(Ό χωρισμός της ψυχής από το σώμα και οι μεταθανάτιες εμπειρίες)
Πολλά τα μυστήριαΠολλά είναι τα μυστήρια του υπάρχουν μέσα στον ανθρώπινο κόσμο ή και στο περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται ο καθένας μας.
Στά βιβλία της εκκλησίας μας αναφέρεται ως φοβερώτατο μυστήριο ενα περιστατικό της ανθρώπινης ζωής, το οποίο όλοι μας σχεδόν αποφεύγουμε να το σκεφθούμε. Αναφέρεται στο Ιερό Ευχολόγιο: «Όντως φοβερώτατον το του θανάτου μυστήριον...».
Αυτό είναι «το φοβερώτατον μυστήριον». Το μυστήριο του θανάτου. Μυστήριο διότι συμβαίνουν την ώρα εκείνη πράγματα παράξενα και θαυμαστά, τα οποία η ανθρώπινη διάνοια αδυνατεί να τα συλλάβη και να τα ερμηνεύση.
Και γιατί το αναφέρει ο ιερός υμνωδός ως φοβερώτατο; Απορεί και ο ίδιος λέγοντας: «Πώς ψυχή εκ του σώματος βιαίως χωρίζεται...». Πώς βίαια χωρίζεται η ψυχή από το σώμα και διαλύεται ο ιερώτατος δεσμός της συνυπάρξεως της ψυχής και του σώματος.
Για τον λόγο αυτό είναι φοβερώτατο αυτό το μυστήριο.
Για μας είναι φοβερώτατο διότι ο καθένας μας χάνει ενα στενό συγγενικό του πρόσωπο ή και πολύ φιλικό η και πνευματικό.
Όλοι μας γνωρίζουμε καλά από τήν διδασκαλία της εκκλησίας μας ότι ο άνθρωπος είναι ον ψυχοσωματικό. Αυτό σημαίνει ότι ούτε μόνον η ψυχή ούτε μόνον το σώμα πάλι συνιστά το ολοκληρωμένο ανθρώπινο ον. Η ψυχή δεν ζούσε πριν από την δημιουργία του σώματος, γι’ αυτό και δεν θέλει να ζήση χωρίς αυτό. Η εξοδος της ψυχής από το σώμα γίνεται βίαια, και αυτό αποτελεί το μυστήριο του θανάτου.
Η ώρα του θανάτου είναι φοβερή γιά τον καθένα μας. Ο άνθρωπος καταλαβαίνει πολύ καλά τον εαυτό του. Παρουσιάζεται σε κλάσματα δευτερολέπτου ολόκληρη η ζωή του σαν κάποια κινηματογραφική ταινία. Όλη η ύπαρξις του άνθρωπου θα υποστή τότε μία ξαφνική αλλοίωσι. Το μυαλό θα χάση την διαύγειά του και η καρδιά θα αισθανθή είτε βίαιους πόνους, είτε μία μεγάλη κατάπτωσι. Όλες οι θεωρητικές γνώσεις θα χαθούν και η προσευχή θα κινδυνεύη να χαθή.
Αρχίζει μία καινούργια ζωή για τον άνθρωπο, που αποτελεί την αιώνια κατάστασι της ψυχής και του σώματος. Είναι μία νέα γέννησις, γιατί ο άνθρωπος είναι σαν να εξέρχεται από κάποια άλλη δεύτερη σκοτεινή μήτρα και να πορεύεται προς τα άϋλα και φωτεινά, προς τα ελπιζόμενα αγαθά. Έτσι, τονίζει ο όσιος Θεόγνωστος, ο άνθρωπος πρέπει να χαίρεται, διότι οδηγείται στην απόλαυσι των αιωνίων αγαθών, αλλά να είναι και προσεκτικός, δια το άδηλο του μέλλοντος και της τρεπτότητός του.
Οι τρεις δοκιμασίεςΗ ψυχή την τελευταία εκείνη στιγμή περνά από απανωτές και συγκλονιστικές δοκιμασίες. Είναι α) Ο φόβος, το άγνωστο. Αν τα εργα που εκανε είναι αρεστά ή όχι στο Θεό. β) Ο βίαιος αποχωρισμός. «Αποτέμνεται», αναφέρει χαρακτηριστικά η νεκρώσιμη ακολουθία. Ο άνθρωπος εκείνη την ώρα είναι σαν να γδέρνεται ζωντανός. Και γ) η θέα των πνευμάτων.
Η θέα των πνευμάτωνΌπως το νεκρό σώμα κατά την ώρα του θανάτου περικυκλώνεται από τα συγγενικά του πρόσωπα, ετσι και η ψυχή την ώρα αυτή περικυκλώνεται από τον κόσμο των πνευμάτων. Η αγαθή ψυχή περικυκλώνεται από τους αγγέλους, ενώ η πονηρή από τα πονηρά πνεύματα. Μπορεί να δη οπτασίες αγίων ανθρώπων, αλλά και οπτασίες ακαθάρτων πνευμάτων, τα οποία προσπαθούν να τον φοβίσουν και να τον κάνουν δικό τους. Και αυτό μας το μαρτυρεί ο ίδιος ο Κύριος. Μετά τον θάνατό του ο πτωχός Λάζαρος «εγένετο υπαχθήναι υπό των αγγέλων αυτού» (Λουκ. 16,22). Ενώ την ψυχή του Λαζάρου την συνώδευσαν φωτεινοί άγγελοι, την ψυχή του άφρονος πλουσίου την παρέλαβαν σκοτεινοί δαίμονες. Και τον μέν Λάζαρο τον μετέφεραν ως νικητή, ενώ τον πλούσιο ως κατάδικο.
Η ορθόδοξη διδασκαλίαΔεν είναι μόνο οι χριστιανοί αγωνιστές που εχουν ν’ αντιμετωπίσουν τη δοκιμασία από τους δαίμονες κατά την ώρα του θανάτου. Ο άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος περιγράφει πολύ παραστατικά τι συνήθως συμβαίνει στους κοινούς αμαρτωλούς κατά το θάνατο τους: «Είναι δυνατό τότε ν’ ακούσης πολλούς να διηγούνται φοβερές ιστορίες και οράματα φρικτά, που δεν μπορούν ούτε καν να τα αντικρύσουν οι μελλοθάνατοι, και τινάσσονται με μεγάλη ορμή πάνω στο κρεββάτι που είναι εξαπλωμένοι και βλέπουν με τρόμο τους παρευρισκομένους, επειδή η ψυχή τους προσπαθεί να εισχωρήση βαθύτερα και διστάζει εξ αιτίας τον φόβου ν’ αποχωρισθή από το σώμα και δεν υποφέρει την θέα των αγγέλων που ερχονται. Πραγματικά, αν εξαγριωνώμαστε από φόβο όταν άντικρύζωμε απλώς ανθρώπους φοβερούς, τι δεν θα πάθωμε όταν ιδούμε απειλητικούς αγγέλους και αδυσώπητες δυνάμεις να καταφθάνουν, ενώ η ψυχή μας θα αποχωρίζεται από το σώμα μας και θα οδύρεται συνεχώς άσκοπα και μάταια;».
Στους βίους των αγίων της εκκλησίας μας συναντάμε πολυάριθμες αναφορές τέτοιων δαιμονικών οράσεων που εχουν ως σκοπό να τρομοκρατήσουν τον άνθρωπο και να τον κάνουν να χάση κάθε ελπίδα σωτηρίας.
Ο άγ. Γρηγόριος ο Διάλογος, για παράδειγμα, μιλά για κάποιον πλούσιο άνδρα που ήταν υποδουλωμένος σε πολλά πάθη: «Φθάνοντας στα τελευταία του, την ώρα ακριβώς που επρόκειτο πια να βγη από το σώμα, με ανοιχτά τα μάτια είδε βδελυρά και κατάμαυρα πνεύματα να παραστέκωνται μπροστά του και επίμονα να τον βιάζουν για να τον αρπάξουν στα κλείθρα του άδη... με θορυβώδεις θρήνους συγκεντρώθηκε όλη η οικογένεια. Οι ίδιοι όμως δεν μπορούσαν να δουν τα πονηρά πνεύματα, αλλά εβλεπαν την παρουσία τους με την ομολογία, την χλωμάδα και τον τρόπο εκείνου που εσερναν. Από την φρίκη της βδελυρής μορφής εκείνων περιστρεφόταν πέρα - δώθε στο κρεββάτι... κι όταν από το υπερβολικό σφίξιμο απελπίσθηκε πια πως θα μπορούσε να βρη λίγη χαλάρωσι, άρχισε με μεγάλες φωνές να κραυγάζη: Ανακωχή τουλάχιστον μέχρι το πρωί. Αλλά ενώ φώναζε αυτά, μέσα στίς ίδιες τις φωνές του αποσπάσθηκε από την κατοικία του σώματος».
***
Η εξοδος της ψυχής από το σώμα, ιδίως των αγίων, συνοδεύεται από πολλά σημεία. Ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος λέγει ότι είναι συνηθισμένο το φαινόμενο, όταν οι ψυχές των αγίων εξέρχωνται από το σώμα, να ακούν αίνο στους ουρανούς. Και αυτό γίνεται ώστε, τον χωρισμό από την σάρκα, «μη αισθάνωνται πώς υπομένουσι».
Κάποιος, ονομαζόμενος Σέρβουλος, κατά τον καιρό της εξόδου άκουγε ύμνους στον ουρανό, ώστε παρακινούσε τους παριστάμενους να σωπάσουν: «Σιωπάτε• μη γαρ ουκ ακούετε πώς αντηχούσιν αινέσεις εν τω ουρανώ;». Και μάλιστα λέγεται ότι, όταν η ψυχή του εξήλθε από το σώμα, ευωδίασε ολόκληρος εκείνος ο τόπος. Το ίδιο συνέβη και με την Ταρσίλα: Όταν εξήλθε η ψυχή από το σώμα, ξεχύθηκε «όσφρησις θαυμαστή ευωδίας» και όλοι αντελήφθησαν ότι ήταν παρών «ο της ευωδίας αρχηγός». Το ίδιο συνέβη και με κάποια άλλη αγία που κατά την κοίμησί της εστάλη φως από τον ουρανό και γέμισε όλον τον τόπο του κελίου.
Για να μη φαίνωνται όμως ότι μόνον τότε συνέβαιναν αυτα, ας αναφερθούμε και σε μία σύγχρονη κατάστασι. Γνωστός σε όλους ο π. Φιλόθεος Ζερβάκος. Ας δούμε μία ανέκδοτη επιστολή του: «Εν τη εν Πάρω Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής «Λογγοβάρδας» τη 19 Απριλίου 1947. «.... Χθες εκηδεύσαμεν αδελφήν τινα του Ιερού Παρθενώνος ονόματι Συγκλητικήν, η οποία είχε φθάσει εις μέτρα αγιότητος ως άλλη Αγ. Συγκλητική, ήτις εορτάζεται την 5 Ιανουαρίου, υπέμενε αγογγύστως ευχαριστούσα τον Κύριον και ως ο Ίώβ υπομείνασα καρτερώς καρκινοειδή ασθένειαν, ήτις το μεν σώμα κατεπλήγωσε και διέφθειρε, την δε ψυχήν της ελάμπρυνε. Καθ’ ην στιγμήν παρέδωκε το πνεύμα της, αδελφή τις, ήτις ίστατο εις την θύραν του κελλιού της, ήκουσεν ήχον τινα γλυκύτατον εναρμόνιον, όστις εξήλθεν εκ του κελλίου της μετάστασης και άναφέρετο εις τον αιθέρα...»
Αυτό είναι πολύ φυσικό, αφού πιστεύουμε ότι στην Εκκλησία μας υπάρχει κοινωνία ζώντων και κεκοιμημένων. Στην Κοίμησι της Παναγίας βλέπουμε την ελευσι όλων των Αποστόλων. Αλλά αυτό παρατηρείται και στην κοίμησι μεγάλων αγίων. Αγιοι και άγγελοι παρευρίσκονται και παραλαμβάνουν την ψυχή τους. Όσο ο βίος είναι ενδοξος, τόσο και η κοίμησι του συγκεκριμένου αγίου είναι ενδοξη.
Η πορεία της ψυχήςΒλέπουμε λοιπόν με λίγα λόγια ότι μεγάλα μυστήρια ενεργούνται όταν πλησιάζη ο θάνατος. Ας δούμε τώρα πώς οι ψυχές των αγίων οδηγούνται από τους αγγέλους και οι ψυχές των αμετανόητων αμαρτωλών οδηγούνται από τους πονηρούς δαίμονες.
Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος διδάσκει ότι, αν κάποιος κατά τον καιρό της εξόδου του είναι αμετανόητος «έρχονται χοροί δαιμόνων και άγγελοι αριστεροί και δυνάμεις σκότους και παραλαμβάνουσι την ψυχήν και κρατούσιν εις το ίδιον μέρος». Αντίθετα, οι του Θεού αξιώνονται ώστε κατά τον καιρό της εξόδου τους «χοροί των αγγέλων παραλαμβάνουσιν αυτάς τας ψυχάς εις το ίδιον μέρος, εις τον καθαρόν αιώνα, και ούτως αυτούς προάγουσι τω Κυρίω». Όσοι εχουν την σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος και είναι πραγματικοί Χριστιανοί δεν δειλιούν, αλλά χαίρουν, γιατί εχουν τον οίκο τον αχειροποίητο, που είναι η δυναμι του Πνεύματος που κατοικεί μέσα τους.
Αναφέρεται από τον άγιο Γρηγόριο τον Διάλογο περίπτωσι κάποιου που βρισκόταν παρα-πλήσιον του θανάτου και είχαν συγκεντρωθή πολλοί μοναχοί και προσεύχονταν. Ο ετοιμοθάνατος είδε δράκοντα που ήλθε να τον φάγη, αλλά δεν μπορούσε να το κατορθώση εξ ολοκλήρου, μόνο το κεφάλι του είχε βάλει στο στόμα του, λόγω της παρουσίας των αδελφών. Παρακαλούσε ο ασθενής τους αδελφούς, οι όποιοι τον προέτρεπαν να κάνη τον σταυρό του. Εκείνος όμως απαντούσε ότι, ενώ ήθελε να κάνη τον σταυρό, δεν μπορούσε. Τότε προσευχήθηκαν οι αδελφοί και μετά από λίγο ο άνθρωπος εκείνος είπε: «Ευχαριστείστε τον Θεό, γιατί να ο δράκοντας που με συνέλαβε για να με φάη, με τις προσευχές σας εφυγε και δεν μπόρεσε να μείνη εδώ». Το δεύτερο περιστατικό αναφέρεται στο Γεροντικό, κατά το οποίο ενας γέροντας, εξερχόμενος του κελλιού του για να πωλήση το εργόχειρό του, κάθησε στον πυλώνα κάποιου πλουσίου. Τότε είδε «άνδρας μελανούς και φόβου μεστούς», οι οποίοι επιβαίνοντας σε μαύρους ίππους και κρατώντας τύμπανα, εφθασαν στον πυλώνα και, αφού κατέβηκαν από τους ίππους, προσήλθαν στην οικία εκείνη. Ο άρρωστος μόλις τους είδε φώναξε: «Κύριε, ελέησόν με και βοήθησαν με». Τότε εκείνοι του είπαν ότι ήταν αργά και δεν υπήρχε πλέον ελπίδα σωτηρίας ούτε παράκληση «Και ούτω βιαίως αποσπάσαντες αυτού την ψυχήν απήλθον».
Αυτή η περιγραφή παρομοίων καταστάσεων υπάρχει και στην παράδοσι της εκκλησίας μας. Είναι χαρακτηριστικό ενα τροπάριο κατά την εξόδιο ακολουθία, στο οποίο φαίνεται ο αγώνας της ψυχής κατά την ώρα της εξόδου της από το σώμα. «Οίμοι, οίον αγώνα εχει η ψυχή, χωριζόμενη εκ του σώματος! ... Προς τους Αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθ ικετεύει• προς τους ανθρώπους τας χείρας εκτείνουσα, ουκ εχει τον βοηθούντα». Η ψυχή του αμαρτωλού ανθρώπου στρέφεται και προς τους αγγέλους και προς τους ανθρώπους και κανείς δεν μπορεί να την βοηθήση.
Αυτήν την πραγματικότητα γνωρίζει ο Χριστιανός, γι’ αυτό κατά την ακολουθία του Αποδείπνου, παρακαλεί την Παναγία να τον βοηθήση κατά την ώρα του θανάτου, να αποφύγή τις πονηρές όψεις των δαιμόνων: «Και κατά τον καιρόν της εξόδου μου την αθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα και τας σκοτεινάς όψεις των πονηρών Δαιμόνων πόρρω αυτής απελαύνουσα».
Πραγματικά, μετά την εξοδο της ψυχής από το σώμα γίνονται πράγματα, τα οποία δεν μπορούμε τώρα να φαντασθούμε και τα οποία μας τα αναφέρουν οι άγιοι Πατέρες, όχι για να μας τρομάξουν, αλλά για να μας ενθαρρύνουν, ώστε να προετοιμαζώμαστε για την φρικτή αυτήν ώρα. Όλος ο χριστιανικός βίος είναι ετοιμασία για τον θάνατο. Φυσικά, η ετοιμασία δεν γίνεται με άγχος, αλλά με χαρά και αισιοδοξία, αφού εμπνέεται από την χάρι του Θεού και κάνει άνθρωπινώτερη τη ζωή. Γιατί όποιος ετοιμάζεται για την εξοδό του, γνωρίζει να αντιμετωπίζη με τον πιο κατάλληλο τρόπο όλα όσα συμβαίνουν στή ζωή και είναι ο πλέον κοινωνικός άνθρωπος.
Μυστήρια και κατά την εξοδοΥπάρχουν κείμενα Πατέρων που μας φανερώνουν ότι η ψυχή, όταν εξέρχεται από το σώμα, μερικές φορές κάνει εκδηλη την αναχώρησί της, αλλά και την παρουσία της στον οίκο που βρίσκεται ο κεκοιμημένος.
Ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, περιγράφοντας την μακαριά τελευτή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, λέγει ότι κατά την ώρα της εξόδου της ψυχής του από το σώμα, παράδοξο φως περιέλαμψε το δωμάτιο στο οποίο βρισκόταν το σώμα του αγίου Γρηγορίου, καθώς επίσης κατέλαμψε το πρόσωπο του. Μέ άλλα λόγια, η ψυχή εξερχόμενη του σώματος άφησε μία λαμπρότητα. Και ο άγιος Φιλόθεος, θεολογικώτατα ερμηνεύοντας αυτό το γεγονός, λέγει ότι ωφειλόταν στην Χάρι του Αγίου Πνεύματος που βρισκόταν και στην ψυχή και στο σώμα. Φυσικά, η ελλαμψι του φωτός εκείνου ήταν συνέχεια του ότι ο άγιος Γρηγόριος ήταν μέτοχος, αλλά και κήρυξ του Φωτός σε όλη του την ζωή.
Ο όσιος Βενέδικτος, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως άνθρωπος του Θεού, είχε τέτοιες εμπειρίες στην ζωή του. Κάποτε προσευχόμενος κατά την διάρκεια της νυκτός, ξαφνικά μια μεγάλη φωτοχυσία στον ουρανό. Είδε όλον τον κόσμο συνηθροισμένο σαν να ήταν κάτω από μία ακτίνα του ηλίου και ταυτοχρόνως την αγία ψυχή του Γερμανού, επισκόπου Καπούης, «εν πυρίνη σφαίρα υπό Αγγέλων εν ουρανώ αναλαμβανομένην».
Παρόμοιο περιστατικό συναντούμε και στον βίο του αγίου Αντωνίου του Μεγάλου. Πορευόμενος ο Μέγας Αντώνιος προς τον άγιο Παύλο τον Θηβαίο για να του προσφέρη την στολή του Μεγάλου Αθανασίου ενώ πλησίαζε προς το σπήλαιο, είδε στον ουρανό τάγματα αγγέλων, στίφη Αποστόλων, χορούς Προφητών, τάξεις Μαρτύρων και στο μέσον όλων αυτών την ψυχή του οσίου Παύλου να λάμπη περισσότερο από την λαμπρότητα του χιονιού «εις ουρανούς τε μετά πολλής ανιούσαν της ευφροσύνης».
ΤΑ ΤΕΛΩΝΙΑΤί είναι τα τελώνια. Η ονομασία τους.
Πώς να κατανοήσουμε τα τελώνια.
Σύμφωνα με την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας μας η ψυχή κατά την εξοδο της από το σώμα, αλλά και προηγουμένως, όταν ετοιμάζεται να εξέλθη από το σώμα, αισθάνεται την παρουσία των δαιμόνων, που λέγονται τελώνια και διακατέχεται από φόβο, επειδή θα διέλθη διά των τελωνίων.
Ο χαρακτηρισμός αυτός, ως τελωνισμός, είναι ειλημμένος από τους τελώνες της εποχής εκείνης. Τελώνες στην αρχαία εποχή ωνομάζονταν εκείνοι που αγόραζαν τους δημοσίους φόρους αχό το Κράτος και στην συνέχεια τους εισέπρατταν από τον λαό. Χωρίζονταν σε δυό τάξεις. Τους «δημοσιώνας η δεκατευτάς», που ήταν η ισχύς της εξουσίας, και τους δασμολόγους. Οι πρώτοι ήταν οι γενικοί δημόσιοι εισπράκτορες, που είχαν αγοράσει τους φόρους από την Πολιτεία, ενώ οι δεύτεροι ήταν οι εμμισθοι υπηρέτες των πρώτων, που εισέπρατταν τους φόρους από τον λαό και τους εδιναν στους δημοσιώνες.
Οι δασμολόγοι ήταν άδικοι, επειδή εισέπρατταν φόρους περισσότερους από όσους επρεπε να αποδώσουν στους κυρίους τους. Γι’ αυτό και είχαν πολλή κακή φήμη στίς αρχαίες κοινωνίες. Οι τελώνες, στην προσπάθεια τους να εισπράξουν όσο το δυνατόν περισσότερους φόρους, επινοούσαν διαφόρους τρόπους• δηλαδή, παραμόνευαν σε στενούς δρόμους και συνελάμβαναν τους περαστικούς, εξαναγκάζοντάς τους να δώσουν τα οφειλόμενα. Πρόκειται για μία σκηνή πολύ δυσάρεστη και μισητή στους ανθρώπους της εποχής εκείνης.
Αυτήν ακριβώς την γνώριμη και μισητή εικόνα χρησιμοποιούν οι Πατέρες για να καταλάβουν οι άνθρωποι σε τί συνίσταται το φοβερό μυστήριο του θανάτου. Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος θα πη πολύ χαρακτηριστικά: «Όπως ακριβώς κάνουν οι τελώνες που κάθονται στους στενούς δρόμους και συλλαμβάνουν όσους περνούν και τους απειλούν, ετσι κάνουν και οι δαίμονες, προσέχουν και προσπαθούν να συλλάβουν τις ψυχές όταν εξέρχωνται από το σώμα, και αν οι ψυχές δεν εχουν απαλλαγή εντελώς από την αμαρτία, δεν μπορούν να ανέβουν και να ανέλθουν στις μονές του ουρανού και να συναντήσουν τον Κύριο τους, διότι οδηγούνται προς τα κάτω από τους εναέριους δαίμονες».
Βέβαια, η εικόνα των τελωνίων ανήκει στην πραγματικότητα της εποχής εκείνης. Όμως η διδασκαλία ότι οι δαίμονες κατά την εξοδο της ψυχής προσπαθούν να καταλάβουν την ψυχή του ανθρώπου αναφέρεται σε πολλά κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας.
Η πιο λεπτομερής από όλες τις συζητήσεις των πρώτων Πατέρων της Εκκλησίας, σχετικά με τη διδασκαλία περί των εναέριων τελωνίων, εκτίθεται στην ομιλία για την αναχώρησι της ψυχής από τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας (444 μ.Χ.).
Ο πρόμαχος αυτός της Ορθοδοξίας, ομιλεί περί της εξόδου της ψυχής και λέγει: Η ψυχή όταν χωρίζεται από το σώμα, βλέπει «τους φοβερούς, και αγρίους, και απηνείς και ανηλεείς και ατίθασους δαίμονας, ως Αιθίοπας ζοφώδεις παριστάμενους». Η ψυχή των δικαίων «κατέχεται υπό των αγίων αγγέλων, διά του αέρος παρερχομένη και υψούμενη». Καθώς προχωρεί, «ευρίσκει τελώνια φυλάττοντα την άνοδον, και κρατούντα, και διακωλύοντα τας αναβαινούσας ψυχάς». Κάθε ενα από τα τελώνια αυτά «προσφέρει τις δικές του αμαρτίες» των ψυχών. Ο ιερός Κύριλλος αναφέρει εν πρώτοις πέντε τελώνια, όσες και οι πέντε αισθήσεις: το τελώνιο της «καταλαλιάς» κατηγορεί την ψυχή για τα αμαρτήματα της γλώσσης, των χειλέων και γενικώς εκείνα της γεύσεως. Το τελώνιο της «οράσεως ομμάτων» την κατηγορεί για τα αμαρτήματα, που διαπράττει ο ανθρωπος «από απρεπούς θέας, και περιέργου και αχαλίνωτου οράσεως, και νευμάτων δολίων». Το τελώνιο «της ακοής» για τα αμαρτήματα, τα οποία «διά της τοιαύτης αίσθήσεως τα ακάθαρτα πνεύματα δέχονται». Το τελώνιο της «οσφρήσεως» κατηγορεί την ψυχή για όσα αμαρτάνομε με την αίσθησι αυτή. Το δε τελώνιο «της αφής δι’ όσα δι’ αφής χειρών πονηρά και χαλεπά επράχθησαν». Κατόπιν ο θείος Κύριλλος ομιλεί και για τα υπόλοιπα τελώνια, τα οποία εξετάζουν την ψυχή για τις μισητές στον Θεό και μιαρές αμαρτίες, όπως π.χ. Του «φθόνου και ζήλου, κενοδοξίας τε και υπερηφανίας, πικρίας και οργής, οξυχολίας τε και θυμού» κ.λ.π. Ώστε κατά τον φιλόθεο ιεράρχη κάθε «πάθος ψυχής» και κάθε αμάρτημά της εχει τους ιδικούς του «τελώνας και φορολόγους». Παραλλήλως όμως και «οι άγιοι αγγελοι» δεν εγκαταλείπουν την ψυχή στα πονηρά τελώνια. Κατά την ώρα του τελωνισμού της «προσφέρουσι και αυτοί» αναλόγως «τα αγαθά» εργα της. Μάλιστα οι άγιες αγγελικές δυνάμεις απαριθμούν κατά «πρόσωπον των ακαθάρτων πνευμάτων» τις αγαθοεργίες της ψυχής, τις οποίες επραξε «δια λόγων, και εργων, και λογισμών, και εννοιών». Εάν δε η ψυχή ευρέθη ότι εζησεν «ευσεβώς και θεαρέστως», παραλαμβάνεται από τους αγαθούς αγγέλους και «πορεύεται εις εκείνην την ανεκλάλητον χαράν» της μακαριάς και αιωνίου ζωής. Εάν όμως ευρέθη ότι εζησεν «εν αμελεία και ασωτία», ακούει «τήν δεινοτάτην εκείνην φωνήν «αρθήτω ο ασεβής, ίνα μη ίδη την δόξαν Κυρίου» (Ήσ, 26,10). Τότε οι άγιοι άγγελοι του Θεού εγκαταλείπουν με βαθειά λύτη την ψυχή και «παραλαμβάνουσιν αυτήν οι Αιθίοπες εκείνοι δαίμονες».
Τον τελωνισμό των ψυχών υπενθυμίζει και η αγία μας Εκκλησία σε διάφορες προσευχές. Η κατανυκτική ευχή του Αποδείπνου προς την Κυρία των Αγγέλων λέγει: «Άσπιλε... Θεοτόκε, πάρεσό μοι ως ελεήμων» όχι μόνον στην παρούσα ζωή, αλλά «και εν τω καιρώ της εξόδου μου (του θανάτου μου) την αθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα (φροντίζουσα), και τας σκοτεινάς όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής απελαύνουσα» (αποδιώκουσα μακρυά από την ψυχή μου). Σε μία ευχή του Μεσονυκτικού του Σαββάτου προς τον Σωτήρα (την Ευχή του αγίου Ευστρατίου) δεόμεθα: «Ίλεως γενού μοι, Δεσπότα», και ας μη ίδη «η ψυχή μου την ζοφεράν και σκοτεινήν όψιν των πονηρών δαιμόνων» αλλά ας την παραλάβουν «άγγελοι φαιδροί και φωτεινοί». Σε άλλον πάλιν ύμνο ικετεύομε την Κεχαριτωμένη Θεοτόκο «εν ώρα με τη φοβερά του θανάτου, ελευθέρωσον, κατηγορούντων δαιμόνων φρικτής αποφάσεως».
Πριν τον θάνατοΌχι μόνον κατά την ώρα του θανάτου, αλλά μερικές φορές και πριν ακόμη από τον θάνατο υπάρχουν περιπτώσεις που γίνεται η μάχη μεταξύ της ψυχής και των τελωνίων, των δαιμόνων.
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος περιγράφει την εμπειρία ενός μοναχού πριν το θάνατό του: «Την παραμονή του θανάτου του περιέπεσε σε έκστασι και με τα μάτια ανοικτά παρατηρούσε δεξιά και αριστερά της κλίνης του. Σαν να τον ανέκριναν κάποιοι, απαντούσε -τον άκουγαν όλοι οι παρευρισκόμενοι- και άλλοτε έλεγε: «Ναι, πράγματι, αληθινά, πλην όμως ενήστευσα τόσα ετη γι’ αυτό». Άλλοτε: «Όχι. Είναι ψέμα. Αυτό δεν το έκανα». Έπειτα από λίγο: «Αυτό ναι, αληθινά το έπραξα, αλλά έκλαυσα, έκανα διακονήματα αγάπης». Και πάλι: «Αληθινά με κατηγορείτε». Μερικές φορές για ωρισμένα απαντούσε: «Ναι, αληθινά, ναι. Γι’ αυτά δεν έχω τι να απολογηθώ. Ο Θεός είναι ελεήμων». Ήταν αλήθεια ένα θέαμα φρικτό και φοβερό. Ένα δικαστήριο αόρατο και χωρίς έλεος. Και το φοβερώτερο ότι τον κατηγορούσαν και για πράξεις που δεν είχε διαπράξει. Ο ησυχαστής αυτός και αναχωρητής για ωρισμένα πταίσματα του -αλλοίμονο!- έλεγε: «Γι’ αυτά δεν έχω τι να ειπώ». Και είχε σαράντα περίπου έτη μοναχός, χωρίς να του λείπη και το δάκρυ!... Και ενώ συνεχιζόταν η αυστηρά αυτή δικαστική ανάκρισις, αποχωρίσθηκε το σώμα του, χωρίς να αφήση καμμιά ένδειξι για την κρίσι ή το πόρισμα ή την απόφασι και το τέλος της δίκης».
Η περίπτωσις των νηπίωνΑυτές είναι οι καταστάσεις τις οποίες αντιμετωπίζει ενας μεγάλος στην ηλικία άνθρωπος. Τι γίνεται όμως με την περίπτωσι των νηπίων, τα οποία φεύγουν άκακα;
Είναι πολύ συγκινητικά τα όσα γράφει ο Ιερός Χρυσόστομος για τον τελωνισμό των ψυχών των άκακων νηπίων, διότι ο παμπόνηρος ζητεί να αρπάξη και αυτών τις ψυχές! Πλην όμως τα νήπια ομολογούν, κατά τον ιερόν Πατέρα:
«Εμείς περάσαμε από τους πονηρούς δαίμονες χωρίς να πάθουμε τίποτε. Διότι τα σκοτεινά τελώνια είδαν το σώμα μας άσπιλο και ντράπηκαν, είδαν την ψυχή άκακη και καθαρή και δοκίμασαν ντροπή, είδαν την γλώσσα άσπιλη και καθαρή και άμωμη και φιμώθηκαν, περάσαμε και τους ξευτελίσαμε. Γι’ αυτό οι άγιοι του Θεού άγγελοι, οι οποίοι μας προϋπάντησαν, «έχαιρον, οι δίκαιοι μας ησπάζοντο, οι όσιοι ετέρποντο λέγοντες• Καλώς ήλθον τα αρνία του Χριστού».
Η θέσι μαςΓίνεται σαφές, λοιπόν, ότι κατά την ώρα του θανάτου γίνεται μία αγωνιώδης προσπάθεια μεταξύ πονηρών δαιμόνων και αγαθών Αγγέλων. Όχι ότι εκείνη τη στιγμή γίνεται η τελική κρίσις, αλλά, γίνεται ένα είδος προσωρινού δικαστηρίου μεταξύ Αγγέλων και δαιμόνων. «Οι δαίμονες -λέγει κάποιος Ιερός Πατήρ- παρουσιάζουν πάντα τα εν γνώσει και αγνοία ανομήματα, τα από γενέσεως έως της σημερινής ώρας, κατηγορώντας τον άνθρωπο. Οι δε άγγελοι αναφέρουν τα καλά του εργα. Τη στιγμή αυτή συμβαίνει μία κρίσις».
Όλα αυτά βέβαια, ίσως αναρωτηθή κάποιος, από πού τα γνωρίζουμε; Μας τα έχουν εξιστορήσει οι Άγιοι, οι οποίοι αξιώθηκαν από τον Θεό να δουν σε οπτασία αυτά τα οποία συμβαίνουν αυτές τις συγκλονιστικές στιγμές του χωρισμού της ψυχής από το σώμα.
Ο Μ. Αντώνιος είδε, λέγεται, στον βίο του που συνέγραψε ο Άγιος Αθανάσιος, να βγαίνη από το σώμα του και να πορεύεται στον αέρα, οδηγούμενος υπό Αγγέλων. Τους εμπόδιζαν, όμως, σ’ αυτή την πορεία του οι κακοποιοί δαίμονες. Τότε, αφού κατηγορούσαν χωρίς να πετυχαίνουν το σκοπό τους, η ψυχή του Αντωνίου ελευθερώθηκε.
Ωστόσο οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, επειδή αντιλαμβάνονται ότι αυτού του είδους οι διηγήσεις είναι δυνατόν να δημιουργήσουν πανικό στους ανθρώπους, τονίζουν τη μεγάλη αξία που έχει να πεθαίνη κανείς εν μετανοία. Μεγαλύτερη αξία άλλωστε έχει όχι το να μην αμαρτάνη κανείς, όσο το να μετανοή. Και λέγουν ότι αυτοί οι φοβεροί δαίμονες, αυτοί που προξενούν τόσο τρόμο, δεν έχουν καμμία κυριαρχία επάνω στους ειλικρινώς μετανοούντες. Γι’ αυτό οι Άγιοι Πατέρες συνιστούν σε όλους μας να συμμετέχουμε στην Εκκλησιαστική ζωή, στη μυστηριακή ζωή, να μετανοούμε, να εξομολογούμεθα, να ζούμε μέσα στην Εκκλησία με την σώζουσα Ορθόδοξη Αγία μας πίστι.
Μία διαφορετική πνευματική ερμηνεία τερί των τελωνίων
Την ύπαρξι όμως των τελωνίων πρέπει να την δούμε από δυό πλευρές. Η μια πλευρά είναι το μίσος των δαιμόνων και η άλλη η ύπαρξις των παθών. Χωρίς, λοιπόν, να παραβλέπεται η διδασκαλία περί της υπάρξεως των αρχόντων του σκότους και των πνευμάτων της πονηρίας, στο σημείο αυτό ας στρέψουμε την προσοχή μας και στην μυστική διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας για τα τελώνια.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι την τελευταία ημέρα της βιολογικής ζωής του ανθρώπου «συστρέφει ψυχήν αμαρτήματα», δηλαδή, τα αμαρτήματα ανακατεύουν την ψυχή. Πρόκειται περί των παθών τα οποία «κάτωθεν την καρδίαν ανακινεί». Τα πάθη ζητούν ικανοποίησι, αλλά ο άνθρωπος δεν μπορεί να ανταποκριθή. Πρόκειται για φοβερή κατάστασι.
Η ανικανοποίητη αυτή επιθυμία της ψυχής εντείνεται ακόμη περισσότερο, όταν αποχωρίζεται από το σώμα. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης διδάσκει ότι κάθε φύσις ελκύεται από τα όμοια, τα συγγενή της. Έτσι και η ψυχή ελκύεται προς το θείο και συγγενές της, αφού ο άνθρωπος συγγενεύει με τον Θεό, φέροντας μέσα του τα μιμήματα του αρχετύπου. Η ψυχή, μετά την έξοδό της από το σώμα, είναι ελαφρά από κάθε σωματική αλγηδόνα, γι’ αυτό πορεύεται εύκολα προς τον Θεό. Αν όμως η ψυχή είναι ενωμένη με τα υλικά και γενικά με τα πάθη, τότε υποφέρει και πάσχει, όπως πάσχει και το σώμα κατά την διάρκεια των σεισμών, όταν δεν είναι μόνον καταπλακωμένο από το βάρος των προσχωμάτων, αλλά είναι δυνατόν να κατατρυπάται και από διάφορα αιχμηρά αντικείμενα, που βρίσκονται μέσα στο χώμα.
Αυτό ακριβώς συνιστά το μεγάλο μαρτύριο της ψυχής. Βιώνει ένα τρομερό, θα λέγαμε, διχασμό. Αφ’ ενός μέν θέλει να ανέλθη προς τον Θεό και να ενωθή μαζί Του, αφού είναι εικόνα Του, αφ’ ετέρου δε δυσκολεύεται από τα πάθη που την πιέζουν και την βασανίζουν. Και αυτή η άποψις είναι ένα μέρος της ερμηνείας των αγίων Πατέρων για τα τελώνια.
Οι δίκαιοι ανθρωποι, που κατά την διάρκεια της ζωής τους καθάρισαν την ψυχή και το σώμα από ψυχικά και σωματικά πάθη και έχουν ενδυθή τον αρραβώνα του Πνεύματος και ενώθηκαν με τον Θεό, αποφεύγουν την εξουσία των τελωνίων, αφού οι δαίμονες δεν έχουν καμμία εξουσία πάνω τους. Η ψυχή των δικαίων οδηγείται ελεύθερη και απερίσπαστη προς τον Θεό, με τον οποίο είναι ενωμένη.
Έτσι, όλο το πρόβλημα δεν είναι να φοβώμαστε τα τελώνια, αλλά να θεραπεύσουμε την ψυχή μας από τα πάθη, να μετέχουμε της ακτίστου Χάριτος του Θεού, ώστε τότε η εξοδος της ψυχής από το σώμα να είναι υπόθεσις χαράς και ευφροσύνης.
Μέση κατάσταση των ψυχών. Πού ζουν οι ψυχές μετά θάνατον;Πού αραγε ζουν οι ψυχές, οι οποίες χωρίζονται με τον θάνατο από το σώμα; Σε παρόμοια ερώτησι ο στύλος της Ορθοδοξίας Μ. Αθανάσιος απήντησε: «Το ερώτημα τούτο, είναι «ξένον καί φοβερόν, και παρά ανθρώποις αποκεκρυμμένον».
Ας προσθέσωμε και αυτά τα οποία γράφει για το ίδιο ζήτημα ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Αι ψυχαί, τόσον των δικαίων, όσον και των αμαρτωλών όταν εύγουν από το σώμα, δεν διατρίβουν πλέον εις την γην, και εις τα εδώ πράγματα, αλλ’ ευθύς υπάγουν εκεί, οπού ήθελον διορισθή από τον Θεόν». Μετά την έξοδο λοιπόν οι ψυχές φεύγουν από τον κόσμο αυτό και πορεύονται σε κάποιον «τόπον» η «χωρίον». Αλλά τον «τόπον» αυτόν πρέπει να τον εννοήσωμε υπό πνευματική και όχι υλική έννοια. Κάτι παρόμοιο πρέπει να εννοήσωμε και για την ψυχή. Οι ψυχές ως πνεύματα δεν περιέχονται «σωματικώς», αλλά «νοητώς» σε «νοητό» τόπο. Μένουν στον «νοητόν» εκείνο τόπο, όπου περιμένουν την κοινή εξανάστασι των σωμάτων και την τελική κρίσι.
Προσωρινή κατάστασις αναμονήςΤην κατάστασι στην οποία η ψυχή μεταβαίνει και ζη ευθύς μετά την εκδημία της και που θα διαρκέση μέχρις ότου γίνη η τελική και γενική κρίσις των ανθρώπων από τον Σωτήρα Χριστό, οι θεοφόροι Πατέρες την ωνόμασαν Μέση Κατάστασι. Την ωνόμασαν έτσι, διότι η ψυχή δεν λαμβάνει την τελεία και πλήρη ανταπόδοσι ούτε της αρετής ούτε της κακίας. Η ψυχή βρίσκεται εκεί σε μία προσωρινή κατάστασι αναμονής, σε μία κατάστασι προσμονής μέχρι της μεγάλης, ενδόξου, φοβέρας και φρικτής Δευτέρας του Κυρίου Παρουσίας. Εκεί προγεύεται απλώς της μακαριότητας του Παραδείσου ή των τιμωριών της γεέννης. Η πλήρης και οριστική ανταπόδοσις θα της δοθή κατά την ήμερα της καθολικής κρίσεως.
Ο Μ. Αθανάσιος διδάσκει ότι οι δίκαιοι μετά θάνατον δοκιμάζουν «μερικήν απόλαυσιν», οι δε αμαρτωλοί «μερικήν κόλασιν». Όπως όταν ενας βασιλιάς καλή φίλους να συμφάγουν μαζί του και κατάδικους για να τους τιμωρήση, τότε οι φίλοι περιμένουν με χαρά μπροστά στο παλάτι την ώρα του δείπνου, ενώ οι κατάδικοι, κλεισμένοι στην φυλακή, «υπάρχουσιν εν λύπη» μέχρις ότου «έλθη ο κριτής» για να τους τιμωρήση, έτσι πρέπει να νοούμε ότι ζουν οι ψυχές των δικαίων και των αμαρτωλών, που έφυγαν από τον κόσμο αυτό πριν από εμάς.
Ο ιερός Χρυσόστομος γράφει ότι στη Μέση Κατάστασι η ευσεβής ψυχή περιμένει «αστεφάνωτος», διότι θα στεφανωθή από τον Κριτή μαζί με το σώμα, όταν θα αναστηθή εκ νεκρών κατά την γενική εξανάστασι.
Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας παρατηρεί ότι κατά την θεία Γραφή η οριστική κρίσις θα γίνη «μετά την ανάστασιν των νεκρών». Αφού όμως ο Χριστός δεν έχει κατέλθει ακόμη από τους ουρανούς για την Δευτέρα Παρουσία, «ούτε ανάστασις γέγονεν ούτε πράζεων ανταπόδοσις» επηκολούθησε.
Η πρόγευσις αύτη ποικίλλει κατά περίπτωσι. Ο Μέγας Βασίλειος λέγει: «Η απόλαυσις των Δικαίων θα έχη διάφορα στάδια, θα είναι σε διάφορα επίπεδα, άλλους, δηλαδή, ο Θεός θα τους τιμήση πολύ και άλλους λιγότερο, διότι ένα αστέρι από άλλο αστέρι -όπως η Αγ. Γραφή λέγει- διαφέρει σε λαμπρότητα και δόξα».
Ο δε άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μας λέγει ότι «Οι ψυχές των Δικαίων σκέπτονται και προγεύονταιτήν μακαριότητα».
Ο ιερός Χρυσόστομος γράφει ότι στη Μέση Κατάστασι η ευσεβής ψυχή περιμένει «αστεφάνωτος», διότι θα στεφανωθή από τον Κριτή μαζί με το σώμα, όταν θα αναστηθή εκ νεκρών κατά την γενική εξανάστασι. Αναφερόμενος στον λόγο του Αποστόλου «ούτοι πάντες», δηλαδή οι δίκαιοι ανδρες της Π. Διαθήκης, δεν απήλαυσαν την υπόσχεσι της ουρανίου κληρονομιάς, «ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι» (Εβρ. 11,3940), παρατηρεί: «Οι δίκαιοι εκείνοι, αν και έλαβαν εγκωμιαστική μαρτυρία για την πίστι τους, εν τούτοις δεν έχουν απολαύσει ακόμη τα αγαθά της αιωνίου ζωής, περιμένουν και εμάς». Και προσθέτει: «Εννοήσατε λοιπόν και σεις, αδελφοί μου, πόσο σπουδαίο πράγμα είναι να περιμένουν ο Αβραάμ και ο απόστολος Παύλος και σένα, πότε θα «τελειωθής», για να στεφανωθώμε όλοι μαζί».
Εκεί λοιπόν ευρισκόμενες οι ψυχές, όσες έφυγαν από εδώ αμετανόητες, καθώς αναλογίζονται τα επί γής εργα των, ελέγχονται και κατακρίνονται πικρώς από την συνείδησι. Η προσωρινή ευχαρίστησις της αμαρτίας, που δοκίμαζαν εδώ, έχει χαθή. Εκεί παραμένει πλέον η πικρία, η δυσωδία, η ασχημοσύνη της ασεβείας. Ταυτοχρόνως στην θλιβερή αυτή κατάστασι δέχονται και τις απειλές των σκοτεινών και χαιρέκακων δαιμόνων, οι οποίοι επιχαίρουν για την δυστυχία των ανθρώπων. Αντιθέτως οι ψυχές, που έφυγαν με μετάνοια, αγάλλονται και χαίρουν. Συγχορεύουν με τους φωτεινούς αγγέλους και ευφραίνονται με τις χρηστές ελπίδες της ατέλειωτης μακαριότητας και της ανέκφραστης τρυφής του αιωνίου Παραδείσου.
Η σχέσι μας με τους κεκοιμημένουςΚαι το άλλο ερώτημα: Από εκεί η ψυχή έχει τη δυνατότητα της επικοινωνίας με τους οικείους της, με τους γνωστούς και φίλους της; Ή παύει να ενδιαφέρεται και να σκέπτεται τη γη και τους ανθρώπους της;
Ξεκάθαρη και εδώ η διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Καμμιά αμφιβολία, ότι υπάρχει στενή επικοινωνία ανάμεσα στη στρατευόμενη και τη θριαμβεύουσα Εκκλησία.
Η σχέσι αυτή δεν διακόπτεται με το θάνατο. Απλώς αλλάζει. Ο σύνδεσμος και η αλληλεγγύη ή όπως αλλιώς λέγεται η Κοινωνία των αγίων, ανάμεσα σε ζωντανούς και κοιμηθέντες, εξακολουθεί να διατηρήται. Είμαστε ένα σώμα πνευματικό, όλοι οι πιστοί, με κεφαλή το Χριστό. Οι δεσμοί μας, πνευματικοί, δεν διασπώνται ούτε από το θάνατο.
Η ζωή της Εκκλησίας δεν είναι στατική. Βρίσκεται σε συνεχή πορεία. Με το θάνατο γίνεται απλώς αλλαγή ζωής.
Επομένως, εφ’ όσον είμαστε ενωμένοι με το Χριστό, είμαστε και μεταξύ μας ενωμένοι για πάντα. Ο σύνδεσμος μας είναι μυστικός, όπως η κεφαλή με τα μέλη του σώματος, το αμπέλι με τα κλήματα. Χάρις στον αναστημένο Κύριο, ο θάνατος δεν είναι πια θάνατος. Είναι ζωή, γίνεται ζωή. Ζωή που συνεχίζεται για πάντα, στην αιωνιότητα.
Καί δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά. Η αγάπη είναι αιώνια, όπως ο Θεός, που είναι αγάπη. Και «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» (Α’ Κορ. 13,8). Είναι πιο δυνατή και από το θάνατο.
Εκείνοι κι εμείς
Στην ομολογία του Πέτρου Μογίλα γίνεται λόγος για την ιδιότητα της επικοινωνίας των ψυχών μεταξύ τους. Πληροφορούμεθα απ’ αυτήν την δογματική σύνοψι της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, ότι οι ψυχές από μόνες τους δεν έχουν την ιδιότητα αυτή. Αυτή η επικοινωνία γίνεται με τη δύναμι της Χάριτος του Θεού και με τη δύναμι του Αγίου Πνεύματος.
Λέγει, λοιπόν, ο Άγιος Πέτρος Μογίλας: «Κι αν ακόμη εκείνοι οι κεκοιμημένοι από μόνοι τους δε ξέρουν, ούτε ακούνε τις δικές μας δεήσεις, μολαταύτα αυτό γίνεται με την Θεία Χάρι. Οι ψυχές των κεκοιμημένων είναι αυτές που με την χάρι του Θεού και τη δύναμι του Αγίου Πνεύματος μπορούν ν’ ακούνε τις δεήσεις και τις προσευχές μας και προσπαθούν να μας βοηθήσουν, εφ’ όσον έχουν παρρησία ενώπιον του Θεού.
Το ίδιο περίπου λέγει και ο Κριτόβουλος στην δική του ομολογία. Ότι, δηλαδή, δια μέσου του Αγίου Πνεύματος οι ψυχές λαμβάνουν γνώσι των αναγκών μας κι ενεργούν για να μας βοηθήσουν.
Από τις πολλές μαρτυρίες, που υπάρχουν στην Εκκλησιαστική Ιστορία και Παράδοσι, πληροφορούμαστε ότι «υφίσταται αμοιβαία πνευματική επικοινωνία και συμπαράστασις και αλληλεγγύη και αλληλοβοήθεια, διά της αγάπης και της προσευχής υπέρ αλλήλων μεταξύ των μελών της επουρανίου και της επιγείου Εκκλησίας», διότι όλοι συναποτελούμε μία «κοινωνίαν αγίων». Όσοι εξεδήμησαν και όσοι ζούμε ακόμη στον κόσμο αυτόν βρισκόμαστε σε μυστική και υπερφυσική κοινωνία «ζωής και προσευχής και αγάπης αδελφικής» μεταξύ μας. Από τις μαρτυρίες αυτές σταχυολογούμε μερικές, για να φανή καλύτερα η αλήθεια, ότι οι ψυχές των μεταστάντων αδελφών μας προσεύχονται υπέρ ημών, οι οποίοι ευρισκόμεθα ακόμη «καθ’ οδόν» προς την επουράνια Εκκλησία.
Σε μία από τις οράσεις του «Ποιμένος», ο ευσεβής Ερμάς βλέπει την αγαπημένη του κυρία, την Ρόδη, που είχεν αποθάνει, να τον μέμφεται με τρυφερότητα, να τον παρηγορή με χάρι και να τον βεβαιώνη ότι από εκεί που βρίσκεται τώρα, τον βοηθεί διά του Κυρίου. Η μαρτυρία αυτή, ενός βιβλίου που γράφτηκε τέλη του α’ ή αρχές του β’ μ.Χ. αιώνος, δεικνύει πόσο σταθερή ήταν η πίστις των Χριστιανών για τις προσευχές των πιστών, που προηγήθηκαν στην άλλη ζωή.
Από το Μαρτύριο του Θεοφόρου Ιγνατίου μαθαίνουμε ότι οι Χριστιανοί, που παρηκολούθησαν τον μαρτυρικό του θάνατο, τέλεσαν ολονύκτια ακολουθία. Κατ’ αυτήν παρεκάλεσαν γονυκλινείς και με δάκρυα τον Κύριο να τους πληροφορήση για την πέρα του τάφου κατάστασι του Μάρτυρος. «Και μικρόν αφυπνώσαντες», δηλαδή, αφού αποκοιμήθηκαν για λίγο, άλλοι είδαν τον άγιο να έρχεται και να τους εναγκαλίζεται• άλλοι τον είδαν να προσεύχεται υπέρ αυτών, άλλοι δε να στέκεται ενώπιον του Κυρίου κάθιδρος, ως να έφθασε εκεί μετά από κόπον πολύν.
Ο Ωριγένης για να ενίσχύση τον φίλο του Αμβρόσιο, ώστε να προχωρήση άφοβα προς το μαρτύριο και να μη λιποψυχήση, διότι θα μείνουν τα παιδιά του ορφανά, του είπε:
«Αν πεθάνης για τον Χριστό, θα ωφελήσης με το μαρτύριο τα παιδιά σου περισσότερο από όσο θα τα ωφελούσες, εάν εμενες κοντά τους. Διότι ευρισκόμενος στην άλλη ζωή «επιστημονικώτερον (με περισσότερη ωφέλεια) αυτά αγαπήσεις και συνετώτερον περί αυτών» θα προσευχηθής.
Στην Δ’ εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδο οι θείοι Πατέρες, αφού ανεφέρθηκαν στον άγιο Φλαβιανό, ο οποίος εφονεύθη κατά την ληστρική σύνοδο της Εφέσου, φώναξαν με μία φωνή: «Φλαβιανός μετά θάνατον ζη. Ο Μάρτυς υπέρ ημών εύξεται».
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σε παρηγορητική επιστολή προς την ευσεβή Θέκλα γράφει: «Είμαι πεπεισμένος ότι οι ψυχές των αγίων, που εξεδήμησαν, παρακολουθούν, εννοούν και συγκινούνται για τις ψυχές μας». Ο ιδιος Πατήρ απευθυνόμενος προς τον αγιο ιερομάρτυρα Κυπριανό, τον παρακαλεί να «εποπτεύη άνωθεν» με συμπάθεια και να ποιμαίνη η συμποιμαίνη «το ιερόν τούτο ποίμνιον», τους δε άλλους πιστούς να κατευθύνη στον δρόμο της αρετής, να διώχνη τους αγρίους και σκληρούς λύκους (=τους αιρετικούς) και να χαρίζη στους πιστούς «τελειοτέραν και λαμπροτέραν την έλλαμψιν της Αγίας Τριάδος», της οποίας τώρα είναι παραστάτης. Ο ίδιος Πατήρ στον επιτάφιο λόγο του στον Μ. Βασίλειο βεβαίωνε: «Τώρα αυτός είναι στους ουρανούς, και προσφέρει από εκεί τις θυσίες του για εμάς και προσεύχεται για τον λαό, διότι εγκαταλείποντας μας δεν μας εγκατέλειψε εντελώς».
Το ότι όλοι οι Άγιοι, μάλιστα οι Μάρτυρες, εισακούονται από τον Θεό, όταν δέωνται υπέρ των ζώντων, δεν είναι δύσκολο να το εννοήσωμε. Θα αφήσωμε όμως τον ιερό Χρυσόστομο να μας το πη με την χρυσή γλώσσα του: «Όπως ακριβώς οι στρατιώτες, όταν επιδείξουν στον βασιλιά τις πληγές, που δέχθηκαν από τους εχθρούς, συνομιλούν μαζί του με πολλή παρρησία, έτσι και οι Μάρτυρες, βαστάζοντας στα χέρια τις κεφαλές, που τους απέκοψαν οι δήμιοι, και δείχνοντάς τις στον Βασιλέα των ουρανών μπορούν να κερδίσουν εύκολα όσα θέλουν».
Οι Μάρτυρες λοιπόν και όλοι οι Άγιοι μαζί με τους ευσεβείς αδελφούς μας, που εκοιμήθησαν και μας αναμένουν στην άνω Ιερουσαλήμ, δέονται υπέρ ημών. Είναι οι ουράνιοι «εν Εκκλησία» συμπολίτες μας, με τους οποίους είμαστε ενωμένοι με τον ακατάλυτο δεσμό της αγάπης, της πίστεως και της προσευχής.
Ασφαλώς η σωτηρία μας δεν εξαρτάται μόνον από την προσευχή των αγίων. Όταν προσφέρωμε και μείς αυτό που εξαρτάται από εμάς, μόνο τότε και οι δεήσεις των πρεσβευτών μας αγίων μας ωφελούν «τα μέγιστα».
Οι μεταθανάτιες εμπειρίεςΈνα πράγμα το οποίο κάθε τόσο συζητείται και από διαφόρους κύκλους και από τα μέσα της μαζικής ενημερώσεως είναι το θέμα των λεγομένων μεταθανάτιων εμπειριών η καλλίτερα προθανάτιων εμπειριών.
Τί είναι αυτές οι εμπειρίες; είναι διάφορες καταστάσεις τις οποίες εζησαν κατά καιρούς διάφοροι ανθρωποι, οι οποίοι για λίγο διάστημα απέθανον και επανήλθαν στη ζωή. Αυτοί οι άνθρωποι ανήκουν σε διάφορους κύκλους. Χριστιανικούς και μη. Υπάρχουν πράγματι και στους βίους των αγίων και συναντάμε τέτοιες περιπτώσεις. Αλλά η μία περίπτωσι από την άλλη έχει μεγάλη διαφορά. Στους βίους των αγίων έχουμε καθαρά το πνεύμα του Θεού. Στις άλλες περιπτώσεις δεν γνωρίζουμε αν έχουμε το ίδιο πνεύμα ή το αντίθετο.
Οι σύγχρονες αυτές μαρτυρίες, οι λεγόμενες μεταθανάτιες ή επιθανάτιες, δεν έκαναν τόσο μεγάλη εντύπωσι στον ορθόδοξο κόσμο, γιατί στα συγγράμματα των αγίων Πατέρων γίνεται λόγος για τέτοια ζητήματα, και, επομένως, είναι γνωστά θέματα. Όπως διαπιστώσαμε μέχρι τώρα, οι Πατέρες περιγράφουν, όσο είναι δυνατόν, καταστάσεις που συνδέονται με την έξοδο της ψυχής από το σώμα.
Βέβαια υπήρξαν μερικές αναστάσεις νεκρών, όπως η ανάστασις του υιού της χήρας στα Σάρεπτα της Σιδωνίας από τον Προφήτη Ηλία, οι τρεις αναστάσεις που έκανε ο Χριστός (υιό χήρας της Ναΐν, θυγατέρα του Ιάϊρου, και του Λαζάρου) καθώς επίσης και η ανάστασι της Ταβιθά, που έκανε ο Απόστολος Πέτρος, με την δύναμι του Χριστού. Όμως κανείς από αυτούς, από όσα γνωρίζουμε δεν μας περιέγραψε τι ακριβώς συμβαίνει την ώρα που η ψυχή εξέρχεται από το σώμα ή τι ακριβώς γίνεται στην άλλη ζωή.
Τουλάχιστον, δεν έχουμε περιγραφές γραπτές για το πώς αισθάνεται η ψυχή, όταν ζη εκτός του σώματος, και ποιά είναι τα αισθήματα που κυριαρχούν όταν πάλι εισέρχεται στο σώμα και εξακολουθή να ζη με τις γνωστές συνθήκες. Και όσοι αναστήθηκαν, κατά τον καιρό του σεισμού, με τον θάνατο του Χριστού στον Σταυρό, δεν μας διέσωσαν τις εμπειρίες που δοκίμασαν.
Ποιός ο λόγος; οι Χριστιανοί δεν διακατέχονται από τέτοια περιέργεια. Ξέρουν ότι διά των εντολών του Θεού πρέπει να θεραπευθούν. Η εντολή του Θεού, είναι σαφής: «Έχουσι Μωϋσέα και τους Προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών». Γι’ αυτό και δεν ενδιαφέρονται να συλλέξουν τέτοιες μεταθανάτιες εμπειρίες. Άλλωστε, ο λόγος του Αβραάμ, δηλαδή του Θεού, «ει Μωϋσέως και των προφητών ουκ ακούσουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται» (Λουκ. 16,29-31), δηλώνει ότι ο σαρκικός άνθρωπος δεν πρόκειται να πεισθή, έστω και αν ακούση τα πλέον παράδοξα πράγματα. Είναι έτοιμος να τα αποδώση σε άλλη αιτία.
Ας δούμε όμως με πολλή συντομία τα νέα αυτά φαινόμενα, που έχουν παρατηρηθή και καταγραφή σε συνδυασμό πάντοτε με την ορθόδοξη αντίληψι για τα θέματα αυτά.
Σύγχρονες μεταθανάτιες εμπειρίεςΠολλά είναι τα αίτια αυτών των εμπειριών. Το πρώτο αίτιο είναι η προσέγγισις της υπάρξεως του ανθρώπου στον θάνατο.
Το δεύτερο αίτιο είναι οι προσεγγίσεις των αγαθών και πονηρών πνευμάτων.
Καί το τρίτο αίτιο είναι η πρόοδος της ιατρικής επιστήμης. Έπει παρατηρηθή ότι έχουν αύξηθή τα φαινόμενα ανθρώπων που επανήλθαν στην ζωή, εφ’ όσον είπαν θεωρηθή ως κλινικά νεκροί, μετά από τεχνικές διεγέρσεις της καρδιάς, η οποία είχε σταματήσει.
Αν πρσθέση κανείς και τις ασθένειες του εγκεφάλου, καθώς επίσης και τα δυνατά φάρμακα, που χορηγούνται, μπορεί να ερμηνεύση και κάποιες παραισθήσεις που αναπτύσσονται εκείνες τις ώρες.
Επομένως, υπάρχει σύγχυσι μεταξύ όλων αυτών των καταστάσεων, και δεν μπορούμε τόσο εύκολα να κατατάξουμε μία εμπειρία η να την προσδιορίσουμε.
Όλες οι εμπειρίες αυτές έχουν ωρισμένα κοινά σημεία τα οποία είναι: α) η λεγόμενη «εξωσωματική εμπειρία», β) Δεύτερο κοινό σημείο των μεταθανάτιων εμπειριών είναι η «συνάντησις με άλλους». Και γ) η «ύπαρξις φωτός» ή «φωτεινή νεφέλη».
Πρώτον, η λεγόμενη «εξωσωματική εμπειρία». Πρόκειται για μία εμπειρία που όλοι τους ενοιωθαν σαν μία κατάστασι κατά την οποία η ψυχή βγαίνει από το σώμα, αλλά όμως εξακολουθεί να έχη την συνείδησί της. Βρίσκεται σε έναν κόσμο στον οποίο αισθάνεται ζεστασιά και άνεσι, βλέπει τους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω από το νεκρό σώμα, αλλά δεν μπορεί να επικοινωνήση μαζί τους. Είναι ενδεικτική μία μαρτυρία, όπως την καταγράφει κάποιος συγγραφέας. Την παραθέτουμε: «Τους έβλεπα να προσπαθούν να με επαναφέρουν στην ζωή. Ήταν πραγματικά παράξενο. Δεν βρισκόμουν πολύ ψηλά• σαν να ήμουν πάνω σε ένα βάθρο, αλλά όχι κατά πολύ ψηλότερα από αυτούς• ίσως μόλις λίγο ψηλότερα από αυτούς, ώστε να μπορώ να τους βλέπω από πάνω. Προσπάθησα να τους μιλήσω, αλλά κανείς δεν με ακουγε, κανείς δεν με πρόσεχε».
Δεύτερο κοινό σημείο των μεταθανάτιων εμπειριών είναι η «συνάντησις με άλλους». Δηλαδή η ψυχή όχι μόνον μετά τον θάνατο, αλλά και πριν από τον θάνατο βλέπει ξαφνικά πεθαμένους συγγενείς και φίλους. Είναι χαρακτηριστική μία τέτοια περιγραφή: «Ο γιατρός εγκατέλειψε κάθε ελπίδα για μένα και είπε στους συγγενείς μου ότι πέθαινα... Διαπίστωσα ότι πολλοί άνθρωποι ήταν εκεί, φαινόταν ολόκληρο πλήθος, που αιωρούνταν γύρω - γύρω στην οροφή του δωματίου. Ήταν όλοι τους άνθρωποι που είχα γνωρίσει στην προηγούμενη ζωή μου, αλλά που είχαν εν τω μεταξύ πεθάνει. Αναγνώρισα την γιαγιά μου και ένα κορίτσι που ήξερα από το σχολείο, και πολλούς άλλους συγγενείς και φίλους. Ήταν μία πολύ ευτυχισμένη στιγμή και αισθάνθηκα ότι είχαν έλθει να με προστατεύσουν ή να με καθοδηγήσουν».
Τρίτο κοινό σημείο των μεταθανάτιων αυτών εμπειριών είναι η «ύπαρξις φωτός» η «φωτεινή νεφέλη». Όλοι όσοι είπαν τέτοιες εμπειρίες περιγράφουν την εμφάνισι ενός φωτός, του οποίου η λαμπρότητα αυξανόταν πολύ γρήγορα. Όλοι το αναγνώριζαν σαν μία ιδιαίτερη προσωπικότητα γεμάτη ζεστασιά και αγάπη, που μαγνητίζει αυτόν που έχει πεθάνει. Άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι ο Χριστός και άλλοι ότι είναι άγγελοι. Είναι χαρακτηριστική μία τέτοια μαρτυρία.
Ένας διηγείται. «Άκουσα τους γιατρούς να λένε ότι ήμουν νεκρός. Και τότε ήταν που άρχισα να αισθάνωμαι σαν να κλυδωνιζόμουν, στην πραγματικότητα σαν να έπλεα... Όλα ήταν σκοτεινά, εκτός από το ότι αρκετά μακρυά από μένα, έβλεπα αυτό το φως. Ήταν ένα πάρα πολύ λαμπρό φως, αλλά όχι πολύ μεγάλο από την αρχή. Γινόταν μεγαλύτερο, καθώς πλησίαζα όλο και περισσότερο προς αυτό».
Τά παραδείγματα αυτά είναι ενδεικτικά. Δείχνουν πραγματικά ότι ο άνθρωπος τις στιγμές εκείνες βιώνει την ύπαρξι ενός αλλου κόσμου.
Στην παράδοσι της Εκκλησίας μας διασώζονται μερικές περιγραφές για την επιθανάτια και μεταθανάτια ζωή.
Στό Γεροντικό αναφέρονται οι τελευταίες στιγμές της κοιμήσεως του αββά Σισσώη του Μεγάλου. Βέβαια, από την παρουσίασι του περιστατικού φαίνεται ότι δεν πρόκειται για εξωσωματική εμπειρία, αλλά για πνευματική εμπειρία, γιατί, είχε τις αισθήσεις του και συνομιλούσε με τους παρόντες. Διηγόταν στους παρευρισκομένους ότι έρχονταν διαδοχικά ο αββάς Αντώνιος, μετά ο χορός των Προφητών, ο χορός των Αποστόλων. Κάθε φορά έλαμπε περισσότερο το πρόσωπό του.
Σε κάποια στιγμή συνομιλούσε. Και όταν ρωτήθηκε από τους παριστάμενους είπε ότι ομιλεί με τους αγγέλους, που ήλθαν να παραλάβουν την ψυχή του. Μάλιστα, ανέφερε ότι παρακαλούσε τους αγγέλους να μην πάρουν την ψυχή του, γιατί έπρεπε να μετανοήση περισσότερο. Μετά, το πρόσωπο του έλαμψε σαν τον ήλιο, και ο ίδιος απεκάλυψε ότι ήλθε ο Κύριος. Τότε παρέδωσε το πνεύμα του, έγινε κάτι σαν αστραπή και γέμισε όλος ο οίκος από ευωδία.
Στη Σκήτη της Μικράς Αγ. Άννης κατά το 1570 περίπου έζησε ο άγιος Διονύσιος και ο άγιος Μητροφάνης. Στην περιοπή της Χαλκιδικής ο άγιος Μητροφάνης ήταν Πνευματικός. Σε έναν κώδικα χειρόγραφο που αφησε και σώζεται στο Κυριάκο της Σκήτης και στα Μετέωρα, περιγράφεται μία τέτοια εμπειρία• ήταν κάποιος Δημήτριος, από το χωριό Ίσβορο, την σημερινή Στρατονίκη, ο οποίος πέθανε και επανήλθε στη ζωή ύστερα από αρκετές ώρες και ενώ οι δικοί του είχαν έτοιμα και τα της κηδείας. Ως επιβεβαίωσι του γεγονότος αναφέρεται το ότι τους είπε, κατ’ εντολήν του αγγέλου που τον συνώδευσε, να μην πετάξουν τα όσα ετοίμασαν για την κηδεία του, αλλά να τα χρησιμοποιήσουν για εναν γείτονά του, ονόματι Νικόλαο, ο όποιος θα πεθάνη σε τρεις ημέρες. Πράγμα το οποίο και έγινε. Μέσα, στον κώδικα αναφέρει ο άγιος ότι γνώρισε και ο ίδιος τον Δημήτριο και μάλιστα πολλές φορές τον επισκέφθηκε και του διηγήθηκε επανειλημμένως το γεγονός.
Ας αναφέρουμε και μία σύγχρονη περίπτωσι.
Στην περιοχή της Χαλκιδικής προ τινων ετών ανεπαύθη ενας σεβάσμιος λευίτης, ο π. Κ. Την τελευταία ημέρα της επίγειας ζωής του και λίγες ώρες πριν, είπε αυτήν την λεγόμενη εμπειρία. Εξήλθε του σώματος και ύστερα από λίγη ώρα είπε στην πρεσβυτέρα. (Θα παρατεθούν όπως μεταφέρθηκαν από την ιδια την πρεσβυτέρα). Της είπε λοιπόν μόλις συνήλθε. «Πω πω παπαδιά, πού ήμουνα και τι είδα. Ήμουνα ψηλά εκεί. Και τι είδες; Τι να ιδώ! Φώς, φως, πολύ φως, ψαλμωδίες και φως πολύ! Και τι σου είπαν; Μη στενοχωρήσαι, σε μία ώρα θα είσαι μαζί μας!». Πράγματι μετά από παρέλευσι μίας ώρας ανπαύθη.
Στον Ευεργετινό διασώζονται παρόμοια συνταρακτικά παραδείγματα, τα οποία σαφώς αναφέρονται στην μεταθανάτια κατάστασι, και κυρίως στην λεγομένη «εξωσωματική» ζωή.
Ένα περιστατικό αναφέρεται σε κάποιον μοναχό Πέτρο, ο οποίος, πριν κατοικήση στην έρημο, «ασθενείας αυτώ επελθούσης απέθανε». Τότε είδε όλα τα βάσανα του αδη και τους αμέτρητους τόπους της φλογός. Μάλιστα, είδε μερικούς δυνάστες του κόσμου αυτού να είναι κρεμασμένοι. Κάποιος εξαστράπτων άγγελος εμπόδισε να τον ρίψουν και αυτόν μέσα στον φλογώδη εκείνο τόπο και στην συνέχεια η ψυχή επανήλθε στο σώμα. «Εκ του ύπνου του αιωνίου θανάτου εξυπνισθείς» και «πάλιν εν τω σώματι αποδοθείς» διεκήρυξε όλα όσα είδε, και έζησε με μετάνοια».
Η διάκρισις των εμπειριώνΤα όσα αναφέραμε μέχρι τώρα μας οδηγούν στην μελέτη του τρόπου διακρίσεως αυτών των καταστάσεων. Στο σημείο αυτό εμείς οι Ορθόδοξοι, επειδή έχουμε μία ζωντανή παράδοσι, βρισκόμαστε σε πλεονεκτικώτερη θέσι, γιατί μπορούμε να διακρίνουμε τα φαινόμενα αυτά.
Στην ορθόδοξη θεολογία δίνουμε μεγάλη σημασία στην αρετή της διακρίσεως, γιατί, όταν αυτή υπάρχη, είναι φανερό ότι ο άνθρωπος έχει την Χάρι του Θεού.
Βέβαια η διάκρισις προϋποθέτει πνευματική γνώσι και πνευματική ζωή, είναι δώρο του Θεού και συνδέεται με την πνευματική κατάστασι του ανθρώπου.
Υπάρχουν όμως μερικά εξωτερικά σημεία, τα οποία χαρακτηρίζουν και προσδιορίζουν τις εμπειρίες αυτές. Έτσι, λοιπόν, το κριτήριο είναι οι καρποί που δημιουργούνται. Αν μετά από μία οπτασία επικρατή γαλήνη στην καρδιά, είναι δείγμα ότι προέρχεται από τον Θεό, αν όμως δημιουργήται ταραχή είναι σημείο ότι προέρχεται από τον διάβολο. Όταν ο άνθρωπος μετά από μία τέτοια εμπειρία υπερηφανεύεται, είναι δείγμα ότι διακατέχεται από μονήρη ενέργεια, ενώ ο εμπνεόμενος από την Χάρι του Θεού, ταπεινώνεται ακόμη περισσότερο και συνεπώς δεν ομιλεί.
Γι’ αυτό η εμπειρία αξιολογείται ανάλογα με την μετέπειτα ζωή του ανθρώπου.
Ο μοναχός Πέτρος που πέθανε και είδε την φρίκη της Κολάσεως και επανήλθε στην ζωή, αισθανόταν ότι αυτό έγινε για να μετανοήση. Ο άγγελος, που τον εμπόδισε να ριφθή στο πυρ, του είπε: «Πήγαινε και πρόσεξε στο εξής πώς πρόκειται να ζήσης, προσέχοντας τον εαυτό σου». Και μάλιστα ο Γρηγόριος Διάλογος λέγει ότι επέτρεψε ο Θεός αυτόν τον θάνατο με την θαυμαστή Πρόνοιά Του, «ίνα μη αιωνίως αποθάνη». Γιατί είναι ενδεχόμενο οι άνθρωποι μετά την επιστροφή τους από την οπτασία του άδη να μην οδηγηθούν σε μετάνοια, αλλά σε περισσότερη κατάκρισι, και έτσι, «πάλιν ομοίως έμειναν αδιόρθωτοι, και απολογία τις τούτοις ουχ υπολείπεται». Ο Μοναχός Πέτρος μετά από την οπτασία εκείνη, όπως αναφέρει ο βιογράφος του, παρέμεινε έγκλειστος για όλη του τη ζωή με απόλυτη νηστεία και προσευχή, μέχρις ότου παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του στον Θεό. Το ίδιο φυσικά θα συνέβη και στην περίπτωσι του Δημητρίου που αναφέρει ο άγιος Μητροφάνης.
Δεν μπορεί κανείς ύστερα από τέτοιες εμπειρίες να παραμένη ασυγκίνητος και ακατάνυκτος. Αν συμβαίνη αυτό, τότε ή ήταν πέρα για πέρα δαιμονικές ή κι αν ήταν ένα σημείο του Θεού, το διαστρέφει και γίνεται σε βάρος του. Μπορεί μιά τέτοια εμπειρία να γίνη αιτία καταδίκης και μεγαλυτέρας κατακρίσεως.
Γενικά, επειδή είναι δύσκολο να καταλάβουμε το είδος και τον χαρακτήρα της οπτασίας, απαιτείται, όπως συνιστούν οι άγιοι Πατέρες μας, να προστρέχουμε σ’ αυτούς που έχουν πείρα και γνώσι της πνευματικής ζωής και να δεχώμαστε την συμβουλή τους.
***
Είδαμε με λίγα λόγια σχετικά, γιατί το θέμα είναι τεράστιο, ποιό και γιατί ο θάνατος είναι το φοβερώτερο μυστήριο στην ανθρώπινη πορεία.
Είδαμε τι αντιμετωπίζει η ψυχή του ανθρώπου κατά την ώρα της εξόδου και ποιές καταστάσεις μπορεί να περάση κατά την φρικτή εκείνη ώρα, πριν και μετά τον θάνατο ακόμη. Παρακολουθήσαμε την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας μας σχετικά με τα τελώνια και τον τελωνισμό των ψυχών, την Μέση κατάστασι των ψυχών, και την επικοινωνία μας αλλά και τις σχέσεις μας με τους κεκοιμημένους. Στο τέλος παρακολουθήσαμε το θέμα των λεγομένων μεταθανάτιων ή πιο ορθόδοξα προθανάτιων εμπειριών, διότι μεταθανάτιες εμπειρίες μόνο στους βίους των αγίων της εκκλησίας μας συναντάμε και είδαμε πώς μπορούμε να διακρίνουμε αν είναι η όχι εκ Θεού.
* * *
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο άνθρωπος που βαδίζει προς τον θάνατο αισθάνεται μία άλλη πραγματικότητα που ενδεχομένως αγνοούσε προηγουμένως.
Εμείς νομίζουμε ότι πραγματική ζωή είναι αυτή που βλέπουμε. Εκείνος που οδηγείται προς τον θάνατο οδηγείται προς την πραγματικότητα. Το ψεύδος συνδέεται με τον εγκλεισμό μας στον κόσμο των αισθήσεων και των αισθητών.
Ο νους του ανθρώπου δεν πρέπει να κατασπαταλάται άσκοπα σε διάφορα οράματα, ακόμη και σε οπτασίες. Πρέπει να έχη αδιάλειπτη μνήμη Θεού, η οποία συνδέεται αναπόσπαστα με την επίγνωσι της αμαρτωλότητος.
Οι άγιοι που διαθέτουν καθαρότητα νοός, ακόμη και όταν βλέπουν τον ίδιο τον Θεό, την ίδια ώρα βλέπουν την αισχύνη του εαυτού τους.
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει ότι εκείνος του αξιώθηκε να δη τον εαυτό του, «είναι ανώτερος από εκείνον που αξιώθηκε να δη αγγέλους». Και εκείνος που αξιώθηκε να δη τις αμαρτίες του, «είναι ανώτερος από εκείνον που ανέστησε νεκρούς με την προσευχή του».
Δεν ωφελούμαστε εάν δούμε αγγέλους και αν αναστήσουμε νεκρούς, όταν δεν αποκτήσουμε γνώσι του εαυτού μας, όταν δεν αναστήσουμε τον νεκρό εαυτό μας από τα πάθη και τις αμαρτίες.
Ο Θεός επιτρέπει την παραμονή μας στην ζωή για να μετανοήσουμε και να γευθούμε την Βασιλεία των Ουρανών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου