμη ψυχής έχει ο καθένας, η
νηστεία πιθανόν ή κάποια άλλη θυσία, αλλά δεν υπάρχουν εκκλησιαστικές
τελετές. Δεν έχουν αποτέλεσμα.
Αν ο άνθρωπος που φεύγει για τον ουρανό
είναι ορθόδοξος χριστιανός, το πρώτο πράγμα που κάνουμε μετά την
αναχώρησή του είναι μια εκκλησιαστική τελετή, με τη συμμετοχή όλων μας,
που ονομάζεται «κηδεία» (=φροντίδα) του σώματος του ανθρώπου. Σ’ αυτήν
παρακαλούμε πρώτη φορά το Θεό (όλοι μαζί, ως Εκκλησία, δηλαδή σύσσωμοι)
να αναπαύσει την ψυχή του αδελφού μας «στο Φως του προσώπου Του».
Στη συνέχεια θάβουμε το σώμα μέσα στο
χώμα και τοποθετούμε στο σημείο της ταφής του ένα σταυρό, το σύμβολο της
νίκης του Χριστού κατά του θανάτου. Δεν το καίμε, γιατί, για μας, δεν
είναι βέβαια ιερό, ώστε να το λατρεύουμε, αλλά είναι άξιο σεβασμού.
Αξίζει το σεβασμό μας, διότι: α) ο Χριστός, ο προαιώνιος Θεός Υιός του
Θεού Πατρός, πήρε ακριβώς ίδιο σώμα με το δικό μας («ομοούσιο», από την
ίδια ουσία) και, επειδή ήταν Νέος Αδάμ, η χάρη που πήρε το δικό Του
ανθρώπινο σώμα πέρασε σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, β) κάθε χριστιανός
έλαβε ειδικά στο δικό του σώμα τη χάρη του Θεού, αφού βαπτίστηκε στο
όνομα της Αγίας Τριάδας, χρίστηκε με το άγιο Μύρο και κοινώνησε το άγιο
σώμα και αίμα του Χριστού, κατά το μυστήριο της θείας Μετάληψης, γ) αν ο
άνθρωπος εκείνος έχει πλησιάσει πολύ το Χριστό, η θεία χάρη είναι
έντονη στα λείψανά του, τα οποία γίνονται «ιερά λείψανα» – αν κάψουμε το
σώμα, θα στερήσουμε τον εαυτό μας, την κοινωνία, τον κόσμο ολόκληρο,
από μια πηγή θείας χάριτος, ενώ πιθανόν να μην αντιληφθούμε ποτέ ότι ο
άνθρωπος αγίασε, αφού συχνά η αγιότητα αποκαλύπτεται μέσω των ιερών
λειψάνων (που ευωδιάζουν, μυροβλύζουν και θαυματουργούν).
Μετά την ταφή αρχίζει μια σειρά από
εκκλησιαστικές τελετές, που ονομάζονται «μνημόσυνα» (=αναμνήσεις) και σ’
αυτές επίσης παρακαλούμε το Θεό για την ανάπαυση του αδελφού μας. Κατά
τα μνημόσυνα, μια μικροσκοπική μερίδα από τον ιερό άρτο της θείας
Μετάληψης αφιερώνεται ονομαστικά στον κεκοιμημένο αδελφό μας, ο οποίος
έτσι μνημονεύεται στο «εσωτερικό» του ιερού μυστηρίου. Μνημόσυνα
τελούνται τρεις ημέρες μετά την κοίμηση, οκτώ ημέρες, σαράντα ημέρες,
στη συνέχεια κάθε τρεις μήνες και, μετά τη συμπλήρωση ενός έτους, κάθε
χρόνο στην επέτειο της κοίμησής του.
Εκτός από τα μνημόσυνα, οι χριστιανοί
συνηθίζουμε να προσφέρουμε τα ονόματα των κεκοιμημένων προγόνων και
αδελφών μας στον ιερέα, ώστε να τα μνημονεύσει εντός της θείας
Μεταλήψεως κατά τη θεία λειτουργία που θα τελέσει την Κυριακή. Μηνύματα
που έχουν δώσει, με άδεια του Θεού, κεκοιμημένοι στα όνειρα ζωντανών,
φανερώνουν ότι η μνημόνευση αυτή προσφέρει σημαντική ωφέλεια στην
κατάσταση της ψυχής. Ιδιαίτερα όταν γίνεται σε σαράντα λειτουργίες κατά
σειρά, πράγμα που ονομάζεται «σαρανταλείτουργο».
Μια από τις αμέτρητες μαρτυρίες, που
φανερώνουν πόσο ωφελεί τις ψυχές η μνημόνευση κατά τη θεία λειτουργία,
είναι η περίπτωση του αγίου Θεοδοσίου του Τσερνιγκώφ (Ρωσία 1896). Ο
άγιος εμφανίστηκε στον όσιο ιερομόναχο Αλέξιο (†1916), που είχε
πραγματοποιήσει με αγάπη την ανακομιδή των λειψάνων του, και του είπε:
«Σ’ ευχαριστώ που κοπιάζεις για μένα, αλλά σε παρακαλώ να μνημονεύεις
στη λειτουργία τους γονείς μου, που τα ονόματά τους είναι πατήρ Νικήτας
και Μαρία». Ο π. Αλέξιος απόρησε και τον ρώτησε: «Εσύ, που είσαι άγιος
και πρεσβεύεις απευθείας στο Θεό για όλους, ζητάς από εμένα να μνημονεύω
τους γονείς σου;». Ο άγιος απάντησε: «Έχεις δίκιο, αλλά η ωφέλεια που
θα έχουν από τη μνημόνευσή τους στη λειτουργία είναι πολύ μεγαλύτερη από
αυτή που έχουν με τις δικές μου προσευχές».
Όταν αργότερα ανακαλύφθηκε το βιβλίο
μνημοσύνων της μονής, όπου ο άγιος Θεοδόσιος ήταν ηγούμενος, αποδείχτηκε
ότι τα ονόματα των γονιών του ήταν ακριβώς αυτά που είπε στον π. Αλέξιο
(άγνωστα προηγουμένως).
Η Εκκλησία, εκτός από τις προσευχές για
τους κεκοιμημένους που στέλνει στο Θεό σε κάθε χριστιανική τελετή, έχει
θεσπίσει και μία ημέρα της εβδομάδας ειδικά αφιερωμένη στη μνημόνευση
των κεκοιμημένων (δηλαδή την προσευχή υπέρ αναπαύσεως των ψυχών τους)
και η ημέρα αυτή είναι το Σάββατο. Έχει θεσπίσει επίσης κάποια ιδιαίτερα
Σάββατα, αφιερωμένα στη μνημόνευση όλων των κεκοιμημένων, από την αρχή
της ύπαρξης του ανθρώπου πάνω στη Γη μέχρι σήμερα. Τα Σάββατα αυτά
ονομάζονται «ψυχοσάββατα». Επίσης διαβάζεται ειδική ευχή για τους
κεκοιμημένους στη σπουδαία εκκλησιαστική τελετή του Εσπερινού της
Γονυκλισίας κατά την Κυριακή της Πεντηκοστής
Εκτός από τα παραπάνω, οι χριστιανοί
συνηθίζουμε ιδιωτικά να ανάβουμε καντήλι με λάδι ως σύμβολο της
προσευχής μας προς το Θεό, για να βιώνουν με ευχαρίστηση το Φως Του οι
κεκοιμημένοι πρόγονοι και αδελφοί μας. Καίμε επίσης θυμίαμα, ως σύμβολο
της προσευχής μας, που ανεβαίνει στον ουρανό όπως ο καπνός του
θυμιάματος και που πρέπει να ευωδιάζει (δηλαδή να γίνεται με αγνή
καρδιά, καθαρή από κακίες, μίση, εγωισμούς και διάθεση εκμετάλλευσης των
άλλων ανθρώπων), όπως ευωδιάζει κι εκείνος. καντήλι και θυμίαμα
αφιερώνουμε στους κεκοιμημένους μας όχι μόνο στο σπίτι μας (κοντά στις
φωτογραφίες τους) αλλά και στον τάφο τους, τον οποίο επισκεπτόμαστε
όποτε θέλουμε. Ενίοτε μάλιστα καλούμε τον ιερέα στον τάφο και τελεί μία
μικρή τελετή («τρισάγιο») για την ανάπαυση των κεκοιμημένων.
Φοβόμαστε τις «κακές» ψυχές; Υπάρχουν φαντάσματα;
Όπως είπαμε παραπάνω, οι ψυχές που
προγεύονται τον παράδεισο, δηλαδή έχουν εντός τους τη θεία χάρη και
διαθέτουν κάποια αγιότητα, μικρή ή μεγάλη, μπορούν να μεσιτεύουν στο Θεό
για την προστασία των ζωντανών. Το όραμα του αγίου Μακάριου όμως
φανερώνει ότι στην πρόγευση της κόλασης οι ψυχές νιώθουν εντελώς
απομονωμένες. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να επιστρέψουν με κανένα τρόπο
στη γη και να επηρεάσουν τη ζωή των ζωντανών. Γι’ αυτό το λόγο, οι
χριστιανοί δεν πιστεύουμε ότι οι «κακές» ψυχές είναι απειλητικές για
μας. Δεν τις φοβόμαστε, απλά λυπόμαστε για την οδύνη και τη δυστυχία
τους και προσευχόμαστε στο Θεό γι’ αυτές.
Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι πράγματι
υπάρχουν κάποια μέρη, που κακές πνευματικές δυνάμεις τα έχουν «τυλίξει»
με τη σκοτεινή και απειλητική ενέργειά τους. Τέτοια μέρη είναι κυρίως
εκεί όπου γίνονται, ή γίνονταν παλιότερα, μαγικές τελετές, με επίκληση
δαιμονικών πνευμάτων. Τα πνεύματα εκείνα δεν είναι ψυχές νεκρών, ακόμη
κι αν μερικές φορές εμφανίζονται με τέτοια μορφή.
Ομοίως, δεν είναι ψυχές νεκρών, ούτε
«καλές» ούτε «κακές», τα πνεύματα που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια
«πνευματιστικών» τελετών, σε επικλήσεις πνευμάτων από μάγους, μέντιουμ
και πνευματιστές κάθε είδους. Μόνο με την προσευχή, μέσα στη ζωή της
Εκκλησίας, οι ζωντανοί απευθύνονται στους κεκοιμημένους – και πάντα σε
αγίους. Οι υπόλοιπες περιπτώσεις «επικοινωνίας» νεκρών με ζωντανούς, που
συνέβαιναν και συμβαίνουν εδώ και χιλιάδες χρόνια σε πολλούς
πολιτισμούς και θρησκείες, είναι τουλάχιστον ύποπτες. Ξέρουμε από την
πείρα των αγίων διδασκάλων μας ότι τα πνεύματα που εμφανίζονται σ’ αυτές
δεν είναι οι ψυχές των νεκρών και γενικά δεν είναι «αυτό που φαίνεται»,
αλλά σκοτεινές υπάρξεις που ζητούν να παραπλανήσουν τους ζωντανούς
λέγοντας ψέματα.
Μια απόδειξη του παραπάνω είναι ότι τα
πνεύματα αυτά μπορεί να γίνουν επικίνδυνα για τους ανθρώπους που τα
προσκαλούν. Αλλά και ότι, σε μέρη όπου γίνονται κατ’ εξακολούθησιν
τέτοιες επικλήσεις, συσσωρεύεται σκοτεινή ενέργεια που κάποια στιγμή
εκβάλλει στις ζωές των ανθρώπων.
Για τις περιπτώσεις αυτές η διδασκαλία της Εκκλησίας και η πείρα των χριστιανών λέει τα εξής:
α) Όταν ο άνθρωπος εντάξει τον εαυτό του
και τη ζωή του στο παγκόσμιο «Σώμα του Χριστού», την Εκκλησία, και
λάβει τη χάρη του Θεού μέσα από το άγιο βάπτισμα, τα ιερά μυστήρια και
τη χριστιανική ζωή (ζωή που δεν περιέχει μόνο συμμετοχή στις
θρησκευτικές τελετές, αλλά και αγάπη προς το συνάνθρωπο και ιδιαίτερα τη
συγχώρηση των εχθρών μας), τότε μπορεί με τη βοήθεια του Θεού να
νικήσει τις κακοποιές πνευματικές δυνάμεις και να εκτοπίσει την επιρροή
τους από τη ζωή του και τη ζωή των δικών του.
β) Υπάρχουν ειδικές πνευματικές άμυνες
της Εκκλησίας για το σκοπό αυτό, όπως η θερμή προσευχή με την επίκληση
του Ιησού Χριστού, η τοποθέτηση του σταυρού (διά του οποίου ο Χριστός
νίκησε το θάνατο) στον τόπο με την κακή ενέργεια, η τέλεση ειδικών
τελετών, όπως ο εξορκισμός, ο αγιασμός (ευλογία νερού και στη συνέχεια
ραντισμός με αυτό), το ευχέλαιο (αγιασμένο λάδι) κ.λ.π. Όλα αυτά όμως
δεν είναι «μαγικά», ώστε να τα πράξουμε και να έχουν αυτόματο
αποτέλεσμα. Πρέπει να τα εντάξουμε στη σωστή σχέση με το Θεό: είναι
παρακλήσεις προς το Θεό να έρθει αυτοπροσώπως και να βοηθήσει, και αυτό
θα το κάνει όταν εμείς θα είμαστε πνευματικά έτοιμοι να δεχτούμε τη
θεραπευτική και σωτήρια άκτιστη χάρη Του. Γι’ αυτό πρέπει να έχουμε
υπομονή, επιμονή, εμπιστοσύνη στο Θεό και, ακόμη, μετάνοια για τα
ελαττώματα που σίγουρα έχουμε, και να Του ζητάμε όχι μόνο να μας
βοηθήσει αλλά και να μας συγχωρήσει για ό,τι πράττουμε, αισθανόμαστε ή
σκεφτόμαστε ενάντια στο φιλάνθρωπο θέλημά Του.
Σκοπός της Εκκλησίας, των χριστιανών
ιερέων και των χριστιανικών τελετών δεν είναι να εξυπηρετήσουν επίγειες
ανάγκες των ανθρώπων (όπως να εξορκίσουν τις κακές πνευματικές δυνάμεις
από τη ζωή μας). Σκοπός τους είναι να μας βοηθήσουν να γνωρίσουμε το Θεό
και να οδηγηθούμε στην αιώνια ζωή κοντά Του, που είναι ο παράδεισος.
Μέσα στα πλαίσια αυτού του σκοπού όμως δίνεται και η βοήθεια όλων των
παραπάνω στα επίγεια προβλήματά μας, αφού κι αυτά συχνά εμποδίζουν τη
σωτηρία μας.
Κλείνω αυτή την αναφορά, υπενθυμίζοντας
ότι όλα τα πνεύματα είναι λιγότερο δυνατά από το Χριστό (αφού Εκείνος τα
δημιούργησε, κι αυτά στη συνέχεια επέλεξαν αν θέλουν να είναι καλά
[άγιοι άγγελοι] ή κακά) και πιο δυνατά από τους ανθρώπους. Έτσι, η ένωση
του ανθρώπου με το Χριστό είναι η κατάλληλη συμμαχία για την προστασία
του ανθρώπου από κάθε κακοποιό πνευματική δύναμη.
Θ. Ι. Ρηγινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου