Ὁ
ἐπίσκοπος Κύρου Θεοδώρητος, ὁ ὅποιος ἔζησε τὸν Ἐ μ.Χ. αἰώνα, διηγεῖται
πῶς μιὰ φορὰ τὸν ἐπισκέφθηκε ἕνας μοναχός, πού ἐρχόταν ἀπὸ πολὺ μακριά.
Τὸν ἔβαλε νὰ ξεκουρασθῆ καὶ νὰ φάγη.
Ὅταν
ἔτρωγε ὁ μοναχός, παρατήρησε ὅτι χρησιμοποιοῦσε μόνο το ἀριστερό του
χέρι καὶ ὅτι τὸ δεξί του ἦταν τυλιγμένο μὲ ἕνα παλιοράσο.
Ὁ ἐπίσκοπος
τὸν ρώτησε, ὄχι ἀπὸ περιέργεια ἄλλα ἀπὸ ἐνδιαφέρον, γιατί εἶναι
τυλιγμένο τὸ χέρι του καὶ μάλιστα μὲ ἕνα παλιοράσο τριμμένο, ἐνῶ
ἐφαίνετο ἀπὸ τὴν ὅλη του ἐνδυμασία ὅτι δὲν ἦταν μοναχὸς ρακένδυτος.
Μάλιστα, θέλησε νὰ τὸ τραβήξει γιὰ νὰ δή, ὅπως ὑποψιαζόταν, ἂν ὑπῆρχε
κάποια πληγῆ στὸ χέρι τοῦ μονάχου, ἀλλὰ αὐτὸς δὲν τὸν ἄφησε καὶ τὸ
σκέπασε γρήγορα, διότι ἄρχισε νὰ βγαίνει ἀφόρητη δυσοσμία.
Κι ὁ μοναχὸς διηγήθηκε τὰ ἕξης στὸν ἐπίσκοπο:
–
Σεβασμιότατε, ἐγὼ εἶχα μιὰ μητέρα πολὺ ὄμορφη, πάγκαλη, ἡ ὁποία,
δυστυχῶς, ἀπὸ πολὺ νωρίς, ἂφ ὅτου χήρεψε, παρεσύρθη στὸν κακὸ δρόμο κι
ἔγινε πόρνη. Λόγω δὲ τῆς μεγάλης ὡραιότατος πού εἶχε, ἀπέκτησε πολὺ
μεγάλη «πελατεία» καὶ ἔγινε πολὺ πλούσια κι ἔτσι ἐγὼ μεγάλωνα μέσα στὴ
χλιδὴ καὶ στὰ πλούτη.
Ὅταν
ὅμως μεγάλωσα καὶ ἄρχισα νὰ καταλαβαίνω τί γίνεται, βδελυσσόμενος αὐτὴν
τὴν κατάσταση τῆς μητέρας μου, ἀπομακρύνθηκα γιὰ ἕνα διάστημα ἀπὸ κοντά
της καὶ πῆγα σὲ ἕνα μοναστήρι.
Πληροφορήθηκα
ὅμως κάποια στιγμὴ ὅτι ἡ μητέρα μου αἰφνιδίως πέθανε. Καὶ ὅλη ἡ
τεράστια ἐκείνη περιουσία, τὴν ὁποία εἶχε κάνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἦταν
πλέον δική μου. Πῆγα λοιπὸν καὶ τὴν περιουσία αὐτὴ τὴν μοίρασα ὅλη,
μέχρι καὶ τῆς τελευταίας δραχμῆς, στοὺς φτωχοὺς κι ἔφυγα γιὰ τὴν Ἔρημο
ξανά, προσευχόμενος γιὰ τὴ σωτηρία τῆς μάνας μου. Βέβαια καὶ γιὰ τὸν
πατέρα μου, πού ὅταν εἶχε κοιμηθῆ, ἐγὼ ἤμουν μωρό.
Πάντα
προσευχόμουν ὅμως στὸν Θεό, σὰν μοναχὸς πού ἤμουν, νὰ μὲ πληροφόρηση
ἐὰν οἱ ἐλεημοσύνες πού δόθηκαν σὲ ὅλα τα τότε γνωστὰ μοναστήρια, γιὰ νὰ
προσευχηθοῦν γιὰ τὴν ψυχὴ τῆς μητέρας μου καὶ νὰ κάνουν πολλὰ-πολλὰ
σαρανταλείτουργα ἐπίασαν τόπο. Ἐπῆγα λοιπὸν στὰ Ἱεροσόλυμα, μετὰ ἀπὸ
ἕναν χρόνο καὶ διηγήθηκα στὸν τότε Πατριάρχη τὸ ὅλο γεγονός. Καὶ ἐκεῖνος
μου εἶπε:
–
Πολὺ καλὰ ἔκανες βέβαια καὶ μοίρασες ὅλη αὐτὴ τὴν τεράστια περιουσία
στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔδωσες στὰ μοναστήρια γιὰ νὰ γίνονται Λειτουργίες στὸ
ὄνομα τῆς μητέρας σου, ἀλλὰ γιὰ τὶς πληροφορίες πού μου ζητᾶς νὰ μάθεις
ποὺ βρίσκεται ἡ ψυχὴ τῆς μητέρας σου, ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σοῦ
ἀπαντήσω. Οὔτε ὅμως ἐδῶ στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ στὰ περίχωρα ὑπάρχει κάποιος
προορατικὸς Γέροντας, πού νὰ μπορεῖ νὰ σὲ πληροφόρηση γιὰ μιὰ τέτοια
μεγάλη ἀποκάλυψη.
Παίρνοντας
λοιπὸν τὴν εὐχὴ τοῦ Πατριάρχου, πῆγα στὶς Σκῆτες τῆς Θηβαΐδος τῆς
Αἰγύπτου.’ Ἐκεῖ πράγματι γνώρισα πατέρας καὶ ἀσκητὴς πολλούς, πού μου
ὑπέδειξαν ἕναν Γέροντα, πολὺ βαθιὰ στὴν Ἔρημο, ἱκανὸ νὰ μὲ βοηθήσει. Κι
ἔτσι μὲ ἕναν ντορβὰ στὸν ὠμό, μὲ λίγο νερὸ καὶ ψωμὶ ξεκίνησα
ὀδοιπορώντας γιὰ νὰ βρῶ τὸν Γέροντα αὐτόν.