Ετικέτες
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
25 Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
Ή μετενσάρκωση είναι
ανόητη καί άφελής
Πρόσκαιροι είμαστε στον
κόσμο αυτό. Πέραν τού παρόντος κόσμου όμως θά είμαστε αιώνιοι. Ή ζωή μας,
καρπός τής θείας αγάπης καί φιλανθρωπίας, άρχισε κάποτε κατά τρόπο ανεξιχνίαστο
γιά μάς, αλλά μετά θάνατον θά είναι διαρκής, αδιάκοπη, χωρίς τέλος. Ή ζωή
άρχίζει μέ τή γέννησή μας, θά παρατείνεται όμως επ’ άπειρον στά βάθη τής χωρίς
τέρμα αίωνιότητος. Επομένως ή ζωή πού μάς έχάρισε κατά τήν ανεκδιήγητη άγάπη
του ό φιλάνθρωπος Θεός έχει τά άκόλουθα στάδια: α) τήν έπίγεια ύλική ζωή μας
στόν κόσμο αυτό· β) τήν προσωρινή περίοδο τού χωρισμού σώματος καί ψυχής λόγω
τού σωματικού θανάτου. Ή περίοδος αυτή (ή Μέση Κατάσταση τών ψυχών) είναι
περίοδος άναμονής ακόμη καί γιά τούς Αγίους, τούς Μάρτυρες καί τούς Όσιους,
διότι καί αυτοί «προσδοκούν άνάστασιν νεκρών»· γ) τήν ανάσταση τών σωμάτων δ)
τήν καθολική κρίση καί ε) τήν «ζωήν τού μέλλοντος αίώνος», τό μυστήριο τής
όγδοης ημέρας. Ή προσωπικότητα λοιπόν τού καθενός μας, από τή στιγμή πού θά
γεννηθεί, άκολουθεί τά στάδια αυτά ανεβαίνει τίς βαθμίδες αυτές, ανεξαρτήτως άν
θά οδηγηθεί τελικά «εις άνάστασιν ζωής» ή «εις άνάστασιν κρίσεως» (Ίω. ε' 29)·
δηλαδή άν θά άναστηθεί γιά νά άπολαύσει ζωή αιώνια καί μακαρία ή γιά νά
δικασθεί καί κατακριθεϊ. Μέχρι τώρα μιλήσαμε γιά τά δύο πρώτα στάδια. Στή
συνέχεια θά μιλήσουμε γιά τά άλλα τρία.
Επειδή είμαστε ζυμωμένοι
μέ τήν ύλη, τόν χρόνο καί τόν χώρο, δυσκολευόμαστε νά συλλάβουμε όλα τά πιό
πάνω. Γι’ αύτό πολλοί ή τά άρνούνται έντελώς ή προσπαθούν νά τά κατανοήσουν μέ
έγκόσμια σχήματα. Οί πρώτοι είναι οί
άπιστοι, οί υλιστές, οί άθεοι.
Οί δεύτεροι είναι εκείνοι
πού έπεχείρησαν νά τά έρευνήσουν με τό λογικό τους, χωρίς τόν φωτισμό τού
'Αγίου Πνεύματος. Γι’ αύτό κατέληξαν στό συμπέρασμα ότι ή ζωή τού άνθρώπου
κινείται κυκλικά,ή ότι μετά θάνατον διέρχεται άπό διάφορα στάδια τιμωρίας καί
έξαγνισμού. Αύτά πίστευαν, μέ ελαφρές διαφορές, οί ’Ορφικοί, οί Πυθαγόρειοι, ό
’Εμπεδοκλής, ό Σωκράτης, ό Πλάτων, οί Νεοπυθαγόρειοι, οί Στωικοί, ό Πλωτίνος,
οί Γνωστικοί, οί Μανιχαίοι, καί πρίν άπό αύτούς άλλοι είδωλολάτρες, όπως π.χ.
οί ’Ινδοί, οί Αιγύπτιοι, οί Βουδδιστές κλπ. Παρόμοια διδάσκουν σήμερα οί
Θεοσοφιστές καί οί έμπνεόμενοι άπό τόν πονηρό δαίμονα Πνευματιστές, οί όποίοι
επιμένουν στή μετεμψύχωση ή ορθότερα τή μετενσάρκωση
Διδάσκουν δηλαδή ότι οί ψυχές μετά θάνατον
ένσαρκώνονται καί πάλι σέ διάφορα σώματα ανθρώπων, ζώων ή φυτών Οί
μετενσαρκώσεις αύτές είναι δήθεν αναγκαίες, προκειμένου ή ψυχή νά τιμωρηθεί γιά
τίς άμαρτίες της ή νά καθαρισθεί ήθικά. Ή μετενσάρκωση αύτή συνεχίζεται, τάχα,
μέχρις ότου έπιτευχθεί ή τελική κάθαρση τής ψυχής...
Αλλά τήν άφελή καί άρρωστημένη
αύτή ονειροπόληση, τόν δαιμονικό αύτό πειρασμό, άπέκρουσε εύθύς έξ άρχής ό
θεόπνευστος Παύλος καί μάλιστα κατά τρόπο άπόλυτο. Έγραψε: Όσοι είμαστε σ’ αύτό
τό σώμα,τό όποίο μοιάζει μέ σκηνή, στενάζουμε σάν νά πιεζόμαστε άπό κάποιο
φορτίο. Στενάζουμε, όχι διότι θέλουμε νά έκδυθούμε τό ύλικό σώμα, αλλά διότι
θέλουμε νά ένδυθούμε ούράνιο σώμα, τό αιώνιο καί άφθαρτο, γιά νά άναλωθεί καί
νά καταποθεί ή θνητότητα καί ή φθορά τού σημερινού σώματός μας άπό τήν άφθαρτη
ζωή τού άλλου. Διότι όπως όταν άνατέλλει τό φώς άφανίζει τό σκοτάδι, κατά
παρόμοιο τρόπο ή άνώλεθρη καί άφθαρτη ζωή άφανίζει τή φθορά καί θνητότητα. Κατ’
αύτόν τόν τρόπο τό θνητό καταπίνεται άπό τή ζωή ή ορθότερα μεταστοιχειούται σέ
άφθαρσία (Β' Κορ. έ 4· Α' Κορ. ιε' [15] 53). Μέ τά λόγια αύτά ό θείος Παύλος
δέν «κατέφερε (μόνο) θανάσιμο πλήγμα εναντίον έκείνων πού περιφρονούν τό σώμα»·
άπέρριψε ταυτοχρόνως «μετ’ άπολύτου άποφασι στικότητος» τόν πειρασμό τής
μετενσαρκώσεως. Γι’ αύτό ή Εκκλησία τού
Χριστού ούδέποτε δέχθηκε τίς φλυαρίες καί τά φαντασιοκοπήματα τής ανθρώπινης
«σοφίας» ή ορθότερα τίς μωρίες περί μετενσαρκώσεως. Οί Άποστολικοί Πατέρες
πολέμησαν τη μετενσάρκωση μέ σταθερότητα. Ό Θεόφιλος Αντιόχειας τη θεωρεί
«δεινόν καί αθέμιτον δόγμα» γιά κάθε λογικό άνθρωπο, ό όποίος δέν είναι δυνατό νά
δεχθεί ποτέ ότι ό άνθρωπος θά γίνει καί πάλι «λύκος ή κύων (σκύλος) ή όνος ή
άλλο τι κτήνος»
Ό Μ. Βασίλειος στήν
«Έξαήμερον» καταδικάζει τίς ιδέες τού Έμπεδοκλέους περί μετενσαρκώσεως καί
λέγει: Διώξε μακριά τίς φλυαρίες των «σοβαρών» φιλοσόφων πού δέν ντρέπονται νά
ύποστηρίζουν ότι οί ψυχές τους καί οί ψυχές τών σκύλων είναι όμοιες μεταξύ
τους· πού λέγουν ότι οί ίδιοι υπήρξαν κάποτε καί γυναίκες καί θάμνοι καί
ψάρια. Έγώ βέβαια, προσθέτει ό
θεοκήρυκας Βασίλειος, δέν λέγω ότι αύτοί ύπήρξαν ποτέ ψάρια λέγω όμως καί
ύποστηρίζω έντονα ότι, όταν έγραφαν αύτές τίς ιδέες, ήσαν πιό μωροί καί πιό
ανόητοι καί άπό τά ψάρια.
Την ϊδια στάση κατά τής
μετενσαρκώσεως τηρεί καί ό Θεολόγος Γρηγόριος. Στόν Α' Θεολογικό λόγο του, στόν
όποίο πολεμεί τίς θέσεις τών Πυθαγορείων, τού Πλάτωνα καί άλλων έθνικών
φιλοσόφων, γράφει: Πολέμησε, άγαπητέ μου,τίς θεωρίες τού Πλάτωνα περί ιδεών καί
περί τού ότι οί ψυχές μετά θάνατον εισέρχονται σέ άλλα σώματα καί ότι
περιοδεύουν καί ότι ενθυμούνται την προύπαρξή τους.
Αλλά καί ό Ιερός
Χρυσόστομος έπετέθη με πολλή σφοδρότητα έναντίον τών ανόητων αύτών δοξασιών.
Ελέγχοντας τούς πανθεϊστές είδωλολάτρες, οί όποίοι έλεγαν ότι οί ψυχές είναι
«έκ τής ούσίας τού Θεού», τονίζει ότι μέ τίς διδασκαλίες τους γενικά μάς
αποκλείουν «τάς οδούς τής θεογνωσίας» καί ότι μέ τή μετενσάρκωση καταβιβάζουν
«τόν Θεόν εις άνθρώπους καί φυτά καί ξύλα». Διότι, έάν ή ψυχή μας είναι «τής
ούσίας τού Θεού», όπως ύποστηρίζουν εκείνοι, «ή δέ μετενσωμάτωσις» τής ψυχής
καταλήγει σέ πεπόνια καί κρεμμύδια καί μύγες καί κάμπιες καί άλογα ζώα, άρα ή
ούσία τού Θεού καταλήγει σέ... πεπόνια Καί δέν ντρέπονται, συνεχίζει ό ιερός
Πατήρ, νά υποστηρίζουν τέτοια πράγματα Διότι έτσι οδηγούμαστε στήν
«μετενσωμάτωσιν» όχι τής ψυχής, αλλά «τήν μετενσωμάτωσιν τού Θεού», πράγμα
«όντως αισχρόν» Καί συμπεραίνει: Επειδή οί φιλόσοφοι αύτοί είχαν στερηθεί «τής
τού Πνεύματος βοήθειας», δέν κατόρθωσαν νά βρουν κάτι τό υγιές «ούτε περί Θεού
ούτε περί κτίσεως». ’Εκείνα τά όποία μία
απλοϊκή Χριστιανή χήρα γνωρίζει, αύτά ποτέ δέν τά γνώρισε ούτε αύτός ό
Πυθαγόρας Διότι αύτός καί οί όμοιοι του είναι σκοτισμένοι στή διάνοια, καί καθ’
όσον βρίσκονται στό σκοτάδι λέγουν καί πράττουν τά πάντα, καί τά περί δογμάτων
καί τά περί ζωής
Επομένως ή διδασκαλία
περί μετενσαρκώσεως, στήν όποία δέν
πιστεύουν μόνον οί ’Ινδιάνοι τής Β. Αμερικής, οί Νεοζηλανδοί, οί Λάπωνες,οί
Μεξικανοί καί οί Ζουλού,αλλά καί οί... «πολιτισμένοι» δαιμονοκίνητοι
Πνευματιστές καί Θεοσοφιστές, είναι φαντασιοπληξία. Είναι μία ανόητη
θρησκευτικοφιλοσοφική ιδέα, μία αφελής καί παιδαριώδης αντίληψη,ή όποία άπό μόνη της καταρρέει. Διότι δέν ύπάρχει
καμμία ένδειξη πού νά παρουσιάζει έστω καί ελάχιστα πιθανή μιά τέτοια
διδασκαλία. Πέραν αύτών, «σήμερον άποδεικνύεται ότι αί άντιλήφεις καί
άναμνήσεις τού είδους», πού ύπεστήριζε ό φιλόσοφος Πλάτων γιά νά στηρίξει τή
θεωρία του περί μετενσαρκώσεως, «είναι ένα άπό τά πλέον έντονα γνωρίσματα
σχιζοφρενίας»
Υπάρχει καθαρτήριο πύρ;
Εάν όσοι άναφέραμε
προηγουμένως πιστεύουν στη μετενσάρκωση, οί Παπικοί χωρίς νά τό εννοούν έπηρεασμένοι από παρόμοιες ιδέες, κηρύττουν
τό Πουργατόριον (purgatorium) ή
Καθαρτήριον πύρ. Διδάσκουν δηλαδή ότι οί ψυχές οί όποιες δέν έχουν έξαγνισθεϊ,
αλλά βαρύνονται μέ συγγνωστά αμαρτήματα, καθώς έπίσης καί από αμαρτίες οί
όποιες έχουν μέν συγχωρηθεί μέ τή μετάνοια, γιά τίς όποιες όμως δέν πρόλαβαν νά
όποστούν όσο χρόνο ζούσαν τά έπιτίμια πού τούς έπεβλήθησαν, μεταβαίνουν μετά
θάνατον σέ κάποιον τόπο, όπου ύπάρχει τό Καθαρτήριον πύρ. Έκεί περνούν από μία
κατάσταση ήθικής καθάρσεως,ή όποία
έπιτυγχάνεται μέ προσωρινές ποινές.
Αλλά τό παπικό αύτό δόγμα
δέν έχει εύαγγελική θεμελίωση. Είναι δάνειο από διδασκαλίες τών άθέων Χαλδαίων,
οί όποίοι πίστευαν σέ πυρ καθαρτήριον, τό όποίο άναχωνεύει δήθεν όπως τόν
χρυσό, τίς ψυχές έκείνων πού πέθαναν. Είναι δάνειο από τόν Ωριγένη, τή σχετική
διδασκαλία τού όποίου κατεδίκασε ή αγία Ε' Οικουμενική Σύνοδος. Είναι έπί πλέον
δάνειο από τόν μονοφυσίτη καί πλατωνικό Φιλόπονο (πρώτο ήμισυ τού ς αί.), τόν
όποίο ό Μ. Φώτιος ονομάζει «ματαιόπονον» γιά τίς αιρετικές του διδασκαλίες.
Επειδή λοιπόν ή δοξασία αύτή τών Λατίνων είναι αστήρικτη άγιογραφικά, γι’ αύτό
καί ή ’Ορθόδοξη Εκκλησία μας ούδέποτε τήν δέχθηκε. ’Άλλωστε τό παπικό αύτό δόγμα είναι
απαράδεκτο καί γιά τούς έξης λόγους:
α) Μέ τό Καθαρτήριον πύρ
τιμωρείται μόνο ή ψυχή· τό σώμα, τό όποίο χρησιμοποιήθηκε ως όργανό της γιά τή
διάπραξη της αμαρτίας, μένει ατιμώρητο, αφού μετά θάνατον αποθνήσκει καί
διαλύεται καί άρα δέν αισθάνεται τίποτε. Έ τιμωρία όμως μόνο τής ψυχής
άποδεικνύει άδικον τόν Θεόν.
β) Πολλοί, μέ τήν ελπίδα
ότι θά περάσουν από τό Καθαρτήριον πύρ, αμαρτάνουν άφοβα γίνονται θρασύτεροι
στό κακό, έφ’ όσον είτε ούτως είτε άλλως, αφού περάσουν από τό προσωρινό αύτό
στάδιο, θά καθαρισθούν από τίς αμαρτίες τους.
γ) Ή αιρετική αύτή
διδασκαλία ανατρέπει τή μεγάλη αλήθεια ή οποία λέγει: Ή ψυχή μετά θάνατον δεν
μπορεί νά μετατεθεί από τή μία κατάσταση στην άλλη (όπως έχουμε ήδη γράψει),
μάλιστα χωρίς νά έχει ποθήσει καί χωρίς νά έχει άγωνισθεί γιά τη ζωή τής
άγιότητος. Κανείς δέν στεφανώνεται χωρίς αγώνα. Πώς λοιπόν θά προσφερθούν
βραβεία σ’ εκείνον πού χλευάζει καί περιφρονεί «τόν καλόν άγώνα τής πίστεως»
(Α' Τιμ. ς 12);
δ) Τό Πουργατόριο είναι
ασεβές δόγμα, επειδή αναιρεί τό μυστήριο τής Μετάνοιας. Διότι, έφ’ όσον ό
άνθρωπος έξομολογήθηκε στόν πνευματικό καί μετενόησε είλικρινά καί πραγματικά,
τού έχουν συγχωρηθεί τά άμαρτήματα, έστω καί άν εν τώ μεταξύ πέθανε καί δέν
πρόφθασε νά έκτελέσει τά επιτίμια πού τυχόν τού έπεβλήθησαν. Διότι τά επιτίμια
αύτά δέν είναι όπως αυθαίρετα έπιμένουν
οί Παπικοί «ποινές», οί όποιες
ικανοποιούν τή θεία Δικαιοσύνη· διότι τί μπορεί ό αμαρτωλός άνθρωπος νά
προσφέρει πρός ικανοποίηση τής άπειρης δικαιοσύνης τού Θεού; Τά επιτίμια πού
επιβάλλονται στόν έξομολογούμενο είναι μέτρα παιδαγωγικά, φάρμακα ιατρικά, πού
επιβάλλει ό ίερεύς ώς φιλόστοργος πατέρας καί πεπειραμένος πνευματικός ιατρός,
γιά νά βοηθηθεί αυτός πού μετανοεί στό νά καρποφορήσει έργα άξια της μετάνοιας.
Έξ άλλου αύτά άλλοτε ελαττώνονται καί άλλοτε αυξάνονται ή καί αίρονται έξ
ολοκλήρου εκ μέρους τού πνευματικού, ανάλογα μέ τή συντριβή, τήν ειλικρίνεια
καί τή σπουδή πού παρουσιάζει αύτός πού μετανοεί. Έφ’ όσον λοιπόν ό αμαρτωλός
εξομολογείται είλικρινά, μετανοεί μέ συντριβή καί προσπίπτει στό θείο έλεος,
λαμβάνει άφεση αμαρτιών. Αύτό συνέβη μέ τόν τελώνη, ό όΠοιός, «κατέβη» από τό
ιερό «δεδικαιωμένος εις τόν οίκον αυτού» (Λουκ. ιη' [18] 14)· μέ τόν Ζακχαίο,
μετά τή μετάνοια τού όποίου ό Κύριος ομολόγησε ότι «σήμερον σωτηρία τώ οϊκω
τοότω έγένετο» (Λουκ. ιθ' [19] 9)· μέ τόν μετανοήσαντα επάνω στό Σταυρό ληστή,
τόν όποίο ό Κύριος έβεβαίωσε«άμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ έμού έση έν τώ
Παραδείσω» (Λουκ. κγ [23] 43).
ε) Τό παπικό δόγμα περί
Καθαρτηρίου πυρός είναι βλάσφημο καί απαράδεκτο, διότι άμφισβητεί τήν
άποτελεσματικότητα τής έξιλαστηρίου θυσίας τού Κυρίου ήμών ’Ιησού Χριστού.
Μειώνει καί θεωρεί ανεπαρκή τήν απείρου καί άνεκτιμήτου αξίας θυσία τού
Θεανθρώπου Λυτρωτού,τού Κυρίου ήμών ’Ιησού Χριστού. Διότι ό «Χριστός άπαξ», μία
φορά διά παντός «περί άμαρτιών έπαθεν» έπί τού Σταυρού γιά όλες τίς αμαρτίες
όλων τών ανθρώπων (Α' Πέτρ. γ' 18· πρβλ. καί Έβρ. θ' 28). Έβάστασε επάνω του
τίς αμαρτίες όλων, γιά νά σώσει όλους όσους
θά ήθελαν νά οίκειοποιηθούν την άνεκτίμητη αύτή προσφορά του. Ή σταυρική
λοιπόν θυσία του ύπερεκάλυψε «τό έκ τών αμαρτιών ήμών χρέος»
Αλλά τό αιρετικό αυτό
δόγμα, όσο περισσότερο τό έλέγχει κανείς, τόσο καί περισσότερο ασύστατο καί
βλάσφημο τό άποδεικνύει. Ό άγιος Μάρκος ό Εύγενικός τό πολέμησε έπιτυχώς καί
άποστόμωσε τούς Λατίνους κατά τήν ψευδοσύνοδο τής Φερράρας Φλωρεντίας
(14381-439). Επομένως εμείς οί
’Ορθόδοξοι, έφ’ όσον «ούδεμία Γραφή
διαλαμβάνει» περί προσωρινού Καθαρτηρίου πυρός μετά θάνατον, δέν δεχόμαστε ότι
ύπάρχει «πύρ καθαρτήριον», τό όποίο τιμωρεί τούς κεκοιμημένους πρό τής κοινής
κρίσεως.
Καιρός όμως νά
προχωρήσουμε στό πώς θά γίνει ή ανάσταση τών νεκρών.
«Προσδοκώ άνάστασιν
νεκρών».
Μετά θάνατον καί έπειτα
από τόν χωρισμό τού σώματος από την ψυχή, ή ψυχή συνεχίζει νά ζεϊ άναμένουσα τή
γενική έξανάσταση τών νεκρών. Επομένως, όταν μιλάμε περί άναστάσεως νεκρών,
εννοούμε ανάσταση τών σωμάτων. Αύτά θά άναστηθούν, γιά νά ένωθούν καί πάλι μέ
τή σύντροφό τους, τήν αθάνατη ψυχή.
Όπως παρατηρεί ό
ίερομάρτυς Μεθόδιος ό Όλύμπου (f 311), ή λέξη «άνάστασις» λέγεται γιά έκεϊνο τό
όποίο έχει πέσει κάτω αύτό ανίσταται όπως όταν λέγει ό Προφήτης «καί άναστήσω
τήν σκηνήν Δαυίδ τήν πεπτωκυϊαν» (Άμώς θ' 11). Έπεσε τό σώμα, «ή ποθητή σκηνή
της ψυχής», άφού γονάτισε καί λύγισε «εις γήν χώματος» (Δαν. ιβ' [12] 2).
Πέφτει λοιπόν αύτό πού αποθνήσκει· καί αποθνήσκει ή σάρκα, διότι ή ψυχή είναι
αθάνατη. Ό ιερός Χρυσόστομος,
έρμηνεύοντας τόν λόγο τού θείου Παύλου «δει τό φθαρτόν τούτο ένδόσασθαι
άφθαρσίαν» (Α' Κορ. ιε' [15] 53), παρατηρεί: Ό θείος Απόστολος δέν έννοεϊ εδώ
τήν ψυχή, διότι αύτή δέν φθείρεται· ή λέξη «άνάστασις» λέγεται γι’ αύτό πού
έχει πέσει «έπεσε δέ τό σώμα», καί έπομένως αύτό είναι εκείνο πού πρέπει νά
άναστηθεί.
Ό άγιος Ιωάννης ό
Δαμασκηνός, ό όΠοιός συγκεφαλαιώνει κατά τρόπο ακριβή τή μέχρι τότε διδασκαλία
τών θεοκινήτων Πατέρων, γράφει: «Πιστεύομεν δέ καί εις άνάστασιν νεκρών έσται
γάρ όντως, έσται νεκρών άνάστασις». Καί όταν μιλούμε γιά ανάσταση, έννοούμε τήν
ανάσταση τών σωμάτων. ’Επειδή ανάσταση είναι ή δεύτερη ανόρθωση αύτού πού έχει
πέσει· διότι πώς θά άναστηθούν οί ψυχές, πού είναι αθάνατες; ’Εάν πράγματι
ορίζουν τόν θάνατο ώς χωρισμό τής ψυχής άπό τό σώμα, τότε ανάσταση είναι
οπωσδήποτε ένωση πάλι τής ψυχής καί τού σώματος καί δεύτερη ανόρθωση τής
ζωντανής ύπάρξεως,πού διελύθη στά στοιχεία της καί έπεσε. Λοιπόν τό ϊδιο σώμα
πού καταστρέφεται καί διαλύεται, τό ίδιο θά άναστηθεί καί πάλι άφθαρτο.
Τήν άλήθεια αύτή μάς άπεκάλυψε
ό Θεός άπό τούς χρόνους τής Π. Διαθήκης. Ό προφήτης ’Ιεζεκιήλ στό 37ο κεφάλαιο
τών προφητειών του καλεί έν όνόματι τού Κυρίου τά «ξηρά όστά» νά
συναρμολογηθούν, νά λάβουν σάρκες, νεύρα, δέρμα, νά ένδυθούν σώμα,νά άνακτήσουν
πάλι τη ζωτικότητά τους καί, άφού λάβουν πνεύμα, νά ζήσουν καί νά σταθούν στά
πόδια τους. Ή ζωηρή αύτή περιγραφή φανερώνει τήν άνάσταση τών σωμάτων, ή οποία
πρόκειται νά έπακολουθήσει κατά τή μεγάλη ημέρα τής γενικής έξαναστάσεως.
Παρόμοια προφητεύει καί ό προφήτης Ήσαίας, όταν λέγει θριαμβευτικά«άναστήσονται
οί νεκροί, καί έγερθήσονται οί έν τοίς μνημείοις» (Ήσ. κ Ϛʹ' [26] 19). Ό δέ
προφήτης Δανιήλ βεβαιώνει ότι θά έγερθούν όσοι κοιμούνται στό χώμα τής γης,
άλλοι μέν «εις ζωήν αιώνιον» καί άλλοι «εις όνειδισμόν καί εις αισχύνην αιώνιον»
(Δαν. ιβ' [12] 23).
Έκεί όμως πού ή πίστη τών
άνθρώπων της Π. Διαθήκης στήν έκ νεκρών άνάσταση κυριολεκτικά λάμπει καί
καταπλήττει τούς έχθρούς τού λαού τού Θεού είναι τά Β' βιβλίο τών Μακκαβαίων. Ό
τρίτος υιός τής άγιας Σολομονής προβάλλει τή γλώσσα καί προτείνει τά χέρια του
στον δήμιο νά τά κάψει, λέγοντας στόν ειδωλολάτρη βασιλιά μέ γενναίο φρόνημα:
Άπό τόν Θεόν τού ούρανοό τά έλαβα· γιά τόν άγιο νόμο του τώρα τά περιφρονώ, καί
ελπίζω άπό Αύτόν νά τά παραλάβω καί πάλι κατά την άνάσταση τών νεκρών (Β' Μακ.
ζ' 10-11). Άπό τό ίδιο βιβλίο μαθαίνουμε ότι ό πρεσβύτερος Ραζίς, ό
«φιλοπολίτης» καί «πατήρ τών ’Ιουδαίων», μετά τήν κατακρήμνισή του άπό τό
τείχος, αίμόφυρτος, μέ τά σπλάγχνα έξω άπό τήν κοιλιά, έτρεξε καί στάθηκε σ’
ένα βράχο. Άπό έκεί έπρόβαλε καί έδειχνε τά σπλάγχνα του στόν δχλο καί τούς
διώκτες του. Κατόπιν παρεκάλεσε τόν Κύριον, «τόν δεσπόζοντα τής ζωής καί τού
πνεύματος», νά τού άποδώσει καί πάλι αύτά κατά τήν άνάσταση τών σωμάτων (Β'
Μακ. ιδ' [14] 37-46).
Γι’ αύτό, όταν πλέον ό
Θεάνθρωπος έκήρυσσε τό Ευαγγέλιο τής σωτηρίας, ή πίστη στήν άνάσταση τών νεκρών
ήταν κοινή πεποίθηση τών Ιουδαίων, έτσι ώστε ή Μάρθα νά πει στόν νεκρεγέρτη
Κύριον γιά τόν άδελφό της Λάζαρο: Γνωρίζω ότι θά άναστηθεί κατά τήν άνάσταση
πού θά γίνει τήν τελευταία καί έσχατη ήμέρα τού παρόντος αίώνος, μετά άπό τόν
όποίο θά άρχίσει ή ένδοξη καί αιώνια ζωή (Ίω. ια' [11] 24). ’Εξαίρεση
άποτελοόσαν μόνο οί Σαδδουκαίοι καί βέβαια οί εθνικοί. Γι’ αύτό, όταν οί ’Απόστολοι έκήρυτταν άνάσταση νεκρών, αντιμετώπιζαν τήν αντίδραση τών
ανθρώπων έκείνων, ό δέ Παύλος δέχθηκε την ειρωνεία τών Αθηναίων φιλοσόφων, οί
όποίοι τόν ονόμασαν «σπερμολόγον» (φλύαρο, παραμυθά), αλλά καί τή γνωστή
μεταχείριση τών ηγεμόνων Φήλικος καί Άγρίππα (Πράξ. δ' 2· ιζ' [17] 18-32· κδ'
[24] 21· κ' Ϛʹ [26] 8).
Ό Κύριος ύπήρξε πάντοτε
σαφής στό θείο κήρυγμά του καί δέν άφησε καμμία άμφιβολία περί της άναστάσεως
τών νεκρών. Είπε στους κατάπληκτους ’Ιουδαίους: Έρχεται ώρα, κατά τήν
όποία όλοι όσοι πέθαναν καί θά
βρίσκονται έως τότε στά μνήματα, θά ακούσουν τή φωνή τού Υίού τού Θεού, ό
όΠοιός θά τούς διατάξει νά άναστηθούν καί τότε θά βγουν όλοι άπό τά μνήματα.
Καί όσοι μέν έζησαν στή γή σύμφωνα μέ τό άγιο θέλημα τού Θεού, θά άναστηθούν
γιά νά άπολαύσουν ζωή αιώνια καί μακάρια όσοι όμως έζησαν μέσα στήν αμαρτία, θά
άναστηθούν γιά νά δικασθούν καί νά κατακριθούν (Ίω. ε 28-29).
Ότι τό σώμα είναι εκείνο
πού θά άναστηθεϊ «έν τή έσχάτη ημέρα» πιστοποιείται καί άπό τούτο: Παντού όπου
ό Κύριος όμιλεί γιά ανάσταση νεκρών, έννοεί τήν ανάσταση τών σωμάτων. ’Άλλωστε
καί τού ίδιου τού Κυρίου ή ένδοξη Ανάσταση ήταν άνάσταση τού παναγίου Σώματός
του.
Τή μεγάλη καί σπουδαία
άλήθεια της γενικής άναστάσεως τών νεκρών παρέλαβαν οί θεόπνευστοι ’Απόστολοι,
οί όποίοι τήν έδίδαξαν στά πέρατα τής οικουμένης. Ό θείος Παύλος βεβαιώνει ότι
γινόμαστε ένα μέ τόν Χριστόν στό βάπτισμα,τό όποίο είναι ομοίωμα τού θανάτου
του· αύτό έχει ώς φυσική συνέπεια ότι θά γίνουμε ένα καί στήν άνάστασή του
(Ρωμ. ς 5), ή όποία είναι πρόδρομος καί
τής δικής μας άναστάσεως. Αναμένουμε, έγραφε, τήν τελειωτική καί ένδοξη
φανέρωση τής υιοθεσίας, δηλαδή τήν απελευθέρωση τού σώματός μας άπό τή φθορά
(Ρωμ. η' 23). Τούς Κορινθίους πληροφορούσε ότι, όταν ήχήσει ή ύπερφυσική
σάλπιγγα τού αγγέλου, οί νεκροί θά άναστηθούν άφθαρτοι (Α' Κορ. ιε' [15] 52
έπίσης Α' Θεσ. δ' 16-17). Γνωρίζουμε μάλιστα, συμπλήρωνε, ότι έάν ή έπίγεια
κατοικία τής ψυχής μας, δηλαδή τό σώμα μας, διαλυθεί μέ τόν θάνατο, έχουμε άλλη
οικοδομή,ή όποία μάς έτοιμάζεται άπό τόν
Θεόν,τό νέο άθάνατο σώμα (Β' Κορ. ε' 1). Διότι ό Κύριος καί Σωτήρας μας θα δώσει
κατά τή γενική έξανάσταση νέα ένδοξη μορφή στό σώμα τής μικρότητος καί
ταπεινότητός μας, τό όποίο τώρα είναι φθαρτό καί ύπόκειται σε πόνους καί
ασθένειες (Φιλιπ. γ' 20-21).
Ή αγία μας Εκκλησία,
ακολουθώντας τούς θεοκίνητους Αποστόλους, υπογράμμισε ανέκαθεν τήν αλήθεια αύτή
τόσο, ώστε ήδη ό φιλόσοφος καί μάρτυς ’Ιουστίνος (Β' αί.) νά συνιστά καί νά
προτρέπει όσοι άρνούνται τήν ανάσταση τών νεκρών νά μή θεωρούνται καν
Χριστιανοί, όπως ακριβώς καί οί Σαδδουκαϊοι, οί όποίοι άρνούνται τήν ανάσταση,
δέν ονομάζονται ’Ιουδαίοι. Τελικά ή
’Εκκλησία κατέγραψε τή διδασκαλία αύτή στό ιερό Σύμβολο τής πίστεώς μας μέ τίς
τρεις σαφείς καί κατηγορηματικές λέξεις: «Προσδοκώ άνάστασιν νεκρών». ’Από τότε
οί θείοι Πατέρες, οί όποίοι ερμήνευσαν μέ τόν θεολόγο νού τους τήν άγιοπνευματική
διδασκαλία τής θεοπνεύστου Γραφής, δέν έπαυσαν νά ύπενθυμίζουν στούς πιστούς τό
χαρμόσυνο αύτό γεγονός. Τότε,λέγει ό Μ. Βασίλειος,τό σώμα,τό όποίο διαλύθηκε
μέσα στούς τάφους, θά άναστηθεί, ένώ ή ψυχή, ή όποία λόγω τού βιολογικού θανάτου χωρίσθηκε από τό
σώμα, θά κατοικήσει καί πάλι σ’ αυτό. Ό
Θεολόγος Γρηγόριος διδάσκει: Μετά θάνατον καί έπειτα από τή Μέση Κατάσταση, ή
ψυχή, αφού ανακτήσει τό αδελφικό σώμα, μέ τό όποίο συνέζησε, συνεπολέμησε καί
συνεφιλοσόφησε, από τή γή, ή όποία καί
τής τό έδωσε καί στήν όποία τό είχε
έμπιστευθεί καί τούτο θά γίνει μέ τρόπο
πού γνωρίζει ό Θεός, ό όΠοιός συνέδεσε σώμα καί ψυχή καί κατόπιν τά χώρισε μέ
τόν θάνατο θά κληρονομήσει μέ τό σώμα
τήν εκεί ούράνια δόξα.
Τήν αλήθεια αύτή
έπαναλαμβάνουμε στήν ’Ορθόδοξη ’Εκκλησία, όταν ψάλλουμε τόν όγδοο Αναβαθμό τού
πλ. Δ' ήχου: «Έπί τήν μητέρα αυτού γήν, δύνων πάς αύθις αναλύσει (κατ’ άλλη
γραφή: άναδύσει), τού λαβείν βασάνους ή γέρα τών βεβιωμένων». Ό άγιος Νικόδημος
ό Αγιορείτης στην ερμηνεία τού Αναβαθμού αύτού γράφει μεταξύ άλλων: «Πρέπει νά
ήξεόρωμεν, ότι οί παλαιοί Τρισαγάθην τήν γην ώνόμαζον επειδή έκ της γης, ώς έκ
μητρός έπλάσθημεν, έκ της γης, ώς έκ τροφού άνετράφημεν καί εις την γην πάλιν,
ώς εις τάφον, άναλυόμεθα. Καί όταν μέν γεννώμεθα, είναι ώσάν νά άνατέλλωμεν
όταν δέ ένταφιαζώμεθα είναι ώσάν νά βασιλεύωμεν κατά τό παράδειγμα τού ήλιου
(...). Λέγει λοιπόν ό Μελωδός, ότι κάθε άνθρωπος, άφ’ ού διά τού θανάτου καί
ένταφιασμού δύση, ήγουν (δηλαδή) κρυφθή μέσα εις τήν μητέρα του τήν γην, έχει
πάλιν άπό έκεί νά άναλύση έν τώ καιρώ της κοινής άναστάσεως τί δέ θέλει νά είπη
τό “άναλύσει”; άκουσον. ’Άλλο είναι “λύσις” καί άλλο “άνάλυσις”. Παραδείγματος
χάριν ό τοίχος είναι συντεθειμένος άπό πέτρας καί λάσπην καί ξύλα όταν αύτός
λυθή εις τάς πέτρας καί λάσπην καί ξύλα, άπό τά όποία συνετέθη, τότε “λύσις” τού τοίχου λέγεται
όταν δέ πάλιν ό αύτός τοίχος συντεθή άπό τάς αύτάς πέτρας καί λάσπην καί
ξύλα,τότε λέγεται “άνάλυσις” ότι (διότι) ήλθε πάλιν ό διαλυθείς τοίχος εις τήν
προτέραν του κατάστασιν (διότι) “άναλύω” κυρίως θέλει νά είπή ότι έπαναγυρίζω,
έρχομαι δευτέραν φοράν (διότι) ή πρόθεσις “άνά”» σημαίνει αύτό πού γίνεται
πάλι. Όταν λοιπόν έμείς, πού έχουμε συντεθεί άπό «τά τέσσαρα στοιχεία: γην,
ύδωρ, πύρ καί άέρα, διαλυθώμεν υπό τού θανάτου καί τού ένταφιασμού» στά
στοιχεία άπό τά όποία έχουμε συντεθεί,
«τότε λεγόμεθα ότι έλύθημεν όταν δέ έν τη συντέλεια πάλιν λάβωμεν τό σώμα
τούτο, ούχί όμως καί τοιούτο, τότε λεγόμεθα ότι άνελύσαμεν ήλθομεν (δηλαδή)
πάλιν εις τήν ζωήν» (...). Διότι «ό καθένας έχει νά έλθη εις τήν ζωήν, κατά
δύναμιν Θεού άρρητον» δηλαδή νά λάβει τό σώμα καί νά άναστηθεί. Καί έάν μέν
είναι άμαρτωλός, «διά νά λάβη βάσανα αιώνια τών πονηρών έργων όπού έπραξε» στή
ζωή αύτή, έάν δέ είναι δίκαιος, γιά νά λάβει άμοιβές, βραβεία καί στεφάνους
«τών καλών έργων» πού έπραξε στή ζωή αύτή.
Την άνάσταση τών σωμάτων
απαιτεί ή δικαιοσύνη τού Θεού.
Τό νεκρό σώμα πρέπει νά
άναστηθεί καί διότι ό άνθρωπος αποτελεί ψυχοσωματική ενότητα, ή οποία μέ τόν
θάνατο χωρίζεται προσωρινά. Ό άνθρωπος δεν είναι μόνο ψυχή, αλλά ψυχή καί σώμα.
Έάν λοιπόν «ψυχή μόνον άνίσταται, έξ ήμισείας» ό άνθρωπος «άνίσταται, άλλ’ ούχ
ολόκληρος. Επομένως ό άνθρωπος πρέπει
νά ζήσει καί πέραν τού τάφου ώς ψυχοσωματική ένότητα,γιά νά άπολαύσει τά αγαθά τού
Παραδείσου ή νά δεχθεί τίς τιμωρίες της κολάσεως ό όλος άνθρωπος, δηλαδή ή ψυχή
καί τό σώμα.
Ότι ή ανάσταση τών
σωμάτων θά γίνει διότι τό απαιτεί ή θεία δικαιοσύνη, μάς τό άπεκάλυψε τό 'Άγιον
Πνεύμα διά τού άποστόλου Παύλου: Όλοι εμείς, γράφει, πρέπει νά παρουσιασθούμε
μπροστά στό φοβερό δικαστικό βήμα τού Χριστού,γιά νά απολαύσει ό καθένας μας
εκείνα πού έκαμε μέ τό σώμα, άνάλογα μέ όσα έπραξε, είτε αγαθές είναι οί
πράξεις του είτε πονηρές (Β' Κορ. ε' 10). Γύρω άπό τόν άποστολικό αύτό λόγο οί
Πατέρες καί εκκλησιαστικοί συγγραφείς θεολογούν έπιτυχέστατα.
Ό άγιος Ιουστίνος, ό
φιλόσοφος καί μάρτυρας, ό όΠοιός έλεγε ότι όσοι πιστεύουν ότι δέν θά γίνει
άνάσταση νεκρών δέν είναι Χριστιανοί,
επιμένει πολύ στό ότι θά άναστηθεί τό σώμα, διότι ό άνθρωπος αποτελεί
ενιαία ψυχοσωματική οντότητα. Γράφει: Τί είναι ό άνθρωπος, έάν δέν είναι τό
λογικό ζώο πού άποτελείται άπό σώμα καί ψυχή; Μήπως τάχα είναι άνθρωπος ή ψυχή
καθ’ έαυτήν; Όχι· δέν είναι αύτή είναι μόνο ή ψυχή τού ανθρώπου. Μήπως λοιπόν
είναι δυνατόν νά όνομασθεϊ άνθρωπος μόνο του τό σώμα; Όχι· δέν είναιαύτό
ονομάζεται μόνο σώμα τού ανθρώπου. Έάν λοιπόν τό καθένα χωριστά (ψυχή καί σώμα)
δέν είναι άνθρωπος, καί άνθρωπος ονομάζεται αύτό πού άποτελείται καί άπό τά
δύο, τότε ό Θεός, ό όποίος έκάλεσε σέ ζωή καί ανάσταση τόν άνθρωπο, δέν έκάλεσε
μόνο την ψυχή ή μόνο τό σώμα, άλλά έκάλεσε «τό όλον», τό όποίο είναι ή ψυχή καί
τό σώμα.
Ό θείος Κύριλλος
Ιεροσολύμων διδάσκει ότι πρέπει νά άναστηθεί τό σώμα, διότι όλα τά έπράξαμε μέ
αυτό. «Βλασφημούμεν διά στόματος, προσευχόμεθα διά στόματος· πορνεύομεν διά σώματος,
άγνεύομεν διά σώματος· άρπάζομεν διά χειρός, έλεημοσύνας δίδομεν διά χειρός»
κ.ο.κ. Επειδή λοιπόν σέ όλα μάς ύπηρέτησε τό σώμα, γι’ αυτό καί στή μέλλουσα
ζωή θά συναπολαύσει «τών γενομένων». Ό
άγιος Ισίδωρος ό Πηλουσιώτης παρατηρεί: Έάν ή ψυχή μόνη άγωνίσθηκε καί πέτυχε
τήν άρετή, τότε ας στεφανωθεί μόνη της· έφ’ όσον όμως είχε μερίδιο στους άθλους
τής αρετής καί τό σώμα, τότε νά στεφανώνεται καί μαζί μ’ αύτό. Διότι αύτό είναι
δίκαιο καί εύλογο καί φυσικό καί πολύ πρέπον.
Άλλά καί ό Θεολόγος Γρηγόριος, μιλώντας περί τής άναστάσεως του σώματος
καί τής ένώσεώς του μέ τήν ψυχή, μέ τήν όποία
συνέζησε καί «συνεφιλοσόφησεν» επί τής γής, προσθέτει: Κατ’ αύτόν τόν
τρόπο τό σώμα «συγκληρονομεί» μέ τήν ψυχή καί τήν έκεί δόξα. Διότι, όπως
ακριβώς μοιράσθηκε μαζί του τίς ταλαιπωρίες καί τούς κόπους λόγω τής ένώσεως
μαζί του στή γή, κατά παρόμοιο τρόπο καί τώρα μεταδίδει στό σώμα καί όσα τήν
εύχαριστούν,τά όποία άπολαμβάνει στή ζωή
τής αιωνιότητος. Καί ό άγιος άφήνει τόν πλούσιο συναισθηματικό του κόσμο νά έκδηλωθεί
μέ τά συγκινητικά ερωτήματα: Γιατί λοιπόν δείχνω ολιγοψυχία γιά τήν έλπίδα μας;
Γιατί περιορίζομαι μέσα στά πρόσκαιρα; Περιμένω τή φωνή του άρχαγγέλου, τήν
έσχατη σάλπιγγα, τόν μετασχηματισμό τού ούρανού (...) τήν ανανέωση όλου τού
κόσμου. Καί τότε θά άντικρύσω τόν αγαπημένο μου αδελφό Καισάριο χωρίς νά
αποθνήσκει πιά, χωρίς νά τόν πηγαίνουμε στόν τάφο, χωρίς νά τόν πενθούμε, χωρίς
νά τόν λυπούμεθα. Τότε θά τόν δώ «λαμπρόν, ένδοξον, υψηλόν». Τέτοιον, ώ φίλτατέ
μου αδελφέ, όπως μού παρουσιάσθηκες πολλές φορές στό όνειρό μου.
Ό ιερός Χρυσόστομος
διδάσκει: Πρέπει τό φθαρτό σώμα, τό όποίο γεύθηκε τόν πόνο καί τόν θάνατο, νά
δεχθεί μέ τήν ανάσταση καί τή χαρά τών στεφάνων. Διότι, εάν δέν έπρεπε νά γίνει
αύτό,τότε δεν έπρεπε ό Θεός νά δώσει στόν άνθρωπο σάρκα, ούτε καί ό Υιός τού
Θεού θά έλάμβανε σάρκα. Σέ άλλη ομιλία
του, έμβαθύνοντας στόν λόγο τού θείου Παύλου πού άναφέραμε πιό πάνω, σέ
συνδυασμό μέ τόν άλλον, «έάν στη ζωή αύτή έχουμε στηρίξει τίς έλπίδες μας μόνο
στόν Χριστό, τότε είμαστε οί περισσότερο άθλιοι καί αξιολύπητοι» (Α' Κορ. ιε'
[15] 19), παρατηρεί: Ή αθάνατη ψυχή αναμένει τήν άνάσταση τού σώματος, διότι
χωρίς αύτό δέν πρόκειται νά λάβει τά «άπόρρητα (ανέκφραστα, αύτά πού δέν
μπορούν νά περιγραφούν) αγαθά» τής βασιλείας, όπως έπίσης καί δέν πρόκειται νά
τιμωρηθεί χωρίς τό σώμα. Έάν δέν άνίσταται τό σώμα, τότε ή ψυχή μένει
«αστεφάνωτος, έξω τής μακαριότητος έκείνης της έν ούρανοϊς». Έάν συμβεϊ
αύτό,τότε καμμία απολαβή δέν θά έχουμε έκεϊ. Καί έφ’ όσον ούδεμία άμοιβή θά
έχουμε, άρα οί άμοιβές δίδονται στήν παρούσα ζωή. Άλλ’ έν τοιαύτη περιπτώσει,
τί περισσότερο άθλιο καί άξιολύπητο άπό μάς;
Καί γιά νά μή μείνει καμμία αμφιβολία στούς πιστούς ότι τήν άνάσταση τών
σωμάτων απαιτεί ή δικαιοσύνη τού Θεού, λέγει: Δέν σάς διδάσκουμε δικές μας διδασκαλίες,
αλλά διδασκαλία τού Αγίου Πνεύματος. Λοιπόν τί λέγεις; Δέν συμμετέχει στά
ούράνια βραβεία τό σώμα; Αλλά ενώ συμμετείχε στόν κόπο καί τόν πόνο τής
επίγειας ζωής, τώρα πού είναι καιρός μισθού καί άνταποδόσεως δέν θά έχει μέρος;
Καί όταν μέν έπρεπε νά άγωνίζεται, αύτό δέχθηκε τό μεγαλύτερο βάρος τού κόπου
καί τών ιδρώτων, τώρα όμως πού είναι καιρός στεφάνου καί ανταμοιβών, «μόνη ή
ψυχή στεφανούται;»
Τή σπουδαία αύτή
διδασκαλία τής ’Ορθοδόξου Εκκλησίας μας συνοψίζει πολύ ώραϊα ό άγιος ’Ιωάννης ό
Δαμασκηνός. Γράφει: Έάν ή ψυχή άγωνίσθηκε μόνη της στους αγώνες τής αρετής,
μόνη καί θά στεφανωθεί. Καί έάν μόνη κυλίσθηκε στήν αμαρτία, δίκαια θά
τιμωρηθεί μόνη. Έφ’ όσον όμως σώμα καί ψυχή αποτελούσαν ένωμένα τόν όλο άνθρωπο
καί έπειδή ή ψυχή «μήτε τήν άρετήν, μήτε τήν κακίαν» έργάσθηκε χωριστά από τό
σώμα, δίκαια θά άπολαύσουν καί τά δύο μαζί τίς αμοιβές ή τίς τιμωρίες.
Νά χαίρουμε όταν
διαλύεται τό σώμα.
Ερωτούν πολλοί: Πώς είναι
δυνατόν νά άναστηθεί τό σώμα, άφού έχει
διαλυθεί; Πρίν απαντήσουμε στό ερώτημά τους,
πρέπει νά πούμε ότι οί άγιοι Πατέρες θεωρούν τή διάλυση τού σώματος ώς
μεγάλη εύεργεσία τού Θεού καί έπομένως ώς αιτία χαράς.
Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης
χαρακτηρίζει τή διάλυση τού σώματος ώς «υπερβολήν τής θείας εύεργεσίας».
Τονίζει μάλιστα ότι ή διάλυση αύτή δέν βλάπτει καθόλου τήν «θείαν εικόνα» τού
ανθρώπου, διότι μέ τόν θάνατο «λύεται (μέν) τό αισθητόν» (τό σώμα), αλλά δέν
«αφανίζεται» Όταν ό γεωργός, λέγει ό
θείος Χρυσόστομος, δει τό σπόρο νά διαλύεται στή γή όπου τόν έσπειρε, χαίρει
ένώ φοβάται καί τρέμει, όταν τόν βλέπει νά μένει αδιάλυτος, διότι γνωρίζει ότι
ή διάλυση είναι άρχή τής μελλούσης καρποφορίας. Κατά παρόμοιον τρόπο χαίρουμε
καί εμείς, «όταν σπαρή (ταφεί) ό άνθρωπος». ’Ορθά ονόμασε ό θείος Απόστολος τήν
ταφή σπορά (πρβλ. Α' Κορ. ιε [15] 42-44), διότι ή σπορά τού σώματος είναι
άνώτερη άπό άλλη σπορά. Επειδή τή σπορά τού σπόρου διαδέχεται «φθορά καί
θάνατος», ένώ τήν ταφή τού σώματος, έάν ζούμε κατά Θεόν, διαδέχονται «αφθαρσία
καί αθανασία καί τά μυρία αγαθά».
’Αλλού ό θείος Χρυσόστομος
βλέπει τή διάλυση τού σώματος ώς έργο τής αγαθής καί πανσόφου Προνοίας τού
Θεού, καί γι’ αύτό πρέπει νά χαίρουμε περισσότερο, όταν αυτός πού πέθανε
«σήπεται» καί γίνεται σκόνη. Καί συνεχίζει: Όταν κανείς πρόκειται νά κτίσει τό
σπίτι πού έγινε έτοιμόρροπο, πρώτα βγάζει έξω τούς ένοικους, κατόπιν
κατεδαφίζει τό σπίτι καί τό ανοικοδομεί λαμπρότερο. Η έξωση δέν λυπεί τούς
ενοίκους, διότι δέν σταματούν στην κατεδάφιση τού παλαιού σπιτιού, αλλά
περιμένουν τήν ανοικοδόμηση τού νέου, τό όποίο δέν βλέπουν μέν, τό φαντάζονται
όμως. Κατά τόν ίδιο τρόπο ένεργεί καί ό πάνσοφος Θεός. Προκειμένου νά καταλύσει
τή φθαρτή οικία τού σώματος καί νά τήν ανοικοδομήσει λαμπρότερη, πρώτα βγάζει
από αύτό τήν ψυχή τή διαχωρίζει μέ τόν σωματικό θάνατο. Όταν δέ άναστήσει τό σώμα,
θά τήν εισαγάγει καί πάλι σ’ αύτό μέ περισσότερη δόξα Μήν προσέχουμε λοιπόν στή
διάλυση τού σώματος, άλλ’ ας ένδιαφερόμαστε γιά τή μέλλουσα λαμπρότητα καί
δόξα.
’Άλλωστε, όπως παρατηρεί
ό ιερός Χρυσόστομος (καί έδώ συμφωνεί μέ τόν άγιο Γρηγόριο Νύσσης), μέ τόν
θάνατο δέν χάνεται «ή ούσία τού σώματος». Λέγει: Όπως ακριβώς όταν δούμε
άνδριάντα νά διαλύεται μέσα σέ χωνευτήριο, δέν θεωρούμε ότι χάνεται τό μέταλλο,
άλλ’ ότι αύτό γίνεται γιά νά έπιτύχουμε καλύτερη κατασκευή νέου άνδριάντος,
έτσι πρέπει νά σκεπτόμαστε προκειμένου καί περί τού σώματος πού διαλύεται. Όπως
ή διάλυση στό χωνευτήριο δέν είναι έξαφάνιση, άλλ’ ανακαίνιση τού άνδριάντος,
έτσι καί ό θάνατος τών σωμάτων μας· δέν είναι «απώλεια», δηλαδή έκμηδένιση,
άλλ’ «άνανέωσις», δηλαδή ανακαίνιση, ξεκαινούργωμα. Όταν λοιπόν βλέπεις τή σήψη
καί διάλυση τού σώματος, περίμενε τήν «άναχώνευσιν»,τήν άνακατασκευή. Προχώρησε
όμως καί πέραν τού παραδείγματος αύτού διότι ό άγαλματοποιός, όταν ρίψει σέ
καμίνι χάλκινο ανδριάντα, θά σού κατασκευάσει καί πάλι χάλκινο. Ό Θεός όμως
διαλύει στή γη τό πήλινο καί θνητό σώμα, γιά νά σού κατασκευάσει ανδριάντα
χρυσό καί αθάνατο. Διότι ή γή, αφού δέχθηκε φθαρτό καί θνητό σώμα, θά σού
αποδώσει σώμα «άφθαρτον καί άκήρατον»·
άφθαρτο, καθαρό, άσπιλο, αιώνιο.
Ό θείος Χρυσόστομος
άπαντά καί στην απορία έκείνων πού λέγουν: Γιατί πρέπει νά σαπίσει καί νά
διαλυθεί τό σώμα, γιά νά γίνει ή ανανέωσή του; ’Έπρεπε νά γίνεται αύτό χωρίς νά
φθείρονται τά σώματα· νά μένουν άκέραια καί νά μετασκευάζονται. Άπαντά λοιπόν:
α) ’Εάν γινόταν αύτό, σέ
τίποτε δέν θά ωφελούσε· μάλλον θά έβλαπτε. Διότι εάν δέν έφθείροντο τά σώματα,
θά έμενε τό μεγαλύτερο άπό όλα τά κακά, ό εγωισμός ’Εάν σήμερα, πού τά σώματα
άποσυντίθενται καί γίνονται τροφή τών σκουληκιών, τόσοι άνθρωποι άνακηρύσσονται
λόγω τού έγωισμού τους θεοί, τί θά γινόταν αν δέν συνέβαινε αύτό;
β) ’Εάν δέν
διαλύονταν τά σώματα, δέν θά πίστευαν οί άνθρωποι ότι είναι γήινοι καί
χωματένιοι.
Αφού καί τώρα πολλοί τό άμφισβητούν, τί θά έλεγαν έάν δέν έβλεπαν
τήν πραγματικότητα αύτή;
γ) Έάν τά σώματα δέν διαλύονταν, θά γίνονταν πολύ
άγαπητά καί πολλοί θά γίνονταν σαρκικότεροι καί ύλιστικότεροι.
δ) Οί άνθρωποι
δέν θά έπιθυμούσαν μέ πόθο πολύ τή μέλλουσα ζωή.
ε) Όσοι υποστηρίζουν ότι ό
κόσμος είναι άθάνατος, θά είχαν ισχυρότερα έπιχειρήματα καί δέν θά παραδέχονταν
ότι ό Θεός είναι δημιουργός του.
ζ) Δέν θά έγνώριζαν τήν άξια της ψυχής καί δέν
θά έκτιμούσαν τή θέση καί τήν προσφορά της στό σώμα,
ς) Πολλοί άπό εκείνους πού
θά έχαναν τούς συγγενείς τους, θά πήγαιναν νά κατοικήσουν στά μνήματα καί θά
γίνονταν σάν παράφρονες, άφού θά συνομιλούσαν συνεχώς μέ τούς νεκρούς
προσφιλείς τους. Έάν τώρα πολλοί ζωγραφίζουν τούς οικείους τους καί μένουν έκεί
νά κοιτάζουν τό σανίδι όπου είναι ή ζωγραφιά, πόσα άτοπα θά επινοούσαν, έάν
είχαν μπροστά τους τά άδιάλυτα σώματα; Δέν άποκλείεται νά έκτιζαν γιά τά σώματα
αύτά καί ναούς, νά γίνονταν καί είδωλολάτρες καί νά τούς εκμεταλλεύονταν οί
δαίμονες, όπως κάνουν σήμερα μέ τίς νεκρομαντείες. Γιά νά άφανίσει λοιπόν ό
Θεός όλα τά παραπάνω άτοπα, άφανίζει τά σώματα άπό τά μάτια μας. Έάν αύτά δέν
έσήποντο, θά έπήρχετο μεγάλη σύγχυση στή ζωή μας· κανείς δέν θά έφρόντιζε γιά
τήν ψυχή του καί δέν θά σκεπτόταν τήν άθανασία καί τήν πέραν τού τάφου
ζωή.
Πώς θά άναστηθεί λοιπόν
τό σώμα, άφού έχει διαλυθεί;
Ή άνάσταση τών νεκρών
σωμάτων
Βεβαίως, οί άπιστοι δέν
δέχονται την ανάσταση τών νεκρών. Τό ι'διο συνέβαινε καί κατά τούς πρώτους
αιώνες τού Χριστιανισμού μέ τούς έθνικούς φιλοσόφους. Κατά τά σώματα τών
Χριστιανών Μαρτύρων πού ήσαν πεταμένα στούς δρόμους, σκόρπιζαν τη στάκτη τους
στό ρεύμα τού Ροδανού ποταμού καί έλεγαν χλευαστικά: Τώρα θά δούμε έάν θά
άναστηθούν καί έάν μπορεί ό Θεός νά τούς βοηθήσει . Οί Χριστιανοί όμως είχαν σταθερή πίστη στην
άνάσταση τών νεκρών, όσο καί άν αύτή φαίνεται άκατανόητη στό άνθρώπινο λογικό.
Διότι τόσο ό Κύριος όσο καί οί Απόστολοι έδίδαξαν την άλήθεια αύτή. ’Άλλωστε,
«όλος ό Χριστιανός καί τά μυστήρια τού Χριστιανού πίστις έστί». Καί πίστη
αληθινή είναι «ή άπερίεργος συγκατάθεσις» σέ όσα μάς άπεκάλυψε ό Θεός διά τών
θεοπνεύστων Γραφών. Έάν περιεργαζόμαστε τούς λόγους καί τίς έντολές τών θείων
Γραφών,χανόμαστε, καί «εις βυθόν άπιστίας» βυθιζόμαστε. Έάν έπιτρέψουμε στόν
Σατανά νά σπείρει στίς ψυχές μας «λογισμούς άπιστίας», δέν θά διστάσει νά
σπείρει παρόμοιους λογισμούς καί περί τού Θεού. Γι’ αύτό «καί τόν περί
άναστάσεως τών σωμάτων λόγον» άς τόν δεχθούμε μέ πίστη.
Θά άναστηθούν λοιπόν οί
νεκροί. Αύτό τό διδασκόμαστε άπό τά άκόλουθα:
α) Τήν άνάστασή τους
έγγυάται ή έκ νεκρών ’Ανάσταση τού Κυρίου μας, ό όΠοιός είναι καί ή «απαρχή τών
κεκοιμημένων» (Α' Κορ. ιε' [15] 20). Ή Άνάστασή του είναι ό άρραβώνας τής
άναστάσεως καί τών δικών μας σωμάτων. Αύτό προετύπωσε στήν Π. Διαθήκη μέ τό
παράδειγμα τού προφήτου ’Ιωνά, τόν όποίο κατάπιε τό κήτος καί τόν έξέρασε πάλι
ζωντανό καί άκέραιο μετά τρεις ήμέρες. Επίσης ό Κύριος είχε βεβαιώσει τούς
’Ιουδαίους γιά τήν Άνάστασή του. Τούς είπε: «Λύσατε τόν ναόν τούτον, καίέν
τρισίν ήμέραις έγερώ αυτόν»· ναό έλεγε όχι τόν ναό τού Σολομώντος, άλλά τόν ναό
τού σώματός του. Περί αύτού έπείσθησαν πλήρως οί Μαθηταί, όταν πλέον άναστήθηκε
έκ νεκρών (Ίω. β' 1922).
Ή αλήθεια αύτή αποτελούσε
τήν κεντρική διδασκαλία τού άποστολικού κηρύγματος. Αποτελεί μάλιστα καί πηγή
ανέκφραστης χαράς,τήν οποία δοκιμάζει ή χριστιανική ψυχή όταν θυμάται τό μέγα
θαύμα τής τριημέρου Άναστάσεως τού Σωτήρος. Γι’ αύτό καί ψάλλει: Καρπός τής
ζωηφόρου Άναστάσεώς σου. Κύριέ μου, είναι ή καθολική άνάσταση τού γένους των
ανθρώπων. Αύτή μάς άνοιξε τίς πύλες τού Παραδείσου, πού κλείσθηκαν μέ τήν
παράβαση τών πρωτοπλάστων.
β) Ή άνάσταση τών σωμάτων
είναι αναμφίβολη καί κατά τούτο: ’Αφού μέ τόν σταυρικό θάνατο καί τήν Άνάσταση
τού Κυρίου έγινε ήδη ή ανάστασή μας άπό τόν αιώνιο θάνατο, δηλαδή από τήν
άμαρτία, γιατί νά μή γίνει καί ή άνάσταση τών σωμάτων; Ό πνευματικός καί ό
σωματικός θάνατος όφείλοντο στήν αμαρτία' «διά τούτο έπεσε σώμα, έπειδή
ήμαρτεν». ’Εάν λοιπόν άρχή τής πτώσεως ήταν ή άμαρτία, τότε καί άρχή τής
άναστάσεως είναι ή άπαλλαγή άπό τήν άμαρτία. ’Αλλά διά τού άγιου Βαπτίσματος,
χάρη στή θυσία τού Σωτήρος, άναστηθήκαμε ήθικά, «άνέστημεν τήν μείζονα άνάστασιν,
τόν χαλεπόν (φοβερό) θάνατον τής άμαρτίας ρίψαντες, καί άποδυσάμενοι (αφού
έκδυθήκαμε) τό παλαιόν ίμάτιον»' άς μήν άρνηθούμε λοιπόν τό μικρότερο, δηλαδή
τήν άνάσταση τών σωμάτων. 'Ώστε ή ανάστασή μας άπό τήν άμαρτία είναι τό
προανάκρουσμα, ό αρραβώνας, ή βέβαιη έλπίδα τής άναστάσεως τών νεκρών σωμάτων.
Διότι, έφ’ όσον καταργήθηκε τό μεγαλύτερο, δηλαδή ή άμαρτία, δέν πρέπει νά
άμφιβάλλουμε καθόλου καί περί τής καταργήσεως τού θανάτου τών σωμάτων.
γ) Ή άνάσταση τών νεκρών
θά γίνει, διότι τίποτε δέν είναι αδύνατο στήν άπειροδύναμη σοφία τού Πλάστου
καί στήν άπειρόσοφη δύναμη τού Δημιουργού. «Τώ Θεώ πάντα εύκολά έστι», όπως μάς έβεβαίωσε ό ίδιος (βλ. Μάρκ. Γ 27).
Όλα μπορεί νά τά κάμει ή θεία Παντοδυναμία. Όσοι απιστούν, άς μάθουν τί
πράγματι δέν μπορεί νά κάμει ό Θεός. Ό Θεός «δέν ήμπορεί νά ψεύδεται». Όσα είπε, όσα ύποσχέθηκε, όσα έδίδαξε διά
των θεοκηρύκων Αποστόλων του, θά πραγματοποιηθούν λεπτομερώς. ’Άλλωστε ύπάρχει
πλήθος καταπληκτικών γεγονότων, τά όποία
πραγματοποίησε ή παντοδύναμη βουλή του. Γιατί νά μην πραγματοποιήσει καί
την ανάσταση τών σωμάτων, περί τής όποία ς μάς μίλησε χωρίς περιστροφές; Μάς
είπε: Έρχεται ώρα, καί αύτή είναι ή συντέλεια τού κόσμου, κατά την όποία όλοι οί πεθαμένοι πού θά βρίσκονται έως τότε
στά μνήματα θά ακούσουν τη φωνή τού Υίού τού Θεού, πού θά τούς διατάσσει νά
άναστηθούν. Καί όλοι αύτοί θά άναστηθούν καί θά βγουν άπό τά μνήματα, γιά νά
κριθούν (Ίω. ε 28-29).
δ) Τόσο ό Κύριος όσο καί
ό απόστολος Παύλος χρησιμοποίησαν γιά την ανάσταση τών σωμάτων την εικόνα τού
σπόρου πού σπείρε ται στη γή. Ό Κύριος προκειμένου περί τού θανάτου καί τής
άναστάσεώς του είπε: Έάν τό σπυρί τού σιταριού δέν πέσει στη γή καί δέν σαπίσει
στό χώμα, μένει μοναχό του καί δέν πολλαπλασιάζεται. Έάν όμως διά τής σποράς
άποθάνει καί ταφεί, δίνει καρπό πολύ. Έτσι καί έγώ, αν άποθάνω, όπως όρισε ό
Θεός Πατήρ μου, θά άναστηθώ καί θά καρποφορήσω τήν ανάσταση καί σωτηρία τών
άνθρώπων (Ίω. ιβ' [12] 24).
Ό θεόπνευστος Παύλος
θεωρεί τήν ανάσταση τών νεκρών τόσο εύκολη καί τόσο φυσική, όσο καί τη βλάστηση
τού σπόρου. Σ’ έκεϊνον πού άντιλέγει σ’ αύτό άπαντά: «Άφρον, σύ δ σπείρεις, ού
ζωοποιείται έάν μή άποθάνχι». Καί αύτό πού σπέρνεις δέν είναι σώμα, τό όποίο
πρόκειται νά φυτρώσει είναι κόκκος σιταριού ή άλλου σπόρου, γυμνός καί χωρίς
φύλλα. Ό Θεός δίνει κατόπιν σ’ αύτόν σώμα, καί σέ κάθε σπόρο ιδιαίτερο σώμα (Α'
Κορ. ιε' [15] 3637). Αύτό όμως τό όποίο έχει σημασία είναι ό χαρακτηρισμός πού
δίνει ό Απόστολος σ’ έκεϊνον πού απιστεί. Τόν ονομάζει «άφρονα», δηλαδή άμυαλο,
απερίσκεπτο Ό Παύλος, ό όΠοιός είναι παντού πάρα πολύ «ήμερος καί ταπεινός»,
χρησιμοποιεί έδώ λόγο πολύ ελεγκτικό. Καί αύτό γιά νά τονίσει άκριβώς ότι ή
ανάσταση τών σωμάτων είναι κάτι τό πολύ φυσικό, άφού καί ή φύση ολόκληρη είναι
γεμάτη νεκραναστάσεις
Ό άπιστος παρουσιάζεται
πράγματι απερίσκεπτος, άφού άγνοεί όσα γίνονται καθημερινά άπό αύτόν τόν ι'διο.
Ό άπιστος, λησμονώντας ότι καί αύτός με τή σπορά τού σπόρου είναι «δημιουργός
άναστάσεως», «αμφιβάλλει περί Θεού» άν μπορεί νά άναστήσει τούς νεκρούς. Αύτό
δέ πού ό άπιστος θεωρεί ώς έπιχείρημα περί τής μή άναστάσεως τών νεκρών, ό
Απόστολος τού τό προβάλλει ώς απόδειξη τού δυνατού τής άναστάσεως. Λέγει ό
άπιστος: Σήπεται ό νεκρός. Ναί, άπαντά ό Απόστολος, καί ό σπόρος σαπίζει καί
πεθαίνει, αύτό όμως γίνεται άφορμή άναστάσεως.
Τήν ωραία αύτή εικόνα
χρησιμοποίησαν άνέκαθεν όλοι σχεδόν οί θείοι Πατέρες. Ό άγιος Κύριλλος
'Ιεροσολύμων, άναφερόμενος στό σιτάρι πού σπείρεται, παρατηρεί ότι αύτό
άποθνήσκει, σαπίζει καί γίνεται άχρηστο γιά φαγητό. Ωστόσο ό σπόρος πού σάπησε,
βλαστάνει καταπράσινος, καί ένώ έπεσε στή γή μικρός σπόρος, φυτρώνει ώραιότατος
Καί αύτά μέν τά σπέρματα, λέγει, έγιναν γιά τη δική μας χρήση. Έάν αύτά πού
έγιναν γιά μάς ζωοποιούνται άφού προηγουμένως έχουν νεκρωθεί, εμείς, γιά τούς
οποίους έγιναν έκείνα, όταν νεκρωθούμε δέν θά άναστηθούμε; Ό άγιος Κύριλλος
δανείζεται καί άλλη εικόνα άπό τά δένδρα: Έάν ένα δένδρο πού κόπηκε, κατόπιν
ζεϊ καί πάλι,γιατί ό άνθρωπος πού κόβεται μέ τόν θάνατο νά μήν μπορεί νά
ξαναζήσει; Οί άμπελόβεργες καί τά κλαδιά άλλων δένδρων, όταν άποκοπούν άπό τόν κορμό
τού δένδρου καί μεταφυτευθούν, ζωοποιούνται καί καρποφορούν, καί ό άνθρωπος,
γιά τόν όποίο έκείνα δημιουργήθηκαν, άν πέσει στή γή δέν θά άναστηθεί; Καί
συμπεραίνει: Ό Θεός στά φυσικά φαινόμενα έργάζεται κάθε χρόνο μετά τόν χειμώνα
τήν άνάσταση, ώστε σύ, ό όποίος βλέπεις τό τί γίνεται στά άψυχα, νά πιστεύσεις
ότι τό ίδιο συμβαίνει καί μέ τά έμψυχα καί λογικά όντα.
Ό Μ. Αθανάσιος γράφει ότι
όπως τά σπέρματα πού ρίπτονται στή γή, έτσι καί έμείς μέ τό νά άποθνήσκουμε δέν
χανόμαστε διαλυόμενοι, άλλά σπειρόμαστε γιά νά άναστηθούμε διότι ό θάνατος
καταργήθηκε διά τής χάριτος τού Σωτήρος.
Ό άγιος ’Ιωάννης ό Δαμασκηνός, έχοντας ύπ’ δψη του τά σπέρματα τών
φυτών, έρωτά:
Ποιός είναι αύτός πού
έβαλε στά σπέρματα ρίζες, καλάμι, φύλλα, στάχυα καί λεπτότατο χνούδι; Δεν είναι
ό δημιουργός τών όλων; Τό θείο του πρόσταγμα δεν είναι εκείνο πού έχει
οικοδομήσει τά πάντα; ’Έτσι λοιπόν πίστευε καί σύ ότι θά γίνει καί ή ανάσταση
τών νεκρών με τη θεία βουλή καί τό θείο νεύμα. Διότι ό άπειρόσοφος Θεός έχει
μαζί με τή θέληση βοηθό καί συνεργάτη τή δύναμη.
Επομένως ή σπορά καί ή
καρποφορία μάς βεβαιώνουν ότι πρέπει νά περιμένουμε καί έμείς «τήν άνοιξιν τού
σώματός μας», όπως ώραϊα έγραφε ό Λατίνος απολογητής τού Β' αιώνα Μινούκιος
Φήλιξ. Ή γη σπείρεται τώρα μέ τά άνθρώπινα
σώματα όταν όμως έλθει ή συντέλεια τού παρόντος αίώνος, θά τά άναβλαστήσει μέ
τή δύναμη τού Θεού Τό ανθρώπινο σώμα παραδίδεται σήμερα στή γή, αλλά περιμένει
τήν έξανάστασή του κατά τήν έσχατι, ημέρα. Μέ όλα αύτά «κάθε τάφος είναι μία
κιβωτός αφθαρσίας» . Γι’ αύτό καί ό θείος Χρυσόστομος αναφωνεί στόν Κατηχητικό
του λόγο, πού άναγινώσκεται κατά τήν Κυριακή τού Πάσχα: «Άνέστη Χριστός, καί
νεκρός ούδείς έπί μνήματος»
ε) Οί έκκλησιαστικοί
συγγραφείς καί οί θείοι Πατέρες πού διδάσκουν τήν ανάσταση τών σωμάτων ώς έργο
τής παντοδυναμίας τού Θεού, φέρνουν καί άλλο παράδειγμα τή σύλληψη καί γέννηση
τού άνθρώπου. Ό άγιος μάρτυς ’Ιουστίνος, ό Άθηναγόρας καί ό Θεόφιλος
’Αντιόχειας παρατηρούν: Όπως ό Θεός ώρισε άπό τό «εν καί άπλούν σπέρμα», άπό
μία μικρή σταγόνα «άνθρωπείου σπέρματος» νά δημιουργούνται όστά καί νεύρα καί
σάρκες καί νά γίνεται ολόκληρος καί άρτιος άνθρωπος, κατά παρόμοιο τρόπο μπορεί
ό Θεός νά ενώσει «τό διαλελυμένον» σώμα καί νά άναστήσει τόν νεκρό. Ό άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων έρωτά: Πού
ήμαστε έμείς, πού ομιλούμε καί άκούμε, πρίν άπό έκατό ή διακόσια χρόνια; Δέν
γνωρίζεις μήπως ότι γεννιόμαστε άπό ασθενικά, άμορφα καί απλά πράγματα; Καί
όμως άπό αύτό τό απλό καί ασθενικό λαμβάνει μορφή καί σχήμα καί ύπόσταση ό
ζωντανός άνθρωπος· αύτό τό ασθενές, άφού λάβει σάρκα, «μεταβάλλεται εις νεύρων
ίσχυρότητα καί εις οφθαλμών λαμπρότητα καί ρινός όσφρησιν καί ώτων άκοήν καί
γλώσσαν λαλούσαν καί καρδίαν πάλλουσαν καί χειρών έργασίαν (...). Καί τό
άσθενές έκεϊνο γίνεται (άνθρωπος) ναυπηγός καί οικοδόμος καί άρχιτέκτων (...)
καί άρχων καί νομοθέτης καί βασιλεύς». Καί συμπεραίνει ό άγιος: Ό Θεός λοιπόν,
ό όποίος μάς δημιούργησε άπό τόσο εύτελή στοιχεία, καί αύτός πού κάνει σώμα
άνθρώπινο αύτό τό τόσο εύτελές πράγμα, δεν μπορεί νά άναστήσει καί πάλι τό
«πεσόν σώμα»; Εκείνος πού έπλασε τό πλάσμα πού δέν ύπηρχε, δεν μπορεί μήπως νά
άναστήσει τό σώμα πού τώρα ύπάρχει καί τό όποίο άπέθανε;
Ό άγιος ’Αναστάσιος ό
Σινάίτης, άπευθυνόμενος σ’ έκείνον πού διερωτάται πώς είναι δυνατόν νά
άναστηθεί τό νεκρό σώμα,γράφει: Έάν γεννηθεί στήν ψυχή σου άμφιβολία περί
άναστάσεως, όταν βλέπεις «τόν χούν (τό χώμα) άψυχον έν τώ τάφω ήδη» καί άπορείς
«πώς ή σποδός (ή στάχτη) αύτή ή οίκτρά (έλεεινή) καί νεκρά» μπορεί νά γίνει
«έμψυχος καί ολόκληρος άνθρωπος», παρατήρησε άμέσως τόν εαυτό σου. Σ’ αύτόν θά
δεις νά έχει γίνει πραγματικότητα «ό τύπος (τό πρότυπο, ή εικόνα) τής τών
σωμάτων άναστάσεως». Άπό πού «σύ άνέστης καί ολόκληρος άνθρωπος γέγονας καί
έμψυχος;» Δέν σχηματίσθηκες άπό τή σύλληψη, τήν κυοφορία καί τή γέννηση μέ τή
δύναμη τού Θεού; Έάν πάλι άπορείς γιά «τό άψυχον της κόνεως τών σωμάτων» καί
διερωτάσαι «πώς τό άψυχον άναγεννάται έμψυχον;», έχεις καί περί αύτού πολλά
παραδείγματα άπό τή φύση.
Τήν ίδια διδασκαλία
άναπτύσσει καί ό άγιος ’Ιωάννης ό Δαμασκηνός. Λέγει: Ό Θεός πού μετέβαλε τό
χώμα σέ σώμα μέ μόνη τή θέλησή του Αύτός ό όποίος όρισε ώστε μία «μικρά ρανίδα
τού σπέρματος» νά αυξάνεται καί νά δίδει μορφή στό πολυσύνθετο τούτο άνθρώπινο
σώμα, δέν μπορεί ν’ άναστήσει μέ τή βούλησή του αύτό πού έγινε καί κατόπιν
διελύθη;
ς) Ή άνάσταση τών σωμάτων
είναι δυνατή χάρη στήν παντοδυναμία τού Θεού καί κατά τούτο: Τί είναι
εύκολότερο ή δημιουργία από τό μηδέν ή ή δημιουργία από ύπάρχουσα ύλη; Ασφαλώς
τό δεύτερο . Έφ’ όσον όμως ό Θεός έκαμε τό πρώτο, γιατί δέν μπορεί νά
πραγματοποιήσει καί τό δεύτερο; Ό ιερός
Χρυσόστομος, απευθυνόμενος πρός τόν άπιστο ή έκεϊνον πού αμφιβάλλει γιά τήν
ανάσταση τών σωμάτων, λέγει: Πώς σέ δημιούργησε ό Θεός; «Ούχί γην έλαβε καί
έπλασε;» Καί ποιό είναι τό δυσκολότερο; Νά κάμει από τη γή «σάρκας καί φλέβας καί
δέρμα καί όστά καί ίνας καί νεύρα καί αρτηρίας» κλπ. ή αύτά πού έγιναν φθαρτά
νά τά καταστήσει αθάνατα; Ό Θεός, πού δημιούργησε από τό μηδέν τόσο πολλές
στρατιές άσωμάτων Αγγέλων, δέν μπορεί νά άνανεώσει τό σώμα τού ανθρώπου πού
έλειωσε, καί νά τό περιβάλει μέ περισσότερη αξία καί δόξα; Άπάντησέ μου σύ πού
απιστείς: Τί είναι εύκολότερο νά δημιουργήσει ό Θεός κάποιον από τό μηδέν ή
άφού διαλυθεί νά τόν άναστήσει πάλι; Ή
απάντηση είναι ολοφάνερη. Εκείνος, ό όποίος μέ μόνη τή θέληση καί τό λόγο του
συνέστησε έκ τού μή όντος τίς άσώματες Δυνάμεις τών αγίων Αγγέλων καί ούρανό
καί γή καί θάλασσα καί όλη τήν ορατή καί αόρατη κτίση, μπορεί πολύ εύκολότερα,
μέ μόνο τόν λόγο, νά άναστήσει όπως ό ίδιος γνωρίζει, καί νά άναπλάσει τά
σώματα τών νεκρών.
Ό άγιος Κύριλλος
'Ιεροσολύμων παραθέτει μαρτυρίες άπό τήν Αγία Γραφή οί όποιες βεβαιώνουν τήν
ανάσταση, καί έπιμένει σέ περιπτώσεις πού παρουσιάζουν κάποια άναλογία πρός
αύτή: Τό νεκρό ραβδί τού Άαρών έβλάστησε χωρίς νερό καί τρόπον τινά άνέστη· καί
ό Άαρών δέν άνίσταται; Τό ξηρό ραβδί τού Μωυσέως μετεβλήθη σέ δράκοντα καί τά
σώματα τών δικαίων δέν μπορούν νά άναστηθούν καί νά ζήσουν; Καί τότε τό
πρόσταγμα τού Θεού ήταν ισχυρό σήμερα δέν είναι; Ώστε «ή άνάστασις τής σαρκός δύναμις Θεού
έστι», ή όποία ύπερβαίνει μέν τό λογικό
μας, πιστοποιείται όμως διά τής πίστεως καί είναι ορατή καί ολοφάνερη στά έργα
τού Θεού.
ζ) Όσοι αμφισβητούν τήν
ανάσταση τών νεκρών διατυπώνουν καί τό ακόλουθο ερώτημα: Πώς θά άναστηθούν τά
σώματα έκείνων τούς όποίους κατέφαγαν τά άγρια θηρία ή κατεβρόχθισαν τά
θαλάσσια κήτη; Άλλ’ έάν πιστεύουμε ότι ό Θεός έχει στό έξουσιαστικό του χέρι
δλη τη γή μέχρι τά πέρατά της (Ψαλ. Ϟʹδ' [94] 4), γιατί άπιστούμε στην άνάσταση
τών σωμάτων αύτών; Είτε διαλυθεί τό σώμα είτε καταφαγωθεί, καί πάλι στά παντοδύναμα
χέρια τού Θεού βρίσκεται. Κάτω άπό τήν κραταιά έξουσία του είναι καί ή φωτιά
καί οί ποταμοί καί οί θάλασσες καί δλα τά θηρία τής θάλασσας καί τής γής. Άπό
εκεί ή άπειροδύναμη σοφία του έχει τόν τρόπο νά άρπάσει, νά ανακλάσει καί νά
άναστήσει τά σώματα.
Ό άπολογητής Τατιανός,
άναφερόμενος στήν άνάσταση τών νεκρών, λέγει: Έγώ, ό όΠοιός δέν θά ύπάρχω
σωματικά καί δέν θά είμαι ορατός λόγω τού θανάτου, θά άναστηθώ καί θά ύπάρξω
πάλι, όπως άκριβώς ήλθα στή ζωή μέ τή γέννηση, ένώ προηγουμένως δέν ύπήρχα. Καί
άν άκόμη μού έξαφανίσει τή σάρκα ή φωτιά, καί πάλι τήν υλη τού σώματος πού
έξατμίσθηκε τήν έχει περιλάβει ό ορατός κόσμος. Καί άν διαλυθώ στους ποταμούς ή
στίς θάλασσες, καί άν διαμελισθώ άπό τά θηρία, καί πάλι είμαι κατατεθειμένος
στά ταμεία τού πλούσιου Δεσπότου. Καί Αύτός, ό όΠοιός βασιλεύει πάνω σέ δλη τήν
κτίση, όταν θελήσει θά άποκαταστήσει στό άρχαίο κάλλος τήν ύπόστασή μου, πού
είναι γνωστή καί ορατή μόνο στόν ίδιο.
Επίσης ό θείος Κύριλλος
Ιεροσολύμων άπαντά σέ όσους προβάλλουν
τήν ένσταση: Αύτός πού πέθανε, διαλύθηκε καί τόν κατέφαγαν σκουλήκια,τά
όποία όμως διαλύθηκαν καί αύτά καί
έξαφανίσθηκαν πώς θά άναστηθεί λοιπόν; Τούς ναυαγούς έφαγαν τά ψάρια, τά
όποία όμως καταφαγώθηκαν άπό άλλα ψάρια.
Όσοι έθηριομάχησαν, καταφαγώθηκαν άπό άρκούδες καί λιοντάρια άλλους κατέφαγαν
κοράκια καί γόπες, οί όποίοι, άφού πέταξαν πρός τά τέσσερα σημεία τού ορίζοντα,
θανατώθηκαν σέ διαφορετικά μέρη. Άπό πού θά συναχθεί τό σώμα γιά νά άναστηθεί;
Άλλ’ δλα αύτά, άπαντά ό ιερός Πατήρ, πού φαίνονται σέ σένα τόν μικρό καί
άδύνατο άνθρωπο άκατόρθωτα, είναι δυνατά στόν Θεόν. Διότι Αύτός κατέχει «έν τή
δρακί αύτοό» (στή χούφτα του) δλη τή δημιουργία. Αντί λοιπόν να κατηγορείς τόν
Θεόν συγκρίνοντάς τον πρός τή δική σου αδυναμία, πρόσεχε μάλλον στή δύναμη τού
Θεού,ή οποία είναι άπειρη.
’Άς ακούσουμε καί τόν
άγιο Ιωάννη τόν Χρυσόστομο, ό όποίος άπαντά διά μακρών σ’ έκείνους πού λέγουν:
Ό τάδε έναυάγησε καί καταποντίσθηκε στη θάλασσα, όπου τόν έφαγαν πολλά ψάρια
κάθε ένα κατέφαγε καί ένα κομμάτι του. Κατόπιν τό ένα ψάρι καταβροχθίσθηκε σ’
αύτόν τόν κόλπο από άλλο ψάρι τό άλλο καταβροχθίσθηκε σέ άλλη ακρογιαλιά από
μεγαλύτερο ψάρι. Τά ψάρια αυτά τά ψάρεψαν ίσως κατόπιν άνθρωποι, οί όποίοι τά
έφαγαν, καί τούς ανθρώπους τούς κατασπάραξαν θηρία. 'Ύστερα από όλη αυτή τή
σύγχυση καί τό σκόρπισμα πώς είναι δυνατόν νά άναστηθεί καί πάλι ό ναυαγός; Σέ
όλα αύτά, τά όποία ό θείος Πατήρ
ονομάζει σωρό φλυαριών, ανοησιών («ορμαθούς λήρων»), άπαντά: Έάν δέν συμβούν
αύτά πού λέτε καί τό σώμα διαλυθεί ομαλά, πώς θά συνενωθούν ή σκόνη καί ή τέφρα,
από πού θά ύπάρξει στή συνέχεια ή λαμπρότητα τού σώματος; Δέν είναι καί αύτό
απορίας άξιον; ’Άλλωστε «ή ζωή γίνεται άπό φθοράς», όπως λέγει ό θείος
Απόστολος μέ τό παράδειγμα τού σπόρου πού χώνεται στή γή καί σήπεται καί
κατόπιν άναβλαστάνει. ’Επί πλέον, ένα δέν είναι τό νερό πού βρέχουν τά σύννεφα
στή γη; Καί όμως αύτό τό όποίο έχει «μίαν ποιότητα καί μίαν φύσιν», στό κλήμα
γίνεται κρασί καί φύλλα καί χυμόςστην έλιά γίνεται λάδι καί όλα τά άλλα καί τό
πλέον θαυμαστό, ότι εδώ μέν γίνεται «ύγρόν, εκεί ξηρόν», εδώ γλυκό, έκεί ξινό,
έκεί στυφό, αλλού πικρό. Πώς γίνεται αύτό ;Ό θείος Πατήρ συμπληρώνοντας τό
έπιχείρημά του ύπενθυμίζει ότι κάθε ημέρα παρατηρείται «άνάστασις καί θάνατος»
σ’ όλες τίς ήλικίες καί προσθέτει: Ένώ ύπάρχουν μέσα στήν ορατή δημιουργία τόσα
πολλά, τά όποία είναι όχι μόνο δύσκολο
αλλά πολύ δύσκολο καί αδύνατο νά κατανοηθούν καί νά έρμηνευθούν, δυστυχώς δέν
διδασκόμαστε καί δέν παύουμε άπό τού νά άεροβατούμε. Καί τελειώνει μέ τήν
έκκληση: «Παιδεύθητι (μάθαινε), ώ άνθρωπε», άπό τά έδώ γεγονότα τής γής καί μή
περιεργάζεσαι ούτε νά καταπιάνεσαι μέ τόν ούρανό καί τά έργα τού Θεού. Πές μου
δέν γνωρίζεις τή γή άπό την όποία
γεννήθηκες, έτράφηκες, τήν όποία
κατοικείς καί πατείς, χωρίς την όποία
δέν μπορείς νά άναπνεύσεις, καί καταπιάνεσαι νά εξηγήσεις αύτά πού
απέχουν τόσο πολύ άπό έσένα; ’Άς δώσουμε έμπιστοσύνη στά όσα μάς άπεκάλυψε ό
Θεός διά τών Αγίων Γραφών, άς άνοίξουμε τά πανιά τής πίστεως χρησιμοποιώντας ώς
πλοίο τήν Αγία Γραφή, καί άς μή ρίχνουμε τούς εαυτούς μας σέ κίνδυνο φανερό, ό
όποίος μάς καταβυθίζει σέ άβυσσο αιρέσεων.
Ή αλήθεια λοιπόν, αδελφέ
μου, είναι ότι ή θεία Παντοδυναμία θά έργασθεϊ καί τό θαύμα τής άναστάσεως τών
νεκρών σωμάτων, καθ’ όσον μάλιστα ή καθαυτό προσωπικότητά μας, δηλαδή ή ψυχή
μας, διατηρείται ζωντανή, ακέραιη, αθάνατη, παρ’ όλη τήν αδιάκοπη καί συνεχή
αντικατάσταση καί ύποκατάσταση τών στοιχείων. Ή άπειροδύναμη σοφία τού Θεού θά
ύφάνει καί πάλι άπό τά υπάρχοντα στοιχεία τό νέο λαμπρό ένδυμά της, τό άφθαρτο
καί αιώνιο σώμα.
Εισαγωγή κειμένων σε
πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στό
Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΝΙΚ.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων,
τίτλων και εικόνων έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων
σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές
που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την
αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου