Η προσευχή για τους κεκοιμημένους
Δεν
χρειάζεται, ούτε είναι δυνατή άλλη εξήγηση ή υπεράσπιση της προσευχής για τους
νεκρούς. Οι προσευχές τούτες είναι απλώς η αυθόρμητη έκφραση της μεταξύ
μας αγάπης. Πάνω στη γη προσευχόμαστε
για τους άλλους · δεν πρέπει να συνεχίσουμε να προσευχόμαστε και μετά τον
θάνατό τους; Επειδή έπαψαν να υπάρχουν, πρέπει να πάψουμε κι εμείς να
προσευχόμαστε γι’ αυτούς; Ζώντες και τεθνεώτες, είμαστε όλοι μέλη της ίδιας
οικογένειας· έτσι, ζώντες και νεκροί, πρέπει να μεσολαβούμε ο ένας για τον
άλλον. Στον αναστάντα Χριστό δεν υπάρχει
διαχωρισμός μεταξύ ζώντων και νεκρών·
σύμφωνα με τον π. Μακάριο Glukharev(1792-1847), «είμαστε όλοι ζώντες ‘‘εν Αυτώ‘’, γιατί σ’ Αυτόν δεν υπάρχει
θάνατος». Ο φυσικός θάνατος δεν μπορεί να διαρρήξει τους δεσμούς της αμοιβαίας
αγάπης και της αμοιβαίας προσευχής, που μας ενώνουν όλους μας σ’ ένα ενιαίο
Σώμα.
Φυσικά δεν
καταλαβαίνουμε πώς ακριβώς οι προσευχές μας ευεργετούν τους νεκρούς. Ούτε όμως,
μπορούμε να εξηγήσουμε, όταν προσευχόμαστε για ανθρώπους που ζουν ακόμη, πως η
προσευχή μας τους βοηθά. Από προσωπική πείρα ξέρουμε πως η προσευχή για τους
άλλους είναι αποτελεσματική, και έτσι συνεχίζουμε να την ασκούμε. Όμως, είτε
προσφέρεται για τους ζωντανούς είτε για τους πεθαμένους, η προσευχή λειτουργεί
κατά τρόπο που παραμένει μυστηριώδης. Είμαστε ανίκανοι να ερευνήσουμε την
ακριβή αλληλεπίδραση ανάμεσα στην πράξη της προσευχής, την ελεύθερη βούληση του
άλλου ανθρώπου, και τη Χάρη και πρόγνωση του Θεού. Όταν προσευχόμαστε για τους
κεκοιμημένους, μας αρκεί να ξέρουμε πως η αγάπη τους για το Θεό διαρκώς
αναπτύσσεται, κι έτσι χρειάζονται την υποστήριξή μας. Τα υπόλοιπα ας τα αφήσουμε στο Θεό.
Αν όντως
πιστεύουμε πως διαθέτουμε μια συνεχή και αδιάσπαστη κοινωνία με τους νεκρούς,
τότε πρέπει να μιλάμε γι’ αυτούς, όσο είναι δυνατόν, στον ενεστώτα και όχι στον
αόριστο. Δεν θα λέμε, «αγαπιόμασταν», «μου ήταν τόσο αγαπητή», «ήμασταν τόσο
ευτυχισμένοι μαζί». Θα λέμε: «Αγαπιόμαστε –τώρα περισσότερο από πριν, «μου
είναι αγαπητή όπως πάντα», «είμαστε τόσο
ευτυχισμένοι μαζί». Υπάρχει μια Ρωσίδα στην ορθόδοξη κοινότητα της Οξφόρδης,
που δεν της αρέσει καθόλου να την αποκαλούν χήρα. Αν και ο σύζυγός της έχει
πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια, εκείνη επιμένει: «Είμαι η σύζυγός του, όχι η χήρα του». Και έχει δίκαιο.
Μαθαίνοντας να
μιλάμε για τους νεκρούς χρησιμοποιώντας
ενεστώτα και όχι αόριστο, μπορεί να βοηθηθούμε σε ένα πρόβλημα που
πολλές φορές προκαλεί άγχος στους ανθρώπους. Πολύ εύκολα συμβαίνει να
αναβάλλουμε τη συμφιλίωση με κάποιον από τον οποίον έχουμε αποξενωθεί, και ο
θάνατος παρεμβαίνει πριν συγχωρέσει ο ένας τον άλλον. Μας πειράζουν τότε οι
τύψεις και λέμε: « Πολύ αργά, πολύ αργά, η ευκαιρία χάθηκε για πάντα· δεν
μπορεί πια να γίνει τίποτα». Αλλά κάνουμε λάθος, επειδή ποτέ δεν είναι πολύ
αργά. Αντιθέτως, μπορούμε να επιστρέψουμε στο σπίτι μας, και στη βραδινή μας
προσευχή να μιλήσουμε άμεσα στον νεκρό φίλο μας από τον οποίο είχαμε
αποξενωθεί. Μπορούμε να ζητήσουμε τη συγγνώμη του και να επιβεβαιώσουμε την
αγάπη μας, χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις που θα χρησιμοποιούσαμε αν
ήταν ακόμη ζωντανός και βρισκόμασταν
πρόσωπό με πρόσωπο. Και απ’ εκείνη τη στιγμή η σχέση μας θα έχει αλλάξει. Αν
και δεν βλέπουμε τα πρόσωπά τους, ούτε
ακούμε τις απαντήσεις τους, όμως γνωρίζουμε βαθιά στην καρδιά μας πως εμείς κι
εκείνοι έχουμε κάνει μια καινούρια αρχή. Ποτέ δεν είναι αργά για να ξεκινήσουμε
πάλι.
Πηγή: Κάλλιστος
Ware επίσκοπος
Διοκλείας, «Η εντός ημών Βασιλεία», εκδ. Ακρίτας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου