Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

“Μέθεξη Αναστάσεως”. Του Θεοφιλ. Επισκόπου Κνωσού κ. Μακαρίου. (2004)


Μέθεξη Ανάστασης
Όσο περνάνε οι ημέρες και οι χρόνοι, προχωράμε στα δεδομένα που δημιουργεί ο σύγχρονος, πολύμορφος και ευμετάβολος τούτος κόσμος, όστις από την μια πληθωρικά κηρύττει, στεντορεία τη φωνή, την ανοχή, την καταλλαγή και την ειρήνη μεταξύ των λαών και των ανθρώπων της υφηλίου και από την άλλη σε επίπεδο ενεργειών και πράξεών του παρατηρούμε μια επιστροφή σε ένα βαρβαρικό εφάμακτο παρελθόν πολέμων και ποικίλων διαιρέσεων.
Εν μέσω λοιπόν αυτής της διαπιστώσεως και ενώ καλούμαστε από την Εκκλησία του Χριστού να εορτάσουμε την Ανάστασή Του, ακούσαμε εσχάτως μαζί με τις ως άνω μεγάλες εξαγγελίες για την παγκόσμια ειρήνη και την δημιουργία αναπτυξιακών δραστηριοτήτων για την καταπολέμηση της φτώχειας και της μιζέριας των ενδεών και την ευχή της επικράτησης μιας διεθνούς εκεχειρίας για το καλό του πλανήτη.
Χωρίς αυτό να αποτελεί κάτι το κακό να, ήλθε, μας πρόφτασε η εορτή της Αναστάσεως του Χριστού και η οποία έρχεται κάθε Κυριακή για τους Ορθοδόξους λαούς και πολιτισμούς η οποία αποτελεί για την βιωμένη εμπειρία των αθλητών της Πίστεως, την απόκτηση της μακαριότητας του ανέσπερου Φωτός της Αναστάσεως εκείνο που εισάγει στην δυνατότητα της χάριτος και της εν Χριστώ εκεχειρίας.
Στην παλαίστρα του καθημερινού πνευματικού αγώνα η πρόγευση της εκ νεκρών αναστάσεως και η είσοδος στην αιωνιότητα δεν αποτελεί ένα διάλειμμα στην πορεία της ζωής που πνευματικοποιείται περιστασιακά εμπρός στις διάφορες αναγκαιότητες μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου η που διαφοροποιείται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβάλει η παγκόσμια αγορά και το διεθνές “μάρκετινγκ”.
Αποτελεί ο εν λόγω πνευματικός αγώνας των πιστών μια συνεχή ζωντανή πορεία που ως κατάσταση μεταβάσεως από τον θάνατο στην όντως ζωή, είναι μια ενδημούσα εσωτερική συνεχής πνευματική εκεχειρία, καταλλαγής και συγχωρήσεως δια θυσιών και σταυρού που έχει την Ανάσταση ως διαρκές σημείο αναστάσιμης εκεχειρίας και συνάντησης με το Πανάγαθο Θεό και κάθε άνθρωπο. “Ημείς οίδαμεν ότι μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν, ότι αγαπώμεν τους αδελφούς”. (Α΄ Ιωαν. 3, 14)
Αυτή θα κορυφωθεί αυτές τις μέρες με την εορτή της Ανάστασης του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού για να μεθέξει πρώτα ο κόσμος της ψυχής και μετά να συρθεί, όσο μπορεί φυσικά και μάλλον τις περισσότερες φορές άθελά του, ο κόσμος των κάθε μορφής άκοσμων κοσμικών καταναλωτικών καταστάσεων, το βράδυ της Ανάστασης από το αναστάσιμο γλυκυηχές δοξαστικό μέσα στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το γνωστό “συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει…” τον παιάνα της καταλλαγής και ανάπαυσης του τόπου των ηγαπημένων του Θεού.
Ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει ότι η Ανάσταση του Χριστού είναι: “της ανθρωπίνης φύσεως απάσης γενέθλιον” δηλαδή μια συνεχώς ενεργούσα γέννηση, χαρά και αποκάλυψη παγκόσμια σε κάθε αγωνιζόμενη ανθρώπινη φύση μακράν του ανθρώπου του νόμου του Σαββάτου, των εκ του κόσμου τούτου καθοριζομένων εορταστικών γεγονότων και ένα άνοιγμα στην ζωή του Αναστημένου Χριστού ο οποίος έγινε “ο πρωτότοκος των νεκρών”.

Η ιδέα του θανάτου ως το τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης –εδώ σ΄ αυτή την ζωή τελειώνουν όλα- ή ο ατονισμός της μοναδικότητας της γέννησης κάθε ψυχής  και του ερχομού της στη ζωή, το πέρασμά της στην Βασιλεία του Θεού, από τις σύγχρονες αναβιώσεις των διαφόρων θεωριών της μετενσαρκώσεως και της ανούσιας προγονολατρείας, οδήγησαν στην ομιχλώδη θέα της Αναστάσεως και την μετατροπή της εορτής, σε εορτή των λουλουδιών και της Άνοιξης με μια διάθεση ποιητικής αναγωγής, θρησκευτικού συγκρητισμού για την αποδοχή ξερών εθίμων που μη νοηματοδοτούμενα από το βάθος του βιώματος της εορτής της Ανάστασης γίνονται τύποι και συμβολισμοί, ευκαιρία αλλαγής της μονότονης βουβής καθημερινότητας.
Υποκρύπτεται ενταύθα η αναβίωση του δράματος του κόσμου εκείνου που έχασε την συμφυΐα ψυχής και σώματος, που θεώρησε το σώμα της ανθρώπινης ύπαρξης δεσμά της ψυχής υποβιβάζοντάς το, με μοιραία κατάληξη να εκλαμβάνει την Ανάσταση ως μια κατασκευασμένη λύση συμβολικού χαρακτήρα, μια λύση ενός δράματος προερχόμενο από τις δοξασίες των φυσιολατρικών μυθικών θρησκειών, του θεού παραμύθι, του θεού εκείνου που πεθαίνει και ανασταίνεται μέσα στο αρχέγονο κακό περιβάλλον με συμβολισμούς ποιμενικού και αγροτικού χαρακτήρος. Το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή. Δεν πιστεύει στην ψυχή και δεν δέχεται την επέκεινα του τάφου ζωή παρά μόνο την ευδαιμονία των κοσμικών κατακτήσεων, εξαρτήσεων και τις αισθησιακές διαβεβαιώσεις της κυριότητας του βασιλείου του κόσμου τούτου.
Μια φυσική ανακύκληση δηλαδή ντυμένη με θεοκρατικά μυστικιστικά στοιχεία που φυσικό ήταν και θα είναι πάντα, να επιστρατεύει την μαγεία ως μέσο διάδοσης των ενεργειών της, αφού δεν μετέχει στο γεγονός της ενός εκάστου ανθρώπου ανάστασης και σωτηρίας, οδηγούσα στην λατρεία της θρησκευτικής αοριστίας δια του φόβου και της μαζικής υστερίας ενδοκόσμιας χαράς, αποκεκομμένης από κάθε τι που παραπέμπει στο μυστήριο της ζωής και του θανάτου, στην νέα ζωή της Ανάστασης του Σταυρωμένου Χριστού.
Στοιχεία επιβολής με αποτέλεσμα την χρησιμοθηρία και όχι την κατά χάρη μετοχή στο γεγονός της εν Χριστώ αναστάσεως και προγεύσεως της αιωνιότητας, στην πέραν του τάφου ζωή, που σ΄ αυτή η κάθε ύπαρξη συνεχίσει να είναι μια συγκεκριμένη εικόνα του Θεού, αδελφός και αιώνιος οδοιπόρος της πορείας Ιησού Χριστού στα έσχατα και ο οποίος είναι το “απαύγασμα φωτός αϊδίου και έσοπτρον ακηλίδωτον της του Θεού ενεργείας και εικών της αγαθότητος αυτού”. (Σολ. 7, 26)
Έτσι η τυραννία και η κακοπάθεια των σταυρών της ζωής αφήνεται προς στιγμήν μέσα στο εορταστικό αναστάσιμο κλίμα εντελώς ανυποψίαστη για την κατάκτηση της αναστάσιμης μεταμορφώσεως, μέσα στην ξέφρενη ευωχία, ξένη με την αναστάσιμη εορτή, δηλαδή ως μια ημέρα όμοια με τις υπόλοιπες ημέρες αργίας, μια επί πλέον ευκαιρία για την αλλαγή του καθ΄ ημέραν προγράμματος, αν εξαιρέσει κανείς το τυπικό πλέον χαιρετισμό “Χριστός Ανέστη”, τα κόκκινα αυγά και τα λοιπά τερπνά και εύγεστα εδέσματα της ημέρας.
Δεν είναι υπερβολή είναι αδιάψευστη αλήθεια ότι κατ΄ ουσίαν η τάση αυτή αποτελείται από την διάθεση πνευματικής αυτονομίας και αποκοπής από την αληθινή αναστάσιμη χαρά, θεοποίησης των φυσικών στοιχείων και από την μη δυνατότητα αναγνώρισης του Αναστημένου Σώματος του Χριστού και του τόπου της παραμονής των ελπιζόντων και ομολογούντων την ανάγκη της άρσης της φιλαυτίας και της σαγήνης του κόσμου που κήρυξε το θάνατο χωρίς ανάσταση, που έκαμε την ατομικότητα το μέτρο σύγκρισης για κάθε επιτυχία, αμέθεκτη από τον “τόπο των σωζομένων”, όπως γράφει ο Αγ. Μάξιμος ο ομολογητής, δηλαδή τον ίδιο το Θεό.
Συνεπεία αυτού έρχεται η αδιαφορία προς το ανθρώπινο σταυρωμένο σώμα και την τυραννισμένη οδυνομένη ψυχή από τα προβλήματα της ζωής, την μοναξιά, την απονιά και η αντιμετώπισή των μόνο ως οργάνων προσφοράς ευδαιμονίας και ραστώνης αυτονομημένα από κάθε κακοπάθεια και στέρηση για την αγάπη του Θεού και την θυσία που απαιτείται για την συνάντηση του άλλου ανθρώπου.
Η πλήρωση έρχεται από τους υπολογισμούς της αύξησης μιας χαράς ως είσπραξης διπλωματικής υπερπήδησης του πόνου του σταυρού, του δικού μας και των άλλων, της κακοπάθειας και της εθελοθυσίας που έλκει το Θεό και γίνεται μια παραζάλη περιορισμού στην εγωκεντρική ανεμοθύελλα χωρίς κανένα παράθυρο στον άλλο, στα ερχόμενα ορατά και αόρατα, στην ακατάλυτη κοινωνία των θεωμένων και φωτισμένων αναστάσιμων υπάρξεων της κοινωνίας των προσώπων.
Χαρακτηριστικό είναι ότι ακόμα και ο εξωτερικός, κοσμικός ποιητικός και μουσικός χαρακτήρας των εκδηλώσεων της ευφρόσυνης ατμόσφαιρας που επενδύουν την αναστάσιμη ημέρα δεν είναι παρά μια προέκταση της εσωτερικής χαράς.
Δεν είναι ένας φολκλορικός τύπος ή μια εορταστική σημειολογία  είναι μια συνέχεια του σκιρτήματος της ψυχής και του είναι και μη δυναμένη να κρατήσει το υπερχείλισμα της ύπαρξης, την πλήρωση αυτής της αναστάσιμης πανδαισίας, το περνά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ζωής. Το κάνει τραγούδι, έμμετρο λόγο και χορό, συγγένεια πέραν των δεσμών του αίματος, πέραν των δεσμών φιλίας ή έχθρας που καταλύει την αλλοτρίωση του φρονήματος από την κόλαση του ψεύδους και της ακοινωνησίας.
Αποτελεί μια έξοδο από την λογική αφαίρεση της αναστάσιμης εμπειρίας και μια είσοδο με βιώματα και εν Χριστώ ελευθερία στην ανέσπερη ημέρα της Ανάστασης στην λύση των δεσμών του Άδη.
Επομένως κάθε εκεχειρία και καταλλαγή ακόμα και αν στηρίζεται σε όλες τις αξίες του πανανθρώπινου βίου ή και στις αναζητήσεις των καλυτέρων εκφάνσεων της παγκόσμιας διανόησης και γραμματείας αν δεν απέχει του πνευματικού θανάτου και του ολέθρου της κατάτμησης της ανθρώπινης ύπαρξης θα είναι μόνο μια αισθητή υποδήλωση του τραγικού αδιεξόδου ενός κόσμου χωρίς Θεό οικτιρμών, δηλαδή Σταυρού και Ανάστασης για την σωτηρία του κόσμου.
Η Ανάσταση είναι το κέντρο για μας τους Ορθοδόξους. Δεν μπορούμε να μη διατρανώσουμε την νίκη του θανάτου όχι βεβαίως ως συνέχεια ή παράλληλη διατύπωση μυθικών στοιχείων ενός ειδωλολατρικού παρελθόντος, αλλά ως μια πλήρη αποξένωση από το θάνατο. “Χωρισμός Θεού θάνατος”.
Αυτό δε το οποίο εβίωσαν οι Άγιοι και Μάρτυρες, αυτοί που αναστήθηκαν από τον Χριστό, την πηγή της ζωής, είναι και η πορεία και η ακολουθία της Εκκλησίας. Όσοι απέβαλαν την δωρεά της Ανάστασης στερούνται της πεμπτουσίας της Πίστεως δηλαδή για την Ορθόδοξη πνευματικότητα των βιωμάτων της εν Χριστώ αποκαλύψεως.
Όπου η Ανάσταση παρουσιάζεται υπό τινων δια πλαγίων υπερφυγών, ως μυθικό στοιχείο, ως μετεξέλιξη, μετενσάρκωση, ως κατάκτηση εκλεκτών λαών με αλαζονεία έπαρσης έναντι άλλων ανθρώπων ή ως έγερση του Χριστού με ένα μπαϊράκι στο χέρι όπως δυστυχώς αποτυπώνεται σε φράγκικες εικόνες της Ανάστασης, δεν πρόκειται ποτέ να αποβάλουν την νέκρωση της ύπαρξης των και να καταλάβουν γιατί η Ορθοδοξία ως εικόνα της Ανάστασης έχει την εις “Άδου κάθοδο του Χριστού”.
Είναι τραγικό να διαβάζει κανείς κείμενα χριστιανών θεολόγων της Ευρώπης και να διαπιστώνει ξεκάθαρα την πλήρη αμφισβήτηση του γεγονότος της Ανάστασης, σημείο ασφαλώς της πλήρους εισόδου πολλών εκ των του πολιτισμένου κόσμου στο “κράτος του θανάτου”. (Εβρ. β΄ 14) Ο Άγ. Μακάριος ο Αιγύπτιος γράφει κάπου “ο αληθινός αυτός θάνατος ένδοθεν εν τη καρδία κέκρυπται και ο άνθρωπος έσω νενέκρωται”.
Υπάρχουν πολλοί νεκροί ζώντες αρχής γενομένης από εκείνους όπου μετέχουν στο κόσμο της αυξανόμενης τάξης της απιστίας των πιστών και κατ΄ επέκταση από τους μετέχοντες στη απώθηση κάθε εσωτερικής αναζήτησης ή διαστροφής της, στο μοίρασμα του ενός και μοναδικού αληθινού θανάτου, του θανάτου που κήρυξε ο πολιτισμένος κόσμος, του θανάτου της ψυχής. Ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει “Εις θάνατος η αμαρτία ψυχής γαρ όλεθρος”.
Η παρωδία των νεκρών ζώντων η υπογραμμισμένη και συμπεριλαμβανόμενη στην συγκλονιστική παραβολή του άσωτου υιού, που ο Πατέρας έλεγε πριν την επιστροφή του “ούτος ο υιός μου νεκρός ην” (Λουκ. ιε΄ 24) οι μη αποδεχόμενοι τα λόγια του Χριστού “Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι έρχεται ώρα, και νυν εστίν, ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του υιού του Θεού, και οι ακούσοντες ζήσονται”. (Ιωαν. ε΄ 24-25)
Πως ως “νενεκρωμένοι κατά ψυχήν” κατά τον Αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά εκείνον που μαρτύρησε μετά των ανά τους αιώνες Μάρτυρες της Ανάστασης κατά βίωμα για την θέα του άκτιστου Φωτός -“Δεύτε λάβετε φως”- και που η Δυτική οφρύς μέχρι σήμερα ή τον αποφεύγει, γιατί δεν αντέχει από τότε, τον 14ο αιώνα μέχρι σήμερα, δεν δέχεται το φως της Ανάστασης, την Ανάσταση ως πρώτη και κυρία εορτή της κατά χάριν μεθέξεως στις άκτιστες ενέργειες του Θεού ή τον αποκαλεί μέχρι σήμερα ομφαλοσκόπο, μετά πάντων των γευθέντων την Χάρη ότι δηλαδή από τις νηστείες, την εγκράτεια και τις συνεχείς προς τα κάτω μετάνοιες κοίταζε τον ομφαλό του και φαντάστηκε την κατά χάριν θέα του άκτιστου Φωτός της Θεότητος;
Μήπως αυτός ο πνευματικός θάνατος δεν είναι έκδηλος, με βάσει τα ανωτέρω, στην στράτευση της εξίσωσης όλων των βοηθητικών στοιχείων για την κατανόηση της Ανάστασης με κάθε τι του χώρου της αδυναμίας του “κιτς” όπως π. χ. οι στολισμένες αναστάσιμες λαμπάδες των μικρών παιδιών με χίλιες δυο ανοησίες και αφράτα πολύχρωμα τούλια, ένας δηλαδή έτερος υπερπληθωρικός κόσμος που αδυνατεί να βάλει νέο κρασί σε παλιά ευωδιαστά ασκιά, που αδυνατεί να μυρίσει το μελισσοκέρι, να κατανοήσει το ανέβασμα του αναστάσιμου χριστόψωμου από τα ευλογημένα καλορίζικα του Επιταφίου ή το κάψιμό τους στο θυμιατό της μάνας την ώρα της αρρώστιας πάνω από το κρεβάτι του ανθρώπινου πόνου;
Η Ορθοδοξία έχει γνώρισμά της την αναστάσιμη δια Σταυρού χαρά και αποκάλυψη του Θεού όχι ως χαρά της βασιλείας του κόσμου τούτου που περνά, αλλά τον ολοένα μεγαλύτερο πόθο προς την αποδοχή της χάριτος. Κάθε αριστοκρατικό καπρίτσιο ή χαμογελαστή απανθρωπιά για την μέθεξη στην αδιάκριτη επιτυχία ή στα ιδεολογήματα των κοσμικών εξουσιασμών  είναι αντίθετα προς την βιωμένη παράδοσή της.
Ο κόσμος αμέθεκτος από την Ανάσταση είναι ένας καταθλιπτικός θάνατος και ένας εκμηδενισμός της εθελοθυσίας του Σταυρού.
“Βασιλεύει, αλλ΄ ουκ αιωνίζει Άδης του γένους των βροτών”. (Ύμνος Μ. Σαββάτου) Αυτή είναι και η προσδοκία της Εκκλησίας του Χριστού, να κάνει κάθε άνθρωπο ξένο προς το φρόνημα των βασιλειών του κόσμου τούτου, τον πολυφάνταστο άνθρωπο της εποχής, απλό ως την φάτνη, πορευόμενο ως τον Χριστό, καρτερικό ως την μακροθυμία Του, άκακο ως Εκείνο επί Σταυρού, και μέτοχο της χάρης της Ανάστασης της νέας εν Χριστώ Κοινωνίας των τεθεωμένων και βιούντων το πέρασμα από την κατάσταση του νόμου στην κοινωνία της αγάπης.
Το Αναστάσιμο βίωμα δεν είναι ούτε μια ανακύκληση μύθων, ούτε προνόμιο σοφών και στοχασμοί προοδευτικών ή εμμονές συντηρητικών.
 Είναι το γεγονός της εκ νεκρών έγερσης του Χριστού, η κατάργηση του Θανάτου και της εις Άδου καθόδου του λογισμού του κάθε ανθρώπου και της ιστορίας του για να αναστηθεί μετά Αγίων και δικαίων όχι σε ένα κόσμο μελλοντικής απολαβής και πρόσκαιρων ισορροπιών, αλλά ειρήνης και παναγάπης κατά τον π. Ι. Πόποβιτσ, της ατελεύτητης βασιλείας του θρόνου του εσφαγμένου Αρνίου Ιησού Χριστού “υπέρ της του κόσμου ζωής” (Ιωαν. 6, 51) της μόνης αληθινής ελπίδας και σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου.
Πάσχα 2004
Του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Κνωσού κ. Μακαρίου
(Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα “Τόλμη” Ηρακλείου την 8-4-2004)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου