Κυκλοφοροὺν δύο εἰκόνες τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου. Ἡ Βυζαντινὴ καὶ ἡ ἀναγεννησιακή, ποὺ εἶναι καὶ πολὺ διαδεδομένη. Ποιές εἶναι οἱ βασικὲς διαφορὲς τους;
Τὸ ὀρθόδοξο δόγμα, ὅπως διαγράφεται ἀπό τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἑρμηνευτικὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων, γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου, τὸ ἐκφράζει πλήρως ἡ Βυζαντινὴ εἰκόνα. Ἂς δοῦμε ὅμως καί τίς δύο εἰκόνες πιὸ ἀναλυτικά.
Κατ’ ἀρχὰς ἡ εἰκόνα ἡ ὀρθόδοξη τῆς Ἀνάστασης ποὺ ἐπιγράφεται «εἰς Ἅδου κάθοδος», συνδέει δύο γεγονότα. Τὸ ἕνα εἶναι ἱστορικὸ καὶ τὸ ἄλλο ἐσχατολογικό: Τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ «ἐν χρόνῳ» καὶ τή δική μας ἀνάσταση, τὴν κοινὴ ἀνάσταση ὅλων μας, στὰ ἔσχατα.
Γιὰ τὴν ὀρθοδοξία ἡ στιγμὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ παραμένει ἀνεικόνιστη. Στήν παραδοσιακὴ ἁγιογραφία ἡ πραγματικὴ στιγμὴ τῆς Ἀνάστασης οὐδέποτε ἀπεικονίστηκε (Οὐσπένσκυ). Καὶ τὰ Εὐαγγέλια καὶ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας σιγοῦν ὡς πρὸς τή στιγμή αὐτή. Σύμφωνα μὲ τὴν πίστη μας ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε «ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου». Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἔγινε θεοπρεπῶς μὲ τρόπο ἀπρόσιτο γιὰ τὰ ἀνθρώπινα μάτια. Τὰ στοιχεῖα μὲ τὰ ὁποῖα εἰκονογραφεῖται ἡ «εἰς Ἅδου κάθοδος» εἶναι παρμένα ἀπό τίς συνθῆκες πού μᾶς περιγράφουν τὰ ἀπόκρυφα εὐαγγέλια.
Βέβαια τὸ θέμα τῆς «καθόδου τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν Ἅδη», τὸ βρίσκουμε νὰ ἀναφέρεται σποραδικὰ καὶ στήν Καινὴ καὶ στήν Παλαιὰ Διαθήκη. Ὑπάρχουν μαρτυρίες γιὰ τὸ θέμα
τῆς Ἀνάστασης στίς Πράξεις (2, 31-32) καὶ στίς ἐπιστολές τοῦ ἀπ. Πέτρου καὶ τοῦ ἀπ. Παύλου (Ἐφ. 4, 9-10 & Α’ Πέτρ. 3, 18-19). Στήν Παλαιὰ Διαθήκη δέ, γίνεται λόγος γιά τοὺς «καθημένους ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου», τοὺς ὁποίους θὰ ἐλευθερώσει ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀφοῦ θὰ «συντρίψῃ πύλας χαλκᾶς καὶ μοχλοὺς σιδηροῦς συνθλάσῃ» (Ψαλμ. 6, 10-16 & Ὠσ. 6, 2)
Γιὰ τὴν «εἰς Ἅδου κάθοδον» μιλοῦν ὁ Μελίτων Σάρδεων, ὁ Λουγδούνου Εἰρηναῖος, ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος, ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, τὰ συριακὰ λειτουργικά κείμενα καὶ τὸ ἀπόκρυφο εὐαγγέλιο τοῦ Νικοδήμου. Ἐπίσης ἡ ἀκολουθία τοῦ Μ. Σαββάτου ζωντανεύει τὴν εἰκόνα τῆς κατάβασης τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη καὶ μᾶς μιλάει γιά τὴν Ἀνάσταση:
«Σήμερον ὁ Ἅδης στένων βοᾶ·
συνέφερέ μοι,
εἰ τὸν ἐκ Μαρίας γεννηθέντα,
μὴ ὑπεδεξάμην
ἐλθὼν γάρ ἒπ’ ἐμέ,
τὸ κράτος μου ἔλυσε·
πύλας χαλκᾶς συνέτριψε·
ψυχὰς ἅς κατεῖχον τὸ πρὶν
Θεὸς ὤν ἀνέστησε.
Δόξα, Κύριε, τῷ Σταυρῷ Σου
καὶ τῇ Ἀναστάσει Σου».
(Στιχηρὸν Ἑσπερινοῦ Μ. Σαββάτου)
Περιγραφὴ τῆς εἰκόνας τῆς Ἀνάστασης (Καχριὲ τζαμί)
Στὸ κέντρο τῆς εἰκόνας δεσπόζει ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός. Φέρει ἀστραφτερὰ καὶ ἀκτινοβόλα ἐνδύματα καὶ περιβάλλεται ἀπό φωτεινὴ δόξα. Δόξα ὀνομάζεται τὸ φάσμα
τοῦ φωτὸς ποὺ περιβάλλει τὸν Χριστὸ καὶ συμβολίζει τὸ μεταμορφωμένο σῶμα Του καὶ ταυτόχρονα τὸ ἀνέσπερο φῶς τοῦ μέλλοντα αἰώνα. Τὰ χέρια Του καὶ τὰ πόδια Του εἶναι σημαδεμένα μέ τίς οὐλὲς ἀπὸ τὰ καρφιὰ τῆς Σταύρωσης. Τὸ φωτοστέφανο πού περιβάλλει τή θεία Του κεφαλή, τὰ ἀκτινοβόλα Του ἱμάτια, ἡ θριαμβευτικὴ ὄψη τοῦ παναγίου Προσώπου Του ἐναρμονίζονται πλήρως μὲ τὰ νοήματα τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀνάστασης, ὅπως ἐκφράζονται στὸ νικητήριο ἀπολυτίκιο τῆς ἡμέρας:
«Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν
θανάτῳ θάνατον πατήσας»!
Καὶ πράγματι ὁ θάνατος παριστάνεται ἁλυσοδεμένος, κάτω ἀπό τίς ἀμπαρόπορτες τοῦ Ἅδη, ὅπου πατᾶ θριαμβευτὴς τοῦ θανάτου ὁ Κύριος. Ἀνάμεσα σὲ δύο ἀπότομους βράχους ἀνοίγει μιά σκοτεινή ἄβυσσος. Εἶναι τὰ «κατώτατα τῆς γῆς», στὰ ὁποία εἰσῆλθε ὁ Χριστὸς μας, γιά νὰ ἀνασύρει, ὡς λάφυρο νίκης, ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος ποὺ τὸ ἀντιπροσω-πεύουν στήν εἰκόνα τὰ πρόσωπα τοῦ Ἀδάμ καὶ τῆς Εὔας. Σὲ μερικὲς εἰκόνες τή διαλύση τοῦ κράτους τοῦ θανάτου τή συμβολίζουν οἱ σπασμένες ἁλυσίδες καὶ τὰ σκορπισμένα κλειδιὰ καὶ καρφιά.
Μὲ δυναμικὴ ζωντάνια καὶ θεοπρεπὴ συγκατάβαση ὁ Χριστὸς τραβᾶ τὰ παραλυμένα χέρια τοῦ Ἀδάμ καὶ τῆς Εὔας. Εἶναι σὰν νὰ θέλει νὰ ξεριζώσει ἀπό τὴν ἀνθρώπινη φύση τους -καὶ κατ’ ἐπέκταση ἀπό ὅλους τοὺς ἀνθρώπους- τὸ θάνατο πού εἰσέδραμε καὶ κατάπιε παγγενὴ τὸν Ἀδάμ.
Οἱ δὲ Προπάτορες, γνωρίζοντας πιὰ καλὰ Ποιός εἶναι ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου, ἐγκαταλείπονται στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ἡ Ζωὴ καὶ τὸ Φῶς τὸ ἀνέσπερο.
Μαζὶ μὲ τοὺς προπάτορες, Ἀδάμ καὶ Εὕα, ὁ Κύριος ἐλευθερώνει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου ὅλους τοὺς δικαίους πού περίμεναν τὴν ἔλευσή Του ὡς Λυτρωτῆ. Στὰ ἀριστερὰ τῆς εἰκόνας βλέπουμε τοὺς Ἁγίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, τὸ Δαυίδ, τὸ Σολομῶντα κ.ἄ. Εἶναι ἐκεῖνοι πού προετοίμασαν μὲ τὸ κήρυγμά τους τίς ψυχὲς ὅσων βρίσκονταν στόν Ἅδη, γιά νὰ δεχθοῦν τὸν Σωτήρα καὶ νὰ σωθοῦν.
«Καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι
ζωὴν χαρίσαμενος»!..
Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι σὲ πολλὲς παραστάσεις τῆς εἰς Ἅδου καθόδου (π.χ. στήν τοιχογραφία τῆς Μονῆς Στουντένιτσα τῆς Σερβίας -παρεκκλήσιο τῶν βασιλέων-), μαζὶ μὲ τοὺς δίκαιους τῆς Π. Διαθήκης, εἰκονίζονται καὶ οἱ Ἀπόστολοι τῆς Καινῆς Διαθήκης νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὰ μνήματα, ἐνῶ ὅπως ξέρουμε ἦταν ζῶντες, πράγμα ποὺ φανερώνει τόν ἐσχατολογικὸ χαρακτήρα τῆς εἰκόνας τῆς Ἀνάστασης. Δηλαδὴ ὅτι μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τὰ ἔσχατα βιώνονται ἐδῶ, μέσα στήν ἱστορία, ὡς πρόγευση, «ὡς ἀρραβών» τῆς μέλλουσας ζωῆς καὶ Βασιλείας. «Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀνάστασης, κάνοντας ἕνα ἅλμα ἀπό τὴν ἱστορία στὰ ἔσχατα, φωτίζει τὴν ὅλη οἰκονομία τῆς σωτηρίας ἐσχατολογικά. Συνδέει τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ἀνάσταση ὅλων μας στὰ ἔσχατα».
Ἀλλὰ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀφορᾶ μόνο τὸ μέλλοντα αἰώνα, δὲν εἶναι ἡ ἀνάσταση μόνο θέμα ἐσχατολογικό. Διότι ἀφοῦ τὰ ἔσχατα βιώνονται ἐδῶ ὡς πρόγευση, ἡ ἀνάσταση μπορεῖ νὰ βιωθεῖ ἀνὰ πᾶσα στιγμή ἀπό τὸν ἄνθρωπο, ὡς δυνατότητα ἀναστάσεώς του ἀπό τή νέκρα τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀποκαταστάσεώς του στὸ κατὰ φύση. Διότι ἡ ζωὴ τῆς Βασιλείας τοῦ Μέλλοντα αἰώνα, δὲν εἶναι κάτι πού ἔρχεται, ἀλλά κάτι πού ἔχει ἤδη φτάσει: «Καὶ ἡ Ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν «ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον…» (Α’ Ἰωάν. 1, 2).
Ἀντίθετα, στήν ἀναγεννησιακὴ εἰκόνα, ἡ Ἀνάσταση ἀρχίζει μὲ τὴν ἔξοδο τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν τάφο. Ὁ Χριστὸς κρατᾶ τὸ λάβαρο τῆς νίκης, μιά σημαία συνήθως κόκκινη. Οἱ στρατιῶτες πού φρουροῦσαν τὸν Χριστὸ ἢ κοιμούνται ἢ πέφτουν κάτω ἔντρομοι… Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀνάστασης ἡ ἀναγεννησιακὴ παρουσιάζει περισσότερο τὸν Χριστὸ ὡς Ὑπεράνθρωπο πού ἔχει ὡς κύριο στοιχεῖο Του τὴν ἐπιβολὴ καὶ τὸ θαῦμα, ἐνῶ ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα παρουσιάζει τὸν Κύριο τῆς Δόξης ἀναστημένο, ὁ Ὁποῖος ἔχει προσλάβει ὅλη τὴν ἀνθρώπινη φύση στὰ πρόσωπα τοῦ Ἀδάμ καὶ τῆς Εὔας. Πάνω στὸ θέμα αὐτὸ ἡ Μαρίνα Σκλήρη μᾶς ἀναφέρει: «Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναγεννήσεως ἐμπνέει τὴν ἰδέα τῆς πρόσκαιρης νίκης πάνω στὸ θάνατο κάποιου Ὑπερανθρώπου, ποὺ κάνοντας ἅλμα ψηλά, ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο, τὸ πιθανότερο ποὺ θὰ συμβεῖ, εἶναι νὰ ξαναπέσει. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι δικὸ του θέμα καὶ ἡ συμμετοχὴ τοῦ ἀνθρώπινου στοιχείου στή σύνθεση, στὰ πρόσωπα τῶν στρατιωτῶν, εἶναι ὅτι ἡ νίκη αὐτή τοὺς συντρίβει μὲ τὴν ἐπιβολή τοῦ θαύματος. Ἐνῶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Ἀδάμ καὶ τῆς Εὔας. Στή μιά ἡ δύναμη καὶ τὸ θαῦμα, ὁ Ὑπεράνθρωπος, στήν ἄλλη ἡ ἐλεύθερη σχέση καὶ κοινωνία τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Του (Ἀνάσταση Μονῆς Χώρας).
Δύο εἰκόνες ἀντίθετες. Μὲ διαφορετικὴ ἀνθρωπολογία καὶ σωτηριολογία».
http://blogs.sch.gr/ppanopoulos/
Κυκλοφοροὺν δύο εἰκόνες τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου. Ἡ Βυζαντινὴ καὶ ἡ ἀναγεννησιακή, ποὺ εἶναι καὶ πολὺ διαδεδομένη. Ποιές εἶναι οἱ βασικὲς διαφορὲς τους;
Τὸ ὀρθόδοξο δόγμα, ὅπως διαγράφεται ἀπό τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἑρμηνευτικὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων, γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου, τὸ ἐκφράζει πλήρως ἡ Βυζαντινὴ εἰκόνα. Ἂς δοῦμε ὅμως καί τίς δύο εἰκόνες πιὸ ἀναλυτικά.
Κατ’ ἀρχὰς ἡ εἰκόνα ἡ ὀρθόδοξη τῆς Ἀνάστασης ποὺ ἐπιγράφεται «εἰς Ἅδου κάθοδος», συνδέει δύο γεγονότα. Τὸ ἕνα εἶναι ἱστορικὸ καὶ τὸ ἄλλο ἐσχατολογικό: Τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ «ἐν χρόνῳ» καὶ τή δική μας ἀνάσταση, τὴν κοινὴ ἀνάσταση ὅλων μας, στὰ ἔσχατα.
Γιὰ τὴν ὀρθοδοξία ἡ στιγμὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ παραμένει ἀνεικόνιστη. Στήν παραδοσιακὴ ἁγιογραφία ἡ πραγματικὴ στιγμὴ τῆς Ἀνάστασης οὐδέποτε ἀπεικονίστηκε (Οὐσπένσκυ). Καὶ τὰ Εὐαγγέλια καὶ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας σιγοῦν ὡς πρὸς τή στιγμή αὐτή. Σύμφωνα μὲ τὴν πίστη μας ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε «ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου». Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἔγινε θεοπρεπῶς μὲ τρόπο ἀπρόσιτο γιὰ τὰ ἀνθρώπινα μάτια. Τὰ στοιχεῖα μὲ τὰ ὁποῖα εἰκονογραφεῖται ἡ «εἰς Ἅδου κάθοδος» εἶναι παρμένα ἀπό τίς συνθῆκες πού μᾶς περιγράφουν τὰ ἀπόκρυφα εὐαγγέλια.
Βέβαια τὸ θέμα τῆς «καθόδου τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν Ἅδη», τὸ βρίσκουμε νὰ ἀναφέρεται σποραδικὰ καὶ στήν Καινὴ καὶ στήν Παλαιὰ Διαθήκη. Ὑπάρχουν μαρτυρίες γιὰ τὸ θέμα
τῆς Ἀνάστασης στίς Πράξεις (2, 31-32) καὶ στίς ἐπιστολές τοῦ ἀπ. Πέτρου καὶ τοῦ ἀπ. Παύλου (Ἐφ. 4, 9-10 & Α’ Πέτρ. 3, 18-19). Στήν Παλαιὰ Διαθήκη δέ, γίνεται λόγος γιά τοὺς «καθημένους ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου», τοὺς ὁποίους θὰ ἐλευθερώσει ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀφοῦ θὰ «συντρίψῃ πύλας χαλκᾶς καὶ μοχλοὺς σιδηροῦς συνθλάσῃ» (Ψαλμ. 6, 10-16 & Ὠσ. 6, 2)
Γιὰ τὴν «εἰς Ἅδου κάθοδον» μιλοῦν ὁ Μελίτων Σάρδεων, ὁ Λουγδούνου Εἰρηναῖος, ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος, ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, τὰ συριακὰ λειτουργικά κείμενα καὶ τὸ ἀπόκρυφο εὐαγγέλιο τοῦ Νικοδήμου. Ἐπίσης ἡ ἀκολουθία τοῦ Μ. Σαββάτου ζωντανεύει τὴν εἰκόνα τῆς κατάβασης τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη καὶ μᾶς μιλάει γιά τὴν Ἀνάσταση:
«Σήμερον ὁ Ἅδης στένων βοᾶ·
συνέφερέ μοι,
εἰ τὸν ἐκ Μαρίας γεννηθέντα,
μὴ ὑπεδεξάμην
ἐλθὼν γάρ ἒπ’ ἐμέ,
τὸ κράτος μου ἔλυσε·
πύλας χαλκᾶς συνέτριψε·
ψυχὰς ἅς κατεῖχον τὸ πρὶν
Θεὸς ὤν ἀνέστησε.
Δόξα, Κύριε, τῷ Σταυρῷ Σου
καὶ τῇ Ἀναστάσει Σου».
(Στιχηρὸν Ἑσπερινοῦ Μ. Σαββάτου)
Περιγραφὴ τῆς εἰκόνας τῆς Ἀνάστασης (Καχριὲ τζαμί)
Στὸ κέντρο τῆς εἰκόνας δεσπόζει ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός. Φέρει ἀστραφτερὰ καὶ ἀκτινοβόλα ἐνδύματα καὶ περιβάλλεται ἀπό φωτεινὴ δόξα. Δόξα ὀνομάζεται τὸ φάσμα
τοῦ φωτὸς ποὺ περιβάλλει τὸν Χριστὸ καὶ συμβολίζει τὸ μεταμορφωμένο σῶμα Του καὶ ταυτόχρονα τὸ ἀνέσπερο φῶς τοῦ μέλλοντα αἰώνα. Τὰ χέρια Του καὶ τὰ πόδια Του εἶναι σημαδεμένα μέ τίς οὐλὲς ἀπὸ τὰ καρφιὰ τῆς Σταύρωσης. Τὸ φωτοστέφανο πού περιβάλλει τή θεία Του κεφαλή, τὰ ἀκτινοβόλα Του ἱμάτια, ἡ θριαμβευτικὴ ὄψη τοῦ παναγίου Προσώπου Του ἐναρμονίζονται πλήρως μὲ τὰ νοήματα τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀνάστασης, ὅπως ἐκφράζονται στὸ νικητήριο ἀπολυτίκιο τῆς ἡμέρας:
«Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν
θανάτῳ θάνατον πατήσας»!
Καὶ πράγματι ὁ θάνατος παριστάνεται ἁλυσοδεμένος, κάτω ἀπό τίς ἀμπαρόπορτες τοῦ Ἅδη, ὅπου πατᾶ θριαμβευτὴς τοῦ θανάτου ὁ Κύριος. Ἀνάμεσα σὲ δύο ἀπότομους βράχους ἀνοίγει μιά σκοτεινή ἄβυσσος. Εἶναι τὰ «κατώτατα τῆς γῆς», στὰ ὁποία εἰσῆλθε ὁ Χριστὸς μας, γιά νὰ ἀνασύρει, ὡς λάφυρο νίκης, ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος ποὺ τὸ ἀντιπροσω-πεύουν στήν εἰκόνα τὰ πρόσωπα τοῦ Ἀδάμ καὶ τῆς Εὔας. Σὲ μερικὲς εἰκόνες τή διαλύση τοῦ κράτους τοῦ θανάτου τή συμβολίζουν οἱ σπασμένες ἁλυσίδες καὶ τὰ σκορπισμένα κλειδιὰ καὶ καρφιά.
Μὲ δυναμικὴ ζωντάνια καὶ θεοπρεπὴ συγκατάβαση ὁ Χριστὸς τραβᾶ τὰ παραλυμένα χέρια τοῦ Ἀδάμ καὶ τῆς Εὔας. Εἶναι σὰν νὰ θέλει νὰ ξεριζώσει ἀπό τὴν ἀνθρώπινη φύση τους -καὶ κατ’ ἐπέκταση ἀπό ὅλους τοὺς ἀνθρώπους- τὸ θάνατο πού εἰσέδραμε καὶ κατάπιε παγγενὴ τὸν Ἀδάμ.
Οἱ δὲ Προπάτορες, γνωρίζοντας πιὰ καλὰ Ποιός εἶναι ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου, ἐγκαταλείπονται στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ἡ Ζωὴ καὶ τὸ Φῶς τὸ ἀνέσπερο.
Μαζὶ μὲ τοὺς προπάτορες, Ἀδάμ καὶ Εὕα, ὁ Κύριος ἐλευθερώνει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου ὅλους τοὺς δικαίους πού περίμεναν τὴν ἔλευσή Του ὡς Λυτρωτῆ. Στὰ ἀριστερὰ τῆς εἰκόνας βλέπουμε τοὺς Ἁγίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, τὸ Δαυίδ, τὸ Σολομῶντα κ.ἄ. Εἶναι ἐκεῖνοι πού προετοίμασαν μὲ τὸ κήρυγμά τους τίς ψυχὲς ὅσων βρίσκονταν στόν Ἅδη, γιά νὰ δεχθοῦν τὸν Σωτήρα καὶ νὰ σωθοῦν.
«Καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι
ζωὴν χαρίσαμενος»!..
Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι σὲ πολλὲς παραστάσεις τῆς εἰς Ἅδου καθόδου (π.χ. στήν τοιχογραφία τῆς Μονῆς Στουντένιτσα τῆς Σερβίας -παρεκκλήσιο τῶν βασιλέων-), μαζὶ μὲ τοὺς δίκαιους τῆς Π. Διαθήκης, εἰκονίζονται καὶ οἱ Ἀπόστολοι τῆς Καινῆς Διαθήκης νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὰ μνήματα, ἐνῶ ὅπως ξέρουμε ἦταν ζῶντες, πράγμα ποὺ φανερώνει τόν ἐσχατολογικὸ χαρακτήρα τῆς εἰκόνας τῆς Ἀνάστασης. Δηλαδὴ ὅτι μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τὰ ἔσχατα βιώνονται ἐδῶ, μέσα στήν ἱστορία, ὡς πρόγευση, «ὡς ἀρραβών» τῆς μέλλουσας ζωῆς καὶ Βασιλείας. «Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀνάστασης, κάνοντας ἕνα ἅλμα ἀπό τὴν ἱστορία στὰ ἔσχατα, φωτίζει τὴν ὅλη οἰκονομία τῆς σωτηρίας ἐσχατολογικά. Συνδέει τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ἀνάσταση ὅλων μας στὰ ἔσχατα».
Ἀλλὰ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀφορᾶ μόνο τὸ μέλλοντα αἰώνα, δὲν εἶναι ἡ ἀνάσταση μόνο θέμα ἐσχατολογικό. Διότι ἀφοῦ τὰ ἔσχατα βιώνονται ἐδῶ ὡς πρόγευση, ἡ ἀνάσταση μπορεῖ νὰ βιωθεῖ ἀνὰ πᾶσα στιγμή ἀπό τὸν ἄνθρωπο, ὡς δυνατότητα ἀναστάσεώς του ἀπό τή νέκρα τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀποκαταστάσεώς του στὸ κατὰ φύση. Διότι ἡ ζωὴ τῆς Βασιλείας τοῦ Μέλλοντα αἰώνα, δὲν εἶναι κάτι πού ἔρχεται, ἀλλά κάτι πού ἔχει ἤδη φτάσει: «Καὶ ἡ Ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν «ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον…» (Α’ Ἰωάν. 1, 2).
Ἀντίθετα, στήν ἀναγεννησιακὴ εἰκόνα, ἡ Ἀνάσταση ἀρχίζει μὲ τὴν ἔξοδο τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν τάφο. Ὁ Χριστὸς κρατᾶ τὸ λάβαρο τῆς νίκης, μιά σημαία συνήθως κόκκινη. Οἱ στρατιῶτες πού φρουροῦσαν τὸν Χριστὸ ἢ κοιμούνται ἢ πέφτουν κάτω ἔντρομοι… Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀνάστασης ἡ ἀναγεννησιακὴ παρουσιάζει περισσότερο τὸν Χριστὸ ὡς Ὑπεράνθρωπο πού ἔχει ὡς κύριο στοιχεῖο Του τὴν ἐπιβολὴ καὶ τὸ θαῦμα, ἐνῶ ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα παρουσιάζει τὸν Κύριο τῆς Δόξης ἀναστημένο, ὁ Ὁποῖος ἔχει προσλάβει ὅλη τὴν ἀνθρώπινη φύση στὰ πρόσωπα τοῦ Ἀδάμ καὶ τῆς Εὔας. Πάνω στὸ θέμα αὐτὸ ἡ Μαρίνα Σκλήρη μᾶς ἀναφέρει: «Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναγεννήσεως ἐμπνέει τὴν ἰδέα τῆς πρόσκαιρης νίκης πάνω στὸ θάνατο κάποιου Ὑπερανθρώπου, ποὺ κάνοντας ἅλμα ψηλά, ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο, τὸ πιθανότερο ποὺ θὰ συμβεῖ, εἶναι νὰ ξαναπέσει. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι δικὸ του θέμα καὶ ἡ συμμετοχὴ τοῦ ἀνθρώπινου στοιχείου στή σύνθεση, στὰ πρόσωπα τῶν στρατιωτῶν, εἶναι ὅτι ἡ νίκη αὐτή τοὺς συντρίβει μὲ τὴν ἐπιβολή τοῦ θαύματος. Ἐνῶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Ἀδάμ καὶ τῆς Εὔας. Στή μιά ἡ δύναμη καὶ τὸ θαῦμα, ὁ Ὑπεράνθρωπος, στήν ἄλλη ἡ ἐλεύθερη σχέση καὶ κοινωνία τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Του (Ἀνάσταση Μονῆς Χώρας).
Δύο εἰκόνες ἀντίθετες. Μὲ διαφορετικὴ ἀνθρωπολογία καὶ σωτηριολογία».
http://blogs.sch.gr/ppanopoulos/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου