(Στυλιανού Παπαδόπουλου, Ο πληγωμένος αετός, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 214-222).
Όλες τις μέρες τούτες, θέμα κύριο στις συζητήσεις των χριστιανών στην Πόλη ήταν αυτά που ανέπτυξε ο Γρηγόριος. Η επιτυχία ολοφάνερη. Λουφάξανε οι αρειανοί λογάδες, μασάγανε τα λόγια τους. Οι ορθόδοξοι πλέον κυκλοφορούσανε με το αίσθημα του νικητή. Ο αετός της θεολογίας τους είχε απαλλάξει από την καταφρόνια των αντιπάλων και από κάποιο δικό τους αίσθημα μειονεκτικότητας.
Ο Γρηγόριος —και το ξέρανε οι ακροατές του— δεν είχε τελειώσει τον κύκλο των ομιλιών τούτων, που μείνανε στην ιστορία με την ονομασία «Θεολογικοί Λόγοι», ένεκα της απόλυτης θεολογικής αξίας τους. Δε βιάστηκε. Άφησε να περάσουνε λίγες ημέρες, ν’ ανασάνει ο ίδιος. Να χωνέ¬ψουνε και οι χριστιανοί αυτά που άκουσαν τις ημέρες που πέρασαν. Προπαντός ήθελε να συναχτεί πάλι και πάλι στον εαυτό του. Εκεί ήλπιζε να ζήσει κάτι περισσότερο από την αλήθεια, για την οποία θα μίλαγε.
Ήτανε η ώρα του Αγίου Πνεύματος. Φόβος και τρόμος να μιλήσεις γι’ αυτό. Και περίμενε υπομονετικά. Συνέχεια στο κελί του, νύχτα και μέρα. Ικέτευε το Πνεύμα και μελετούσε. Οι μετάνοιές του δεν είχανε τελειωμό. Τις νύχτες περισσότερο, οι εκ βαθέων κραυγές του προς το Άγιο Πνεύμα ακούγονταν απ’ όσους περνούσαν έξω από το κελί. Στο κρεβάτι δεν ξάπλωσε ούτε στιγμή. Πολύ λίγο ξεκουραζότανε κατάχαμα. Η νηστεία πιο αυστηρή. Μέχρι που εν’ απομεσήμερο, είπε στους ανθρώπους του, στον Ευάγριο και τους άλλους:
— Αύριο, το δειλινό θα μιλήσω. Ειδοποιείστε τον κόσμο. Πέρασε ο καιρός και δεν ξέρουμε τι μας βρίσκει, θα κάνω ό,τι μπορώ. Πως ακριβώς θα τα πω, δεν ξέρω. Ελπίζω να με φωτίσει το Άγιο Πνεύμα κι έπειτα κάποια λόγια θα βρω. Οι λέξεις έρχονται, αρκεί να φτάσει πρώτα το Πνεύμα. Κι αν φτάσει, τότε σίγουρα με τον φτωχό εμένα θα δοξαστεί ο Θεός. Αυτό είναι το μεγαλείο μας, αδελφοί, μ’ εμάς τους τιποτένιους, τους υλικούς και αμαρτωλούς, να δοξάζεται ο τέλειος και άναρχος. Μέγα τ’ όνομά σου Κύριε! Λοιπόν, καθώς είπαμε, αύριο το δειλινό.
Ήταν μέσα του Νοέμβρη. Από το πρωί ψύχρα. Οι άνθρωποι των επτά λόφων, της Πόλης, νιώθανε το χειμώνα στο κόκκαλό τους. Από το μεσημέρι, κάτι μαύρα σύννεφα πήρανε τον κατήφορο από τα θρακικά βουνά. Αργοκίνητα κατεβαίνανε προς το Βόσπορο. Δεν έβρεξε στην Πόλη. Περάσανε μόνο πάνω από τους επτά λόφους και κάπως υποχώρησε το κρύο. Πέρα μακριά, η θάλασσα χώρεσε όλο το φορτίο τους.
Οι πιστοί αρχίσανε να μπαίνουνε στην αυλή του Αβλαβίου. Προχωρούσανε λίγο και φτάνανε στην Αναστασία. Εκεί μέσα οι ορθόδοξοι νιώθανε τόση ζεστασιά, τόση θαλπωρή, που δε θα την αλλάζανε με τίποτα. Την αγαπήσανε πιο πολύ κι από τη μάνα τους. Γι’ αυτό, δε λέγανε ψέματα πριν λίγους μήνες, όταν ορκίζονταν, ότι είν’ έτοιμοι να πεθάνουνε για το Γρηγόριο και την Αναστασία τους.
Στην ορισμένη ώρα καρφίτσα δε χώραγε στο ναό. Ακόμα κι έξω από το ναό, στριμώχνονταν μήπως ακούσουνε από την πόρτα και τα παράθυρα τη φωνή του Γρηγορίου.
Εκείνος
από νωρίς είχε μπει στο Ιερό και προσευχότανε. Ώρες πολέμαγε με το
φοβερό και πολυπόθητο του Άγιο Πνεύμα. Η αίσθηση της ώρας δεν τον
παρακολουθούσε. Οι εμπειρίες του δεν είχανε σχέση με τον κόσμο τούτο,
αλλά με τον άκτιστο κόσμο της θείας αλήθειας.
Οι πιστοί περίμεναν υπομονετικά. Οι περισσότεροι φυσικά όρθιοι. Πολλοί συζητούσανε μεταξύ τους, έτσι για να βεβαιώσουνε τις απορίες και τις αμφιβολίες τους. Επειδή όμως η ώρα περνούσε, ο Ευάγριος κινήθηκε για κάποια πρωτοβουλία, μα κανείς δεν αποφάσιζε να ενοχλήσει το Γρηγόριο, στην κατάνυξη που βρισκότανε. Δε γινότανε όμως.
Πιέσανε τον πιο αγαπημένο του διάκο, το Θεόδουλο:
– Πήγαινε μέσα, Θεόδουλε, και με τρόπο θύμησέ του. Πέρασε η ώρα. Ο κόσμος ανυπομονεί, στέκονται όρθιοι.
Ο διάκος μπήκε μετά φόβου, πλησίασε τον ιερό άνδρα, που ήτανε γονατισμένος, του ψιθύρισε ό,τι έπρεπε. Ο Γρηγόριος άργησε να καταλάβει. Γύρισε σιγά – σιγά το κεφάλι του, κοίταξε με απορία. Σε λίγο έδειξε να προσγειώνεται. Στηρίχτηκε στην Αγία Τράπεζα, όρθωσε το κορ¬μί του, έκανε το σημείο του Σταυρού και στράφηκε στην Ωραία πύλη. Ο Θεόδουλος έπιασε ανεπαίσθητο νεύμα, κινήθηκε, τράβηξε το βήλο. Με τρία αβέβαια βήματα στήθηκε στα πεινασμένα μάτια του εκκλησιάσματος. Είχε μιαν ηρεμία θεία. Το πρόσωπό του είχε γίνει απαύγασμα ιερού φωτός.
Μπήκε αμέσως στο θέμα του. Υπενθύμισε αυτά που τους είπε πριν λίγες ημέρες για τον Υιό. Υπογράμμισε τη δυσκολία που έχει ο λόγος για το Άγιο Πνεύμα. Κατηγόρησε αυτούς που απαράσκευοι θεολογούνε γι’ αυτό, υποσχέθηκε να δείξει τι λένε οι Γραφές για το Πνεύμα και μπροστά σε όλους επικαλέστηκε το φωτισμό του Πνεύματος.
Αμέσως άρχισε να τους εξηγεί, ότι αυτά που ισχύουν για τον Πατέρα και τον Υιό ισχύουν και για το Πνεύμα, όπως τα δυο πρόσωπα είναι Θεός και φως αληθινό και ομοούσια έτσι και το Άγιο Πνεύμα. Και τα τρία θεια πρόσωπα χουνε μία κοινή φύση. Ιδιαίτερο μόνο έχουνε τον τρόπο που υπάρχουν: ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννητός και το Πνεύμα εκπορευτό. Κι ενώ μας αποκαλύφτηκε ο τρόπος που υπάρχουνε, δεν μπορούμε ν’ αναλύσουμε περισσότερο τον τρόπο αυτό. Μπορούμε όμως με διάφορα παραδείγματα να τον προσεγγίσουμε.
Αναγκάζεται να χρησιμοποιεί λέξεις κι εκφράσεις που δεν υπάρχουνε στη Γραφή.
Ήξερε απ’ όσα του είχανε πει, το ‘βλεπε τώρα και στα μάτια πολλών ακροατών, πως το μεγάλο τους πρόβλημα είναι τα «άγραφα». Εκείνα που τους εξηγεί είναι «άγραφα». Η Γραφή δηλαδή δε λέει πουθενά ότι το Πνεύμα είναι ομοούσιο και αληθινός Θεός. Ούτε λίγο ούτε πολύ κατηγορούσανε το Γρηγόριο οι αρειανοί ότι:
— Εισάγεις στην πίστη ένα Θεό, που είναι «ξένος» στη Γραφή και «παρέγγραπτος», άγραφος.
Σε πολλές ευκαιρίες τους είχε αναφέρει ο Γρηγόριος τις «μαρτυρίες» της Γραφής, τα πολλά χωρία της που μιλάνε για το Άγιο Πνεύμα. Θα τις αναφέρει και τώρα πιο συστηματικά, γιατί όσα υποστήριζε συνάγονται όλα από τη Γραφή. Θα κάνει όμως και κάτι άλλο, που φοβότανε ως τώρα να κάνει. Φοβότανε ότι δε θα τον καταλαβαίνανε και θα τον παρεξηγούσανε. Αλλά έφτασε ο κόμπος στο χτένι. Δε γινότανε κι αλλιώς, από τη στιγμή που κάποιος από το ακροατήριο φώναξε τη λέξη «άγραφο» για το Άγιο Πνεύμα. Ο μεγάλος θεολόγος ξαφνικά ελευθερώθηκε από τους δισταγμούς και αφέθηκε να φανερώσει τα τρίσβαθα της θεολογίας.
Με φωτισμό προχωρεί πέρα από το γράμμα της Γραφής
– «Άγραφα» και «άγραφα» λες και ξαναλές. Λάθος μεγάλο, αγαπητέ μου. Η Γραφή αναφέρει -και πολύ μάλιστα— όσα λέω για το Πνεύμα. Μόνο που τα καταλαβαίνουν εκείνοι που τη μελετάνε πολύ και με προσευχή. Εκείνοι, που δε στέκονται μόνο στο γράμμα της.
Αυτοί, που χαριτωθήκανε να διασχίσουνε το γράμμα της Γραφής, να σκύψουνε στο βάθος το άπειρο της αλήθειας, που δηλώνει το γράμμα. Αυτοί, αδελφοί μου, που καταυγάζονται από το θείο φως αξιώνονται να δούνε κάτω από το γράμμα «το απόθετο κάλλος», την ωραιότητα της αλήθειας, τον ίδιο δηλαδή το Θεό. Να ποιοι μπορούνε να μιλήσουνε γνήσια και ορθά για το Πνεύμα. Να τι σημαίνει να μελετάς και να ερμηνεύεις τη Γραφή. Να προχωράς πέρα και κάτω από το γράμμα. Το γράμμα δηλώνει την αλήθεια. Αυτή όμως είναι άπειρη και δεν μπορεί να χωρέσει σε καμία λέξη, σε καμία γλώσσα, σε κανένα σχήμα. Και μακάρι να μην είχαμε κακοδοξίες κι αιρέσεις. Θα μας αρκούσαν όσα λέγονται κι εξηγούνται στη Γραφή.
Μπορούσαμε να ζήσουμε και να σωθούμε μ’ αυτά. Δε μας αφήνουν όμως οι κακοδοξίες. Και πρέπει γι’ αυτό να εξηγήσουμε ευρύτερα την αλήθεια, περισσότερο απ’ όσο εξηγείται με το γράμμα της Γραφής. Και το κάνουμε αυτό διασχίζοντας το γράμμα και πηγαίνοντας βαθύτερα στην αλήθεια, αλλά στην ίδια πάντοτε αλήθεια. Πρόκειται πάντοτε για την ίδια αλήθεια, τη δηλωμένη στη Γραφή αλήθεια. Και η διάσχιση του γράμματος, η αναζήτηση του βάθους, γίνεται μόνο με την καθοδήγηση του ίδιου του Αγίου Πνεύματος.
Με τα λόγια τούτα περίμενε πως θα καθησυχάσει τους ακροατές του. Έγινε το αντίθετο. Δε μιλούσανε, μα ο Γρηγόριος είδε στα μάτια τους χίλια ερωτηματικά:
– Πώς δεν αρκεί για μας η Γραφή; Ποιος μας λέει ότι το Άγιο Πνεύμα φωτίζει τον άνθρωπο να προχωράει πέρα από το γράμμα; Ότι μπορεί να πει κάτι για την αλήθεια, που δε δηλώνεται ρητά με το γράμμα της Γραφής; Και, επιτέλους, γιατί δεν τα είπε όλα ο Κύριος όσο ήτανε στη γη;
Θέλοντας και μη έπρεπε να δώσει απάντηση που δεν ήταν εύκολη. Χρειαζότανε και πολλές εξηγήσεις. Πίεσε τον εαυτό του και προσπάθησε να βάλει σε τάξη τα πρέποντα και να τα δώσει με συντομία. Έπρεπε να πάρει το θέμα από την αρχή:
– Πολύ παραξενευτήκατε με όσα είπα. Όφειλα όμως να τα πω. Κρίσιμο το θέμα, κρίσιμη εποχή, βαθιά και η θεολογία. Τέτοιες ώρες σε τέτοια θέματα δεν αρκούν οι προτροπές και οι εύκολες εξηγήσεις. Προσέξτε με τώρα πάλι. Θα σας οδηγήσω πιο βαθιά. Θα βρούμε το θεμέλιο, πάνω στο όποιο στηρίζονται όσα είπα. Εκείνα δηλαδή για το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, με τον όποιο προχωράει ο χαρισματούχος θεολόγος πέρα και κάτω από το γράμμα της Γραφής. Που αποκτά εμπειρία της αλήθειας ευρύτερη από κείνη που έχουνε οι άλλοι.
Ο Θεός αποκαλύπτει σταδιακά
Το ενδιαφέρον, ιδιαίτερα των μορφωμένων, έγινε πιο έντονο. Μαθημένοι γενικά στην προσκόλληση στο γράμμα της Γραφής, είχανε καταντήσει σαν τους Ιουδαίους. Αυτοί λατρεύανε το γράμμα κι ούτε καν υποπτεύονταν το πνεύμα της Γραφής. Τώρα ο Γρηγόριος δοκιμάζει να τους ανοίξει τα μάτια, να δούνε καθαρά την πορεία της θείας οικονομίας και ιδιαίτερα τη δράση του Αγίου Πνεύματος:
— Δύο ριζικές αλλαγές γίνανε στον κόσμο. Έπειτα ήρθε και τρίτη. Όλες μοιάζουνε με σεισμούς που ταρακούνησαν και μεταμόρφωσαν τον κόσμο. Φυσικά, του Θεού και οι τρεις. Ποιες είναι; Οι δύο Διαθήκες και η δράση του Αγίου Πνεύματος από την Πεντηκοστή και μετά. Γιατί τις λέω αλλαγές, «μεταθέσεις» και «σεισμούς»; Διότι στην πρώτη, διδάχτηκε ο κόσμος για τον ένα Θεό κι έτσι άφησε τα είδωλα. Δηλαδή με την Παλαιά Διαθήκη αφαιρούνται τα είδωλα, οι ειδωλολάτρες γίνανε ιουδαίοι, λατρέψανε τον αληθινό Θεό. Κρατήσανε όμως τις θυσίες ζώων. Στη δεύτερη, ενανθρώπηση ο Κύριος, δίδαξε για τον εαυτό του και υποσχέθηκε να στείλει το Άγιο Πνεύμα. Αυτά γίνανε στην Καινή Διαθήκη, που με τη σειρά της αφαίρεσε κάτι· κατάργησε τις θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης. Τώρα πια το στάδιο της θείας οικονομίας είναι τέλειο. Ό,τι έδωσε ο Κύριος με την Καινή Διαθήκη είναι οριστικό και αμετάβλητο. Αυτό που θα ’ρθει μετά, με τη δράση του Αγίου Πνεύματος, δε θα ’χει αφαίρεση κάποιου στοιχείου από την Καινή Διαθή¬κη, ούτε, θα είναι αλήθεια νέα, άγνωστη και αντίθετη στην αποκάλυψη του Κυρίου. Στους δυο, λοιπόν, σεισμούς είχαμε και αφαιρέσεις, καταργήσεις. Η Παλαιά Διαθήκη δηλαδή κατάργησε τα είδωλα και η Καινή Διαθήκη κατάργησε τις θυσίες ζώων.
Οι πιο θερμόαιμοι δεν είχανε υπομονή και είπανε φωναχτά τις απορίες τους:
– Γιατί ο Θεός δεν έκανε την αλλαγή μια και καλή; Κι αφού με την Πεντηκοστή δεν έχουμε αφαιρέσεις και καταργήσεις, τί έχουμε;
Από το σημείο τούτο γινότανε ακόμη πιο δύσκολη η θεολογία. Ο Γρηγόριος, παρά τους δισταγμούς του, προχώρησε. Άλλοι θα καταλάβαιναν κι άλλοι όχι. Αυτός έπρεπε να δώσει λόγο, να κοινοποιήσει τη γνώση που έλαβε από το Άγιο Πνεύμα:
— Έχουμε από το Θεό την τακτική αυτή, δηλαδή τη σταδιακή αποκάλυψη και φανέρωση της αλήθειας, γιατί ο άνθρωπος είναι και αδύνατος και ελεύθερος. Με μιας δεν μπορούσε να τα καταλάβει και να τ’ αφομοιώσει όλα. Θα πάθαινε πνευματικό κορεσμό, θα βαρυστομάχιαζε. Δε θ’ αφομοίωνε, δηλαδή, δε θα συνειδητοποιούσε την άποκα- λυμμένη αλήθεια. Και ως ελεύθερος πάλι, χρειαζότανε χρόνο, προετοιμασία για να δεχτεί ελεύθερα, με τη θέλησή του, όσα του αποκαλύπτονταν σταδιακά. Ο Θεός δεν εξαναγκάζει.
Έπρεπε όμως να τους εξηγήσει και τη διαδικασία, που ακολουθείται από την Πεντηκοστή και μετά: Προσπάθησε όσο γίνεται ν’ απλουστεύσει:
– Είπαμε, ότι στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη έχουμε αφαιρέσεις, καταργήσεις. Εδώ, αντίθετα, έχουμε «προσθήκες». Από την Πεντηκοστή και μετά η σταδιακή πορεία της θείας οικονομίας προχωρεί με προσθήκες, όχι πλέον αφαιρέσεις. Διότι όσα έχουμε στην Καινή είναι γνήσια και οριστικά. Και για να καταλάβετε την τακτική των προσθηκών, σας επισημαίνω τούτο:
Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός Πατέρας αποκαλύφτηκε με σαφήνεια, «φανερώς», ενώ ο Υιός αμυδρά, ελάχιστα. Η Καινή φανέρωσε τον Υιό και μόνο «υπέδειξε» τη θεότητα του Πνεύματος. Τώρα όμως το Πνεύμα, που πλέον ενεργεί σε μας, δηλαδή στην Εκκλησία, φανερώνει σαφέστατα ό,τι για το ίδιο το Πνεύμα λέχθηκε στην Καινή, χωρίς ν’ αλλάζει κάτι από αυτά που λεχθήκανε κει. Βλέπετε πως το φως της Αγίας Τριάδας καταυγάζει την ανθρωπότητα σταδιακά; Με τις προσθήκες έχουμε «προόδους» και «προκοπή» στη θεία δόξα. Αυτό ισχύει και για τους μαθητές του Κυρίου. Σταδιακά δεχτήκανε το φωτισμό και προοδευτικά καταλάβανε την αλήθεια.
Σε άλλους τα λόγια τούτα φανήκανε λογικά και σε άλλους περίεργα. Δεν είχε και ο Γρηγόριος αυταπάτες. Ανάγκη πάσα να στηρίξει όλ’ αυτά στη Γραφή. Και το έκανε με σαφήνεια μοναδική, που δεν είχε ξαναγίνει στην Εκκλησία:
— Μην αμφιβάλλετε, αγαπητοί μου. Τις προσθήκες, για τις όποιες μίλησα, τις υποσχέθηκε ο ίδιος ο Κύριος. Θυμηθείτε μόνο τι έλεγε στους Αποστόλους, όταν πια έφτανε η ώρα των Αγίων παθών του. Και τι ακριβώς τους υποσχέθηκε; Ότι, όταν φύγει από τη Γη, θα τους στείλει τον Παράκλητο, το Άγιο Πνεύμα. Γιατί; Για να τους ενισχύει, να τους παρηγορεί. Μα και για έναν ακόμη λόγο, πολύ σπουδαίο. Ο Κύριος τους είπε, ότι έχω κι άλλα πολλά να σας διδάξω, άλλα τώρα δεν μπορείτε να τα καταλάβετε. Το Άγιο Πνεύμα που θα στείλω, αυτό θα σας διδάξει και θα σας φωτίσει. Και θα σας εξηγήσει όλα όσα εγώ σας είπα. Αυτό θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια (βλέπε Ίωάννον 14, 25-26 καί 16, 12-14). Προσέξτε καλά τους λόγους του Κυρίου. Άφησε τους Αποστόλους να καταλάβουνε ότι το Άγιο Πνεύμα θα συνεχίσει το έργο του Κυρίου.
Δε θα παρουσιάσει όμως διδασκαλία αντίθετη από του Κυρίου. Θα συνεχίσει στην ίδια γραμμή. Θα διαφωτίσει εκείνα που λέγονται και αποκαλύπτονται στην Καινή Διαθήκη. Μια, λοι¬πόν, από τις διδασκαλίες – αλήθειες, που ο Κύριος δεν είπε – επεξήγησε στους Αποστόλους-, είναι η περί της θεό-τητας του Αγίου Πνεύματος. Αυτήν μας τη δίνει τώρα με το φωτισμό του το ίδιο το Άγιο Πνεύμα. Μπορεί πρόσφατα και άλλοι να φωτίστηκαν για τη θεότητα του Πνεύματος, μα εγώ θα την ομολογώ πάντα και είμ’ έτοιμος να θυσιαστώ γι’ αυτήν, διότι την έχω κυριολεκτικά με «έλλαμψιν» του Αγίου Πνεύματος. Αυτό με οδήγησε κει, αυτό μου φανέρωσε τη θεότητά του. Γι’ αυτό, αδελφοί μου, κρατώ τη διδασκαλία τούτη ως δώρο θείο. Μ’ αυτήν ζω και μ’ αυτήν θα πεθάνω, δοξάζοντας και προσκυνώντας τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, που έχουν μια κοινή θεότητα.
Τέλειωσε και την ομιλία του για το Άγιο Πνεύμα. Έκανε με το παραπάνω το καθήκον του ως διδάσκαλος. Ηρέμησε. Δυο – τρεις ημέρες περάσανε γαλήνιες. Κάτι συνέβη όμως, που δεν το γνωρίζουμε. Κάποιες συζητήσεις, κάτι αντιρρήσεις. Και την επόμενη Κυριακή έκρινε ότι πρέπει να επανέλθει στο θέμα της θεολογίας. Ποιος πρέπει να θεολογεί και πότε να θεολογεί (Λόγος Κ’).
Έτσι, ξανατόνισε στο ναό της Αναστασίας:
— Αλίμονο σ’ όποιον θεολογεί χωρίς καθαρότητα και άσκηση. Προσπαθώ, κι επιθυμία μου είναι να γίνω μέσα μου πεντακάθαρος καθρέφτης, για να καθρεφτιστεί εκεί ο Θεός, η αλήθεια.
Κι επειδή έβλεπε στο ακροατήριο κάποιον ζηλωτή, που χωρίς φόβο μίλαγε για οποιοδήποτε σημείο της αλήθειας, σταμάτησε το λόγο και του είπε:
— Θες κάποτε και εσύ να γίνεις θεολόγος; φύλαγε τις θείες εντολές, πορέψου εφαρμόζοντας τα προστάγματα του Κυρίου. Και μην ξεχνάς ποτέ, για να ζήσεις τη θεωρία, θα περάσεις από την πράξη. Πρώτα η άσκηση κι έπειτα έρχεται η θεοπτία.
Όλες τις μέρες τούτες, θέμα κύριο στις συζητήσεις των χριστιανών στην Πόλη ήταν αυτά που ανέπτυξε ο Γρηγόριος. Η επιτυχία ολοφάνερη. Λουφάξανε οι αρειανοί λογάδες, μασάγανε τα λόγια τους. Οι ορθόδοξοι πλέον κυκλοφορούσανε με το αίσθημα του νικητή. Ο αετός της θεολογίας τους είχε απαλλάξει από την καταφρόνια των αντιπάλων και από κάποιο δικό τους αίσθημα μειονεκτικότητας.
Ο Γρηγόριος —και το ξέρανε οι ακροατές του— δεν είχε τελειώσει τον κύκλο των ομιλιών τούτων, που μείνανε στην ιστορία με την ονομασία «Θεολογικοί Λόγοι», ένεκα της απόλυτης θεολογικής αξίας τους. Δε βιάστηκε. Άφησε να περάσουνε λίγες ημέρες, ν’ ανασάνει ο ίδιος. Να χωνέ¬ψουνε και οι χριστιανοί αυτά που άκουσαν τις ημέρες που πέρασαν. Προπαντός ήθελε να συναχτεί πάλι και πάλι στον εαυτό του. Εκεί ήλπιζε να ζήσει κάτι περισσότερο από την αλήθεια, για την οποία θα μίλαγε.
Ήτανε η ώρα του Αγίου Πνεύματος. Φόβος και τρόμος να μιλήσεις γι’ αυτό. Και περίμενε υπομονετικά. Συνέχεια στο κελί του, νύχτα και μέρα. Ικέτευε το Πνεύμα και μελετούσε. Οι μετάνοιές του δεν είχανε τελειωμό. Τις νύχτες περισσότερο, οι εκ βαθέων κραυγές του προς το Άγιο Πνεύμα ακούγονταν απ’ όσους περνούσαν έξω από το κελί. Στο κρεβάτι δεν ξάπλωσε ούτε στιγμή. Πολύ λίγο ξεκουραζότανε κατάχαμα. Η νηστεία πιο αυστηρή. Μέχρι που εν’ απομεσήμερο, είπε στους ανθρώπους του, στον Ευάγριο και τους άλλους:
— Αύριο, το δειλινό θα μιλήσω. Ειδοποιείστε τον κόσμο. Πέρασε ο καιρός και δεν ξέρουμε τι μας βρίσκει, θα κάνω ό,τι μπορώ. Πως ακριβώς θα τα πω, δεν ξέρω. Ελπίζω να με φωτίσει το Άγιο Πνεύμα κι έπειτα κάποια λόγια θα βρω. Οι λέξεις έρχονται, αρκεί να φτάσει πρώτα το Πνεύμα. Κι αν φτάσει, τότε σίγουρα με τον φτωχό εμένα θα δοξαστεί ο Θεός. Αυτό είναι το μεγαλείο μας, αδελφοί, μ’ εμάς τους τιποτένιους, τους υλικούς και αμαρτωλούς, να δοξάζεται ο τέλειος και άναρχος. Μέγα τ’ όνομά σου Κύριε! Λοιπόν, καθώς είπαμε, αύριο το δειλινό.
Ήταν μέσα του Νοέμβρη. Από το πρωί ψύχρα. Οι άνθρωποι των επτά λόφων, της Πόλης, νιώθανε το χειμώνα στο κόκκαλό τους. Από το μεσημέρι, κάτι μαύρα σύννεφα πήρανε τον κατήφορο από τα θρακικά βουνά. Αργοκίνητα κατεβαίνανε προς το Βόσπορο. Δεν έβρεξε στην Πόλη. Περάσανε μόνο πάνω από τους επτά λόφους και κάπως υποχώρησε το κρύο. Πέρα μακριά, η θάλασσα χώρεσε όλο το φορτίο τους.
Οι πιστοί αρχίσανε να μπαίνουνε στην αυλή του Αβλαβίου. Προχωρούσανε λίγο και φτάνανε στην Αναστασία. Εκεί μέσα οι ορθόδοξοι νιώθανε τόση ζεστασιά, τόση θαλπωρή, που δε θα την αλλάζανε με τίποτα. Την αγαπήσανε πιο πολύ κι από τη μάνα τους. Γι’ αυτό, δε λέγανε ψέματα πριν λίγους μήνες, όταν ορκίζονταν, ότι είν’ έτοιμοι να πεθάνουνε για το Γρηγόριο και την Αναστασία τους.
Στην ορισμένη ώρα καρφίτσα δε χώραγε στο ναό. Ακόμα κι έξω από το ναό, στριμώχνονταν μήπως ακούσουνε από την πόρτα και τα παράθυρα τη φωνή του Γρηγορίου.
Οι πιστοί περίμεναν υπομονετικά. Οι περισσότεροι φυσικά όρθιοι. Πολλοί συζητούσανε μεταξύ τους, έτσι για να βεβαιώσουνε τις απορίες και τις αμφιβολίες τους. Επειδή όμως η ώρα περνούσε, ο Ευάγριος κινήθηκε για κάποια πρωτοβουλία, μα κανείς δεν αποφάσιζε να ενοχλήσει το Γρηγόριο, στην κατάνυξη που βρισκότανε. Δε γινότανε όμως.
Πιέσανε τον πιο αγαπημένο του διάκο, το Θεόδουλο:
– Πήγαινε μέσα, Θεόδουλε, και με τρόπο θύμησέ του. Πέρασε η ώρα. Ο κόσμος ανυπομονεί, στέκονται όρθιοι.
Ο διάκος μπήκε μετά φόβου, πλησίασε τον ιερό άνδρα, που ήτανε γονατισμένος, του ψιθύρισε ό,τι έπρεπε. Ο Γρηγόριος άργησε να καταλάβει. Γύρισε σιγά – σιγά το κεφάλι του, κοίταξε με απορία. Σε λίγο έδειξε να προσγειώνεται. Στηρίχτηκε στην Αγία Τράπεζα, όρθωσε το κορ¬μί του, έκανε το σημείο του Σταυρού και στράφηκε στην Ωραία πύλη. Ο Θεόδουλος έπιασε ανεπαίσθητο νεύμα, κινήθηκε, τράβηξε το βήλο. Με τρία αβέβαια βήματα στήθηκε στα πεινασμένα μάτια του εκκλησιάσματος. Είχε μιαν ηρεμία θεία. Το πρόσωπό του είχε γίνει απαύγασμα ιερού φωτός.
Μπήκε αμέσως στο θέμα του. Υπενθύμισε αυτά που τους είπε πριν λίγες ημέρες για τον Υιό. Υπογράμμισε τη δυσκολία που έχει ο λόγος για το Άγιο Πνεύμα. Κατηγόρησε αυτούς που απαράσκευοι θεολογούνε γι’ αυτό, υποσχέθηκε να δείξει τι λένε οι Γραφές για το Πνεύμα και μπροστά σε όλους επικαλέστηκε το φωτισμό του Πνεύματος.
Αμέσως άρχισε να τους εξηγεί, ότι αυτά που ισχύουν για τον Πατέρα και τον Υιό ισχύουν και για το Πνεύμα, όπως τα δυο πρόσωπα είναι Θεός και φως αληθινό και ομοούσια έτσι και το Άγιο Πνεύμα. Και τα τρία θεια πρόσωπα χουνε μία κοινή φύση. Ιδιαίτερο μόνο έχουνε τον τρόπο που υπάρχουν: ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννητός και το Πνεύμα εκπορευτό. Κι ενώ μας αποκαλύφτηκε ο τρόπος που υπάρχουνε, δεν μπορούμε ν’ αναλύσουμε περισσότερο τον τρόπο αυτό. Μπορούμε όμως με διάφορα παραδείγματα να τον προσεγγίσουμε.
Αναγκάζεται να χρησιμοποιεί λέξεις κι εκφράσεις που δεν υπάρχουνε στη Γραφή.
Ήξερε απ’ όσα του είχανε πει, το ‘βλεπε τώρα και στα μάτια πολλών ακροατών, πως το μεγάλο τους πρόβλημα είναι τα «άγραφα». Εκείνα που τους εξηγεί είναι «άγραφα». Η Γραφή δηλαδή δε λέει πουθενά ότι το Πνεύμα είναι ομοούσιο και αληθινός Θεός. Ούτε λίγο ούτε πολύ κατηγορούσανε το Γρηγόριο οι αρειανοί ότι:
— Εισάγεις στην πίστη ένα Θεό, που είναι «ξένος» στη Γραφή και «παρέγγραπτος», άγραφος.
Σε πολλές ευκαιρίες τους είχε αναφέρει ο Γρηγόριος τις «μαρτυρίες» της Γραφής, τα πολλά χωρία της που μιλάνε για το Άγιο Πνεύμα. Θα τις αναφέρει και τώρα πιο συστηματικά, γιατί όσα υποστήριζε συνάγονται όλα από τη Γραφή. Θα κάνει όμως και κάτι άλλο, που φοβότανε ως τώρα να κάνει. Φοβότανε ότι δε θα τον καταλαβαίνανε και θα τον παρεξηγούσανε. Αλλά έφτασε ο κόμπος στο χτένι. Δε γινότανε κι αλλιώς, από τη στιγμή που κάποιος από το ακροατήριο φώναξε τη λέξη «άγραφο» για το Άγιο Πνεύμα. Ο μεγάλος θεολόγος ξαφνικά ελευθερώθηκε από τους δισταγμούς και αφέθηκε να φανερώσει τα τρίσβαθα της θεολογίας.
Με φωτισμό προχωρεί πέρα από το γράμμα της Γραφής
– «Άγραφα» και «άγραφα» λες και ξαναλές. Λάθος μεγάλο, αγαπητέ μου. Η Γραφή αναφέρει -και πολύ μάλιστα— όσα λέω για το Πνεύμα. Μόνο που τα καταλαβαίνουν εκείνοι που τη μελετάνε πολύ και με προσευχή. Εκείνοι, που δε στέκονται μόνο στο γράμμα της.
Αυτοί, που χαριτωθήκανε να διασχίσουνε το γράμμα της Γραφής, να σκύψουνε στο βάθος το άπειρο της αλήθειας, που δηλώνει το γράμμα. Αυτοί, αδελφοί μου, που καταυγάζονται από το θείο φως αξιώνονται να δούνε κάτω από το γράμμα «το απόθετο κάλλος», την ωραιότητα της αλήθειας, τον ίδιο δηλαδή το Θεό. Να ποιοι μπορούνε να μιλήσουνε γνήσια και ορθά για το Πνεύμα. Να τι σημαίνει να μελετάς και να ερμηνεύεις τη Γραφή. Να προχωράς πέρα και κάτω από το γράμμα. Το γράμμα δηλώνει την αλήθεια. Αυτή όμως είναι άπειρη και δεν μπορεί να χωρέσει σε καμία λέξη, σε καμία γλώσσα, σε κανένα σχήμα. Και μακάρι να μην είχαμε κακοδοξίες κι αιρέσεις. Θα μας αρκούσαν όσα λέγονται κι εξηγούνται στη Γραφή.
Μπορούσαμε να ζήσουμε και να σωθούμε μ’ αυτά. Δε μας αφήνουν όμως οι κακοδοξίες. Και πρέπει γι’ αυτό να εξηγήσουμε ευρύτερα την αλήθεια, περισσότερο απ’ όσο εξηγείται με το γράμμα της Γραφής. Και το κάνουμε αυτό διασχίζοντας το γράμμα και πηγαίνοντας βαθύτερα στην αλήθεια, αλλά στην ίδια πάντοτε αλήθεια. Πρόκειται πάντοτε για την ίδια αλήθεια, τη δηλωμένη στη Γραφή αλήθεια. Και η διάσχιση του γράμματος, η αναζήτηση του βάθους, γίνεται μόνο με την καθοδήγηση του ίδιου του Αγίου Πνεύματος.
Με τα λόγια τούτα περίμενε πως θα καθησυχάσει τους ακροατές του. Έγινε το αντίθετο. Δε μιλούσανε, μα ο Γρηγόριος είδε στα μάτια τους χίλια ερωτηματικά:
– Πώς δεν αρκεί για μας η Γραφή; Ποιος μας λέει ότι το Άγιο Πνεύμα φωτίζει τον άνθρωπο να προχωράει πέρα από το γράμμα; Ότι μπορεί να πει κάτι για την αλήθεια, που δε δηλώνεται ρητά με το γράμμα της Γραφής; Και, επιτέλους, γιατί δεν τα είπε όλα ο Κύριος όσο ήτανε στη γη;
Θέλοντας και μη έπρεπε να δώσει απάντηση που δεν ήταν εύκολη. Χρειαζότανε και πολλές εξηγήσεις. Πίεσε τον εαυτό του και προσπάθησε να βάλει σε τάξη τα πρέποντα και να τα δώσει με συντομία. Έπρεπε να πάρει το θέμα από την αρχή:
– Πολύ παραξενευτήκατε με όσα είπα. Όφειλα όμως να τα πω. Κρίσιμο το θέμα, κρίσιμη εποχή, βαθιά και η θεολογία. Τέτοιες ώρες σε τέτοια θέματα δεν αρκούν οι προτροπές και οι εύκολες εξηγήσεις. Προσέξτε με τώρα πάλι. Θα σας οδηγήσω πιο βαθιά. Θα βρούμε το θεμέλιο, πάνω στο όποιο στηρίζονται όσα είπα. Εκείνα δηλαδή για το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, με τον όποιο προχωράει ο χαρισματούχος θεολόγος πέρα και κάτω από το γράμμα της Γραφής. Που αποκτά εμπειρία της αλήθειας ευρύτερη από κείνη που έχουνε οι άλλοι.
Ο Θεός αποκαλύπτει σταδιακά
Το ενδιαφέρον, ιδιαίτερα των μορφωμένων, έγινε πιο έντονο. Μαθημένοι γενικά στην προσκόλληση στο γράμμα της Γραφής, είχανε καταντήσει σαν τους Ιουδαίους. Αυτοί λατρεύανε το γράμμα κι ούτε καν υποπτεύονταν το πνεύμα της Γραφής. Τώρα ο Γρηγόριος δοκιμάζει να τους ανοίξει τα μάτια, να δούνε καθαρά την πορεία της θείας οικονομίας και ιδιαίτερα τη δράση του Αγίου Πνεύματος:
— Δύο ριζικές αλλαγές γίνανε στον κόσμο. Έπειτα ήρθε και τρίτη. Όλες μοιάζουνε με σεισμούς που ταρακούνησαν και μεταμόρφωσαν τον κόσμο. Φυσικά, του Θεού και οι τρεις. Ποιες είναι; Οι δύο Διαθήκες και η δράση του Αγίου Πνεύματος από την Πεντηκοστή και μετά. Γιατί τις λέω αλλαγές, «μεταθέσεις» και «σεισμούς»; Διότι στην πρώτη, διδάχτηκε ο κόσμος για τον ένα Θεό κι έτσι άφησε τα είδωλα. Δηλαδή με την Παλαιά Διαθήκη αφαιρούνται τα είδωλα, οι ειδωλολάτρες γίνανε ιουδαίοι, λατρέψανε τον αληθινό Θεό. Κρατήσανε όμως τις θυσίες ζώων. Στη δεύτερη, ενανθρώπηση ο Κύριος, δίδαξε για τον εαυτό του και υποσχέθηκε να στείλει το Άγιο Πνεύμα. Αυτά γίνανε στην Καινή Διαθήκη, που με τη σειρά της αφαίρεσε κάτι· κατάργησε τις θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης. Τώρα πια το στάδιο της θείας οικονομίας είναι τέλειο. Ό,τι έδωσε ο Κύριος με την Καινή Διαθήκη είναι οριστικό και αμετάβλητο. Αυτό που θα ’ρθει μετά, με τη δράση του Αγίου Πνεύματος, δε θα ’χει αφαίρεση κάποιου στοιχείου από την Καινή Διαθή¬κη, ούτε, θα είναι αλήθεια νέα, άγνωστη και αντίθετη στην αποκάλυψη του Κυρίου. Στους δυο, λοιπόν, σεισμούς είχαμε και αφαιρέσεις, καταργήσεις. Η Παλαιά Διαθήκη δηλαδή κατάργησε τα είδωλα και η Καινή Διαθήκη κατάργησε τις θυσίες ζώων.
Οι πιο θερμόαιμοι δεν είχανε υπομονή και είπανε φωναχτά τις απορίες τους:
– Γιατί ο Θεός δεν έκανε την αλλαγή μια και καλή; Κι αφού με την Πεντηκοστή δεν έχουμε αφαιρέσεις και καταργήσεις, τί έχουμε;
Από το σημείο τούτο γινότανε ακόμη πιο δύσκολη η θεολογία. Ο Γρηγόριος, παρά τους δισταγμούς του, προχώρησε. Άλλοι θα καταλάβαιναν κι άλλοι όχι. Αυτός έπρεπε να δώσει λόγο, να κοινοποιήσει τη γνώση που έλαβε από το Άγιο Πνεύμα:
— Έχουμε από το Θεό την τακτική αυτή, δηλαδή τη σταδιακή αποκάλυψη και φανέρωση της αλήθειας, γιατί ο άνθρωπος είναι και αδύνατος και ελεύθερος. Με μιας δεν μπορούσε να τα καταλάβει και να τ’ αφομοιώσει όλα. Θα πάθαινε πνευματικό κορεσμό, θα βαρυστομάχιαζε. Δε θ’ αφομοίωνε, δηλαδή, δε θα συνειδητοποιούσε την άποκα- λυμμένη αλήθεια. Και ως ελεύθερος πάλι, χρειαζότανε χρόνο, προετοιμασία για να δεχτεί ελεύθερα, με τη θέλησή του, όσα του αποκαλύπτονταν σταδιακά. Ο Θεός δεν εξαναγκάζει.
Έπρεπε όμως να τους εξηγήσει και τη διαδικασία, που ακολουθείται από την Πεντηκοστή και μετά: Προσπάθησε όσο γίνεται ν’ απλουστεύσει:
– Είπαμε, ότι στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη έχουμε αφαιρέσεις, καταργήσεις. Εδώ, αντίθετα, έχουμε «προσθήκες». Από την Πεντηκοστή και μετά η σταδιακή πορεία της θείας οικονομίας προχωρεί με προσθήκες, όχι πλέον αφαιρέσεις. Διότι όσα έχουμε στην Καινή είναι γνήσια και οριστικά. Και για να καταλάβετε την τακτική των προσθηκών, σας επισημαίνω τούτο:
Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός Πατέρας αποκαλύφτηκε με σαφήνεια, «φανερώς», ενώ ο Υιός αμυδρά, ελάχιστα. Η Καινή φανέρωσε τον Υιό και μόνο «υπέδειξε» τη θεότητα του Πνεύματος. Τώρα όμως το Πνεύμα, που πλέον ενεργεί σε μας, δηλαδή στην Εκκλησία, φανερώνει σαφέστατα ό,τι για το ίδιο το Πνεύμα λέχθηκε στην Καινή, χωρίς ν’ αλλάζει κάτι από αυτά που λεχθήκανε κει. Βλέπετε πως το φως της Αγίας Τριάδας καταυγάζει την ανθρωπότητα σταδιακά; Με τις προσθήκες έχουμε «προόδους» και «προκοπή» στη θεία δόξα. Αυτό ισχύει και για τους μαθητές του Κυρίου. Σταδιακά δεχτήκανε το φωτισμό και προοδευτικά καταλάβανε την αλήθεια.
Σε άλλους τα λόγια τούτα φανήκανε λογικά και σε άλλους περίεργα. Δεν είχε και ο Γρηγόριος αυταπάτες. Ανάγκη πάσα να στηρίξει όλ’ αυτά στη Γραφή. Και το έκανε με σαφήνεια μοναδική, που δεν είχε ξαναγίνει στην Εκκλησία:
— Μην αμφιβάλλετε, αγαπητοί μου. Τις προσθήκες, για τις όποιες μίλησα, τις υποσχέθηκε ο ίδιος ο Κύριος. Θυμηθείτε μόνο τι έλεγε στους Αποστόλους, όταν πια έφτανε η ώρα των Αγίων παθών του. Και τι ακριβώς τους υποσχέθηκε; Ότι, όταν φύγει από τη Γη, θα τους στείλει τον Παράκλητο, το Άγιο Πνεύμα. Γιατί; Για να τους ενισχύει, να τους παρηγορεί. Μα και για έναν ακόμη λόγο, πολύ σπουδαίο. Ο Κύριος τους είπε, ότι έχω κι άλλα πολλά να σας διδάξω, άλλα τώρα δεν μπορείτε να τα καταλάβετε. Το Άγιο Πνεύμα που θα στείλω, αυτό θα σας διδάξει και θα σας φωτίσει. Και θα σας εξηγήσει όλα όσα εγώ σας είπα. Αυτό θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια (βλέπε Ίωάννον 14, 25-26 καί 16, 12-14). Προσέξτε καλά τους λόγους του Κυρίου. Άφησε τους Αποστόλους να καταλάβουνε ότι το Άγιο Πνεύμα θα συνεχίσει το έργο του Κυρίου.
Δε θα παρουσιάσει όμως διδασκαλία αντίθετη από του Κυρίου. Θα συνεχίσει στην ίδια γραμμή. Θα διαφωτίσει εκείνα που λέγονται και αποκαλύπτονται στην Καινή Διαθήκη. Μια, λοι¬πόν, από τις διδασκαλίες – αλήθειες, που ο Κύριος δεν είπε – επεξήγησε στους Αποστόλους-, είναι η περί της θεό-τητας του Αγίου Πνεύματος. Αυτήν μας τη δίνει τώρα με το φωτισμό του το ίδιο το Άγιο Πνεύμα. Μπορεί πρόσφατα και άλλοι να φωτίστηκαν για τη θεότητα του Πνεύματος, μα εγώ θα την ομολογώ πάντα και είμ’ έτοιμος να θυσιαστώ γι’ αυτήν, διότι την έχω κυριολεκτικά με «έλλαμψιν» του Αγίου Πνεύματος. Αυτό με οδήγησε κει, αυτό μου φανέρωσε τη θεότητά του. Γι’ αυτό, αδελφοί μου, κρατώ τη διδασκαλία τούτη ως δώρο θείο. Μ’ αυτήν ζω και μ’ αυτήν θα πεθάνω, δοξάζοντας και προσκυνώντας τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, που έχουν μια κοινή θεότητα.
Τέλειωσε και την ομιλία του για το Άγιο Πνεύμα. Έκανε με το παραπάνω το καθήκον του ως διδάσκαλος. Ηρέμησε. Δυο – τρεις ημέρες περάσανε γαλήνιες. Κάτι συνέβη όμως, που δεν το γνωρίζουμε. Κάποιες συζητήσεις, κάτι αντιρρήσεις. Και την επόμενη Κυριακή έκρινε ότι πρέπει να επανέλθει στο θέμα της θεολογίας. Ποιος πρέπει να θεολογεί και πότε να θεολογεί (Λόγος Κ’).
Έτσι, ξανατόνισε στο ναό της Αναστασίας:
— Αλίμονο σ’ όποιον θεολογεί χωρίς καθαρότητα και άσκηση. Προσπαθώ, κι επιθυμία μου είναι να γίνω μέσα μου πεντακάθαρος καθρέφτης, για να καθρεφτιστεί εκεί ο Θεός, η αλήθεια.
Κι επειδή έβλεπε στο ακροατήριο κάποιον ζηλωτή, που χωρίς φόβο μίλαγε για οποιοδήποτε σημείο της αλήθειας, σταμάτησε το λόγο και του είπε:
— Θες κάποτε και εσύ να γίνεις θεολόγος; φύλαγε τις θείες εντολές, πορέψου εφαρμόζοντας τα προστάγματα του Κυρίου. Και μην ξεχνάς ποτέ, για να ζήσεις τη θεωρία, θα περάσεις από την πράξη. Πρώτα η άσκηση κι έπειτα έρχεται η θεοπτία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου